Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Προβληματισμός σε τόνο allegro ma non troppo





της Νότας Χρυσίνα

Όσοι ακούν εκπομπές για το βιβλίο ή διαβάζουν είναι οι ιδανικοί αναγνώστες ή είναι οι αναγνώστες καταναλωτές; Εάν είναι κάτι ενδιάμεσο πώς θα το ορίζαμε και εάν είναι δυνατή η καταγραφή του αναγνωστικού κοινού ποια θα είναι τα κριτήρια που θα κατηγοριοποιήσουν το κοινό και ποιος θα τα θέσει; Είναι σημαντικό να γνωρίζεις την ποίηση και την λογοτεχνία ή να γνωρίζεις τα ονόματα των ποιητών και λογοτεχνών; Λες διαβάζω αλλά τι εννοεί ο καθένας μας με αυτό; Διαβάζω σημαίνει ολοκληρώνω ένα βιβλίο ή το μελετώ ως θέμα ως γραφή και ως λογοτεχνικό είδος; Προλαβαίνεις μέσα σε μερικές μέρες να διαβάσεις ένα βιβλίο; Ή Διαβάζω σημαίνει αυτό που έμαθες στο σχολείο δηλαδή αποστηθίζω πέντε βασικά σημεία και το βάζω στο ράφι; Οι μαθητές τα έσχιζαν μετά το τέλος της χρονιάς. Οι αναγνώστες άραγε τι τα κάνουν;

από το χρονολόγιο του φέισμπουκ 

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

"Οι Επισκέπτες" του Δημήτρη Τερζή




επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com



“The House with Cracked Walls”, Paul Cézanne (1892-1894)




Οι Επισκέπτες


   Το σπίτι ήταν χτισμένο στη μέση της πλαγιάς, σαν σκούρος λεκές σε γκρίζο χαλί το χειμώνα που χρυσοπρασίνιζε το καλοκαίρι. Σαν στεκόσουν στην απέναντι πλαγιά έβλεπες τα ζωντανά ν' απλώνονται ως κάτω στην πεδιάδα, σταχτόμαυρα κι άσπρα σημάδια σε μια θάλασσα από πυκνά χορτάρια που τα χτένιζε ο αέρας.
     Εκεί συνήθιζα να κάθομαι με τις ώρες παλεύοντας ν' αντικρίσω έστω για λίγο τη θάλασσα στην άλλη άκρη του ορίζοντα. Τις περισσότερες φορές βέβαια, αν όχι όλες, επέστρεφα σπίτι μονάχα με το μπλε τ΄ ουρανού στα μάτια, αυτό της άλλης θάλασσας, της ουράνιας που ήταν το ίδιο απρόσιτη σε μένα όπως και η πραγματική. 
     Απ' την απέναντι πλαγιά έβλεπα κάθε τόσο και τους μουσαφίρηδες που ανέβαζε ο πατέρας μου στο σπίτι μας απ' το φιδογυριστό μονοπάτι. «Μουσαφίρηδες», φώναζε από μακριά, μια φωνή που ακουγόταν μόνο μια φορά κι  έφτανε να ειδοποιήσει τη μάνα μου στο πλυσταριό ή στο φούρνο, όπου και αν στεκόταν εκείνη την ώρα, κι έφτανε να τη σουλουπώσει, να φτιάξει το μαντήλι ή την μπροστέλα για να βγει στην εξώπορτα να καλωσορίσει. 
     Επισκέπτες τούς έλεγε η μάνα μου, μια λέξη τόσο ξένη σ' εκείνο τον κόσμο που μοσχομύριζε η ρίγανη και που η κοπριά σου' τσουζε τα μάτια. Άγνωστη λέξη σε τούτο τον τόπο της ερημιάς που ακόμα και τα δέντρα τα τ' αποκαλείς με ονόματα που τους έβγαλες εσύ ή σαν παραπονιέσαι στο ποτάμι γιατί το νερό του είναι τόσο παγωμένο ακόμα κι ας έφτασε το μεσοκαλόκαιρο. Επισκέπτες ανάμεσα στην Μαρίκα την κατσίκα ή τον Μπιρμπίλη τον τράγο; Όχι. Μουσαφίρηδες ήταν, μια λέξη πιο ζεστή, πιο οικεία και ας μην τους είχαμε απαντήσει ξανά ποτέ στη ζωή μας και ας μην τους ξαναβλέπαμε ποτέ. Ο πατέρας μου είχε δίκιο. 
    Τούτοι οι μουσαφίρηδες ήταν το απροσδόκητο που κρατάει λίγο, τόσο λίγο αλλά που φτάνει να σε γεμίσει για μέρες. Να μυρίσεις τον μουσαφίρη, να αφήσεις τα μάτια σου να ροβολήσουν σε κάθε καμπύλη και χαράδρα του προσώπου του, να στήσεις αυτί για τον ψίθυρο του που άλλοτε γίνεται βαριά φωνή, η φωνή του, να μετρήσεις την κοψιά του και πάνω απ' όλα να' σαι κει για να μην χάσεις λέξη απ' όσα έχει να πει.  
     - Κρασί και μεζέ γυναίκα, φώναζε ο πατέρας και κάπως έτσι άρχιζε η γιορτή. 
     Δεν προλάβαιναν να καταπιούν την πρώτη μπουκιά σαν ακούγονταν τα σφυρίγματα του σέμπρου μας που ανέβαζε το κοπάδι νωρίτερα απ' το συνηθισμένο. Τότε ο πατέρας μου σηκωνόταν, έβγαινε στην αυλή και μου' λεγε: «Πες του να ξανακατέβει μην τον πάρει ο διάλος. Είναι νωρίς ακόμα. Τρέχα, έφτυσα!»
     
Κι εγώ, θυμωμένος που θα έχανα την αρχή της ιστορίας υπάκουα και ήταν ο θυμός για το σέμπρο μας εκείνος που μου λαμπάδιαζε τα πόδια και μ' έκανε να τρέχω σαν δαιμονισμένος την πλαγιά ώσπου να τον φτάσω και να του πω, «γύρνα! Ο πατέρας είπε να γυρίσεις πίσω»! Ήταν πάλι κάτι φορές που ο πατέρας είχε τις καλοσύνες του και στο «έφτυσα», είχε μετανιώσει και με γύριζε πίσω, σιγομουρμουρίζοντας, «άστονε, θ' αλλάξει ο καιρός, ας τα φέρει». Σπάνια ο καιρός άλλαζε εκείνη τη μέρα αλλά εγώ ποτέ δεν ρωτούσα το πως και το γιατί, μου' φτανε που θ' άκουγα την ιστορία του μουσαφίρη μας απ' την αρχή.
     Έπαιρνα τη θέση μου στην άκρη του τζακιού, σγαρλίζοντας αδιάφορα τη φωτιά για να μην με πάρουν χαμπάρι πως στήνω αυτί στις κουβέντες τους. Ερχόταν κι απόσωνε η φωτιά με τόσο παίδεμα. Η μάνα μου βρισκόταν στο πλάι μου, έπαιρνε τη μασιά απ' τα χέρια μου κι έριχνε κι άλλο ξύλο στη φωτιά. Όλα αυτά γίνονταν σιωπηλά, εν είδη κάποιας μυστικής τελετουργίας που ουδέποτε ξέφευγε απ΄ το τυπικό της. Ο ρόλος μας δεν ήταν να μιλάμε αλλά μόνο ν' ακούμε. Ανάμεσα στα πλαταγίσματα των χειλιών, στις μικρές κραυγές ευφορίας για το γλυκόπιοτο κρασί και το καλομαγειρεμένο φαί, ο μουσαφίρης άνοιγε το στόμα του και μιλούσε.
     Κάπως έτσι έμαθα για τη ζωή πέρα απ' τον κάμπο, για τη θάλασσα με τα μεγάλα καράβια που κολυμπάνε σ' αυτήν και δεν βουλιάζουν, για πόλεις μακρινές με κτήρια από ατσάλι και μεγάλα παράθυρα που λαμποκοπούσαν στην ήλιο, γι' ανθρώπους μιλούνια που δεν είναι σαν κι εμάς αλλά μοιάζουν με μας, έχουν μύτη, στόμα, μάτια κι αυτιά. Αλλά δεν είναι σαν κι εμάς. Αυτό το καταλάβαινα πολύ καλά, ήξερα ν' αναγνωρίζω τις φωνές των ανθρώπων σαν μιλούσαν, είναι σαν τον άνεμο που κατεβαίνει στην πλαγιά ανάλογα με τα γούστα του. Άλλοτε ήρεμος, παιχνιδιάρης, άλλοτε θυμωμένος σα να θέλει να σε πάρει μαζί του και σ' άλλες δόσεις εκδικητικός, έτοιμος να σε ξυρίσει, να σε κόψει στα δύο όπου σε πετύχει. Γνώριζα λοιπόν καλά τις φωνές των ανθρώπων. Ήταν σπάνιες στην πλαγιά μας.
     - Να στείλεις το παιδί στο κατηχητικό, ορμήνεψε μια φορά ένας κοσμοκαλόγερος τον πατέρα μου, στο πέμπτο ή έκτο ποτήρι κρασί. 
     - Πιες και φάε κι άσε το παιδί στην ησυχία του, απάντησε εκείνος.
     - Το Χριστό σου μπαγάσα, πάς να με μεθύσεις κι όλο με κερνάς κρασί; Το ράσο μου κοίτα!
     - Αυτή είναι η υποκρισία του κόσμου! Τη βλέπεις; Τη νοιώθεις; αντιγύρισε ο πατέρας μου σε μένα με τα μάτια του να λαμπυρίζουν τη φωτιά.
     - Διάολε, εσύ και το κρασί σου! παραπονέθηκε ο γέροντας αδειάζοντας μονορούφι το ποτήρι. 
     Κατηχητικό δεν ήξερα τι είναι, μήτε σχολείο. 
     Απ' τα μέσα του Νοέμβρη ως τα τέλη του Μάρτη δεν είχαμε μουσαφίρηδες στο σπίτι. Ο πατέρας κατέβαινε πιο αραιά στα πεδινά με τ' άλογο και γύριζε μόνος, κουβαλώντας τα χρειαζούμενα που δεν μπορούσαν να μάς προσφέρουν η γη και τα ζωντανά μας. Ήταν εκείνα τα ατελείωτα βράδια που τον παρατηρούσα να κάθεται μόνος του στο τραπέζι με μια κούπα κρασί να στάζει στο παχύ του μούσι, να μουρμουρίζει σκοπούς θαλασσινούς, αυτός, ένας βουνίσιος, και να τον πιάνει ένας καημός που γινότανε βρόγχος κι ακουγότανε σαν το σκυλί μας όταν πάλευε ώρες και στιγμές να σπάσει την αλυσίδα που ήταν δεμένο στο απάγκιο. 
     Πολλές φορές το ξημέρωμα τον έβρισκε στην ίδια θέση. 
     Κι η μάνα μου; Ώρες, ώρες ένοιωθα πως τούτη η γυναίκα δεν ήταν μάνα μου. Δεν με γέννησε αυτή, απλώς ανέλαβε το καθήκον να με ντύνει, να με πλένει και να με ταΐζει. Δεν μύρισα ποτέ τον κόρφο της μάνας μου, δεν χάθηκα ποτέ στην αγκαλιά της, δεν ψιθύρισε στ' αυτί μου λόγια αγάπης που μόνο η μάνα ξέρει να πει. Όλα τούτα τα' μαθα αργότερα, με το ανάλογο κόστος που σου αφήνουν εκείνα που σου λείπουν επειδή δεν τα γνώρισες ποτέ. Είναι το ένστικτο που μετράει τις απουσίες. Είναι που νοιώθεις μισοτελειωμένος σαν βγεις στον κόσμο. Σαν να μην ήσουν έτοιμος γιατί δεν σε προετοίμασε κανείς. Σκιά ήταν η μάνα μου. Κι ακόμα σκιά τη νοιώθω, βαριά, απ' εκείνες που σου πλακώνουν την ψυχή με την τόσο ζωντανή απουσία τους.
     - Έχουμε κάνει στη θάλασσα με τον πατέρα σου. 
     Ο μουσαφίρης τούτη τη φορά ήρθε Αύγουστο μήνα με τις καμπάνες της Παναγίας που αντηχούσαν σ' όλη την κοιλάδα. Είχε το ποτήρι στο χέρι άδειο και δεν έλεγε να το ξαναγεμίσει. Έλειπε κι ο πατέρας μου, πήγε να διαολοστείλει το σέμπρο που αψήφησε τις διαταγές του και γύρισε ξανά νωρίς με το κοπάδι. Είχε το ποτήρι στο χέρι και το' παιζε, το γύριζε στα δάχτυλά του και μου φάνηκε σαν ένα δάκρυ να κύλησε και να' σταξε μέσα. Έκανε μια κίνηση σα να' πινε. Σαν δεν έχεις θάλασσα να πιεις, σου φτάνει και το δάκρυ. 
    - Πάει καιρός τώρα, είπε μόνο και βγήκε έξω.
     Πέρασαν πολλοί μουσαφίρηδες απ' το μέρος μας στα χρόνια που θυμάμαι. Μπορώ να τους ξεχωρίσω έναν προς έναν ακόμα και σήμερα. Νέους και μεγάλους, λωλούς και σπουδαγμένους, όλοι όσοι δέχθηκαν το κέρασμα του πατέρα μου κι ανέβηκαν ψηλά ώστε ν' αντικρίσουν τη γη όπως μόνο ο Θεός το κάνει, να μεθύσουν με το νέκταρ και να γευτούν την αμβροσία. Να σταθούν για λίγο σα μικροί θεοί που διαφεντεύουν τον κόσμο, χορτάτοι και φτασμένοι. Κι ήταν όλοι άντρες.
     Τη γυναίκα την έφερε ο πατέρας ένα απομεσήμερο του Οκτώβρη σαν ο ήλιος γύριζε στην πλαγιά κουρασμένος από την τόση κάψα που πότισε το καλοκαίρι. Έκοβα ξύλα για το χειμώνα, ήμουν άντρας σωστός πια, έτσι ένοιωθα τις νύχτες και τις μέρες, βίωνα το πέρασμα, την αλλαγή στον κόσμο, δεν μ' ένοιαζε το τρέξιμο στις πλαγιές πια, ούτε το κολύμπι στο ποτάμι, δεν μιλούσα στα δέντρα παρ' όλο που εκείνα σιωπηλά με άκουγαν σαν μονολογούσα, σαν έψαχνα άλλο ένα κομμάτι που μου' λειπε μα δεν ήξερα ποιο είναι. 
      - Μάλλιασαν τ' αχαμνά του πια. Ήρθε ο καιρός του, είχα ακούσει τον πατέρα μου να λέει στη μάνα μου ένα πρωί που με νόμιζαν στη στάνη. Σκιά εκείνη, δεν μίλησε, μόνο θρόϊσε και βγήκε στην αυλή της να ταΐσει τις κότες.
     Είχε περάσει απ' την πρώτη νιότη, ήταν τσουπωτή, με πιασίματα, με βαρβάτα στήθη που μου θύμισαν κανάτια αφθονίας, που τα βάζεις στο στόμα και δεν σταματάς να πίνεις μέχρι και την τελευταία σταγόνα. Μόνο που τούτα τα κανάτια δεν στέρευαν ποτέ. 
     - Κρασί και μεζέ, είπε ο πατέρας και μου' κανε νόημα να μπω μέσα, ξεχνώντας για μια φορά το σέμπρο που ακουγόταν να σφυρίζει στην πλαγιά καλώντας τα ζωντανά στη στάνη. 
     Πήγα να καθίσω στο τζάκι, έφτανε ένα μουγκρητό του πατέρα μου για να καταλάβω πως το τζάκι θα ήταν μια ανάμνηση πια και η θέση μου εκεί το ίδιο, στο τραπέζι έπρεπε να κάτσω, απέναντί του, σαν όμοιος προς όμοιο πια, σαν άντρας με άντρα. Συνεννοημένη η μάνα μου έφερε τρία ποτήρια στο τραπέζι, έκοψε τρεις μερίδες παστό, τρία πιρούνια και μαχαίρια, όλα παστρικά καμωμένα, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα τούτη τη μέρα. Είχαμε επισκέπτες.
     - Η κυρά ήρθε να σε γνωρίσει, είπε ο πατέρας μου σαν κατέβασε το πρώτο ποτήρι. 
     Η γυναίκα με κοίταζε κι έκοβε μικρές μπουκιές απ' το ψωμί της που τις έκανε μπαλάκια ζύμης και τ' άφηνε στο πιάτο της. Μύριζε όμορφα. Πιο όμορφα κι απ' τα δέντρα. 
     - Ιγκώ πρέπει να φύγκω το βράντι.
    Ξένη λοιπόν. Ήταν μια ξενομερίτισα, γεννημένη μακριά απ' τον τόπο μας, ποιος ξέρει τι και πως και που. 
     - Θα φύγεις μωρέ. Μη σκιάζεσαι. Θα σε κατεβάσει ο σέμπρος με τ' άλογο, την καθησύχασε ο πατέρας μου. 
     - Πάμι; 
     Την ερώτηση την έκανε σε μένα, λες και ήξερα από πριν τι θα γινόταν, λες και γνώριζα τη νομοτέλεια των πραγμάτων που αντιπροσώπευαν το λόγο της παρουσίας της εκεί. Σηκώθηκα δίχως να ξέρω πραγματικά το γιατί. Σηκώθηκε κι εκείνη.
     - Δεν κρατιέσαι ε; κάγχασε ο πατέρας. Ας είναι, θα πιω μόνος. Γυναίκα!
     Η σκιά της περίμενε στην πόρτα. Αμίλητα μας οδήγησε στη σοφίτα, στο στρώμα που' χε στρωθεί με καθαρά ρούχα πλάι στο φεγγίτη, εκεί που στεκόμουνα μικρός και χάζευα τ' αστέρια στη νύχτα. Έφυγε ακροπατώντας όπως πάντα. 

    Όλα τούτα τα θυμήθηκα απόψε που το καράβι μας έπιασε στο λιμάνι που κάποιοι πειρατές  σφήνωσαν με καλέμι και αμόνι τα παλιά χρόνια, ανάμεσα σε τούτα τ' απόκρημνα βράχια του βουνού μου. Απ' την άλλη μεριά είναι η πλαγιά μου. Η στάνη μου. Ο τάφος του πατέρα και της μάνας μου. Το έρημο κοτέτσι, η αλυσίδα του σκύλου που σκουριάζει στην ήλιο. 
     Ο σέμπρος το' σκασε μαζί μου εκείνον τον Οκτώβρη, δυο μέρες μετά που γύρισε τη γυναίκα στην πεδιάδα. Στο δρόμο την δοκίμασε κι εκείνος λιώνοντας τα χαμόκλαδα με το βάρος των κορμιών τους. Άτιμο το πράμα της γυναίκας. Σε θολώνει, σ' αφιονίζει, σε σπρώχνει στα Τάρταρα και σ' ανυψώνει στον Παράδεισο. Όλα αυτά μαζί κι ακόμα παραπάνω. Μα ήτανε μόνο η αφορμή να φύγω στα κρυφά, τώρα το ξέρω καλά αυτό. Στα χρόνια που πέρασαν έστειλα λεφτά και δέματα και δώρα, εκλιπαρώντας για τη γονική συγγνώμη που δεν έφτασε ποτέ στ' αυτιά μου. Και σαν πιάναμε στο λιμάνι κάποιες φορές κι έπαιρνα άδεια να φτάσω ως την πεδιάδα, στεκόμουν στη ρίζα του δρόμου, εκεί που το φιδίσιο του κορμί ανηφόριζε στην πλαγιά και δεν προχωρούσα παραπάνω. Ο πατέρας μου έμαθα, δεν κατέβαινε πια, αλλοίμονο πώς ζούσαν εκεί πάνω, κανείς δεν γνώριζε και κανείς δεν ήθελε να μάθει. 
     Πλήρωσα κι έστειλα ανθρώπους να τους ψάξουν. Μου στείλανε μήνυμα πως τους θάψανε πίσω απ' το σπίτι, κάτω απ' τις βελανιδιές που οι κορφές τους αυλάκωναν τον ουρανό. 
     Ποιος θα θάψει εμένα δεν το ξέρω και ούτε με νοιάζει. Η ζωή κύκλους κάνει κι εγώ τώρα βαρέθηκα το πέρα δώθε του βαποριού, τη ληγμένη κονσέρβα και τα μακρινά λιμάνια. Η αλμύρα πότισε τα κόκαλά μου και δεν τα νοιώθω. Κι ο κόσμος; Τι να μου πει ο κόσμος πια; Λέω λοιπόν να σταθώ, να ξαποστάσω. Ν' ανέβω στην πλαγιά ξανά, ν' αγγίξω το σκουροφαγωμένο ξύλο και τη φαγωμένη πέτρα, να κάνω ένα σταυρό πάνω απ' τους τάφους και ν' αντικρίσω τον κόσμο από ψηλά. Μικρός θεός να γίνω. Χορτασμένος και φτασμένος όπως είμαι να διαφεντεύω τον κόσμο.



Γεννήθηκε το 1974 σε μια παραθαλάσσια γωνιά της Πελοποννήσου κι έστησε την πρώτη του ιστορία στην ηλικία των 8 ετών με αναγνώστη - μοναδικό και αδιαμαρτύρητο - την γιαγιά του. Τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώνοντας έμπλεξε με την δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Αθηναϊκή», «Τα Νέα», τους ραδιοφωνικούς σταθμούς «Αιγαίο FM» και «Κανάλι 1» του Πειραιά, ενώ τα τελευταία 3 χρόνια εργάζεται για λογαριασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών». Το 2013 κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις «Ιβίσκος» η συλλογή διηγημάτων του, «Το Τέλος Μιας Τέλειας Μέρας».

-----------------------------

* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ  lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr  και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

ΠΑΥΛΟΣ ΣΑΜΙΟΣ





http://www.samiospavlos.gr



Ο Παύλος Σάμιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948.
Από μικρός ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και το σχέδιο βοηθώντας τον πατέρα του στο εργαστήριο παπουτσιών.
Aγάπησε τη θρησκευτική ζωγραφική που τον κέρδισε από πολύ νωρίς και εργάστηκε στο εργαστήρι Αγιογραφίας του Διονύση Καρούσου μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στο Εργαστήρι του Πάνου Σαραφιανού και πέρασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Δάσκαλοί του ήταν ο Νίκος Νικολάου στο Προκαταρκτικό και ο Γιάννης Μόραλης στο Εργαστήριο Ζωγραφικής. Ο Νίκος Νικολάου είχε σαν αρχή το σχέδιο και την παράδοση της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης και ο Γιάννης Μόραλης εισήγαγε τους σπουδαστές του στη σύγχρονη τέχνη. Σπουδαίοι δάσκαλοι που τους οφείλει πολλά, όπως επίσης και στο Γιάννη Τσαρούχη. Είχε την ευκαιρία να τον γνωρίσει στο Παρίσι και να μάθει τόσα πολλά για την ελληνική παράδοση, μέσα από τα μάτια ενός μοναδικού ζωγράφου που στα πρώτα του έργα τον επηρέασε πολύ. Την ίδια εποχή ήταν στη μοναδική παρέα του «Μαγεμένου Αυλού», όπου ο Μάνος Χατζιδάκις, μάγος του λόγου και γνώστης της ανάγκης των νέων, τους έμαθε να σκέπτονται χωρίς όρια.
Από το 2000 είναι καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (Εργαστήριο παραδοσιακής ζωγραφικής fresco-βυζαντινές εικόνες-χειρόγραφα). Έχει ζωγραφίσει με την τεχνική του fresco πολλές μικρές εκκλησίες.
Οι ζωγραφικές εικόνες του Σάμιου βγαλμένες αρχικά από παιδικές και μετά από προσωπικές εμπειρίες θυμίζουν τους παλιούς παραμυθάδες που ο Άνθρωπος «Ήρωας» παίζει σαν ηθοποιός διάφορους ρόλους στα έργα του, που άλλοτε είναι ερωτικοί και άλλοτε ζούν μέσα σε κάποιο όνειρο της καθημερινότητας.


Ατελιέ : Ρεμούνδου 17 10446 Αθήνα
Τηλ. : 210 88 46 047
Κινητό : 6972 42 65 20
Email: pavlos@samiospavlos.gr



"Η Λογοκρισία στη λογοτεχνία"


Συζήτηση με θέμα: "Η Λογοκρισία στη λογοτεχνία" 
με τον Τίτο Πατρίκιο και τον Δημήτρη Ραυτόπουλο. 
Συντονίζει ο Πέτρος Μάρκαρης.




Bloomsday: Η «Οδύσσεια» του κυρίου Μπλουμ


Οι παροικούντες τη λογοτεχνική «Ιερουσαλήμ» γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο ιρλανδός συγγραφέας Τζέιμς Τζόυς (1882-1941) έχει τους πιο πιστούς και φανατικούς οπαδούς από κάθε άλλο ομότεχνό του. Οι λέσχες θαυμαστών του δραστηριοποιούνται σε περισσότερες από 60 χώρες του κόσμου και κάθε χρόνο πραγματοποιούν πληθώρα εκδηλώσεων για την προώθηση του έργου του.
Κεντρική θέση στις εκδηλώσεις κατέχει η Bloomsday, που δίνει αφορμή για λογοτεχνικές συζητήσεις και μία καλή δικαιολογία για καμιά «Γκίνες» παραπάνω. «Bloomsday» σημαίνει η «Ημέρα του Μπλουμ» και ο Λεοπόλδος Μπλουμ είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Τζόις «Οδυσσέας», που θεωρείται ίσως το κορυφαίο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα.
Ο Μπλουμ είναι ένας καθημερινός δουβλινέζος που ζει τη δική του Οδύσσεια, στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου. Μία και μόνη μέρα, η 16η Ιουνίου 1904, ήταν αρκετή στον ήρωα του μυθιστορήματος να αποκομίσει τόσες εμπειρίες, όσες δεν είχε αποκτήσει ποτέ στη ζωή του. Το βιβλίο του παρακολουθεί τις διαδρομές του Μπλουμ, ώρα με την ώρα, στους δρόμους, τα καταστήματα, τις παμπ, τις εκκλησιές και τα σπίτια με τα «κόκκινα φανάρια» του Δουβλίνου.
Επίκεντρο των εορτασμών κάθε χρόνο στις 16 Ιουνίου αποτελεί το Δουβλίνο, με λογοτεχνικές και παραλογοτεχνικές εκδηλώσεις, που περιλαμβάνουν αναγνώσεις του «Οδυσσέα», συμπόσια για τον Τζόυς, διαγωνισμούς με σωσίες του συγγραφέα, περιηγήσεις στις τοποθεσίες όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα και άφθονη κατανάλωση αλκοόλ στα εκατοντάδες μπαράκια του Δουβλίνου.
Πολλοί θαυμαστές του «Οδυσσέα» ακολουθούν τη διαδρομή του Λεοπόλδου Μπλουμ. Το μεσημέρι θα σταματήσουν για ένα ποτηράκι κρασί και ένα σάντουιτς με Γκοργκοντζόλα στο μπαρ του Ντέιβι Μπερν, όπως έκανε ο Μπλουμ, ενώ το απόγευμα θα περάσουν από το ξενοδοχείο Όρμοντ για ένα ποτήρι μπύρα, όπως ακριβώς έκανε και ο ήρωας στο κεφάλαιο των «Σειρήνων».
Τα χρόνια που πέρασαν από το 1904 έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους στο Δουβλίνο. Το σπίτι του Μπλουμ στον αριθμό 7 της Εκλις Στριτ δεν υπάρχει, ενώ η συνοικία με τα «κόκκινα φανάρια», που πρωταγωνιστεί στο κεφάλαιο της «Κίρκης», έχει κατεδαφιστεί.
Ο Τζέιμς Τζόυς είναι πλέον ένα ποπ είδωλο... Ως τέτοιο τον αντιμετωπίζουν οι συμπατριώτες του και βεβαίως ως πηγή συναλλάγματος. Ο ίδιος, όμως, δεν έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα για τη συντηρητική Ιρλανδία: «Πόσο άρρωστος, άρρωστος, άρρωστος είμαι στο Δουβλίνο. Είναι η πόλη της αποτυχίας, της μνησικακίας και της δυστυχίας. Θα φύγω πολύ μακριά!» παραπονιόταν σε κάποια επιστολή του το 1909. Έφυγε κι έζησε τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του, έως το 1941 που πέθανε, σε πολλά μέρη της Ευρώπης: Τεργέστη, Ρώμη, Ζυρίχη και Παρίσι, όχι όμως στο Δουβλίνο.
Ο «Οδυσσέας» θεωρείται από την πλειονότητα των ειδικών ως το κορυφαίο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα, για την ιδιάζουσα χρήση της γλώσσας και τους νεωτερισμούς που ενσωμάτωσε στο κλασσικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Γράφτηκε από τον Τζέιμς Τζόυς το 1922, αλλά στα ελληνικά κυκλοφόρησε σε ολοκληρωμένη μορφή μόλις το 1990, από τις εκδόσεις «Κέδρος», σε μετάφραση Σωκράτη Καψάσκη.
Για όσους κινδυνέψουν να χαθούν στο λαβύρινθο των 820 σελίδων του «Οδυσσέα», υπάρχει ο «μίτος της Αριάδνης», στο βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου «Οδυσσέας. Οδηγός Ανάγνωσης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος».




Αφιέρωμα στον ποιητή Γιάννη Κοντό



"Δημιουργοί ἐν πλῷ" - ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΛΟΓΟΥ & ΤΕΧΝΗΣ
Νέος Κύκλος συναντήσεων 2016
Πρώτη συνάντηση: Αφιέρωμα στον ποιητή Γιάννη Κοντό.
Ένα χρόνο από την εκδημία του ποιητή (+21/1/2015),
στο πλαίσιο των συναντήσεων "Δημιουργοί ἐν πλῷ",
την Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016, στις 7 το βράδυ
ανάβουμε κερί στη μνήμη του!
Συνομήλικοί του και νεώτεροι ποιητές και φίλοι διαβάζουν ποιήματά του και θυμούνται.
Συμμετέχουν: Νάσος Βαγενάς, Μιχάλης Γκανάς, Δημήτρης Καλοκύρης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Θανάσης Θ.Νιάρχος, Κώστας Παπαγεωργίου, Αντώνης Φωστιέρης, Γιάννης Τζανετάκης, Σταμάτης Πολενάκης, Διονύσης Καραβασίλης, Μαριγώ Αλεξοπούλου, Αλέξης Μάινας,Θωμάς Τσαλαπάτης.
Επιμελείται και παρουσιάζει ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος.
Το νέο πρόγραμμα των συναντήσεων
για το 2016 θα ανακοινωθεί προσεχώς.
Eίσοδος ελεύθερη
βιβλιοπωλείο "ἐν πλῷ"
ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ 6-10,
ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ATRIUM, ΑΘΗΝΑ 106 79
Τ 211 11 98 900-1

Διήγησις Αλεξάνδρου

Διήγησις Αλεξάνδρου

14ος αιώνας

Περγαμηνός κώδικας, 32,00x24,00εκ.
ΑΕΙΒ, χγφ. αρ. 5, φφ. 1r-193v



Πρόκειται για κώδικα του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου του 14ου αιώνα, ο οποίος αποτελείται από 193 φύλλα περγαμηνής ενωμένα σε 23 τετράδια με διαστάσεις 0,32 x 0,24. Κοσμείται από 250 μικρογραφίες, οι οποίες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της σελίδας.

Μικρογραφίες

Πρόκειται για μικρογραφίες οι οποίες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της σελίδας που κοσμούν τον κώδικα του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου του 14ου αιώνα, ο οποίος αποτελείται από 193 φύλλα περγαμηνής ενωμένα σε 23 τετράδια με διαστάσεις 0,32 x 0,24.


Ο Αλέξανδρος μοιράζει στους αξιωματικούς του στρατεύματός του πανοπλίες από την οπλοθήκη του πατέρα του.

Ο Αλέξανδρος πείθει τους στρατηγούς του πατέρα του να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία του.
Ο Δαρείος στέλνει και πάλι απεσταλμένους ζητώντας την καταβολή των φόρων.

Ο Αλέξανδρος στέλνει με τον Αντίοχο το δόρυ του για το προσκυνήσουν οι απεσταλμένοι των Περσών.

Οι απεσταλμένοι του Δαρείου προσκυνούν το δόρυ του Αλεξάνδρου.



Οι απεσταλμένοι του Δαρείου υποβάλλουν τα σέβη τους στον Αλέξανδρο, ο οποίος περιστοιχίζεται από τους υπασπιστές του.



Οι απεσταλμένοι των Περσών επιστρέφουν στο Δαρείο και του αφηγούνται όλα όσα έγιναν.


                                             Ο Αλέξανδρος επιθεωρεί και καταμετρά το στράτευμά του.

Ο Αλέξανδρος επιτίθεται στη Θεσσαλία και ο τύραννός της του στέλνει δώρα.



Ο Αλέξανδρος εκστρατεύει κατά των άνω Σκυθών και τους κατατροπώνει.

Οι δώδεκα ρήτορες των Αθηνών, με εξαίρεση τον Διογένη και κάποιους άλλους αποφασίζουν ότι δεν θέλουν να συνομιλήσουν με τον Αλέξανδρο και διώχνουν τους απε-σταλμένους του.
Οι απεσταλμένοι επιστρέφουν στον Αλέξανδρο και τον ενημερώνουν για όσα συνέβησαν στην Αθήνα.


                                    Ο Αλέξανδρος καταλαμβάνει την Αθήνα.

         Τα μακεδονικά στρατεύματα καταστρέφουν την Αθήνα και ο Διογένης παρακαλεί τον Αλέξανδρο που τον επισκέπτεται, να παραμερίσει γιατί του κρύβει τον ήλιο.