Μια σαρκαστική και βαθιά κριτική της αρχαίας, αλλά και της σημερινής κοινωνίας από τον
(Ο Ερμής και ο Πλούτος πλησιάζουν
τον Τίμωνα, ο όποιος μόλις τους βλέπει εξαγριώνεται)
ΤΙΜΩΝ
Ποιοί είστε, καταραμένοι; Και τί
θέλετε που ᾽ρθατε εδώ, για να ενοχλήσετε έναν δουλευτή και μεροκαματιάρη; Μα δε
θα φύγετε γελαστοί, σιχαμένα μούτρα. Τώρα θα σας τσακίσω με τους σβώλους και
τις πέτρες.
ΕΡΜΗΣ
Μη, μη ρίξεις, Τίμων. Δε θα
χτυπήσεις ανθρώπους. Εγώ είμαι ο Ερμής και αυτός εδώ ο Πλούτος. Μας έστειλε ο
Δίας που άκουσε τις προσευχές σου. Γι᾽ αυτό άφησε τους κόπους και δέξου με το
καλό τα πλούτη.
ΤΙΜΩΝ
Κι εσείς θα ουρλιάξετε τώρα από
τον πόνο, ας είστε και θεοί, όπως λέτε. Γιατί όλους τους μισώ μαζί, θεούς και
ανθρώπους. Και αυτόν τον τυφλό, όποιος και αν είναι, νομίζω πως θα τον κάνω
κομμάτια με το δικέλλι μου.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Για όνομα του Δία, ας φύγουμε,
Ερμή, γιατί μου φαίνεται πως έχει μεγάλη τρέλα ο άνθρωπος. Φοβάμαι, μη φύγω με
καμιά ζημιά.
ΕΡΜΗΣ
Τίμων, μη γίνεσαι σκληρός. Νίκησε
αυτή την υπερβολική αγριάδα και την τραχύτητά σου. Άπλωσε τα δυο χέρια και πάρε
την καλή τύχη, γίνε και πάλι πλούσιος και από τους πρώτους Αθηναίους.
Περιφρόνησε εκείνους τους αχάριστους, μόνος εσύ ευτυχής.
ΤΙΜΩΝ
Δε σας έχω καθόλου ανάγκη και μη
με ενοχλείτε. Αρκετός πλούτος για εμένα το δικέλλι μου. Κατά τα άλλα είμαι πολύ
πολύ ευτυχισμένος, όταν μάλιστα δε με πλησιάζει κανείς.
ΕΡΜΗΣ
Τόσο απάνθρωπα φέρνεσαι, φίλε
μου;
Να φέρω στο Δία αυτόν το λόγο το
σκληρό και βαρύ;
Και βέβαια φυσικό ήταν να είσαι
μισάνθρωπος, ύστερα από τόσα που έπαθες, μα μισόθεος όχι, αφού τόσο σε
φροντίζουν οι θεοί.
ΤΙΜΩΝ
Ερμή, σ᾽ εσένα και στο Δία
χρεωστώ την πιο μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις φροντίδες σας, αυτόν όμως τον Πλούτο
δε θα τον κάνω δικό μου.
ΕΡΜΗΣ
Και για ποιό λόγο;
ΤΙΜΩΝ
Γιατί και παλιά αυτός ήταν αίτια
για μύριες δυστυχίες μου· με παρέδωσε στους κόλακες, παρακίνησε δόλιους
ανθρώπους και ξεσήκωσε το μίσος εναντίον μου, με διέφθειρε με την τρυφή, με
έκανε αξιομίσητο και τέλος ξαφνικά με εγκατέλειψε τόσο άπιστα και προδοτικά. Η
αγαθότατη όμως Πενία, αφού με εξάσκησε καλά με τους αντρίκειους κόπους και
μιλώντας μου με ειλικρίνεια και παρρησία, και τα αναγκαία μού παρείχε με τη
δουλειά μου και με μάθαινε να καταφρονώ εκείνα τα πολλά, κάνοντας ώστε να
εξαρτώνται οι ελπίδες της ζωής μου από εμένα τον ίδιο και δείχνοντάς μου ποιά
είναι τα πλούτη τα δικά μου, που ούτε κόλακας με τις γαλιφιές του, ούτε
συκοφάντης με τη φοβέρα του, ούτε λαός οργισμένος, ούτε πολίτης με την ψήφο
του, ούτε τύραννος κακόβουλος θα μπορούσε να μου αφαιρέσει. [37]Δυναμωμένος
λοιπόν από τους κόπους, δουλεύοντας τούτο το χωράφι φιλόπονα, χωρίς να βλέπω
καμιά από τις ασχήμιες της πόλης, έχω πάντοτε από το δικέλλι μου το ψωμί μου
αρκετό. Γύρνα πίσω λοιπόν, Ερμή, φεύγα και πήγαινε τον Πλούτο στο Δία. Εμένα
τούτο μού ήταν αρκετό, να κάνω όλους τους ανθρώπους από νεανική ηλικία και πάνω
να σκούζουν.
..........................................
(Ο Τίμων παίρνει τελικά τον
Πλούτο. Πλησιάζει τότε ένας φιλόσοφος, ο Θρασυκλής)
ΤΙΜΩΝ
Αλλά τί είναι τούτο; Δεν είναι
αυτός ο Θρασυκλής ο φιλόσοφος; Σίγουρα δεν είναι άλλος. Άπλωσε λοιπόν τη
γενειάδα του, ύψωσε τα φρύδια και όλος καμάρι έρχεται με βλέμμα τρομερό, τα
μαλλιά ορθωμένα σαν πραγματικός Βοριάς ή Τρίτων, όπως τους ζωγράφισε ο Ζεύξης.
Αυτός ο ευπρεπής στην εμφάνιση, ο κόσμιος στο βάδισμα και σοβαρός στο ντύσιμο
από το πρωί αρχίζει και λέει μύρια όσα για την αρετή, κατηγορώντας εκείνους που
χαίρονται την ηδονή και επαινώντας την ολιγάρκεια. Από την ώρα όμως που
λούζεται και καταφθάνει στο δείπνο και ο υπηρέτης τού προσφέρει το μεγάλο
κρασοπότηρο —χαίρεται πιο πολύ το ανέρωτο κρασί— θαρρείς και ήπιε το νερό της
Λήθης, παρουσιάζεται τελείως αντίθετος από τις πρωινές εκείνες διδαχές του.
Αρπάζει σαν περδικογέρακο μπρος από τους άλλους το φαγητό και σπρώχνει το
διπλανό του, με πασαλειμμένα τα γένια και φέρσιμο σκύλου· σκύβει στις γαβάθες
σαν να περιμένει να βρει μέσα σ᾽ αυτές την αρετή, σκουπίζει με το δάχτυλο καλά
τις κούπες, ώστε να μην αφήσει ούτε στάλα σάλτσα. Πάντα μεμψιμοιρεί, και
αν ακόμα πάρει ολόκληρη την πίτα και το χοιρίδιο μόνος του, καύχημα της
λαιμαργίας και της αχορτασιάς. Μέθυσος και έκλυτος όχι μόνο ώς το σημείο του
τραγουδιού και του χορού, μα φτάνοντας και στη βρισιά και στο θυμό. Επιπλέον
λέει λόγια πολλά την ώρα του πιοτού, τότε προπάντων για σωφροσύνη και ευπρέπεια.
Και αυτά τα λέει, ενώ το ανέρωτο κρασί τον έχει πια καταντήσει στα χάλια του
και τραυλίζει γελοία. Και έπειτα κάνει εμετό. Τέλος μερικοί τον σηκώνουν και
τον βγάζουν έξω από το συμπόσιο, ενώ κρατά με τα δυο του χέρια την αυλητρίδα.
Όμως και ξεμέθυστος σε κανένα δε θα παραχωρούσε τα πρωτεία της ψευτιάς, της
θρασύτητας και φιλαργυρίας. Αλλά και από τους κόλακες είναι ο πρώτος και
ευκολότατα επιορκεί· η απάτη πάει μπροστά του και η αναισχυντία τον ακολουθεί·
γενικά είναι ένα πάνσοφο πράγμα, από κάθε πλευρά σωστό και ποικιλοτρόπως
τέλειο. Θα κλάψει λοιπόν γρήγορα, και αυτός, μια και είναι χρηστός. Τί
συμβαίνει; Μπα, μπα χρόνια να δούμε το Θρασυκλή.
ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
Δεν έχω έρθει, Τίμων, για τους
ίδιους λόγους που ήρθαν αυτοί οι πολλοί. Όπως έτρεξαν για παράδειγμα αυτοί που
θαυμάζουν τα πλούτη σου περιμένοντας ασήμι και χρυσάφι και δείπνα πλούσια, για
να πουν πολλές κολακείες σ᾽ έναν άνθρωπο, όπως εσύ, απλό και ανοιχτοχέρη.
Ξέρεις βέβαια ότι το κριθαρόψωμο για εμένα είναι δείπνο αρκετό, προσφάγι
νοστιμότατο το θυμάρι ή το κάρδαμο και, όταν κάποτε το ρίχνω στην τρυφή, του
βάζω και λίγο αλάτι. Πιοτό μου η Εννεάκρουνος. Και αυτό το τριβώνιο καλύτερο
από όποια θέλεις πορφύρα. Το χρυσάφι πάλι καθόλου πιο πολύτιμο από τα χαλίκια
του γιαλού. Αλλά κουβαλήθηκα μόνο για χάρη σου, για να μη σε διαφθείρει το πιο
κακό και καταστρεπτικό πράγμα, ο πλούτος, που πολλές φορές σε πολλούς στάθηκε
αίτια αγιάτρευτων συμφορών. Εάν λοιπόν πειστείς σ᾽ εμένα, σίγουρα θα τον
πετάξεις όλον στη θάλασσα, διότι καθόλου δεν είναι αναγκαίος για έναν άνθρωπο
αγαθό, που μπορεί να καταλάβει τον πλούτο της φιλοσοφίας. Μην τον ρίξεις όμως
βαθιά, καλέ μου, αλλά μόλις μπεις ώς τη μέση στο νερό, λίγο πιο πέρα από την
ακτή και να σε βλέπω μόνο εγώ. Και αν αυτό δε σου αρέσει, εσύ με
άλλο τρόπο καλύτερο γρήγορα σύρε τον έξω από το σπίτι σου, χωρίς να αφήσεις για
τον εαυτό σου ούτε οβολό. Μοίρασέ τον σε όλους που έχουν ανάγκη, σε άλλον πέντε
δραχμές, σε άλλον μία μνα, σε άλλον μισό τάλαντο. Εάν μάλιστα κανείς είναι
φιλόσοφος, είναι δίκαιο να πάρει διπλό ή τριπλό μερίδιο. Και σ᾽ εμένα —αν και
δε ζητώ για τον εαυτό μου, αλλά για να δώσω σε φίλους, που έχουν ανάγκη— φτάνει
να μου γεμίσεις τούτο το ταγάρι, που καλά καλά δε χωρά ούτε δύο Αιγινητικούς
μεδίμνους. Πρέπει ο φιλόσοφος να είναι ολιγαρκής και μετριόφρων και να μη
σκέπτεται τίποτε πέρα από το ταγάρι του.
ΤΙΜΩΝ
Σε επαινώ για τούτα, Θρασυκλή.
Πριν όμως από το ταγάρι έλα, αν θέλεις, να σου γεμίσω το κεφάλι γροθιές και να
σου δώσω και από πάνω άλλες με τη δικέλλα.
ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
Ω δημοκρατία και νόμοι, σε
ελεύθερη πόλη δεχόμαστε χτυπήματα από τον καταραμένο.
Πηγή, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου