Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Δημήτρης Νικηφόρου "Μη μου άπτου"


Μη μου άπτου



Ίσιο δεν στέκεται ποτέ το τρομερό καντάρι
που ο ποιητής με το Θεό αντίβαρο ζυγιέται.
Κάτι λιγότερο ή περισσότερο καμιά φορά λογιέται
κι ανάστροφα το Γολγοθά κατηφορεί μανάρι
που στις φτέρνες του βελάζει.
Μέσα του καίνε φωτιές από τη μια
κι από την άλλη αθέριστα βουλιάζουνε χωράφια
κι ανάμεσό τους στον αέρα ένας σταυρός
που πάνω του με χέρια πόδια ανοιχτά γυμνός
κρεμιέται σαν του Ντα Βίντσι τη συμμετρική φιγούρα.
Κλάμα και μοιρολόγι κάτωθέ του δεν ακούγεται
παραστεκάμενος κανείς δε θα βρεθεί
η μάνα του είναι χρόνια πεθαμένη
άφαντος ο πατέρας του πριν γεννηθεί.
Οι φίλοι του ξενάκια πια τον ξέχασαν
και της θανής κι ανάστασής του το χαμπέρι
κανένας δεν το ντελαλεί, σ' αυτί δε φτάνει κανενός
μ' αυτός στα ίδια σεργιανάει τα μέρη
που τη χαρά κορφολογάει ο στεναγμός.
Μόνο τα μάτια των παιδιών τον βλέπουν
μα φαντασιές τα λόγια τους περνούν
πως φτιάχνει τους πουλάκια από λάσπη
και μ' ένα στίχο ζωντανεύουν και πετούν.
Η μούσα που αγάπησε πολύ τονε γνωρίζει
και στην αγκάλη του στέργει να πέσει με λυγμούς
αλλά εκείνος σιγανά της λέει να μην εγγίζει
γιατί πονούν ακόμη οι πληγές και το σαρκίο του
δεν έχει αναληφθεί στους ουρανούς._

Δ.Ν

Το ποίημα εξελίσσεται και μερικές φορές ο δημιουργός του δίνει νέα πνοή. Ο Δημήτρης Νικηφόρου πριν και ο Δημήτρης Νικηφόρου στην κατασταλλαγμένη μορφή του ποιήματος. Αναμετράται πάντα με την ποίηση σηκώνοντας τον σταυρό της...


Noli me tangere

Ίσιο δεν στέκεται ποτέ το τρομερό καντάρι
που ο ποιητής μ' αντίβαρο ένα φτερό ζυγιέται
καθώς στις φτέρνες του κατηφορεί
τ' απόγκρεμνα σαν ξεκομμένο αρνί 
μια ελαφρύτερος μια πιο βαρύς λογιέται.
Μέσα του καίνε φωτιές από τη μια
κι από την άλλη αθέριστα βουλιάζουνε χωράφια
κατάρτι ανάμεσά τους ο σταυρός
που πάνω του κρεμιέται ναυαγός
με το δρολάπι να τον δέρνει όπως τα βράχια.
Κλάμα και μοιρολόι δε γρικιέται
παραστεκάμενος κανείς δεν θα βρεθεί
η μάνα του είναι χρόνια πεθαμένη
άφαντος ο πατέρας του πριν γεννηθεί.
Οι φίλοι του ξενάκια πια τον εξεχάσαν
θανάτου γι' αναστάσιμο χαμπέρι
στ' αφτιά δεν φτάνει κανενός
μ' αυτός στα ίδια σεργιανίζει μέρη
που τη χαρά κορφολογάει ο στεναγμός.
Μόνο τα μάτια των παιδιών τον βλέπουν
μα φαντασιές τα λόγια τους περνούν
πως φτιάχνει τους πουλάκια από λάσπη
και μ' ένα στίχο ζωντανεύουν και πετούν.
Μήτε η μούσα του δεν τον γνωρίζει
ώσπου στα πόδια του να γείρει με λυγμούς
μα εκείνος λέγει της να μην εγγίζει
γιατί ματώνουν οι πληγές και το σαρκίο του
δεν έχει ακόμη αναληφθεί στους ουρανούς._

Δημήτρης Νικηφόρου
( συλλογή '' απο μυθο ποίηση '', 1984 )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου