Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Γιώργος Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός»


Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και την Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ’ αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
            τη Συρία
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
            Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
σαν έρθει ο θέρος
προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
            τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
            το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
            νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
            χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

                        Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

Τώρα που κάθομαι άνεργος: όπως στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη: «... εδώ εις Άργος, όπου κάθομαι άνεργος» (Σημ. του ποιητή).
στη χάση: εννοεί του φεγγαριού.
σκάλα: λιμάνι (εννοεί το λιμάνι της Cava dei Tirreni).
μονέδα: νόμισμα. Την ημέρα της επιστροφής την περιμένουν (οι επαναπατριζόμενοι) σαν οφειλόμενο χρέος, σαν ανταμοιβή. Υπαινιγμός για τον καιροσκοπισμό πολλών από αυτούς. Το θέμα επανέρχεται στους στίχους 45 και 51.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ. του ποιητή).
Αραπιά... Συρία: εννοεί τους Έλληνες που είχαν καταφύγει σ’ αυτές τις χώρες της Μέσης Ανατολής στην Κατοχή.
Κομμαγηνή: αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της Ελλάδας.
γκαμούζα: βουβάλι.
θάλασσες του Πρωτέα: τα παράλια της Αιγύπτου.
κακοφορμίζω: προκαλώ φλεγμονή, ερεθίζω μια πληγή.
δόλο κι απάτη: όπως και στο Μακρυγιάννη, Β΄, σελ. 258 «και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο κι απάτη» (Σημ. του ποιητή).
πραμάτεια: εμπόρευμα.
αγάπανθος: φυτό ιθαγενές της Αφρικής, που καλλιεργείται και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό.
τουμπελέκι: είδος τυμπάνου.
μνησιπήμων: αυτός που θυμίζει τις συμφορές, η αλγεινή ανάμνηση των δυστυχιών.
μνησιπήμων πόνος: Αισχ. Αγαμέμνων, στ. 179 «στάζει δ’ ν γ’ πνωι προ καρδίας μνησιπήμων πόνος» (στάζει στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της συμφοράς ο καημός) (Σημ. του ποιητή).
οι ήρωες... στα σκοτεινά: μια πικρή σκέψη του ποιητή καθώς αναλογίζεται τις θυσίες του λαού και το αβέβαιο μέλλον.

Ο Γιώργος Σεφέρης στην Αίγυπτο τα χρόνια του πολέμουΟ Νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έζησε στην Αίγυπτο - με μικρά διαλείμματα απουσίας - στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από το 1941 έως το 1944 όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους Έλληνες πάροικους, αξιωματούχους Έλληνες και Άγγλους, αλλά και να ανακαλύψει την πνευματική πλευρά της ελληνικής κοινότητας.
Ο Γιώργος Σεφέρης, διπλωματικός τότε υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, έφτασε στη γη του Νείλου το Μάιο του 1941, μαζί με την κυβέρνηση Εμμ. Τσουδερού, παραμένοντας εκεί μέχρι το 1944.

Κατά την άφιξή του στο Πορτ Σάϊντ στις 16 Μαϊου 1941 ο Γιώργος Σεφέρης, όπως ο ίδιος περιέγραψε (Μέρες Α’ Γεννάρης 1941 - 31 Δεκεμβρίου 1944, Αθήνα, Ικαρος, 1977) εντυπωσιάστηκε από την ανυπαρξία βουνών:

«Η πιο χαμηλή χώρα που είδα ποτέ μου. Κανένα βουνό στον ορίζοντα. Τα ψηλότερα που βλέπεις, καθώς πλησιάζεις είναι τα καράβια και τα σπίτια. Συλλογίζομαι τον Καβάφη, τέτοια είναι η ποίησή του. Πεζή σαν τον απέραντο κάμπο μπροστά μας. Δεν ανεβοκατεβαίνει. Περπατά. Τον καταλαβαίνω καλύτερα τώρα και τον εκτιμώ γι’ αυτό που έκανε».

Ο Γιώργος και η Μάρω Σεφέρη εγκαταστάθηκαν στο Κάιρο, αλλά έκαναν συχνά εξορμήσεις στην Αλεξάνδρεια. Για την Αλεξάνδρεια, η οποία του θύμισε τα παιδικά χρόνια στη Σμύρνη ο ίδιος έγραψε: «Μέσα σ΄ αυτή την πόλη δεν μπορείς να πάψεις να συλλογίζεσαι τον Καβάφη μαζεύοντας σιγά-σιγά τις εντυπώσεις του από τα μικροπράγματα. Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πως δούλεψε ο Καβάφης...Είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει αλλού μία τέτοια “αίσθηση της λιμνάζουσας διάλυσης, της ματαιότητας, της ανθρώπινης προσπάθειας και του αισθησιακού μηδενισμού”.

Στην Αλεξάνδρεια ο ποιητής, ένιωθε, όπως ανάφερε, σαν να βρισκόταν σε μία γωνιά του μεγάλου ελληνικού κόσμου.
«Η Αίγυπτος μου έδωσε την Αλεξάνδρεια», έγραψε, ενώ για το Κάιρο, το οποίο ήταν ο τόπος που εργαζόταν θα γράψει μόνο πριν την αναχώρησή του.

Στο Κάιρο ήρθε σε επαφή με τους ανθρώπους του πνεύματος, το Νίκο Νικολαϊδη, τον οποίο αποκάλεσε “κληρικό του πνεύματος” και την Ελλη Παπαδημητρίου. Επίσης γνωρίστηκε με τον Φώτη Αγγουλέ, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και μιλούσε συχνά σε ακροατήριο.

Συχνά απευθυνόταν και σε μαθητές Γυμνασίου. Με αίτημα του Γυμνασιάρχη Φτυαρά, ο οποίος εφάρμοζε καινοτόμα συστήματα, μίλησε σε μαθητές και μαθήτριες του Γυμνασίου της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας για τους ποιητές Αντωνίου και Ελύτη. Στις 14 Μαρτίου 1944 μίλησε πάλι σε μαθητές για το Σικελιανό.
Στις 16 Μαϊου 1943 έδωσε την περίφημη διάλεξη για το Μακρυγιάννη στο “Ριάλτο” της Αλεξάνδρειας και την επανέλαβε στις 19 Μαϊου στο Κάιρο. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου έδωσε διάλεξη σε Κάιρο και Αλεξάνδρεια για τον Παλαμά.

Την περίοδο που έζησε στην Αίγυπτο ασχολήθηκε με την έκδοση των “Ακριτικών” του Σικελιανού. Στο Κάιρο ολοκλήρωσε και την πρώτη έκδοση των “Δοκιμών” (1944). Η έκδοση έγινε από την Ελένη Γεωργαλά και την Ελλη Κυριαζή.

Όταν πλησίασε ο καιρός επιστροφής στην Ελλάδα άρχισε να βλέπει με συμπάθεια το Κάιρο. «Τώρα που λιγοστεύουν οι μέρες εδώ, κοιτάζω για πρώτη φορά με συμπάθεια το Κάιρο. το μεγάλο ποτάμι, καθώς περνώ το γιοφύρι, με συγκινεί, με συγκινούν αυτά τα μεγάλα πανιά που φαίνονται πίσω από τις πρασινάδες στην άκρη των δρόμων του Ζαμαλέκ, σαν φανταστικά δέντρα φυτεμένα σ’ ένα ανυποψίαστο πάρκο».  

Ο Σεφέρης ήταν και φωτογράφος

Έκθεση με φωτογραφίες του στο Παλέρμο
«Σταματήσαμε λίγο πιο κάτω από το Amshit και κοιτάξαμε τον ήλιο να βουλιάζει στην ήσυχη θάλασσα της Φοινίκης. Μα γιατί κάποτε βλέπει κανείς τα πράγματα καθαρά –θέλω να πω όπως όταν η φωτογραφική μηχανή είναι σωστά κανονισμένη–».
Πολλοί μπορεί να μην γνωρίζουν ότι ο Σεφέρης είχε γι’ αγαπημένη, εκτός από την ποίηση και τη φωτογραφία. Ασχολούνταν πολλά χρόνια, «σπρωγμένος» από την επιθυμία του να «δει τα πράγματα καθαρά».

seferis
Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, ύστερα από την ευγενική προσφορά της Μάρως Σεφέρη, έχει στην διάθεσή του το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο που περιέχει πάνω από δυόμισι χιλιάδες αρνητικά φωτογραφιών που έβγαλε ο Σεφέρης, από το 1920, όταν ήταν ακόμη φοιτητής στο Παρίσι, ως τον τελευταίο χρόνο της ζωής του (1971) –μισό αιώνα φωτογραφίες.
seferis-2
Στην έκθεση που θα πραγματοποιηθεί στο ιστορικό κτίριο Palazzo Branciforte έως τις 29 Ιουνίου θα παρουσιαστεί ένα ενδεικτικό δείγμα εξήντα φωτογραφιών.
seferis-3
Έως 29/6 στο Palazzo Branciforte της Fondazione Sicilia

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Η πλατεία Ομονοίας όπως εγκαινιάστηκε από τον Βενιζέλο


Ομόνοια 1980: Τριάντα χρόνια μετά
Γυρίζει γυρίζει φριχτά
Ο στρογγυλός ο δρόμος
Γυρίζουν γυρίζουν φριχτά
Στο στρογγυλό το δρόμο
Χιλίων ειδών άνθρωποι
[…]
Η κοκότα που κάνει τροτουάρ
Και ο ομοφυλόφυλος νέος
Και πίσω από το νέο
Απόστρατος ανθυπολοχαγός
[…]
Σ’ άλλους χρήματα έρωτα
Στην πλατεία Ομόνοιας δίνουν ζωή
[…]
Όλη η Αθήνα βρίσκεται στην Ομόνοια μέσα
Και οι πιο κρυφοί πόθοι εκεί πέρα ζουν
Εκεί αρχίζει ο έρωτας που πληρώνεται

Νικήτας Ράντος, Στρογγυλή Συμφωνία, 1933


Στις 21 Ιουλίου του 1930 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του σιδηροδρομικού σταθμού της Ομόνοιας.
Το κεντρικό πρόσωπο της διοργάνωσης ήταν ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.
Τα εγκαίνια των σιδηροδρομικών σταθμών ήταν ανέκαθεν μεγάλες διοργανώσεις.
Στο παρελθόν, όταν δημιουργήθηκαν οι πρώτοι σιδηρόδρομοι στην Ελλάδα, πρωταγωνίστρια των εγκαινίων ήταν η βασιλική οικογένεια.
Στα εγκαίνια του σταθμού της Χαλκίδας συμμετείχαν, εκτός απ’ τους βασιλείς, ακόμα και ο στόλος που σφύριζε και έριχνε κανονιοβολισμούς.

Τα έργα για την κατασκευή του σταθμού
Τα έργα για την κατασκευή του σταθμού

Αντίστοιχα λαμπρή ήταν και η γιορτή για τον πρώτο σταθμό της Ομόνοιας, που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Αθηνάς και Λυκούργου.
Τα έργα ολοκληρώθηκαν το 1895 και ο πρώτος σιδηρόδρομος ήταν ατμοκίνητος.
Αποτελούσε μεγάλη πρωτοπορία για την Ελλάδα, καθώς στις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, όπως το Παρίσι, ο αστικός σιδηρόδρομος κατασκευάστηκε αργότερα, το 1900.
ομονοια
Το 1930 εγκαινιάστηκε ο νέος σταθμός της Ομόνοιας, που εξυπηρετούσε τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο.
Είναι ο ίδιος σταθμός που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα.
Για να καλωσορίσουν το νέο σταθμό, κατασκευάστηκαν τρία περίπτερα στην ομώνυμη πλατεία.
Το ένα πουλούσε εφημερίδες το άλλο αναψυκτικά και το τρίτο ήταν ζαχαροπλαστείο.
ομονοια2
Ο Τύπος υποδέχτηκε την είδηση με μεγάλο ενθουσιασμό: «Ορίστε ένα γεγονός που θα άξιζε να πανηγυρισθή και με κωδωνοκρουσίας. Η Ομόνοια, ο πρώτος σταθμός των επαρχιωτών στην Αθήνα, ο ομφαλός εν κυριολεξία της Αθήνας, απηλευθερώθη επί τέλους σήμερα το πρωί».

Omonoia Egkainia 1930-Venizelos
Ο Βενιζέλος εγκαινιάζει την πλατεία Ομονοίας




Η επάνοδος του Μπερξόν στο φιλοσοφικό προσκήνιο


Ανρί Μπεργκσόν


ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΡΕΛΟΡΕΝΤΖΟΥ
Εδώ και είκοσι χρόνια η φιλοσοφία του Bergson έχει επανέλθει στο προσκήνιο με αρκετά εντυπωσιακό τρόπο μετά από τη μερική (σε μεγάλο όμως βαθμό) έκλειψή της για πάνω από πέντε δεκαετίες. Η σημερινή λάμψη της στη Γαλλία, χάρη κυρίως στις άοκνες προσπάθειες του Frédéric Worms -καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Lille 3 και διευθυντή του "Διεθνούς κέντρου μελέτης της σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας" στην École normale supérieure στο Παρίσι- και των συνεργατών του είναι αναμφισβήτητη. Πέραν της πρώτης κριτικής έκδοσης των βιβλίων του Bergson και των δύο συλλογών δοκιμίων του (οκτώ τόμων στη σειρά "Quadrige" του εκδοτικού οίκου Presses Universitaires de France) και της απρόσκοπτης έκδοσης της διεθνούς επιθεώρησηςAnnales bergsoniennes (έχουν ήδη δημοσιευθεί τέσσερις ογκώδεις τόμοι από το 2002), έχουν εκδοθεί σειρά σημαντικών μονογραφιών και μικρότερων εργασιών για τον Bergson, καθώς και τα πρακτικά αρκετών από τα πολλά συνέδρια με μπερξονική θεματολογία που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, στην πρόσφατη μελέτη του Η φιλοσοφία στη Γαλλία στον εικοστό αιώνα (Gallimard, "Folio/Essais", 2009) o Worms εξετάζει με πρωτότυπη ματιά τις τέσσερις "φιλοσοφικές στιγμές" του περασμένου αιώνα στη Γαλλία (τη στιγμή του 1900, τη στιγμή του β' παγκοσμίου πολέμου ή του υπαρξισμού, τη στιγμή της δεκαετίας του 1960 και αυτήν που αποκαλεί "παρούσα στιγμή"), με έμφαση στην πρώτη, οι δύο κύριες φυσιογνωμίες της οποίας υπήρξαν ο Bergson και ο Léon Brunschvicg. Εξάλλου, στα τέλη του Φεβρουαρίου διεξάγεται στο Λονδίνο διεθνές συνέδριο με θέμα τη μεταμοντέρνα παρακαταθήκη του Bergson∙ οι διοργανωτές δεν διστάζουν να μιλήσουν για "μπερξονική στροφή" στη φιλοσοφία και στις πολιτισμικές σπουδές.
Δεν πιστεύω ότι αυτή η, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, αναπάντεχη εξέλιξη -που παραπέμπει στη θεμελιώδη θέση του Bergson περί ακατάπαυστης ανάδυσης απρόβλεπτης καινοτομίας- αποτελεί μια αναλαμπή, μια νέα μόδα από αυτές στις οποίες μας έχει συνηθίσει η γαλλική φιλοσοφία. Το ενδιαφέρον για τον Bergson είναι διεθνές και εκτείνεται, πέραν των ευρωπαϊκών χωρών, στη Βόρεια και τη Λατινική Αμερική∙ είναι δε ιδιαίτερα έντονο στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Μάλιστα η αναβίωση των μπερξονικών σπουδών αξίζει να συνεξετασθεί με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος, τα τελευταία χρόνια, αν και σε μικρότερο βαθμό, για άλλες παραγνωρισμένες επί μακρόν φυσιογνωμίες της γαλλικής και της αμερικανικής φιλοσοφίας των αρχών του εικοστού αιώνα (αναφέρομαι κυρίως στους Brunschvicg, Maurice Blondel, Alain, Péguy, Sorel και στους εκπροσώπους του πραγματισμού με έμφαση στον William James), για την ακμαία γαλλική επιστημολογία της περιόδου (αναφέρομαι κυρίως στους Poincaré, Duhem, Milhaud, Le Roy, Brunschvicg, Rey και Meyerson),1 καθώς και για τη γαλλική ψυχολογία και κοινωνιολογία της περιόδου.
Ένας βασικός λόγος της επανόδου του Bergson στο φιλοσοφικό προσκήνιο είναι κατ' εμέ ο εξής: μετά από εξήντα περίπου χρόνια, από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και αυτήν του 1980, όπου οι περισσότεροι και οι σημαντικότεροι γάλλοι φιλόσοφοι και θεωρητικοί είχαν αναγάγει σε προνομιακούς συνομιλητές τους γερμανούς και γερμανόφωνους φιλοσόφους και θεωρητικούς -αρχικά κυρίως τους Hegel, Husserl και Heidegger και, στην επόμενη φιλοσοφική στιγμή, τους επονομασθέντες "δασκάλους της υποψίας", ήτοι κυρίως τους Marx, Nietzsche και Freud- με συνέπεια να γίνονται συχνά δυσνόητοι, πολλοί ένιωσαν την ανάγκη της επιστροφής στα δύο βασικά χαρακτηριστικά της γαλλικής φιλοσοφίας όπως τα αναδεικνύει ο Bergson: αφενός, στην απλότητα της μορφής και στην παραδοσιακή σαφήνεια και, αφετέρου, στη διαρκή συνεργασία και στενή ένωση της φιλοσοφίας με την επιστήμη, ιδίως με τις θετικές επιστήμες.
Στη χώρα μας, πέραν των μεμονωμένων φιλότιμων προσπαθειών ορισμένων διδασκόντων κυρίως σε περιφερειακά Πανεπιστήμια -την τελευταία επταετία γίνεται συστηματική προσπάθεια ιστορικοφιλοσοφικής προσέγγισης του έργου του Bergson στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και η Θεώνη Αναστασοπούλου αφιερώνει σειρά μαθημάτων στην μπερξονική φιλοσοφική βιολογία και γενικότερα στη φιλοσοφία των βιοεπιστημών στο Πανεπιστήμιο Πατρών- έχουν δημοσιευθεί τα τελευταία χρόνια μεταφράσεις τεσσάρων έργων του Bergson (Δοκίμιο για τα άμεσα δεδομένα της συνείδησηςΓέλιοΔημιουργική εξέλιξη και Δύο πηγές της ηθικής και της θρησκείας) και άλλων μικρότερων εργασιών του, η μετάφραση της διατριβής του Κ. Ρωμανού (Οικείωσις, Τυπωθήτω, 2001), καθώς και διάσπαρτα άρθρα για πτυχές της φιλοσοφίας του. Όπως συνάγεται από τη βιβλιογραφία που παρέθεσα στην πρόσφατη ελληνική έκδοση του Μπερξονισμού του Gilles Deleuze (Scripta, 2010) -που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και πιο πρωτότυπες προσεγγίσεις του έργου του, η οποία μάλιστα υπήρξε σε πολλές χώρες, κυρίως στις αγγλοσαξονικές, το έναυσμα για την αναβίωση των μπερξονικών μελετών-, ο έλληνας αναγνώστης που δεν γνωρίζει γαλλικά έχει στη διάθεσή του σειρά ελληνικών εκδόσεων κειμένων φιλοσόφων, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων και άλλων διανοητών που αμιλλώνται στο έργο τους, τις περισσότερες φορές παρεμπιπτόντως, με βασικές μπερξονικές θεωρίες και μάλιστα εκεί που δεν ήταν αναμενόμενο, λόγου χάριν στο Αίτημα της φιλοσοφίας του Jacques Bouveresse(Πόλις, 2002).
Πέραν του ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν καθ' εαυτές οι επιμέρους φιλοσοφικές ιδέες του Bergson, όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλο φιλόσοφο, η προσεκτική μελέτη του έργου του είναι απαραίτητη για την εις βάθος κατανόηση σειράς πτυχών του έργου εκπροσώπων βασικών φιλοσοφικών ρευμάτων του εικοστού αιώνα. Η αναμέτρηση με τις θεμελιώδεις μπερξονικές επεξεργασίες για τη διάρκεια και τη ζωή αποτέλεσε βασικό όρο για την πραγμάτευση του χρόνου από τον Husserl, τον Heidegger και τους πρώτους γάλλους φαινομενολόγους. Όψεις του έργου του Bachelard, του Canguilhem, του Merleau-Ponty, του Lévinas, ακόμη και του Sartre -πόσω μάλλον του "μπερξονικού" Jankélévitch και των ευμενώς διακείμενων απέναντι στην μπερξονική φιλοσοφία Jean Wahl και Gabriel Marcel- είναι προϊόν του γόνιμου και συχνά κριτικού διαλόγου τους με βασικές θεωρίες του Bergson, και όχι της δουλικής αναπαραγωγής τους. Ειδικότερα, οι αναλύσεις όλων των προαναφερθέντων και πολλών άλλων γάλλων φιλοσόφων της ίδιας και της επόμενης "φιλοσοφικής στιγμής" για τις κάτωθι έννοιες και εννοιολογικές διακρίσεις καθίστανται σαφέστερες αν παραβληθούν με αυτές του Bergson: καινοτομία, επινόηση και δημιουργικότητα, ελευθερία, ζωή, αντίληψη, μνήμη, ύλη, χώρος-διάρκεια, ποσότητα-ποιότητα, ποσοτική πολλαπλότητα-ποιοτική πολλαπλότητα, ομοιογένεια-ετερογένεια, διαιρετότητα-αδιαιρετότητα, παράταξη-αλληλοδιείσδυση, ασυνέχεια-συνέχεια, συγχρονία-διαδοχή, επιφανειακό εγώ-βαθύ εγώ, εξωτερικότητα-εσωτερικότητα, ακαμψία-ευκαμψία, συνειδητό-ασυνείδητο, δυνατό-πραγματικό, δυνητικό-ενεργό, διάνοια-ένστικτο, διάνοια-ενόραση, στατικό-δυναμικό, συγκεκριμένο-αφηρημένο και κλειστό-ανοιχτό.
Ο Bergson, όπως και άλλοι προγενέστεροι και σύγχρονοί του φιλόσοφοι (χαρακτηριστικά ο Hegel και ο William James) θεωρούν σημαντικότερη στη φιλοσοφία τη μέθοδο απ' όσο τα αποτελέσματά της. Βασιζόμενος στη θεμελιώδη για μια φιλοσοφία του γίγνεσθαι, της μεταβολής και της κινητικότητας, όπως είναι αυτή του Bergson, διάκρισή του ανάμεσα στο τετελεσμένο και το τελούμενο, ο Maurice Merleau-Ponty, σε ένα εξαιρετικό κείμενό του με τίτλο "Ο αυτοδημιουργούμενος Μπερξόν"2υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο μπερξονισμοί: "ο τολμηρός, όταν η φιλοσοφία του Μπερξόν μαχόταν [...], και ο επικρατήσας, ο εκ προοιμίου πεπεισμένος για όσα ο Μπερξόν άργησε να βρει, ο ήδη εφοδιασμένος με έννοιες, ενώ ο Μπερξόν έπλασε τις δικές του μόνος του. [...] Παύει να υπάρχει η φιλοσοφία, αν ενδιαφέρουν πρωτίστως τα συμπεράσματα· ο φιλόσοφος δεν ζητά να κόψει δρόμο, ακολουθεί όλη την πορεία. Ο καθιερωμένος μπερξονισμός παραποιεί τον Μπερξόν. Ο Μπερξόν δημιουργούσε ανησυχία, αυτός καθησυχάζει. Ο Μπερξόν ήταν μια κατάκτηση, ο μπερξονισμός είναι μια άμυνα, μια δικαιολόγηση του Μπερξόν. Ο Μπερξόν ήταν μια επαφή με τα πράγματα, ο μπερξονισμός είναι μια συλλογή παραδεδεγμένων δοξασιών. Παρ' όλες τις συμφιλιώσεις και τις δάφνες, δεν πρέπει να ξεχνούμε τον δρόμο που ο Μπερξόν χάραξε μόνος του και ποτέ δεν απαρνήθηκε, αυτό τον ευθύ, νηφάλιο, άμεσο, αλλόκοτο τρόπο που είχε να ξαναρχίζει τη φιλοσοφία, να αναζητεί το βαθύ στο φαινομενικό και το απόλυτο κάτω από τα μάτια μας".3 Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι αρκετοί φιλόσοφοι, μεταξύ των οποίων ο Heidegger και ο Gabriel Marcel, διακρίνουν δύο μπερξονισμούς από τους οποίους αποδέχονται τον έναν, ο καθένας βεβαίως από τη δική του σκοπιά.
Όσον αφορά δε την περίφημη ενόραση (intuition), που είχε εκληφθεί εξαρχής από πολλούς (κυρίως από τον Russell) ως επίμεμπτη υποχώρηση στον ανορθολογισμό, ένα από τα πλεονεκτήματα του Μπερξονισμού του Deleuzeέγκειται στην ανάδειξη του μεθοδικού της χαρακτήρα. Στο πρώτο κεφάλαιο, που επιγράφεται "Η ενόραση ως μέθοδος", υποστηρίζει ότι "η ενόραση είναι η μέθοδος του μπερξονισμού. Η ενόραση δεν είναι αίσθημα ούτε έμπνευση, συγκεχυμένη συμπάθεια, αλλά μια επεξεργασμένη μέθοδος και μάλιστα μία από τις πιο επεξεργασμένες μεθόδους της φιλοσοφίας". Ενώ η δουλειά της διάνοιας έγκειται στην κατάτμηση, εντός της αδιαίρετης συνέχειας του σύμπαντος και των οντοτήτων που διαρκούν (κάθε ενικής ψυχής, κάθε ενικού εμβίου όντος, κάθε ενικής κοινωνίας, ακόμη και της ύλης, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον αφηρημένο γεωμετρικό χώρο) πραγμάτων, καταστάσεων και συμβάντων, για την εξυπηρέτηση των απαιτήσεων της δράσης, η ενόραση συλλαμβάνει την αδιαίρετη συνέχεια των εν λόγω ανοιχτών ολοτήτων που χαρακτηρίζονται από τη διάρκεια και διαιρεί εντός της τάσεις, οι οποίες στην καθαρή μορφή τους διακρίνονται μεταξύ τους, αλλά στην πραγματικότητα συνυπάρχουν σε διαφορετική δοσολογία στο ίδιο πράγμα. Η ενόραση μάς επιτρέπει να συλλάβουμε ως ενεργήματα όσα η διάνοια μάς παρουσιάζει ως πράγματα και, συνακόλουθα, να εστιάζουμε την προσοχή μας στις διαδικασίες αλλαγής όσων συνήθως εκλαμβάνουμε ως αμετάβλητα. Έτσι, χάρη στην ενόραση διακρίνουμε τη νοητική και την ενστικτώδη τάση που συνυπάρχουν στον άνθρωπο και στα ζώα, με επικρατούσα τη νόηση στον άνθρωπο και το ένστικτο στα ζώα. Χάρη στην ενόραση διακρίνουμε σε κάθε κοινωνία την τάση ανοίγματος και την τάση κλεισίματος που συνυπάρχουν σ' αυτήν, με επικρατούσα τη δεύτερη στις περισσότερες κοινωνίες και την πρώτη σε ορισμένες προνομιακές περιπτώσεις.
Αν μεγάλος φιλόσοφος είναι αυτός που το έργο του κατορθώνει να ωθήσει νέα πνεύματα που "ψάχνονται" να αφοσιωθούν στη φιλοσοφία, έστω αν στη συνέχεια πιστεύουν ότι τον ξεπέρασαν, αξίζει να επισημάνουμε ότι ο Bergson έπαιξε αυτό το ρόλο όχι μόνο για τον Sartre ή τον Εmmanuel Mounier, θεμελιωτή του περσοναλισμού, αλλά και για τον φιλόσοφο των μαθηματικών, μαρξιστή και φαινομενολόγο Jean-Toussaint Desanti. Εξάλλου, ο Deleuze, σε αντίθεση με τους φίλους του François Châtelet και Olivier Revault d'Allonnes, με τους οποίους προετοιμάζονταν από κοινού για τη συμμετοχή στην προφορική εξέταση του περίφημου στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα διαγωνισμού της agrégation, σχημάτισε την πεποίθηση, μελετώντας το Ύλη και μνήμη, το δεύτερο μεγάλο βιβλίο του Bergson, ότι πρόκειται για έναν αδίκως υποτιμημένο πολύ μεγάλο φιλόσοφο. Είκοσι περίπου χρόνια μετά μάς έδωσε τονΜπερξονισμό και, πολλά χρόνια αργότερα, ενέκυψε εκ νέου στο έργο του Bergson στη δίτομη φιλοσοφική μελέτη του για τον κινηματογράφο, που εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά (Κινηματογράφος 1. Η εικόνα-κίνηση και Κινηματογράφος 2. Η χρονοεικόνα, Εκδόσεις Νήσος, 2009 και 2010). Εξάλλου, στην εισηγητική του έκθεση υπέρ της εκλογής του Michel Foucault στο Collège de France, ο Jules Vuillemin τον παρουσιάζει ως τον συνεχιστή και συνάμα τον ανανεωτή της μη καρτεσιανής παράδοσης, η οποία είχε ξεκινήσει σ' αυτό το εκπαιδευτικό ίδρυμα με τον Bergson και είχε συνεχιστεί με τον Merleau-Ponty και τον Jean Hyppolite.

Ο Γιάννης Πρελορέντζος διδάσκει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Μοντερνισμός

Hans Hofmann, «Η πύλη» (1959-1960) 
[πηγή: Wikipedia].Πηγή

Κάθε προσδιορισμός χρονολογίας μιας μορφωτικής κίνησης είναι αναγκαστικά αυθαίρετος, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι δυο δεκαετίες 1910-1930 αποτελούν μια σαφέστατη ενότητα […]. Μπορεί ίσως να υπάρχουν δικαιολογημένες διαφωνίες, αναφορικά με την έκταση της αλληλοεπίδρασης ανάμεσα στον πολιτισμό και την κοινωνία, αλλά εξίσου έκδηλο είναι πως η μοντερνιστική τέχνη έχει απόλυτη επίγνωση όλων αυτών που συμβαίνουν στον κόσμο όπου εκδηλώνεται. Έτσι, πολλά γεγονότα της αρχής του εικοστού αιώνα δεν είναι άσχετα με τη μοντερνιστική κίνηση. Σε γενικές γραμμές, αυτά που συνέβαιναν την εποχή εκείνη θα μπορούσαν να ερμηνευθούν σαν διάλυση (περισσότερο ή λιγότερο βίαια σε διάφορες χώρες ή πεδία δραστηριότητας) της ομοφωνίας που υπήρχε στο δέκατο ένατο αιώνα. […] Από πολιτιστική άποψη, υπάρχει πάντα η πρόκληση της εργατικής τάξης στο Κεφάλαιο: η εργατική τάξη δεν είναι πια διατεθειμένη να αποδεχτεί έναν υποδεέστερο ρόλο, μια που τα οικονομικά οφέλη της βιομηχανοποίησης γίνονται ολοένα και πιο έκδηλα. Και παράλληλα —από κοινωνική άποψη— άλλες καταπιεσμένες ομάδες προσπαθούν να βελτιώσουν τη θέση τους: χτυπητό παράδειγμα οι φεμινίστριες. Η προοδευτική εξαφάνιση της υποτέλειας, καθώς η κατάσταση εξελίσσεται σε μορφές πιο φιλελεύθερες, εύκαμπτες και συναγωνιστικές, και αυξάνονται οι κοινωνικές αλλαγές, σημαίνει πως οι παλιές απλές αλήθειες χάνουν λίγο-λίγο την πειστικότητά τους. Η αποδοχή της κοινωνικής θέσης, η υποταγή στην εξουσία, η τυφλή υπακοή, αρχίζουν να κλονίζονται· ο πατριωτισμός, η εκτέλεση του καθήκοντος, ακόμα και ο Χριστιανισμός, μοιάζουν τώρα αμφισβητήσιμα ιδανικά. Η αυτογνωσία του ανθρώπου αρχίζει να αλλάζει. […] Με απλά λόγια και σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε κανείς να πει πως ο κόσμος του 1910 έμοιαζε πολύ πιο περίπλοκος από κείνον της προηγούμενης εποχής, και ιδιαίτερα πολύ πιο περίπλοκος από τον πειθαρχημένο κόσμο όπως τον παρουσίαζε η Βικτωριανή λογοτεχνία. Ο πόλεμος του 1914-1918 αποκρυστάλλωσε δραματικά και επιτάχυνε τις αλλαγές. Η έννοια του «περίπλοκου» γίνεται τώρα το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγγραφέα του Μοντερνισμού.
 Peter Faulkner, Μοντερνισμός, μτφ. Ιουλιέττα Ράλλη – Καίτη Χατζηδήμου, Ερμής, Αθήνα 1982, 34-35 (Η γλώσσα της Κριτικής, 22).


Πού τοποθετείται χρονολογικά το σημείο της τομής; Θα έλεγα, χοντρικά, γύρω στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, προκειμένου για την ευρωπαϊκή πεζογραφία. Προκειμένου για τη δική μας, ειδικότερα, η σχετική μας καθυστέρηση, μοιραία και αναμενόμενη πάντοτε, θα μας οδηγούσε ασφαλώς στην αξονική δεκαετία του 1930. Να θυμίσω γνωστά πράγματα; Μέσα στη δεκαετία αυτή πρωτομεταφράζονται στη γλώσσα μας (έστω αποσπασματικά ή και δειγματοληπτικά ακόμα) μερικοί από τους σημαντικότερους πρωτοποριακούς πεζογράφους του αιώνα μας: ο Μαρσέλ Προυστ (από τους Ν. Δετζώρτζη και Γ. Δέλιο), ο Τζέιμς Τζόυς (από τον Τάκη Παπατζώνη), ο Φραντς Κάφκα (από τον Δ. Δήμου), η Βιρτζίνια Γουλφ (από τον Γ. Δέλιο). Θυμίζω επίσης ότι το περιοδικό της Θεσσαλονίκης Μακεδονικές ημέρες (1932-1939) στεγάζει και καλλιεργεί τις νεοτερικές τάσεις με ιδιαίτερη φροντίδα. Στα 1932-1933 γίνονται εντονότατες συζητήσεις για τον «εσωτερικό μονόλογο», με κύριους συζητητές τον Λ. Πηνιάτογλου, τον Ανδρέα Καραντώνη και τον πρόωρα χαμένο θεωρητικό τουυπερρεαλισμού Δημήτρη Μεντζέλο. Στα 1935, ο Ν.Γ. Πεντζίκης (Σταυράκιος Κοσμάς τότε) μεταφράζει στο περιοδικό Το τρίτο μάτι ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Εντουάρ Ντυζαρντέν Οι δάφνες κόπηκαν (1887), προδρομικό έργο που, είναι γνωστό, ο Τζόυς το είχε υποδείξει ως πηγή του εσωτερικού μονολόγου του. […]
 Παν. Μουλλάς, «Για μια γραμματική του νεοτερικού πεζού λόγου». Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Στιγμή, Αθήνα 1992, 216.


Το Μυθιστόρημα του Σεφέρη εισήγαγε μια νέα γραφή και «ποιητική» που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επηρεασμένη από τον υπερρεαλισμό. Ήταν εμφανές ότι ο αγγλοσαξονικός μοντερνισμός —Έλιοτ, Πάουντ και οι συναφείς κριτικοί και αποδέκτες— είχε λίγο πολύ το μερίδιό του σε αυτόν τον «νέο λόγο» που εμψύχωνε τα 24 κεφάλαια του ποιήματος, τα οποία λειτουργούσαν ως ψηφίδες ενός μύθου που δεν φαινόταν να δηλώνεται ρητά και μιας ιστορίας από την οποία είχαν αποσυρθεί επιμελώς τα στηρίγματά της. Αν οι προϋποθέσεις για την προσέγγιση του ποιήματος —ή μάλλον των 24 ποιημάτων— ήταν ελάχιστες στο λογικό πεδίο, η αίσθηση της πληρότητας για τον επαρκή αναγνώστη απεδείχθη, με την πάροδο του χρόνου, δεδομένη. Από αυτή την πλευρά μπορούμε να πούμε ότι ο «μοντερνισμός», η «νεωτερική γραφή», αρχίζει τότε τον βίο της στην Ελλάδα. Κοντολογίς, ο ελληνικός μοντερνισμός έχει έτος γενέσεως το 1935 με το Μυθιστόρημα και έκτοτε έχομε παραγωγή έργων σε ανάλογο πλαίσιο. Αντίθετα, μπορεί το 1935 με τηνΥψικάμινο του Εμπειρίκου να έχομε το πρώτο ορθόδοξο υπερρεαλιστικό έργο, ωστόσο το γεγονός αυτό δεν συνοδεύτηκε με ανάλογη αναγνώριση. […]
 Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (1918-1940), τ. Α΄, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002, 534-535.


[…] αν μας ζητούσαν να ορίσουμε τη σπουδαιότερη διαφορά ανάμεσα στη μοντέρνα ποίηση και την παλαιά, θα συμφωνούσαμε, οι περισσότεροι, ότι η διαφορά αυτή είναι κυρίως διαφορά τόνου. Αναγνωρίζουμε ένα μοντέρνο ποίημα από τον τόνο του, από τη γεύση του. Πιστεύω, ακόμα, πως θα συμφωνούσαμε ότι ο τόνος αυτός είναι αποτέλεσμα ορισμένων παραγόντων, ότι οι παράγοντες αυτοί αποτελούν τα εμφανέστερα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης, και ότι τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται ως εξής:
2ο) Η μεγάλη ανάπτυξη της δραματικότητας σε σύγκριση με τη λυρικότητα της παλαιάς ποίησης.
3ο) Το καθημερινό λεξιλόγιο —άμεση, ως ένα βαθμό, συνέπεια της δραματικότητας— σε αντίθεση προς το «ποιητικό» λεξιλόγιο της παλαιάς, που κάνει τη νέα ποίηση να πλησιάζει προς το λεξιλόγιο της πεζογραφίας και τον τόνο της προφορικής ομιλίας, και
4ο) Η σκοτεινότητα· μια σκοτεινότητα διανοητικής φύσεως, που κάνει δύσκολο να περιγράφουμε το νόημα ενός ποιήματος.
Από τα χαρακτηριστικά αυτά μόνο το πρώτο και το τέταρτο διακρίνουν τη νέα ποίηση από ολόκληρη την προηγούμενη ποίηση. Το δεύτερο και το τρίτο τη διακρίνουν κυρίως από την ποίηση των προηγούμενων εποχών. Γιατί και στο μακρυνότερο παρελθόν υπήρξαν εποχές ή στιγμές που η ποίηση πλησίαζε το καθημερινό λεξιλόγιο ή εξέφραζε καταστάσεις λιγότερο λυρικές και περισσότερο δραματικές.
 Νάσος Βαγενάς, Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση, Στιγμή, Αθήνα 1984, 16-17.


[…] Υπογραμμίζω τη βασική αντίθεση έλλογο/άλογο στοιχείο. Γιατί το κύριο χαρακτηριστικό της νεοτερικότητας (και ίσως όχι μόνο στον τομέα της πεζογραφίας) βρίσκεται ακριβώς εδώ: σε ό,τι προσλαμβάνουμε ως κατάργηση των (αιτιο)λογικών σχέσεων.
Από εδώ και πέρα, η «ανατροπή» αυτή ενεργεί με ποικίλους τρόπους, μεταβάλλοντας το κειμενικό πεδίο δραστικά. […]
Αναγνώστης: Ασφαλώς η δεύτερη, μετά τον αφηγητή, ουσιαστική ανακάλυψη του αιώνα μας. Αναβαθμισμένος και αναγκαστικά επαρκής (κάθε κώδικας περιέχει δυνάμει και την εικόνα του αποκωδικευτή του), ο αναγνώστης του νεοτερικού κειμένου παρουσιάζεται επιφορτισμένος με αποφασιστικές (πάντως αποφασιστικότερες από τις παραδοσιακές) αρμοδιότητες. Ενεργητικός και ριψοκίνδυνος, αναλαμβάνει γενναία τη νοηματοδότηση (και τις πολλαπλές νοηματοδοτήσεις). Η συνεργασία του γίνεται σύμπραξη· η συμμετοχή του συνενοχή.
 Παν. Μουλλάς, «Για μια γραμματική του νεοτερικού πεζού λόγου». Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Στιγμή, Αθήνα 1992, 230 & 233.


Τόσο στην παλαιά όσο και στη νέα ποίηση, […] αυτό που μετράει είναι το συγκινησιακό νόημα, δηλαδή το συνολικό νόημα, όχι το διανοητικό, το γνωστικό. Όμως, ενώ στην παλαιά ποίηση (αλλά και στη σύγχρονη) το νόημα αυτό παράγεται και μεταδίδεται με μιαν έλλογη αλληλουχία της συγκίνησης —με μιαν έλλογη συγκινησιακή αλληλουχία— στη μοντέρνα μεταδίδεται σε μιαν αλληλουχία που συμπεριφέρεται χωρίς να σέβεται τα όρια του έλλογου, όπως το έχουμε συνηθίσει — που πάει έξω από αυτά. Η συμπεριφορά αυτή είναι αποτέλεσμα του άλογου στοιχείου — αυτό είναι το καινούργιο στοιχείο που έχει προστεθεί στα συστατικά της ποιητικής λειτουργίας. Η άλογη αλληλουχία της ποίησης και της τέχνης γενικότερα, είναι βέβαια έκφραση μιας ευαισθησίας που καθοδηγείται, ως ένα βαθμό, από μιαν άλογη σύλληψη του κόσμου. […]
 Νάσος Βαγενάς, Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση, Στιγμή, Αθήνα 1984, 23-24.


Μέσα στο κλίμα διερεύνησης και γενικότερης αμφισβήτησης του αστικού κοσμοειδώλου, που χαρακτηρίζει τις αρχές του 20ού αι., το μυθιστόρημα στρέφεται προς τον έσω άνθρωπο, τις πνευματικές και ψυχικές του διεργασίες. […] Δίνοντας σημασία στην εσωτερική πορεία του ανθρώπου και στην υποκειμενική πρόσληψη της εξωτερικής πραγματικότητας, το μοντερνιστικό μυθιστόρημα αδιαφορεί για την αφήγηση γεγονότων με χρονολογική σειρά και ενισχύει τη συνειρμική και μνημονική αφήγηση. […]
Επομένως, η αφηγηματική ενότητα που προέκυπτε από την αφήγηση γεγονότων απορρίπτεται από τους μοντερνιστές συγγραφείς για να αντικατασταθεί από μια νέα ενότητα που απορρέει από τη χρήση μυθολογικού υπόβαθρου, από τη μίμηση λογοτεχνικών προτύπων ή από την προσπάθεια αναπαραγωγής, με λογοτεχνικά μέσα, της ενότητας ενός μουσικού έργου. Εξάλλου, αυτό που αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό του μοντερνισμού ήταν «η διάσπαση των ειδών, καθώς συγγραφείς, ζωγράφοι και μουσικοί ζητούσαν να δανειστούν τεχνικές και να επιτύχουν αποτελέσματα σαν αυτά των άλλων τεχνών». Ακόμη και η νέα την εποχή εκείνη τέχνη του κινηματογράφου αποτέλεσε για τους μοντερνιστές πόλο έλξης, «γιατί συνδυάζει αφήγηση, οπτικές εντυπώσεις και μουσικά αποτελέσματα με τέτοιον τρόπο που ο χώρος και ο χρόνος φαίνεται να συγχωνεύονται». […]
 Γιώργος Καλλίνης, Ο μοντερνισμός ενός κοσμοπολίτη. Στοιχεία και τεχνικές του μοντερνισμού στο μεσοπολεμικό μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001, 28 & 30-32.


Η χρήση του μύθου είναι ένας από τους τρόπους που επιτρέπει στο μοντερνιστή συγγραφέα να δίνει συνοχή στο έργο του, αφού οι μύθοι αναφέρονται σχεδόν πάντα σε γενικές έννοιες, στο θάνατο και την αναγέννηση, το κύκλωμα της φύσης, τη σειρά των εποχών· αν και πολλές φορές, όπως στην περίπτωση του Οδυσσέα [του Τζόυς], οι μύθοι είναι ειδικότερα λογοτεχνικοί. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι να πετύχει κανείς την ενότητα στα μοντερνιστικά έργα. Σαν παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε την αναλογία με τη μουσική […].
 Peter Faulkner, Μοντερνισμός, μτφ. Ιουλιέττα Ράλλη – Καίτη Χατζηδήμου, Ερμής, Αθήνα 1982, 41 (Η γλώσσα της Κριτικής, 22).


Εδώ είναι που η παράλληλη χρήση της Οδύσσειας από τον κ. Joyce έχει μεγάλη σπουδαιότητα. Έχει τη σπουδαιότητα μιας επιστημονικής ανακάλυψης. Κανείς άλλος μέχρι τώρα δεν έχει κτίσει μυθιστόρημα πάνω σε τέτοια θεμέλια: κάτι τέτοιο ποτέ μέχρι τώρα δεν ήταν απαραίτητο. […]
Με την χρησιμοποίηση του μύθου και πλέκοντας μια συνεχή παραλληλία ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και την αρχαιότητα, ο κ. Joyce ακολουθεί μια μέθοδο που πρέπει μετά απ’ αυτόν ν’ ακολουθήσουν κι άλλοι. […] Είναι απλώς ένας τρόπος για να ελέγξει κανείς, να δομήσει, για να αποδώσει μορφή και αξία στο τεράστιο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία. Είναι μια μέθοδος που ήδη προανήγγειλε ο κ. Yeats και για την ανάγκη της οποίας πιστεύω ότι ο κ. Yeats ήταν ο πρώτος σύγχρονος που είχε επίγνωση. […] Αντί για αφηγηματική μέθοδο, μπορούμε τώρα να χρησιμοποιούμε τη μυθική μέθοδο. Είναι, πιστεύω σοβαρά, ένα βήμα για να δώσει στο σύγχρονο κόσμο την δυνατότητα για τέχνη, για την τάξη και την δομή […]. Και μόνο όσοι έχουν κερδίσει την τέχνη τους, μυστικά και χωρίς υποστήριξη, μέσα σ’ ένα κόσμο που προσφέρει ελάχιστη βοήθεια προς τον σκοπό αυτό, μπορούν να φανούν χρήσιμοι στην εμβάθυνση αυτής της εξέλιξης.
 T.S. Eliot, «Οδυσσέας, τάξη και μύθος», μτφ. Π. Τσελέντη-Αποστολίδη, περ. Η λέξη, τχ. 43 (Μάρτ.-Απρ. 1985) 242-243.


Κάποτε, σε διάφορες στιγμές της αφήγησής του, ο συγγραφέας-αφηγητής παρεμβαίνει αιφνίδια στην ιστορία που αφηγείται, ως επινοητής της, και μάλιστα ως ρυθμιστής της. Αυτού του είδους οι αυτοαναφορές δεν πρωτοεμφανίζονται στο μοντέρνο μυθιστόρημα. Υπάρχουν στον Ντιντερό, στον Σαίξπηρ, στον Λ. Στερν (Τρίστραμ Σάντυ) και σε άλλους πριν από τον εικοστό αιώνα.
Στα μοντέρνα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα όμως οι αυτοαναφορές είναι πυκνότερες, περιπλοκότερες και πιο έντεχνες σε πολλές περιπτώσεις, όπως π.χ. στα μυθιστορήματα του Χ. Σεμπρούν, του Κούντερα, της Ντ. Λέσινγκ και του Ίταλο Καλβίνο. Τώρα η τεχνική της αυτοαναφοράς αποβαίνει συστατικό της αφήγησης και τείνει να συγχωνευτεί με την πλοκή —αν και όσο υπάρχει— και να την ενισχύσει. Άλλοτε όμως υποκαθιστά την πλοκή και σκοπεύει να διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη προβάλλοντας σαν παιχνίδι. Γιατί η τεχνική της αυτοαναφοράς είναι παιχνίδι που παίζει ο συγγραφέας-αφηγητής με θεατή τον αναγνώστη. Πρόκειται για μια επαναληπτική είσοδο του συγγραφέα στην ιστορία που αφηγείται, και έξοδο από αυτή. Πρόκειται επίσης για ένα παιχνίδι ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το αφύσικο, το πλαστό και το γνήσιο. Ο συγγραφέας προσποιείται τον τίμιο, αποκαλύπτει δήθεν τα μυστικά και τους προβληματισμούς του στον αναγνώστη και ταυτόχρονα τον εξαπατά αποκρύπτοντας πολλαπλάσια: ο συγγραφέας προσποιείται τον αθώο.
 Δημήτρης Πλατανίτης, Το μοντέρνο μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997, 167-168.