Πηγή: www.anogi.g
της Ιωάννας Μπισκιτζή
«Τη φοβερή ιστορία του παππού μου την έχω αρχίσει εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια. Τρόπος του λέγειν. Αλλά αν δεν είναι εκατόν πενήντα , σίγουρα είναι εκατό και παραπάνω. Για την ακρίβεια την ξεκίνησα από τις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Παρ’ όλον που αυτές τις δύο τάξεις ούτε που τις είδα ποτέ μου. Καθώς ήμουν ανέκαθεν αδύναμος και φιλάσθενος, τις τάξεις αυτές τις πέρασα σπίτι. […] Το ωραιότερο είναι πως ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο παππούς μου».
Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης(καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) γράφει για τον παππού του και το Κακό, μια μοιραία δυάδα της ζωής του, «εκθέτει» αυτοβιογραφικά την ιστορία του, κάνει τέχνη(αυτή της συγγραφής) και μετατρέπει αυτή την «έκθεση» σε ένα ταξίδι μαγικό, όπου ο χρόνος είναι σχετικός και μετριέται περίεργα, ενώ το ιστορικό γίγνεσθαι εποπτεύεται από το άγρυπνο Κακό!
Ο Γιώργης κληρονομεί ένα μικρό τετράδιο 30 φύλλων, γραμμένο από τον παππού του, που μέσα του κρύβει όλη τη φιλοσοφία του παππού για το Κακό και το ρόλο του στην ιστορία της Κρήτης, της Ελλάδας, του Βενιζέλου και βέβαια της ίδιας του της ζωής. Είναι μια καθόλα νόμιμη «μυθιστορία», εμπνευσμένη από τον κρητικο-εθνικό φρονηματισμό του παππού, χωρίς να παραμελεί τα πραγματικά γεγονότα.
[…οι Κρητικοί οφείλουν πάντοτε να τρέφουν γενειάδα. Όχι μόνο για λόγους αισθητικής[…] Τα γένια, έλεγε, είναι ένδειξη πένθους στη Κρήτη. Επειδή λοιπόν η Κρήτη είναι σκλαβωμένη, όλοι οι Κρητικοί οφείλουν να έχουν γένια. «Ακόμη και τώρα που είμαστε ελεύθεροι από τους Τούρκους, πάλι πρέπει να έχουμε γενειάδα». Γιατί; Ρώτησα. «Διότι», είπε «μπορεί να φαινόμαστε ελεύθεροι, αλλά δεν είμαστε.]
Ο Γιατρομανωλάκης χωρίζει το μυθιστόρημα σε τρία μέρη, που το κάθε ένα αποτελείται από δέκα κεφάλαια, που θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να διαβαστούν και αυτόνομα, αρκεί ο αναγνώστης να είναι, αν όχι Κρητικός, τουλάχιστον γνώστης της ιστορίας της Μεγαλονήσου. Το πρώτο, από τα τρία μέρη, το ονομάζει «Προετοιμασία» και παραπέμπει αυτόχρημα στην Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία ο μεγάλος κρητικός δίνει επίσης τον τίτλο «Η Προετοιμασία», στο πρώτο κεφάλαιο. Ο Γιώργης προετοιμάζει τον αναγνώστη για να νιώσει τη μάχη του παππού του(και του Βενιζέλου) με όλες τις μορφές του Κακού, ενώ ο Νίκος προετοιμάζει την ψυχή του, για την ανάβαση προς τη μεγάλη αλήθεια που συμπεριλαμβάνεται στο λυρικό του «Πιστεύω» στο τέλος της Ασκητικής .Η αναφορά εδώ σκοπό έχει να τονίσει το πώς η εντοπιότητα των δύο κρητών λογοτεχνών μπορεί να εμπνεύσει λέξεις της ίδιας δυναμικής, μια και η λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης που ξεκινά από τα μέσα του 14ου αι. και καταλήγει στο 1580 περίπου, ονομάζεται περίοδος της προετοιμασίας.
Στο βιβλίο, «Ο παππούς μου και το Κακό»,(εκδ. Κέδρος), τα ιστορικά γεγονότα μοιάζουν να εξιστορούνται από μόνα τους, ενώ ο αφηγητής παρουσιάζει τον πολύπλευρο χαρακτήρα του παππού και την αόρατη, μα παντοδύναμη σχέση του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που εξελίσσεται την ίδια χρονική στιγμή αλλά σε διαφορετικά «σύμπαντα» και συνδέεται από την κοινή, γενναία μάχη τους απέναντι στο Κακό. Το χιούμορ υπαινικτικό, ελλοχεύει σε όλο το μυθιστόρημα.
«Ο παππούς μου είχε την αταλάντευτη πίστη όσων πήραν εντολή από τους Ουρανούς να συμπαραστέκονται συνεχώς σ’ αυτούς που «εκείνοι» αποστέλνουν κατά καιρούς στον πλανήτη Γη να πολεμήσουν το Κακό. Για τούτο, ενόσω ζούσε και κυβερνούσε ο Βενιζέλος μας, ο παππούς μου έμεινε πιστός και αφοσιωμένος συνεργάτης του. Και όχι μόνον τότε, αλλά και όταν ο βρομερός παλαιοκομματισμός των Αθηνών τον καταψήφιζε και τον εξόριζε, ο παππούς μου έμενε σταθερός και αμετακίνητος οπαδός του. Τι λέω; Και μετά τον θάνατο του Κυβερνήτη μας (μαύρος Μάρτης 1936), ο παππούς μου εξακολουθούσε να συνεργάζεται μαζί του».
Η ιστορία του παππού του Γιώργη, ζει από κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην «Επανάσταση του Θερίσου» το 1905, στους αγώνες του για την ανεξαρτησία της Κρήτης, στις εκλογές από τις οποίες βγήκε νικητής, μέχρι την πολυπόθητη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβρη του 1913, όπου η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο Κάστρο του Φιρκά, στα Χανιά, ενώπιον του Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου.
Η ιδεολογία του παππού είναι παντού, κατακλύζει το βιβλίο, το μυαλό του αφηγητή-εγγονού και εμπλέκει τον αναγνώστη σε ένα φαύλο κύκλο και εκεί που νιώθει πως κατακτά μια γνώση και ένα ρόλο στην ιστορία, τελικά βρίσκεται στην αρχή μιας νέας μύθευσης. Και καθώς η ιστορία ξετυλίγεται και οι δημοκρατίες στην Ελλάδα σταματούν στην αρχή του πρώτου έτους της Τρίτης Ελληνικής Δικτατορίας, στις 27 Απριλίου του 1967, ο παππούς θα φύγει για τους Ουρανούς. Πριν φύγει ο παππούς, ο Γιώργης θα του τραγουδήσει τον Ύμνο της Κρήτης και θα του αναλύσει τον συμβολισμό του, γιατί αυτό είναι το μάθημα ζωής και η παρακαταθήκη του παππού στον εγγονό.
« Ο ύμνος της Κρήτης μας, του απάντησα, δεν έχει μόνο ωραία μουσική, ωραία λόγια, κλπ. Είναι και πολύ συμβολικός. Δείχνει μια κόρη που κάθεται σε ένα ωραίο τοπίο δίπλα στη θάλασσα και μάχεται να απελευθερωθεί από το Κακό και να ανέβει στα ουράνια. Μιλά για την περασμένη δόξα και τιμή μιας Πολιτείας. Γι αυτό είναι τόσο φοβερός ο Ύμνος της Κρήτης μας».
Με την πνοή και το λυρισμό ενός μεγάλου συγγραφέα, που είναι ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, κοινώνησε μαζί μας την προσωπική του σχέση με τον παππού του και του παππού του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μέσα από το λιτό ηθογραφικό αυτοβιογράφημά του, που δεν είναι παρά ο κτύπος της καρδιάς του στο σκοτεινό Φως!
Ιωάννα Μπισκιτζή- Λέκτορας κλασικής φιλολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου