Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

To κρυφό δωμάτιο του Μοπασάν



της Κιάρα Πασέτι
Όταν σκεφτόμαστε τον Γκι ντε Μοπασάν, που πέθανε στις 6 Ιουλίου 1893 μόλις 43 ετών, συνήθως μας έρχεται στο μυαλό το βιβλίο του Η χοντρομπαλού, το οποίο του χάρισε μια αναπάντεχη και γρήγορη φήμη, τα σύντομα και λαμπερά διηγήματα, και τα μυθιστορήματα όπως το Μια ζωή, το Ο φιλαράκος ή το Πιέρ και Ζαν. Πολλά κείμενά του, εξίσου αξιανάγνωστα, είναι ακόμα σχεδόν άγνωστα. Ειδικότερα το τελευταίο του μυθιστόρημα Η καρδιά μας, είναι σχεδόν άγνωστο ακόμα και στους θαυμαστές του, και βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνα που εκτίμησαν λιγότερο οι κριτικοί, τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Αρχικά είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες στην Επιθεώρηση των δύο κόσμων, και αμέσως μετά συμπεριελήφθη σε τόμο, το 1890, χρονιά κατά την οποία σταμάτησε η λογοτεχνική δραστηριότητα του Μοπασάν. Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα από τα πιο εσωτερικά κείμενά του, που περιγράφει την παρισινή κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα με στιλ καθαρό, «γεμάτο συναισθηματικές αντηχήσεις», και αυστηρά ελεγχόμενο, σύμφωνα με τα διδάγματα του δασκάλου του Φλομπέρ.
Αρχικά το έργο είχε συλληφθεί ως νουβέλα με τον τίτλο Οι ξένες καρδιές· μετά όμως από πολλές αλλαγές, διορθώσεις, μεταθέσεις σκηνών και δισταγμούς ως προς τα ονόματα και την επιλογή του ρόλου των ηρώων (όπως προδίδει το χειρόγραφο, ένα από τα πιο ταλαιπωρημένα της παραγωγής του), μετατράπηκε σε πραγματικό μυθιστόρημα, ενώ η τελική επιλογή του τίτλου του αποκαλύπτει ότι ο συγγραφέας ώθησε προς τη γενικότητα τη μελέτη ειδικών περιπτώσεων. Η Καρδιά μας αναφέρεται τόσο στους ήρωες όσο, γενικότερα, στους αναγνώστες. Την ίδια χρονιά εξάλλου είχε δημοσιευθεί και το Μια γυναικεία καρδιά του Πολ Μπορζέ: ένα βιβλίο, επίσης, πάνω στα πάθη και τον κοσμικό έρωτα. Αυτό, λοιπόν, το θέμα που κυκλοφορούσε και ήταν γνωστό, ο Μοπασάν το χειρίσθηκε με μαεστρία, μετατρέποντας το σε ένα βιβλίο ψυχολογίας και ανάλυσης αισθημάτων, με τη στενή έννοια.
Ήρωες του είναι ο Αντρέ Μαριόλ και η Μισέλ ντε Μπριν. Εκείνος είναι ένας «ερασιτέχνης με ταλέντο», πολυσχιδής αλλά νωχελικός, ο οποίος δοκίμασε πολλές διαδρομές στον κόσμο της τέχνης χωρίς ιδιαίτερη ενεργητικότητα και αυτοπεποίθηση, παίζοντας πάντα το ρόλο μάλλον του θεατή παρά του πρωταγωνιστή της ζωής.. Η προσωπικότητα του μπορεί να συνοψισθεί στην ακόλουθη φράση: «δεν είμαι τίποτα διότι εγώ ο ίδιος δεν ήθελα να είμαι τίποτα». Σύμπτωμα «υπεροπτικής επιφυλακτικότητας» και εγωτικής αυτοϊκανοποίησης. Ένας φίλος του μουσικός τον παρουσιάζει στο σαλόνι της νέας και γοητευτικής χήρας Μισέλ ντε Μπριν. Έτσι βρίσκεται σε ένα ραφινάτο περιβάλλον όπου συχνάζουν καλλιτέχνες και κοσμικοί, τους οποίους ενώνει ο θαυμασμός και η απόλυτη αφοσίωση απέναντι στην οικοδέσποινα: μια φιλόφρονα προς όλους γυναίκα, αποφασισμένη, μετά τον θάνατο του συζύγου της, πρώην σκλάβα των απαιτήσεων, των βιαιοτήτων και των ζηλοτυπιών του, να μη δοθεί πια σε κανέναν. Ακριβώς γι’ αυτό η Κυρία ντε Μπριν (όνομα τόσο κοντινό στο αγγλικό to burn, «καίω») είναι μια γυναίκα στεγνή, ανίκανη για πραγματικά αισθήματα αγάπης, η οποία απολαμβάνει μέσα από την ομορφιά, με την εγωπάθεια και τα μυστικά της γοητείας της, την παντοδυναμία της πάνω στους άνδρες ιδιότητα που την κάνει να είναι πάρα πολύ επικίνδυνη όχι τόσο απέναντι στον εαυτό της όσο απέναντι στους άλλους. Μόνο που εκείνη παραμένει σε μια κατάσταση «θεϊκής αδιαφορίας» απέναντι στα πάθη, σαν ένα «νωθρό άγαλμα», το οποίο λατρεύουν όλοι αλλά δεν κατορθώνουν να το κάνουν να σκιρτήσει από αληθινή ζωή. Ο Αντρέ γρήγορα την ερωτεύεται τρελά, συνεπαρμένος, «σιδηροδέσμιος, βασανισμένος, κυριευμένος, κατεστραμμένος». Βέβαιος ότι βρίσκεται απέναντι σε «κάτι το αναπάντεχο, σε μια αφετηρία του ανθρώπινου είδους, διεγερτικού μέσα στην πρωτοτυπία του», σε ένα από αυτά τα «αρχέτυπα πλάσματα μιας νέας γενιάς, εντελώς καινοφανή. τα οποία με υπέροχο τρόπο προσκαλούν, ακόμα και μέσα από τις ατέλειες τους, σε μιαν αφύπνιση». Εξαιρετικό απόσπασμα, όπου ο Μοπασάν σκιαγραφεί «μια σύγχρονη εκδοχή του αιώνιου θηλυκού» ή, για να το πούμε δια στόματος Μποντλέρ, του «παράδοξου ανδρόγυνου» του οποίου η Έμμα Μποβαρί υπήρξε το πρώτο δείγμα: ενός πλάσματος « με όλα τα δέλεαρ της αρσενικής ψυχής μέσα σε ένα γοητευτικό θηλυκό σώμα», σε αντίθεση με την φλομπερική πρόγονο της, με την οποία έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά, η Μισέλ είναι ελεύθερη.
Ελεύθερη να αγαπήσει, ελεύθερη να ζήσει, αλλά κυρίως ελεύθερη να παίξει και να κουραστεί όσο της αρέσει από τα τόσα καπρίτσια της, τα οποία οφείλονται περισσότερο σε ανία (αυτό το τόσο ρομαντικό και θανατηφόρο spleen που ήταν ακόμα τόσο παρόν στα τέλη του αιώνα) παρά σε σφρίγος.
Ο Αντρέ, ερωτευμένος αλλά ίσως όχι χαμένος, θα ανακαλύψει σύντομα το παιχνίδι της, και θα αποσυρθεί στην εξοχή, όπως ο ήρωας του Αισθηματικής αγωγής του Φλομπέρ και του Μανέτ Σαλομόν των Γκονκούρ, για να ξεφύγει από τον πόνο αυτού του στείρου έρωτα, όπου η αγαπημένη δεν αφήνεται να κατακτηθεί εντελώς, παρά τη σαρκική επαφή, μοιάζοντας πάντα να είναι “anywhere out of the world”. Στο Φοντενεμπλό ο Αντρέ θα βρει μια νέα μαγεία, ένα νέο έρωτα, ο οποίος όμως θα έχει την πικρή γεύση της εκδίκησης, ή ίσως μιας συνειδητής παράδοσης σε κάτι ακόμα δεσμευτικό, σε ένα ον, στην πραγματικότητα, απόμακρο, étranger όντως. «Αγαπάς και αυτό είναι όλο, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο», σκέφτεται ο Αντρέ, γιατί το αίσθημα της Μισέλ είναι «λογοτεχνία αγάπης, όχι αγάπη». Αφυδατωμένο φρούτο, που θυμίζει τον αρχικό, και στη συνέχεια αποκηρυγμένο, υπότιτλο της Αισθηματικής αγωγής του «δασκάλου του. Έρωτα». Το τέλος της ιστορίας θα χαρίσει στον Αντρέ, «ένα ευτυχισμένο πρόσωπο», σε αντίθεση με εκείνο του συγγραφέα του, που «δεν υπήρξε ποτέ ευτυχισμένος».
Το κείμενο αυτό πρέπει να ξαναμελετηθεί, να διαβαστεί, όπως ίσως θα έλεγε ο Μποντλέρ, σαν «το άβατο της καρδιάς του Μοπασάν».
Η Κιάρα Πασέτι είναι ιταλίδα δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος
Περί λογοκρισίας
του Γκουστάβ Φλομπέρ
(Ο Γκουστάβ Φλομπέρ έγραψε μια επιστολή στον Γκι ντε Μοπασάν στις 19 Φεβρουαρίου 1880 που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Gaulois στις 21 Φεβρουαρίου 1880. Εκείνη την εποχή ο Μοπασάν βρισκόταν αντιμέτωπος με μια δυσάρεστη δικαστική διαμάχη: το ποίημα του Στην ακρογιαλιά (ένα ποίημα 226 στίχων, το οποίο μιλούσε για τις ερωτικές συναντήσεις του συγγραφέα με μια υπηρέτρια σε ένα πλυσταριό).
Δημοσιευμένο το 1876 στο République des lettres, και στη συνέχεια το 1879 στο Revue moderne et naturaliste (αλλά χωρίς τη συγκατάθεση του συγγραφέα) είχε κατηγορηθεί από το δικαστήριο της Ετάμπ για «προσβολή των ηθών και της κρατούσας αντίληψης πραγμάτων». Ο Μοπασάν φοβούμενος ότι μια καταδίκη θα μπορούσε να του στοιχίσει τη θέση του στο Υπουργείο Παιδείας είχε ζητήσει από τον Φλομπέρ να γράψει «μία μακροσκελή επιστολή», με σκοπό να δημοσιευθεί στο Le Gaulois «καθησυχαστική, πατρική και φιλοσοφική με γενικότερες σκέψεις ως προς το ηθικό βάρος των δικών για θέματα λογοτεχνίας». Η σοβαρή παρέμβαση του Φλομπέρ είχε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα: στις 28 Φεβρουαρίου 1889 όλα τελείωσαν με απαλλαγή. Οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση και ο Μοπασάν δέχτηκε μια απρόσμενη δημοσιότητα. Στις 8 Μαΐου 1880 ο Φλομπέρ πεθαίνει στο Κρουασέ. Μετά το θάνατο του δασκάλου ο μαθητής εγκατέλειψε την ποίηση εντελώς και αφοσιώθηκε στη πρόζα).
Αγαπητό μου παιδί, είναι όντως αλήθεια; Αρχικά είχα πιστέψει ότι επρόκειτο για φάρσα, αλλά όμως όχι! Υποκλίνομαι…
Πάντως, είναι πολύ συμπαθείς αυτοί της Ετάμπ! Τελικά θα αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε όλα τα δικαστήρια της γαλλικής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων και των αποικιών; Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό για μια σύνθεση σε στίχους, δημοσιευμένη πριν από καιρό στο Παρίσι σε μια κλειστή, πλέον, εφημερίδα, και επαναδημοσιευμένη εν αγνοία σου σε μια ασήμαντη επαρχιακή εφημερίδα; Σε τι μας εξαναγκάζουν τώρα; Τι πρέπει να γράφουμε; Πώς να δημοσιεύουμε; Σε ποια Βοιωτία ζούμε!
Σε έχουν κατηγορήσει για «προσβολή των ηθών και της κρατούσας αντίληψης πραγμάτων»: γι’ αυτά τα δύο συμπαθητικά συνώνυμα, που αποτελούν δύο διαφορετικές κατηγορίες πραγμάτων. Εμένα μου είχε απαγγελθεί κατηγορία από το 'Ογδοο Δικαστήριο για μια τρίτη προσβολή: εναντίον «της θρησκευτικής πίστης» με αφορμή την Μαντάμ Μποβαρί:. Αυτή η δίκη μου είχε χαρίσει μια τεράστια διαφήμιση, στην οποία οφείλω τα τρία τέταρτα της επιτυχίας μου. Για να μη μακρηγορώ, δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτα! Μήπως είσαι θύμα μιας προσωπικής βεντέτας; Υπάρχει κάτι το ανεξήγητο. Έχουν πληρωθεί για να ρεζιλέψουν τη Δημοκρατία περιφρονώντας και γελοιοποιώντας την. Έστω ας σε κατηγορήσουν για ένα πολιτικό άρθρο, αν και προκαλώ όλες τις Εισαγγελίες να αποδείξουν την πρακτική σκοπιμότητα μιας τέτοιας καταγγελίας. Αλλά για στίχους, για λογοτεχνία … όχι, είναι απίστευτο! Θα σου απαντήσουν ότι το ποίημα σου έχει άσεμνες παραβατικότητες! Με τη θεωρία των παραβατικοτήτων μπορούν να οδηγήσουν στη λαιμητόμο έναν αμνό, με τον ισχυρισμό ότι ονειρεύτηκε κρέας. Θα έπρεπε να συμφωνήσουν οριστικά πάνω στο ζήτημα της κρατικής πολιτικής επί της ηθικής.
Ότι είναι Ωραίο είναι ηθικό, ορίστε, έτσι συνοψίζεται το θέμα. Η ποίηση, όπως ο ήλιος, απλώνει χρυσάφι στην κοπριά. Τόσο το χειρότερο για όσους δεν το βλέπουν. Εσύ χειρίστηκες τέλεια μια κοινοτοπία, και σου αξίζουν έπαινοι και όχι πρόστιμα και φυλακή. «Ολόκληρη η πνευματικότητα ενός συγγραφέα είναι αφιερωμένη στην καλή αναπαράσταση και σκιαγράφηση», λέει ο Λα Μπριγιέρ. Ιδού: εσύ αναπαρέστησες και σκιαγράφησες καλά. Τι άλλο θέλουν; «Όμως το υποκείμενο», θα διαμαρτυρηθεί ο Πρυντόμ, το υποκείμενο, κύριε! Δύο εραστές, μια πλύστρα στην όχθη! Έπρεπε να χρησιμοποιήσεις, κωμικό ύφος, περισσότερη λεπτότητα, να στηλιτεύσεις εδώ και εκεί με απαλή κομψότητα και στο τέλος να προσθέσεις έναν σεβάσμιο κληρικό η έναν καλό γιατρό ο οποίος να απαριθμεί τους κινδύνους του έρωτα. Με δύο λόγια, η ιστορία σου ωθεί προς τη συνουσία … Α! πρώτα από όλα αυτό δεν είναι αλήθεια! Και να ήταν, αυτή την εποχή με τα ανώμαλα γούστα, δεν είναι κακό να διακηρύττεις τη λατρεία της γυναίκας… Οι φτωχοί εραστές σου δεν διαπράττουν εξάλλου μοιχεία! Είναι αμφότεροι ελεύθεροι, «χωρίς δεσμεύσεις απέναντι σε κανέναν».
Όσο και να διαμαρτύρεσαι, το κόμμα της τάξης θα βρει ούτως ή άλλως ψεγάδια, πάρτο απόφαση. Αλλά ανάφερε, με τρόπο ώστε να τους εξοντώσεις, όλους τους έλληνες και ρωμαίους κλασικούς, χωρίς εξαιρέσεις, από τον Αριστοφάνη μέχρι τον καλό Οράτιο και τον τρυφερό Βιργίλιο. Στη συνέχεια τους ξένους, ανάμεσά τους τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον Μπάιρον, τον Θερβάντες. Σε εμάς, τον Ραμπελέ, «από τον οποίο προέρχονται τα γαλλικά γράμματα», και μετά τον Σατομπριάν, του οποίου το αριστούργημα αναφέρεται στην αιμομιξία. Και έπειτα τον Μολιέρο (ας σκεφτούμε την οργή του Μποσουέ εναντίον του), τον μεγάλο Κορνέιγ, του οποίου η Θεοδώρα έχει ως θέμα την πορνεία. Και τον πατέρα Λα Φοντέν, τον Βολταίρο και τον Ζαν Ζακ [Ρουσό] κλπ… Και τα παραμύθια του Περό! Για τί μιλάει στο Γαιδουροτόμαρο ! Πού εκτυλίσσεται η τέταρτη πράξη του O βασιλιάς διασκεδάζει;! Κατ’ επέκτασιν θα πρέπει να καταστραφούν όλα τα βιβλία ιστορίας διότι προσβάλουν τη φαντασία.
Με πνίγει η αγανάκτηση. Ποιος θα εκπλαγεί; Ο φίλος Μπαρντού! Ναι, εκείνος ο οποίος μόλις διάβασε το ποίημα σου ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που θέλησε να σε γνωρίσει και σε διόρισε στο υπουργείο του. Η Δικαιοσύνη συμπεριφέρεται πραγματικά καλά στους προστατευόμενους του.
Και αυτό το θαυμάσιο «Βολταίρος» (όχι ο άνθρωπος η εφημερίδα), το οποίο προ ημερών αστειευόταν, ευγενικά, για την παραξενιά μου να πιστεύω στο μίσος απέναντι στη λογοτεχνία! Το «Βολταίρος» κάνει λάθος! Εγώ πιστεύω όλο και περισσότερο στο ασυνείδητο μίσος του στιλ. Όταν γράφει κάποιος καλά έχει απέναντι του δύο εχθρούς: πρώτον, το κοινό, διότι το στιλ το υποχρεώνει να σκέφτεται, και δεύτερον την κυβέρνηση, διότι αισθάνεται μέσα μας μια δύναμη, και η εξουσία δεν αγαπάει μια άλλη δύναμη. Όσο και να αλλάζουν οι εξουσίες: μοναρχικές,, αυτοκρατορικές, δημοκρατικές, δεν έχει πολλή σημασία! Η κυρίαρχη αισθητική δεν αλλάζει! Λόγω της θέσης τους, οι πράκτορες της – διαχειριστές και δικαστικοί – έχουν το μονοπώλιο του γούστου (ας αναλογιστούμε το σκεπτικό της αθώωσης μου). Γνωρίζουν πώς πρέπει να γράφουν, η ρητορική τους είναι αλάνθαστη, και κατέχουν τα μέσα για να σε πείσουν. Ανεβαίναμε προς τον Όλυμπο, το πρόσωπο πλημυρισμένο από τις ακτίνες, την καρδιά γεμάτη ελπίδα, προσδοκώντας την ομορφιά, το θεϊκό, σχεδόν επιβάτες στον ανάλαφρο ουρανό, ενώ ένα χέρι δήμιου μας τραβούσε προς το βούρκο. Εσείς συνομιλούσατε με τη Μούσα και σας θεωρούν διαφθορέα μικρών κοριτσιών! Όλα αναδίδουν την οσμή της Ευκολίας, θα σας συσχετίσουν με τους κυρίους, οι οποίοι συχνάζουν, από λαγνεία, στις τουαλέτες!
Και θα καθίσεις, αγαπητό μου παιδί, στο εδώλιο με τους κλέφτες, και θα ακούσεις κάποιον τύπο να διαβάζει τους στίχους σου (όχι δίχως λάθη απαγγελίας), και να τα ξαναδιαβάζει υπογραμμίζοντας ορισμένες λέξεις στις οποίες θα δώσει ένα δόλιο νόημα. Θα επαναλάβει, όπως ο πολίτης Πινάρ1, ορισμένες του στιλ: «τον αστράγαλο, κύριοι, τον αστράγαλο!»…
Κι ενώ ο δικηγόρος σου θα νεύει να συγκρατηθείς – μια μονάχα λέξη μπορεί να σε καταστρέψει – εσύ θα ακούς πίσω σου, μόλις, όλη τη χωροφυλακή, το στρατό, την αστυνομία, να πιέζουν το μυαλό σου με αβάσταχτο βάρος: τότε θα ανεβεί στην καρδιά σου ένα αιφνίδιο μίσος, μαζί με σχέδια εκδίκησης, τα οποία στην συνέχεια θα ματαιωθούν από υπερηφάνεια. Όμως, γιατί άλλη μια φορά, δεν είναι δυνατόν. Δεν θα σε δικάσουν, δεν θα σε καταδικάσουν. Υπάρχει παρεξήγηση, έγινε λάθος, δεν ξέρω τι άλλο. Ας επέμβει ο Υπουργός Δικαιοσύνης! Όμως, ποιος ξέρει; Η γη έχει όρια, αλλά η ανθρώπινη ηλιθιότητα είναι ατελείωτη.
Σε φιλώ
Ο πρεσβύτης σου
Απόδοση: Φανή Μουρίκη
1 Γάλλος Εισαγγελέας της εποχής του Φλομπέρ.

Στους Μιχάλη Μοδινό και Άντονυ Μάρρα το Βραβείο Λογοτεχνική Φράση της Χρονιάς 2016 από το Literature.gr

Για τα βιβλία «Equatoria» και «Ο Τσάρος της Αγάπης και της Τέκνο»




Τη Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017 πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία η εκδήλωση της απονομής των Λογοτεχνικών Bραβείων «Literature.gr Phrase of the Year Prize 2016» στην Αθήνα στο Ίδρυμα Θεοχαράκη.
Το Βραβείο για την Ελληνική Λογοτεχνική Φράση της Χρονιάς 2016 του Literature.gr απονεμήθηκε στον Μιχάλη Μοδινό για το βιβλίο του «Equatoria», εκδόσεις Καστανιώτη. Διακριθείσα φράση: «Η μακρόχρονη συνήθεια του να ζεις σε κάνει ανίκανο να αντιμετωπίσεις τον θάνατο».
Το Βραβείο για την Ξένη Λογοτεχνική Φράση της Χρονιάς 2016 του Literature.gr απονεμήθηκε στον  Άντονυ Μάρα για το βιβλίο του «Ο Τσάρος της Αγάπης και της Τέκνο», σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, Εκδόσεις Ίκαρος. Διακριθείσα φράση: «Με ποια προσευχή ο τελευταίος άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνος;».
Ο Ανδρέας Μήτσου, πεζογράφος, απηύθυνε τον χαιρετισμό της βραδιάς, αναφέροντας μεταξύ άλλων τον Λέβι Στρος: «Ο Κλοντ Λέβι Στρος, οπαδός πάντα μιας σταθερής λογικής, κι επιμένει, παρ’ όλα αυτά, πως μια κοινωνία δεν μπορεί να ζει «αν δεν είναι δεμένη, άνευ όρων, με αξίες οι οποίες, για να είναι απόλυτες, πρέπει να έχουν μια συναισθηματική πλευρά που να τις  προστατεύει από την φθοροποιό ικανότητα της λογικής. Γι’ αυτό δεν πρέπει να υποτιμάμε τις τελετουργίες», καταλήγει «ούτε και την διάρκειά τους». Πρόκειται δηλαδή, κατ’ αρχάς, για μια τελετουργία.
Ο Ανδρέας Μήτσου τόνισε επίσης: «Η καλλιτεχνική δημιουργία και η γραφή καθίσταται πράξη κοινή, ακόμα και με μια σύντομη έκφραση θαυμασμού προς τον δημιουργό. Εξάλλου όποιος αναγνωρίζει στον άλλο το θαύμα, σημαίνει ότι το ενέχει, το φέρει μέσα του, γι’ αυτό το οικειοποιείται και το αποδέχεται, το φτάνει πιθανώς, και το εγκολπώνεται και το υπερβαίνει ακόμα».

Η κριτικός λογοτεχνίας Λίνα Πανταλέων μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η Εκουατόρια, πέρα από ιδεατή πολιτεία, ήταν μια επινόηση που έδινε νόημα στην μετά θάνατον ζωή. Δεσπόζουσα, λόγου χάριν, είναι η σκέψη του θανάτου, όπως μαρτυρεί και η βραβευμένη φράση: «Η μακρόχρονη συνήθεια του να ζεις σε κάνει ανίκανο να αντιμετωπίσεις τον θάνατο». Ενδεχομένως ο ήρωας να θέλει να ξεγελάσει, για λίγο έστω, την αβεβαιότητα, καθώς σε κάποιο σημείο συλλογίζεται: «Ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει τα πάντα εκτός από την αβεβαιότητα». Η προσμονή μιας ειδυλλιακής κατάστασης της ύπαρξης, αποδείχτηκε χιμαιρική, καθώς υπερίσχυσαν η ακατανοησία, η αδιαλλαξία και η αντιπαλότητα που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις».
Ο Δημήτρης Σωτάκης, πεζογράφος, παρουσίασε το βιβλίο του Άντονυ Μάρα και υπογράμμισε λέγοντας: «Ο ΆντονυΜάρρα στον «Τσάρο της Αγάπης και της Τέκνο», καταθέτει ένα οδοιπορικό στην Ιστορία της Ρωσίας, από το Λένινγκραντ του 1937, τη Σιβηρία του 1999 στην Τσετσενία του 2000 και στη σημερινή Αγία Πετρούπολη. Έχει δημιουργήσει φωνές που φώτισαν πτυχές της ρωσικής ζωής: Τη βαθιά ριζωμένη αίσθηση της μοιρολατρίας, το μαύρο χιούμορ, την αποσύνδεση της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής, τη δυσπιστία σε θεσμούς μεγαλύτερους από την οικογένεια. Οι ήρωες του προσπαθούν να ισορροπήσουν σε μια νέα πραγματικότητα και καλούνται να αποδεχτούν ό,τι περιορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά και καταλύει τη μνήμη. Είναι ένα λογοτεχνικό επίτευγμα».
Την απονομή τίμησαν με την παρουσία τους στελέχη εκδοτικών οίκων, πεζογράφοι, ποιητές, δημοσιογράφοι,έγκριτοι βιβλιοκριτικοί,διευθυντές λογοτεχνικών περιοδικών και φίλοι της λογοτεχνίας. 
Η διευθύντρια του Literature.gr Ντίνα Σαρακηνού, ευχαρίστησε θερμά όλους τους παρευρισκόμενους, τους συντελεστές της βραδιάςκαι τα στελέχη του περιοδικού. Τόνισε ότι το Literature.gr θα παραμείνει πιστό στο όραμα του και θα συνεχίσει με την ίδια δυναμική την προώθηση της ελληνικής και διεθνούς λογοτεχνίας. 







Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Η κύλικα του Νέστορα


«δέπας περικαλλές»


 Χρυσή κύλικα. Έχει ονομαστεί συμβατικά «κύπελλο του Νέστορος». 
Μυκήνες, Ταφικός Κύκλος Α-16 αι π.Χ.


Νέστορός εἰμι εὔποτον ποτὴριον·
ὃς δ’ ἂν τῷδε πίησι ποτηρίῳ, αὐτίκα κεῖνον
ἵμερος αἱρέσει καλλιστεφάνου Ἀφροδίτης.


[Τοῦ Νέστορα τὸ εὐχάριστο, στὸ πιόσιμο, ποτήρι

ἐγώ ‘μαι, κι ἂν κανένας πιῆ μὲ τὸ ποτῆρι τοῦτο,
τῆς Ἀφροδίτης, ποὺ φορᾶ στεφάνια ὡραῖα, ὁ πόθος
τὸν πιάνει εὐθύς.]

Η επιγραφή στο ποτήρι του Νέστορα από τις Πιθηκούσες


«πὰρ δὲ δέπας περικαλλές, ὃ οἴκοθεν ἦγ᾽ ὁ γεραιός,
χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον· οὔατα δ᾽ αὐτοῦ
τέσσαρ᾽ ἔσαν, δοιαὶ δὲ πελειάδες ἀμφὶς ἕκαστον
χρύσειαι νεμέθοντο, δύω δ᾽ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν.
ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης
πλεῖον ἐόν, Νέστωρ δ᾽ ὁ γέρων ἀμογητὶ ἄειρεν».
Λ Ιλιάδος  632-637,

και κύπελλον περικαλλές που οίκοθεν έφερ ο γηραιός
με χρυσά καρφιά στολισμένο, τα αυτιά του τέσσαρα  ήταν
και περιστέρια δύο γύρω από  έκαστον έβοσκον και δύο πυθμένες  ήσαν.
Όποιος άλλος με μόχθο θα το κινούσε από το τραπέζι γεμάτο 

όπως ήταν, αλλά ο Νέστωρ άμοχθα το σήκωσε.


Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

"ΟΡΦΙΚΑ ΑΣΜΑΤΑ" DINO CAMPANA

Dino Campana, Ορφικά Άσματα
Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη



Η ΝΥΧΤΑ
I.

    Θυμάμαι μια παλαιά πόλη, κόκκινη με τείχη και πύργους, ξεραμένη στην ατέρμονη πεδιάδα μες στον καυτό Αύγουστο, με το μακρινό δρόσισμα πράσινων και απαλών λόφων στο βάθος. Αψίδες γεφυριών υπερβολικά κενές πάνω στο βαλτωμένο ποτάμι σε πενιχρά μολυβιά τέλματα: μαύρα περιγράμματα τσιγγάνων κινούμενα σιωπηλά στην όχθη: στο μακρινό θάμβος ενός καλαμιώνα μακρινές μορφές γυμνών εφήβων και το προφίλ ενός γέρου μ’ εβραϊκό γένι: και ξάφνου μέσ’ από το νεκρό νερό οι τσιγγάνες κι ένα άσμα, από το άφωνο έλος ένας αρχέγονος μακρόσυρτος σκοπός μονότονος κι εξοργιστικός: και η ροή του χρόνου διακόπηκε.
* * *
    Ασυνείδητα σήκωσα τα μάτια στον βάρβαρο πύργο που κυριαρχούσε στην ατέλειωτη δημοσιά με τους πλατάνους. Πάνω από τη σιωπή που έγινε έντονη αυτός ξαναζούσε τον μακρινό και άγριο μύθο του: ενώ μέσ’ από μακρινά οράματα, από σκοτεινές και βίαιες αισθήσεις ένας άλλος μύθος, και αυτός μυστηριακός και βάρβαρος, επανερχόταν στον νου μου ανά διαστήματα. Εκεί κάτω είχαν σηκώσει απαλά τα μακριά ενδύματα προς την αόριστη λάμψη της πύλης οι εταίρες του δρόμου, οι αλλοτινές: η εξοχή αδρανούσε τότε στο δίκτυο των καναλιών: κορίτσια μ’ ευλύγιστες κομμώσεις, με κατατομή από νομίσματα, χάνονταν ανά διαστήματα πάνω στα μικρά κάρα πίσω από τις πράσινες στροφές. Ένας χτύπος καμπάνας αργυρόηχος και γλυκός λόγω της απόστασης: το Βράδυ: στο ερημικό εκκλησάκι, στα σκιερά σεμνά κλίτη έσφιγγα Αυτήν, με τη ρόδινη σάρκα και τα φλογερά φευγαλέα μάτια: χρόνια και χρόνια και χρόνια διαλύονταν στη θριαμβευτική γλυκύτητα της ανάμνησης.
* * *
    Ασυνείδητα εκείνος που υπήρξα κατευθυνόταν προς τον βάρβαρο πύργο, τον μυθικό φύλακα των ονείρων της εφηβείας. Ανέβαινε στη σιωπή των παμπάλαιων δρομάκων παράλληλα στα τείχη εκκλησιών και μοναστηριών: δεν ακουγόταν ο θόρυβος των βημάτων του. Μια έρημη πλατειούλα, πατικωμένες τρώγλες, βουβά παράθυρα: δίπλα, σ’ ένα αστραποβόλημα θεόρατος ο πύργος, οκταγωνικός κόκκινος αδιαπέραστος άγονος. Μια κρήνη του δεκάτου έκτου αιώνα σιωπούσε στερεμένη, η πλάκα σπασμένη στη μέση της λατινικής επιγραφής. Ένα έρημο καλντερίμι ξεδιπλωνόταν προς την πόλη.
* * *
    Τραντάχτηκε από μια πόρτα που άνοιξε διάπλατα. Κάποιοι γέροι, κυρτωμένες οστεώδεις και βουβές μορφές, συνωστίζονταν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον με τους αγκώνες, αιχμηροί, τρομεροί στο δυνατό φως. Μπροστά στο γενειοφόρο πρόσωπο ενός μοναχού που πρόβαλλε από το άνοιγμα μιας πόρτας κοντοστέκονταν μ’ έντρομη δουλοπρεπή υπόκλιση, σέρνονταν μακριά μουρμουρίζοντας, ξανασηκώνονταν σιγά-σιγά, σέρνοντας ένας-ένας τις σκιές τους κατά μήκος των κοκκινωπών και ξεφτισμένων τοίχων, όλοι όμοιοι με σκιές. Μια γυναίκα με λικνιστικό βήμα και ασυνείδητο γέλιο ενωνόταν κλείνοντας την πομπή.
* * *
    Οι σκιές τους σέρνονταν κατά μήκος των κοκκινωπών και ξεφτισμένων τοίχων: αυτός ακολουθούσε, σαν αυτόματο. Απηύθυνε στη γυναίκα μια λέξη που έπεσε στη σιωπή του μεσημεριού: ένας γέρος γύρισε να τον κοιτάξει με βλέμμα παράλογο λαμπερό και κενό. Και η γυναίκα χαμογελούσε πάντα μ’ ένα χαμόγελο απαλό μες στη μεσημεριανή ξηρασία, ηλίθια και μόνη στο καταστροφικό φως.    
[…]



  





ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ (Ουφφίτσι)

    Μέσ’ από τις πολύχρωμες γέφυρές σου
Ο Άρνος με προαίσθηση ήσυχα προσαράζει
Και σε ήρεμες αντανακλάσεις μόλις που κομματιάζει
Αυστηρές αψίδες ανάμεσα σε μαραμένα άνθη.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . .  .
Γαλάζια η αψίδα του μεσοστυλίου
Τρέμει γραμμωτή ανάμεσα στα υπέροχα μέγαρα:
Πάλλευκες γραμμές στο γαλάζιο: πουλιά
Που χάνονται: πάνω από λευκή νιότη σε στήλες. 







ΟΝΕΙΡΟ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ

    Μες στο βιολετί της νύχτας ακούω χαλκόηχα τραγούδια. Το κελί είναι λευκό, το χαμοκρέβατο είναι λευκό. Το κελί είναι λευκό, γεμάτο μ’ έναν χείμαρρο φωνών που πεθαίνουν στ’ αγγελικά λίκνα, με χαλκόηχες αγγελικές φωνές είναι γεμάτο το λευκό κελί. Σιωπή: το βιολετί της νύχτας: σε αραβουργήματα από τα λευκά κάγκελα το μπλε του ύπνου. Σκέφτομαι την Ανίκα: έρημα άστρα πάνω στα χιονοσκεπή βουνά: λευκοί έρημοι δρόμοι: ύστερα λευκές μαρμάρινες εκκλησίες: στους δρόμους τραγουδά η Ανίκα: την οδηγεί ένας αλλόκοτος με δαιμονιακό μάτι, που φωνάζει. Τώρα το χωριό μου ανάμεσα στα βουνά. Εγώ στο παραπέτο του νεκροταφείου απέναντι από τον σταθμό να κοιτώ τη μαύρη πορεία των μηχανών, πάνω, κάτω. Δεν είναι ακόμη νύχτα· πολυόμματη σιωπή φωτιάς: οι μηχανές τρώνε ξανατρώνε τη μαύρη σιωπή στην πορεία της νύχτας. Ένα τρένο: ξεφουσκώνει φθάνει σιωπηλά, μένει ακίνητο: το πορφυρό του τρένου δαγκώνει τη νύχτα: από το παραπέτο του νεκροταφείου οι κόκκινες κόγχες των ματιών που φουσκώνουν μες στη νύχτα: ύστερα όλα, νομίζω, μετατρέπονται σε βουητό: Από ένα παραθυράκι να φεύγω εγώ; εγώ που υψώνω τα χέρια στο φως!! (το τρένο περνά από κάτω μου βουίζοντας σαν δαιμόνιο).  




ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟ ΛΥΚΟΦΩΣ

    Μεσογειακό λυκόφως διαιωνιζόμενο με φωνές που το βράδυ εντείνονται, με λάμπες που ανάβουν, ποιος σε σκηνοθέτησε στον ουρανό πιο αχανές πιο φλεγόμενο από τον ήλιο, μεσογειακό νυχτερινό καλοκαίρι; Ποιος άραγε δεν είναι ευτυχής που είδε τις χαρούμενες πλατείες σου, τα σοκάκια όπου ψηλά ακόμη μάχεται ένδοξη η ατέλειωτη μέρα σε χρυσά φαντάσματα, ενώ στη σκιά των πράσινων φαναριών στο αραβούργημα του μαρμάρου ένας μύθος υποβόσκει που συστρέφει τα μαρμάρινα χέρια προς τα χρυσαφένια σου φαντάσματα, μεσογειακό νυχτερινό καλοκαίρι; Ποιος δεν είναι ευτυχής που είδε τις χαρούμενες πλατείες σου; Και τους ελικοειδείς δρόμους σου με μέγαρα και θαλασσινά μέγαρα όπου ο μύθος υποβόσκει; Ενώ στους θόλους ένας άλλος μύθος υποβόσκει που τον φωτίζει μοναχική διάφανη κυβοειδής η κολοσσιαία λάμπα με τις πράσινες απολήξεις; Και να που στο θολό λιμάνι σου με τις αντένες, να που στο θολό λιμάνι σου με τα μαλακά χρυσαφένια ξάρτια, στους δρόμους σου μου φανερώνονται με βαρύ μεγαλοπρεπές βάδισμα νεανικές μορφές, που ήδη προμηνύουν στην καρδιά μιαν αθάνατη ομορφιά φανερώνονται αναδεικνύοντας με το πέρασμα μια πλευρά του ένδοξου ατόμου, του αγνού προσώπου όπου το μάτι γελούσε πάνω στο τρυφερό λυγερό οβάλ σχήμα του. Έπαιζαν οι κιθάρες στο μεγαλοπρεπές βάδισμα της θεάς. Διάφορα αρώματα βάραιναν την ατμόσφαιρα, η συγχορδία των κιθάρων γινόταν γλυκύτερη από ένα ύποπτο σοκάκι μες στην αρμονική οχλοβοή του δρόμου που κατέβαινε απόκρημνος στη θάλασσα. Οι κόκκινες επιγραφές των μαγαζιών υπόσχονταν ανατολίτικα κρασιά με βαθειά οπάλινη λάμψη ενώ μπροστά μου αγωνιώντας η ζωή περνούσε με τις γαλήνιες αθάνατες μορφές. Και το πικρό, το διαπεραστικό ψέλλισμα της θάλασσας αμέσως χάθηκε στη γωνιά ενός δρόμου: χάθηκε, φανερώθηκε και χάθηκε αμέσως!
    Ο χρυσός Θεός του λυκόφωτος φιλά τις ξεθωριασμένες μεγάλες φιγούρες στους τοίχους των ψηλών μεγάρων, τις μεγάλες φιγούρες που τον ποθούσαν όπως μια παλαιότερη ανάμνηση δόξας και χαράς. Ένα αλλόκοτο μέγαρο του δεκάτου όγδοου αιώνα προεξέχει στη γωνιά ενός δρόμου, αρχοντικό και μάταιο, μάταιο με την αλλοτινή μεσογειακή αριστοκρατικότητά του. Στα μικρά μπαλκόνια τα μαρμάρινα υποστηρίγματα συστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους αλλόκοτα. Το μεγάλο πράσινο παράθυρο κλείνει στο μυστικό των παραθυρόφυλλων την καπριτσιόζα εκμεταλλεύτρια, τη λυγερή ροδοκάστανη τύραννο, και ο μπαρόκ δρόμος ζει με μια διπλή ζωή: ψηλά στα γύψινα τρόπαια μιας εκκλησίας οι στρουμπουλοί λευκοί άγγελοι διαλύουν τη συμβατική τους πομπή ενώ στον δρόμο τα δόλια μελαχρινά μεσογειακά κορίτσια, μπρούντζινα από σκιά και φως, ψιθυρίζουν το ένα στο αφτί του άλλου προστατευμένα από τα θεατρικά φτερά και σαν να φεύγουν κυνηγημένα προς κάποια κόλαση μέσα σ’ εκείνη την έκρηξη μπαρόκ χαράς: ενώ όλα όλα πνίγονται στον γλυκό θόρυβο από το φτεροκόπημα των αγγέλων που γεμίζει τον δρόμο.                


Η Μαρία Φραγκούλη (Σάμος, 1980) σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Αθήνα. Έζησε και εργάστηκε στο Μιλάνο. Σήμερα ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια εκδόσεων.  

https://cantfus.blogspot.gr/2017/11/dino-campana.html

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Βραβείο λογοτεχνικής φράσης στον Μιχάλη Μοδινό




Ανακοίνωση εταιρείας συγγραφέων

Με χαρά πληροφορηθήκαμε ότι ο συγγραφέας και μέλος της Εταιρείας μας Μιχάλης Μοδινός βραβεύτηκε από το Literature.gr για τη «Λογοτεχνική φράση της χρονιάς 2016».
 Τον συγχαίρουμε γι αυτήν τη διάκριση.
Ακολουθεί η ενημέρωση που λάβαμε:

Βραβείο: Literature.gr Λογοτεχνική Φράση της Χρονιάς 2016
To Literature.gr αναζητεί τρόπους για την προώθηση της λογοτεχνίας καθώς και την ανάπτυξη, διάδοση και προβολή των ελληνικών γραμμάτων μέσα από το έργο των σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών αλλά και την γνωριμία του αναγνωστικού κοινού με τη νεωτερική σκέψη των ξένων λογοτεχνών.
Το  ''Literature.gr Βραβείο Ελληνικής Λογοτεχνικής Φράσης της Χρονιάς 2016'' απονέμεται στον κ. Μιχάλη Μοδινό.  Η τιμώμενη αυτόνομη φράση¨
 «Η μακρόχρονη συνήθεια του να ζεις σε κάνει ανίκανο να αντιμετωπίσεις τον θάνατο» 

είναι από το βιβλίο του με τίτλο "Εκουατόρια" εκδόσεις Καστανιώτη.
Το ''Literature.gr Βραβείο Ξένης Λογοτεχνικής Φράσης της Χρονιάς 2016''  απονέμεται στον κ. Άντονυ Μάρρα. Η τιμώμενη αυτόνομη φράση «Με ποια προσευχή ο τελευταίος άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνος;» είναι από το βιβλίο του με τίτλο Ο τσάρος της αγάπης και της τέκνο,  σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδόσεις Ίκαρος.
Η απονομή θα λάβει χώρα μέσα στο έτος 2017.



Dino Campana, Ορφικά Άσματα


Μετάφραση-σημειώσεις: Μαρία Φραγκούλη 
 Εισαγωγή: Gabriel Cacho Millet | 
Επίμετρο: Silvio Ramat.

Dino Campana, Ορφικά Άσματα, μετάφραση-σημειώσεις Μαρία Φραγκούλη, εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα 2017. Η δίγλωσση κριτική έκδοση (336 σελίδες), σε μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη*, παρουσιάζει για πρώτη φορά στα ελληνικά ολόκληρο το βιβλίο του Campana, συστήνοντας τον συγγραφέα στο ελληνικό κοινό. Συνοδεύεται από εισαγωγή του Gabriel Cacho Millet, επίμετρο του Silvio Ramat, σημειώσεις, βιογραφικό σημείωμα και μια ενδεικτική βιβλιογραφία.




Ποιητής νυχτερινός, με ζωή γεμάτη βάσανα και περιπλανήσεις που τελείωσε με τον μακροχρόνιο εγκλεισμό του στο φρενοκομείο, ο Dino Campana κληρονόμησε τη μεγάλη ρομαντική φιλοδοξία να μεταμορφώσει το έρεβος, το ασυνείδητο, το όνειρο και τον θάνατο σε μια σκοτεινή μελωδική συνήχηση, σε μια απροσδιόριστη βαγκνερική άλω. Υπήρξε όμως, επίσης, σύγχρονος των Κυβιστών, των Φουτουριστών, του De Chirico και του εικοστού αιώνα: λάτρευε τον Giotto, τον Masaccio και την τοσκανική εικαστική παράδοση, τον Michelangelo και τον Leonardo. Επιχειρούσε μια λογοτεχνία μνημειακή, πολυτελώς διακοσμητική, «μια ευρωπαϊκή ποίηση μουσική χρωματιστή» όπως έλεγε. Το μεγαλειώδες του στοίχημα ήταν να προχωρήσει πέρα από τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες, φθάνοντας στον μυστηριώδη τόπο όπου ήχος και όραμα γίνονται ένα μόνο πράγμα.   


    Κάθε άλλο παρά ένα συγκεχυμένο παραλήρημα, τα Ορφικά Άσματα (1914), το ένα και μοναδικό βιβλίο του «υπέρτατου αλχημιστή που με την οδύνη έφτιαξε αίμα», έστω και αν βυθίζουν τις ρίζες τους στην ευρωπαϊκή κουλτούρα (με μια πρώτη ματιά στον συμβολισμό), στην πραγματικότητα φέρουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν δύσκολη την ένταξη του Campana σε μια παράδοση ή ένα ρεύμα. Η απομονωμένη περιπετειώδης πορεία του υπήρξε με μοιραίο τρόπο διαφορετική και μοναδική, συνιστώντας ιστορικά ένα κενό ανάμεσα στη μεγάλη ιταλική ποίηση του 19ου αιώνα και στις νέες ιταλικές τάσεις στο ξεκίνημα του εικοστού. Ο Campana δεν είχε κληρονόμους, ούτε δημιούργησε σχολή. Σε αυτόν η ποίηση συμπίπτει με το ίδιο το πεπρωμένο του: παραμένει ο τελευταίος ποιητής που τον άγγιξε και τον καταβρόχθισε η φωτιά, που εισήλθε στην καρδιά της νύχτας και δεν ξαναβγήκε. Ίσως πρόκειται για την πιο ανησυχητική μορφή στη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα, με φωνή οραματική και γραφή ορφική (σκοτεινή, για μυημένους), η οποία αναβλύζει από μια φλέβα με βαθειά επίγνωση του καθαρού, γνήσιου τόνου που τη διαπερνά.               
    Άγνωστα και αμετάφραστα ώς σήμερα στην Ελλάδα, παρά τις διάφορες μεταφράσεις σε Ευρώπη και Αμερική ήδη από τη δεκαετία του ’60, τα Ορφικά Άσματα είχαν ευρεία επίδραση στη μεταγενέστερη ιταλική ποίηση και θεωρούνται από τα θεμελιώδη κείμενα της ιταλικής και παγκόσμιας ποίησης του εικοστού αιώνα. Η παρούσα δίγλωσση έκδοση παρουσιάζει για πρώτη φορά στα ελληνικά ολόκληρο το βιβλίο του Dino Campana, και συνοδεύεται από μια αναλυτική εισαγωγή του πιο διάσημου αφοσιωμένου μελετητή του ποιητή, σημειώσεις, επίμετρο, βιογραφία και μια ενδεικτική βιβλιογραφία.
    Ο ποιητής Mario Luzi ύμνησε το έργο του Campana ως τη «μέγιστη ιταλική απόπειρα να δημιουργηθεί “ένα ύψιστο” μοντέρνο, μια μεγάλη μεταφορά της ταπεινής κι επιβλητικής πανταχού παρουσίας της ζωής».

DINO CAMPANA (1885-1932)

Ο Dino Campana γεννήθηκε το 1885 στο Μαρράντι της Τοσκάνης. Διανύει μια ασταθή σχολική περίοδο, αλλάζοντας Γυμνάσια και Λύκεια, αποτυγχάνοντας ενίοτε στις κατατακτήριες εξετάσεις. Το 1903 σπουδάζει χημεία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, μα στο τέλος του έτους ζητά μεταγραφή για τη Φαρμακευτική Χημεία στη Φλωρεντία. Δείχνει ελάχιστο ενδιαφέρον για τις σπουδές και αποφασίζει να φοιτήσει σε στρατιωτική σχολή στη Ραβέννα. Αποτυγχάνοντας στις εξετάσεις, επιστρέφει στην Μπολόνια όπου παρακολουθεί μαθήματα στη Φαρμακευτική Χημεία. Ανικανοποίητος, εγκαταλείπει τη σχολή και αρχίζει τη μεγάλη φυγή. Τον Μάρτιο του 1906 από τη Γένοβα φθάνει στη Φλωρεντία και, όντας «κάπως ανισόρροπος στο μυαλό», στέλνεται από την αστυνομία πίσω στο Μαρράντι. Το καλοκαίρι διασχίζει τις Άλπεις, φθάνει στην Ελβετία και στη Γαλλία. Η ανισόρροπη συμπεριφορά και η ροπή περιπλάνησης (σε συνδυασμό με το ιστορικό ψυχικών διαταραχών στην οικογένεια) οδηγούν τους γονείς του να τον κλείσουν, τον Σεπτέμβριο του 1906, στο φρενοκομείο της Ίμολα για δύο μήνες. Τα επόμενα χρόνια, ανάμεσα σε ψυχιατρεία και συλλήψεις, περιπλανιέται ασταμάτητα στη μισή Ιταλία. Στα τέλη του 1907 φεύγει για το Μπουένος Άιρες και μάλλον επιστρέφει στις αρχές του 1909. Τότε εισάγεται επειγόντως στο φρενοκομείο Σαν Σάλβι της Φλωρεντίας. Τον Φεβρουάριο του 1910 βρίσκεται στο Άσυλο Φρενοβλαβών στην Τουρναί του Βελγίου. Τον Ιούνιο επαναπατρίζεται και συνοδεύεται στο Μαρράντι με ιατρική γνωμάτευση ότι δεν φέρει κανένα σημάδι φρενοπάθειας. Το 1912 επιστρέφει στην Μπολόνια για να συνεχίσει τις σπουδές χημείας, αλλά σύντομα φεύγει για τη Γένοβα. Ακολουθεί μια περίοδος με αλλεπάλληλες συλλήψεις σε διάφορες πόλεις. Τον Δεκέμβριο του 1913 παραδίδει στους Papini και Soffici, διευθυντές του περιοδικού Lacerba στη Φλωρεντία, το μοναδικό χειρόγραφο του έργου του Il più lungo giorno. Αυτό χάνεται σε μια μετακόμιση, ο Campana το ζητά επίμονα και, χωρίς να λάβει ποτέ απάντηση, το ξαναγράφει με νέα μορφή και τίτλο Canti Orfici. Το καλοκαίρι του 1914 τυπώνει το βιβλίο στο Μαρράντι. Το 1915, με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, παρουσιάζεται ως εθελοντής, μα απαλλάσσεται λόγω ανικανότητας. Το καλοκαίρι του 1916 γνωρίζει τη συγγραφέα Sibilla Aleramo. Ξεκινά μια θυελλώδης σχέση που διακόπτεται σύντομα, με δραματικό τρόπο για τον Campana. Τον Γενάρη του 1918 στέλνεται πάλι στο φρενοκομείο του Σαν Σάλβι και λίγο αργότερα κλείνεται οριστικά στο θεραπευτήριο ψυχικών παθήσεων του Καστέλ Πούλτσι. Μένει έγκλειστος για 14 χρόνια χωρίς να ξαναγράψει και πεθαίνει την 1η Μαρτίου 1932.         




*Η Μαρία Φραγκούλη γεννήθηκε το 1980 στη Σάμο. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία (με κατεύθυνση Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές Πολιτιστικής Διαχείρισης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έζησε στο Μιλάνο όπου φοίτησε στο Istituto Europeo di Design, ενώ παράλληλα εργάστηκε στο αρχείο ("Casa e Archivio Lalla Romano") της συγγραφέως Lalla Romano και στον εκδοτικό οίκο Crocetti Editore και το περιοδικό "Poesia". Το 2014 φιλοξενήθηκε για έναν μήνα στο Ostersjons forfattar och oversattarcentrum (Βαλτικό Κέντρο για Συγγραφείς και Μεταφραστές) στο νησί Gotland της Σουηδίας. Ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια εκδόσεων. Μιλάει ιταλικά, αγγλικά, σουηδικά και γαλλικά. Έχει μεταφράσει πεζά, ποιήματα και δοκίμια (Vittorio Sereni, Attilio Bertolucci, Dino Campana, Valerio Magrelli, Pierluigi Cappello, Amelia Rosselli, Dino Buzzati, Lalla Romano, Francis Poulenc κ.ά.) για λογοτεχνικά περιοδικά ("Το Δέντρο", "Εντευκτήριο", "Νέα Ευθύνη", "Νέα Συντέλεια", "Φάρμακο").
 
Μεταφράσεις
(2017)Campana, Dino, 1885-1932, Ορφικά άσματα, Περισπωμένη
(2014)Capossela, Vinicio, Τεφτέρι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2014)Camilleri, Andrea, 1925-, Το νόμισμα του Ακράγαντα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2014)Camilleri, Andrea, 1925-, Το νόμισμα του Ακράγαντα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013)Swahn, Jan Henrik, 1959-, Τα μηχανάκια του Μανόλη, Εντευκτήριο