Ϊρ Μαρία Ρίλκε
Οι Ελεγείες του Ντουίνο 1912-1922...Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ
Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ
Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα ;
κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του,
θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατότερη ύπαρξη του
Γιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις
μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί
δεν στέργει να μας καταστρέψει .
Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Κι έτσι κρατιέμαι, τότε,
και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου.
Αχ! Ποιόν μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα ;
Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν
πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον
τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη,
καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι μας μένει στην πλαγιά ,
κι ο χτεσινός μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη
μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας άφησε.
Ω! κι η νύχτα ακόμη , η νύχτα, όταν ο άνεμος πλημμυρισμένος από άπειρο,
στο πρόσωπο μας δέρνει, η νύχτα, η λαχταρισμένη νύχτα,
η ήρεμα απογοητευμένη που κοπιαστική θα ‘ναι στην ήρεμη καρδιά,
σε ποιόν δε θα έμενε ;
Πιο αλαφριά να ‘ναι για τους ερωτευμένους ;
Αχ! Τη μοίρα τους κρύβουν ο ένας απ’ τον άλλον.
Δεν το έμαθες ακόμη; Το κενό να πετάξεις απ’ την αγκαλιά σου
μέσα στους χώρους που ανασαίνουμε
και τα πουλιά ίσως μ’ ένα παθητικότερο πέταγμα
τον φαρδεμένο αέρα να αιστανθούνε .
Αλήθεια , οι ανοίξεις σε χρειαστήκανε ; Μερικά αστέρια σου έγνεψαν
και συ ένιωσες το γνέψιμο τους . Ένα κύμα του παρελθόντος να υψωνόταν γύρω σου ,
ή όταν περνούσες πλάι στο ανοιχτό παράθυρο, κάποιο βιολί
εγκαταλειπόταν στον εαυτό του;
Όλα αυτά προσταγή ήταν. Αλλά, εσύ, την προσταγήν αυτήν την υπερνίκησες ;
Δεν ήσουν πάντα απ’ την προσμονήν αφηρημένος,
μια Αγαπημένη όλα σα να σου ανάγγελναν : ( Πού θα την προφυλάξεις,
πού οι μεγάλες, πού οι ξένες σκέψεις έρχονται κοντά σου
και φεύγουν και, συχνά, μένουν ολόκληρη τη νύχτα ; )
Αλλ’ αν το λαχταράς πολύ, τραγούδησε τότε τις Ερωτευμένες , το πολύφημισμένον
όνομά τους , ακόμη αρκετά αθάνατο δεν είναι.
Εκείνες , που ζηλεύεις σχεδόν , τραγούδησε : τις εγκαταλειμμένες,
τις εύρισκες ν’ αγαπούν πολύ περισσότερο απ’ τις χορτασμένες.
Πάντα και πάντα απ’ την αρχήν το εγκώμιο το άφθαστο τραγούδα,
στοχάσου : ο ήρωας αιώνια ζεί, κι ο θάνατος του ακόμη,
του ήταν μια αφορμή μόνο για ύπαρξη, η γέννηση η στερνή του.
Μα μέσα της αποσταμένη φύση ξαναπαίρνει τις Ερωτευμένες σα να μην είχε
δυό φορές τις δυνάμεις να τις δημιουργήσει..
Στοχάστηκες αρκετά να τραγουδήσεις την Γκάσπαρα Στάμπα, που ένα κοράσι ,
απ τον αγαπημένο του εγκαταλειμμένο , μιας τέτοιας ερωτευμένης
το μεγάλο παράδειγμα να νιώσει και να πει : θα γίνω κι εγώ τάχα όπως εκείνη ;
Κι αυτοί οι πανάρχαιοι πόνοι , ποτέ για μας πιο γόνιμοι δε θα γενούνε;
Δεν έφτασε ο καιρός ακόμη, που να λευτερωνόμαστε αγαπώντας
απ’ ό,τι πιο πολύ αγαπούμε και να νικούμε τρέμοντας,
καθώς η σαΐτα συμμαζεμένη να πηδήσει,
πιότερο για να ‘ναι από τον ίδιο τον εαυτόν της, νικά τη χορδή ;
Γιατί πουθενά στάση δεν υπάρχει.
Φωνές, φωνές ! Άκου, καρδιά μου, όπως, άλλοτε, μόνον Άγιοι, ακούγανε :
Από το χώμα για να τους σηκώσει η γιγαντένια κραυγή , αλλ’ εκείνοι
μένανε γονατισμένοι , απίθανοι, μακρυνοί, και δεν προσέχαν :
ΕΤΣΙ έμεναν, ακούγοντας.
Όχι πως του θεού θα μπορούσες τη φωνή να υποφέρεις , κάθε άλλο .
Αλλ’ ό,τι πνέει ακρουμάσου, άκου την άπαυτη, που από σιωπή σαρκώνεται, αγγελία.
Από τους νέους αυτούς νεκρούς, ένας ψίθυρος έρχεται σε σένα .
Εκεί που πάντοτε έμπαινες, στις εκκλησίες της Ρώμης και της Νάπολης,
δε σου μίλησε το πεπρωμένο τους γαλήνια ;
Ή τάχα μια επιγραφή ανάγλυφη δε σου επιβλήθηκε, όπως, τώρα στερνά,
η πλάκα εκείνη στη Σάντα Μαρία Φορμόζα ;
Τι ζητούν από μένα ; Σιγά-σιγά θα πρέπει ν’ αφαιρέσω της αδικίας
το ομοίωμα που κάποτε, των πνευμάτων τους λίγο την αγνή κίνηση εμποδίζει.
Βέβαια, είναι παράξενο στη γή πια να μην κατοικείς,
Συνήθειες, που μόλις τις έμαθες, πια να μην έχεις, σε ρόδα και σε πράγματα άλλα,
που όλα μια υπόσχεση ήταν, την σημασία ανθρώπινου μέλλοντος πια να μη δίνεις :
κι αυτό που υπήρξες, μέσα στην ατελεύτητη αγωνία των χεριών, πια να μην είσαι ·
και τ’ όνομα το δικό σου, σαν ένα σπασμένο παιγνίδι μην το εγκαταλείψεις.
Παράξενο , ό,τι λαχταρούσες, να μην λαχταράς πια! Παράξενο ,
όλα, το κάθε τι που ήταν δεμένο, τόσο ελεύθερο να βλέπεις να κυματίζει.
Κοπιαστικό ‘ναι και το νεκρός να ‘σαι κι είναι επανόρθωση γιομάτο, έτσι,
ώστε , λίγο-λίγο λίγη να νιώσεις αιωνιότητα : -- Μα οι ζωντανοί, όλοι,
πέφτουν στο λάθος, περίσσια να τους ξεχωρίζουν.
Οι άγγελοι, (λένε) , δε θα ‘ξεραν, πολλές φορές, αν περπατάνε
ανάμεσα σε ζωντανούς ή πεθαμένους..
Το αιώνιο ρέμα, περνώντας κι απ’ τα δυό Βασίλεια, παρασέρνει, πάντα,
όλες τις ηλικίες και, πάνω κι απ’ τα δύο Βασίλεια, δεσπόζει η φωνή του.
Τέλος, ανάγκη πια , οι πρώιμα μεταστάντες, δεν μας έχουν ·
ήρεμα από τα γήινα ξεκόβει κανείς, όπως από τα στήθη τα πράα της μάνας του,
όταν μεγαλώσει.
Μα εμείς, που τόσο μεγάλα μυστικά χρειαζόμαστε (απ’ αυτά που,
συχνά, από πένθος, πρόοδος μακάρια αναπηδά) : Θα μπορούσαμε να υπάρχουμε,
τάχα, χωρίς τους πεθαμένους ;
Να ‘ναι μάταιος ο θρύλος, τάχα, ότι τον Λίνο θρηνώντας, άλλοτε,
η πρώτη μουσική, να διαπεράσει τόλμησε τη σκληρή νάρκη, ώστε,
από τότε, στον τρομαγμένο χώρο, που ένας, σχεδόν θείος έφηβος,
για πάντα εγκατέλειψε ξάφνου,
το κενό φλογίστη κι αιστάνθηκε τον κραδασμό εκείνο που μας συνεπαίρνει
και μας παρηγορεί και μας βοηθά την ώρα τούτη..
Οι Ελεγείες του Ντουίνο 1912-1922...Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ
Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ
Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα ;
κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του,
θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατότερη ύπαρξη του
Γιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις
μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί
δεν στέργει να μας καταστρέψει .
Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Κι έτσι κρατιέμαι, τότε,
και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου.
Αχ! Ποιόν μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα ;
Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν
πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον
τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη,
καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι μας μένει στην πλαγιά ,
κι ο χτεσινός μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη
μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας άφησε.
Ω! κι η νύχτα ακόμη , η νύχτα, όταν ο άνεμος πλημμυρισμένος από άπειρο,
στο πρόσωπο μας δέρνει, η νύχτα, η λαχταρισμένη νύχτα,
η ήρεμα απογοητευμένη που κοπιαστική θα ‘ναι στην ήρεμη καρδιά,
σε ποιόν δε θα έμενε ;
Πιο αλαφριά να ‘ναι για τους ερωτευμένους ;
Αχ! Τη μοίρα τους κρύβουν ο ένας απ’ τον άλλον.
Δεν το έμαθες ακόμη; Το κενό να πετάξεις απ’ την αγκαλιά σου
μέσα στους χώρους που ανασαίνουμε
και τα πουλιά ίσως μ’ ένα παθητικότερο πέταγμα
τον φαρδεμένο αέρα να αιστανθούνε .
Αλήθεια , οι ανοίξεις σε χρειαστήκανε ; Μερικά αστέρια σου έγνεψαν
και συ ένιωσες το γνέψιμο τους . Ένα κύμα του παρελθόντος να υψωνόταν γύρω σου ,
ή όταν περνούσες πλάι στο ανοιχτό παράθυρο, κάποιο βιολί
εγκαταλειπόταν στον εαυτό του;
Όλα αυτά προσταγή ήταν. Αλλά, εσύ, την προσταγήν αυτήν την υπερνίκησες ;
Δεν ήσουν πάντα απ’ την προσμονήν αφηρημένος,
μια Αγαπημένη όλα σα να σου ανάγγελναν : ( Πού θα την προφυλάξεις,
πού οι μεγάλες, πού οι ξένες σκέψεις έρχονται κοντά σου
και φεύγουν και, συχνά, μένουν ολόκληρη τη νύχτα ; )
Αλλ’ αν το λαχταράς πολύ, τραγούδησε τότε τις Ερωτευμένες , το πολύφημισμένον
όνομά τους , ακόμη αρκετά αθάνατο δεν είναι.
Εκείνες , που ζηλεύεις σχεδόν , τραγούδησε : τις εγκαταλειμμένες,
τις εύρισκες ν’ αγαπούν πολύ περισσότερο απ’ τις χορτασμένες.
Πάντα και πάντα απ’ την αρχήν το εγκώμιο το άφθαστο τραγούδα,
στοχάσου : ο ήρωας αιώνια ζεί, κι ο θάνατος του ακόμη,
του ήταν μια αφορμή μόνο για ύπαρξη, η γέννηση η στερνή του.
Μα μέσα της αποσταμένη φύση ξαναπαίρνει τις Ερωτευμένες σα να μην είχε
δυό φορές τις δυνάμεις να τις δημιουργήσει..
Στοχάστηκες αρκετά να τραγουδήσεις την Γκάσπαρα Στάμπα, που ένα κοράσι ,
απ τον αγαπημένο του εγκαταλειμμένο , μιας τέτοιας ερωτευμένης
το μεγάλο παράδειγμα να νιώσει και να πει : θα γίνω κι εγώ τάχα όπως εκείνη ;
Κι αυτοί οι πανάρχαιοι πόνοι , ποτέ για μας πιο γόνιμοι δε θα γενούνε;
Δεν έφτασε ο καιρός ακόμη, που να λευτερωνόμαστε αγαπώντας
απ’ ό,τι πιο πολύ αγαπούμε και να νικούμε τρέμοντας,
καθώς η σαΐτα συμμαζεμένη να πηδήσει,
πιότερο για να ‘ναι από τον ίδιο τον εαυτόν της, νικά τη χορδή ;
Γιατί πουθενά στάση δεν υπάρχει.
Φωνές, φωνές ! Άκου, καρδιά μου, όπως, άλλοτε, μόνον Άγιοι, ακούγανε :
Από το χώμα για να τους σηκώσει η γιγαντένια κραυγή , αλλ’ εκείνοι
μένανε γονατισμένοι , απίθανοι, μακρυνοί, και δεν προσέχαν :
ΕΤΣΙ έμεναν, ακούγοντας.
Όχι πως του θεού θα μπορούσες τη φωνή να υποφέρεις , κάθε άλλο .
Αλλ’ ό,τι πνέει ακρουμάσου, άκου την άπαυτη, που από σιωπή σαρκώνεται, αγγελία.
Από τους νέους αυτούς νεκρούς, ένας ψίθυρος έρχεται σε σένα .
Εκεί που πάντοτε έμπαινες, στις εκκλησίες της Ρώμης και της Νάπολης,
δε σου μίλησε το πεπρωμένο τους γαλήνια ;
Ή τάχα μια επιγραφή ανάγλυφη δε σου επιβλήθηκε, όπως, τώρα στερνά,
η πλάκα εκείνη στη Σάντα Μαρία Φορμόζα ;
Τι ζητούν από μένα ; Σιγά-σιγά θα πρέπει ν’ αφαιρέσω της αδικίας
το ομοίωμα που κάποτε, των πνευμάτων τους λίγο την αγνή κίνηση εμποδίζει.
Βέβαια, είναι παράξενο στη γή πια να μην κατοικείς,
Συνήθειες, που μόλις τις έμαθες, πια να μην έχεις, σε ρόδα και σε πράγματα άλλα,
που όλα μια υπόσχεση ήταν, την σημασία ανθρώπινου μέλλοντος πια να μη δίνεις :
κι αυτό που υπήρξες, μέσα στην ατελεύτητη αγωνία των χεριών, πια να μην είσαι ·
και τ’ όνομα το δικό σου, σαν ένα σπασμένο παιγνίδι μην το εγκαταλείψεις.
Παράξενο , ό,τι λαχταρούσες, να μην λαχταράς πια! Παράξενο ,
όλα, το κάθε τι που ήταν δεμένο, τόσο ελεύθερο να βλέπεις να κυματίζει.
Κοπιαστικό ‘ναι και το νεκρός να ‘σαι κι είναι επανόρθωση γιομάτο, έτσι,
ώστε , λίγο-λίγο λίγη να νιώσεις αιωνιότητα : -- Μα οι ζωντανοί, όλοι,
πέφτουν στο λάθος, περίσσια να τους ξεχωρίζουν.
Οι άγγελοι, (λένε) , δε θα ‘ξεραν, πολλές φορές, αν περπατάνε
ανάμεσα σε ζωντανούς ή πεθαμένους..
Το αιώνιο ρέμα, περνώντας κι απ’ τα δυό Βασίλεια, παρασέρνει, πάντα,
όλες τις ηλικίες και, πάνω κι απ’ τα δύο Βασίλεια, δεσπόζει η φωνή του.
Τέλος, ανάγκη πια , οι πρώιμα μεταστάντες, δεν μας έχουν ·
ήρεμα από τα γήινα ξεκόβει κανείς, όπως από τα στήθη τα πράα της μάνας του,
όταν μεγαλώσει.
Μα εμείς, που τόσο μεγάλα μυστικά χρειαζόμαστε (απ’ αυτά που,
συχνά, από πένθος, πρόοδος μακάρια αναπηδά) : Θα μπορούσαμε να υπάρχουμε,
τάχα, χωρίς τους πεθαμένους ;
Να ‘ναι μάταιος ο θρύλος, τάχα, ότι τον Λίνο θρηνώντας, άλλοτε,
η πρώτη μουσική, να διαπεράσει τόλμησε τη σκληρή νάρκη, ώστε,
από τότε, στον τρομαγμένο χώρο, που ένας, σχεδόν θείος έφηβος,
για πάντα εγκατέλειψε ξάφνου,
το κενό φλογίστη κι αιστάνθηκε τον κραδασμό εκείνο που μας συνεπαίρνει
και μας παρηγορεί και μας βοηθά την ώρα τούτη..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου