Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Νίκος Καρούζος "Διάλογος πρῶτος"

φωτο: Richard Tuschman

Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σῴζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.
Νίκος Καρούζος


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

"ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ" του ΈΚΤΟΡΑ ΠΑΝΤΑΖΗ

                 
 Malgorzata Chodakowska
                                                                  
                                                                                                                                       
       φίλημα

πολύ

ψιθυριστό πολύ φιλί

φιλί στο στόμα φιλί στο σώμα

φιλιά κι ανάσες

του χαδιού το ξύπνημα


κοριτσιού ερύθημα

η ρώγα ψάχνει χείλη
και δάχτυλα

τρυφερή ντροπαλή
κρύβεται σαν κορίτσι

δεν καίγεται ,αγνοεί τις λαγνείες
θέλγεται

σαν ρόδο στη σκιά
αβρό ρόδο

διαιτάται ία και φόρβες

μελιχρά κάλλη
ριγώντα σιγώντα


βγαίνει μυστικά στην αυλή της ίριδας  
των ρεβιθανθών,κανελόριζα

ο έρωτας τί είναι
αναρωτιέται

δεν ξέρει ,έχει ακούσει

πώς λαχταρούν οι φίλες της
που τις έχει αρπάξει
τους πήρε τα μυαλά

όπως βοριάς στα βουνά

που αναμαλλιάζει τις βελανιδιές
και σκορπά τα φύλλα τους
ανατριχιάζουν τα κορίτσια
τέρας φριχτό κάτω απ το δέρμα έρπει
ο έρως
δρέπει ηδονές
ποθείω και μάομαι


 βογγά
ποθεί

έρως της έλυσε τα μέλη

ηδυμελής
δονεί
.

στη σχισμή του σύκου
κόμπος μέλι

αθέριστο
κι εσύ αθέρας

σε μια ξέρα σ έχω παρασύρει
ριγάς

δίπλα στων ποντίων κυμάτων το ανήριθμο γέλασμα
σμήνος ωκεανίδων κυκλώνουν το μέτωπό σου

 παιχνίδι είναι όπως το παιγχνίδι του κόσμου



η αισθητική παρακίνησε τον υψηλό δημιουργό

δίκη και τίση αλλήλοις
διδόναι

κατά το χρεών

αυτό δε, γίνεται αμάχανον γλυκύπικρον όρπετον


ακαταμάχητο τέρας γλυκό και πικρό


Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Λορέντζος Μαβίλης, ένας από τους τελευταίους ιππότες

Ο τελευταίος λυρικός ποιητής της επτανησιακής σχολής αγαπούσε τη συντροφιά των γυναικών, μονομαχούσε με τους ανταγωνιστές του και λάτρευε τη μπύρα. Ωστόσο, είχε φοβία με τις εξετάσεις αν και ήταν ιδιαίτερα ευφυής και μελετηρός.
Ο ελληνοϊσπανός αριστοκράτης ποιητής Λορέντζος Μαβίλης ήταν ανιψιός του κυβερνήτη Καποδίστρια, και του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, φίλος του λογοτέχνη και μεταφραστή Κωνσταντίνου Θεοτοκά με τον οποίο μετέφρασαν μέρος του ινδικού έπους Μαχαμπχαράτα. Ήταν επίσης μέλος της κερκυραϊκής σχολής με κορυφαία προσωπικότητα τον Ιάκωβο Πολυλά, μαθητή και εκδότη του Διονυσίου Σολωμού, τον ποιητή Γεράσιμο Μαρκορά, τον μεταφραστή των ιταλικών ποιημάτων του Σολωμού Γεώργιο Καλοσγούρο, τον σατιρικό συγγραφέα Μελισσηνό και τον Νίκο Κογεβίνα, επιστήθιο φίλο του.
Ο ποιητής υπήρξε αυτό που ονομάζουμε σήμερα αιώνιος φοιτητής καθώς παράτεινε τις σπουδές του στη Γερμανία επί 12 χρόνια. Πήρε τελικά το διδακτορικό του το 1890 με θέμα δύο χειρόγραφα του βυζαντινού χρονογράφου Ιωάννη Σκυλίτζη.
Μιλούσε πέντε γλώσσες. Η γλώσσα που μιλούσε με τη μητέρα του ήταν η αγγλική καθώς είχε υπηκοότητα της Ιονίου πολιτείας που τότε ήταν προτεκτοράτο της Αγγλίας. Το 1910-11 εξελέγη βουλευτής με τον Βενιζέλο. Συμμετείχε εθελοντικά στις απελευθερωτικές προσπάθειες του έθνους. Συγκεκριμένα στην επανάσταση της Κρήτης το 1896, το 1897 στον ελληνοτουρκικό πόλεμο στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε, και το 1912 πάλι στην Ήπειρο. Βρήκε ηρωικό θάνατο στη μάχη του Δρίσκου το 1912.
Ο Μαβίλης δεν ασχολήθηκε με τη συγγραφή ή τη διδασκαλία. Η ζωή του ήταν «άπραγη» όπως ο ίδιος τη χαρακτήριζε, εκτός από διαβάσματα, μεταφράσεις και σκάκι, του οποίου ήταν άριστος παίκτης. Είναι άξιο απορίας για τους μελετητές του Μαβίλη πώς μπορούσε να αναφέρεται και να γράφει για την «πίκρα της ζωής». Ίσως θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε στον Φρόυντ και τον ενορμητικό χαρακτήρα της τέχνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του αισθήματος της πίκρας είναι το ποίημα Λήθη
Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο* ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι!

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος* το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι*,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι*,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί* να λησμονήσουν.

Ο ποιητής υπεράσπισε τη δημοτική γλώσσα, γνωστή είναι η  περίφημη ομιλία του στη Βουλή για το γλωσσικό ζήτημα. Πολέμησε φορώντας τον κόκκινο χιτώνα των Γκαριμπάλντι, στη μάχη του Δρίσκου στην Ήπειρο, και βρήκε όμοιο θάνατο με τον ομηρικό Πάνδαρο, όπως γράφει ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης στο άρθρο του στο Βήμα13/10/2002 (Ιλιάδα Ε 290 κκ) «όπου το βέλος που κατευθύνει η Αθηνά στη μύτη του ήρωα, δίπλα στο μάτι, του τρύπησε τα δόντια και του έκοψε τη γλώσσα. Όμοια την ώρα της μάχης μια σφαίρα διαπερνά τα μάγουλα του σονετογράφου Λορέντζου Μαβίλη και του σπάει τα δόντια. Ένα τολμηρό και συνάμα γλυκό στόμα έτσι μόνο μπορεί να σταματά: με μια σφαίρα να του σμπαραλιάζει τα δόντια και να του κόβει τη γλώσσα στη μέση».
Ο τελευταίος ιππότης επαναστάτης, που λέγεται πως διατηρούσε ρομαντική σχέση με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου).  Μπορούμε να εικάσουμε ότι γνώριζε τον Κάλβο, καρμπονάρο, και τον λόρδο Μπάυρον με τους οποίους του συνδέουν τα ίδια ιδανικά. Η πατρίδα και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος είναι στενά συνδεδεμένα και άνθησαν κάτω από το ρεύμα του ρομαντισμού που είχε και επαναστατικές προεκτάσεις. Οι τελευταίες αναφορές αξίζουν περαιτέρω διερεύνηση και ίσως έτσι φτάσουμε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ποίηση στα Επτάνησα.
  Νότα Χρυσίνα

Κλείτος Κύρου – “Η απέναντι όχθη” και ακόμα έξι ποιήματα

Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και σεμνότερες «φωνές» της ελληνικής ποίησης. Ο Κλείτος Κύρου γεννήθηκε στις 13 του Αυγούστου 1921 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Απρίλη 2006.
Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και σεμνότερες «φωνές» της ελληνικής ποίησης. Ο Κλείτος Κύρου γεννήθηκε στις 13 του Αυγούστου 1921 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Απρίλη 2006.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε σε τράπεζα, αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Στα φοιτητικά του χρόνια, στην κατοχή, ανέπτυξε δράση στο ΕΑΜ και ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του ΕΑΜίτικου περιοδικού των φοιτητών του ΑΠΘ «Ξεκίνημα». Και μετά τον πόλεμο μετείχε ενεργά στους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες.

Για τις μεταφράσεις του στο θεατρικό έργο του Μάρλοου «Δόκτωρ Φάουστους» (1992) και στο δράμα του Σέλεϊ «Οι Τσέντσοι» (1994), ο Κλείτος Κύρου τιμήθηκε με το βραβείο της Ελληνικής Εταιρίας Μεταφραστών. Το 1988 του απονεμήθηκε το Β΄ Κρατικό Βραβείο για τη συλλογή του «Τα πουλιά και η αφύπνιση», αλλά δεν το δέχτηκε, και το 2005 με το Μεγάλο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.Στα Γράμματα εμφανίστηκε αρχικά με μεταφράσεις Άγγλων (κυρίως) ποιητών και δημοσιεύοντας δικά του ποιήματα σε περιοδικά της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Αναζήτηση, Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής» (1949) είναι εμπνευσμένη από μνήμες, αγώνες και πρόσωπα της κατοχής. Η συλλογή που τον καταξίωσε ήταν οι «Κραυγές της νύχτας». Εκτός από την ποίηση, ασχολήθηκε με τη μετάφραση, το θέατρο (διετέλεσε και Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος), την κριτική κινηματογράφου και την καλλιτεχνική φωτογραφία. Η ποιητική δουλειά του αριθμεί 13 συλλογές και αρκετές μεταφράσεις θεατρικών και ποιητικών έργων.

Από το βιβλίο «εν όλω ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943-1997» (εκδ.  Άγρα 2006 – α’ ανατύπωση), που συγκεντρώνει όλη την ποιητική παραγωγή του Κλείτου Κύρου από το 1943 ως το 1997, αντιγράφουμε τα ποιήματα που ακολουθούν.
***

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Απόψε βασανίστηκαν και πάλι οι αρχαίες μνήμεςΑπόψε εξαντλήθηκαν οι τελευταίες αναμονέςΗ νύχτα καταθλιπτικά γέρνει επάνω στις ψυχές μαςΚι εμείς του κάκου ψάχνουμε μιαν ήλιου αναλαμπήΜονάχοι ολομόναχοι στα ρίγη του χειμώναΖητούμε λίγη ζεστασιά σε σκορπισμένες στάχτεςΧάσαμε καθρεφτίσματα σε λαμπερά φευγάτα μάτιαΨάχνουμε είδωλα νεκρά σε λίμνες που έχουν στερέψειΌλα μάς άφησαν γοργά – τα πεύκα οι αμμουδιέςΤου ανέμου τα σφυρίγματα τα χάδια οι επάλξεις
Κι όμως το ξέρουμε καλά προτού ξημερώσειΘα ξαναγεννηθούν οι αναμονές οι ελπίδες θα πληθαίνουν

ΕΙΣΒΟΛΗ
Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδεςΑπό τα δυτικά προάστια της πολιτείαςΓυναίκες με μπόγους στους ώμουςΑστοί φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμοΤα βαπόρια σφυρίζαν  με απόγνωσηΟι επιβάτες συνωθούνταν χλομοί και αμφίβολοιΤο λιμάνι καίγονταν σαν δέντρο ΧριστουγέννωνΑλλόφρονες δρόμοιΑνοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτηΤο βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχίαΣυναχτήκαμε σε σπίτια συγγενικάΚι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουνΤα ξάρτια της νύχταςΠλαγιάσαμε κατόπι σ’ ένα πέτρινο μεταίχμιοΠληγώσαμε τη σκέψηΚάναμε υποθέσειςΜπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριάΑλήθεια πώς θα ξημερωνόμαστανΚανένας δε φαντάστηκεΚανένας δε μάντεψεΚανένας
Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώμα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιο στο χώμαΤο γέλιο στέγνωσεΤ’ αστέρια σκούριασανΤα δάχτυλα λιγόστεψανΣτην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτοςΝιώθαμε μόνοι τόσο μόνοιΛες και μας αρνήθηκε μια γυναίκαΜια γυναίκα πικρήΜια γυναίκα ακατάληπτηΜια γυναίκα που χαμογελούσεΚι όμως ψιθύριζε ανελέηταΤο όχι
ΟΤΑΝ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Όταν στους δρόμους βροντούσαν τα τύμπαναΟι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες
Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδιΚαι προχωρώΕσύ και δυό άστρα που επιζήσανΟι μόνοι μου συνοδοίΤα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξωΚι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμαΣημαδεύουν την αρνητική πορείαΔεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμποΚαι ν’ αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψεςΑυτοί που μάς αγάπησαν πεθάναν πριν μάς μισήσουνΑυτούς που θ’ αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική
Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέΈφηβοι δεν κλάψαμεΣαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιοΠώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε
Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζεςΚι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ’ τις σχισμές των ματιών σουΈχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους διάβασα στα βιβλία
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόσηΆλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκανΖούμε στη βασιλεία της διασποράςΗ κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκτασηΚάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιέςΚάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμούΚι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειεςΔιασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκεςΥποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεσηΚαι τέλος φεύγει από κοντά μας
Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπαναΘα ξεριζώσω τη φωνή μουΚαι θ’ αγαπήσω δυό φορές το σχήμα της σιωπής σου
ΚΡΑΥΓΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ
Απευθύνομαι πάλι σε σας ζητώ να μ’ ακούσετεΓια τελευταία φορά το ζητώ δε χωρεί αναβολήΤώρα που είναι ακόμη καιρός τώρα που η μέραΑρχίζει πάλι και ξαναμικραίνει τώρα που κι αυτόΤο καλοκαίρι λιγοθυμάει μέσα στις χούφτες σαςΚι η λέξη γίνεται βαριά κι ασήκωτη
*
Σας προσφωνώ και πάλι με τα ίδια όπως τότε ψευδώνυμαΤα’ χετε ως και αυτά λησμονήσει πάνε τόσα χρόνιαΠού να θυμάστε τώρα τις βραδινές συγκεντρώσειςΤις ασκητικές σας μορφές κάτω από το σπασμένο φωςΠιστεύατε με φανατισμό θέσει και πράξει επιδοκιμάζατεΥστερικά τον κάθε ομιλητή διεκδικούσατε την αποκατάστασηΤης φωτιάς της δικής σας φωτιάς που ζητούσε μια διέξοδοΑναποδογυρίζοντας ουρανούς καταβροχθίζοντας κόκαλα
*
Δε θέλω να κουράσω τη μνήμη σας μικρό θα’ ναι το όφελοςΜεγάλος ο κόπος ποιος τόλμησε ποτέ να ταράξειΤον ύπνο της λάβας τώρα έχετε απομακρυνθεί απ’ το πεδίο βολήςΕπαναπαύεσθε μακάρια πάνω στα τρόπαια των αστικών μαχώνΓυμνάζοντας αρνητικά τις αισθήσεις σας αποταμιεύοντας όνειραΚάθε μέρα γίνεσθε και πιο εκλεκτικοί αλλάζετεΤις μάρκες των τσιγάρων αλλάζετε τα ρούχα σας αλλάζετεΣυνήθειες διασκεδάσεις κλίμα σπίτια και γυναίκες αλλάζετεΤα δόντια σας και την καρδιά σας και τους λυγμούςΑκόμη της καρδιάς σας τους αλλάζετε που δεν μπορώΝα τους ξεχάσω γιατί με κυνηγούν κυκλοφορούν στο αίμα μουΣαν ψάρια σκοτεινά που χάσαν τα νερά τους.
*
Σας υπενθυμίζω πως για να φτάσετε στην αποθέωσηΘα πρέπει να ταπεινωθείτε πρώτα ν’ αρχίσετε από την τριβή
Που σιγοκαίει τα δάχτυλα σεις από φυσικού σαςΔεν ήσασταν αγέρωχοι όπως οι Άλλοι που ρουφήχτηκαν στη γηΠροτιμήσατε τη συναλλαγή απλώνοντας το χέρι στον ήλιοΜείνατε στατικοί μέσα στο χρόνο αγάλματα του δισταγμού σαςΣυνωστισμένοι μπρος στις εξόδους κινδύνου στην καμπή του δρόμουΕκεί που χωρίσαμε οριστικά παρασυρμένοι από έξαλλα πλήθη
*
Μην απορείτε λοιπόν για τη σημερινή σας προκάλυψηΜη διαστέλλετε τα έκθαμβα μάτια σας μπροστάΣτο άνοιγμα που μας χωρίζει το ξέρετε πως δεν μπορείΝα κλείσει με σχήματα νεκρών πια περπτύξεωνΣας κατηγορώ δίχως τύψη καμιά σεις οι ίδιοιΕπισπεύσατε τη μελλούμενη αναπόφευκτη πτώση σας
Η ΦΩΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Μια φωνή σβήνει στη γωνιά του δρόμου μια φωνήΑνάβει στα ψηλά πατώματα θα κατεβεί σιγάΣιγά τα σκαλοπάτια θα ψαύσει τη γη θα τρυπώσειΜέσα στη γη θα βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιάΘα την καταπατούν άγρια θηρία λοστοί ρόδεςΑυτοκινήτων σίδερα και τσιμέντα ο ήχος τηςΘα’ χει κραδασμούς φωτιάς θα μοιάζει με παράπονο
Ερωτικό θα ρυτιδώνει τη σιωπή απλωμένο λάδι
Ο ποιητής θα γονατίσει τρυφερόςΘα σκαλίσει το χώμαΘα την πάρει στην παλάμη τουΝα τη φυτέψει στη γλάστρα
Την άνοιξη θ’ ανθίσουν πολλές μικρές φωνές
ΣΠΟΥΔΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Πάντα υπάρχει μια τελευταία φορά στο καθετί φίλοι και γνωστοί σου κάθε τόσο κατεβαίνουνε στον κάτω κόσμο απόγειοι άνεμοι τούς σπρώχνουν ολοένα και βαθύτερα πολλές φορές αναρωτιέμαι αν εκεί θ’ αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον μέσα στους στίχους μου ελλοχεύουνε γυναίκες με άγρια οράματα διάβασα το γράμμα σου θα γράψεις ύστερα από χρόνια κι έκλαιγα όλο το πρωί
Η ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ
Ο πατέρας μου έζησε 56 χρόνια στη γηΗ μητέρα μου 86 και δεν κουράστηκεΑθροίζω τα χρόνια που έζησανΚαι τα διαιρώ δια του 2Έτσι λοιπόν βγάζω τη σημερινή μου ηλικία
έχουμε ζήσει τόσο πιο πολύ απ’ όσομας μένει να ζήσουμε και παρ’ όλααυτά ακόμα δεν ξέρουμε ακόμα δενμάθαμε τα όρια των πραγμάτων πουμπορούμε να κάνουμε ή να ζήσουμε
Οι άνθρωποι συνήθως αργούν να καταλάβουνΠροσφεύγουν σ’ επιχειρήματα κάποιων άλλων εποχώνΑγωνίζονται για κοινωνικές ή όποιες άλλες απελευθερώσειςΔεν υποπτεύονται πως η ελευθερία είναι κατά βάθος μιαδουλεία δίχως αντιπαροχήΤώρα βρίσκομαι στην απέναντι όχθη μάς χωρίζουνεΜίση αβυσσαλέα που κάποτε θα ξεχαστούνΗ φωνή μου περνώντας μέσ’ από τους φωταγωγούςΚαι τα θυροτηλέφωνα φτάνει βραχνή κι απρόσωπηΣτ’ αυτιά σας μέσα σ’ αυτά τ’ αποφόρια που βλέπετεΑναπηδούσαν κάποτε θηρία ανήμεραΤο δυναμικό της ζωής κάθε στιγμή αφανίζειΔεν τελειώνει ποτέ
Στην έξοδο συνωστισμός
(Η φωτογραφία είναι του Κλείτου Κύρου)

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος "Η Φραγκούλα"



Σού έχω πει για τη Φραγκούλα; 

Το '80-81 λοιπόν που συνεχώς πηγαινοερχόμασταν -όχι τουριστικά- με τη Σάντρα στη Χίο, και μέναμε στο άλλοτε υπέροχο σπίτι τους, που είχε όμως πια απαλλοτριωθεί για να γίνει το αεροδρόμιο και είχε μάλιστα, κυριολεκτικά, κοπεί στη μέση(!) για να περάσει από 'κει η "Λεωφόρος Ιωάννου Χρήστου" (!!) βρεθήκαμε μ’ έναν African Grey παπαγάλο, που εγώ, απ' το όνομα μιας κυρίας Χιώτισσας, που μού είχε φανεί εντελώς εξωπραγματικό, τον ονόμασα Φραγκούλα. Ήταν ένα υπέροχο πουλί· δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο: Καθόλου εντυπωσιακό· γκριζόασπρο, με λίγο κόκκινη ουρά, σα μεγάλο περιστέρι, αργό, γλυκό, ζεστό, πανέξυπνο, με εντελώς σκυλίσιο φέρσιμο, ικανό να μιμείται ό,τι ήχο μπορείς να φανταστείς· ακόμα και να λέει κάποιες λέξεις. (Κοίτα στο GOOGLE: African grey parrot, αν δεν σού είναι οικείο) Αυτή ήταν η Φραγκούλα, που όλοι στη Χίο ήσαν ξετρελαμένοι μαζί της, μα κανείς δεν τολμούσε να πει ευθέως: "Η Φραγκούλα σφυρίζει από μέσα; Τι κάνει η Φραγκούλα; Τι τρώει η Φραγκούλα; Μα τι ωραία που τα λέει η Φραγκούλα! Τι αστεία· κοίτα πώς κάνει τούμπες η Φραγκούλα!" Γιατί προσβαλλόταν η άλλη, η δίποδη Φραγκούλα! 

*

 Τότε εμείς οι δυο, κάθε τρεις και λίγο ταξιδεύαμε: Μια στη Χίο, μια στο Δερβένι, μια στην Αίγυπτο, μια στην Κύπρο, μια εδώ, μια εκεί. Η Φραγκούλα είχε ένα πολύ μεγάλο κλουβί που δεν ήταν διόλου εύκολο να μεταφέρεται. Αλλά δεν ήταν δυνατό και να μένει μόνη στο σπίτι στην Αθήνα. Αρχίσαμε λοιπόν να την πηγαίνουμε στη μάνα μου. Συνέβη τότε το εξής απίστευτο: Η Φραγκούλα, με τον αξιαγάπητο χαρακτήρα της ξετρέλανε τη μάνα μου, που δεν είχε ποτέ της πολλά-πολλά με κανένα ζώο. Και κάποια στιγμή, μας έβαλε βέτο: Όσο περνάει ο καιρός εγώ συνδέομαι πολύ μ’ αυτό το ζώο. Κάνουμε εξαιρετική παρέα· το αγαπώ και μ’ αγαπάει. Ή δεν θα την ξαναφέρετε λοιπόν ποτέ εδώ στο σπίτι μου, ή αν την ξαναφέρετε, δεν θα την πάρετε ποτέ πίσω. Κι έτσι, απ' το 1985, η Φραγκούλα έγινε μόνιμη κάτοικος τής Παπαδιαμαντοπούλου 4, και η μασκότ του σπιτιού. Βέβαια η εκπαίδευσή της πήγε πίσω, διότι η μάνα μου ούτε ήξερε μα ούτε είχε την υπομονή να τής κάνει μαθήματα ορθοφωνίας. Οπότε τα ελληνικά τής Φραγκούλας έμειναν στο "Καλημέρα", στο "Σάντρα", και στο "Γεια σου". Απ' την άλλη μεριά όμως σφύριζε όλων των ειδών τα σφυρίγματα, γαύγιζε, πριόνιζε, κάρφωνε, νιαούριζε, έκανε το κουδούνι, το τηλέφωνο, το μοτοσακό, την ηλεκτρική σκούπα, το καζανάκι του μπάνιου κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σου. Υπέροχο ζώο, εντελώς αξιαγάπητο. Κι ακόμα πάρα πάνω· γιατί μισούσε τη θειά μου την Ελίκη τη Ζάννα, την Ινδολόγο -τρομάρα της!...- που με τα χρυσαφικά της, με τις πούδρες και με τ' αρώματά της την τρέλαινε την κακομοίρα τη Φραγκούλα, που μαζευόταν σε μιαν άκρη τού κλουβιού κι έβγαζ’ επιτέλους μια φορά την αληθινή φωνή της, που ήταν ένα φρικαλέο δυνατό κρώξιμο! 

*

 Οπότε απ’ το '85 μέχρι το '97 η Φραγκούλα έμενε στο πατρικό με τη μάνα μου. Το πρωί, στις 6/10/97 που πέθανε η μάνα, κυριολεκτικά, στα χέρια μου, βγήκα απ' το νοσοκομείο, καμιά πεντακοσαριά μέτρα απ' το σπίτι της μάνας, και περπάτησα με τα πόδια ως εκεί· μάλλον άδειος και προσπαθώντας αδέξια να καταλάβω πόσο εύκολα είχε γίνει κάτι που νομίζουμε απέραντα δύσκολο, αδιανόητο. Ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα. Ήταν όλα κλειστά και θεοσκότεινα. Παράθυρα και ρολά μαζί. Κρίμα· κι ήταν πανέμορφη μέρα. Περίεργο αίσθημα: Εκείνο το σπίτι το ήξερα από μικρός, απ' το 1959. Το κατοικούσα συνέχεια μέχρι το 1984 και φυσικά το επισκεπτόμουν όποτε ήθελα μέχρι πριν λίγες μέρες. Δεν το είχα ξαναδεί ποτέ μου έτσι σκοτεινό κι ανήλιαγο κι έρημο. Σκέφτηκα πως δεν είχε ξαναπεθάνει η μάνα και γι' αυτό δεν το είχα ξανανιώσει έτσι. Ήξερα που είχε πεθάνει ο πατέρας κι εγώ ήμουν εννιά· μα τότε υπήρχε η θεία Κατίνα, υπήρχε η γιαγιά, υπήρχε κι η μάνα. Η μάνα δεν είχε ξαναπεθάνει ποτέ, για να ξέρω πώς είναι. Άνοιξα όλα τα ρολά και τα παράθυρα, και είδα πάλι, πολύ ζωντανά μπροστά μου, τη γλώσσα της που κουνιόταν ανεπαίσθητα, πριν μισή ώρα, σα γλώσσα κοιμισμένου μωρού, σαν ανοιγμένο στρείδι κάτω από μια σταγόνα λεμόνι, για να πάρει την τελευταία ανάσα, πριν την αφήσει πίσω και φύγει μαζί της, για πάντα. Το 'βλεπα συνέχεια μέσα μου αυτό, λέγοντας στο κενό: "Κοίτα να δεις, αυτό ήταν· πάει, πέθανε η μάνα". Και κάπνιζα συλλογισμένος τριγυρνώντας στο δωμάτιο που άλλοτε ήταν δικό μου, βλέποντας ξανά και ξανά, συνέχεια και πάλι, εκείνη την τελευταία ανάσα της, αντίκρυ στον ήλιο που είχε μπουκάρει μέσα αχόρταγα. -Καλημέρα! Χριστέ μου· η Φραγκούλα... Υπήρχε και η Φραγκούλα εκεί. Ποιός ξέρει πόσες μέρες μόνη, έτσι στα σκοτεινά. Η Θυμιούλα η θυρωρίνα ανέβαινε πού και πού και ίσα που τής έβαζε σπόρια και τής άλλαζε το νερό. Εκείνο το "καλημέρα" με τρέλανε, ειπωμένο έτσι, εκείνην ακριβώς τη στιγμή. Αυτό ήταν: Δίχως καμιάν υπερβολή, ούτε κανένα φτιασίδι, λέω πως μέσα σ' ένα μισάωρο είχα κάνει, μόνος, όλο τον κύκλο: Είχα κάτσει μόνος -μάλλον από περιέργεια- συνέχεια στο κρεβάτι δίπλα στη μάνα, βαστώντας της το χέρι μέχρι να τελειώσει. Ακούγοντας απ’ τις φλέβες μου, την Passacaglia BWV 582 του Bach, που είχε ξεφυτρώσει ανεξήγητα από μέσα μου δίχως να με ρωτήσει, και κύλαγε μόνη της μαζί με τις ανάσες της μάνας. Όταν δεν είχε άλλη ανάσα, τής έκλεισα εγώ τα μάτια. Δεν ήταν πολύ δύσκολο. Μετά, δεν ασχολήθηκα διόλου ούτε με τον αδελφό μου ούτε με τις αδελφές της που ήθελαν ν' αρχίσουν να κλαίνε. Βγήκα. Έφυγα. Περπάτησα. Ήρθα εδώ, στο έρημο σπίτι. Άνοιξα στον ήλιο και μού ήρθε η καλημέρα της Φραγκούλας. 


Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα πως η Φραγκούλα δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί, και το απόγεμα πήγα με το αυτοκίνητο και την έφερα μαζί με το κλουβί στο σπίτι μου. Δεν είχε βέβαια ολόκληρο δωμάτιο δικό της, όπως στης μάνας. Την έβαλα σε μια γωνιά στο δωμάτιό μου, ίσα-ίσα για να μη φοβάται· γιατί εμένα με ήξερε και με τη Simone τα πήγε καλά απ' τις πρώτες στιγμές. Πέρ' απ' το σπίτι όμως, τής έλειπε η μάνα μου κυρίως, αφού ζούσαν συνέχεια μαζί πάνω από δέκα χρόνια. Τη φώναζε· μα απάντηση δε λάβαινε. Μια, δυο, τρεις. Καμιά απάντηση. Πέντε, δέκα, πενήντα. Τίποτα. Κι άρχισε να θρηνεί. Άφησε κατά μέρος όλη τη φλυαρία της, όλους τους αστείους τρόπους της και τους παράξενους θορύβους που ήξερε, κι έμενε ακίνητη προσμένοντας μιαν απάντηση που δεν ερχόταν και βγάζοντας συνέχεια ένα θρηνητικό σφύριγμα μόνο, σα μοιρολόι, μαδώντας συνάμα τα φτερά της. Μέσα σε μια βδομάδα και ούτε, έμεινε ολότελα γυμνή, κι έγινε σαν τα σφαγμένα κοτόπουλα που βλέπουμε στην αγορά· μ' ένα κανονικό κεφάλι παπαγάλου, γιατί δεν μπορούσε να μαδήσει τα φτερά απ' το κεφάλι της. Τότε η Simone την έσωσε... 

 * 

Γιατί έχει πολύ μεγάλη επαφή με τη φύση η Simone· όπως τα περισσότερα Αυστραλάκια. Αμέσως κατάλαβε τι τρέχει με τη Φραγκούλα. Την πλησίασε, τής μίλαγε, τη χάιδευε, τής σφύριζε· απόχτησαν eye contact. Και το πουλί σιγά-σιγά βρήκε ξανά τη χαρά τής ζωής. Και σταμάτησε να θρηνεί και να τρώγεται. Γαλήνεψε. Κι έγιναν φίλες. Πολύ φίλες· τόσο που εγώ πια, πέρασα σε δεύτερη μοίρα. Ντύθηκε πάλι τα φτεράκια της, έβγαινε απ’ το κλουβί της, καθότανε στον ώμο της Simone, έπαιζε με τα μαλλιά της, αντισφύριζε, μιλούσαν, βλέπαν μαζί τηλεόραση. Πέρασαν δυο χρόνια έτσι. Ώσπου στις επόμενες Αλκυονίδες, Γενάρη μήνα, που ο ήλιος έλαμπε κι ήσαν πανέμορφες οι μέρες εκείνες, η μια πίσω απ’ την άλλη, έν’ αεράκι· ευχάριστο για μας, πολύ επικίνδυνο όμως για εκείνη, τρύπωσε ύπουλα μέσα της και την πάγωσε χωρίς κανείς να καταλάβει, χωρίς κανείς να το προλάβει. Κι έπεσε άρρωστη, πολύ άρρωστη, του θανατά. Ό,τι μπορείς να φανταστείς κάναμε για να τη σώσουμε: Τι αντιβιοτικά με το σταγονόμετρο της δίναμε, τι σκόνες, τι σιρόπια. Τι κάναμε φούρνο όλο το σπίτι, μπας και ξαναζεσταθεί το είναι της απ’ το κρύο που είχε φωλιάσει μέσα της· τού κάκου. Σε λίγες μέρες πέθανε, πάνω στο στήθος τής Simone. Χώνοντας το κεφαλάκι στις μπούκλες των μαλλιών της κι αφήνοντάς της, δώρο, πάνω στα χείλια της, ένα κόκκινο φτερό που είχε βγάλει απ’ την ουρά της.

 * * * 

Αλαδ 15.9.2018 

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα. Συνέχισε με Sociologie Politique στη Γαλλία· Πανεπιστήμιο Paris II.       
                        
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζιδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K. Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Φ. Ανωγειανάκης, Chloé Obolensky κ.α.)

Συνεργάστηκε με το Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’.

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου, Β. Αιγαίου και Ιωαννίνων, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού, το Μέγαρο Μουσικής, καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters N.Delhi, και το Boğaziçi University Istanbul, όπου  δίδαξε ως visiting professor.

Έχει μεταφράσει: ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ (εκδ. Εστίας 2003), ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την ‘Πνευματική Διαθήκη’ του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Αγγλική μετάφραση· (‘Twelve and one lies’ National Academy of Letters N. Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan editors N. Delhi 1999). Τουρκική· (On Iki arti Bir Yalan’, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000). Γερμανική· (‘Zwölf und eine Lüge’, Elfenbein-Heidelberg, 2001). Γαλλική· (‘Douze et un mensonges’, Alteredit-Paris, 2005).
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούργιοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά (Yeni Azizler, Imge Őyuküler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka ed. Melbourne, 2004). Τουρκική· (IrmikoğlanAlbatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tiyatro, Istanbul, 4/2012. Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, εκδόσεις Ίκαρος 2001). Αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα, Απρίλιος του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre, (Συλλογική έκδοση, Aryan books international-N. Delhi 2000. 
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
 ‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011). Αγγλική μετάφραση· Noyessaying ISBN 978-93-5016-7, 2013. Τουρκική μετάφραση· Hayirevet diyerek (Bencekitap, Ankara 2015)
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’, βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’, μικρό πολιτικό δοκίμιο (Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’, μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’, ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η έκδοση Κάκτος 2017)