Κυριακή 11 Απριλίου 2021

Διονύσιος Σολωμός "Το όνειρο" (Σατιρικό)

 


Το όνειρο

Εις την ώρα που σκιασμένοςκαι παράξενα ντυμένοςβγαίν’ ο κλέφτης για να κλέψεικι ο φονιάς για να φονέψει —5σ’ άλλους τόπους εννοώκλεψιές, φόνους, κι όχι εδώ —είδα έν’ όνειρο μουρλό,και θα το διηγηθώ.

Μες στο νου μου η ψεσινή,10η περίφημη θανή,μίαν εντύπωση είχε αφήσει,π’ ο καιρός δε θα τη σβήσει·και στον ύπν’ ο λογισμός μουτην ξανάφερεν ομπρός μου.15Στ’ όνειρό μου αγρίκαα πάλιτον παπά Τσετσέ να ψάλλει,με την τάξη τσ’ Εκκλησίας·όμως έκαν’, εξαιτίαςτ’ όνειρού μου του μουρλού,20τη φωνή του κουνουπιού.—Πλήθος έβλεπα λαμπάδεςκαι καπίτολα· * οι παπάδες,τα φελόνια φορεμένα,ποιος καινούρια, ποιος σχισμένα,25σοβαρά περιπατώντας,τη λιρόνα * μελετώντας,ξαστοχούν τον πεθαμένοκι έχουν το κερί σβημένο.Έκαναν φωνές και γέλια30τα παιδιά με τα βατσέλια· *κι ο καπνός του μοσχολίβανουαπό τα λιβανιστήριαέμπαινε στα παρεθύρια.Πολλοί ανθρώποι ακολουθούσαν35και περίλυπα ετηρούσαν,γέρνοντας τες κεφαλές τουςκαι μιλώντας για δουλειές τους.Αλλά στα καμπαναρίαδεν είν’ τέτοια αδιαφορία·40Οι καμπάνες πλερωμένεςέκαναν σαν βουρλισμένες.Κι αφού είδα, ένα προς ένα,ούλα εκειά που ’χα ιδωμένα,τρέχει τ’ όνειρο και μπαίνει45μέσα στη Φανερωμένη.

Ήτανε στην εκκλησίαλίγο φως και πολλή ερμία·και κοντά στο ξυλοκρέβατοξάφνου αγρίκησα να βγει50ένα σκούξιμο μακρύ.Ότι ελόγιασα πως θα ’ναιαπό τόσους ένας κάνεπου ελυπήθηκε και σκούζει…νά σου ο ίσκιος του Κουτούζη!55Καθώς πάντα εσυνηθούσε,όμορφα ρούχα φορούσε,κι έδειχνε καμαρωτάτο καπέλο του στραβά.Εις το πονηρό του χείλο,60πὄσκιαζεν οχθρό και φίλο,έβλεπα με θαυμασμόπου ’χε ακόμα το πικρό,το συνηθισμένο γέλιο,ξαστοχώντας το Βαγγέλιο·65ετριγύρισε κομμάτιεις του Χάρου το κρεβάτι·αλλά βλέποντας εκείτο καπέλο, το σπαθί,που ’ν’ σημεία της αρχοντιάς,70εσταμάτησ’ ο παπάς·και καλά κοιτάζοντάς τακι όμορφα σηκώνοντάς ταεις την κάσα τα χτυπάεικαι τ’ ακόλουθ’ αρχινάει75το κορμί του συχνοσειώνταςκαι τα λόγια αργοπορώντας:

— «Καλά κάμαν και σ’ τα βάλανεεδώ πάνου, όταν σ’ εβγάλανε!Μά το ναις, οπού σου πρέπει,80εις την ύστερή σου σκέπη,μπρος στον κόσμο να κρατείςτα σημάδια της τιμής!Μ’ αυτά τα ίδια εγώ σε είδαπου κυρίευες την πατρίδα·85το θυμούμαι (οϊμένανε!)…Επειδή δε μ’ απομένανε,εκαθόμουνα ο φτωχόςεις τη γάτα μου ομπρός,κάνοντάς της χάιδια χίλια,90και σαν ν’ άκουε της εμίλεια:Μωρή γάτα, τί σου φαίνουνταιτέτοια πράματα; Απομένουνται;Να ’ν’ ο Γιάννης εις το σπίτι,με τον άλλο ξεκληρίτη, *95στην καθίγλα * να προσμένουνούλους τσ’ άρχοντες που μπαίνουνκαι ξανοίγουν, ενώ σκύφτουνεμε τα ταπεινά κεφάλια,πλεζονιές * και κατρογυάλια; *100Νιάι μου, να σε χαρώ,έχω πίκρα και καημόνα τους βλέπω τσου καημένουςκυριακάτικα ντυμένουςστες καθίγλες * να καθίζουν105και τα ρούχα τους να χρίζουν!—Τέτοια τση ’λεγα· αλλά τώρα,οπού σ’ εύρηκε η κακηώρα, *πες, ποιά στόματα σ’ εκράξανκαι ποιά στήθη αναστενάξαν;110Α δε σ’ έκλαψαν, εγώσαν παπάς τσου συχωρώ.Ω! φωνάξετε, Καιροί,που τον είδατε κριτή,τί καλό ’χει γεναμένο,115κι ευθύς φεύγω και σωπαίνω!»— Έτσι λέοντας μεγαλώνειτη φωνή του και θυμώνει:«Μα καλό ’ναι πλούσιος να ’σαι,και ποτέ να μη θυμάσαι120πως στους δρόμους αϊλογάνεκάποιοι μαύροι που πεινάνε;Όταν έπλασαν τα χέρια,που σκορπίσανε τ’ αστέρια,του θνητού τα σωθικά,125(και τα πλάσανε καλά),πρώτ’ απ’ όλα τ’ άλλα πάθιατσου έχουν βάλει τη Συμπάθεια·και την έδιωξες εσύ,σαν τη χήρα τη φτωχή,130απ’ τη νιότη σου την πρώτη,για να βάλεις τη Σκληρότη·αυτή σὄλεε να ζητάςτο ψωμί της φτωχουλιάς,και το διάφορο να θες135τρεις και τέσσερες φορές.Κι ο φτωχός, αποριμένος,σ’ εσέ ’ρχότουν τρομασμένος,για να πει με το θλιμμένοχείλο: Το ’χω πλερωμένο!140Και στα πόδια σου να ρίξεικλάψες μύριες, και να δείξειτ’ αχαμνά τα γερατειά του,τη γυναίκα, τα παιδιά του,και του ρούχου τα ξεσκλίδια·145και του αμόλαες κερατίδια! *Κι έτσι δα, με τέτοιους φόνους,για σαράντα πέντε χρόνους,παντελώς δεν είναι θάμα,μήτε αλλόκοτο το πράμα,150αν εσύφθασες να κρύψεις,απ’ τους φόβους για να λείψεις,το σωρό του χρυσαφιού σουκαι στες τράβες * του σπιτιού σου.Μα της φτώχειας η κατάρα,155δυστυχότατη τρομάρα,θα πλακώσει την ψυχή σουσαν η πλάκα το κορμί σου.Κοίτα αν είν’ Δικαιοσύνηεκεί πάνου, για να κρίνει!160Δεν ηθέλησε ν’ αφήσειτο κορμί σου να ψοφήσειεισέ δρόμο ή σε καλύβα,μα στην κάμαρη του Σκλίβα!Εκεί σὄμενε να φθάσεις,165και το λογικό να χάσεις,—το παλιό το σπίτι αφήνοντας,εις τ’ οποίο κάποιος εμπήκε,που πουλιό του δεν εβγήκε.(Σκάψε, Ρώμα, για να ιδείς170μη τα κόκαλά του βρεις).—Εκεί, ενώ σ’ αυτό το σπίτιεκοπίαζες με τη μύτη,κάνοντας σαν τα παιδάκια,όταν φκιάνουν φουσουνάκια,175σου σηκώναν κάποιοι τσάφοι *το κλεμμένο το χρυσάφι·εκεί εστέκαν, ενώ σὄβγαινετου θανάτου ο γογγυσμός,τον αγρίκουναν, κι ετρέμανε180μη δεν ήτανε ο στερνός.Κάνε εμπόρειες απ’ το βιο σου,έπειτ’ απ’ το θάνατό σουκαι της φτωχουλιάς ν’ αφήσειςκαι τα στόματα να κλείσεις.185Αλλά ο Διάολος εφάνηκεστο πλευρό σου αδερφικάτα, *όταν έγραφες τη διάτα·και το χέρι σου τηρώνταςκαι σκληρά χαμογελώντας,190ετραγούδουνε: Ω φτωχοί,που γυρεύετε ψωμί,κάθε λύπη τώρα αφήστεκαι σε λίγο θα πλουτίστε·γραικοί σκλάβοι, ακαρτερείτε·195γιατ’ ευθύς θα λυτρωθείτε·τες καδίνες * θα πετάξτε,εις τη Ζάκυνθο ν’ αράξτε,εις το μνήμα του να ορμήστεκαι την πλάκα να φιλήστε.—200Κι έτσι μ’ όλο σου τ’ ασήμιμνέσκεις άκλαφτο ψοφίμι·όπως έζησες πεθαίνειςκι εκεί μέσα ο ίδιος μένεις,με ξεμυτερά * τα νύχια205μαθημένα στα προστύχια· *θέλω να σε ιδώ, σκυλί!

Κι έτσι λέοντας, το σπαθί,το καπέλο, του πετάει,και στην κάσα ευθύς χουμάει·210ο παπάς εκεί γειρμένοςκαι στα χείλα του αφρισμένοςπολεμάει να την ανοίξει·κι ότι αρχίνησε να τρίξει,εγώ πὄλεα μην ορμήσει215και το λείψανο χτυπήσει,τρέχω γλήγορα κοντάγια να πω: Μωρέ παπά!είναι ο μαύρος πεθαμένος!Αλλά εξύπνησα ιδρωμένος.

___

Οι στίχοι 21-28 βρίσκονται μετά τους στίχους 29-33 και οι στίχοι 116-117 μετά τον στ. 113 στο χφ. Μάργαρη, από το οποίο προέρχονται και οι παρακάτω παραλλαγές που σημειώνονται στην έκδοση του Λ. Πολίτη.

στ. 6
Για τους φόνους

στ. 34
λίγοι ανθρώποι

στ. 62
να ’χει ακόμα το πικρό

στ. 103-140
κυριακάτικα αλλαμένους
μες στσι λέρες * να καθίζουν

στ. 117
τη φωνή του και σιμώνει

στ. 136
κι ο φτωχός ο αποριμένος

στ. 164
Εκεί σὄμελλε

στ. 176
το κλεμμένο σου χρυσάφι

στ. 201
άκλαφτο έμεινες ψοφίμι

Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

 


[1950-1919]

ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ…

Στη φυλακή με κλείσανε
οι δυνατοί του κόσμου
κι έσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
να ῾ρθω σε σένα, Φως μου!

Τα σίδερα λυγίσανε
από το βογγητό μου
και στέρεψαν για να διαβώ,
κι οι ποταμοί του δρόμου…

Και σα τρελός σε γύρεψα,
μα συ δεν εφαινόσουν!
Και πικραμένος, γύρισα
να με ξανακλειδώσουν…


ΕΧΩ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ…

Έχω εν᾿ αηδόνι στο κλουβί
κι απ᾿ το καημό του λιώνει.
Έχω εν᾿ αηδόνι στο κλουβί
και μοίρεται, τ᾿ αηδόνι.

Μου λέει για τις αμυγδαλιές
π᾿ ανθίζουν άσπρο χιόνι,
μου λέει για τριανταφυλλιές
και μοίρεται, τ᾿ αηδόνι…

Και παραδέρνει ανώφελα
και τα φτερά τ᾿ απλώνει,
κάθε που φεύγουν τα πουλιά
κι αναρριγούν οι κλώνοι…


[1920-1939]

ΕΡΩΤΙΚΟ

Καημός αλήθεια να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου…
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του;

Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς ποτέ να μου το δώσει…

Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό
και με τη νύχτα μυστικά, γίνουμε πάλι ταίρι,

αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει!

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

PIERRE MANENT " Οι μεταμορφώσεις της πόλεως"

 Αναδημοσίευση από: https://www.tovima.gr

Ο λόγος της πόλεως

Ο Πιερ Μανάν είναι από τους σημαντικότερους φιλελεύθερους πολιτικούς φιλοσόφους της εποχής μας.

Οι μεταμορφώσεις της πόλεως.
Δοκίμιο για τη δυναμική της Δύσης
Μετάφραση Χρήστος Μαρσέλλος.
Εκδόσεις Πόλις, 2014,



Ο Πιερ Μανάν είναι από τους σημαντικότερους φιλελεύθερους πολιτικούς φιλοσόφους της εποχής μας. Μαθητής του Ρεϊμόν Αρόν αλλά με επιδράσεις από τον Αλεξίς ντε Τοκβίλ και τον Λέο Στράους, στο εκτενές δοκίμιό του Οι μεταμορφώσεις των πόλεων μας προσφέρει μια διεισδυτική ανάλυση του πώς μέσω των μεταμορφώσεων αυτών αναπτύχθηκε η δυναμική της Δύσης – και κατά συνέπεια του πώς διαμορφώθηκε η σημερινή της φυσιογνωμία. Βιβλίο για αναγνώστες απαιτήσεων, καθώς κυκλοφορεί σε μια εποχή κρίσης των θεσμών και των πολιτικών συστημάτων. Η πολιτική είναι και σήμερα η μείζων προτεραιότητα, δηλαδή η πολιτική με την ουσιαστική έννοια: ως έκφραση της κοινωνικής δυναμικής και όχι ως διαχείριση των όποιων προβλημάτων.

Ενα ευρωπαϊκό βιβλίο

Οι Μεταμορφώσεις της πόλεως είναι ένα πολύ ευρωπαϊκό βιβλίο – «ευρωκεντρικό» θα το χαρακτήριζαν ίσως κάποιοι αναθεωρητικοί ιστορικοί. Ξεκινά από τη βασική ιδέα (αυτονόητη και για διαμετρικά αντίθετους στοχαστές, όπως ο Καστοριάδης) ότι η πόλις, ως θεσμός και ως λειτουργία, είναι ο πυρήνας της κοινωνίας από την εμφάνισή της στους ομηρικούς χρόνους ως τις μέρες μας. Κι όταν ο συγγραφέας μιλά για μεταμορφώσεις αναφέρεται στις τρεις μορφές που τη διαδέχτηκαν: την Αυτοκρατορία, την Εκκλησία και το Εθνος. Αυτές εξετάζονται κυρίως στο τρίτο μέρος. Πού διαφέρει η Πολιτεία του Θεού του ιερού Αυγουστίνου από την αρχαιοελληνική πόλιν (η οποία εξετάζεται στο πρώτο μέρος με τίτλο Η πρωταρχική εμπειρία της πόλεως) και την αντίστοιχη ρωμαϊκή (που περιγράφεται στο δεύτερο ως Αίνιγμα της Ρώμης);
Η ελληνική πόλις κυριαρχεί στο πρώτο μέρος, καθότι συνιστά την πρωταρχική εμπειρία. Ο Μανάν αναφέρεται στην ποιητική γένεση της πόλεως όχι απλώς παραπέμποντας αλλά αφιερώνοντας πάνω από σαράντα σελίδες στον Ομηρο. Προχωρεί στην περιγραφή τού πώς γίνεται πολίτης κανείς και τι συνεπάγεται αυτό αναλύοντας ταυτοχρόνως τη σημασία των πολιτικών θεσμών τόσο στην αρχαιότητα όσο και στους νεότερους χρόνους.
Γιατί όμως είναι σημαντικός ο πολιτικός λόγος (ο λόγος της πόλεως); Τι προσδιορίζει την αυθεντικότητά του; Η απάντηση μοιάζει εξαιρετικά απλή: ο πολιτικός λόγος είναι αυθεντικός μόνον όταν περιγράφει πράξεις. Και η κάθε πράξη, σύμφωνα πάντα με τη μεγάλη αρχαιοελληνική παράδοση, οφείλει να κατευθύνεται στο τέλος (με την έννοια του σκοπού). Αυτό φυσικά γίνεται εν ονόματι της κοινωνίας την οποία οφείλει να αντιπροσωπεύει η πολιτική τάξη, που είναι «τάξη του λόγου», κατά την ευφυή διατύπωση του Φουκό.
Η ιδέα και η λειτουργία της πόλεως ορίζει και τα πρότυπα συμπεριφοράς αλλά και συνύπαρξης, όπου καθοριστικό ρόλο παίζει το συμβολικό πεδίο. Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως τον Κικέρωνα, τον Κάτωνα και στη συνέχεια τη νεότερη εποχή. Κι εδώ ο χριστιανισμός, στον δυτικό κόσμο βεβαίως, έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Για τούτο και ο Μανάν όχι μόνο παραπέμπει στον ιερό Αυγουστίνο και στο θεμελιώδες έργο του Η πολιτεία του Θεού αλλά του αφιερώνει και πολλές σελίδες.
Αν δεν κατανοήσουμε τα όσα λέει ο Αυγουστίνος για την ανθρώπινη φύση δύσκολα θα καταλάβουμε πώς η περίπλοκη ανάλυσή του όσον αφορά τη φύση του καλού, του κακού και του εσωτερικού ανθρώπου απλουστεύθηκε αργότερα και πώς οι όποιες ηθικές απλουστεύσεις επηρέασαν την εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών και το έργο στοχαστών αιχμής, όπως λ.χ. ο Ρουσό. Στο κέντρο της σκέψης του Αυγουστίνου κυριαρχεί η ουσιώδης εξάρτηση από τον Δημιουργό ενώ για τον Ρουσό αυτό «καθιερώνει την τυραννία του νόμου πάνω στη φύση».

Το μεγάλο πρόταγμα για επιστροφή στην πολιτική
Ο αναγνώστης θα γοητευθεί από την ανάλυση της Πολιτείας του Θεού, από τις παραπομπές του Μανάν στον μύθο του Κάιν και του Αβελ (ο οποίος όχι μόνο εξηγεί την ανθρώπινη φύση αλλά αντιπροσωπεύει στο συμβολικό πεδίο δύο είδη πολιτείας), και από το πώς παρεμβάλλει το πλατωνικό παράδειγμα της Πολιτείας, όπου η θεολογία (ο λόγος περί θεών) «δεν είναι η θεολογία», η θεία επιστήμη ή ο έγκυρος λόγος περί των θεών αλλά «ο τρόπος που μιλάει κανείς για τους θεούς μέσα στην πόλι».
Οι αναφορές του Μανάν προϋποθέτουν καλή γνώση των ευρωπαϊκής ιστορίας και της φιλοσοφίας. Οποιος λ.χ. δεν έχει γενική τουλάχιστον γνώση της ρωμαϊκής πολιτείας δυσκολεύεται να κατανοήσει τον Μοντεσκιέ ή να αποκτήσει σφαιρική άποψη για τη Γαλλική Επανάσταση. Ή αν δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία της Μεταρρύθμισης δεν μπορεί να κατανοήσει πώς μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο Κρόμγουελ δημιούργησε ένα μοντέρνο κράτος και κατέστησε την Αγγλία παγκόσμια ναυτική δύναμη – και αυτοκρατορία. Αυτά είναι μόνο δύο από το πλήθος των συμπερασμάτων τα οποία περιέχονται σε αυτό το εξαίρετο βιβλίο.
Τα παραδείγματα εδώ λειτουργούν στο συγκριτικό πεδίο και συγκροτούν την πρισματική του δομή, γι’ αυτό και ο Μανάν κινείται ελεύθερα στον χώρο και στον χρόνο. Το παρελθόν όμως δεν έχει μόνο συγκριτικό αλλά και αναλογικό χαρακτήρα. Οι ομοιότητες και οι διαφορές επομένως συγκροτούν έναν περίπλοκο ιστό που θα μπορούσαμε να τον ορίσουμε με μία λέξη: κοινωνία. Η οποία έτσι καλύπτει τα πάντα.
Δεν απορούμε λοιπόν που μιλάει για «χριστιανικό έθνος». Ή για «αγία Εκκλησία» και «ανθρωπότητα». Η εξάντληση των εθνών μάς έχει οδηγήσει στην κυριαρχία της έννοιας της ανθρωπότητας. Αυτό εν τούτοις, λέει, «δεν έχει πολιτική εμβέλεια, δεν αποτελεί πραγματικό πολιτικό πόρο» αλλά μόνο «ένα λίγο-πολύ πλαίσιο αναφοράς», συμπεραίνοντας στο τέλος πως «η ανθρωπότητα, στο όνομα της οποίας θεσμοθετούμε σήμερα τον κανόνα, ξέρει μόνο να προστατεύει ό,τι υπάρχει και να απαγορεύει ό,τι θα μπορούσε να υπάρξει». Το συμπέρασμα είναι τουλάχιστον απαισιόδοξο – αν όχι δυσοίωνο. Μας επαναφέρει όμως στο μεγάλο αίτημα ή πρόταγμα (όπως προτιμούν οι κοινωνιολόγοι) των ημερών: την επιστροφή στην πολιτική, στην καρδιά της οποίας εξακολουθεί να βρίσκεται εγκαταστημένη η έννοια της πόλεως στις ποικίλες μορφές που έλαβε κατά τη μακραίωνη ιστορία της.
Στη μετάφραση και στην επιμέλεια αυτού του δύσκολου και πυκνού έργου έγινε εξαιρετική δουλειά.


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης "Η δάφνη και το αηδόνι"

 

                    Piero del Pollaiolo (attr.) Apollo and Daphne

Ύμνος εις τον θάνατον του Έλληνος ποιητού
Διονυσίου Κόμητος Σολωμού

Μαύρισε, κύμα τον αφρό,και σεις βουνά το χιόνι.Γιατ’ ήλθε βαρυχειμωνιάκαι δε λαλεί τ’ αηδόνι,5τ’ αηδόνι που τραγούδησεεις του βουνού τη ράχη.Κλάψτε βουνά και βράχοι,τ’ αηδόνι δεν λαλεί…

Και συ, δαφνούλα ελληνική,10φυλλόχλωρη δαφνούλα,εσύ, που τ’ άνθη σου έλουζεςτη νύχτα στη δροσούλα,για να σε βλέπει όμορφηκαι να σε καμαρώνει15πες μου, γιατί τ’ αηδόνιδαφνούλα, δε λαλεί…

Του μύρισεν η άνοιξηπου πλάκων’ αποπέρακαι λαίμαργο θα σὄφυγε20ψηλά μες στον αιθέρα,πρώτο να πάγει να την βρεικαι να την απαντήσει,γλυκά να τη φιλήσει,και να ’λθουνε μαζί.

25Αχ! Πότε νά ’λθ’ η άνοιξη,να ιδείς αν θα γυρίσει!Αχ! Πότε το τριαντάφυλλο,δαφνούλα μου, ν’ ανθίσει,να πας να βρεις τα φύλλα του30να νιώσεις την οσμή του!…Ποιός ξεύρει την πνοή τουμην εύρεις μέσα εκεί;

Αχ! Πότε νά ’λθ’ η άνοιξη,να λιώσουνε τα χιόνια,35να πάψουν τ’ αστραπόβροντα,να ’λθούν τα χελιδόνια,για να τους πεις, δαφνούλα μου,την άσπλαχνή σου μοίρα;Ποιός ξεύρει, μαύρη χήρα,40κι εκείνα τί θα πουν.

Παρηγορήσου, δάφνη μου,γιατί δεν είσαι μόνηπου καρτερείς το φίλο σου,που καρτερείς τ’ αηδόνι.45Να ’ξευρες πόσα κόκαλακαι σπλάχν’ ανδρειωμέναστο μνήμα ξαπλωμέναμε σε το καρτερούν.

Το λάλημά σου τ’ άκουσαν50στην πρώτη παρουσίασαν του πολέμου σάλπιγγα,σαν άλλη τρικυμία,κι ευθύς επάνω στ’ Άγραφαβροντούν αστροπελέκια,55ανάφτουν τα τουφέκια,και λάμπουν τα σπαθιά.

Κι εκεί που πολεμούσανεοι μαύρ’ οι πεθαμένοι,τ’ αηδόνι με το λάλημα60το αίμα τους ζεσταίνει,και σαν εμοιρολόγαε,και σαν ετραγουδούσεη δάφνη πάντ’ ανθούσε,ανθούσε κι η μυρτιά.

65Ο φοβερός του αντίλαλοςστο Μισολόγγι φθάνειτην ώρα που του κλούσανετα μάτια να πεθάνει,την ώρα που ο δεσπότης του70φλόγα, καπνό ντυμένος,ανέβαινε καμένοςστον ουρανό ψηλά.

Ω! τί γλυκό νανάρισμα!Ανήκουστη αρμονία!75Του αηδονιού το λάλημαγια κείνα τα θηρία,σαν εψυχομαχούσανεκι απλώνανε το σώμαστα αίματα, στο χώμα80να κοιμηθούν βαθιά.

Επέρασε το λάλημαλόγγους, βουνά, λιβάδια,και το νεράκι, πὄτρεχεκρυφά μες στα λαγκάδια,85χαρούμενο σαν τ’ άκουσεμες στον αφρό το παίρνεικαι τρέχοντας το φέρνειστο κύμα του γιαλού.

Κι ευθύς το κύμα φούσκωσε,90εμάνιωσε, θεριεύει,βλέπει τη γη ελεύθερηκαι βράζει και ζηλεύει.Βογκάει και ανδρειεύεται,αφρίζει, μεγαλώνει95και την κορφή ψηλώνεισαν την κορφή βουνού.

Αχ! Τότε πόσα βλέμματα,π’ αστράφταν σαν αστέρια,εκοίταξαν τη θάλασσα!100Και πόσα, πόσα χέρια,σα να ’ταν από μάρμαροβαριά κι ανδρειωμέναεδείχναν τεντωμένατο κύμα στο γιαλό!

105Γιατί κρυφός χτυπόκαρδοςτους είπε πως θα ιδούνεμια μέρα ν’ ανεμίζουνε,στ’ αγέρι να πετούνε,φλάμπουρα γαλανόλευκα,110σαν κύματ’ αφρισμέναπερήφαν’ απλωμένασε πέλαγο εθνικό.

Ωστόσο πάντα η θάλασσαγρούζει, βογκά, μουγκρίζει,115πάντα σπαράζει, δέρνεται,βράχους, βουνά κλονίζει…Κρύψου βαθιά στα σύγνεφακαι μη φανείς, φεγγάρι,δε βλέπεις τον Κανάρη120που στη βοή ξυπνά;

Εξύπνησε σα βάρυπνος,πετιέτ’ από το μνήμακαι τρέχει κι αγκαλιάζεταιμε τ’ άγριο το κύμα,125και δένουνε αχώριστηκαι τρομερή φιλίαδυο άσπονδα στοιχεία,το κύμα κι η φωτιά.

Και σαν ανταμωθήκανε130κι εβγήκαν ν’ αρμενίσουν,πλακώνει μαύρος θάνατοςεκείνους π’ απαντήσουν.Είναι πλατύ κι ευρύχωροτο μνήμα της θαλάσσης…135Κανάρη, μη δειλιάσεις,θυμήσου τα Ψαρά.

Γιατί, γιατί δεν ήμουνατου κεραυνού σου αχτίδα,γιατί κι εγώ της θάλασσας140δεν ήμουν μια ρανίδα,νά ’λθω μ’ εσένα συντροφιάΚανάρη κειο το βράδυ,σαν άνοιξες τον Άδηκι έφαγες την Τουρκιά,

145για να σου λέγω πάντοτε:Κανάρη, μη δειλιάζειςνα καις, να πνίγεις, να χαλάς,τους άπιστους να σφάζεις,κι ανάμεσα στα γαίματα150ν’ ανάφτω την οργή σουφωνάζοντας, «θυμήσουτα λόγια τ’ αηδονιού;»

Τα λόγια που σου ελάλησεγλυκά στο περιβόλι,155τότε σαν ήλθε σκούζονταςτο έρμο από την Πόλη,και σου ’πε πως απάντησεάγιο κορμί πνιμένοστην άκρη πεταμένο160του έρημου γιαλού·

και σου ’πε πως εσίμωσεγια να το ψηλαφήσει,και βλέπει… κι ανατρίχιασε…και πέφτει να φιλήσει·165κι εκεί που επλησίασεστο μάρτυρα τα χείλη,σχοινί για πετραχήλιτου βλέπει στο λαιμό.

Και τόσο άσπλαχν’ η θηλιά170τον Πατριάρχη σφίγγει,τόσο τού χώνεψε βαθιά,πὄκοψε το λαρύγγι,κι άνοιξε στόμα δεύτερο,που μέρα νύχτα κράζει175και πάντα σάς φωνάζει:«Εκδίκηση ζητώ».

Το φοβερό το μήνυμασαν έφερε τ’ αηδόνι,τραβιέτ’ επάνω στα βουνά180και τα φτερά διπλώνει *κι αναγαλλιάζει βλέπονταςτη δάφνη του ν’ ανθίζεικι άνοιξη να μυρίζειστα μαύρα τα ορφανά.

185Τριάντα χρόνοι επέρασανσα να ’τανε μια μέρα!Και πάντα παραμόνευεκι ερώτα τον αγέρα,που φύσαγε απ’ τον Όλυμπο,190τί μήνυμα του φέρεικι αν έλαμψε τ’ αστέριστου Πίνδου τα βουνά.

Ω! τί χαρά που το ’πιασετο έρημο τ’ αηδόνι!195Αμέσως αναφτέρωσε,πετά και ξανανιώνει,σαν έμαθε, σαν άκουσεψηλά στη Θεσσαλίαν’ ανοίγει τα μνημεία200του Πέτρου το σπαθί.

Θυμήθηκε τα νιότα του,την πρώτη τη λαλιά του,κι αρχίνησε το λάλημακρυφά στην ερημιά του…205Δαφνούλα μου, τί σὄμελλε·εκείνα του τα λόγιανα γένουν μοιρολόγιακι η έσχατη πνοή. *

Τώρα τα κρύα κόκαλα210ποιός θά ’λθει να τα κράξει;Ποιός άγγελος ανάστασηθα ’λθεί να τους φωνάξει,και ποιό πουλί θα να ’ρχεταιχαρούμενο το βράδυ215ελπίδες μες στον Άδηνα φέρνει και χαρά;

Ας σφραγισθούν τα μνήματακαι πάλ’ ας χορταριάσουν,οι πεθαμένοι ας απλωθούν,220στο μνήμ’ ας ησυχάσουν.Ποιός ξεύρει πόσες άνοιξεςθα να διαβούν και χρόνοιπου δε θα ιδούν τ’ αηδόνικαι την πρωτομαγιά!

[1857;]
[Σημείωση του ποιητή] Ο ύμνος αυτός αυτοσχεδιάσθη τη 16η Φεβρουαρίου του 1857 έτους, ημέρα καθ’ ήν και ο ποιητής παρέδωκε το πνεύμα. Περί τούτου δύνανται να μαρτυρήσωσι πολλοί των φίλων μου. Ανεβλήθη δε η δημοσίευσις αυτού μέχριν σήμερον, ίνα ως άλλος επιτύμβιος λίθος σφραγίση τα Μνημόσυνά μου. *