Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Οι αρχές του Ρομαντισμού - Ο Ρομαντισμός στη Γαλλία


                                                             Eugene Delacroix

της Νότας Χρυσίνα

Στην Ιστορία της Λογοτεχνίας ως Ρομαντισμός χαρακτηρίζεται η περίοδος από τα τέλη του 18ου αιώνα ως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Αν και ήταν ευρωπαϊκό φαινόμενο, ο ρομαντισμός δεν εκδηλώθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες την ίδια χρονική στιγμή  και δεν είχε τα ίδια χαρακτηριστικά.[1] Το κίνημα του ρομαντισμού εμφανίστηκε στην Αγγλία και την Γερμανία αρχικά και στην Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία μετέπειτα.[2] Η διαφορετική φυσιογνωμία, η ετερογένεια και η αντιφατικότητα του φαινομένου μας επιβάλλει να μιλάμε για διαφορετικούς ρομαντισμούς.[3]
Το ρομαντικό κίνημα κάνει την εμφάνισή του στη Γερμανία γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα και στην Αγγλία με τη δημοσίευση του έργου των Άγγλων ποιητών Γουέρντσγουερθ και Κόλριτζ Λυρικές Μπαλάντες στα  1798. Είναι το αποκορύφωμα μιας μακράς εξελικτικής διαδικασίας που ξεκίνησε με τους προ-ρομαντικούς, αλλά παρουσιάζεται ένα καινούριο στοιχείο, η φαντασία. Η αντίληψη της δημιουργικής φαντασίας αλλάζει και από μιμητική που ήταν στον κλασικισμό μετατρέπεται σε εκφραστική στο ρομαντισμό.[4] Σύμφωνα με τον Σέλλεϋ «ποίηση είναι η έκφραση της φαντασίας, σύμφυτη με την καταγωγή του ανθρώπου».[5]
Επίσης, στον Πρόλογο των Λυρικών Μπαλάντων αναγγέλλεται «η χρήση μιας νέας πηγαίας γλώσσας που χρησιμοποιείται πραγματικά από τους ανθρώπους».[6] Ο Ρομαντισμός δεν ήταν απλά μια αλλαγή του τρόπου γραφής, ως αντίδραση στον κλασικισμό, αλλά η αφύπνιση της ευαισθησίας των Ευρωπαίων μπροστά στις ιστορικές εξελίξεις.[7]Επιπλέον, οι ήρωες των ρομαντικών είναι άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων καθώς στο νέο πολιτικό σκηνικό μετά την Γαλλική Επανάσταση (1789) έχουμε άνοδο της αστικής τάξης και την εμφάνιση του προλεταριάτου.[8]
Τα κοινά γνωρίσματα των Ευρωπαίων ρομαντικών εστιάζουν στο συναίσθημα, το οποίο θεωρούν ότι έχει απελευθερωτική δύναμη, την φαντασία, την ονειροπόληση και το μυστήριο και εγκαταλείπουν τον ορθολογικό τρόπο σκέψης και τον νεοκλασικισμό που είχε οδηγήσει σε αδιέξοδο.[9]
Αναλυτικότερα, ο ρομαντικός συγγραφέας εκμυστηρεύεται στον αναγνώστη του τις χαρές και τις λύπες του, σε μια έξαρση λυρισμού.[10] Ο  Γουέρτζγουερθ περιέγραψε την διαδικασία αυτή στον Πρόλογο του στις Λυρικές Μπαλάντες ως «το αυθόρμητο ξέσπασμα ισχυρών συναισθημάτων».[11] Η ευαισθησία είναι το βασικό χαρακτηριστικό του ρομαντικού δημιουργού και μέσα από την έκφρασή της ο ρομαντικός δημιουργός επιδιώκει την ισορροπία και την ολοκλήρωσή του.[12]
Η έμπνευση και η έκφραση της ατομικότητας μέσα από την φαντασία του ρομαντικού δημιουργού δεν δεσμεύεται από μορφικούς κανόνες και διακηρύσσει την απόλυτη ελευθερία του στην επιλογή θεμάτων και στον τρόπο που τα πραγματεύεται.[13] Στόχος του ρομαντικού δημιουργού είναι η αλήθεια η οποία είναι η πραγματική απεικόνιση της ζωής και της φύσης. Σύμφωνα με τον Ουγκώ στον Πρόλογο στον Κόμβελ, μανιφέστο του ρομαντισμού, «…υπάρχει το άσχημο πλάι στο ωραίο και το γκροτέσκο δίπλα στο υψηλό».[14]
 Οι μυστικιστικές τάσεις των ρομαντικών εκδηλώνονται στην στροφή προς την φύση την οποία ταυτίζουν κάποιες φορές με το θείο και παρομοιάζουν τις εναλλαγές της με τις ψυχικές διαθέσεις του ατόμου. Αναζητούν στην φύση απαντήσεις στα μεταφυσικά τους ερωτήματα. Κάποιοι ρομαντικοί δημιουργοί βλέπουν στην φύση την αλληλεξάρτηση των έμβιων όντων και η φύση αποκτά οντολογική υπόσταση.[15] Άλλοι επηρεάζονται από αυτήν και εμπνέονται. Κάποιες φορές η φύση εξιδανικεύεται.[16]Τέλος, η φύση μετατρέπεται σε σύμβολο των συγκινήσεων τους.[17]  Επίσης, τους απασχολεί η λεπτή διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου.[18]
Ο ρομαντικός δημιουργός αναζητά τις πηγές έμπνευσής του όχι στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αλλά στην ιστορία του κάθε λαού, με έμφαση στην ιστορία των βόρειων ευρωπαϊκών κρατών, ενώ συγχρόνως ανακαλύπτει τον Μεσαίωνα.[19] Οι συγγραφείς μιμούνταν πλέον τον Σαίξπηρ και τον Όσσιαν (ποίηση με στοιχεία κέλτικης λαϊκής παράδοσης).[20]Οι δύο αυτοί δημιουργοί ενσαρκώνουν την έννοια του ρομαντικού καλλιτέχνη ως ιδιοφυία που ήταν κομβική και συνδεόταν με την υψηλή αποστολή του ρομαντικού δημιουργού όπως εκφράζεται από τον Σέλλεϋ «οι σάλπιγγες είναι που ηχούν στη μάχη αγνοώντας τη δύναμη που εμπνέουν […].Οι ποιητές είναι οι ανεπίσημοι νομοθέτες του κόσμου».[21] Οι ρομαντικοί περιέβαλλαν τον δημιουργό με ένα σχεδόν μυστικιστικό κύρος.[22]Σύμφωνα με τον Βίκτορα Ουγκώ, αρχηγό της γαλλικής ρομαντικής σχολής, ο ποιητής εκφράζει τον κόσμο που τον περιβάλλει μέσα από την έκφραση της ατομικότητάς του. Επιπλέον, ο ποιητής θεωρείται μάρτυρας των γεγονότων της εποχής του.[23]
Πολλοί ρομαντικοί δημιουργοί εκφράζουν την αγωνία και την μελαγχολία του ατόμου που βιώνει τις έντονες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις που έχουν αντιφατικό χαρακτήρα καθώς το ανθρώπινο γένος οδηγείται σε τεχνική, οικονομική και πολιτική πρόοδο αλλά ταυτόχρονα βιώνει έντονες απογοητεύσεις στην καθημερινή πραγματικότητα που τον οδηγούν στην αναζήτηση σταθερών όπως η θρησκεία ή το παρελθόν, κυρίως τον Μεσαίωνα που προσφέρεται για ονειροπόληση, ή κάποιοι εμφανίζουν μελαγχολία και τάσεις αυτοκτονίας.[24]
Ο ρομαντικός δημιουργός εκφράζει τον ατομικισμό του με ποικίλους τρόπους ανάλογα με την προσωπικότητά του. Ο εξωστρεφής χαρακτήρας διαχωρίζει τον εαυτό του από την κοινωνία και παίρνει πολιτική θέση που έχει επαναστατικό χαρακτήρα. Η πολιτική πρόθεση του ρομαντισμού είχε εκδηλωθεί στη Γερμανία μέσα από το κίνημα Θύελλα και Ορμή (Sturm und Drang) και κυρίως στη Γαλλία στις επαναστατικές διακηρύξεις του Ουγκώ.[25]
Ο ρομαντισμός αρχίζει κάπως καθυστερημένα στη Γαλλία με τη δημοσίευση των Ποιητικών στοχασμών του Λαμαρτίν το 1820. Αρχικά υπάρχουν δύο ομάδες ρομαντικών δημιουργών με διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις. Μετά το 1827 όταν ο Ουγκώ δημοσιεύει το μανιφέστο του ρομαντισμού τον Πρόλογο στον Κρόμβελ, στον οποίο εκφράζει τη μεταστροφή προς τον φιλελευθερισμό, στέφεται αρχηγός της ρομαντικής σχολής.[26]
Ο ρομαντισμός στη Γαλλία δεν εστίασε στην φαντασία και τον ουσιαστικό ρόλο που έπαιξε στο κίνημα. Συγγενεύει περισσότερο με το γερμανικό προ-ρομαντικό κίνημα Θύελλα και Ορμή που είχε χαρακτήρα επαναστατικό.[27] Πρόκειται για μια καθολική αμφισβήτηση των αρχών, του περιεχομένου και των ειδών της λογοτεχνίας. Ριζική ήταν η αντιπαράθεσή του με την τραγωδία και την αρχή των τριών ενοτήτων, την κλασική αισθητική και την τυραννία του αλεξανδρινού στίχου. Ταυτόχρονα ήταν και μια εξέγερση ενάντια στην παλαιά τάξη πραγμάτων και τους θιασώτες της. Η ρομαντική κίνηση στην Γαλλία συνδέθηκε στενά με πολιτικές και θρησκευτικές διαμάχες καθώς το απολυταρχικό καθεστώς επέβαλε τις απόψεις του και στην λογοτεχνία σε σημείο να ταυτιστεί η κατάρρευσή του με τον νεοκλασικισμό. Ένα από τα συνθήματα της εποχής ήταν: «Για μια καινούρια κοινωνία, μια καινούρια λογοτεχνία». Πολλοί ρομαντικοί δημιουργοί εμπλέκονται και με την πολιτική Λαμαρτίν, Ουγκώ).[28]
Το θέατρο κατακτήθηκε το 1830, χρονιά που ανεβάστηκε το έργο Ερνάνη του Βίκτορα Ουγκώ. Στον Πρόλογο του Ερνάνη ο Ουγκώ ορίζει τον ρομαντισμό ως «τον φιλελευθερισμό στη λογοτεχνία». Έχοντας βαθιά πίστη στην εκπολιτιστική αποστολή του ποιητή ο Ουγκώ και οι Γάλλοι ποιητές επιθυμούν να φέρουν τη λογοτεχνία σε επαφή με τις λαϊκές μάζες, αυτό ακριβώς που φοβόταν η αστική τάξη.[29]Κεντρικό θέμα είναι η αγωνία για την μοίρα της ανθρωπότητας. Στο θέατρο και στο ιστορικό δράμα αναδεικνύονται οι μεταμορφώσεις της σύγχρονης κοινωνίας συγκρινόμενη με το παρελθόν και ιδιαίτερα τον Μεσαίωνα.[30]






[1] Καρακάση Κ., κ.ά., « Το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα: Ρομαντισμός» στο Ιστορία της Ευρωπαïκής Λογοτεχνίας. Ιστορία της Ευρωπαïκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου αιώνα έως τον 20ό αιώνα, τόμος Β, επιμ. Προβατά Δ., εκδ. Ε.Α. Π., 2η έκδοση, Πάτρα 2008, σσ. 82-83.
[2]  Λήμμα "Ρομαντισμός", εγκυκλ. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 52, Αθήνα 1992, σσ. 204-208.
[3] Ό.π., σσ. 82-83.
[4]Lilian R. Furst, Ρομαντισμός, Μετάφραση Ιουλιέττα Ράλλη - Καίτη Χατζηδήμου, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1974 (Η γλώσσα της κριτικής, >αρ. 11< (11.html)), σσ. 9, 21-24,54-82.
[5] Σέλλεϋ, Υπεράσπιση της ποίησης, Μετάφραση Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Αθήνα, εκδ. Ύψιλον, σσ. 21-36, 69-88.
[6] Ό.π., σελ. 83.
[7] Ό.π., σσ. 81-82.
[8] Ό.π., σελ. 82.
[9] Ό.π., σ. σ, 82-83.
[10] Ό.π., σελ. 83.
[11] Travers M., Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαική Λογοτεχνία, από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο,μτφρ. Ναούμ Ι- Παπαηλιάδη Μ., επιμ. Καγιαλής Τ.,  εκδ. Βιβλιόραμα, 2η έκδοση,  Αθήνα 2005, σελ. 62.
[12] Ό.π., σελ. 84.
[13] Ό.π., σελ. 84.
[14] Victor Hugo (μτφ. Ανδρέας Ανδρεόπουλος), "Το μανιφέστο του ρομαντισμού (πρόλογος στον 'Κρόμβελ')", Νέα Εστία 110, τχ. 1307 (Χριστούγεννα 1981, αφιέρωμα στα εκατόν πενήντα χρόνια του ελληνικού ρομαντισμού) 136-137, 138, 140, 141-142, 144-145, 146-147
[15] Travers M., ό.π., σσ. 84-85.
[16] Ό.π., σελ. 103.
[17] Ό.π., σελ. 115.
[18] Travers M., ό.π.,σσ 101-104.
[19] Ό.π., σελ. 83.
[20]  Λήμμα "Ρομαντισμός", εγκυκλ. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 52, Αθήνα 1992, σσ. 204-208.

[21] Travers M, ό.π., σελ. 60.
[22] Travers M, ό.π., σελ 56.
[23] Ό.π., σελ. 84.
[24] Ό.π., σσ.84- 86.
[25] Travers M, ό.π., σελ.65 & 74
[26] Ό.π., σελ. 89.
[27] Lilian R. Furst, Ρομαντισμός, Μετάφραση Ιουλιέττα Ράλλη - Καίτη Χατζηδήμου, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1974 (Η Γλώσσα της Κριτικής, σσ. 66-70.
http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/education/european/movements/romanticism/02.html?dbX_sid=2en0r3n3ok3nk02rrv5kr5a904
[28] Ό.π., σελ. 89.
[29] Ό.π., σελ. 89.
[30] Ό.π., σελ. 110.

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ – ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ



της Νότας Χρυσίνα

Ο Λουκιανός (περίπου 120 -180 μ.Χ.) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Δεύτερης Σοφιστικής», όρος που υιοθετήθηκε εξαιτίας της σύζευξης της φιλοσοφίας και ρητορικής στο πνευματικό και παιδευτικό ιδεώδες της αυτοκρατορικής περιόδου.
Ο Λουκιανός ακολούθησε στην αρχή τον δρόμο του σοφιστικού μεγαλόσχημου ρήτορα με μεγάλη επιτυχία. Από την περίοδο αυτή σώζονται αρκετά έργα του.
Υπερβαίνοντας τις ρητορικές καταβολές του, κατάφερε να συνδυάσει λογοτεχνικά είδη που υπήρχαν και να δημιουργήσει ένα δικό του εκφραστικό μέσο, τον σατιρικό διάλογο.[1]  Ο διάλογός του με το πείραγμα, την πολεμική, με το γέλιο της περιφρόνησης, με το δηκτικό γέλιο υπηρέτησε την καθημερινότητα. Έχει στόχο να ψυχαγωγήσει και να σατιρίσει την κοινωνία της εποχής του, έστω και αν μιλάει για την εποχή αυτή με πρόσωπα και πράγματα του παρελθόντος.
Προσφέρει γέλιο με ύφος σοβαρό, μιλάει με αστείο τρόπο για τα σοβαρά εκφράζοντας αυτό για το οποίο στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν τον όρο σπουδογέλοιος (μείξη σοβαρού και αστείου). Το σοβαρό (σπουδαίον) έλκει την καταγωγή του από τον διάλογο, που εκπροσωπεί τον πεζό λόγο, και το αστείο (γελοίον) από την κωμωδία, που εκπροσωπεί τον έμμετρο λόγο. Αντιπροσωπευτικός διάλογος του είδους είναι ο Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος με πρωταγωνιστή τον Μένιππο, που επισκέφτηκε τον Άδη και τον Όλυμπο.

«Ούτε ένα στάδιο δεν είχα ανέβει και η σελήνη «Μένιππε», μου λέει με φωνή γυναίκας, «σε παρακαλώ, μπορείς να με διευκολύνεις σε κάτι  με τον Δία;» «Μια απλή παραγγελία θα μεταφέρεις»
Λουκιανός Ικαρομένιππος §§ 20-21

Ο Λουκιανός σατιρίζει τους φιλοσόφους, που με την υποκρισία τους και τον τρόπο ζωής τους ευτέλισαν τη διδασκαλία των φιλοσοφικών σχολών.

«έχω απαυδήσει πιά, Μένιππε, ν’ακούω τα πολλά και φοβερά από τους φιλοσόφους…»  
….
«πόσα δεν ξέρω εγώ γι’αυτούς, πράξεις αισχρές και κατάπτυστες που κάνουν τη νύχτα εκείνοι που την ημέρα εμφανίζονται σοβαροί και ανδροπρεπείς…καμάρι των πολιτών…σκεπάζω το πρόσωπό μου για να μη δείξω στον κόσμο γέρους ανθρώπους να ντροπιάζουν την αρετή και το μακρύ τους γένι.»
….
«να εξοντώσει τους φυσικούς, να φιμώσει τους διαλεκτικούς, να ανασκάψει τη Στοά, να πυρπολήσει την Ακαδημία και να σταματήσει τις συζητήσεις στους Περιπάτους»
Λουκιανός Ικαρομένιππος §§ 20-21 μτφρ. Α.Σιδέρη


Στους Μενίππειους διαλόγους ανήκουν και οι Νεκρικοί Διάλογοι. Ο Λουκιανός παρουσιάζει διαλογικά στιγμιότυπα στα οποία συμμετέχουν γνωστές προσωπικότητες που έχουν πεθάνει και βρίσκονται στον Άδη. Η ιδέα που κυριαρχεί είναι ότι η ευτυχία σε αυτόν τον κόσμο είναι πρόσκαιρη, ενώ στον Κάτω κόσμο οι νεκροί είναι όλοι ίσοι. [2] 
Στους Νεκρικούς Διαλόγους 2 ο διάλογος διεξάγεται μεταξύ του Χάρωνα και του κυνικού φιλοσόφου Μένιππου. Η κυνική λαϊκή φιλοσοφία  επιδρούσε στον Λουκιανό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία της εποχής του.[3]  

«Χάρων: Πλήρωσε, σου λέω, που σε πέρασα από τη λίμνη!
 Μένιππος: Δεν μπορείς να πάρεις από όποιον δεν έχει.
Χάρων: Δεν ήξερες ότι έπρεπε να φέρεις τα ναύλα σου μαζί σου;
Μένιππος: Το ήξερα, αλλά δεν είχα. Κι’ύστερα; Έπρεπε γι’αυτό να μην πεθάνω;».
Λουκιανός Νεκρικοί Διάλογοι 2

Στους σατιρικούς του διαλόγους χρησιμοποίησε στοιχεία των σωκρατικών πλατωνικών διαλόγων και της κωμωδίας. Ο Λουκιανός ρίχνει τα πιο ακονισμένα βέλη του εναντίον της θρησκείας, της παράδοσης και του μύθου, στον οποίο αντιθέτει την ευτυχία αυτών που είναι ολιγαρκείς, προς την ξιπασιά και την ιδιοτροπία των πλουσίων.[4]

«Χάρων: Βρε Ερμή, από πού μας τον έφερες αυτόν τον σκύλο; Ο μόνος που τραγουδούσε όταν εκείνοι έκλαιγαν!
Ερμής: Μα δεν ξέρεις, Χάρων, ποιόν κουβάλησες με τη βάρκα σου; Έναν άνθρωπο αληθινά ελεύθερο. Είναι ο Μένιππος!
Χάρων: Εσύ μόνο λοιπόν θα καυχιέσαι πως πέρασες τζάμπα;
Μένιππος: Καθόλου τζάμπα…ήμουν ο μόνος που δεν έκλαιγα!
Χάρων: Πρέπει να δώσεις οβολό, είναι νόμος.
Μένιππος: Τότε ξαναγύρισέ με στη ζωή.»
Λουκιανός Νεκρικοί Διάλογοι 2

 Η ειρωνική απλοϊκότητα του Λουκιανού παίζει με θέματα που πρόσφερε με αφθονία η κλασσική ποίηση. Ο μύθος για το Λουκιανό σημαίνει λίγη πραγματικότητα, ωστόσο μένει στην λεωφόρο των πασίγνωστων πραγμάτων και δεν αναζητά απομακρυσμένους τοπικούς θρύλους για να πραγματώσει το λόγιο παιγνίδι του με αυτούς.
Η φιλοσοφία και ιδιαίτερα ο σκεπτικισμός του Λουκιανού μέσα από τις ιδέες των Στωικών, Κυνικών και Επικούρειων γίνεται φανερός σε αρκετά έργα του.
«Στον γλωσσικό τομέα η επιμέλεια και το γούστο έδωσαν σ’ αυτόν τον μη Έλληνα μιαν καταπληκτική κατοχή της αττικής γλώσσας, η οποία με την ομαλή χάρη του ύφους του παίρνει κοντά του κάποια ζωή».[5]
Ο Λουκιανός σατίρισε τον υπεραττικισμό, καθώς ο ίδιος εκφράστηκε με μετρημένο αττικό λόγο. Η επίδραση του ύφους του Λουκιανού στηρίχθηκε στο μέτρο[S1] .




[1] Ε. Ηλιάδου, «Λουκιανός» στο Βερτουδάκης Β. – Ηλιάδου Ε., κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Β´, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001, σελ. 199.
[2] Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Παράλληλα Κείμενα, Ο.Ε.Δ.Β., Πάτρα 2009,
κείμενο αρ. 231, σελ.403.
[3] Lesky A., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Τσοπανάκη Γ. Α., εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 1148.
[4] Στο ίδιο, σελ. 1149.
[5] Ό.π., σ.σ. 1147-1149.






 [S1]Το σχόλιο αυτό μάλλον περισσεύει δεδομένου ότι τα κείμενα εξετάζονται από μετάφραση και όχι στο πρωτότυπο!

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΛΥΒΙΟΣ




της Νότας Χρυσίνα

Κατά την ελληνιστική περίοδο (μέσα 4ου αιώνα έως 30 π.Χ.) η ιστοριογραφία επηρεάζεται από σημαντικές ιστορικές εξελίξεις: παρακμή της πόλης-κράτους, κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, πόλεμοι των διαδόχων του, ρωμαϊκή κατάκτηση, εμφύλιοι πόλεμοι στη Ρώμη. Οι αλλαγές αυτές έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία και τον κόσμο: ο ρόλος του υπεύθυνου πολίτη αντικαθίσταται από τον ρόλο του ανίσχυρου υπηκόου και η συμμετοχή του στις εξελίξεις που τον επηρεάζουν είναι μηδαμινή.[1]
Ο Πολύβιος (περίπου 200-120 π.Χ.) υπήρξε ο πρώτος σημαντικός ιστορικός της ελληνιστικής εποχής. Εξιστορεί τον δεύτερο και τρίτο Καρχηδονιακό Πόλεμο και την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Το έργο του διαποτίζεται από μια φιλοσοφική διάθεση.[2]
 Πρόθεση του ιστορικού ήταν, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ίδιος στο προοίμιο του έργου, να εξιστορήσει πώς η Ρώμη κυριάρχησε στον κόσμο σε διάστημα λιγότερο από 53 έτη (220-168 π.Χ) και ποιες αιτίες (κυρίως το πολίτευμα) επέτρεψαν αυτή την εξέλιξη. [3] «Γιατί ποιος άνθρωπος…να μη θέλει να μάθει πώς και από τι λογής πολίτευμα νικήθηκαν σχεδόν όλα τα έθνη της οικουμένης σε διάστημα μικρότερο από πενήντα τρία χρόνια…» (Πολύβιος Ιστορίαι 1,1,1-6).
Η επίδραση που δέχθηκε από το έργο του Θουκυδίδη ήταν σαρωτική, αλλά και ο ίδιος συνέβαλε με το έργο του στην ηγεμονία του θουκυδίδειου προτύπου.[4]
Ο ιστορικός Πολύβιος είχε κατανοήσει την ορολογία του Θουκυδίδη, ο οποίος είχε κάνει διάκριση ανάμεσα στις «επιφανειακές» και τις «βαθύτερες» αιτίες της σύγκρουσης. Αποκαλούσε τις «επιφανειακές» αιτίες αιτίας και «την περισσότερο αληθινή αιτία» πρόφασιν αληθεστάτην.[5]
Η ιδέα πως το πολιτικό σύστημα επηρέαζε άμεσα τη στρατιωτική ικανότητα είχε ήδη αναπτυχθεί από τον Θουκυδίδη στο λεγόμενο «Επιτάφιο Λόγο του Περικλή» (Θουκ.2.37-39).
Ο Πολύβιος γράφει πολιτική και στρατιωτική ιστορία όπως και ο Θουκυδίδης.  Σχεδιάζει το έργο του ως παγκόσμια ιστορία. Ο ιστορικός εξηγεί γιατί η πραγματική γνώση των αιτίων είναι δυνατή μόνο στο πλαίσιο μιας Παγκόσμιας Ιστορίας, η συγγραφή της οποίας κατέστη δυνατή μόνον αφότου, με την σταδιακή κυριαρχία των Ρωμαίων, τα γεγονότα σε όλα τα μέρη της οικουμένης συνέχονται μεταξύ τους και η ιστορία άρχισε να μοιάζει με ζώντα οργανισμό.[6] Η ιδέα μιας παγκόσμιας «οργανικής» ιστορίας προέρχεται από τον Θουκυδίδη.


Ο Θουκυδίδης στο έργο του Ιστορίαι μένει προσηλωμένος στα γεγονότα της πολιτικής και στρατιωτικής ιστορίας. Το έργο του έχει ένα αποκλειστικό θέμα, τον πόλεμο. «Θουκυδίδης ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορία του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισε…και αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον…» » (Θουκυδίδη 1.1.1 μτφρ. Ελ. Βενιζέλος)
Ο Πολύβιος είναι ένας πραγματικός κληρονόμος του Θουκυδίδη. Το ιδανικό του Πολύβιου, όπως και του Θουκυδίδη, είναι η πραγματική ιστορία, δηλαδή η ιστοριογραφία που στηρίζεται στη μελέτη και ερμηνεία των πολιτικών γεγονότων.[7]
Στο κεφάλαιο που προσδιορίζει ο Θουκυδίδης τη μεθοδολογία του διακηρύσσει το ιδανικό της ακρίβειας και δεν αποκλείει την επιλεκτικότητα. Η ιστορία πρέπει να γράφεται χωρίς συναισθηματικές εξαρτήσεις. Ο ιστορικός πρέπει να είναι αμερόληπτος. Ο Πολύβιος συμμερίζεται αυτές τις απόψεις. «Στην ιστορία πρέπει να απομακρυνόμαστε συναισθηματικά από τα πρόσωπα που ενεργούν και να κάνουμε τις σωστές κρίσεις…» (Πολύβιος Ιστορίαι 1,14)
Επίσης, ο Πολύβιος ακολουθεί τον Θουκυδίδη στον τρόπο που πραγματεύεται τις δημηγορίες του και επιμένει ιδιαίτερα στην πραγμάτευσή τους. «Και ως προς μεν τους λόγους…έγραψα όπως ενόμισα ότι έκαστος των ρητόρων ηδύνατο να ομιλήση…περισσσότερον εις την γενικήν έννοιαν των πραγματικώς λεχθέντων.» (Θουκυδίδη Ι 21-22 μτφρ. Ελ. Βενιζέλος)
Το είδος της ιστοριογραφίας που καλλιεργεί ο Πολύβιος το ονομάζει ο ίδιος πραγματική ιστορία: πολιτική ιστορία για σοβαρούς αναγνώστες, οι οποίοι διαβάζουν για να διδαχθούν. Στόχος της ιστοριογραφίας είναι κατά τον Πολύβιο η ωφέλεια του αναγνώστη. «… αφού τίποτε δεν διορθώνει ευκολότερα τους ανθρώπους όσο η γνώση του παρελθόντος.» Πολύβιος Ιστορίαι 1,1,1-6. Συμφωνεί με το Θουκυδίδη ως προς τη διδακτική αντίληψη της ιστοριογραφίας, σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο που «θεωρείται εκπρόσωπος της ιωνικής διάθεσης για ευχάριστη διήγηση».[8]  Χαρακτηρίζει τη γνώση της ιστορίας προπόνηση για την πολιτική δραστηριότητα. «η γνώση της Ιστορίας είναι η πιο σωστή παιδεία και προπόνηση για την πολιτική δράση, και η μνήμη των συμφορών, που βρήκαν ξαφνικά τους άλλους, μας διδάσκει με τρόπο μοναδικά χειροπιαστό να υποφέρουμε γενναία τις μεταβολές της τύχης.» Πολύβιος Ιστορίαι 1,1,1-6.
Ωστόσο, την ωφέλεια αυτή ο Πολύβιος δεν την αντιλαμβάνεται ως βελτίωση της ικανότητας του πολίτη για ενεργό  συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες, όπως ο Θουκυδίδης, αλλά ως προσαρμογή στην ενοποιημένη, παγκόσμια ιστορία και τις δυνάμεις που τη διέπουν. Η στάση αυτή αντανακλά τη νέα πολιτική πραγματικότητα, όπου δεν αφήνει περιθώρια ατομικής συμβολής στα κοινά .[9]
Ο Πολύβιος δίνει εξέχουσα θέση στην τύχη ως παράγοντα ιστορικών εξελίξεων, ο Θουκυδίδης αναζητά την νομοτέλεια στα γεγονότα και ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι οι τύχες των ανθρώπων καθορίζονται από τους θεούς.
 Ο Πολύβιος όπως και ο Θουκυδίδης ενδιαφέρεται για την αντικειμενικότητα του έργου του και αποδίδει μεγάλη σημασία στη μελέτη των ιστορικών πηγών, ενώ ο Ηρόδοτος «είναι άκριτος συλλέκτης κάθε λογής αμφισβητήσιμης παράδοσης»[10]. Θέλει να υπηρετεί την αλήθεια, γιατί χωρίς το στοιχείο της αλήθειας, η ιστορία καταντά «ανωφελές διήγημα». «όπως ένα ζώο καταντάει άχρηστο αν χάσει τα μάτια του, παρόμοια και η ιστορία, αν της αφαιρέσουμε την αλήθεια, απομένει ανώφελη διήγηση.» Πολύβιος Ιστορίαι 1,14.
Φέρνει παράδειγμα τον Φιλίνο και τον Κόιντο Φάβιο Πίκτωρα που και οι δύο έγραψαν  μεροληπτικά για το Α Καρχηδονιακό Πόλεμο, ο πρώτος υπέρ των Καρχηδονίων και ο δεύτερος υπέρ των Ρωμαίων. «…ο Φιλίνος και ο Φάβιος, που θεωρούνται αυθεντίες στην εξιστόρηση του, δεν μας έχουν πει την καθαρή αλήθεια.» Πολύβιος Ιστορίαι 1,14
Ο Πολύβιος είναι επικριτικός απέναντι στο ρητορικό στοιχείο καθώς και στη βιογραφική τάση των ιστορικών της εποχής του. Γράφει για τον ιστορικό Θεόπομπο «…Ωστόσο, πολύ πιο σωστό και δίκαιο θα ήταν να συμπεριλάβει τη δράση του Φιλίππου στην ελληνική ιστορία, παρά να εντάξει τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας σε ένα έργο για τον Φίλιππο.» Πολύβιος 8.11.3–6 & «και ξεκινώντας από την Ελλάδα και έχοντας προχωρήσει λίγο δεν θα μπορούσε να την αντικαταστήσει σε καμιά περίπτωση με τη βιογραφία και την προβολή ενός μονάρχη.» (Πολύβιος 8.11.3–6.)











[1] Α. Τσακμάκης, «Ιστοριογραφία» στο Βερτουδάκης Β. – Ηλιάδου Ε., κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Β´, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001, σελ. 132.
[2] Ό.π., σελ. 130.
[3] Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Παράλληλα Κείμενα, Ο.Ε.Δ.Β., Πάτρα 2009,
κείμενο αρ. 208 , σελ. 252.
[4]Canfora L., Ο Θουκυδίδης στη Ρώμη και στην Ύστερη Αρχαιότητα, στο Α. Ρεγκάκος & Α. Τσακμάκης, κ. ά, εκδ. Brill Academic Publishers, 2006, σελ.7.
[5] Canfora L., Ο Θουκυδίδης στη Ρώμη και στην Ύστερη Αρχαιότητα, στο Α. Ρεγκάκος & Α. Τσακμάκης, κ. ά, εκδ. Brill Academic Publishers, 2006, σελ. 5.
[6]  Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Παράλληλα Κείμενα, Ο.Ε.Δ.Β., Πάτρα 2009,
κείμενο αρ. 208, σελ. 253.
[7] Α. Τσακμάκης, «Ιστοριογραφία» στο Βερτουδάκης Β. – Ηλιάδου Ε., κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Β´, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001, σελ. 133.
[8] Lesky A., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Τσοπανάκη Γ. Α., εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 655.
[9] Στο ίδιο, σελ. 134.
[10] Ό.π.,  σελ. 655.