Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ "ΜΟΡΑ"





ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Τα παλιά σπίτια
κρατάνε μέσα τους κάτι
από το βάρος των ανθρώπων.
Πάνω στους τοίχους λίγη υγρασία
από τα ξεχασμένα λόγια τους.
Ανάμεσα στις χαραμάδες
τη σκόνη από τον πρώτο έρωτά τους.
Ένα κομμάτι ύφασμα από παλιές ανομολόγητες πράξεις.
Γι’ αυτό και τρίζουν τα πατώματα.
Γι’ αυτό τις νύχτες ακούγονται
βήματα από το ταβάνι,
σαν κάποιος να δυσκολεύεται
να κοιμηθεί
να δυσκολεύεται να πάρει ανάσα μέσα
στο σκοτάδι,
και τ’ ανοιξιάτικα απογεύματα
βγαίνει σφοδρή απ’ το σπασμένο παράθυρο
η φωνή του νοικοκύρη:
Α γυναίκα,
πάλι πικρό τον έψησες.
Πάλι δεν βρίσκω πουκάμισο καθαρό
κι αργήσαμε.
Θα ‘χει τελειώσει ο εσπερινός.
Θ’ αγριοκοιτάζει πάλι ο παππάς.
Στο καφενείο πια τη θέση μου
άλλος την έχει πάρει. 



Μόρα: Σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες, δαιμονικό πνεύμα με τη μορφή γυναίκας, που εμφανίζεται στον ύπνο και κάθεται πάνω στο στήθος του κοιμισμένου, κρατώντας τον ακίνητο, με σκοπό να του κλέψει την ανάσα. Όσοι αρνούνται τις μεταφυσικές ερμηνείες ονομάζουν το φαινόμενο υπνική παράλυση.

Μόρα, γυναίκα ή όνειρο: Μία ποιητική μυθιστορία του Δημήτρη Πέτρου για τρεις φωνές. Ένα βιβλίο για την απουσία, την απώλεια, το θάνατο, αλλά και για εκείνη την πρώτη ανάσα μετά. Με την ιστορία, την παράδοση και την όμορφη κόρη, να ντύνονται τη νύχτα του ποιητή.

Ο Δημήτρης Πέτρου γεννήθηκε το 1970 στη Δράμα όπου και ζει. Η ποιητική συλλογή "Α΄ Παθολογική" αποτέλεσε την πρώτη του εκδοτική παρουσία.


(2018)Μόρα, Μικρή Άρκτος
(2016)Χωματουργικά, Μικρή Άρκτος
(2013)Α' Παθολογική, Μικρή Άρκτος

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

"Η Τρελή Μάνα" Διονύσιος Σολωμός



Η τρελή μάνα
[ή]
Το κοιμητήριο

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

[19]


1
Τώρα που η ξάστερηνύχτα μονάχουςμας ηύρε απάντεχα,και εκεί στους βράχους5σχίζεται η θάλασσασιγαλινά.
2
Τώρα που ανοίγεταικάθε καρδίαστη λύπη, ακούσετε10μίαν ιστορία,που την αισθάνονταιτα σωθικά.
3
Σε κοιμητήριοείναι στημένα15δύο κυπαρίσσιααδελφωμέναπου πρασινίζουνεμες στους σταυρούς.
4
Όταν μεσάνυχτα20καταβουίζουνοι ανέμοι, αν τα ’βλεπεςπώς κυματίζουν,έλεες πως κράζουνετους ζωντανούς.
5
25Δύο αδέλφια δύστυχακοιμούνται κάτουτον ανεξύπνητονύπνον θανάτου,κι έχασε η μάνα τους30τα λογικά.
6
Τα μαύρα! επαίζανεεκεί όπου στέκειο πύργος, κι έπεσετ’ αστροπελέκι,35κι άψυχα τ’ άφησετα θλιβερά.
7
Ροδοστεφάνωτα,ασπροεντυμένα,τα κατεβάσανε40αγκαλιασμέναμέσα εις την ύστερηαλησμονιά.
8
Δεν άκουες βάβισμαχαμένου σκύλου·45πουλιού δεν άκουεςλάλημα, ή χείλου,ή κλωνοφλίφλισμανα πνέει τερπνά.
9
Νερομουρμούρισμα50οπού αναβρύζεικαι τσ’ επιτύμβιεςπέτρες δροσίζειμόλις αντίσκοβετη σιγαλιά.
10
55Θανής δεν έμνεσκανάλλα σημείαπάρεξ του λίβανουη μυρωδίαοπού εχυνότουνε60στην ερημιά.
(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας) *
11
Στέκει, μυρίζεταιεις τον αέρα,και συλλογίζεται—μαύρη μητέρα!—65σαν κάτι να ’θελενα θυμηθεί.
12
Στον τοίχο σύρριζασκύφτει, κοιτάει,γλυκολυπούμενη70χαμογελάεικατά τα εντάφιαχόρτα πικρά.
13
Κατά τα σύγνεφα,κατά τ’ αστέρια,75τρεμομανιάζονταςρίχτει τα χέρια,και κλαίει και ρυάζεταιτρομαχτικά.
14
Της πέφτουν έπειτα80και ληθαργίζει,και πάλε αρχίναενα τριγυρίζειτο περιτείχισμαπασπατευτά.
15
85Γύριζε, γύριζε,τέλος εμπαίνειστο σημαντρήριοκαι τ’ ανεβαίνειτα ίχνη αλλάζοντας90σπουδαχτικά.
16
Ήτον στην άλαλητη μοναξίαστρογγυλοφέγγαρηφωτοχυσία,95σαν τη λαμπρόπλαστηπρωτονυχτιά·
17
όμως η δύστυχη,ξεφρενωμένη,κοιτάζει ολόγυρα100τετρομασμένη,πράχνει τα σήμαντρα,κράζει σφιχτά.
18
«Γλήγορα ας φύγουνεαπ’ τα λαγκάδια105κεια τα φριχτόταταπυκνά σκοτάδια·αχ! με πλακώνουνεμες στην καρδιά.
19
»Γλήγορα ας φύγουνε,110δεν τα πομένω,μοιάζουνε, μοιάζουνεμε το σχισμένορούχο που σκέπασετα δύο παιδιά.»
20
115Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανε120φριχτά φριχτά.
21
«Από την έρημηΑναφωνήτρα,που ’ναι εις τους δύστυχουςπαρηγορήτρα,125είχαν δυο ξέμετρατα δυο παιδιά·
22
»τα ’χω στον κόρφο μουκαι τα φυλάω·με αυτά τα ξέμετρα130θε να μετράωτα δυο τους μνήματακαθημερνά.»
23
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,135γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά, φριχτά.
24
«Βραχνό το ψάλσιμο·140τα κεριά αχνίζουν·του νεκροκρέβατουτα ξύλα τρίζουν·αργά τα σήμαντρακαι τρομερά.
25
145«Ναι, ναι, απεθάνανε·μέσα στο σκότοτα κατεβάσανε—ακούω τον κρότο—τα κατεβάσανε150βαθιά, βαθιά.»
26
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίαςγκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίας155αποκρινόντανεφριχτά φριχτά.
27
«Γιατί τινάζετεπάνω τους χώματα;Μη, μη σκεπάζετε160τα μικρά σώματαπου αποκοιμήθηκανγλυκά, γλυκά.
28
»Αύριο θα κόψουμεκάτι λουλούδια,165αύριο θα ψάλουμεκάτι τραγούδιαεις την πολύανθηΠρωτομαγιά.»
29
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα170της εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά φριχτά·
30
175γκλαν γκλαν παράδερνεμε τα γλωσσίδια,κι εματαρχίναε,κι έλεε τα ίδια,ώς οπού εβράχνιασε180θανατερά.
* * *
31
Νά, που δροσόβοληαύρα ξυπνάει,και ψιθυρίζονταςμοσχοβολάει185από τα αρώματατα αυγερινά·
32
στα φύλλα επέρναεκαι της καρδίας,σαν τα κινήματα190της φαντασίας,που ζωγραφίζουνετην ευτυχιά·
33
εκείν’ η δύστυχητραβάει την άχνα,195βαθιά τα αισθάνθηκεμέσα στα σπλάχνααχ! κι εκατέβηκεστην ερημιά.
* * *
34
Με λύπη εγκάρδια200εθεωρούσεόλα τα μνήματακαι τα μετρούσεμε τ’ αργό κίνηματης κεφαλής.
* * *
___
στ. 29-30
κι έμεινε η μάνα τους
στη συφορά.
στ. 36
ελεεινά.

στροφή 7
Κατόπι αυτής της στροφής ευρίσκεται σβημένη η εξής:*
Σιωπή τα σήμαντρα
οπού τα κλάψαν,
σιωπή τα σύνεργα
οπού τα θάψαν,
σιωπή τα ψάλματα
τα λυπηρά.

στροφή 14
Νά μπει, αλλά μάταια—
πισθοδρομίζει,
και παίρνει απέξωθε,
και τριγυρίζει
το περιτείχισμα
πασπατευτά.

στροφή 17
στ. 97-98
Και αυτή από λύπηση
Τετυφλωμένη

στροφή 24
Βραχνό το ψάλσιμο
του καλογήρου,
αχνά τα εντάφια
κεριά τριγύρου·
αργά τα σήμαντρα
και τρομερά.


Διονύσιος Σολωμός "Το όνειρο"

Το όνειρο

Εις την ώρα που σκιασμένοςκαι παράξενα ντυμένοςβγαίν’ ο κλέφτης για να κλέψεικι ο φονιάς για να φονέψει —5σ’ άλλους τόπους εννοώκλεψιές, φόνους, κι όχι εδώ —είδα έν’ όνειρο μουρλό,και θα το διηγηθώ.
Μες στο νου μου η ψεσινή,10η περίφημη θανή,μίαν εντύπωση είχε αφήσει,π’ ο καιρός δε θα τη σβήσει·και στον ύπν’ ο λογισμός μουτην ξανάφερεν ομπρός μου.15Στ’ όνειρό μου αγρίκαα πάλιτον παπά Τσετσέ να ψάλλει,με την τάξη τσ’ Εκκλησίας·όμως έκαν’, εξαιτίαςτ’ όνειρού μου του μουρλού,20τη φωνή του κουνουπιού.—Πλήθος έβλεπα λαμπάδεςκαι καπίτολα· * οι παπάδες,τα φελόνια φορεμένα,ποιος καινούρια, ποιος σχισμένα,25σοβαρά περιπατώντας,τη λιρόνα * μελετώντας,ξαστοχούν τον πεθαμένοκι έχουν το κερί σβημένο.Έκαναν φωνές και γέλια30τα παιδιά με τα βατσέλια· *κι ο καπνός του μοσχολίβανουαπό τα λιβανιστήριαέμπαινε στα παρεθύρια.Πολλοί ανθρώποι ακολουθούσαν35και περίλυπα ετηρούσαν,γέρνοντας τες κεφαλές τουςκαι μιλώντας για δουλειές τους.Αλλά στα καμπαναρίαδεν είν’ τέτοια αδιαφορία·40Οι καμπάνες πλερωμένεςέκαναν σαν βουρλισμένες.Κι αφού είδα, ένα προς ένα,ούλα εκειά που ’χα ιδωμένα,τρέχει τ’ όνειρο και μπαίνει45μέσα στη Φανερωμένη.
Ήτανε στην εκκλησίαλίγο φως και πολλή ερμία·και κοντά στο ξυλοκρέβατοξάφνου αγρίκησα να βγει50ένα σκούξιμο μακρύ.Ότι ελόγιασα πως θα ’ναιαπό τόσους ένας κάνεπου ελυπήθηκε και σκούζει…νά σου ο ίσκιος του Κουτούζη!55Καθώς πάντα εσυνηθούσε,όμορφα ρούχα φορούσε,κι έδειχνε καμαρωτάτο καπέλο του στραβά.Εις το πονηρό του χείλο,60πὄσκιαζεν οχθρό και φίλο,έβλεπα με θαυμασμόπου ’χε ακόμα το πικρό,το συνηθισμένο γέλιο,ξαστοχώντας το Βαγγέλιο·65ετριγύρισε κομμάτιεις του Χάρου το κρεβάτι·αλλά βλέποντας εκείτο καπέλο, το σπαθί,που ’ν’ σημεία της αρχοντιάς,70εσταμάτησ’ ο παπάς·και καλά κοιτάζοντάς τακι όμορφα σηκώνοντάς ταεις την κάσα τα χτυπάεικαι τ’ ακόλουθ’ αρχινάει75το κορμί του συχνοσειώνταςκαι τα λόγια αργοπορώντας:
— «Καλά κάμαν και σ’ τα βάλανεεδώ πάνου, όταν σ’ εβγάλανε!Μά το ναις, οπού σου πρέπει,80εις την ύστερή σου σκέπη,μπρος στον κόσμο να κρατείςτα σημάδια της τιμής!Μ’ αυτά τα ίδια εγώ σε είδαπου κυρίευες την πατρίδα·85το θυμούμαι (οϊμένανε!)…Επειδή δε μ’ απομένανε,εκαθόμουνα ο φτωχόςεις τη γάτα μου ομπρός,κάνοντάς της χάιδια χίλια,90και σαν ν’ άκουε της εμίλεια:Μωρή γάτα, τί σου φαίνουνταιτέτοια πράματα; Απομένουνται;Να ’ν’ ο Γιάννης εις το σπίτι,με τον άλλο ξεκληρίτη, *95στην καθίγλα * να προσμένουνούλους τσ’ άρχοντες που μπαίνουνκαι ξανοίγουν, ενώ σκύφτουνεμε τα ταπεινά κεφάλια,πλεζονιές * και κατρογυάλια; *100Νιάι μου, να σε χαρώ,έχω πίκρα και καημόνα τους βλέπω τσου καημένουςκυριακάτικα ντυμένουςστες καθίγλες * να καθίζουν105και τα ρούχα τους να χρίζουν!—Τέτοια τση ’λεγα· αλλά τώρα,οπού σ’ εύρηκε η κακηώρα, *πες, ποιά στόματα σ’ εκράξανκαι ποιά στήθη αναστενάξαν;110Α δε σ’ έκλαψαν, εγώσαν παπάς τσου συχωρώ.Ω! φωνάξετε, Καιροί,που τον είδατε κριτή,τί καλό ’χει γεναμένο,115κι ευθύς φεύγω και σωπαίνω!»— Έτσι λέοντας μεγαλώνειτη φωνή του και θυμώνει:«Μα καλό ’ναι πλούσιος να ’σαι,και ποτέ να μη θυμάσαι120πως στους δρόμους αϊλογάνεκάποιοι μαύροι που πεινάνε;Όταν έπλασαν τα χέρια,που σκορπίσανε τ’ αστέρια,του θνητού τα σωθικά,125(και τα πλάσανε καλά),πρώτ’ απ’ όλα τ’ άλλα πάθιατσου έχουν βάλει τη Συμπάθεια·και την έδιωξες εσύ,σαν τη χήρα τη φτωχή,130απ’ τη νιότη σου την πρώτη,για να βάλεις τη Σκληρότη·αυτή σὄλεε να ζητάςτο ψωμί της φτωχουλιάς,και το διάφορο να θες135τρεις και τέσσερες φορές.Κι ο φτωχός, αποριμένος,σ’ εσέ ’ρχότουν τρομασμένος,για να πει με το θλιμμένοχείλο: Το ’χω πλερωμένο!140Και στα πόδια σου να ρίξεικλάψες μύριες, και να δείξειτ’ αχαμνά τα γερατειά του,τη γυναίκα, τα παιδιά του,και του ρούχου τα ξεσκλίδια·145και του αμόλαες κερατίδια! *Κι έτσι δα, με τέτοιους φόνους,για σαράντα πέντε χρόνους,παντελώς δεν είναι θάμα,μήτε αλλόκοτο το πράμα,150αν εσύφθασες να κρύψεις,απ’ τους φόβους για να λείψεις,το σωρό του χρυσαφιού σουκαι στες τράβες * του σπιτιού σου.Μα της φτώχειας η κατάρα,155δυστυχότατη τρομάρα,θα πλακώσει την ψυχή σουσαν η πλάκα το κορμί σου.Κοίτα αν είν’ Δικαιοσύνηεκεί πάνου, για να κρίνει!160Δεν ηθέλησε ν’ αφήσειτο κορμί σου να ψοφήσειεισέ δρόμο ή σε καλύβα,μα στην κάμαρη του Σκλίβα!Εκεί σὄμενε να φθάσεις,165και το λογικό να χάσεις,—το παλιό το σπίτι αφήνοντας,εις τ’ οποίο κάποιος εμπήκε,που πουλιό του δεν εβγήκε.(Σκάψε, Ρώμα, για να ιδείς170μη τα κόκαλά του βρεις).—Εκεί, ενώ σ’ αυτό το σπίτιεκοπίαζες με τη μύτη,κάνοντας σαν τα παιδάκια,όταν φκιάνουν φουσουνάκια,175σου σηκώναν κάποιοι τσάφοι *το κλεμμένο το χρυσάφι·εκεί εστέκαν, ενώ σὄβγαινετου θανάτου ο γογγυσμός,τον αγρίκουναν, κι ετρέμανε180μη δεν ήτανε ο στερνός.Κάνε εμπόρειες απ’ το βιο σου,έπειτ’ απ’ το θάνατό σουκαι της φτωχουλιάς ν’ αφήσειςκαι τα στόματα να κλείσεις.185Αλλά ο Διάολος εφάνηκεστο πλευρό σου αδερφικάτα, *όταν έγραφες τη διάτα·και το χέρι σου τηρώνταςκαι σκληρά χαμογελώντας,190ετραγούδουνε: Ω φτωχοί,που γυρεύετε ψωμί,κάθε λύπη τώρα αφήστεκαι σε λίγο θα πλουτίστε·γραικοί σκλάβοι, ακαρτερείτε·195γιατ’ ευθύς θα λυτρωθείτε·τες καδίνες * θα πετάξτε,εις τη Ζάκυνθο ν’ αράξτε,εις το μνήμα του να ορμήστεκαι την πλάκα να φιλήστε.—200Κι έτσι μ’ όλο σου τ’ ασήμιμνέσκεις άκλαφτο ψοφίμι·όπως έζησες πεθαίνειςκι εκεί μέσα ο ίδιος μένεις,με ξεμυτερά * τα νύχια205μαθημένα στα προστύχια· *θέλω να σε ιδώ, σκυλί!
Κι έτσι λέοντας, το σπαθί,το καπέλο, του πετάει,και στην κάσα ευθύς χουμάει·210ο παπάς εκεί γειρμένοςκαι στα χείλα του αφρισμένοςπολεμάει να την ανοίξει·κι ότι αρχίνησε να τρίξει,εγώ πὄλεα μην ορμήσει215και το λείψανο χτυπήσει,τρέχω γλήγορα κοντάγια να πω: Μωρέ παπά!είναι ο μαύρος πεθαμένος!Αλλά εξύπνησα ιδρωμένος.
___

Οι στίχοι 21-28 βρίσκονται μετά τους στίχους 29-33 και οι στίχοι 116-117 μετά τον στ. 113 στο χφ. Μάργαρη, από το οποίο προέρχονται και οι παρακάτω παραλλαγές που σημειώνονται στην έκδοση του Λ. Πολίτη.

στ. 6
Για τους φόνους

στ. 34
λίγοι ανθρώποι

στ. 62
να ’χει ακόμα το πικρό

στ. 103-140
κυριακάτικα αλλαμένους
μες στσι λέρες * να καθίζουν

στ. 117
τη φωνή του και σιμώνει

στ. 136
κι ο φτωχός ο αποριμένος

στ. 164
Εκεί σὄμελλε

στ. 176
το κλεμμένο σου χρυσάφι

στ. 201
άκλαφτο έμεινες ψοφίμι

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ "ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ"



Επανεκκίνηση



Μέσα στο μυαλό μας
μαζεύονται κάθε μέρα σκουπίδια
οι καθημερινές συναναστροφές
οι ατέλειωτες συναλλαγές
οι ειδήσεις που δεν είναι ειδήσεις
καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος
του νου μας και της ψυχής
συσσωρεύουν πραγματική κόπρο
του Αυγείου
και δεν μένει χώρος
για το καλό
για την ευαισθησία
για τη λεπτότητα
θα πρέπει το βράδυ κάθε μέρας
να κάνουμε επανεκκίνηση
σαν υπολογιστές
για να χωρέσει
λίγη αγάπη
που με ένα λουλούδι
κι ένα ποτήρι κρασί
θα μας θυμίζει
ότι είμαστε άνθρωποι.