Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Ελένη Μπούκουρα - Αλταμούρα 1821 – 1900


Η πρώτη ελληνίδα ζωγράφος

Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες και ήταν κόρη του αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας Γιάννη Μπούκουρα, με καταγωγή από τη Γορτυνία. Από μικρή έδειξε το ταλέντο της στη ζωγραφική και ο πατέρας της δεν της χάλασε το χατήρι. Έλαβε μαθήματα κατ' οίκον από τον ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι, καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, με συστατική επιστολή του οποίου συνέχισε τις σπουδές της στην Ιταλία.
Μεταμφιεσμένη σε άνδρα, με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας, παραβίασε το καλλιτεχνικό άβατο της εποχής και μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου και γαριβαλδινού επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα στη Νεάπολη (Νάπολι).
Η Ελένη ερωτεύθηκε τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο δάσκαλό της και μαζί του απέκτησε τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο.
Η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε νεαρές Αθηναίες. Όμως, το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και για λόγους υγείας οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στις Σπέτσες. Τελικά, η Σοφία δεν απέφυγε το μοιραίο και πέθανε στα τέλη του 1872, σε ηλικία μόλις 18 ετών.
Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα, γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μάνα. Όμως, η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ο Ιωάννης, που διακρίθηκε για τις θαλασσογραφίες του, προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Η απώλεια των παιδιών της προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην Ελένη και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A' Νεκροταφείο Αθηνών, στον κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα - Aλταμούρα.




Η τραγική ζωή της Ελένης Μπούκουρα - Αλταμούρα έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος (Ρέα Γαλανάκη:«Ελένη ή ο κανένας», εκδ. Άγρα, 1998) κι ενός θεατρικού έργου (Κώστας Ασημακόπουλος «Ελένη Αλταμούρα», εκδ Δωδώνη, 2005).




Βραβείο στο 4ο Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ (Χαλκίδα 2010), για το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ της Κλεώνης Φλέσσα για την Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, με τίτλο Ελένη Μπούκουρη Αλταμούρα. Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος, το οποίο αποτελεί συμπαραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΕΡΤ.




 

EleniBoukouri_ALTAMOURA_ trailer


Επίσης, το Μουσείο Μπενάκη (κτήριο της οδού Πειραιώς) παρουσιάζει την έκθεση «Ιωάννης Αλταμούρας. Η ζωή και το έργο του» , η οποία θα διαρκέσει έως τις 22 Μαΐου. Πρόκειται για την αναδρομική έκθεση του θαλασσογράφου Ιωάννη Αλταμούρα (1852-1878) που οργανώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Στην έκθεση παρουσιάζονται επίσης δημιουργίες της μητέρας του Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα, απογόνου ναυτικής οικογένειας των Σπετσών με μεγάλη προσφορά στην επανάσταση του 1821, έργα του πατέρα του Ιταλού ζωγράφου, Francesco Saverio Altamura και του μικρότερου αδερφού του, Αλέξανδρου

Κάρμινα Μπουράνα

Κάρμινα Μπουράνα: "Ο Τροχός της Τύχης"

Κάρμινα Μπουράνα είναι ο τίτλος μιας χειρόγραφης συλλογής πάνω από 1000 ποιημάτων και τραγουδιών που γράφτηκαν στις αρχές του 13ου αιώνα. Η αυθεντική συλλογή βρίσκεται σήμερα στην Κρατική Βιβλιοθήκη της Βαυαρίαςστο Μόναχο.

Τα χειρόγραφα

Ο λατινικός τίτλος Carmina Burana ή ο αγγλικός Songs of Beuern δόθηκε το 1847 από τον Johann Andreas Schmeller. Η λέξη Beuern, που προέρχεται από το αρχαίο γερμανικό bur ("μικρό σπίτι"), αναφέρεται στο χωριό Benediktbeuern, στους πρόποδες των Βαυαρικών Άλπεων, το οποίο και δανείζεται το όνομά του από το ομώνυμο Αβαείο που ιδρύθηκε στην περιοχή το 733. Από έρευνες ωστόσο προέκυψε ότι το χειρόγραφο δεν δημιουργήθηκε εκεί.
Τα κομμάτια είναι σχεδόν όλα γραμμένα στα Λατινικά, με κάποια να είναι γραμμένα σε διάλεκτο των Γερμανικών και λίγα σε Γαλλικά: έχουμε να κάνουμε με "μακαρονικούς στίχους", μια μείξη Λατινικώνγερμανικών και γαλλικών με τη δημώδη γλώσσα της εποχής εκείνης. Γράφτηκαν από σπουδαστές και κληρικούς γύρω στο 1230, όταν τα λατινικά ήταν η κοινή γλώσσα (λίνγκουα φράνκα) σε όλη την Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη.
Τα περισσότερα ποιήματα και τραγούδια φαίνεται να αποτελούν δημιουργία των Γολιάρδων δόκιμων κληρικών, που διακωμωδούσαν και σατίριζαν την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.



Από τη συλλογή "Κάρμινα Μπουράνα" του 11ου-13ου αιώνα.

Η συλλογή διαιρείται σε έξι ενότητες:
  • Carmina ecclesiastica, τραγούδια θρησκευτικού περιεχομένου
  • Carmina moralia et satirica, ηθικά και σατιρικά τραγούδια
  • Carmina amatoria, ερωτικά τραγούδια
  • Carmina potoria, τραγούδια της ταβέρνας, για το ποτό και τα παιχνίδια
  • Ludi, θρησκευτικά έργα
  • Supplementum, παραλλαγές των προηγούμενων τραγουδιών με πρόσθετα σχόλια κριτικής
Η πρώτη ενότητα έχει χαθεί κι έτσι δεν υπάρχει μαρτυρία για τα χαμένα ποιήματα. Η τελευταία ενότητα δεν ανήκε αρχικά στο χειρόγραφο, αλλά είναι μια ανακατασκευή κάποιων ποιημάτων από τους μελετητές, για τα οποία υπήρχαν διαφορές και διορθώσεις. Επίσης, πολλά από τα θρησκευτικά και τα ερωτικά ποιήματα συνοδεύονται από κάποια μουσικά σημεία, που δείχνουν ότι υπάρχει κάποια μελωδία, ενώ κάποια ποιήματα έχουν και κάποιες αντίστοιχες μελωδίες που ανακαλύφθηκαν σε μεταγενέστερα χειρόγραφα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τα ερωτικά τραγούδια είναι το 13 (85), το οποίο δίνει έμφαση στη μελωδική πτυχή του μεσαιωνικού λατινικού λυρικού ποιήματος:


Veris dulcis in tempore
florenti stat sub arbore
Iuliana cum sorore.
Dulcis amor!
Refl. Qui te caret hoc tempore,
Fit vilior.
Ecce florescunt arbores,
lascive canunt volucres;
inde tepescunt virgines.
Dulcis amor!
Refl. Qui te caret hoc tempore,
Fit vilior.
Ecce florescunt lilia,
et virginum dant agmina
summo deorum carmina.
Dulcis amor!
Refl. Qui te caret hoc tempore,
Fit vilior.
Si tenerem, quam cupio,
in nemore sub folio,
oscularer cum gaudio.
Dulcis amor!
Refl. Qui te caret hoc tempore,
Fit vilior.
Αληθινά, στην εποχή της άνοιξης
Στέκει πίσω απ' τ' ανθισμένο δέντρο
Η γλυκιά Ιουλιάνα με την αδελφή της.
Έρωτα γλυκέ!
Ανάξιος θε να ΄ναι όποιος ζει
σε τέτοιαν εποχή, δίχως εσένα.
Για κοίτα, ανθίζουν τα δέντρα,
Λάγνα τραγουδούν τα πουλιά,
Ανάμεσα τους, δροσίζονται οι νεαρές.
Έρωτα γλυκέ!
Ανάξιος θε να ΄ναι όποιος ζει
σε τέτοιαν εποχή, δίχως εσένα.
Για κοίτα, ανθίζουν τα κρίνα
Παρθένες τραγουδάνε
στον πιο ψηλό απ' τους θεούς.
Έρωτα γλυκέ!
Ανάξιος θε να ΄ναι όποιος ζει
σε τέτοιαν εποχή, δίχως εσένα.
Α να μπορούσα να κρατήσω την κόρη π' αγαπώ
στο δάσος μέσα κάτω απ΄τα φυλλώματα,
χαρούμενα να τη φιλήσω.
Έρωτα γλυκέ!
Ανάξιος θε να ΄ναι όποιος ζει
σε τέτοιαν εποχή, δίχως εσένα.



«Κάρμινα Μπουράνα»: Ένα εθνικιστικό μουσικό αριστούργημα



«O Fortuna!» Δεν υπάρχει πιο δημοφιλές χορωδιακό κομμάτι από την αρχή των «Κάρμινα Μπουράνα» του Καρλ Ορφ, που ερμηνεύεται κάθε μέρα κάπου σε όλο τον κόσμο και ακούγεται σε τηλεοπτικές διαφημίσεις η σε ταινίες, όπως το «Εξκάλιμπερ» του Τζων Μπούρμαν. Τέτοια είναι η δύναμη της μουσικής στο να συνεπαίρνει τα πλήθη, που κυβερνήσεις, από το Τρίτο Ράιχ στο ΠΑΣΟΚ, το έχουν χρησιμοποιήσει στις πολιτικές τους συγκεντρώσεις. Με αφορμή τις δύο παραστάσεις αυτήν την εβδομάδα (26 και 30 Σεπτεμβρίου) με την Εθνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και τον Μάριο Φραγκούλη σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, αξίζει να δούμε ποια είναι η ιστορία του διάσημου έργου και την σημασία του για τους εθνικιστές.
Γεννημένος στις 10 Ιουλίου 1895 στο Μόναχο, ο Καρλ Ορφ υπήρξε γόνος οικογένειας που από παράδοση ήταν στρατιωτικοί. Αν και είναι γνωστός για τα «Κάρμινα Μπουράνα», ο Ορφ έγραφε μουσική από 16 ετών και ήταν επηρεασμένος από τον Στράους και τον Ντεμπυσύ. Ήταν όμως ο Στραβίνσκυ των «Γάμων» με τον δυνατό ρυθμό των κρουστών που επηρέασε τον Ορφ και τον βοήθησε να βρει την μουσική του γλώσσα.

Από την μουσικοκινητική μέθοδο στα «Κάρμινα Μπουράνα»
Το 1924, ο Καρλ Ορφ άρχισε να δουλεύει την θεωρία του για μια ενότητα των τεχνών (μουσική, χορός, ποίηση, σχέδιο και θεατρική χειρονομία) που θα ονομαζόταν «Schulwerk» ή μουσική για παιδιά. Μια θεωρία όπου με βάση μια στοιχειώδη ενορχήστρωση βασισμένα στα κρουστά και με αρκετό αυτοσχεδιασμό, οι νεαροί μαθητές μάθαιναν όλες τις μεθόδους μάθησης και όλα τα είδη μουσικής.
Όταν οι εθνικοσοσιαλιστές ανέβηκαν στην εξουσία, ο Ορφ προσάρμοσε την μουσικοκινητική του μέθοδο στην εθνικιστική αισθητική της εποχής. Έτσι αφαίρεσε τα τζαζ και ατονικά στοιχεία και πρόσθεσε δημοτική μουσική. Αυτό έγινε σε συνεργασία με τον εκδότη του Βίλυ Στρέκερ και τον φίλο του μουσικολόγο Τουίτενχοφ που είχε επαφές με το καθεστώς Το καθεστώς, και ειδικά η νεολαία, δεν αποδέχθηκε επίσημα την μουσικοκινητική αγωγή του Ορφ ως πολύ πολύπλοκη. Όμως ενδιαφέρθηκαν για ένα έργο που έγραφε εκείνη την περίοδο: Τα «Κάρμινα Μπουράνα».

Τα «Κάρμινα Μπουράνα» και η εθνικιστική αισθητική
Τα «Κάρμινα Μπουράνα», που η ονομασία τους σημαίνει «τραγούδια των Βενεδικτίνων», ανακαλύφθηκαν στο Αβαείο του Μπέουερν στις Βαυαρικές Άλπεις. Στην πλειοψηφία τους τα 1000 ποιήματα και τραγούδια, που τα αποτελούσαν ήταν γραμμένα σε μία μείξη λατινικών, γαλλικών και γερμανικών με την δημώδη ποίηση της εποχής και ήταν ανώνυμα. Όμως αυτά που ήταν στην λατινική γλώσσα ήταν γραμμένα από τον Πέτρο του Μπλουά, τον Φίλιππο τον Συγκελάριο και Ούγκο Πρίμας.
Η συλλογή του χειρόγραφου έγινε Νότιο Τυρόλο, σημείο όπου συναντιούνται ιταλικές και γερμανικές επιρροές. Τα ποιήματα μπορούν να χωρισθούν σε ηθικά, σατιρικά, ερωτικά, της ταβέρνας (του κρασιού και της χαρτοπαιξίας), δύο θρησκευτικά δράματα και υλικό από τα «Φραγκμέντα Μπουράνα», που προστέθηκαν αργότερα. Τα θέματα των ποιημάτων ήταν η ανθρώπινη διαφθορά, η πολιτική του κλήρου, την απώλεια της τύχης, συμβουλές για ιερείς και επισκόπους, και ακόμα επίκληση για μια Σταυροφορία. Ακόμα αναφέρονται στην διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας του κλήρου και την αναζήτηση των γήινων απολαύσεων. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τα «Κάρμινα Μπουράνα» είναι επιφανειακά χριστιανικά, αλλά στην ουσία παγανιστικά.

Το πιο διάσημο από αυτά ήταν το «O Fortuna!» αφιερωμένο στην Θεά Τύχη των αρχαίων Ρωμαίων:
«Ω Τύχη,
Σαν το φεγγάρι
Αλλάζεις διαρκώς,
Πάντα γιομίζεις
Και πάντα μικραίνεις
Η επαχθής ζωή
Πρώτα καταπιέζει
Και μετά απαλύνει
Κατά τα γούστα της
Την φτώχεια
Και την εξουσία
Τις λιώνει σαν πάγο
Ω Τύχη! Τερατώδης
Και κενή
Ω εσύ σφαίρα που γυρίζεις!
Στέκεσαι κακόβουλη
Η ευδαιμονία είναι μάταιη
Και πάντα εκμηδενίζεται
Μυστηριώδης
Και με καλυμμένο το πρόσωπο
Με μαστίζεις και εμένα!
Τώρα με κόλπο
Φέρνω την γυμνή μου πλάτη
Στην δικιά σου κακία».

Ο Ορφ διάλεξε 25 από αυτά και αποφάσισε να συνεργασθεί με τον Τουίντενχοφ, ο οποίος είχε ξεκάθαρη ιδέα, πως η μουσική μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους εθνικιστές για να δημιουργήσει μια αίσθηση κοινότητας. Ένας από τους τρόπους που επιτυγχανόταν αυτή ήταν η έμφαση στην μελωδία και η συχνή επανάληψη αυτής της μελωδίας. Κάτι που ισχύει ειδικά στο «O Fortuna!», όπου η βασική μελωδία επαναλαμβάνεται και από τα τέσσερα χορωδιακά μέλη (σοπράνο, άλτο, τενόρο και μπάσο). Τέλος θα έπρεπε οι ακροατές να καταλαβαίνουν με το πνεύμα και όχι με την λογική. Αυτό ενισχυόταν από την γρήγορη εναλλαγή ρυθμού.
Όσο αφορά την αίσθηση ιστορικής μνήμης και εθνικής περηφάνιας, τα «Κάρμινα Μπουράνα» συνδεόταν με τον γερμανικό λαό γιατί ως χειρόγραφα είχαν γραφεί και συλλεχθεί μέσα στα εδάφη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ή αυτό που αποκαλείτο Πρώτο Ράιχ. Τα «Κάρμινα Μπουράνα» απεδείκνυαν ότι οι Γερμανοί ως κάτοικοι του Πρώτου Ράιχ ήταν μορφωμένοι και δημιουργικοί. Έτσι με μια παράσταση του έργου του Ορφ, αποδεικνυόταν ότι οι Γερμανοί διατηρούσαν τα ταλέντα των αρχαίων τους προγόνων.
Μια αμφιλεγόμενη πρεμιέρα
Για τα «Κάρμινα Μπουράνα», ο Ορφ ήταν επηρεασμένη από την μεσαιωνική μουσική, τις όπερες του Μοντεβέρντι και έργα του Στραβίνσκυ όπως οι «Γάμοι» και «Οιδίπους Τύραννος» με επιρροές από την ρωσική παράδοση και έμφαση στα βροντερό. Το έργο έκανε την πρεμιέρα του στις 6 Ιουνίου 1937. Όμως ήταν μια αμφιλεγόμενη πρεμιέρα. Εκείνο που σόκαρε πολλούς ήταν ο ερωτικός τόνος των ποιημάτων. Πολλοί στίχοι θεωρούντο «πολύ σεξουαλικοί, σχεδόν πορνογραφικοί». Όταν οι υπεύθυνοι ήταν να δώσουν στις κοπέλες της νεολαίας τους στίχους μεταφρασμένους στα γερμανικά, προβληματιζόταν αν θα έπρεπε να το κάνουν. Ακόμα και σήμερα υπάρχει αυτή η άποψη. Προσωπικά πιστεύουμε ότι δίνεται ακριβώς ο ηδονιστικός τόνος στα τραγούδια για να αναιρεθεί στην συνέχεια. Ακόμα και το ότι αρχίζουν και τελειώνουν με το πεσιμιστικό O Fortuna αποδεικνύει ότι οι ηδονές θεωρούνται μάταιες. Από την άλλη μπορεί να πει κανείς ότι είναι ένας ύμνος στο αιώνιο ανεξέλεγκτο πνεύμα της ζωής. Από αυτήν την άποψη είναι ένα βιταλιστικό έργο, κάτι που ταίριαζε στον εθνικισμό του μεσοπολέμου.
Δεύτερον, το έργο δεν ανήκε ούτε στην κλασσική, ούτε στην ρομαντική μουσική, που προτιμούσαν οι γερμανοί εθνικιστές. Αντίθετα ήταν μεν επηρεασμένο από την μεσαιωνική μουσική, ιδίως τις όπερες του Μοντεβέρντι, αλλά με επιρροές από την μοντέρνα μουσική του Στραβίνσκυ, που τότε θεωρείτο (λανθασμένα) «παρακμιακή». Ο δε απαισιόδοξος τόνος του «O Fortuna!», δεν ταίριαζε με την άποψη περί τόνωσης του αισθήματος εθνικής περηφάνιας. Όμως σύντομα αγκαλιάσθηκε από το καθεστώς και τόση ήταν η δημοτικότητα του έργου που ο Ορφ έγραφε στην εταιρεία που είχε τα δικαιώματα του: «Ότι έχω γράψει μέχρι τώρα, και εσύ είχες της δυστυχία να εκδώσεις, μπορεί να καταστραφεί. Το έργο μου ξεκινά με τα Carmina Burana».
Αυτό που παραμένει σήμερα είναι ένα αριστουργηματικό κράμα μεσαιωνικής και σύγχρονης μουσικής, που η δύναμη στα κρουστά θυμίζει ροκ μουσική η μουσική εμβατηρίων. Ενώ μας υπενθυμίζει πόσο μπροστά από την εποχή της μπορεί να είναι η εθνικιστική μουσική. Όπως έχει γράψει και η μαέστρος Μάριν Άσλοπ ανάμεσα στις δύο εκτελέσεις του «O Fortuna!» στην αρχή και το τέλος του έργου «υπάρχει μουσική μεγάλης ποικιλίας σε στυλ με ένα υπνωτικό στοιχείο επανάληψης, μια έντονη αγνότητα της φωνής της σοπράνο και της παιδικής χορωδίας, μια βραχνότητα στα κομμάτια που ερμηνεύονται από τενόρους και την ανδρική χορωδία και ένα χιούμορ που υπογραμμίζει την ασελγή φύση των στίχων (που ακούγονται τόσο σοφά στα Λατινικά), που όλα αυτά συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια αίσθηση αμεσότητας και βατότητας στον ακροατή, που δεν υπάρχουν σε πολλά έργα της κλασσικής μουσικής».
Αξίζει να ακούσουμε ζωντανά αυτό το εθνικιστικό αριστούργημα ή να το έχουμε στην δισκοθήκη μας.

Θεόδωρος Πρόδρομος "Προδρομικά"

Τα "Προδρομικά" παρομοιάστηκαν με τα "Carmina Burana" και τα ποιήματα του Francois Villon καθώς παρουσιάζουν μια εικόνα της κοινωνίας της εποχής και μάλιστα με χιούμορ και διάθεση σατιρική.

Πτωχοπρόδρομος

[μάθε το τσαγκάρην το παιδίν σου]

Αν έχω γείτονα τινά και έχει παιδίν αγόριν,
να τον ειπώ ότι «μάθε το γραμματικά να ζήση»;
αν ου τον είπω «μάθε το τσαγκάρην το παιδίν σου»,
παρακρουνιαροκέφαλον πάντες να με ονομάσουν!
Και άκουσον την βιοτήν τσαγκάρου, και να μάθης
10την βρώσιν και ανάπαυσιν την έχει καθ' εκάστην.
Γείτοναν έχω πετσωτήν, ψευδοτσαγκάρην τάχα,
πλην ένι καλοψωνιστής, ένι και χαροκόπος.
'Οταν γαρ ίδη την αυγήν περιχαρασσομένην,
ευθύς: Ας βράση το θερμόν, λέγει προς το παιδίν του,
15και: Να, παιδίν μου, στάμενον εις τα χορδοκοιλίτσια,
αγόρασε και βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν,
και δος με να προγεύσωμαι, και τότε να πετσώνω.
Αφού δε κλώση το τυρίν και τα χορδοκοιλίτσια,
καν τέσσερα τον δίδωσι γεμάτα εις το μουχρούτιν,
20και πίνει τα και ερεύγεται. Κερνούν τον άλλον ένα,
και παρευθύς υπόδημαν επαίρνει και πετσώνει.
Όταν δε πάλιν, δέσποτα, γεύματος ώρα φθάση,
ρίπτει το καλαπόδιν του, ρίπτει και το σανίδιν
και το σουγλίν και το σφετλίν και τα σφηκώματά του,
25και λέγει την γυναίκαν του: «Κυρά, καθές τραπέζιν·
και πρώτον μίσσον το εκζεστόν, δεύτερον το κρασάτον,
και τρίτον το μονόκυθρον, πλην βλέπε να μη βράζη!»
Αφού δε παραθέσουσι και νίψεται και κάτση,
ανάθεμά με, βασιλεύ, όταν στραφώ και ιδώ τον
το πώς ανακομπώνεται κατά της μαγειρίας,
αν ου κινούν τα σάλια μου και τρέχουν ως ποτάμιν.

τινά: κάποιον.
μάθε το γραμματικά: μάθε το γράμματα, μόρφωσέ το.
αν ου τον είπω: αν δεν του πω.
παρακρουνιαροκέφαλος: ανόητος, τρελός.
βιοτή: τρόπος ζωής.
βρώσις: φαγητό.
ανάπαυσις: καλοπέραση.
την: την οποία, που.
πετσωτής: μπαλωματής, τσαγκάρης.
ένι: είναι.
το θερμόν: το ζεστό νερό.
στάμενον: νόμισμα μικρής αξίας.
χορδοκοιλίτσια: έντερα και κοιλιές (πατσάς).
σταμεναρέαν τυρίτσιν: τυρί ενός στάμενου.
πετσώνω: μπαλώνω παπούτσια και, μεταφορικά, γεμίζω την κοιλιά μου.
κλώθω: ειρωνικά: καταβροχθίζω.
καν: τουλάχιστον.
μουχρούτιν: μεγάλο ποτήρι.
ερεύγομαι: ρεύομαι.
σουγλί: σουβλί του μπαλωματή.
σφετλίν: κομμάτι γυαλί για το ξύσιμο του δέρματος.
σφηκώματα: κερωμένοι σπάγκοι.
καθές: βάλε, ετοίμασε.
μίσσον: πιάτο (φαγητό).
εκζεστόν: βραστό.
μονόκυθρον: φαγητό από διάφορα υλικά μαγειρεμένα σε μια χύτρα.
ανακομπώνεται: ανασκουμπώνεται, ετοιμάζεται για τον αγώνα (ειρωνικά).





Ο Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος υπήρξε βυζαντινός ποιητής που συνέταξε στη δημώδη γλώσσα και σε δεκαπεντασύλλαβους πολιτικούς στίχους έμμετρα σατιρικά και ικετευτικά που φέρουν το γενικό όνομα Πτωχοπροδρομικά. Θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά έργα και ως απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως επειδή ήταν τα πρώτα που γράφτηκαν στη γλώσσα του λαού και αποτέλεσαν έναυσμα δημιουργίας.
Άλλοτε αυτά αποδίδονταν με βεβαιότητα στον επίσης βυζαντινό ποιητή και συγγραφέα του 12ου αιώνα τον Θεόδωρο Πρόδρομο. Σήμερα για το ζήτημα της γνησιότητας των έργων εξακολουθεί να μην υπάρχει απόλυτη ομοφωνία.[1] Κατά τη νεότερη κριτική και μετά από επισταμένη έρευνα οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα Πτωχοπροδρομικά είναι ποιήματα μεταγενέστερα που έχουν συνταχθεί από έναν ή περισσότερους[2] νεότερους ευθυμογράφους, οι οποίοι έχουν μιμηθεί το ύφος του Θεόδωρου Προδρόμου, αλλά όχι και τη λόγια και πολύ αρχαΐζουσα γλώσσα του. Αλλες εκδοχές αναφέρουν ότι ο Θεόδωρος Πρόδρομος μπορεί να είχε δύο "γραφές", μια τρόπον τινά γραφή της προσωπικής επιλογής του[3] και μια δεύτερη για τις ανάγκες της εποχής και του περιβάλλοντός του ή όπως θα λέγαμε σήμερα "του καταναλωτικού κοινού".
Τα λεγόμενα Πτωχοπροδρομικά είναι σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς τέσσερα, αν και εκφράζεται η άποψη ότι ίσως στην ίδια ομάδα να ανήκουν και περισσότερα.
Αυτός ή αυτοί που συνέταξαν τα τέσσερα Πτωχοδρομικά, πάντως, αναφέρονται αποκλειστικά στο βίο του «Πτωχοπροδρόμου», το όνομα του οποίου οικειοποιούνται πιθανώς για λόγους ευρύτερης κυκλοφορίας ή για λόγους εντυπωσιασμού του κοινού, μια και το όνομα του Προδρόμου και η μεγάλη πείνα που τον βασάνιζε είχαν μείνει παροιμιώδεις.
Τα χειρόγραφα δεν βρέθηκαν όλα μαζί, αλλά με διαφορά δύο αιώνων. Οι ειδικοί από το ύφος τους όμως εκτιμούν ότι πρωτογράφηκαν ή συντάχθηκαν κατά τον 12ο αιώνα και σε μια περίοδο 20-70 ετών. Όλα έχουν στην εισαγωγή τους το όνομα του συγγραφέα και αναφέρουν "Στίχοι του Θεοδώρου του Πτωχοπροδρόμου" εκτός από ένα που αναφέρει "Στίχοι του Ιλαρίωνος Μοναχού του Πτωχοπροδρόμου" -κάτι που δεν σημαίνει απαραιτήτως άλλο πρόσωπο, αφού όταν μονάζει κάποιος αλλάζει και το κοσμικό όνομά του.[4]
Τα ποιήματα αναφέρονται με αυτοσαρκασμό και καυστική κριτική στην πείνα και τις κακουχίες ή την κακομεταχείριση που υπέστη ο ήρωάς τους. Το πρώτο αναφέρεται στα δεινά που πέρασε στα 12 χρόνια του γάμου του με μια "μάχιμη γυναίκα" όπως την αποκαλεί και που όπως προκύπτει από την ανάγνωση του ποιήματος, ήταν η χαρακτηριστική περίπτωση της βασανιστικής συντρόφου. Τον έβριζε διαρκώς για ανεπρόκοπο και έλεγε πόσο κατώτερός της ήταν και ότι έπρεπε να είχε παντρευτεί μια όμοιά του - κουτσοπάρδαλη, απένταρη, κόρη ταβερνιάρη, όπως αναφέρει ο ίδιος. Τού παραπονιόταν ότι δεν της είχε φτιάξει ένα φουστάνι, ότι δεν την πήγαινε σε γιορτές, ότι δεν της είχε πάρει ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια και άλλα πολλά. Συχνά τον άφηνε νηστικό και μια μέρα απελπισμένος μεταμφιέστηκε σε Ρώσο μοναχό για να μπορέσει να φάει στο ίδιο τραπέζι με τα παιδιά του, έστω και ως ξένος.
Στο δεύτερο ποίημα αναφέρεται στις δυσκολίες του να θρέψει τα πολλά παιδιά του και τους συγγενείς που εξαρτώνταν από αυτόν και ζητάει την ελεημοσύνη του βασιλιά.
Στο τρίτο και στο τέταρτο μιλάει ως μοναχός, αλλά πρόκειται για διαφορετικά έργα. Στο ένα περιγράφει τις καταχρήσεις των ηγούμενων των μοναστηριών, που όταν π.χ. αρρώσταιναν οι ίδιοι έφερναν τους καλύτερους γιατρούς ενώ όταν αρρώσταιναν οι απλοί μοναχοί τους επέβαλαν ως θεραπεία τριήμερη νηστεία και τους συνιστούσαν ως φάρμακο λίγο κρεμμυδάκι. Λέει μάλιστα ο Πτωχοπρόδρομος στον Μανουήλ Κομνηνό -στον οποίο απευθύνονται οι στίχοι- να πάρει τον συγκεκριμένο ηγούμενο για γιατρό του παλατιού να βρει την υγειά του. Το έργο τελειώνει με τον Πτωχοπρόδρομο να ζητάει όπως πάντα βοήθεια.
Στο άλλο πάλι ως ως μοναχός αναθεματίζει τη μόρφωσή του και αναθυμάται τη φράση "μάθε παιδί μου τα γραμματικά" που του είχε πει κάποτε ο πατέρας του για να προκόψει. Παρομοιάζει τώρα τη ζωή με ένα σωρό απαίδευτων επαγγελματιών και τους βρίσκει όλους καλύτερούς του, ενώ εκείνος "δεν μπορεί να γεμίσει την κοιλιά του με τον Όμηρο".
     *Τί δὲ λοιπόν, ἂν ἔμαθα τοῦ κόσμου τὰ βιβλία,
     *καὶ τὸ ψομὶν ἐπιθυμῶ, πότε νὰ τὸ χορτάσω;

Πηγή:http://el.wikipedia.org/wiki/Πτωχοπρόδρομος

Φώτης Κόντογλου - Πτωχοπρόδρομος, ὁ πεινασμένος καλόγερος

Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου

Τὸ Βυζάντιο ἤτανε ἕνα βασίλειο ποὺ φαινότανε πὼς εἶχε ἀρχοντιὰ καὶ πὼς ὁ λαός του δὲν δυστυχοῦσε. Μὰ σὲ κάθε μεγάλο καὶ δυνατὸ κράτος, δίπλα στὰ πλούτη καὶ στὴν καλοπέραση, ὑπάρχει κι ἡ φτώχεια, ὅπως ἤτανε στὴν ἀρχαία Ρώμη, στὴν Περσία, στὴν Αἴγυπτο, κι ὑστερώτερα στὴν τσαρικὴ Ρωσία, στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Τουρκία. Ἔτσι καὶ στὸ Βυζάντιο, προπάντων στὰ χρόνια ποὺ ἀρχίσανε νὰ φανερώνουνται τὰ γεράματά του.
Ἕνας τύπος φτωχὸς καὶ πεινασμένος, ποὺ ἔζησε στὸ Βυζάντιο, ἤτανε ἕνας καλόγερος ποὺ τὸν λέγανε Πρόδρομο, κι ἀπὸ τὴ φτώχεια κι ἀπὸ τὴ μιζέρια ποὺ εἶχε κι ἀπὸ τὴ ζητιανιά του, τὸν βγάλανε Φτωχοπρόδρομο. Τὸ μικρὸ τ᾿ ὄνομά του ἤτανε Θεόδωρος, τὸ Πρόδρομος ἤτανε οἰκογενειακό του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ μὲ τὸν σημερινὸν Καραγκιόζη, ποὺ εἶναι ὁλοένα πεινασμένος, κι ὁ νοῦς του εἶναι στὸ φαγί.
Ὁ Φτωχοπρόδρομος γεννήθηκε κατὰ τὰ 1150 ἀπάνω - κάτω, βασιλεύοντας ὁ Μανουὴλ ὁ Κομνηνός. Σ᾿ αὐτὸν τὸν βασιλιᾶ ἀφιέρωσε δυὸ μεγάλα ποιήματα, καὶ σ᾿ αὐτὰ κλαίγεται γιὰ τὴ φτώχειά του, γιὰ τὴν πείνα του, γιὰ τὴ γύμνια του, γιὰ τὴν κακομεταχείρισή του στὰ μοναστήρια, κατηγορᾶ τοὺς ἡγούμενους καὶ τοὺς καλοπερασμένους καλόγερους, καὶ καταριέται τὴν κλίση του στὰ γράμματα ποὺ τὸν ἔκανε νὰ χάσει τὸν καιρό του γιὰ νὰ τὰ μάθει, καὶ δὲν κύτταξε νὰ μάθει καμμιὰ ἄλλη δουλειὰ ποὺ νὰ βγάζει χρήματα, ὥστε νὰ μὴν ψοφᾶ ἀπὸ πείνα. Ὡστόσο, ἀπὸ τὰ γραφόμενά του φαίνεται πὼς ἤτανε γουρσούζης, τεμπέλης, ἀπρόκοφτος, στριμμένος καὶ κακόγλωσσος. Τὰ λόγια του τὸν δείχνουνε σιχαμερὸν καὶ βρωμόγλωσσον.
Στὸν καιρό του περνοῦσε γιὰ πολὺ γραμματισμένος, γιατὶ εἶχε παραγεμισμένο τὸ ἄδειο κεφάλι του μὲ κάθε λογῆς διαβάσματα, ἀχώνευτα, ἀνακατεμένα, ὅπως κάνανε oι λογιώτατοι ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Εἶχε γράψει πολλὰ συγγράμματα, πεζὰ καὶ ποιήματα, θεολογικά, φιλοσοφικά, ἱστορικά, ἀκόμα κι ἀστρονομικά. Μὰ τί τὸ ὄφελος, ἀφοῦ δὲν εἶχε μηδὲ κουκούτσι κρίση; Τὰ ποιήματά του, ποὺ εἴπαμε, εἶναι ἄτεχνα, ἀνόητα, παιδιακίσια, χωρὶς καμμιὰ σοβαρότητα, καὶ δὲν ἔχουνε μήτε λίγη ἀπὸ τὴ χάρη ποὺ ἔχουνε κάποια ἄλλα σατιρικὰ βυζαντινὰ ποιήματα, ὅπως εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γιὰ τίτλο: «Γαϊδάρου, λύκου κι ἀλωποῦς, διήγησις χαρίεις».
Τὸ μονάχο καλὸ ποὺ ἔχουνε γιὰ μᾶς αὐτὰ τὰ ποιήματα τοῦ Φτωχοπρόδρομου, εἶναι τὸ ὅτι ἔχουνε θησαυρὸ ἀπὸ λέξεις τοῦ βυζαντινοῦ καιροῦ, πρὸ πάντων ἀπὸ φαγητά, ποὺ δείχνουνε πὼς τὰ ἴδια λόγια κρατήσανε ἴσαμε σήμερα σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Ἑλλάδας.
Τὸ πρῶτο ποίημα ἀρχίζει μὲ κάποια ἐγχώρια γιὰ τὸν βασιλέα, ποὺ εἶναι τόσο δουλικὰ καὶ σιχαμερά, ποὺ νὰ ἀηδιάζει ὁ ἀναγνώστης. Γιὰ τὴν αὐλοκολακεία φτιάνει κάποιες ἀσουλούπωτες λέξεις, σὰν τό: «Κομνηνόβλαστε, τετραυγουστόμορφε» κι ἄλλα τέτοια.
Ἀφοῦ γεμίσει δυὸ φύλλα, μὲ τὶς σιχαμερὲς κολακεῖες του, ἀρχίζει τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του: «Ἀπὸ μικρόθεν μ᾿ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου, - τέκνον μου, μάθε γράμματα, ἂν θέλεις νὰ φελέσῃς. - Βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου; Πεζὸς ἐπεριπάτει, - καὶ τώρα βλέπεις γέγονεν χρυσοφτερνιστηρᾶτος. - Ὁ κόρφος του βουρβούριζεν ψείρας ἀμυγδαλάτας, - καὶ τώρα ἀπὸ ὑπέρπυρα γέμει τὰ μανολᾶτα (φλουριά)». Καθὼς φαίνεται, ὁ Φτωχοπρόδρομος τὶς ἤξερε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὶς ἀμυγδαλάτες ψεῖρες ποὺ βουρβουλιάζανε στὸν κόρφο του.
Τὸ λοιπόν, «ἔμαθε τὰ γραμματικά, πλὴν μετὰ κόπου πόσου!». Ἀλλὰ λέγει παρακάτω: «Ἀφοῦ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης, - ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ κύταλον καὶ ψύχαν. - Καὶ διὰ τὴν πείναν τὴν πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν, - ὑβρίζω τὴν γραμματικήν, καὶ κλαίγω καὶ φωνάζω: - Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα! Χριστέ, καὶ ποὺ τὰ θέλει! - Ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρόν, κι ἐκείνην τὴν ἡμέραν, - ὅπου μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ σκολιὸν ἐμέναν!». Καλύτερα, λέγει, νὰ μάθαινα μία τέχνη, νὰ γινόμουνα ράφτης. Γιατὶ ἂν μάθαινα «τὴν κλαποτήν», δηλαδὴ τὴ ραφτική: «Νὰ ἄνοιγα τὸ ἀρμάριν μου, νὰ τό ῾βρισκα γεμᾶτον - ψωμίν, κρασίν, πληθυντικὸν καὶ θυνομαγερίαν, - καὶ παλαμηδοκόμματα, καὶ τζίρους καὶ σκουμπρία, - παροῦ ὅτι τώρ᾿ ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους, - καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τὰ χαρτία». Ὕστερα λέγει πὼς ἔχει ἕναν γείτονα μπαλωματή, «πετζοτῶν τάχα ψευδοτζαγγάρην, - πλὴν ἔνε καλοψουνιστής, ἔνε καὶ χαροκόπος (γλεντζές, χαρούμενος)». Κάθε πρωὶ λέγει στὸ τσιράκι του νὰ πάγει ν᾿ ἀγοράσει «χορδόκοιλα» (μεζέδες, κάτι σὰν κοκορέτσι), «-Φέρε καὶ βλάχικον τυρόν, ἄλλην σταμεναρέαν. - Καὶ δός του νὰ προγεύωμαι καὶ τότε νὰ πετζώνω». Πίνει καὶ κρασὶ βραστὸ μὲ πιπέρι, γιατὶ κάνει κρύο στὴν Πόλη. Καὶ σὰν ἔρθει τὸ μεσημέρι, «ρίπτει τὸ καλαπόδιν του, ρίπτει καὶ τὰ σανίδιν, - καὶ λέγει τὴν γυναίκα του: Κυρὰ καὶ θὲς τραπέζιν». Καὶ βάζουνε στὸ τραπέζι «μισὸν ἐκζεστόν, δεύτερον τὸ σφουγγᾶτον (ὀμελέτα),- καὶ τρίτον τὸ ἀκριόπαστον (παστὸ κρέας) ὀφθὸν ἀπὸ μερίου, καὶ τέταρτον μονόκυθρον (= μονόχυτρον, δηλαδὴ διάφορα φαγητὰ σὲ μία χύτρα), - πλὴν βλέπε νὰ μὴ βράζει (νὰ μὴν εἶναι ζεματιστό). - Ἀφοῦ δὲ παραθέσουσιν, καὶ νίψεται καὶ κάτζει. -Ἀνάθεμά με, Βασιλεῦ, καὶ τρισανάθεμά με! -Ὅταν στραφῶ καὶ ἴδω τὸν λοιπὸν τὸ πὼς καθίζει, - τὸ πῶς ἀνασκουμπώνεται νὰ πιάσει τὸ κουτάλιν, - καὶ δὲν τρέχουν τὰ σάλια μου, ὡς τρέχει τὸ ποτάμι. - Κι ἐγὼ ὑπάγω κι ἔρχομαι πόδας μετρῶν τῶν στίχων. -Εὐθὺς ζητῶ τὸν ἴαμβον, γυρεύω τὸν σπονδεῖον, - γυρεύω τὸν πυρρίχιον καὶ τὰ λοιπὰ τὰ μέτρα, - ἀλλὰ τὰ μέτρα ποὺ φελοῦν στὴν ἄμετρόν μου πείναν;».
Ὁ καημένος ὁ λιμασμένος Φτωχοπρόδρομος, ἀπὸ τὴν πείνα του τοὺς βλέπει ὅλους σὰν λούκουλους παραχορτασμένους καὶ τὰ παραλέγει, ὅπως κάνει μὲ τὰ συμπόσια τοῦ φτωχοῦ τοῦ μπαλωματῆ.
Παρακάτω λέγει πὼς μετάνοιωσε γιατὶ δὲν ἔγινε χαμάλης, νὰ τρώγει καὶ νὰ πίνει καλά. Ὕστερα στεναχωριέται γιατὶ δὲν ἔγινε περιβολάρης: «Κηπουρικὴν πολύκαρπον ν᾿ ἀργαζόμουν τὴν τέχνην, - συκίτζια καὶ ροδάκινα, ροδίτζια, μυγδαλίτζια, - δαμασκηναπιδόμηλα, δαμάσκηνα κροκάτα, - τὰ λέγουν ἀνατολικά, τὰ λέγουν λαγωνάτα, - καὶ τἄλλα τὰ τῶν κηπουρῶν σκόρδα καὶ κρομμυδίτζια, - ματζάνες (μελιτζάνες), λαχανόγουλα, κραμπιὰ καὶ σευκλογούλια».
Κι ἀφοῦ πεῖ κι ἄλλα πολλὰ παρόμοια, φωνάζει: «Πείνα μου, πάλιν πείνα μου, καὶ δεύτερον σὲ γράφω». Στὸ τέλος λέγει πὼς πέρασε ἀπὸ ἕνα χασάπικο ποὺ εἶχε παχειὰ κρέατα, κι ἡ τζίκνα τὸν ζάλισε καὶ μπῆκε μέσα. «Ἐκεἷβρα κρέας καὶ ψήνασιν σουγλιταρέαν μεγάλην. - Τοῦ μακελλάρη τὴν γυνὴν ἠρξάμην κολακεύειν. - Κυρά, κυρὰ μαστόρισσα, κυρὰ χορδοκοιλίστρα. -καὶ μουτλογατανόσκουφε γυνὴ τοῦ μακελλάρη, - δός με ὀλίγον ἔντερον, δός με δαμὶν μαστάριν. - ... ἐκ τὴν λαπάραν σου, ἐξαύτην τὴν βαστάζεις». Κι ἐκείνη ἡ παλιογυναίκα προσποιήθηκε πὼς τὸν λυπήθηκε καὶ τὸν κάθησε στὸ τραπέζι, ὡς ποὺ σὲ μία στιγμὴ ποὺ καθότανε ἀνύποπτος, τὸν περίχυσε, τὸν δυστυχῆ, μ᾿ ἕναν πατσᾶ, καὶ τὸν ἔκανε ἐλεεινόν, βρώμισε καὶ τὴν κάπα του ποὺ τὴν εἶχε μοναχοκόρη.
Κι ἀρχίζει τὸ μοιρολόγι τῆς κάπας του: «Κάπα μου, πάλιν κάπα μου, παλιοχαρβαλωμένη, - κάπα μου, ὅταν σ᾿ ἔθηκεν ἡ βλάχα νὰ σὲ φάνει, - πολλὰ δάκρυα σὲ γέμισεν καὶ στεναγμοὺς μεγάλους. - Ἐσὲν ἔχω γιὰ πάπλωμαν, κάπα κι ἀπανωφόριν,- ἐσέναν καὶ πουκάμισον, ἐσέν᾿ ἐπιβαλτάριν».
Ὕστερα ἀπὸ τo πάθημά του πηγαίνει στὸ σπίτι του, «τὸ σπίτιν τὸ παλαιόσπιτον τὸ καινουργιοχαλασμένον. - Νυστάζω, πέφτω τάχα τε, τυλίγομαι τὴν κάπαν. - Κοιμοῦμ᾿ ὡς τὸ μεσάνυκτον, καὶ ἄκου τί παθαίνω. - Ἐμπλέκονταί μ᾿ οἱ ψεῖρες μου ἄνωθεν ἕως κάτω, - καὶ βάνω τὸ χερίτζιν μου, συντρίβω καὶ τζακίζω, - εὐγάνω τ᾿ ὁλοκόκκινον, νάπες βαφέαν ὁμοιάζω».
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σιχαμερὲς ἱστορίες τελειώνει τὸ πρῶτο ποίημα τοῦ Φτωχοπρόδρομου. Στὸ δεύτερο κακολογᾶ τοὺς γούμενους τῶν μοναστηριῶν καὶ τοὺς ἄλλους καλόγερους ποὺ καλοπερνούσανε, γιὰ τοῦτο ἔχει τὴν ἐπιγραφή: «Κατὰ ἡγουμένων».
Ἀρχίζει πάλι μὲ τὴν κλάψα: «Καὶ γὰρ ἀγράμματος εἰμὶ καὶ νέος ρακενδύτης, - καὶ μοναχὸς τῶν εὐτελῶν τῶν ἀποκαθισμένων, - καὶ τὴν ἰσχὺν ἐπίσης τε μύρμηκος κεκτημένος». Κι ἀρχίζει νὰ λέγει τὴ δική του τὴ φτώχεια ἀπὸ τὅνα μέρος καὶ τὴν καλοπέραση τῶν ἡγουμένων ἀπὸ τ᾿ ἄλλο: «Αὐτὸς ἔχει κἂν τέσσαρα λαμπρὰ κρεβατοστρώσια, - καὶ σὺ κοιμᾶσαι στὸ ψαθὶν καὶ γέμεις καὶ τὰς ψείρας. - Αὐτὸς ψουνίζει πάντοτε λαβράκια, φιλομήλας (φαγκριά), καὶ σὺ ποτὲ οὐκ ἠγόρασας κἂν τορνεσίου χαβιάριν». «Καὶ σἦλθες ἀνυπόδετος καὶ δίχα ὑποκαμίσου, - καὶ τὸ βρακίν σου φαίνετον ἀπὸ πενήντα τρύπας».
Ὕστερα ἀραδιάζει τὰ φαγητὰ ποὺ μπαίνουνε στὰ γουμενοτράπεζα: «Καὶ τὶς ὑποίσει καθορῶν τὰ πλήθη τῶν ἰχθύων, - τῶν ἡγουμένων ἔμπροσθεν προκείμενα συνήθως; - Πρῶτον διαβαίνει τὸ ἔκζεστον ψησόπουλον τουρδᾶτον (φουσκωτὸ ψητό), - καὶ δεύτερον ἀκρόβραστον μαζεῖ (στῆθος) ἀρβαλιασμένον (ψιλοκομμένον), - καὶ τρίτον ὀξυνόγλυκος κροκάτη μαγειρία, - ἔχουσα στάχος σύγουρδον καριόφυλλον τριψίδιν (μὲ μυρουδικὰ καὶ μὲ τριμμένο μοσχοκάρφι), - ἀμανιτάριν ὄξος τε, καὶ μέλιν ἐκ τῶν τ᾿ ἀκάπνην (μέλι ἄκαπνο) - καὶ μέσα κεῖται κόκκινος μεγάλη φιλομήλα (φαγκρί), - καὶ κέφαλος τρισπίθαμος αὐγάτος ἐκ τὸ ρύζιν (ἀπὸ τὸ μπουγάζι), - καὶ συναγρίδα πεπανὴ (παχειά), ὦ θεέ μου, μαγειρία!», κι ἄλλα πολλὰ ἀραδιάζει ὁ λαίμαργος Φτωχοπρόδρομος, ποὺ δὲ μποροῦνε νὰ τὰ φᾶνε μήτε δέκα ἄνθρωποι.
Καὶ πάλι παρακάτω λέγει τὸν ἀναβαλλόμενο γιὰ τοὺς ἡγουμένους: «Ἐκεῖνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως, - ἡμᾶς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας. - Ἐκεῖνοι τὰ λαβράκια καὶ τοὺς τρανοὺς κεφάλους, - ἡμεῖς δὲ τὸ βρωμόκαπνον ἐκεῖνο τὸ ἁγιοζούμιν (ἕνα νερόπλυμα μὲ βρασμένα κρομμύδια). - Ἐκεῖνοι τὰ γοφάρια, τὶς ἴσχας, τὰ ψησία, - ἡμεῖς δὲ πάλιν τρώγομεν ἐκεῖνο, πῶς τὸ λέγουν;...». Καὶ σὰν παραπονεθεῖ, τοῦ λένε πὼς εἶναι ἀπὸ φτωχὸ σόγι, «καλογερίτζιν ταπεινὸν ὑπάρχεις ἐκ τὸ Μήλιν, - ψωριάρικον, κιτρινιάρικον, γυμνόν, ἀπολεσμένον, - γαδούριν παλαιόπληγον, ὀρνίθιν κορυντζάριν (κορυζάρικο)».
Στὸ τέλος πιάνει πάλι τὰ ἐγκώμια καὶ τὶς κολακεῖες στὸ βασιλιᾶ, ποὺ τὸν λέγει: «τὸν Μανουὴλ τὸν Κομνηνόν, τὸν τῆς πορφύρας γόνον, - τὸν πύργον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσεως τὸ δόρυ».
Τὰ ποιήματα τοῦ Φτωχοπρόδρομου εἶναι κακότεχνα καὶ κακορίζικα, ἀλλὰ μέσα σ᾿ αὐτὰ βρίσκει κανένας θησαυρὸ ἀπὸ λόγια, ποὺ πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ βρίσκουνται στὸ στόμα τοῦ λαοῦ ὡς τὰ σήμερα. Βάζω παρακάτω λίγα ἀπ᾿ αὐτά: παπάς, κάτα (ἔτσι λένε σήμερα τὴ γάτα σὲ κάποια μέρη), μελιτζάνες, λαβράκια, παλαμίδες, παλαμιδοκόμματα, σκουμβριά, σκουμπροπαλαμιδοκόμματα, γοφάρια, συναγρίδες, σαβρίδια, μουροῦνες, χτένια, σουλῆνες (καὶ τὰ δυὸ εἶναι θαλασσινὰ μαλακόστρακα, ποὺ τὰ πιὸ φημισμένα ἤτανε τῆς Μυτιλήνης, καὶ τώρα εἶναι τοῦ Ἀϊβαλιοῦ), παγούρια (τὰ σημερινὰ παβούρια, μεγάλα νόστιμα καβούρια), ξύδι, βλησκούνι (ἡ λεγόμενη μέντα), φάβα, ἀρκουδίζω (περπατῶ μὲ τὰ τέσσερα, ὅπως κάνουνε τὰ παιδιά· ἔτσι λέγανε στὴ Μ. Ἀσία, ἐνῷ ἐδῶ λένε μπουσουλῶ), ξυνάγαλον, ἀθότυρον (ὅπως τὸ λένε στὴν Κρήτη), κι ἄλλα. Βρῆκα καὶ τὴ λέξη σακολέβα, ποὺ λέγανε μ᾿ αὐτὴ τὸ παλιόρασο, ἐνῷ σακολέβες λέγανε ὡς προχτὲς κάτι καΐκια ἀνατολίτικα, ἴσως γιατὶ ἤτανε φτωχοκάϊκα.

Πτωχοπρόδρομος

Πτωχοπρόδρομος


Κριτική έκδοση

επιμέλεια: Hans Eideneier
ζωγραφική: Αλέκος Φασιανός
επιμέλεια σειράς: Γ. Μ. Σηφάκης

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012

Τα τέσσερα ποιήματα που εκδίδονται εδώ - συνδετικός κρίκος των οποίων είναι το όνομα "Πτωχοπρόδρομος" - είναι τα παλαιότερα της λεγόμενης "Βυζαντινής δημώδους γραμματείας". Ο ποιητής εμφανίζεται σε τέσσερις διαφορετικές, λίαν δραματικές σκηνές: μια για να εξευμενίσει τη δύστροπη γυναίκα του που τολμάει να τον αποκλείει ακόμη και από το οικογενειακό τραπέζι με αποτέλεσμα να κοντεύει να πεθάνει της πείνας· μια για να συντηρήσει το ενδεές νοικοκυριό της πολυμελούς οικογένειάς του· μια για να ζητήσει κάποια αμοιβή για τον εαυτό του ως σπουδαγμένο φιλόλογο ("ανάθεμα τα γράμματα...")· και μια για να ζητήσει μετάθεση, ως καλόγερος πια, από ένα κακώς διοικούμενο μοναστήρι σε άλλο, προφανώς καλύτερο...

Αν και πολλά στοιχεία υποδεικνύουν τη σχέση των ποιημάτων με την αυτοκρατορική αυλή των Κομνηνών του 12ου αιώνα, η ταύτιση του δημιουργού τους με τον γνωστό λόγιο αυλικό ποιητή Θεόδωρο Πρόδρομο αμφισβητείται, κυρίως με βάση το πλούσιο δημώδες γλωσσικό υλικό και το ύφος τους. Πρόκειται για έργα που ανήκουν στην παρακλητική ή επαιτική ποίηση, είδος γνωστό από παλιά, με στοιχεία σάτιρας.

Πέρα από την καθαρά λογοτεχνική τους αξία, τα κείμενα αποτελούν κλειδί για τη μελέτη της εξέλιξης της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας. Με την παρούσα κριτική έκδοση τα "Πτωχοπροδρομικά" γίνονται προσιτά και το ελληνικό κοινό.


Το κοκορέτσι του Πτωχοπρόδρομου

Τα επαιτικά ποιήματα του 12ου αιώνα, οι ιστορίες ενός πεινασμένου γραμματικού και οι απαρχές της νεοελληνικής γλώσσας. Η κριτική έκδοση των σημαντικών μεσαιωνικών στιχουργημάτων
Το κοκορέτσι του Πτωχοπρόδρομου
«Η καλοτακτοποιημένη κουζίνα», πίνακας του φλαμανδού ζωγράφου Joachim Beuckelaer (1566)


Είναι μεσήλικος, παντρεμένος με γυναίκα δύστροπη και μοχθηρή, που γκρινιάζει ολημερίς και του κλειδώνει το ντουλάπι με τα τρόφιμα. Είναι οικογενειάρχης με δεκατρία παιδιά, τόσο φτωχός που κοντεύει να πεθάνει από την πείνα. Είναι γραμματικός, τεχνίτης του λόγου, μορφωμένος, αλλά τα γράμματα δεν ωφελούν να βρει δουλειά να βγάλει το ψωμί του και ζηλεύει τους χειρώνακτες τεχνίτες που είναι καλοψωνιστές και το τραπέζι τους είναι πάντοτε γεμάτο. Είναι νεαρός καλόγερος, άπορος και ασήμαντος, υπηρέτης των ηγουμένων στο μοναστήρι, και υποφέρει από την πείνα. Οι ηλικίες, οι ιδιότητες, τα προσωπεία που φορά ο αφηγητής των τεσσάρων υστεροβυζαντινών δημωδών ποιημάτων που είναι γνωστά ως «πτωχοπροδρομικά» ποικίλλουν. Απαράλλαχτες μένουν σε κάθε ποίημα μονάχα η απελπιστική πενία του και η μόνιμη πείνα του, αυτές που τον αναγκάζουν να γράψει στον αυτοκράτορά του ζητώντας τη συνδρομή του. Σώσε με από τις στερήσεις, από τη φτώχεια, «των δανειστών μου, βασιλεύ, λύσον τις απαιτήσεις» παρακαλεί τον βασιλιά Μανουήλ Κομνηνό (1143-1180) ο λεγόμενος Πτωχοπρόδρομος.
Με αυτό το όνομα ως τίτλο, που λειτουργεί ως ειδολογικός χαρακτηρισμός μιας σειράς επαιτικών ποιημάτων του 12ου αιώνα, κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης η νεότερη και πληρέστερη μέχρι στιγμής κριτική έκδοση αυτών των στιχουργημάτων: η έκδοση του γερμανού νεοελληνιστή Χανς Αϊντενάιερ του 1991, μεταφρασμένη στα ελληνικά, με αναλυτική εισαγωγή, εξαντλητικό γλωσσάριο, ελκυστική τυπογραφική εμφάνιση και σχέδια του Αλέκου Φασιανού που διανθίζουν ανάλαφρα τη σοβαρότητα του φιλολογικού κειμένου.

Γρουσούζης, τεμπέλης, στριμμένος, κακόγλωσσος
Ηταν πραγματικό πρόσωπο ο Πτωχοπρόδρομος; Το ζήτημα απασχόλησε επί μακρόν τους ερευνητές. Δεν είναι ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο λόγιος ποιητής της αυλής των Κομνηνών, καταλήγει στην εισαγωγή του ο Χανς Αϊντενάιερ, δεν ήταν καν ένα πρόσωπο ο συντάκτης αυτών των δεκαπεντασύλλαβων στίχων, αλλά πιθανότατα περισσότεροι συγγραφείς που ακολούθησαν ένα πρότυπο επαιτικής σατιρικής ποίησης εξαιρετικά δημοφιλές, το οποίο ξεκίνησε ως γραπτό δημώδες κείμενο, πέρασε στην προφορική παράδοση και έγινε αντικείμενο μίμησης.
Από τα πρώτα νεοελληνικά κείμενα, γραμμένα σε δημώδη ποιητική κοινή - ένα γλωσσικό ιδίωμα που κρατά αποστάσεις τόσο από τη λόγια γλώσσα όσο και από τις τοπικές διαλέκτους -, τα πτωχοπροδρομικά χρονολογούνται περίπου από την εποχή του ακριτικού έπους του Διγενή Ακρίτη. Δεν τοποθετούνται όμως στις εσχατιές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν αποκαλύπτουν τις σχέσεις της με τους Αραβες και άλλους λαούς, δεν αφηγούνται τα θαυμαστά κατορθώματα ενός ήρωα. Από τις σκηνές του πολέμου μάς μεταφέρουν στον κλειστό χώρο της οικογενειακής ή της μοναστικής ζωής, στις γειτονιές της Βασιλεύουσας, με πρωταγωνιστή έναν αντιήρωα, του οποίου η μόνη φιλοδοξία είναι να γεμίσει το στομάχι του, μετερχόμενος διάφορα τεχνάσματα, σαν τον Καραγκιόζη.
Γρουσούζη, τεμπέλη, απρόκοφτο, στριμμένο, κακόγλωσσο και σιχαμερό κόλακα χαρακτηρίζει τον Πτωχοπρόδρομο αυτών των σύντομων ψευδοαυτοβιογραφικών ποιημάτων σε ομώνυμο δοκίμιό του ο Φώτης Κόντογλου. «Αυθέντα μου πανσέβαστε, δόξα και καύχημά μου», «δέσποτα στεφηφόρε, σκηπτούχε κομνηνόβλαστε, κράτιστε κοσμοκράτορ»προσφωνεί τον αυτοκράτορά του ο επαίτης και συνεχίζει τις κολακείες του προλογίζοντας σε στομφώδες λόγιο ύφος. Σε γλώσσα δημώδη, αφηγείται στη συνέχεια τα βάσανά του και αποκαλύπτεται οκνηρός και φυγόπονος. Αντιδρά στα καθήκοντα στο μοναστήρι και δεν θέλει ευθύνες στην οικογένεια. Οταν χτυπά το παιδί του, εκμεταλλεύεται την αναστάτωση για να κλέψει τρόφιμα από το ντουλάπι της γυναίκας του.
Δεν είναι συμπαθής, είναι όμως διασκεδαστικός. Σατιρίζει τους πάντες, και τον εαυτό του τον ίδιο. Γι' αυτό και τα πτωχοπροδρομικά ποιήματα ήταν αγαπητά και διαδόθηκαν ευρέως. Σώζονται σε αρκετά χειρόγραφα, που φτάνουν τα επτά για το τέταρτο ποίημα και το τρίτο ποίημα, του οποίου παροιμιώδης παραμένει ως σήμερα ο στίχος του ταλαίπωρου γραμματικού: «Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, κι οπού τα θέλει».
Κωμικά, με ένα ελευθέριο λαϊκό χιούμορ που επανεκτιμάται στη μεταμοντέρνα εποχή, αυτά τα μεσαιωνικά στιχουργήματα ψυχαγωγούν και τον σύγχρονο αναγνώστη. «Αλλά τα μέτρα πού ωφελούν την άμετρόν μου πείναν;» παραπονείται ο ίδιος γραμματικός. Εκείνος αναφέρεται στον ίαμβο, στον σπονδείο, στον πυρρίχιο, στα μέτρα της ποίησης τα οποία μελετά, εμείς όμως ως σύγχρονοι Πτωχοπρόδρομοι διαβάζουμε στα λόγια του και ένα σχόλιο για άλλα μέτρα που μας παιδεύουν.
Οι πληροφορίες που αλιεύουμε από τα στιχουργήματα αυτά για την καθημερινή και την ιδιωτική ζωή στο Βυζάντιο είναι πλούσιες: για τάξεις, για επαγγέλματα, για νομίσματα και, κυρίως βέβαια, για φαγητά. Χονδρόγυλο (ψωμί), απάκι και τυρίτσιν κρητικό, χορδοκοιλίτσι (πατσάς) και χουρδουβελία (κοκορέτσι), γοφάρια, γαλέοι, θύννες (τόνοι) και ψάρια παστά, σφουγγάτο (ομελέτα) και το περίφημο ευωδιαστό μονοκυθρίτσιν, που διαρκώς ορέγεται ο Πτωχοπρόδρομος, φαγητό μαγειρεμένο στη χύτρα με πολλά υλικά. Λέξεις γνωστές και άλλες γοητευτικά άγνωστες, καταγράφονται όλες στο γλωσσάρι που συνέταξαν η Τίνα Λεντάρη, λέκτωρ Μεσαιωνικής Δημώδους Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο νεοελληνιστής Νότης Τουφεξής, καθιστώντας αυτά τα κείμενα του 12ου αιώνα προσιτή ψυχαγωγία και για τον πολύπαθο έλληνα αναγνώστη του 21ου αιώνα.








O Πτωχοπρόδρομος (ΠΕΚ)



Το άκουσα προσωπικά σε δυο δημοτικά σχολεία, ότι υπήρξαν περιπτώσεις που κάποιος γονιός έβαλε πολιτικό μέσο για να γράψει ο διευθυντής το παιδάκι τους εκεί. Κυρίως τα τελευταία χρόνια με την κρίση, πολλοί γονείς που παλαιότερα θα έστελναν τα παιδιά τους στην ιδιωτική εκπαίδευση επιλέγουν τα δημόσια σχολεία, όπως γίνεται και σε μικρότερες ηλικίες στους παιδικούς σταθμούς των δήμων. Φυσικά, οι αυξημένοι αριθμοί δεν είχαν προβλεφθεί, αλλά και τώρα που είναι αναμενόμενο να παρουσιάζεται αυξημένη ζήτηση, το δημόσιο δεν είναι σε θέση να αντιδράσει. Έτσι υπάρχουν σχολεία που γεμίζουν από παιδιά και οι διευθυντές αρνούνται να γράψουν άλλα. Και οι γονείς κάνουν ότι μπορούν: άλλοι παρουσιάζουν ψευδείς βεβαιώσεις ότι κατοικούν στην περιοχή με το καλό σχολείο ενώ η κατοικία τους είναι εκτός των τυπικών ορίων που ορίζει το υπουργείο, ενώ κάποιοι βάζουν πολιτικό μέσο και ο διευθυντής δέχεται πιέσεις από πολιτικά γραφεία για να δεχτεί κάποιον μαθητή.
Όταν κουβεντιάζουμε τέτοιες ιστορίες συχνά μιλάμε για ραγιαδισμό, πως η μακρόχρονη «τουρκοκρατία» μας κατέστρεψε και μας έκανε να ζητάμε ρουσφέτια και διάφορα τέτοια. Γι’ αυτό με πήραν τα γέλια διαβάζοντας το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (ΠΕΚ www.cup.gr ) με τίτλο «Πτωχοπρόδρομος» και περιλαμβάνει 4 ποιήματα, τα παλαιότερα έργα της «Βυζαντινής δημώδους γραμματείας» –όπως λέγεται, δηλαδή τα παλαιότερα σωζόμενα γραπτά έργα στην δημοτική. Τα ποιήματα αυτά χρονολογούνται τον 12ο αιώνα, την εποχή των Κομνηνών, και είναι σατιρικά, αν και το ύφος της σάτιρας της εποχής δεν ταυτίζεται ακριβώς με τις σημερινές μας αντιλήψεις για το χιούμορ. Ο πρωταγωνιστής Πτωχοπρόδρομος εμφανίζεται σε τέσσερεις διαφορετικές δυσάρεστες καταστάσεις και ζητάει βοήθεια. Η γυναίκα του τον έχει πετάξει έξω, τα εισοδήματά του δεν του φτάνουν, θεωρεί ότι η αμοιβή του δεν αντιστοιχεί με την σπουδαιότητα της θέσης του, και τέτοια. Τα ποιήματα θεωρούνται κλειδί για την μελέτη της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Όπως συνέβη και με τα αρχαία ελληνικά έργα, η πρώτη τους έκδοση έγινε στο εξωτερικό. Η έκδοση που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά είναι η νεότερη αναθεωρημένη και μεταφράστηκε από τα γερμανικά. Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Hans Eideneier, γερμανός φιλόλογος και φιλέλληνας. Το βιβλίο κοσμείται με σχέδια του Αλέκου Φασιανού.
Στο τελευταίο ποίημα, ο Πτωχοπρόδρομος είναι πλέον καλόγερος και ζητεί από τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό να μεσολαβήσει για να πάρει μετάθεση από το μοναστήρι που βρίσκεται σε ένα καλύτερο. Τα ελαττώματα μας ως έθνος είναι μάλλον παλαιότερα απ’ ότι θα θέλαμε να πιστεύουμε.  

Ο Μιχάλης Σηφάκης είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών