Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Emanuele Bottazzi Grifoni

 




 

Η εξαφάνιση της Αθήνας

 

 

 

Οἱ μὲν οὖν μετὰ τοιούτων κινημάτων τῆς διανοίας τὸ τῆς Ἀθηνᾶς συνέτριψαν ἄγαλμα, ἢ μᾶλλον τοῖς χείροσιν ἀεὶ προβαίνοντες καὶ καθ᾿ ἑαυτῶν ὁπλῖται γινόμενοι τὴν ἀνδρείας καὶ φρονήσεως ἐπιστάτιν κἀν τοῖς τύποις αὐτοῖς ἀπεώσαντο. 

Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις

 

 

α´

Ρώμη, Μπρίντιζι, Αθήνα. Εγώ που ξέρω τα πάντα γιατί είμαι ένα τίποτα

ξοδεύω τις χιλιετίες συντηρώντας τα βήματά σου που σέρνονται στον ύπνο.

 

Έτσι ξεχειμωνιάζω στη Σπάρτη, θέρετρο μα δίχως θάλασσα.

Εδώ βρίσκεται ένας φίλος σου Έλληνας, πρώην τρομοκράτης, το έσκασε με βάρκα στην Ιταλία,

επέστρεψε μετά από είκοσι χρόνια, αντιστέκεται όμως και δεν μου μιλά για τον Όμηρο.

Από την Ιταλία τού λείπει κυρίως η γκράπα. Το σαββατόβραδο, τα αδέσποτα

σκυλιά δεν καταλαβαίνουν γιατί υπάρχει τόσος κόσμος.

Στέκονται μανιασμένα έξω από τα μπαρ και πότε πότε μας χυμούν.     

 

 

 

 

 

 

 

β´

Τα χαλάσματα σπαρμένα με αλάτι μετά την καταστροφή.

Ένα ιστορικό ψέμα που δημιουργήθηκε πριν έναν αιώνα,[1] όπως και πολλά άλλα.

Συνεπώς ούτε ίχνος αλατιού όταν οι Πέρσες κατέστρεψαν την Αθήνα.

 

Καταπίνω πινακίδες, γαλανόλευκες σημαίες, χωμάτινα πάρκινγκ

και τη ραχοκοκαλιά της ασφάλτου, κομμένη εδώ κι εκεί:

ο περιφερειακός προς τον Μαραθώνα (διασταυρώσεις, λάθος έξοδοι και φανάρια).

 

Η αντεκδίκηση προς τους Πέρσες: όλο το μέταλλο που άφησαν στο πεδίο μάχης,

στη διαδρομή του οισοφάγου μου. Κι ο Φειδίας σφυρηλατεί το άγαλμα της Αθηνάς.[2]

Ακρόπολη, εισπνέεις διαρκώς λευκό βερνίκι,

εσύ που αγαπάς το παρελθόν, έδρα των νεκρών πραγμάτων.    

 

 

 

 

 

 

γ´

Γράφει ο Μιχαήλ Χωνιάτης στον αδερφό του: ζω στην Αθήνα, μα πουθενά δεν βλέπω την Αθήνα.[3]

Έτσι κι εγώ επιστρέφω τώρα, δηλαδή εννιά αιώνες πριν.

Ανάμεσα στους μετανάστες και στα παιδιά της Σμύρνης που κάηκε από τους Τούρκους το είκοσι δύο

ψάχνω τον καλύτερο παστουρμά στο Δουργούτι, ροδόλευκα άνθη στα φέρετρα,

ψεύτικα όπλα για την εξέγερση. Θα χρειαζόμουν ακόμη λίγο χρόνο.

 

Εγώ δεν είμαι άγαλμα. Δεν δραπετεύω ποτέ από τον εαυτό μου, στο Βυζάντιο.

 

 

 

 

 

δ´

Δεν ξέρουμε τι να πούμε στη συνεδρία, παρότι η ψυχίατρος Άνι Κορεκιάν

μιλά λίγα ιταλικά. Από το παράθυρο κοιτά τον Λυκαβηττό,

τον λόφο των λύκων. Η μάνα της δώδεκα χρονών

έπλεκε χαλιά. Πέθανε τον περασμένο μήνα βαστώντας ένα ρόδο.

 

 

 

 

 

ε´

Με εκείνη την μπλε απόχρωση ηλίθιας βασίλισσας

με τέσσερα εκατομμύρια λύσεις κάτω από τα μάρμαρά σου

Ακρόπολη, δεν αντέχεις πια το βάρος των ανύπαρκτων δέκα μέτρων χαλκού.

Από το άγαλμα της Αθηνάς δεν απομένει ούτε η βάση.

Κανείς δεν ξέρει πότε μετακινήθηκε.

Ήταν οι Ρωμαίοι που το πήραν (ίσως ήταν ο Άσαντ με τη βοήθεια του Τσίπρα).

 

Στην τέταρτη Σταυροφορία βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη

 

Αλμυρή, πικρή, όξινη η γεύση της φωτιάς

μένει κολλημένη στον λαιμό σου. Τώρα, δηλαδή εννιά αιώνες πριν.

Εδώ, δηλαδή στη Δαμασκό, στη Σμύρνη, στο Βυζάντιο.

 


 


 

ς´

Αυτή η ζωή με ψευτοδουλειές και κομπίνες: ένα τίποτα που παράγει τίποτα.

Σαν τότε που σε κατσάδιαζαν μικρούλα στα άδεια δωμάτια του σπιτιού.

Ίσως τα χριστουγεννιάτικα καραβάκια, οι αναρχικοί, οι κλοσάρ κι

οι βοσκοί των νησιών συγκινούν τον Χριστό Παντοκράτορα

στην εκκλησία της Αγοράς. Η περιφέρεια της πόλης είναι σαν το σύμπαν

με τον Σωκράτη που πεθαίνει όχι από κώνειο, αλλά από κεντρώα πολιτική.

 

Χριστέ, που τεθλιμμένος κυριαρχείς επί των πάντων, κυριάρχησε κι αυτό το πάτωμα.

 


 

 

 

ζ´

Ξεχνάμε τη Βαβέλ, από την άλλη αγνοούμε την Κωνσταντινούπολη.

Από την Ακρόπολη το άγαλμα της Αθηνάς κατέληξε στην είσοδο

της πιο ασήμαντης συγκλήτου.[4] Κανείς δεν το ξέρει, μαζί μου θα κλάψει

κρυμμένος εκεί γύρω ο Κωνσταντίνος μου. Δικός μου γιατί

είσαι συ που έχεις μεγάλα μάτια, δικός μου γιατί είσαι χαμένη

στη θάλασσα όπου ο Θεός δολοφονεί τον ήλιο

εις το όνομα των μεγάλων ματιών, μεγαλύτερων από εκείνα όλων των θεών

και των αποστόλων με τα ψηφιδωτά, σιωπηλά χείλη.

 

 

 

 

 

η´

Χίλια διακόσια τρία. Φράγκοι κι Ενετοί

βρίσκονται κάτω από τα τείχη. Θα μπουν στην πόλη,

επρόκειτο πια για ζήτημα ημερών. Μαρία Παρθένε Αθηνά,

το ανυπόμονο πλήθος σε καταστρέφει.[5] Κλέβουν τον μπρούντζο που άγγιξε ο Φειδίας,

τον χαλκό που έκλεψε ο Δαρείος από την Κύπρο. Χίλιοι τριακόσιοι είκοσι

Λένιν γκρεμισμένοι στην Ουκρανία.

Περσέπολη, Αθήνα μέσω Μαραθώνα, Κριμαία, αγωγοί αερίου:

πόσο ανιαρές οι στρατηγικές πρόσβασης στη θάλασσα.

 

 

 

 

 

θ´

Υπάρχουν μερικοί δρόμοι που στους ανθρώπους αρχικά

φαντάζουν σαν ευθείες, όμως καταλήγουν σε μονοπάτια θανάτου,

γράφει ο Νικήτας για τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Κομνηνό.

Από τον δρόμο της ερήμου ως τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι,

δεν καταλαβαίνω, είναι όλοι έτσι, κι έπειτα, τάχα ο δικός του ήταν μια ευθεία:

η Βαγδάτη και το μουνί της ξαδέρφης του,[6] βασίλισσας της Ιερουσαλήμ

(ανάθεμα το μουνί κι η ξαδέρφη του), ο νεαρός αυτοκράτωρ που πνίγηκε

με τη χορδή ενός τόξου,[7] δεν βασιλεύει ούτε για τρία χρόνια,

μετά ο Ισαάκιος τον εγκαταλείπει στο πλήθος. Τον σκοτώνουν σαν παλιοβρικόλακα,

κι αυτός ρωτά γιατί, μα κανείς δεν απαντά.[8]

 

 

 

 

 

ι´

Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι δεν υπάρχει ακόμα.

Ο αυτοκράτωρ Ισαάκιος, που στα όνειρα θεμελιώνει την αγρύπνια,

ενώ η ισχύς του εξασθενεί, εκεί

στην καρδιά του κόσμου, επαφίεται ατρόμητος σε μοναχούς

και αστρολόγους για μια θαυματουργή επιστροφή των ματιών του

που ξερίζωσε ο αδερφός του πριν εννιά χρόνια. Είναι χαρούμενος ο Ισαάκιος

γιατί θα γίνει κυρίαρχος των πάντων στη γη.[9]

Προσεύχεται ο αυτοκράτωρ χαϊδεύοντας το πρόσωπό του

κι ο ανιψιός του Αλέξιος κάθε νύχτα ονειρεύεται κουτάβια.

Τεντώνει με δύναμη τα μπροστινά τους πόδια ωσότου να σπάσουν

οι αρθρώσεις, με το γόνατο τρυπά τον θώρακα, μετά με το μαχαίρι

ψάχνει γρήγορα το χρυσό σημάδι της νίκης του,

μα δεν καταφέρνει ποτέ να τελειώσει τη δουλειά.  

 

 

 

 

ια´

Καλούσε τους εχθρούς να μπουν στην πόλη.[10]

Στη μικρογραφία ενός χειρόγραφου που κάηκε στη Σμύρνη,

από το οποίο έμεινε μονάχα μια φωτογραφία,[11] μερικοί ειδωλολάτρες λατρεύουν την Αθηνά

και κάποιος αποκεφαλίζει τον μάρτυρα άγιο Νικηφόρο˙

το άγαλμα μοιάζει να κοιτά μακριά.[12] Κάθε φορά που χάνουμε τον έλεγχο,

δίχως πολλά πολλά θες να σε σκοτώσω. Αφού απουσίαζε

για τρεις χιλιάδες χρόνια, ο πατέρας του πατέρα σου φτάνει στην Αθήνα

σε ηλικία οκτώ ετών. Η οικογένεια ίσως κατέληξε στην Αμερική,

αυτός δεν το ξέρει, τους έχασε κάπου στον μόλο της Σμύρνης.

  

 

 

 

 

ιβ´

Μετάξι, σφουγγάρια και ξερά φρούτα, τίποτα όμως δεν είναι σαν τη Μεσοποταμία,

σαν τα πράσινα όνειρα του βασιλιά των νεκρών, σαν τα ουράνια τόξα

που σαλεύουν πάνω από χυμένη βενζίνη. Οι θνητοί δεν μπορούν

να κρίνουν τους θεούς ή τον Νουρεντίν Πασά,

ούτε τη φωτιά της τουρκικής εκδίκησης. Πολλές γλώσσες γεννούν μιαν αυτοκρατορία:

Αρμένιοι κι Έλληνες στοιβαγμένοι στην ακτή, στέκονται στις μύτες των ποδιών.

Quais Bella Vista, Αγία Φωτεινή:[13] χέρια κομμένα στον μόλο,

κεφάλια στο βάθος υπονόμων. Συμμαχικά πλοία σταματημένα

σε διακόσια-τριακόσια μέτρα από τον μόλο, παίζουν από τις γέφυρες

όλο το ρεπερτόριο εμβατηρίων. Η μουσική σκεπάζει λίγο τα ουρλιαχτά.    

 

 

 

 

 

 

ΕΙΚΟΝΑ – ΣΕΛΙΔΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΟ: Η μικρογραφία απεικονίζει το μαρτύριο του αγίου Νικηφόρου και την αποστασία του Σαπρικίου. Φυσιολόγος είναι ο μελετητής της φύσης, αυτός που παραθέτει το αρχικό φυσιογνωστικό υλικό πάνω στο οποίο δομείται το έργο, αλλά ο όρος αναφέρεται και στο σύγγραμμα που περιέχει τις ιστορίες. Το κείμενο που συνοδεύει τη μικρογραφία μιλά για τα υδρόβια βατράχια: «Όπως τα υδρόβια βατράχια ξαναβουτούν στο νερό μόλις προβάλλει ο ήλιος, έτσι εκείνοι που ανήκουν στον κόσμο, μόλις τους προφτάσει ο οίστρος του πειρασμού, ξαναβουτούν στις σεξουαλικές ορέξεις τους» (M. Bernabò, Il Fisiologo di Smirne. Le miniature del perduto codice B. 8 della Biblioteca della Scuola Evangelica di Smirne, Firenze 1998, σ. 46). Η μικρογραφία, που απεικονίζει το τέλος του αγίου Νικηφόρου, είναι ακόμη πιο αλληγορική. Όπως αφηγείται ο Συμεών ο Μεταφραστής (Ελληνική Πατρολογία, τ. 114, σσ. 1367 κ.ε.), η ιστορία εκτυλίσσεται στη Συρία κατά τα επτά χρόνια της ηγεμονίας του Βαλεριανού και του Γαλλιηνού (253-260 μ.Χ.) – χρόνια με επιδημίες, λοιμούς, φυσικές και στρατιωτικές καταστροφές. Ο ιερέας Σαπρίκιος και ο λαϊκός Νικηφόρος ήταν στενοί φίλοι. Αγαπιόντουσαν σαν αδέρφια. Ο διάβολος όμως σπέρνει ανάμεσά τους το μίσος, ένα μίσος τόσο έντονο που δεν αντέχουν ούτε να συναντηθούν στον δρόμο. Μέσω κοινών φίλων ο Νικηφόρος προσπαθεί να προσεγγίσει τον Σαπρίκιο, ο οποίος αρνείται τη συμφιλίωση. Έπειτα ο Νικηφόρος εμφανίζεται στο σπίτι του Σαπρικίου, πέφτει στα πόδια του και τον ικετεύει να τα ξαναβρούν. Ο Σαπρίκιος συλλαμβάνεται και βασανίζεται ως χριστιανός που αρνείται να θυσιάσει στους θεούς. Ακόμη και τότε ο Σαπρίκιος δεν υποκύπτει στον παγανισμό. Διατάζεται λοιπόν ο αποκεφαλισμός του. Πριν από την εκτέλεση ο Νικηφόρος ορμά πάνω του και ξαναζητά συγχώρηση, αλλά ο ιερέας δεν υποκύπτει ούτε αυτή τη φορά. Μπροστά στο σπαθί που πρόκειται να τον αποκεφαλίσει, ο Σαπρίκιος εγκαταλείπει την πίστη του και αρχίζει να λατρεύει το άγαλμα της Αθηνάς μαζί με τους ειδωλολάτρες (αριστερή πλευρά της εικόνας). Εξακολουθεί να είναι άκαμπτος απέναντι στις τελευταίες ικεσίες του Νικηφόρου (ίσως με τον ίδιο τρόπο όπως η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος στα ποιήματα). Τότε ο Νικηφόρος μπροστά σε όλους ομολογεί ότι είναι χριστιανός, κι επιμένει να τιμωρηθεί παρά την αμηχανία των δήμιων, οι οποίοι στο τέλος τού παραχωρούν τον θάνατο (δεξιά πλευρά της εικόνας). Όπως αναφέρθηκε στις σημειώσεις, κατά τον Jenkins αυτή η εικόνα θα μπορούσε να είναι μία από τις λίγες διασωθείσες απεικονίσεις του αγάλματος της Αθηνάς, το οποίο από την Ακρόπολη μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Το άγαλμα καταστράφηκε από τον όχλο της Πόλης κατά την πολιορκία των σταυροφόρων, το 1203. Η σελίδα με τη μικρογραφία προέρχεται από τη φωτογραφική αναπαραγωγή του Josef Strzygowski (Der Bilderkreis des griechischen Physiologus des Kosmas Indikopleustes und Oktateuch nach Handschriften der Bibliotek zu Smyrna, Byzantinisches Archiv, Leipzig, 1899, tav. XIX).           

 

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

 

Ο Εμανουέλε Μποτάτσι Γκριφόνι γεννήθηκε το 1977. Ζει μεταξύ Μιλάνου και Φλωρεντίας. Σπούδασε φιλοσοφία στη Φεράρα και στο Τορίνο, όπου και απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα το 2010. Έχει διδάξει μηχανική γνώσης στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο. Συνεργάζεται με το Ινστιτούτο Γνωσιακών Επιστημών και Τεχνολογίας (ISTC) του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνών (CNR). Το 2008 ήταν Επισκέπτης Ακαδημαϊκός στο τμήμα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Έχει δημοσιεύσει μελέτες γύρω από διάφορα πεδία, από την ηθική φιλοσοφία και την κοινωνιολογία ως την τεχνητή νοημοσύνη. Συνεργάζεται με τον αραβικό εκδοτικό οίκο Al Mutawassit που έχει έδρα στο Μιλάνο.



[1] R. T. Ridley, “To be taken with a pinch of salt: The Destruction of Carthage”, Classical Philology, 81 (2), 1986, σ. 140.

[2] Παυσανίας, Αττικά, 28, 2: «Χωρὶς δὲ ὅσα κατέλεξα δύο μὲν Ἀθηναίοις εἰσὶ δεκάται πολεμήσασιν, ἄγαλμα Ἀθηνᾶς χαλκοῦν ἀπὸ Μήδων τῶν ἐς Μαραθῶνα ἀποβάντων τέχνη Φειδίου […] ταύτης τῆς Ἀθηνᾶς τοῦ δόρατος αἰχμὴ καὶ λόφος τοῦ κράνους ἀπὸ Σουνίου προσπλέουσίν ἐστιν ἤδη σύνοπτα […]». Το άγαλμα βρισκόταν ανάμεσα στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο. Οι εικονογραφικές μαρτυρίες του έργου είναι πενιχρές και αβέβαιες: πρόκειται για μερικά αθηναϊκά νομίσματα των αυτοκρατορικών χρόνων και για μια μικρογραφία σε έναν μεσαιωνικό κώδικα, τον Φυσιολόγο της Σμύρνης.

[3] «Οἰκών Ἀθήνας οὐκ Ἀθήνας που βλέπω», στ. 17, στο έργο Μονδία εἰς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ κρ Νικήταν τν Χωνιάτην.

[4] Το άγαλμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη σε απροσδιόριστο χρόνο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και τοποθετήθηκε στον Φόρο του Κωνσταντίνου, μπροστά στη στοά της συγκλήτου, όπως γράφει ο Αρέθας Καισαρείας τον 10ο αιώνα (J. H. Jenkins, “The Bronze Athena at Byzantium”, Journal of Hellenic Studies, 67, 1947, σσ. 31-33).

[5] Βλ. Χρονική Διήγησις: «Ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγοραίων οἱ φιλοινότεροι τὸ ἑστὼς ἐπὶ στήλης ἐν τῷ Κωνσταντινείῳ φόρῳ τῆς Ἀθηνᾶς ἄγαλμα εἰς πλεῖστα διεῖλον τμήματα· ἐδόκει γὰρ τοῖς ἄφροσι σύρφαξιν ὑπὲρ τῶν ἐξ ἑσπέρας ἐστοιχειῶσθαι τοῦτο στρατῶν».

[6] Βλ. Χρονική Διήγησις: «[…] προσέμενε συμπλανῆτιν ἔχων ἑαυτῷ καὶ συνέκδημον τὴν Κομνηνὴν Θεοδώραν, ἥτις ἀθεμίτως αὐτῷ συνηυνάζετο θυγάτηρ Ἰσαακίου οὖσα τοῦ σεβαστοκράτορος· ἐξ ἀδελφῶν δ᾿ ἔφυσαν ἄμφω, Ἰσαάκιος καὶ Ἀνδρόνικος». Στην πραγματικότητα, η Θεοδώρα συνδεόταν με τον Ανδρόνικο με συγγένεια πέμπτου βαθμού. 

[7] Ο Αλέξιος Β´ Κομνηνός (1169-1183). Βλ. Χρονική Διήγησις: «[…] καὶ κρίμα θανάτου κατὰ τοῦ βασιλέως ἐξάγεται παρὰ τῆς φατρίας ἐκείνης τῆς πονηρᾶς, τὸ τοῦ Σολομῶντος ἄντικρυς ἐπαινεσάντων ἐκεῖνο καὶ φθεγξαμένων τῶν μιαιφόνων “δήσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καὶ ὡς βαρύς ἐστι καὶ μόνον βλεπόμενος.” […] αὶ νυκτὸς ἐπεισπεσόντων αὐτῷ […] τὴν διὰ τόξου νευρᾶς καθυποδέχεται πνιγμονήν. Ἀρθεὶς δὲ ὁ νεκρὸς καὶ ἀχθεὶς ἐς Ἀνδρόνικον κατὰ τοῦ κενεῶνος τῷ ἐκείνου τύπτεται ποδὶ […]· ἔπειτα τιτρᾶται ὀβελίσκῳ τὸ οὖς καὶ κρόκης ἐξαφθείσης κηρὸς περιπλασθεὶς τῷ Ἀνδρονίκου σφραγιστηρίῳ ἐνσημαίνεται δακτυλίῳ».

[8] Βλ. Χρονική Διήγησις: «Πρὸς δὲ τοὺς ἐπεισχεομένους καὶ βάλλοντας ἐπιστρεφόμενος ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφθέγγετο, εἰ μὴ τὸ “Κύριε ἐλέησον” καὶ “ἵνα τί κάλαμον συντετριμμένον προσεπικλᾶτε”; Ἀλλ᾿ οὐδὲ μετὰ τὴν ἐκ ποδῶν ἀπαιώρησιν οἱ ἀνούστατοι ὄχλοι τοῦ πολυπαθοῦς ἀπέσχοντο Ἀνδρονίκου ἢ φειδὼ τῶν ἐκείνου σαρκῶν ἔλαβον, ἀλλὰ περιελόντες τὸ χιτώνιον κακῶς ἐτίθουν τὰ παιδογόνα μόρια. […] Καὶ μετὰ τοσαῦτα μογήματα καὶ παθήματα μόλις ἀπέρρηξε τὴν ζωήν, τὴν δεξιὰν χεῖρα μετ᾿ ὀδύνης ἐκτείνας καὶ περιαγαγὼν οὕτω τῷ στόματι, ὥστε καὶ τοῖς πολλοῖς ἔδοξεν ἐκμυζᾶν τοῦ ἐκ ταύτης ἔτι θερμοῦ ἀποστάζοντος αἵματος διὰ τὸ νεαρὸν τῆς τομῆς».

[9] Βλ. Χρονική Διήγησις: «[…] τότε δ κα τν πήρωσιν ποτρίψασθαι προσεδόκα τν φθαλμν κα ς λεβηρίδα τν νόσον ποξύσασθαι τν ρθρίτιδα κα τ λον ες νδρα θεοείκελον μειφθήσεσθαι […]».

[10] Βλ. Χρονική Διήγησις: «ῶν δ χειρν μν λαι τ συνεπτυγμένα τς σθτος νέστελλε, θατέρα δ᾿ κτεινομένη πρς κλίμα τ νότιον εχε κα τν κεφαλν ρέμα γκλινομένην κε κα τς τν φθαλμν π᾿ σης τεινομένας βολάς· θεν ο μηδ τς θέσεις τν περάτων πωσον πιστάμενοι ς σπέραν φορν τ γαλμα διετείνοντο κα οον πισπσθαι χειρ τ κ δυσμόθεν στρατεύματα […]».

[11] Ο Φυσιολόγος, έργο ανώνυμου συγγραφέα, έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία χρόνια. Το αρχικό κείμενο μάλλον γράφτηκε κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες (μεταξύ 2ου και 4ου αιώνα μ.Χ.). Είναι μια πραγματεία που αφορά τα γνωστότερα ζώα, φυτά και ορυκτά της χριστιανικής Ανατολής. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα το έργο γνώρισε πολλές διασκευές. Το αναφερόμενο εικονογραφημένο χειρόγραφο του 11ου αιώνα καταστράφηκε το 1922 εξαιτίας της πυρκαγιάς που έβαλαν οι Τούρκοι στις ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης. Η πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς τη Βιβλιοθήκη της Ευαγγελικής Σχολής, όπου φυλασσόταν το χειρόγραφο μαζί με άλλους 179 κώδικες και 50.000 βιβλία.

[12] Βλ. την αναφερθείσα μελέτη του Jenkins του 1947, καθώς και την επόμενη: “Further evidence regarding the Bronze Athena at Byzantium”, The Annual of the British School at Athens, 46, 1951. Σύμφωνα με τον Jenkins, η μικρογραφία του Φυσιολόγου αναπαριστά το άγαλμα της Αθηνάς που καταστράφηκε από το πλήθος. Ενάντια σε αυτή την υπόθεση έγραψε ο B. Lundgreen: “A methodological enquiry: The great bronze Athena by Pheidias”, The Journal of Hellenic Studies, 117, 1997, σσ. 190-197.

[13] Η συνοικία Μπέλα Βίστα βρισκόταν στο βόρειο άκρο της προκυμαίας της Σμύρνης, όπου κατοικούσαν οι αριστοκράτες. Η ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Φωτεινής καταστράφηκε από την πυρκαγιά.