[...] Οι ανθρώπινες πράξεις δεν αξίζουν ούτε για την κόλαση ούτε για τον παράδεισο.
Επιστρέφει στη Μάνη νωρίς το άλλο πρωί. Κουβαλώντας μαζί του μια σειρά από Golem.
Με υφάσματα βελούδο, μπροκάρ και ταφτά που αλλάζουνε χρώματα αναλόγως από πού τα κοιτάς. Ξαναμπαίνει στη μουσική του για να διαπιστώσει ότι έχει ήδη τελειώσει.
Με το τέλος ήταν αμήχανος από τότε που ήταν παιδί. «Και τώρα, τελεία;» επαναλάμβανε συνεχώς για ν’ ακούσει την Χάνα για χιλιοστή φορά να του πει «η ζωή δεν βάζει τελεία ποτέ».
Από το στενό δυτικό παράθυρο βλέπει την Ανέστη να ποτίζει τα δέντρα, κατακαλόκαιρο κι όμως πώς άνθισε έτσι σκέφτεται η αυλή, θυμάται άθελά του την ίδια στιγμή εκείνη την εκδρομή στον Αχέροντα. Την διαπίστωση της Αίθρας-Μνημοσύνης –Θεέ μου, όνομα κι αυτό- «το ξενοδοχείο μας παιδιά είναι σα το νεκρομαντείο!» βαδίζει σαν υπνοβάτης στο υπνοδωμάτιο των γονιών του και ανοίγει τα παράθυρα από τότε που επέστρεψε για πρώτη φορά.
Δυο ώρες μετά στην «Απορία του Αβερρόη», Μπεθ ο ίδιος θα μπει γι’ αυτήν:
«Εγώ δεν μιλώ για εκδίκηση ούτε για συγγνώμη. Η λησμονιά είναι η μοναδική εκδίκηση και η μοναδική συγγνώμη».
Από τα «Απόκρυφα Ευαγγέλια» θα της πει.
Έτοιμος όσο θα του επιτρέψει κι αυτή τη φορά η ζωή, να ξαναπιάσει το χαμένο νήμα. Άλλωστε σα να το ήξερε σε εκείνη το είχε ήδη πει απ’ την αρχή:
«Προστάτεψέ με απ’ το να είμαι αυτός που ήδη υπήρξα,
αυτός που ήδη υπήρξα ανεπανόρθωτα».
Σ’ αυτή την ξένη, ναι,
της το ‘χε πει απ’ την αρχή.
υγ. και ήλιο μάς έβγαλε, σας το είχα πει απ' την αρχή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου