Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Πίνδαρος (518/522 – 438 π.Χ.)


Προτομή του Πινδάρου. Μουσείο Καπιτολίνι, Ρώμη.
Ο μεγαλύτερος και πιο φημισμένος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές της Βοιωτίας (ένα χωριό κοντά στη Θήβα), μεταξύ των ετών 522 – 518 π.χ.  και πέθανε στο Άργος, μετά το 446 π.Χ. ίσως γύρω στα 438.  Ο πατέρας του ονομαζόταν Δαΐδαντος, η μητέρα του Λαοδίκη (κατά άλλους Κλεοδίκη ή Κλευδίκη ή Κλειδίκη), και είχε έναν αδερφό τον Ερμότιμο (Ερείτιμος ή Ερωτιώνας). Με τη σύζυγό του Μεγακλεία (ή Τιμοξένη) απέκτησε τρία παιδιά, δύο κόρες την Εύμητιν ( ή Πολύμητιν)  και την Πρωτομάχην και έναν γιο τον Δαΐφαντο. Ο Πίνδαρος καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και αυτό τον οφέλησε τόσο στη μόρφωσή του, όσο και σε διάφορες κρίσιμες καταστάσεις της ζωής του, όπως ήταν οι Μηδικοί πόλεμοι.
Τα πρώτα βήματά του στη μουσική και την ποιητική σύνθεση τα έκανε στο πλευρό του θείου του του Σκοπελίνου, ο οποίος τον δίδαξε την αυλητική και την  εγχώρια ποίηση. Στη συνέχεια, ο Πίνδαρος διψώντας για περισσότερη μόρφωση και καλλιέργεια της ποιητικής του τέχνης κατέφυγε στην Αθήνα, δεδομένο ότι η Θήβα δεν μπορούσε να του προσφέρει πολλά πνευματικά εφόδια. Ως δάσκαλοί του  αναφέρονται οι Αγαθοκλής ή ο Απολλόδωρος˙πιθανή φαίνεται και η μαθητεία του κοντά στον Λάσο τον Ερμιονέα.  
Σημαντικό υπήρξε το γεγονός ότι μελέτησε παλιούς ποιητές, επικούς και λυρικούς (όπως τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αλκμάνα, τον Στησίχορο) και διδάχτηκε την Πυθαγορική φιλοσοφία και την τεχνική της χορικής σύνθεσης(στην οποία και ξεχώρισε) εφόσον οι Αθηναίοι καλλιεργούσαν τον διθύραμβο και την τεχνική της τραγωδίας και των θεατρικών παραστάσεων. Στην Αθήνα πέρα από τη μόρφωσή του δε δέχτηκε καμία άλλη παρέμβαση όσον αφορά την ιδεολογία του. Οι δημοκρατικές κινήσεις, που άρχιζαν να επικρατούν εκεί δεν είχαν καμία απήχηση στο νεαρό τότε Πίνδαρο, ίσως εξαιτίας της πιθανής καταγωγής από το αρχαίο και ένδοξο γένος των Αιγειδών. Εξάλλου, η χορική ποίηση ανήκε στο αριστοκρατικό ιδεώδες και είχε απήχηση στον αριστοκρατικό κόσμο.


Η γέννηση του Πινδάρου 1848. Ανρί Πιέρ Πικού (Henri Pierre Picou 1824-1895), Musée d' Orsay.


Κομβική υπήρξε η θέση του την περίοδο των Μηδικών Πολέμων. Τους δύσκολους αυτούς χρόνους η Θήβα παίρνει το μέρος του Ξέρξη. Σίγουρα, η αριστοκρατία κινδυνεύει. Τα αριστοκρατικά και ολιγαρχικά κινήματα στρέφονται και στηρίζουν τις δυνάμεις τους προς το δεσποτισμό, εφόσον απειλούνται άμεσα πλέον από τα δημοκρατικά κινήματα.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο Θηβαίος ποιητής, ο οποίος επιθυμεί μέσα από την ποίησή του να αναχαιτίσει ένα μέρος του λαού της Θήβας που τίθεται εναντίον των Περσών. Επικαλείται τους κινδύνους και τις συνέπειες που επιφέρει ένας πόλεμος και τους συμβουλεύει να στραφούν προς την ειρήνη και να αποφύγουν την αντιαριστοκρατική πολιτική.
Τα γεγονότα δεν είναι θετικά για τον Πίνδαρο. Οι Πέρσες χάνουν τον πόλεμο και οι Θηβαίοι – κυρίως οι αριστοκράτες – υπέστησαν κυρώσεις. Ο Πίνδαρος απογοητεύτηκε με την κατάληξη και καταστράφηκε τόσο υλικά όσο και ηθικά. Εγκαταλείπει τη Θήβα και επιβάλλει στον εαυτό του ένα είδος εξορίας στο νησί της Αίγινας – την οποία θεωρεί δεύτερή του πατρίδα. Η φήμη του δε χάνεται εξαιτίας της φιλομηδικής στάσης του, αντίθετα ενισχύεται , επικυρώνεται και συνδέεται με το περίφημο εγκώμιο των Αθηνών, το οποίο συνθέτει μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα.
Μετά τους Μηδικούς πολέμους, ο ίδιος και η τέχνη του αρχίζουν να γίνονται γνωστοί. Η περίοδος 480-460π.Χ. ήταν η πιο γόνιμη και δημιουργική. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Βοιωτίας και απλώθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Σελίδα από τον πρώτο ολυμπιόνικο του Πινδάρου. Αφιερώνεται στον Iέρωνα, τύραννο των Συρακουσών, ο οποίος νίκησε στους Oλυμπιακούς Aγώνες στην ιπποδρομία κελήτων.
Το 476 οι τύραννοι των Συρακουσών και του Ακράγαντος, Ιέρων και Θήρων αντίστοιχα τον καλούν στις βασιλικές αυλές και του ζητούν να συνθέσει ύμνους κατά παραγγελία. Η περίοδος αυτή εγκαινιάζει την αρχή μιας σειράς συγγραφών από υμνητικές ωδές για διάφορες αξιοσημείωτες προσωπικότητες. Τύραννοι, βασιλείς, θρησκευτικοί άρχοντες, πλούσιοι πολίτες του ζητούν συνεχώς χορικές συνθέσεις για διάφορα γεγονότα της ζωής τους και της πολιτείας, προσφέροντάς του για τις υπηρεσίες του χρυσό, ανάλογα την περίσταση.
Ο χορικός αυτός ποιητής είναι ταυτόχρονα ικανός επαγγελματίας και κάτοχος της ιερής σοφίας των Δελφών. Όλοι τιμούν και σέβονται το έργο και την προσφορά του στην πολιτεία και αυτό φαίνεται από τις ενέργειες των Αθηναίων, οι οποίοι του αφιερώνουν χάλκινο ανδριάντα και του απονέμουν το τίτλο το προξένου.
Ο Πίνδαρος έγραψε ποιήματα σ’ όλα τα είδη της λυρικής ποίησης: ύμνους (ποιήματα προς τιμή των θεών), παιάνες (άσματα προς τιμή του Απόλλωνα), διθυράμβους (αποτελούν μέρος λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμή του Διόνυσου), προσόδια (άσματα ικεσίας ή ευχαριστίας, που τελούνταν κατά την πορεία μιας πομπής σε ιερό), παρθένια (εκτελούνταν από χορούς κοριτσιών σε δωρικές περιοχές), υπορχήματα (χορικά άσματα, με κύριο χαρακτηριστικό το ορχηστικό στοιχείο) εγκώμια (δοξαστικοί ύμνοι) και θρήνους (επιτάφια άσματα), υμνώντας θεούς, ήρωες και ανθρώπους.
Ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης Βυζάντιος διαίρεσε το έργο του σε17 βιβλία τα οποία χωρίζονται σε:
 Ύμνοι (1 βιβλίο)
Παιάνες (1 βιβλίο)
Διθύραμβοι (2 βιβλία)
Προσωδία (1 βιβλίο)
Παρθένια (3 βιβλία)
Υπορχήματα (1 βιβλίο)
Εγκώμια (1 βιβλίο)
Θρήνοι (1 βιβλίο)
Επινίκια (4 βιβλία).
Από αυτό το εκτενές σώμα συνθέσεων έχουν διασωθεί πλήρεις μόνο οι επινίκιες ωδές (πρόκειται για χορικά ποιήματα που σκοπό είχαν να υμνήσουν το πανηγυρισμό για τη νίκη στους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες. Επίσης, συντελούσαν στο να μείνει το όνομα του νικητή γνωστό στους αιώνες και να αποκτήσει μια θέση στον ανώτερο και άφθαρτο κόσμο των ημιθέων. Τέλος αποτελούσε ένδειξη σωματικής και ψυχικής δύναμης).
Συγκεκριμένα, κάθε βιβλίο επινίκιων ωδών αναφέρεται σ’ έναν από τους τέσσερις πανελλήνιους αγώνες, έτσι έχουμε : 14 επίνικους σε ολυμπιονίκες12 επίνικους σε πυθιονίκες11 επίνικους σε νεμεονίκες, και 8 επίνικους σε ισθμιονίκες. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά από παραπομπές άλλων συγγραφέων ή σπαράγματα παπύρων.

Πίνδαρος – Αγγλική έκδοση
   
Τα είδη της χορικής ποίησης του Πινδάρου περιλαμβάνουν κάποια κύρια χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, ως προς τη μορφή των ωδών χρησιμοποιούσε άλλοτε όμοιες μετρικά στροφές και άλλοτε σειρές από στροφή, αντιστροφή και επωδό.
Ως προς το περιεχόμενο έχουν τέσσερα συστατικά, δηλαδή αρχίζουν με επίκληση σε κάποιο θεό ή τις μούσες, ακολουθούν πληροφορίες για το πρόσωπο του νικητή, την οικογένειά του ή τη νίκη του σε άλλες γιορτές, στη συνέχεια δίνουν κάποια μυθική αφήγηση προσαρμοσμένη στη συγκεκριμένη περίσταση και συνήθως κλείνουν με διατύπωση ηθικών αποφθεγμάτων που αποτελούσαν τον απώτερο σκοπό του. Δεν περιέγραφε τις λεπτομέρειες των αγώνων.
Πίνδαρος, J.W. Cook.
Η γλώσσα του Πινδάρου είναι η λογοτεχνική δωρική, αναμειγνύει όμως αιολικά και επικά γλωσσικά στοιχεία, είναι η γλώσσα του έπους. Δεν πρόκειται για μία ομιλούμενη διάλεκτο, αλλά για ένα καλλιτεχνικό κατασκεύασμα με έντονο προσωπικό ύφος. Ακόμη, η επιλογή σύνθετων λέξεων αντί απλών, η υπερβολική χρήση των περιφράσεων, ο πλούτος των εικόνων, τα τολμηρά υπερβατά, οι θαυμαστές μεταφορές που κρύβουν ένα βαθύτερο συμβολισμό, η απότομη μετάβαση από τη μια εικόνα στην άλλη και η συχνή αλλαγή του υποκειμένου καθιστούν την ποίησή του περίπλοκη, δυσνόητη και σκοτεινή. Η ενότητα διασφαλίζεται από τη σύνδεση των ιδεών με τις ηθικές και θρησκευτικές αξίες.
Επιπλέον, πρόκειται για ποίηση έντονα θρησκευτική, γεμάτη μουσική, αυστηρά αρμονική, με ευθύτητα, σεμνότητα, επιτηδευμένη και κομψή μέχρις ορισμένου σημείου. Διαποτίζεται από δωρικές αντιλήψεις και κυριαρχείται από αριστοκρατικές ιδέες. Τέλος, είναι έντονος και φανερός ο διαχωρισμός ανάμεσα στους άρχοντες και το λαό. Αναμφισβήτητα, η πινδαρική ωδή – κυρίως η φόρμα της -, αποτέλεσε το παράδειγμα για πολλούς νεότερους ποιητές, όπως ο Κάλβος.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά της ποίησής του φαίνονται καθαρά στην περίφημηδέκατη επινίκια ωδή, η οποία είναι αφιερωμένη στον επιφανή Αργείο αθλητή,Θεαίο. Με τη συγκεκριμένη ωδή εξυμνεί ταυτόχρονα το πρόσωπο του παλαιστή, τη γενιά του και τη πόλη που τον ανέθρεψε. Αναλυτικά, διαβάζουμε :
  
Θεαίω, Αργείω, Παλαιστή
1
« Υμνείστε, ω Χάριτες, του Δαναού την πόλη
και τις πενήντα τις λαμπρόθρονες τις κόρες του.
Υμνείστε το Άργος, όπου η Ήρα έχει το λαμπρό το δώμα
αντάξιο της θείας καταγωγής της.
Από δόξα άφθιτη το Άργος απασπράπτει,
χάρις στα επιτεύγματα των πάντολμων των τέκνων της.
Θα παρέτεινα τον ύμνο, ανιστορώντας
τους άθλους του Περσέα, που δάμασε
τη Μέδουσα – Γοργόνα. Πολυάριθμες είναι οι πόλεις,
που το Άργος έκτισε κι εποίκισε στην Αίγυπτο
με τα χέρια του Επάφου.
Και να ιστορήσω για την Υπερμήστρα,
που μόνη αυτή, ατάραχη,
το ξίφος δεν απέσυρε απ’ τη θήκη;
2
Άλλοτε η ξανθή θεά, η θεά η γλαυκώπις,
έκαμε αθάνατο το Διομήδη.
Κοντά στις Θήβες, με κεραυνό του Δία,
έθαψε κάτω απ’ τη γη, τον μάντη, γιο του Οϊκλέους,
που τρομερός ήταν στον πόλεμο, ωσάν θύελλα.
Και με τις γυναίκες τις καλλίκομες το Άργος
κρατά κι εδώ την πρώτη θέση.
Εδώ ο Δίας ήλθε για την Αλκμήνη, την Δανάη,
αξιόπιστο, λοιπόν, αυτό που είπα. Το Άργος έδωσε
στου Αδράστου τον πατέρα και στον Λυγκέα
το γόνιμο το πνεύμα και της δικαιοσύνης την αγάπη.
3
Την γενναιότητα του Αμφυτρίωνα το Άργος
έχει θρέψει. Ο υπέρτατος θεός εισέδυσε
στο γένος του ήρωα αυτού, όταν τα χαλκά τα όπλα του
φορώντας, τους Τηλεβόες εξολόθρευσε.
Ο βασιλέας των αθανάτων τη μορφή του πήρε
κι εισόρμησε στο δώμα του κι έσπειρε τότε
το ατρόμητο του Ηρακλέους γένος.
Κι αυτός τώρα, ο Ηρακλής, έχει στον Όλυμπο
ως σύζυγο, την πλέον ωραία απ’ τις θεές, την Ήβη,
σύντροφο της Ήρας, της μητέρας της,
του γάμου αυτού εγγύηση ιερή.
4
Ωστόσο η πνοή μου είναι αδύνατη
Όλες τις δόξες του Άργους ν’ αριθμήσω.
Άλλωστε και ορθό δεν είναι
να προκαλώ των ακροατών τον κόρο.
Και τώρα, ω Μούσα, ας αφυπνίσεις
της λύρας τις μελίρρυτες χορδές
και ας στραφούμε προς τους ανδρείους αθλητές.
Ιδού οι αγώνες, που έχουν ως βραβείο το χαλκό
και καλούν τα πλήθη στις λαμπρές της Ήρας
τις εκατόμβες. Εκεί ο Θεαίος, ο γιος του Ουλία,
απέσπασε τη λήθη των μόχθων και των πόνων του
με την περίλαμπρη τη νίκη του.
5
Ανάμεσα σε όλο το έθνος των Ελλήνων
στην Πυθώνα εθριάμβευσε
και από την τύχη οδηγούμενος,
ενίκησε και στον Ισθμό και στη Νεμέα.
Έδωσε το έναυσμα να καλλιεργήσουν
οι Μούσες τον αγρό τους,
με τρεις νίκες στης θάλασσας
τις θύρες και τρεις φορές στη σεβάσμια κοιλάδα,
όπου την εορτή τελούν, που ο Άδραστος εθέσπισε.
Ω Δία, ω πατέρα, αυτό που ονειρευόταν
δεν το ξεστόμισαν τα χείλη του,
αφού από σένα η κάθε επιτυχία είναι εξαρτημένη.
Ωστόσο δεν τολμά η φιλοδοξία να τον εγγίσει,
αν δεν την υπερασπίσει και η καρδιά του.
Εύνοια άδικη αυτός δεν σου ζητεί.
6
Δεν ψάλλω τίποτε, που του Θεού τη συγκατάβαση δεν έχει
και όλων αυτών, που τη μεγάλη νίκη διεκδικούν
στους πλέον ένδοξους αγώνες. Δεν είναι η Πίσα,
που τελεί τους ανώτερους απ’ όλους, αυτούς που
καθιέρωσε και θέσπισε ο Ηρακλής;
Ωστόσο, δύο φορές ήδη – ωραίο προοίμιο! –
οι Αθηναίοι, στις εορτές τους τις επίσημες,
με αλαλαγμούς τον υποδέχτηκαν και εκόμισε
στον θαρραλέο της Ήρας το λαό,
τους καρπούς της ελιάς, σε αμφορείς που διακοσμούσαν
με ποικίλματα από πηλό, ψημένο από τις φλόγες.
7
Έτσι, ω Θεαίε, συνεχίζονται
των μητριών προγόνων σου
τα κλέη – πασίγνωστη του γένους σου η φήμη -,
χάρις στην εύνοια των Χαρίτων και των Τυνδαριδών,
που ενωμένοι ήσαν πάντα. Αν ήμουν κι εγώ
από το αίμα του Θρασύκλου και του Αντία,
θα βάδιζα στην πόλη του Άργους
με το μέτωπο ψηλά.
Χάρις σ’ αυτούς με πόσες νίκες δεν δοξάσθηκε
του Προίτου η πόλη, όπου θεωρούν τιμή
να τρέφουν άλογα! Έχουν νικήσει τέσσερες φορές
στον Ισθμό και τέσσερες φορές ακόμη
εδέχθησαν στεφάνια από των Κλεωναίων τα χέρια.
8
Από τη Σικυώνα έχουν επιστρέψει στο Άργος
με φιάλες, από κρασί γεμάτες.
Απ’ την Πελλήνη, με τους ώμους τους κατάφορτους
από Χλαίνες μαλθακές.
Και δεν μπορώ ν’ απαριθμήσω
τα απειράριθμα από χαλκό βραβεία.
Ανάπαυλα είναι απαραίτητη εδώ. Δεν έχω το χρόνο
να μετρήσω όσα ο Κλείτωρ και η Τεγέα
και το Λύκαιο, στου Δία τον ιππόδρομο, κατέκτησαν.
Και των Αχαιών οι πόλεις είχαν εκθέσει
ως έπαθλο αυτών,
που χάρις στη γοργάδα των κνημών
και στων χεριών τη δύναμη, κατέκτησαν
μια περίδοξη, μια νίκη θριαμβική! »[2]
[….....................................]
( Στις στροφές 9-15, οι οποίες δεν καταχωρούνται εδώ, εγκωμιάζονται οι ήρωες Διό­σκουροι, που είχαν επισκεφθεί το Άργος και είχαν φιλοξενηθεί από τον Παμφάο, πρόγονο του Θεαίου. Χρονολογία, 500 π.χ. περίπου.)
Όσον αφορά τον χαρακτήρα του, ο Πίνδαρος υπήρξε βαθειά ηθικολόγος και θρησκευόμενος άνθρωπος. Τις ιδέες του τις εμφανίζει όχι θεωρητικά, αλλά ως βιωμένη σοφία. Αξίες του αποτελούσαν το κάλλος, η ομορφιά, η ειλικρίνεια και η αποστροφή από την κολακεία. Κύρια αρετή γι’ αυτόν είναι η ευσέβεια και η σωφροσύνη.
Οι αρετές που οδηγούσαν στην επιτυχία δεν ήταν επίκτητες , αλλά κληρονομικές. Πίστευε ότι ένας θνητός δεν είχε το δικαίωμα σύγκρισης ή υπεροχής απέναντι σ’ ένα θεό. Ούτε οι πλούσιοι, ούτε οι φτωχοί μπορούσαν να είναι ισότιμοι με τους θεούς. Οι θεοί είναι οι υπέρτατοι ρυθμιστές της τάξης και των νόμων, είναι αλάνθαστοι και παντοδύναμοι – τη σημαντικότερη θέση στο Πάνθεό του κατέχουν ο Δίας, ο οποίος διαθέτει απεριόριστη δύναμη και ο Απόλλωνας, ο οποίος είναι προστάτης των αριστοκρατικών ιδεών.
Καθήκον και υποχρέωση του ενάρετου και σεμνού ανθρώπου είναι η ευγνωμοσύνη και η αιδώς. Ακόμη, ο άνθρωπος οφείλει να είναι δίκαιος και να εκπληρώνει τις επιθυμίες που επιβάλλουν οι θρησκευτικοί, οι πολιτικοί, οι κοινωνικοί και οι ηθικοί θεσμοί. Ο κόσμος στον οποίο πιστεύει είναι ο αιώνιος, ο αμετάβλητος, που εμπνέεται από την παράδοση. Στην ποίησή του την υψηλότερη θέση κατέχουν οι θεοί, οι ημίθεοι και οι ήρωες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την ομορφιά σε όλους τους τομείς. Κατά γενική ομολογία, ήταν ένας αρκετά συντηρητικός διανοούμενος που η βαθειά πίστη του στη θρησκεία δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με την επιστήμη, τη φιλοσοφία, την πρόοδο, τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της πολιτείας. Σέβεται και τίμα την παράδοση και τη θρησκεία χωρίς υποκρισία.

Η λύρα του Πινδάρου στην Ολυμπία, Linson, Corwin Knapp, b. 1896.

Η περίοδος της ακμής του φτάνει μέχρι το 450 π.Χ. περίπου. Η φήμη του και η δόξα της τέχνης του δε μειώνονται, απλά ο ποιητής δεν είναι ο εαυτός του, έχει χάσει την αυτοπεποίθησή του, έχει ξεφύγει από τον προορισμό του και έχει καμφθεί εξαιτίας του καινούργιου κόσμου που αρχίζει να διακρίνεται και κυρίως να εγκαθίστανται.
Ένα κύμα από ριζοσπαστικές ιδέες, λαοκρατικά κινήματα, ελευθερόστομους ποιητές και φιλοσόφους αρχίζει να κυριαρχεί. Το όραμά του για πανελλήνια ένωση διαψεύδεται. Ο Πίνδαρος βρίσκεται πλέον σε σύγχυση, αγωνία και αμφισβήτηση για το αν όλα αυτά που πρέσβευε, μέσα από τις χορικές του συνθέσεις, άξιζαν στην πραγματικότητα ή ήταν υπερβολές. Αρχίζει να αμφιβάλει, να αναρωτιέται και να αναιρεί τις αντιλήψεις του παρελθόντος, να κρίνει το παρόν και να βλέπει με σκεπτικισμό και μελαγχολία το μέλλον. Όλα αυτά διακρίνονται στον 8ο  Πυθιόνικο, τον οποίο δημιούργησε το 446π.Χ. και πιθανόν αποτελεί το τελευταίο δημιούργημα του ποιητή, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποιο άλλο χρονολογικό στοιχείο.
Κανένας άλλος λυρικός ποιητής δε θεωρείται τόσο μεγάλος όσο ο Πίνδαρος, ο οποίος με τα ποιήματά του εξέφρασε υψηλές ιδέες γεμάτες αρμονία, ποιότητα, ηθικό και θρησκευτικό βάθος.
Ο θάνατός του, σχετίζεται με την παράδοση, η οποία συνδέει το τέλος του με μια μαντεία του Απόλλωνα ή του Άμμωνα, που του υποσχεθήκαν έναν ήρεμο, γαλήνιο και ήσυχο θάνατο. Ο Θηβαίος ποιητής πέθανε σε ηλικία 80 ετών, πάνω στην αγκαλιά του νεαρού ερωμένου του, του Θεόξενου από την Τένεδο, στο αρχαίο θέατρο του Άργους, (κατά άλλους στο στάδιο ή το γυμναστήριο ). Οι κόρες του μετέφεραν και έθαψαν την τέφρα του στη Θήβα.
Μετά από αιώνες οι Θηβαίοι έδειχναν τα ερείπια του οίκου του κοντά στο Ιερό της Μητέρας των Θεών και το τάφο του μέσα στον Ιππόδρομο. Η αξία του και η φήμη του επιβεβαιώνεται και από ένα ιστορικό ανέκδοτο. Συγκεκριμένα, ο Μέγας Αλέξανδρος, αναγνωρίζοντας την προσφορά του στα εγκώμια που συνέθεσε προς τιμή του Αλέξανδρου Α’ της Μακεδονίας, σεβάστηκε και δεν κατεδάφισε το σπίτι του, τη στιγμή που κατέστρεφε και κυρίευε την πόλη της Θήβας (335 π.Χ.).

Ελένη Μουζακιώτη
Φιλόλογος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου