Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

13 Απριλίου 1204 "Οριστική Άλωση και λεηλασίες"

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, έργο του Ντελακρουά.
Αφού οι Σταυροφόροι δέχθηκαν τους όρους αυτούς, άρχισαν την προσπάθειά τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη με συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα. Μια πρώτη επίθεση των Σταυροφόρων το πρωί της 9ης Απριλίου 1204 εναντίον του θαλάσσιου τείχους αποκρούστηκε. Στις 12 Απριλίου, όμως η επίθεση επαναλήφθηκε στο τείχος του Κεράτιου. Οι Βενετοί, που είχαν δέσει τις γαλέρες τους ανά δύο και τις είχαν υπερυψώσει με ξύλινες κατασκευές, τις οδήγησαν γεμάτες στρατό κατά των πύργων. Μετά από σκληρή μάχη, το απόγευμα κατόρθωσαν να καταλάβουν δύο πύργους και να δημιουργήσουν πρώτα ένα άνοιγμα στα τείχη και να ανοίξουν τρεις πύλες από όπου άρχιζαν να εισχωρούν στην πόλη. Όταν νύχτωσε, οι Σταυροφόροι είχαν καταλάβει ένα μικρό μέρος της περιοχής κοντά στον Κεράτιο κόλπο. Η βυζαντινή ηγεσία απέδειξε τότε πως δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις. Ο Αλέξιος Ε' Μουρτζούφλος και πολλοί ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη από τις χερσαίες πύλες προς τη Θράκη. Έτσι την επόμενη μέρα οι επιτιθέμενοι άρχισαν να προελαύνουν χωρίς να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση. Η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας που λέγεται Δ' Σταυροφορία».
Μετά την κατάληψη της πόλης, επί τρεις μέρες, οι Λατίνοι μεταχειρίστηκαν με φοβερή σκληρότητα, λεηλατώντας κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, δια μέσου των αιώνων, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα δεν έμεινε σεβαστό: οι εκκλησίες, τα λείψανα, τα μνημεία τέχνης. Οι ιππότες της Δύσης και οι στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία. Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της πόλης, δίνει μια τρομακτική εικόνα της λεηλασίας, της βίας και της ερήμωσης που έφεραν οι Σταυροφόροι.
Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών λεηλασίας, χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα. Ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα». Μετά από αυτή την Σταυροφορία, όλη η δυτική Ευρώπη κοσμήθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι περισσότερες από τις εκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης απέκτησαν μέρος από τα «ιερά λείψανα» της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων, που βρίσκονταν σε μοναστήρια της Γαλλίας, καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (1789). Τα τέσσερα ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν από τον Δάνδολο στην Βενετία, όπου και διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου.

Το νέο πολιτικό σκηνικό

Εν τω μεταξύ προέκυψε το πρόβλημα της οργάνωσης της κατακτηθείσας περιοχής από τους Σταυροφόρους. Τελικά αποφασίστηκε η ίδρυση μια Αυτοκρατορίας, όμοιας με αυτής που προϋπήρχε και τέθηκε ζήτημα εκλογής Αυτοκράτορα. Ο επικρατέστερος φαίνονταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Ο Δάνδολος όμως φαίνεται ότι αντιτάχθηκε στην υποψηφιότητα αυτή, θεωρώντας τον πολύ ισχυρό και φοβούμενος το γεγονός ότι οι κτήσεις του βρίσκονταν πολύ κοντά στην Βενετία. Έτσι και παραμερίστηκε και επιλέχτηκε ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας, που απείχε περισσότερο από τη Βενετία, ενώ συγχρόνως ήταν λιγότερο δυναμικός.
Σχετικά με τη διανομή των εδαφών, η Κωνσταντινούπολη, βάσει της συμφωνίας διανομής (Partitio Terrarum Imperii Romaniae), ο Βαλδουίνος έλαβε τα πέντε όγδοα και ο Δάνδολος τα τρία όγδοα μαζί με την Αγία Σοφία. Ο Βαλδουίνος έλαβε και την περιοχή της νότιας Θράκης, ένα μικρό τμήμα της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας στον Ελλήσποντο και μερικά νησιά του Αιγαίου. Ο Βονιφάτιος πήρε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη καθώς και τη βόρεια Θεσσαλία και γινόταν υποτελής του Βαλδουίνου.
Η Βενετία κατά τον διαμοιρασμό, εξασφάλισε τη μερίδα του λέοντος. Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου έλαβε μερικές περιοχές στις ακτές της Αδριατικής, όπως π.χ. το Δυρράχιο, τα νησιά του Ιονίου, το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, περιοχές στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, μερικούς λιμένες στην Θράκη. Βάσει της συμφωνίας, η Αγία Σοφία περιήλθε στα χέρια του κλήρου της Βενετίας και ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι έγινε Πατριάρχης και κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας της Νέας Αυτοκρατορίας.
Σε αυτή την κατάσταση, δημιουργήθηκαν εστίες ελληνικής αντίστασης. Ήδη είχαν δημιουργηθεί η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Αμέσως, μετά ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας ιδρύει το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα.

H πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης. Οι Βενετοί χρησιμοποίησαν τα κατάρτια των πλοίων τους ως γέφυρα για να μπορέσει να μπει ο στρατός στην Πόλη πηδώντας πάνω από τα τείχη (Ε. Hallam, ed., Chronicles of the Crusades, 218-19)
Ο Νικήτας Χωνιάτης, υψηλός αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ο σημαντικότερος ιστορικός του 12ου αιώνα, ήταν αυτόπτης μάρτυς της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης απο τους σταυροφόρους στις 13 Απριλίου 1204. H πολιορκία που είχε προηγηθεί, οι πυρκαγιές, η οιονεί συνδιοίκηση των σταυροφόρων και των αυτοκρατόρων Ισαακίου B' και Αλεξίου Δ' από τα μέσα Ιουλίου του 1203 είχαν ήδη καταστρέψει μέρος της Κωνσταντινούπολης και καταπτοήσει το ηθικό των κατοίκων. Ο Χωνιάτης κατέγραψε την ανελέητη λεηλασία της Πόλης και τις αγριότητες που έλαβαν χώρα όχι μόνο στους δρόμους αλλά και μέσα στις εκκλησίες, στην ίδια την Αγία Σοφία μετά τις 13 Απριλίου, βιαιοπραγίες που καταδίκασε απερίφραστα και ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ'.
* H ολιγωρία των αυτοκρατόρων
Κατέγραψε όμως ο ιστορικός και την ανεύθυνη στάση των βυζαντινών αυτοκρατόρων που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον τις πικρές ημέρες του 1203-1204. Οι Ρωμαίοι, λέει, είχαν τη δυστυχία οι αυτοκράτορές τους να είναι μαλθακοί και τρυφηλοί, ενδιαφερόμενοι μόνο για τις απολαύσεις τους. «H ολιγωρία και η οικουρότης αυτών που χειρίζονταν τα ρωμαϊκά πράγματα μάς έφερε τους ληστές ως δικαστές και τιμωρούς». Ο Αλέξιος Γ' «φερόταν ως εάν να προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να κάνει την Πόλη ένα πτώμα και να την καταστρέψει ολοσχερώς». Τη νύχτα της 17ης-18ης Ιουλίου του 1203 εγκατέλειψε τον θρόνο του και την Πόλη και τους κατοίκους της και δραπέτευσε στη Θράκη χωρίς να έχει ηττηθεί από τους σταυροφόρους. Ο νεαρός Αλέξιος Δ', που είχε ζητήσει τη βοήθεια των σταυροφόρων για να επανέλθει στον θρόνο ο έκπτωτος πατέρας του, περνούσε τον καιρό του παίζοντας ζάρια και κακόγουστα παιχνίδια με τους σταυροφόρους. Και ο Αλέξιος E' Μούρτζουφλος, υποχωρώντας ύστερα από μια ήττα τον Φεβρουάριο του 1204, πέταξε τα όπλα του, το λάβαρό του και την εικόνα της Θεοτόκου Νικοποιού, της συστρατηγού των Κομνηνών αυτοκρατόρων, την εικόνα που στις θριαμβευτικές παρελάσεις των Κομνηνών προπορευόταν των αυτοκρατόρων, πάνω σε ένα ασημένιο, επίχρυσο τέθριππο που το έσερναν ολόλευκα άλογα.
* Βυζαντινοί και αρχαίοι Ελληνες
Ηρωες δεν υπάρχουν πολλοί στην Δ' Σταυροφορία. H επιχείρηση ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους διακηρυγμένους σκοπούς του κινήματος των σταυροφοριών, πράγμα που αντιλαμβάνονταν και οι σύγχρονοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτούς που είχαν αρχικά δηλώσει συμμετοχή στην Δ' Σταυροφορία με στόχο τους Αγίους Τόπους ή την Αίγυπτο, οι περισσότεροι εγκατέλειψαν το στράτευμα όταν έγινε γνωστό ότι θα κατευθυνόταν προς την Κωνσταντινούπολη. Παρ' όλα αυτά, η Δ' Σταυροφορία ήταν γεγονός καθοριστικής σημασίας για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλλά και για ολόκληρο τον χώρο των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Ο ίδιος ο Νικήτας Χωνιάτης σηματοδοτεί μια από τις κυριότερες αλλαγές που θα επέρχονταν. H Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως πολιτικό μόρφωμα είχε διαλυθεί και η ανασύστασή της μετά το 1261 ήταν εκ των πραγμάτων μερική. Μέσα στη διάλυση του πολυεθνικού κράτους αρχίζει να διαμορφώνεται η ιδέα ότι οι Βυζαντινοί ήταν απόγονοι όχι μόνο των Ρωμαίων αλλά και των αρχαίων Ελλήνων. Το άγαλμα της Ωραίας Ελένης, που καταστράφηκε από τους σταυροφόρους, θυμίζει στον Χωνιάτη τον Ομηρο και τον Τρωικό Πόλεμο. Περιγράφοντας την πορεία των σταυροφόρων προς Νότο λέει: «Ω, Ελλην ποταμέ Αλφειέ, μη διακηρύξεις στους βαρβάρους της Σικελίας τα παθήματα των Ελλήνων, ούτε να τους φανερώσεις όσαμεγαλουργήματα κατόρθωσαν κατά των Ελλήνων οι συμπατριώτες τους που εξεστράτευσαν εναντίον των Ελλήνων, για να μην παιανίσουν και πανηγυρίσουν και στείλουν και άλλα στρατεύματα. H μάχη είναι αμφίρροπη, τα ανθρώπινα πράγματα παίζονται στα ζάρια και η νίκη αλλάζει χέρια». H ιδεολογική πορεία που θα οδηγήσει τουλάχιστον τους διανοούμενους να αναζητήσουν τις καταβολές των ελληνόφωνων Βυζαντινών στην αρχαία Ελλάδα και τα εδάφη της είχε ίσως αρχίσει πριν από το 1204. Ομως ενισχύθηκε από τα γεγονότα της Σταυροφορίας.
* Γέφυρες και γεφυροποιοί
H διάλυση τη Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οδήγησε σε μεγάλες αλλαγές στην περιοχή. Εξελίξεις που είχαν ήδη αρχίσει επιταχύνθηκαν, καθώς ο πολιτικός χώρος του Βυζαντίου διασπάστηκε σε κράτη και κρατίδια, μερικά ελληνικά, μερικά, όπως η Σερβία και η Βουλγαρία, όχι. Ολόκληρες περιοχές και νησιά, μεταξύ των οποίων η Κρήτη, πέρασαν στην κυριαρχία δυτικών δυνάμεων, κυρίως των Γάλλων και των Ενετών στην αρχή. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες σημαντικοί ελληνόφωνες πληθυσμοί βρέθηκαν να ζουν υπό ξένη κυριαρχία, στο βουλγαρικό ή στο σερβικό κράτος, στις περιοχές όπου κυβερνούσαν οι Τούρκοι, στα βενετοκρατούμενα νησιά. Το μέλλον του Ελληνισμού σφυρηλατήθηκε μέσα σε αυτές τις μικρές πολιτικές ενότητες και μέσα από τις αλληλεπιδράσεις που αναπόφευκτα έλαβαν χώρα. Είναι, δηλαδή, η Δ' Σταυροφορία σημαντικός σταθμός στην ιστορία του Ελληνισμού και της Ελλάδας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Δ´ Σταυροφορία ήταν καταστρεπτική για το Βυζάντιο. Και τα αποτελέσματά της ήταν μακράς διαρκείας. Μεταξύ άλλων, λειτούργησε ανασταλτικά στον γόνιμο διάλογο μεταξύ Βυζαντίου και Δύσεως, που αναπτυσσόταν σε όλη τη διάρκεια του 12ου αιώνα. Οχι ότι ο διάλογος σταμάτησε. Διεξαγόταν όμως κάτω από διαφορετικές και πιο αντίξοες συνθήκες. Χρειάστηκαν πολλοί αιώνες και οι προσπάθειες πολλών φωτισμένων ανθρώπων, από όλες τις πλευρές, για να γεφυρωθεί το χάσμα, όπως το αποκαλεί ο Χωνιάτης, που άνοιξε στις αρχές του 13ου αιώνα. Καλό είναι, και χρήσιμο, να θυμάται κανείς όχι μόνο τις καταστροφές αλλά και τις γέφυρες και τους γεφυροποιούς, γιατί αυτοί είναι που φέρνουν την πρόοδο της ανθρωπότητας. 
Τον Απρίλιο συμπληρώνονται 800 χρόνια από την πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Οπως όλα τα γεγονότα ιστορικής σημασίας, έτσι και η Δ' Σταυροφορία αξίζει να μελετηθεί σε βάθος και από όλες τις πλευρές, με νηφαλιότητα και επιστημονική ακρίβεια. Ως συμβολή στη διεθνή ιστοριογραφία, η Ακαδημία Αθηνών διοργανώνει ένα διεθνές συνέδριο για την Δ' Σταυροφορία και τις επιπτώσεις της από τις 9 ως και τις 13 Μαρτίου. Εχουν κληθεί να συμμετάσχουν κορυφαίοι επιστήμονες, μελετητές του Βυζαντίου και των σταυροφοριών τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό. Θα εξετάσουν και θα παρουσιάσουν διάφορα θέματα που αφορούν την Δ' Σταυροφορία, τις συνθήκες στις οποίες έλαβε χώρα και τα αποτελέσματα τα οποία επέφερε. Θα συζητηθεί βέβαια το κεντρικό γεγονός, αλλά ένας από τους βασικούς άξονες του συνεδρίου θα είναι οι αλλαγές που επήλθαν τόσο στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όσο και στην ευρύτερη περιοχή, με χρονολογικό όριο το τέλος του 13ου αιώνα.
Την εναρκτήρια διάλεξη θα κάνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Cambridge κ.Jonathan Riley-Smith, με θέμα την Δ' Σταυροφορία ως θεσμό.
Θα συζητηθεί στη συνέχεια το ιστορικό πλαίσιο της Σταυροφορίας και η σχέση της με το βασίλειο των Ιεροσολύμων. Τα γεγονότα πριν από τη Σταυροφορία και κατά τη διάρκειά της θα είναι το θέμα της δεύτερης συνεδρίας. Μεταξύ των άλλων υπό εξέταση θεμάτων είναι η Δ' Σταυροφορία στην ιστοριογραφία και στην τέχνη, οι σχέσεις των Εκκλησιών από τον 13ο αιώνα και μετά, ο ρόλος των όπλων και της τακτικής στην κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, και οι επιπτώσεις που προήλθαν από τον κατακερματισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι εξελίξεις και οι αλλαγές στην οικονομία, στην αρχιτεκτονική και στην τέχνη τόσο στην ίδια την Κωνσταντινούπολη όσο και στην αυτοκρατορία της Νικαίας, στο δεσποτάτο της Ηπείρου και στα Βαλκάνια θα τύχουν ιδιαίτερης προσοχής. Σημαντικό επί μέρους θέμα είναι οι μετασχηματισμοί στις λατινοκρατούμενες περιοχές και οι αμοιβαίες επιδράσεις μεταξύ Βυζαντινών και Δυτικών. Τέλος, θα εξετασθούν οι επιπτώσεις της Σταυροφορίας στη Δυτική Ευρώπη καθώς και σε επόμενες σταυροφορίες.
H κυρία Αγγελική Λαΐου είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου