"Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ᾿χω, στραβός θα να είμαι."
Έρχεται εις το σπίτι μου ο γκενεράλ Αγιντέκ (*) και μου λέγει όλα αυτά και μου λέγει «Είμαι αποστελμένος από τον Βασιλέα -τι χάρη ζητάς να σου δοθή;»
Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική! Μία αυτείνη.» Όταν πρωτοήρθε εις το σπίτι μου ο φίλος μου γκενεράλ Αγιντέκ με ρώτησε να μάθη τι κάνω.
«Τώρα, του λέγω, ο αγώνας τελείωσε και δουλειά δεν έχω. Παιδιά μαστορεύω και φκειάνω έχω καμπόσα και το σακκί είναι γιομάτο και γλήγορα θ᾿ αδειάση.
Μου λέγει, να μου δώσης το παιδί να το βαφτίσω εγώ.
-Του λέγω, σαν γεννηθή είναι δικό-σου.».
Πρώτα γενήκαμεν μ᾿ αυτόν κουμπάροι και δεύτερα με ρωτάγει τι χάρη ζητώ από τον Βασιλέα. Του λέγω
«Καμμίαν χάρη ατομική δεν θέλω ότι δια τις θυσίες των αγωνιστών- ο Θεός τους βράβεψε και γενικώς οι αγώνες των Ελλήνων άνθισαν κι᾿ όλον τον καρπό του αγώνα μας θα τον χαρούμεν μαζί. Ότι μαζί αγωνιστήκαμεν και τα βραβεία μαζί πρέπει να τ᾿ απολάψωμεν». Με βιάζει να ειπώ τι καλό ζητώ εγώ. Του είπα τι ζητώ κ᾿ εγώ
«Ζητώ να έχετε ομόνοιαν αναμεταξύ σας εσείς οι μεγάλοι και σοφοί άντρες της Μπαυαρίας, οπού αξιωθήκαμεν να μας κυβερνήσετε όσο-να ηλικιωθή ο Βασιλέας μας να μας κυβερνήση εσείς να ᾿χετε αρετή κι᾿ από αυτείνη να δώσετε και του Βασιλέως κι᾿ όταν θα κολλήση εις τον θρόνον να ᾿βρη τον ίσιον δρόμον.
Και μίαν άλλη χάρη θέλω δι᾿ αγωνιστάς οπού θα θελήσετε ν᾿ ανταμείψετε να σας φκειάσω κ᾿ εγώ έναν κατάλογον, και δια όσους θα σημειώσω δίνω εγγύγηση με την ζωή μου εις την ᾿λικρίνειάν τους -να βάλετε τίμιους ανθρώπους να σας βοηθήσουν ᾿λικρινώς, ν᾿ αλαφρωθούνε τα δεινά μας».
Με μεγάλη ευκαρίστηση» δέχτη αυτό η Γενναιότη του κ᾿ έφυγε.
Τον έφκειασα τον κατάλογον και τον έδωσα, παρουσιάζοντας και εις τους άλλους τους συντρόφους του. Έκαμαν ένα μπάλλο οι πολίτες τ᾿ Αναπλιού συνεισφέραμεν όλοι και προσκαλέσαμεν τον Βασιλέα κι᾿ Αντιβασιλεία, Αντιπρέσβες και Ναυάρχους κι᾿ άλλους σημαντικούς ξένους.
Οι πολίτες είχαν με τι τάξη να γένωνται όλα εις το μπάλλο και να γένη κ᾿ ένας χορός Ελληνικός και να τον πρωτοσύρω εγώ. Μπήκα και τον πρωτόσυρα. Τότε μ᾿ έπιασαν πολλοί από το χέρι και με συχαργιάστηκαν. Με πιάνει κι᾿ ο γκενεράλ Αγιντέκ και μου λέγει ότ᾿ είμαι το πρώτο τάμα. Την αυγή με πήρε εις το κονάκι του και μου λέγει:
Το παιδί σου θα το βαφτίση ο ίδιος ο Βασιλέας
-μου το ζήτησε κι᾿ ο μόνος είμαι εις την βασιλική εύνοιαν και της Υψηλής Αντιβασιλείας. Με διόρισαν πρώτον ταματάρχη -θα γένουν δέκα τάματα κι᾿ ο πρώτος να είμαι εγώ, να ᾿χω υποταματάρχηδες τον Γιαννάκη Κότζικα, γαμπρό του Τρικούπη, και τον Θανασούλα, ανιψιό του Βαλτηνού, και λοχαγούς τον Κλήμακα, τον Σκουρτανιώτη, τον Μπερμπίλη, τον Τρακοκομνά. Ο Θανασούλας λοχαγός- τον κάνουν υποταματάρχη, οι τέσσεροι ταματάρχηδες -τους κάμαν λοχαγούς. Εγώ χιλίαρχος -με κάνουν ταματάρχη. Μου είπαν θα μου δώσουν προς τιμή μου και την σημαία του Καραϊσκάκη και τρουμπέτες και-τα-εξής. Ο Δήμο Λιούλιας υποταματάρχης -ταματάρχης χωρίς θυσίες κι᾿ αγώνες. Τον Βελέντζα -ήταν ταματάρχης, τον κάνουν υποταματάρχη εις την οδηγία του Λιούλια, ότ᾿ είναι συγγενής του Μπότζαρη. Τον Νάση Νίκα, συγγενή του Μπότζαρη, ταματάρχη. Ο Ντεληγιώργης, φρούραρχος του Μισολογγιού εις τον πόλεμον, υποταματάρχης από-κάτου τον Κουτζονίκα.
Κι᾿ άλλα τέτοια στραβά πλήθος.
Δια να γνωρίσω τι τρέχει και με τι δικαιοσύνη θ᾿ αρμενίσωμεν έκανα τον κουτό κ᾿ έδειχνα κι᾿ αφοσίωσιν πολλή. Του λέγω του Αϊντέκ
«Τούτους τους άλλους τους τρανούς τι θα τους κάμετε;
-Θα τους δώσουμεν ένα κόκκαλο ξερό και να τραβούνε όσο-να τελειώσουνε αυτείνοι και τα δόντια τους»
(Πολλά καλά θα τους κάμετε δικαιοσύνη, έλεγα μόνος-μου, κ᾿ εσείς καντάρια έχετε και κρίμα ᾿σ την πατρίδα κ᾿ εμάς μαζί).
Τότε του λέγω «Εγώ κι᾿ απλό στρατιώτη να με βάλετε στρέγω δια την αγάπη της πατρίδας μου. Όμως εδώ δουλεύει αδικία και δεν είναι δικές-σας γνώσες αυτές, είναι αλλουνών και δεν θα πάμεν καλά». Εγώ το είπα απαθής.
Ο φίλος μου ο Αϊντέκ επειράχτη και μο᾿ ᾿κρινε με πολύ φαρμάκι
«Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα-χιλιάδες μπαγεννέτα (**) και φέρνει εδώ και σας υποτάζει.
Τότε βρέθηκα εις θέση δεινή να μην μιλήσω δεν μπορούσα, ότι αδικιώνταν οι αγωνισταί και βραβεύονταν οι κόλακες. Του λέγω
«Δυστυχία μας των καϊμένων! Κακά και ψυχρά θα πάμεν. Εγώ σου μίλησα αλλοιώς κι᾿ εσύ μου απαντείς διαφορετικά με μπαγεννέτα». Σας λέγω ως φίλος να πασκίσετε και τον Βασιλέα κ᾿ εσάς ν᾿ αγαπούμεν κι᾿ όχι να σας φοβώμαστε. Ότι τον κιοτή χίλιες φορές να τον έβρης κιοτή και να τον χτυπάς, πάγει καλά μια να σε χτυπήση, δεν σε φοβάται πλέον.
Κι᾿ αυτείνη η πατρίδα δεν λευτερώθη με παραμύθια, λευτερώθη μ᾿ αίματα και θυσίες κι᾿ από αυτά έγινε βασίλειον- κι᾿ όχι να βραβεύωνται ολοένα οι κόλακες, κ᾿ οι αγωνισταί ν᾿ αδικιώνται. Ότι όταν σκοτώνονταν οι αγωνισταί, αυτείνοι κοιμώνταν.
Κι᾿ όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Να ᾿ρθη ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια.
Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ᾿χω, στραβός θα να είμαι.
Ότι σ᾿ αυτείνη θα ζήσω, δεν έχω σκοπόν να πάγω αλλού.
-Μου λέγει, τον Βασιλέα δεν τον αγαπάς;
-Όχι, του λέγω δεν ξέρω ψέματα.
Όταν χαθή η πατρίδα μου, ούτε αυτός μ᾿ έχει υπήκογόν του, ούτε εγώ βασιλέα.
Και δι᾿ αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη από σας, κι᾿ όχι φοβέριες με μπαγεννέτες.
(*) Άϊντεκ, Βαυαρός Αντιβασιλιάς
(**) Ξιφολόγχες, τυφέκια, στρατό κατ' επέκταση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου