Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Ουσιαστική συμβολή στην ιστορία του ελληνικού διηγήματος

Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού








συνέντευξη στην Νένα Κοκκινάκη


Το ελληνικό διήγημα μπορεί κάλλιστα να αντλεί την υπόθεσή του «εξ απωτάτων χωρών και χρόνων» χωρίς να διακυβεύονται γι' αυτό ούτε η ελληνικότητα ούτε και η εθνική σημασία του.
Ομότιμη σήμερα καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού ερευνά και διδάσκει Συγκριτική Φιλολογία και Θεωρία της Λογοτεχνίας, αντικείμενα που πρώτη εισήγαγε στο πανεπιστημιακό πρόγραμμα διδασκαλίας. Επικεντρωμένη στην ελληνική λογοτεχνία του 19ου και 20ού αιώνα εκδίδει το 1976 τη μελέτη Ο Κωστής Παλαμάς και ο γαλλικός παρνασσισμός. Πρόκειται για την πρώτη διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε σε ελληνικό πανεπιστήμιο για τον ποιητή σύμφωνα με τις θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές της Συγκριτικής Φιλολογίας. Ιδρυτικό μέλος (1987-2000) και στη συνέχεια πρόεδρος (2000-2006) της Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, δημοσιεύει κείμενα για το έργο του Κάλβου, του Παπαδιαμάντη, του Πορφύρα, του Καβάφη, του Καρυωτάκη. Εχει επίσης μελετήσει θέματα ποιητικής (ρεαλισμός, παρνασσισμός, νατουραλισμός, συμβολισμός, ηθογραφία).
Στον γνωστό ορισμό του διηγήματος που διατύπωσε ο Πόου το 1842, ο συγγραφέας συλλαμβάνει μια «μοναδική εντύπωση» και στη συνέχεια την «παράγει» επινοώντας γεγονότα. Διαβάζοντας την εισήγησή σας με θέμα το βουδικής προέλευσης διήγημα του Παλαμά «Τα μάτια του Κουνάλα», διαπιστώνουμε ότι η «μοναδική εντύπωση» δεν πρέπει κατ' ανάγκην να είναι «ελληνική». Ποια είναι η προσωπική σας άποψη για την ελληνικότητα ενός διηγήματος;
Ενα διήγημα, γραμμένο από έλληνα συγγραφέα, στην ελληνική γλώσσα είναι ελληνικό, ανεξάρτητα από τον τόπο και τον χρόνο που τοποθετείται, το σκηνικό ή την εθνικότητα των χαρακτήρων. Εχει παρέλθει ανεπιστρεπτί ελπίζω η εποχή κατά την οποία με αφετηρία τον διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας το 1883 και τις θέσεις του Εφταλιώτη περί «Αληθινής και ψεύτικης τέχνης» (1889), ένα διήγημα για να χαρακτηριστεί «ελληνικό» έπρεπε, κατά την ειρωνική διατύπωση του Παλαμά, να επενδύεται «με εξώφυλλα φέροντα τα εθνικά χρώματα». Αλλωστε, η «μοναδική εντύπωση» για την οποία κάνει λόγο ο Πόου είναι βιωματικού, ανθρώπινου και όχι εθνικού χαρακτήρα, και αυτή αποτέλεσε το έναυσμα και για «βουδικό» διήγημα του Παλαμά.
Αλήθεια, πώς θα δίναμε έναν ολοκληρωμένο ορισμό στο διήγημα;
Ενας ορισμός του διηγήματος που θα κάλυπτε όλα τα επιμέρους είδη τα οποία δημιουργήθηκαν από την εμφάνισή του ώς σήμερα δεν μπορεί παρά να αφορά μόνο τη μικρή έκταση του πεζογραφήματος, χωρίς όμως αυτή η μικρή έκταση να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Από εκεί και πέρα χρειάζονται ειδικότεροι και περισσότερο επεξεργασμένοι ορισμοί για τα διάφορα είδη διηγήματος, το ρεαλιστικό, το νατουραλιστικό, το συμβολιστικό, το ποιητικό κ.ά.
Μεγάλο ενδιαφέρον προκαλεί το θέμα των σχέσεων της νεοελληνικής λογοτεχνίας με τις λογοτεχνίες των άλλων χωρών της Ευρώπης. Διατυπώνεται άλλωστε η άποψη ότι πολλά από τα πρώτα νεοελληνικά διηγήματα, δημοσιευμένα κυρίως σε περιοδικά της εποχής, είναι γραμμένα πάνω σε δυτικά πρότυπα. Πώς ανιχνεύεται κατά την άποψή σας η «συνοχή» και η «παράδοση», για την οποία μιλά ο Αλέξης Πολίτης το 2003;
Σύμφωνα με τις αρχές και τα ευρήματα της Συγκριτικής Φιλολογίας κανένα ξένο έργο δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο σε μια εθνική λογοτεχνία -μιλάμε βέβαια για μια λογοτεχνία που αξίζει το όνομά της- αν στην ντόπια παράδοση δεν προϋπάρχουν ερείσματα τόσο εσωλογοτεχνικά όσο και εξωλογοτεχνικά που να το γειώνουν και να το στηρίζουν. Με αυτό ακριβώς εξασφαλίζεται η συνοχή και η συνέχεια κάθε εθνικής λογοτεχνικής παράδοσης.
Ισχύει, κατά τη γνώμη σας, η άποψη ότι τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης έρχονται στην Ελλάδα αργοπορημένα;
Η άποψη αυτή επικρατούσε πράγματι παλαιότερα μεταξύ των μελετητών, νεότερα όμως ερευνητικά δεδομένα αποδεικνύουν πως είναι αβάσιμη και οφείλεται, συχνά, σε ελλιπή γνώση της λογοτεχνίας μας σε όλη της την έκταση και σε όλο το βάθος και τις διάφορες όψεις της. Γνωρίζουμε τώρα ότι στην ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα υπάρχουν συστατικά των ευρωπαϊκών λογοτεχνικών ρευμάτων, και πάντως των σημαντικότερων, πριν αυτά «εισαχθούν» και γενικευθούν και στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ρομαντισμός, του οποίου ουσιώδη γνωρίσματα, όπως η νοσταλγία προς τα περασμένα ως επιστροφή σε μια καλύτερη κατάσταση, η μελαγχολία μπροστά σε ένα αποκαρδιωτικό παρόν, η έξαρση του πόθου για κάθε μορφή ελευθερίας, η αχαλίνωτη φαντασία κ.ά. ανιχνεύονται εύκολα ως γενικά χαρακτηριστικά και του δημοτικού μας τραγουδιού, όπως έχει επισημάνει ο Κ. Θ. Δημαράς. Από αυτήν την άποψη, ένας ελληνικός «ρομαντισμός» υπήρχε και πριν από το 1830, όταν δηλαδή η επίσημη εμφάνισή του στην ποίηση της λεγόμενης Παλιάς Αθηναϊκής Σχολής αποδόθηκε σε άμεση επίδραση του γαλλικού ρομαντισμού. Αλλά κι έτσι αν έχουν τα πράγματα, η εμφάνιση του ρεύματος αυτού στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου καθυστερημένη, αν μάλιστα στον αθηναϊκό ρομαντισμό συνυπολογίσουμε και τη ρομαντική πλευρά της ποίησης του Σολωμού και του Κάλβου. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ρεαλισμό, η εμφάνιση του οποίου στην Ελλάδα γύρω στα 1880 θεωρήθηκε καθυστερημένη σε σχέση με τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, ενώ δείγματα ενός ελληνικού «ρεαλισμού» έχ0υμε ήδη σε μυθιστορήματα της δεκαετίας του 1840. Μπορούμε, επομένως, να κάνουμε λόγο για έναν αυτόχθονα ρομαντισμό ή ρεαλισμό στην ελληνική λογοτεχνία, υπαρκτές ήδη τάσεις τις οποίες η μεταγενέστερη επαφή και γνωριμία με τα γενικευμένα στην Ευρώπη λογοτεχνικά αυτά ρεύματα ενίσχυσαν και σταθεροποίησαν. Αλλά και με όρους πραγματικούς, δηλαδή καθαρά χρονολογικούς, δεν είναι εύκολο να δεχτούμε αυτή την καθυστέρηση. Ο νατουραλισμός, π.χ., «εισάγεται» στην Ελλάδα ταυτόχρονα με την άνθησή του στη Γαλλία, αφού η μετάφραση της Νανάς του Ζολά άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εφημερίδα Ραμπαγάς τον Νοέμβριο του 1879, με διαφορά λίγων εβδομάδων από τη δημοσίευση του πρωτοτύπου σε συνέχειες σε γαλλική εφημερίδα. Σήμερα, βέβαια, εποχή της άμεσης επικοινωνίας και της μαζικής διάδοσης της πληροφορίας, τέτοιο θέμα δεν τίθεται.
Σε ενδιαφέρουσα εισήγηση του τόμου συγκρίνεται η αφήγηση του Ρ. Ρ. Pasolini με αυτή του Γιώργου Ιωάννου, του οποίου τα «πεζογραφήματα», σύμφωνα με τον Γ. Π. Σαββίδη, μπορούν να αποτελέσουν «μυθιστόρημα», με τίτλο μάλιστα «Θεσσαλονίκη». Πιστεύετε ότι η αποσπασματική γραφή που καθιστά την περιπέτεια της γραφής «νοσταλγία ζωής» ή «επιθυμία θανάτου», έχουν σήμερα απήχηση;
Η μικρότερη, ίσως, απήχηση (γιατί μου λείπουν ακριβή στατιστικά δεδομένα) οφείλεται πιστεύω στο γεγονός ότι η αποσπασματική γραφή απαιτεί ενεργοποίηση του αναγνώστη κατά την προσληπτική διαδικασία.
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη γυναικεία γραφή στο ελληνικό διήγημα. Πιστεύετε ότι εκφράζεται έτσι η πραγματικότητα της εποχής;
Παρ' όλο που με όρους αισθητικούς δεν πιστεύω πως μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα στη γυναικεία και την ανδρική γραφή, είναι γεγονός ότι υπάρχουν γυναίκες πεζογράφοι που έχουν γράψει και γράφουν εξαιρετικά διηγήματα.
Ο συγγραφέας που έδωσε στο διήγημα την αρτιότερη ίσως μορφική του εκδοχή λέγεται πως είναι ο Τσέχοφ. Εχοντας διαβάσει τη σχετική εισήγηση θα θέλαμε να ρωτήσουμε τη γνώμη σας για τον συνδυασμό «επιστολικό» και «διήγημα».
Ο Τσέχοφ, μεγάλος λογοτέχνης, τόσο ως διηγηματογράφος όσο και ως θεατρικός συγγραφέας πέτυχε να ενσωματώσει στο είδος του διηγήματος την επιστολική γραφή, γνωστή από παλιά από το επιστολικό μυθιστόρημα. Εκμεταλλεύτηκε έτσι και ανέδειξε την εσωτερική, οργανική σχέση ανάμεσα στη συνεπτυγμένη μορφή και την υπαινικτική γραφή του διηγήματος και το ολιγοσέλιδο και τη συνθηματική, περίπου, γραφή μιας επιστολής.
Ο συλλογικός τόμος για το διήγημα αναδεικνύει, εκτός από τη γυναικεία γραφή, τις όψεις της «σωματικότητας» από τη μια και της παρουσίας της στο Διαδίκτυο από την άλλη. Προχωρώντας θα λέγαμε ότι η φυσιογνωμία του διηγήματος αποτελεί μια τοιχογραφία που διαφοροποιείται μέσα στις εποχές; Τι πιστεύετε σχετικά;
Φυσικά και το διήγημα, όπως όλα και στη λογοτεχνία και στον κόσμο, διαφοροποιείται μέσα στον χρόνο, ανάλογα με τα ρεύματα, λογοτεχνικά, ιδεολογικά ή άλλα, και τις ιδιάζουσες συνθήκες κάθε εποχής. Ωστόσο θα έλεγα πως το διήγημα, καθώς ως είδος προωθήθηκε στη λογοτεχνική σκηνή, όπως άλλωστε και το μυθιστόρημα, και καλλιεργήθηκε από τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό, σε όλη την εξέλιξή του ώς σήμερα δεν μπορεί παρά να κρατάει ορισμένα, έστω, αλλά βασικά γενετικά χαρακτηριστικά του, γραμμένα θα λέγαμε στο ειδολογικό DNA του. Εννοώ πως ένα διήγημα δεν μπορεί με τον έναν ή άλλο τρόπο, μινιμαλιστικό έστω, παρά να διαβάζεται σε μισή ώς μία - δύο ώρες, όπως νομοθετούσε ο Πόου, και να αποτυπώνει την κορύφωση ενός συγκεκριμένου βιώματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου