Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Γεράσιμος Μαρκοράς «Ο Όρκος» και Διονύσιος Σολωμός "Ο Κρητικός"


Ph. Herm. Calderon, Σπασμένοι όρκοι. 1856. Tate Gallery.


Πλέει το καράβι αδιάκοπα, κι η Πούλια ωστόσο δείχτει,

Στον ουρανό αρμενίζοντας, πως είναι μεσονύχτι.

Όλα σιγούν. Στη θάλασσα γλυκοκοιμούντ’ οι ανέμοι,

Και κάθε αστέρι, που ψηλά φεγγοβολάει και τρέμει,

Φαίνετ’ αγγέλου σπλαχνικού προσηλωμένο βλέμμα

Στον κόσμο, που ποτίζεται πάντα με δάκρυα κι αίμα.

Κάποιο, στα βάθη της νυχτός, Πνεύμα καλό και θείο

Μ’ ελεημοσύνη θα ’γυρε τα μάτια και στο πλοίο,

Αν ένα κούρασμα γλυκό κι ύπνος αγάλια εχύθη

Σε τόσα εκεί, που λάχτιζαν, απελπισμένα στήθη.

Όλοι κοιμούνται· μοναχά δεν είναι σφαλισμένα

Δυο μάτια ουρανογάλαζα, δυο μάτια ερωτεμένα.

Ο στοχασμός, που γλήγορα θ’ αράξει στ’ ακρογιάλι,

Όπου φαντάζεται να ιδεί τον ακριβό της πάλι,

Ως έχει χρεία, της Ευδοκιάς ανάσασα δε δίνει,

Μήτε να κλείσει βλέφαρο καθόλου την αφήνει·

Πλην στον αγώνα, που ξυπνή την εβαστούσε ακόμα,

Το τρυφερό της έπεσε παραδαρμένο σώμα,

Κι εκεί που η μαύρη καταγής ακίνητη απομένει,

Στη χλόη θαρρεί του τόπου της πως είναι πλαγιασμένη.

Αν στο ροδάτο μάγουλο σιγά-σιγά τ’ αέρι

Μιαν άκρη από τα ξέπλεκα σγουρά μαλλιά της φέρει

τ’ αγαπημένου το φιλί πώς αγρικάει παντέχει,

Και νέα σε κάθε φλέβα της γλυκάδα ουράνια τρέχει.

Ν. Γύζης, Η Ψυχή. !893. Συλλογή Γ. Μαΐλη.



"Ο Κρητικός"



Ακόμη εβάστουνε ή βροντή ... ... ...

Κι ή θάλασσα, πού σκίρτησε σαν το χοχλό πού βράζει,

Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,

Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τα’ αστρα·

Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση

Κάθε ομορφιά να στολιστή και το θυμό ν’ αφήση.

Δεν ειν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας

Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,

Όμως κοντά στην κορασιά, πού μ’ έσφιξε κι εχάρη,

Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·

Και ξετυλίξει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,

Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.

Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,

Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.



4. [21]

Εκοίταξε τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν,

Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·

Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,

Κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει,

Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,

Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.

Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,

Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.

Τέλος σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,

Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμήθρα,

Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει·

Την κοίταζα ό βαριόμοιρος, μ’ έκοίταζε κι εκείνη.

Έλεγα πώς την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,

Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,

Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,

Καν τα’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·

Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,

Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·



Ολόκληρο το ποίημα "Ο Κρητικός"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου