Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΒΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΒΟΥ - ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Παρουσίαση

Οι Ωδές του Ανδρέα Κάλβου γνώρισαν ίσως την πλέον ενδιαφέρουσα περιπέτεια ποιητικού έργου στην ιστορία της νεότερης λογοτεχνίας μας. Για περισσότερον από μισόν αιώνα έπειτα από τη δημοσίευσή τους αντιμετώπισαν την ουσιαστική αδιαφορία της κριτικής και του κοινού. Από τη λεγόμενη όμως ανακάλυψή τους από τον Παλαμά (1889) ως τις μέρες μας ένα πλήθος φιλολογικών και κριτικών κειμένων έχουν εδραιώσει τη θέση του Κάλβου ως ενός από τους μεγάλους Νεοέλληνες ποιητές. Ο τόμος αυτός, με τον οποίο οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης συμμετείχαν στον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, αποτελείται από εκείνα τα κριτικά κείμενα που φωτίζουν με τον πλέον ικανοποιητικό τρόπο την ποίηση του Κάλβου και την πρόσληψή της από το αναγνωστικό κοινό. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Περιεχόμενα

Κωστής Παλαμάς, Κάλβος ο Ζακύνθιος
Τέλλος Άγρας, Ανδρέας Κάλβος
Γιώργος Σεφέρης, Πρόλογος για μια έκδοση των "Ωδών"
Οδυσσέας Ελύτης, H αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου
K.Θ. Δημαράς, Πηγές της έμπνευσης του Κάλβου
Κώστας Στεργιόπουλος, H εσωτερική περιπέτεια του Κάλβου
Mario Vitti, O Κάλβος ανάμεσα στις αντινομίες του καιρού του
Δημήτρης Μορτόγιας, Κάλβος
Παν. Μουλλάς, Σκέψεις για τη μετρική του Κάλβου
Γιάννης Δάλλας, O Κάλβος από την προοπτική του χρόνου
Δημήτρης Τζιόβας, Nεοκλασικές απηχήσεις και μετωνυμική δομή στις Ωδές του Κάλβου
Massimo Peri, O "τραγικός" και ο "ηροϊκός" στίχος του Κάλβου
Νάσος Βαγενάς, H παραμόρφωση του Κάλβου

Ανδρέας Κάλβος


Εργοβιογραφικά στοιχεία


Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Ο Κερκυραίος πατέρας του Τζανέτος (Ιωάννης), ανθυπολογαγός του μισθοφορικού στρατού της Βενετίας, εγκατέλειψε το νησί και μετακόμισε στο Λιβόρνο της Ιταλίας για να ασχοληθεί με το εμπόριο, παίρνοντας μαζί του τους δύο γιους του, τον Ανδρέα και τον Νικόλαο (γεν. 1800), αλλά όχι και τη σύζυγό του Αδριανή Ρουκάνη, κόρη παλιάς ζακυνθινής οικογένειας, με την οποία διαζεύχθηκε και επίσημα το 1805. Τα παιδιά, που δεν φαίνεται να ξαναείδαν τη μητέρα τους (η οποία ξαναπαντρεύτηκε, αλλά όταν πέθανε το 1815 τους κληροδότησε τη μικρή περιουσία που της είχε μείνει), μεγάλωσαν μόνο με τον πατέρα, που ταξίδευε συχνά. Το 1812 που πέθανε και ο Τζανέτος ο Ανδρέας γνωρίστηκε στη Φλωρεντία με τον Ζακύνθιο Ιταλό ποιητή Ούγο Φόσκολο. Όταν ο Φόσκολο χρειάστηκε κάποιον παιδαγωγό για ένα νεαρό εξάδερφό του από τη Ζάκυνθο του οποίου ανέλαβε την κηδεμονία, προσέλαβε τον Κάλβο. Η θέση του παιδαγωγού ήταν, παράλληλα, για τον εικοσάχρονο Κάλβο και θέση γραμματέα του διάσημου ποιητή. Ο Φόσκολο αυτοεξορίστηκε στη Ζυρίχη, επειδή την Ιταλία είχαν καταλάβει, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, οι Αυστριακοί, και ο Κάλβος ταξίδεψε εκεί για να τον συναντήσει.
Μαζί, το ίδιο έτος (1816), πήγαν στο Λονδίνο, όπου μετά από λίγο καιρό η μεγάλη τους φιλία διαλύθηκε. Στο Λονδίνο ο Κάλβος έγινε γνωστός ως λόγιος, παντρεύτηκε και απόκτησε μια κόρη. Μετά τον θάνατο της συζύγου και της κόρης του εγκατέλειψε την Αγγλία και εγκαταστάθηκε για λίγο στη Φλωρεντία (1821) και κατόπιν στη Γενεύη. Το 1826 ταξίδεψε στην Ελλάδα με σκοπό να λάβει μέρος στον Αγώνα (τουλάχιστον αυτό δήλωσε [σε γαλλική γλώσσα] στην εισαγωγή της συλλογής του Λυρικά, σε «επιστολή» προς τον στρατηγό Λαφαγιέτ: «Αφήνω με λύπη τη Γαλλία. Το χρέος μου με καλεί στην πατρίδα μου, να προτάξω μια καρδιά ακόμη στο σπαθί των Μουσουλμάνων»). Έμεινε όμως πολύ λίγο στο Ναύπλιο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Εργάστηκε στην αρχή για ένα διάστημα ως καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία (1827) και μετά από χρόνια ως διευθυντής του Ιονίου Γυμνασίου (1841). Στην Κέρκυρα έζησε ως το 1852, οπότε μετακόμισε στην Αγγλία, παντρεύτηκε, και με τη δασκάλα σύζυγό του εγκαταστάθηκε (1855) και έζησε μέχρι τον θάνατό του (1869) στην πόλη Λάουθ, στο Λινκολνσάιρ, όπου η Σαρλότ Ουάνταμς-Κάλβου διηύθυνε ένα παρθεναγωγείο. Το 1960 έγινε μετακομιδή των οστών του από το Λάουθ στη Ζάκυνθο.
Ο Κάλβος φαίνεται να ασχολήθηκε με τη γραφή και την ποίηση από πολύ νέος. Τα πρωτόλειά του («Apologia del suicidio», «Canzone a Napoleone») γράφτηκαν στα ιταλικά το 1811 και το ποίημά του «Ode agli Ionii» το 1814. Τα είκοσι ποιήματά του («Ωδαί») στα ελληνικά γράφτηκαν υπό την άμεση επήρεια της ελληνικής επανάστασης και εκδόθηκαν με τίτλο Λύρα (1824) και Λυρικά (1826) στη Γενεύη και το Παρίσι αντίστοιχα. Το ιταλόφωνο έργο του, μεγαλύτερο σε έκταση, έχει δημοσιευτεί στα βιβλία: Andrea Calbo, Opere Italiane, a cura del prof. Giorgio Zoras, Roma 1938 και Mario Vitti, A. Kalvos e i suoi scritti in italiano, Napoli 1960.

Η κριτική για το έργο του

«Ο Κάλβος εισάγει και εν αυτώ τους καινούς μεν, προφανώς δε ιταλίζοντας θεούς της μετρικής του. Τον ενδεκασύλλαβον στίχον, συνιστάμενονκαι τούτον εκ τόνων και συνιζήσεων, διαιρεί, ως εκ της εν αυτώ διαφόρου εκάστοτε εναλλαγής των τόνων, εις εικοσιοκτώ είδη, ποικίλλοντα κατά τας θέσεις της τομής, της αναπαύσεως της περιόδου, κατά τον αριθμόν των μετά τον τελικόν τόνον συλλαβών, κατά την ποσότητα των μακρών ή βραχέων, την θέσιν, τον αριθμόν και την ποσότητα των συνιζήσεων και τον ρυθμόν των λέξεων. Εκ των επισυνημμένων τούτων συνάγομεν ότι αντί της σταθεράς και μονοτρόπου αρμονίας της εκ των ομοειδών και των ομοιοκαταλήκτων στίχων των εν χρήσει παρ’ ημίν, ο Κάλβος καθιεροί την εναλλάτουσαν και πολύτροπον αρμονίαν των περιόδων καυχώμενος ότι ούτω προσεγγίζει τους αρχαίους. [...]
Αλλά και τον δεκαπεντασύλλαβον στίχον, τον οποίον απεκάλει “ηρωικόν”, διέπλαττεν εφαρμόζων και επ’ αυτού τας αρχάς του. “Από την συναρμογήν των διαφόρων επτασυλλάβων, οξυτόνων, παροξυτόνων ή προπαροξυτόνων —λέγει εν τέλει των σημειώσεών του— γίνονται 676 είδη ηρωικών στίχων, τα οποία μεταχειρισθέντα με κρίσιν συμπλάττουσι την γνωστήν εις τους παλαιούς μόνον πολύτροπον αρμονίαν. Αποφεύγοντες ούτω το μονότονον των κρητικών επών, μιμούμεθα τα κινήματα της ψυχής και χαρακτηρίζομεν τα όσα ή ο νους ή αι του ανθρώπου αισθήσεις απαντώσιν εις την φυσικήν και εις την φανταστήν οικουμένην”.
Και ταύτα μεν ο ποιητής. Εγώ δε ομολογώ εν ειλικρινεία —αν και εκφέρω την ομολογίαν μου ως απόρροιαν προσωπικών όλως διαθέσεων, άνευ απολύτου πεποιθήσεως εις το αλάθητον αυτών— ότι οι ρυθμοί του Κάλβου εξεγείρουσι βαθέως την σκέψιν και μοι παρέχουσι αισθητικήν απόλαυσιν εκ των σπανιωτέρων.»

(Κ. Παλαμάς, «Κάλβος ο Ζακύνθιος», Εστία, τεύχος 728, 10-12-1889)

«Η ποίησις του Κάλβου, δημοτικωτάτη καθ’ ύλην, εγένετο κατ’ εξοχήν αριστοκρατική διά της αρχαιοπρεπείας του είδους αυτής. Το καινοφανές του ρυθμού επέτεινε την αντιδημοτικότητα αυτής και το αλλοπρόσαλλον της γλώσσης συνετέλεσεν εις την προγραφήν της.»

(Κ. Παλαμάς, «Κάλβος ο Ζακύνθιος», Εστία, τεύχος 729, 17-12-1889 [δημοσιεύεται στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, επιμ. Ν. Βαγενάς, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο, 1999, σελ. 19-20 και 33])

«Τα ποιητικά μέσα της εναργείας του είν’ εφαρμογή της αρχαίας ελληνικής ποιητικής. Η μεταφορά, η ποιητική εικών, η παρομοίωσις, σιμά με την προσωποποιία, την υπαλλαγή19, την αντονομασία20. Πόλος αντίθετος προς την παρήχηση —πότε σοβαρή και επιβλητική, πότε μουσική κι αιθέρια— ιδού η ρητορική κατασκευή του ποιητικού του σχεδίου, ιδού, συνεχώς, η αποστροφή21 και το επιφώνημα, η υποφορά κ’ η ανθυποφορά22. Τα “Ηφαίστεια” θα ημπορούσαν ν’ αναλυθούν ακριβώς με μαθηματικόν —δηλαδή με ρητορικόν— διαβήτη: Πρόλογος-υποφορά. Επιφώνημα. Επίκληση στο φως. Επίκληση στο Θεό. Έπειτα, η στατική περιγραφή μεταβάλλεται (σύμφωνα με το τυπικό το ομηρικό παράδειγμα του Σ της Ιλιάδος) σε περιγραφή δραματικήν, ενεργητική. Έπειτα, αλλαγή καταστάσεως: περιπέτεια. Ραγδαία ηθική αποκατάσταση. Επίλογος-προσφώνηση.»

[19 Υπαλλαγή: σχήμα λόγου στο οποίο χρησιμοποιείται αντί για ένα έργο το όνομα του δημιουργού του.
20 Αντονομασία: σχήμα αντικατάστασης ενός ονόματος, κύριου ή προσηγορικού, από άλλη λέξη ή φράση, ισοδύναμη. π.χ. ηφαίστεια = πυρπολικά.
21 Αποστροφή: σχήμα λόγου στο οποίο ο ομιλητής διακόπτει τον λόγο του για να απευθυνθεί σε κάποιο πρόσωπο ή και κατάσταση.
22 Υποφορά και ανθυποφορά: σχήμα, πολύ συχνό και στα δημοτικά τραγούδια, με ερώτηση, αμέσως μετά μια ακατάλληλη απάντηση και κατόπιν τη σωστή.]

(Τ. Άγρας, Λογοτεχνία, τεύχος 2, Δεκέμβριος 1937 [δημοσιεύεται στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, όπ, 1999, σελ. 39])
«Μ’ αυτές τις παραστάσεις, μ’ αυτές τις εικόνες θα έπρεπε, πριν προχωρήσουμε, ν’ ασχοληθούμε κάπως περισσότερο. Βασικά και από γενικότερη άποψη, θα μπορούσαμε να τις χωρίσουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες: τις ζωγραφικές, δηλαδή εκείνες που συγκροτούν ένα θέαμα ικανό ν’ απεικονιστεί πάνω-κάτω και από ένα ζωγράφο. Και τις λυρικές που, αυτές, στηρίζονται σ’ ένα βιασμό της πραγματικότητας και που η απροσδόκητη και αστραποβόλα παρουσία τους δεν είναι ικανή να συλληφθεί παρά μονάχα από την ποιητική νοημοσύνη. Οι πρώτες βρίσκονται βέβαια πιο κοντά στον περιγραφικό τρόπο της παράδοσης. Είναι όμως εδώ αξιοπρόσεκτο με πόση ανανεωτική δροσιά και ένταση μας παρουσιάζονται:
[...] Το χέρι οπού τα πέπλα / των ουρανών κατέστρωσεν, / από σύγνεφα ολόχρυσα... Σήμερον κείσαι, ως εύφορος / πολύκλωνος ελαία / από το βίαιον φύσημα /σκληρών ανέμων κείται / εκριζωμένη.
Επειδή το κύριο γνώρισμα των εικόνων αυτών είναι η μεγαλοπρέπεια, υπάρχει παντού σχεδόν, αδιάκοπα, μια τάση ανυψωτική προς τον ουρανό, ένας μετεωρισμός των οραμάτων, πότε ανάμεσα στα δύο γλαυκά τ’ ουρανού και της θάλασσας, πότε ανάμεσα στα σύννεφα και στ’ αγριεμένα κύματα τ’ ουρανού και της θάλασσας. Τα ίδια γνωρίσματα χαρακτηρίζουν και τις εικόνες της δεύτερης κατηγορίας, εικόνες πολύ πιο ενδιαφέρουσες, γιατί μέσα τους πια το πραγματικό στοιχείο, το rιel, διευρύνεται ως τ’ ακρότατα σημεία της ανταρσίας του πνεύματος. Εδώ οι φυσικές διαστάσεις των πραγμάτων καταλύουνε τη δουλεία τους και η υλική και πνευματική τους συνάμα υπόσταση, αξεχώριστα, ζει στο επίπεδο της ανώτερης πραγματικότητας,
της μόνης ικανής να εκφράσει τον άνθρωπο ακεραιωμένο, παρμένο στο σύνολο των συναισθηματικών του εκδηλώσεων και των σχέσεών του με τη γύρω φύση. Όλη η ουσία του αληθινού λυρισμού, όλη του η διαφορά με την πεζογραφία, έγκειται σ’ αυτό το γεγονός. Από το ένα μέρος μια αλήθεια διατυπωμένη στο ύφος του Αστικού Κώδικα: “ο χρόνος παρέρχεται ανεπιστρεπτί” και από την άλλη, η ίδια περίπου αλήθεια, πιο αισθητή, χάρη στη δύναμη της μεταφοράς:

Ούτως από τον ήλιον
ωσάν πυρός σταλάγματα,
πέφτουσιν εις την θάλασσαν
των αιώνων. και χάνονται
διά πάντα η ώραι.

(Οδ. Ελύτης, «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου», Ανοιχτά Χαρτιά, Αστερίας, Αθήνα, 1974, σελ. 75-76)

«Η προσεχτική μελέτη όλου του καλβικού έργου δείχνει ότι ο αυτοδίδακτος Κάλβος ήταν λιγότερο βαθύς γνώστης και της αρχαίας ελληνικής απ’ ό,τι πιστεύεται γενικώς. Ως προς τη χρήση των αρχαϊσμών ο Κάλβος βέβαια φαίνεται ν’ ακολουθεί τις θέσεις που υποστήριζαν ο Φώσκολος και άλλοι ποιητές της εποχής για τη λύση του προβλήματος της ιταλικής ποιητικής γλώσσας. Όμως η πυκνότητα των αρχαϊσμών του Κάλβου είναι πολλαπλάσια εκείνης των άλλων “αρχαϊστών” ποιητών, έτσι ώστε ν’ ανακύπτει εύλογο το ερώτημα, γιατί ο Κάλβος αυξάνει την αρχαϊστική δόση στην ποιητικήτου γλώσσα σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να σηκώσει —για τα δεδομένα της εποχής του— μια ποιητική γλώσσα που δεν ήθελε να κόψει τους δεσμούς της με τον προφορικό λόγο. Η άποψή μου είναι ότι ο Κάλβος δεν ήξερε ότι χρησιμοποιούσε τόσους πολλούς αρχαϊσμούς, ή ότι ορισμένες λέξεις του θα συνέχιζαν να λειτουργούν ως αρχαϊσμοί. Επειδή δεν γνώριζε όλη την έκταση του νεοελληνικού προφορικού λεξιλογίου, θα πρέπει να πίστευε ότι ορισμένες από τις λέξεις που χρησιμοποιούσε δεν ήταν αρχαίες ή ότι, αν ήταν, θα μπορούσαν εύκολα να ενσωματωθούν στον κορμό της ζωντανής νεοελληνικής. Με άλλα λόγια, ο Κάλβος δεν κατείχε την ελληνική ποιητική γλώσσα στον βαθμό που την κατέχει ένας ποιητής με ανεμπόδιστη γλωσσική ανάπτυξη—ευτυχώς. Γιατί αν την έλεγχε, η γλώσσα του θα ήταν ομαλότερη από αυτήν που έγραφε (όπως ομαλή είναι όπως είπαμε, η γλώσσα των ιταλικών του έργων), και συνεπώς η γοητεία που παράγεται στην εποχή μας από τις γλωσσικές και συντακτικές του ατασθαλίες θα ήταν μειωμένη ή δεν θα υπήρχε. Φυσικά, έπρεπε να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις της γλωσσικής διαμάχης και να βιώσουμε την εμπειρία της μοντερνιστικής ποιητικής ελευθερίας για να αισθανθούμε τη γοητεία της γλωσσικής ελευθεριότητας του Κάλβου, την οποία (γοητεία) με τόση ευστοχία περιγράφει ο Ελύτης.»

(Ν. Βαγενάς, «Η παραμόρφωση του Κάλβου», Το Δέντρο, τεύχος 71-72, 1992 [δημοσιεύεται στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, ό.π., σελ. 309])

«Αν θελήσουμε λοιπόν να κατατάξουμε συστηματικά τις επιδράσεις που εδέχθηκε ο Κάλβος καθώς φανερώνονται μέσα στις είκοσι ελληνικές ωδές του, θα σημειώσουμε τα ακόλουθα, αρχίζοντας από την επιφάνεια και προχωρώντας προς το βάθος, αρχίζοντας από τα φαινόμενα προς τα νοούμενα. Ο στίχος είναι ιδιότυπος με βάση την ιταλική στιχουργική, χωρίς ρίμα, σύμφωνα με τα διδάγματα της νέας ιταλικής σχολής, που εφήρμοσε στα πιο επίσημα ποιήματά του ο Φώσκολος. Ίσως η αρχική του σύλληψη να προέρχεται από τον δεκαπεντασύλλαβο —εξαρχαϊσμένο, σύμφωνα με τις γλωσσικές αντιλήψεις του Φώσκολου, για συνδυασμό του “λαϊκού” με το “αρχαϊκό”. (Θυμίζω πως εχθρός της ρίμας είναι ο Κοραής. Δεν έχουμε όμως στοιχεία για την συσχέτιση.)
Η γλώσσα είναι αρχαϊκή με εκζήτηση λέξεων ηχηρών και επιβλητικών μάλλον παρά υποβλητικών. Σε τούτο παίρνει θέση μέσα στο γλωσσικό ζήτημα καθοδηγημένος όμως και εμπνευσμένος όχι από τα ελληνικά προβλήματα ούτε από τις ελληνικές λύσεις αλλά από το γλωσσικό ζήτημα της Ιταλίας στον καιρό του και από τη λύση που συνιστούσαν και εφήρμοζαν ο Φώσκολος και οι ομόγνωμοί του καθαρολόγοι. Συνέπεια τούτου είναι και ο πομπικός, επίσημος, μεγαλόστομος και ρητορικός τόνος της ποίησής του, που έχει όμως και στενό σύνδεσμο με τον διδακτισμό της. Ο διδακτισμός αυτός, τυπική επιβίωση του ΙΗ΄ αιώνα, αποτελεί την κανονική διδασκαλία όλων των νεοελληνικών διδακτικών εγχειριδίων της περιόδου που μας ενδιαφέρει. Συνάμα αποτελεί την βάση της αισθητικής των Ιταλών ποιητών της ομάδας του Φώσκολου. Οι εικόνες, αλληγορίες, παραβολές, είναι συνήθως δανεισμένες από τους αρχαίους, Όμηρο, ιδίως, και Πίνδαρο, σύμφωνα με τα αισθητικά διδάγματα και τις συμβουλές του Φώσκολου. Άλλες, πιο σύντομες συνήθως, εικόνες, προέρχονται από τον Ossian.
Βλέπουμε δηλαδή ότι το σύνολο περίπου της μορφής έφθασε στον Κάλβο από τον ΙΗ΄ αιώνα διά μέσου είτε των Ελλήνων διδασκάλων του, είτε της σύγχρονής του ιταλικής λογοτεχνίας όπως την εγνώρισε στο περιβάλλον του Φώσκολου. Αντίθετα τα πιο θεμελιώδη συστατικά, πνευματικά είτε ψυχικά, πρέπει να τα αναζητήσουμε ιδίως αλλού και σε ένα μεγάλο τους μέρος έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα.
Έτσι η θρησκευτική συνείδηση συνδέεται με τη μορφή της μητέρας του, στην ποίησή του όπως ίσως και στην ζωή του. Η αγάπη της Ελευθερίας και της Αρετής συνδέονται με τις πρώτες παραστάσεις της ζωής του, όπως φάνηκαν μπροστά του με τις αρχές της γαλλικής Επανάστασης και την —άμεση ίσως— διδασκαλία του Μαρτελάου. Με τις έννοιες αυτές, από κάποια πλευρά, και με τον Μαρτελάο συνδέεται και ο κλασικισμός του, ανεξάρτητα από τον γλωσσικό του αρχαϊσμό και σχετικά με την αγάπη του γένους και την ελπίδα για την ανάσταση της παλιάς δόξας.
Τέλος η θλιβερή και απαισιόδοξη διάθεση, που βρίσκει παρηγοριά στην πίστη, και τα σύμβολά τους και οι εικόνες που συνδέονται μ’ αυτές, προέρχονται από τον βόρειο προρωμαντισμό και πρωτορωμαντισμό όπως τον εγνώρισε ο Κάλβος στον Young. Παράλληλη (μελαγχολία κ.λπ.) είναι και η επίδραση του Ossian.»

(Κ. Θ. Δημαράς, «Πηγές έμπνευσης του Κάλβου», Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Κάλβο, Χριστούγεννα 1946 [αναδημοσίευση στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, ό.π., σελ. 162-163]) 

Αρχαίες ελληνικές επιδράσεις στο έργο του André Chénier

Andre-Chenier-1762-1794---portrait
Andre Chenier (1762 - 1794)

Συγγραφέας: Τσαγκάς, Νικόλαος Μ.
Εκδότης: Νότιος Άνεμος
_________________504b096cb9549
[...] Παρά το γεγονός ότι και άλλοι άλλως έκριναν το έργο του Ανδρέα Σενιέ, παραμένουν κενά στην έρευνα, αναφερόμενα στη ζωή του,την καταγωγή του και τις φιλολογικές του δοξασίες.
Η μόνη δυνατή εκτίμηση του έργου του Σενιέ βρίσκεται στα κείμενα, αλλά και τις σύγχρονες μαρτυρίες, πέρα από τον μύθο που πλανιέται γύρω από το όνομα τούτο. Το έργο μας υπήρξε επίπονο, όπως και η προσέγγιση της αλήθειας. Ο ποιητής απέθανε σε ηλικία που οι περισσότεροι αρχίζουν τη δράση τους, θύμα αδυσώπητης μοίρας, γνωρίζοντας παράλληλα δύο υπάρξεις, την πρώτη αφιερωμένη στις μούσες και τη δεύτερη στην πολιτική αρθρογραφία. Θα ήταν πέρα από τις ασθενείς μας δυνάμεις να ασχοληθούμε και με τις δύο αυτές πλευρές της ζωής του, για τον λόγο αυτό θα αρκεσθούμε τονίζοντας περισσότερο την ανθρωπιστική του και ελληνική του παιδεία. Πράγματι ο καθηγητής Paul Dimoff αφήνει και πεδίο έρευνας και τους νεώτερους, όπως είναι ο ανθρωπισμός του Σενιέ, η επίδραση του έργου του πάνω στην νεώτερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία ή πάνω στην νεώτερη ποίηση.
(απόσπασμα από το βιβλίο, κεφ. 1)

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ο μεγάλος «άγνωστος»


Δε θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι ο Παλαμάς αποτελεί σήμερα «ταμπού» για την εκπαίδευση, αλλά και για ορισμένους φιλολογικούς κύκλους. Η πολιτεία στέκεται μάλλον αμήχανα μπροστά στο έργο του, όπως κάνει και με το έργο άλλων μεγάλων ποιητών, η δημιουργία των οποίων «αρνείται» να «κοπεί» στα «μέτρα» των ιδεολογικών αναγκών του κράτους.
Ειδικά η παλαμική δημιουργία, η τόσο πολύπλευρη σε μορφή και περιεχόμενο, που αντανακλά τις ιδεολογικές και πολιτικές περιπέτειες της Ελλάδας στο μεταίχμιο δύο αιώνων, αναφερόμενη ταυτόχρονα σε όλη την ιστορία του ελληνικού έθνους προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στους μελετητές της. Αυτό, όμως, από μόνο του δε θα μπορούσε να αποτελέσει την αιτία για την ουσιαστική αγνόησή του από το εκπαιδευτικό σύστημα. Ισως η αιτία να βρίσκεται στη διαπίστωση του Νίκου Ζαχαριάδη, ότι ο Παλαμάς είναι ο μόνος που «άντεξε στο λαϊκό - κοινωνικό κριτήριο». Με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου ποιητή, ο «Ρ» παραθέτει σήμερα αποσπάσματα από τη σημαντική και αποκαλυπτική μελέτη του καθηγητή, Γεώργιου Κ. Μωραΐτη (που «έφυγε» πρόσφατα από κοντά μας), «Ο Παλαμάς που δε διδάσκεται στην εκπαίδευση» (εκδόσεις «Παπαδήμα»).
Η «βαριά σκιά του Παλαμά»
«Το βιβλίο (...) αναφέρεται στην ουσιαστική αγνόηση ενός έργου σύγχρονου, του έργου του Κωστή Παλαμά, που για άλλους λαούς η ύπαρξή του και το έργο του θα περιποιούσε τιμή και θα γινόταν αντικείμενο εξαντλητικής μελέτης.
Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τη στρεβλότητα της ανάπτυξης της ελληνικής πνευματικής ζωής, που, από λόγους κοινωνικοπολιτικούς, διαμορφώθηκε κάτω από την επιβολή μιας ιδιόμορφης πνευματικής κηδεμονίας - γεγονός που από μόνο του μπορεί να ερμηνεύσει και τη μεγάλη ανισότητα στην προβολή των έργων της αρχαιότητας και την υποτίμηση των καρπών της σύγχρονης πνευματικής μας ζωής. Είναι μια κατάσταση, βέβαια, που δεν είναι στατική και σε κάποια σημεία ανατρέπεται τα τελευταία χρόνια.
28 Φλεβάρη 1943: Η κηδεία του Κ. Παλαμά στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών
Είναι απελπιστικό να ακούς από εκπαιδευτικούς, που μάλιστα μερικοί υποτίθεται ότι είχαν ιδιαίτερη ευαισθησία στη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, να δηλώνουν με πολύ μεγάλη ευκολία πως ο Παλαμάς δεν τους "πάει" (σαν το πρόβλημα να είναι αν αρέσει σε κάποιους ή σαν να διδάσκουν για το δικό τους το κέφι και όχι για να βοηθήσουν τα παιδιά να προσεγγίσουν τις αξίες της ζωής και της τέχνης) ή ότι ο Παλαμάς δεν έχει να τους δώσει τίποτε. Να υποθέσουμε ότι είναι τόσο νωθροί και ανιστόρητοι, ώστε να μην καταλαβαίνουν τι έδωσε και τι ακόμα μπορεί να δίνει το έργο του Παλαμά, που είναι ανεξάντλητο; Οτι δεν έχουν την ευαισθησία να προσεγγίσουν μια μεγάλη δημιουργία; Κι όταν βρεθούν μπροστά στο πρόβλημα, έχουν έτοιμη την απάντηση. Στη θέση του Παλαμά αντιπαραθέτουν τη "Γενιά του '30", σαν το "άκρον άωτον" της γνήσιας, της καθαρής τέχνης και δημιουργίας. Κανείς, φυσικά, δεν αμφισβητεί την πνευματική δημιουργία των μεταγενέστερων (αλίμονο, αν μετά τον Παλαμά δεν ερχόταν τίποτε!). Αλλά, αν επιχειρήσει κανείς να αναλύσει το έργο της γενιάς αυτής, θα διαπιστώσει πως όλοι αυτοί αναπτύχθηκαν κάτω από τη "βαριά σκιά του Παλαμά". Γιατί, αν και ο συναγερμός της γενιάς του 1880 τελειώνει κάπου στα μέσα της 10ετίας του '20-'30, κάποια πλευρά του παλαμικού έργου βρίσκεται μέσα στο έργο αυτών των μεταγενέστερων. Αλλαξε, βέβαια, η εποχή και όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά, πολύ νωρίτερα, και για την Ευρώπη. Περάσαμε σ' αυτό που τόσο εύστοχα είχε δηλώσει ο Μακρυγιάννης, από το "εμείς" στο "εγώ" και συνεπώς άλλαξε η οπτική γωνία των διανοουμένων. Δε βλέπουν πια με το μάτι του συνόλου, αλλά με τη διάθεση της υποκειμενικότητάς τους και της ατομικότητάς τους. Κι αυτός ο Ελύτης, αν εξαιρέσει κανείς τα μεγάλα του ποιήματα ("Το Αξιον Εστί", π.χ., το "Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας"), που γράφηκαν κάτω από εξαιρετικές στιγμές ανθρώπινης ανάτασης, δεν είναι με το "εγώ"; Και ο Σεφέρης με τις συλλογές του δεν τραγουδάει ατομικά, προσωπικά βιώματα; Ή μήπως οι πεζογράφοι, που μηρυκάζουν τον πόνο και τη νοσταλγία τους για τις χαμένες πατρίδες, στο "εγώ" δε βρίσκονται; Και ο μεγάλος Σικελιανός, ποιητής - φιλόσοφος με βαθιά ιστορική συνείδηση, ένα άλμα δεν κάνει με το παιγνίδι των Δελφικών Γιορτών, μια υποκειμενική σύλληψη που δυνάμωσε το ιδεαλιστικό αντίκρισμα της αρχαίας ελληνικής ζωής; Βέβαια, υπάρχουν και ποιητές που στέκονται πιο κοντά στο "εμείς", και εννοώ τους δύο Λάκωνες, το Ρίτσο και το Βρεττάκο και λιγότερο κάποιους άλλους. Δεν αναφέρομαι στο Βάρναλη, που ανεμίζει τη σημαία της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αυτός είναι ένα άλλο μάτι, μια άλλη σκέψη και μια άλλη φωνή».
«Δημιουργικός ιστορισμός»
«Η πιο πάνω παρατήρηση δεν έχει την έννοια της μείωσης της προσφοράς της γενιάς που ακολούθησε την παλαμική γενιά του '80. Απλά δηλώνει πως η τελευταία, όπου δε λειτουργεί με εσωστρέφεια, αν μη τι άλλο εμπνέεται από επικαιρικά κίνητρα δημιουργίας.
Με τον Παλαμά πάλι συνέβη ό,τι και με το Σολωμό και με τις πολυεδρικές προσωπικότητες. Οι "μαθητές" θήτευσαν σε μια μόνο πλευρά του έργου του δασκάλου και μέσα στους καιρούς τους έδωσε ο καθένας έργο, που έχει τη θέση του στην πνευματική ζωή του τόπου. Είναι κάτι που επιβεβαιώνεται μέσα στην πνευματική ζωή επανειλημμένα. Με τον Πλάτωνα το ίδιο δε συνέβη; Ετσι, τον πατριωτισμό του Παλαμά τον αντικατέστησε η αντίληψη της "ελληνικότητας", την αρχαιολατρία του Παλαμά την υποκατέστησε ο ρεμβασμός απάνω σε ακρωτηριασμένες μορφές και προσωπίδες, το φως της Αττικής μετατοπίστηκε ανατολικότερα στο Αιγαίο, η γοητεία όμως και η ομορφιά της ελληνικής φύσης έμεινε, έστω και σαν απλή βιωματική έκφραση. Γι' αυτό θεωρώ πως είναι πολύ σοβαρή η κρίση του Κ. Θ. Δημαρά, όταν επιγράφει το 9ο μέρος της Ιστορίας του της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (β' έκδοση): "Στη βαριά σκιά του Παλαμά".
Ο Κωστής Παλαμάς είναι μια φυσιογνωμία διανοουμένου με καθολική αξία. Μέσα στο λόγο του μιλάει δημιουργικά ολόκληρη η ελληνική παράδοση από τα πανάρχαια χρόνια ως την εποχή μας. Ο Κωστής Παλαμάς, στο επίπεδο της τέχνης, πραγμάτωσε με απόλυτη επιτυχία αυτό που την ίδια περίπου εποχή ο Δημήτρης Γληνός, αναλύοντας την αξία της παράδοσης, ονόμασε "δημιουργικό ιστορισμό". Αυτό το δημιουργικό ιστορισμό εκφράζει η ποίηση του Παλαμά. Ανασυνέθεσε δηλαδή δημιουργικά μέσα στην ποίησή του τις παραδόσεις και την ιστορία όλου του ελληνικού πολιτισμού σε μια διαλεκτική ενότητα δίνοντάς μας μεγάλες συνθέσεις (Ο Υμνος της Αθηνάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα τον Βασιλιά, Βωμοί κ.ά.), οι οποίες θα μπορούσαν να είναι εντοιχισμένες ζωφόροι όχι απλά στις σελίδες της ιστορίας μας, αλλά και της ανθρώπινης ευαισθησίας και των σκιρτημάτων της ζωής, ή μια τεράστια ζωφόρος στο στερέωμα των συνειδήσεων. Ανάστησε μέσα από τα ερείπια, που ξεφυτρώνουν σε κάθε πτυχή της γης μας, έναν κόσμο, ο οποίος έχει την πειστικότητα του αληθινού και του ανθρώπινου. Δεν κατασκεύασε πλαστές εικόνες, όπως οι ψευτο-κλασικιστές και οι καθαρευουσιάνοι, για να λαμπυρίζουν απλά στις κουρασμένες συνειδήσεις διανοουμένων και να τους ξεκουράζουν.
Σε όλο το σχολείο, σήμερα τουλάχιστο, διδάσκονται: Α) Στο Γυμνάσιο, στην α' τάξη τα: "Πάει το ταξίδι, φτάσαμε" και "Ο Ολυμπιακός ύμνος" από την Ασάλευτη Ζωή, το "Ελληνόπουλο" του Β. Ουγκώ από τηνΞανατονισμένη Μουσική. Στη β' τάξη το "Μια πίκρα" από τους Καημούς της Λιμνοθάλασσας - από την Πολιτεία και τη Μοναξιά τα "Σχολειά χτίστε!", "Παύλος Μελάς", "Οσο περνάν τα χρόνια μου", και "Ο Διγενής Ακρίτας" από τη συλλογή Ιαμβοι και Ανάπαιστοι. Στη γ' τάξη το "Μεσολόγγι" από την Ασάλευτη Ζωή, "Το σπίτι που γεννήθηκα" από Τα Παράκαιρα, "Πατέρες" από τους Βωμούς, ένα απόσπασμα από τον Τάφοκαι άλλο ένα από το Δωδεκάλογο του Γύφτου. Β) Στο Λύκειο, στην α' τάξη δεν υπάρχει κανένα ποίημά του. Στη β' το "Πανηγύρι στα σπάρτα" από την Ασάλευτη Ζωή, απόσπασμα από το Δωδεκάλογο του Γύφτουκαι επιλογή από τα Σατιρικά Γυμνάσματα. Στη γ' τάξη "Σαν των Φαιάκων το καράβι" και το "Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό" από τις Πατρίδες και το "Αγορά" από την Ασάλευτη Ζωή. Αυτά περιλαμβάνονται στα τελευταία Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πόσα και πώς διδάσκονται είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
Η απάντηση είναι ότι για τον όγκο του παλαμικού έργου είναι λίγα και η επιλογή τους όχι αντιπροσωπευτική ή έστω ότι γίνεται κάθε φορά με περιστασιακά κριτήρια. Αλλά και για το διδακτικό έργο η επιλογή είναι το ίδιο ανεπιτυχής. Η δεύτερη ερώτηση είναι ποια θα πρέπει να είναι η επιλογή. Αν η ανταπάντησή μας θα ήταν ότι αντί για το τάδε θα έπρεπε να είναι το τάδε, κι αντί για το δείνα θα έπρεπε να είναι το δείνα, θα ήταν λάθος. Το θέμα δεν είναι ο αριθμός των επιλεγομένων (έχουν κι αυτά την αξία τους) αλλά η τοποθέτηση του ίδιου του ποιητή μέσα στο φάσμα της διδασκαλίας και της ιδεολογικής παρέμβασης στο μάθημα».
«Παλαμάς και εργάτες»
«Ο Παλαμάς, ο άνθρωπος του γραφείου, δεν είναι ούτε εγκεφαλικός ούτε αποκομμένος από την οδυνηρή πραγματικότητα που, ακόμα και αν ο ίδιος δεν την έζησε, τη συλλαμβάνει όμως με τις κεραίες της ευαισθησίας του και της ανθρωπιάς του, όπως στο ποίημα "Εμείς οι Εργάτες", γραμμένο το 1913 (τ. 9, σ. 165), και δημοσιευμένο στη συλλογή Δειλοί και Σκληροί Στίχοι (α' έκδοση 1928 και β' έκδοση 1933). Η δημοσίευσή του είναι συνειδητή επιλογή του ποιητή, έστω και αν γράφηκε το 1913. Η περίοδος 1928-1933 είναι περίοδος, στην οποία κορυφώνεται σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο η μεγάλη κρίση, και είναι έκδηλη η δεινή κατάσταση των εργαζομένων. Ο Παλαμάς αντιλαμβάνεται την κατάσταση της εργατικής τάξης. Το πρόβλημα δεν είναι αν ο Παλαμάς είναι ή δεν είναι (και πραγματικά δεν είναι) κομμουνιστής. Το πρόβλημα είναι αν ο ποιητής συλλαμβάνει το νόημα των καιρών και αν απαντάει σ' αυτό. Και, βέβαια, απαντάει στο σύνθημα: "Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε", όχι ως πολιτικός ή φιλόσοφος αλλά ως ποιητής, που ο λόγος του παίρνει και άλλες διαστάσεις. Τι όμως διαφορετικό λέει όταν γράφει:
Αγκαλιαστείτε, αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη, Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή!;
Και όταν λέει:
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ' αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας·
φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη, μονάχα η αργατιά,
δεν αναδεικνύει ο ποιητής το πρόβλημα της κοινωνικής αδικίας;
Είναι αυτό που ο μαρξισμός ονομάζει αλλοτρίωση του εργάτη από τα αγαθά που παράγει. Ποιος παράγει και ποιος χαίρεται τα αγαθά της δουλειάς; Οι παραγωγοί των αγαθών, η εργατιά μένει φτωχή, αλουλούδιαστη και άκαρπη. Και προχωρώντας, όταν δηλώνει πως:
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί,
πιο δυνατά κι απ' τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και μ' όλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί,
ο ποιητής αισθάνεται την υποδούλωση της εργατικής τάξης. Υπάρχει ποιητικότερη παρουσίαση της θεωρίας για την αλλοτρίωση του ανθρώπινου μόχθου, όταν, συνεχίζοντας, γράφει:
Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή;
Οπου θέλετε τοποθετήστε ιδεολογικά τον Παλαμά, εκείνο όμως που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, όχι μόνο στο ποίημα αυτό αλλά και σε ολόκληρο το έργο του, είναι ότι ο Παλαμάς έχει την ειλικρίνεια και την ευθύτητα ενός ιδεολόγου επαναστάτη, που έχει εγκλωβιστεί στον ιδεαλισμό της εποχής του. Αυτό ακριβώς διαδηλώνει στο επόμενο ποίημα της συλλογής του «Ο Γκρεμιστής» (αφιερωμένο στον Ιωνα Δραγούμη).
Επίσης, Ο Κύκλος των Τετραστίχων, δημοσιευμένος το 1929, όταν η κοινωνική κρίση βρισκόταν στο κορύφωμά της, είναι ενδεικτικός της στάσης του ποιητή. Στο τετρ. 118 (τ.9, σ. 274) φωνάζει:
Εργάτη, είδα το δίκιο σου κ' έλεα να ξεκινήσω
να σταθώ πλάι σου... Μια φωνή μου έκραζε πάντα: Πίσω!
Να είταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη;
Να είταν η Μούσα ρηγικό που μου 'δωκε ψαλτήρι;
Δε θα πω πως στο τετράστιχο αυτό δηλώνεται το αίσθημα της ενοχής, επειδή δεν περπάτησε στη ζωή του για τον αγώνα του εργάτη. Ηταν πάντως ένας βαθύς προβληματισμός του ίδιου γιατί έμεινε θεατής σ' έναν αγώνα που ήταν δίκαιος. Αλλά και το 113 τετρ. (σ. 273) εκφράζει τα αισθήματα απαξίωσης του εαυτού του, όταν λέει:
Εργάτη, οκνός όταν περνώ που τρως και σε κοιτάζω,
ντροπαλά στέκω, ευλαβικά, και σα να τα δοξάζω,
με της δουλιάς τον κάματο και με τον ίδρωτά σου
μυρωμένα το μαύρο σου ψωμί και την ελιά σου.
Ο ποιητής διατυπώνει το σεβασμό και το θαυμασμό του μαζί για την εργατιά. Και στο τετρ. 117 (σ. 274) γράφει:
Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα,
οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κ' η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά
μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.
Η αντίθεση ανάμεσα στη ζωή του ξωμάχου και του αποκατεστημένου αστού γεννάει στον ποιητή αισθήματα ντροπής.

Βέβαια, Ο Κύκλος των Τετραστίχων, που αποτελείται από 136 διαμάντια (και ίσως άξιζε να μελετηθούν, καθώς είναι προϊόντα άμεσης ευαισθητοποίησης), αντανακλά και άλλα συναισθήματα, που σχετίζονται με την πολιτική και την κοινωνική ζωή. Και δείχνει όλη τη σύγχυση τη δική του και της εποχής του γύρω από το κοινωνικό πρόβλημα. Είναι η έκφραση της διάχυτης δυσαρέσκειας και αγανάκτησης για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον κόσμο».

Το μουσικό θρόισμα της «Φοινικιάς»

Συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τότε που ο Κωστής Παλαμάς έγραψε τη «Φοινικιά», ένα εκτενές ποίημα το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή «Η Ασάλευτη Ζωή» και ξεχωρίζει για τον πηγαίο λυρισμό του, τους φυσιολατρικούς τόνους και τον συμβολικό του χαρακτήρα

Το μουσικό θρόισμα της «Φοινικιάς»

Το μουσικό θρόισμα της «Φοινικιάς»


Το 2000, επετειακό έτος Γ. Σεφέρη και δραστικό προέτος Α. Εμπειρίκου, συμπληρώθηκαν τα πρώτα 100 χρόνια από τότε που ο Κωστής Παλαμάς συνέθεσε το «τελειότερο ποίημά» του, ένα έργο «βαλερικό πριν από τον Βαλερί» κατά την κρίση του Γ.Κ. Κατσίμπαλη, το οποίο έχει αξιολογηθεί ως «το πρώτο μεγάλο ποιητικό μας έργο έπειτα από τον Σολωμό και τον Κάλβο» (Ν. Βαγενάς). Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος μάλιστα που προλογίζει την πιο πρόσφατη επανέκδοση της «Φοινικιάς» («Ιδεόγραμμα», 1997) θεωρεί το ποίημα ως «πυρήνα της "Ασάλευτης Ζωής" (αλλά και όλης της παλαμικής ποιήσεως)». Και κατά τη διατύπωση της νωπής σχετικής μελέτης που διαθέτουμε, το ποίημα αποτελεί «την έσχατη και ιδεώδη απόληξη της αναμέτρησης του Παλαμά με τον Σολωμό· αποτελεί την απάντηση στα σολωμικά αποσπάσματα» (Αγορή Γκρέκου). Και μπορεί το Ετος Παλαμά να παρήλθε ανεπιστρεπτί (το 1993 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τον θάνατό του), δεν είναι μάταιο ωστόσο να τελέσουμε την υποτυπώδη εκατονταετηρίδα για το μείζον συμβολιστικό ποίημα της ελληνικής γλώσσας και τον δημιουργό του.
Αναγνωστική λήθη
Ο Παλαμάς, από διαμορφωτής του φιλολογικού γούστου και της λογοτεχνικής κριτικής στην εποχή του, κατά τη μεταπολεμική περίοδο πέρασε στη χορεία των ποιητών που ξεμένουν αζήτητοι στο ράφι και στις ημέρες μας διαβάζονται ελάχιστα. Και μολονότι όσο ζούσε ο ποιητής είχε ευνοηθεί από τη συγκυρία (από την εθνική και κοινωνική ανάταση πριν και μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους ιδιαίτερα), πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι άδικο να μαζεύει σήμερα ατίναχτη σκόνη στα ράφια των βιβλιοθηκών. Οι αιτίες της αναγνωστικής λήθης του παλαμικού ποιητικού έργου (ασφαλώς εξαιρούνται οι φιλολογικές μελέτες που μεστώνουν μέσα στα πλαίσια της ενδοπανεπιστημιακής κυρίως έρευνας) είναι πολλαπλές και τις νύσσω ανάκατα: η μεγάλη σε όγκο παραγωγή, που στις ημέρες μας οπισθογραφείται ως μειονέκτημα οποιουδήποτε ποιητικού έργου· η παλαμική αισθητική, που από το τρέχον γούστο μας κρίνεται παρωχημένη· η ποιητική ιδιόλεκτος η στρατευμένη στο δημοτικιστικό αξίωμα της εποχής με τόση μαχητικότητα, ώστε οι υπερβολές της να την κάμνουν να ακούγεται σήμερα πεποιημένη· το ύφος που δεν αποφεύγει πάντα τον αδικαίωτο στόμφο· προπαντός όμως η φιλοτιμία του ποιητή να ανταποκρίνεται στις σειρήνες της συγκυρίας (επετειακές και άλλες) καθώς και η ενδοτικότητά του να δημοσιεύει («Τίποτε δεν πετάει ο Παλαμάς, τίποτε!» σχολίαζε ο Κ. Π. Καβάφης), όλα τούτα σε συνεργία με την ηθικολογική και απόλυτη (αλλά ενδιαφέρουσα!) απόρριψη του έργου του από τον Γιάννη Αποστολάκη και με τις μικρόχαρες και μεγάθυμες έριδες και υπονομεύσεις μεταξύ των «παλαμιστών» και των «καβαφιστών», είναι μερικές από τις αιτίες της βαριάς αναγνωστικής νάρκης του έργου του.
Μάστορας του στίχου
Σε κάθε περίπτωση, και μολονότι ο ίδιος εγκατέλειψε ομολογημένα το ιδεώδες του «άδολου λυρισμού» για να ενδυθεί το σχήμα του εθνικού ταγού, εν τούτοις στον Κωστή Παλαμά πρέπει, νομίζω, να προσγραφεί η διάκριση του καλύτερου τεχνίτη. Κανένας δεν είναι καλύτερος μάστορας του ρυθμού και του στίχου από τον βραχύσωμο γέροντα· μάστορας με τη σημασία ενός υπαρκτού μέσου όρου: του φυσικού ταλάντου, της ισχυρής βούλησης, της θεωρητικής κατάρτισης, της εμπειρικής αποθησαύρισης και της εκτεταμένης εφαρμογής που σκληραίνει τον κάλο στο μεσιανό δάχτυλο του στιχουργούντος χεριού. Στίχοι σαν τους ακόλουθους της «Φοινικιάς» σπανίζουν στις σελίδες της υψηλής ποίησης: «Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι, / Κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι, / Μονάχα πέφτει από τα ύψη σου σα βόλι / Το μαργαριταρένιο στάλαμα και ­ ω πόνοι! ».
Ο καλός ποιητής (ή ο συγγραφέας) προσέχει τον δεύτερο στίχο (ή κεφάλαιο του μυθιστορήματός του)· με τον πρώτο στίχο αναβλύζει το τάλαντο, ενώ από τον συνδυασμό του με τον δεύτερο προδιαγράφεται η αντοχή και παρέχεται η ένδειξη για τη μέση ποιοτική στάθμη του όλου έργου. Στο πιο πάνω τετράστιχο του Παλαμά οι λέξεις απογειώνονται από την καθημερινή τονικότητα χωρίς καμία να απεμπολήσει την κοινόχρηστη σημασία της: η «ανάσταση» σημαίνει, κατ' αρχήν και κατά βάση, το ίδιο και μέσα στο τετράστιχο και στην εξωποιητική της χρήση. Και με την ένταξή της μέσα στο ποίημα η λέξη προσπορίζεται τις σημασίες που γεννιούνται από τις γειτνιάσεις (λ.χ. «λαμποκοπάει ανάσταση») ή αναθρώσκουν από τη συνύφανση της «ανάστασης» με το συνολικό λεκτικό που έχει χρησιμοποιηθεί για τη σύνθεση της «Φοινικιάς». (Το ίδιο ισχύει και στο δημοτικό τραγούδι, όπου οι λέξεις απογειώνονται σε σύμβολα χωρίς να κόψουν τον ομφάλιο λώρο τους με τη σημασία που έχουν στην καθημερινή χρήση, λ.χ. η «κάτω γης» στον ακόλουθο στίχο της Μάνης: «Θάρρεψες 'τ' είν' η κάτω γης μήλο να τη γυρίσεις».)
Ο Σεφέρης επιχείρησε την ανάλογη ­ δηλαδή μουσικόλογη, συμβολιστική ­ σύνθεσή του με τη «Στέρνα», που είναι ωστόσο «ποίημα εμφανώς κατώτερο της "Φοινικιάς"», κατά τη γνώμη του Ν. Βαγενά. Με τους 15σύλλαβους του «Ερωτικού λόγου» πάντως το σεφερικό εγχείρημα ανεβάζει τη στάθμη και γίνεται πιο αποτελεσματικό· γενικώς και έτσι όπως καθιζάνουν μέσα μας με τον καιρό (τα ποιήματα αναδιατάσσονται ακόμη και όταν δεν τα ξαναδιαβάζουμε), έχω την εντύπωση πως τα καλύτερα του Σεφέρη είναι τα ρητώς έμμετρά του. Είχα αποτολμήσει να εκθέσω την άποψή μου στον μελετητή και φίλο του ποιητή Γ. Π. Σαββίδη οπότε, εκεί που θαρρούσα πως θα με παραμάζευε, μου χαμογελάει: «Και γιατί δεν τα γράφεις αυτά που λες;». Ο Σεφέρης βρίσκεται πιο κοντά στην αισθητική του Παλαμά παρά στη δική μας· είναι προπολεμικός ποιητής.
Το «γοερό θολόρεμα» της Φοινικιάς, γραμμένο σε ιαμβικό 13σύλλαβο και στο στροφικό σύστημα της ομοιοκατάληκτης οκτάβας (συνολικά: 312 στίχοι σε 39 στροφές), το αφιερώνει ο ποιητής «στο Δροσίνη, που το πρωτάκουσε». Ποια είναι η υπόθεση, ο μύθος του έργου; Οπως το βεβαιώνει ο Λάγιος, «μόνη δομή της Φοινικιάς είναι η Φοινικιά», που κρατιέται και αλληλέγγυα και αμιλλητήρια με το έργο του Διονυσίου Σολωμού στο λεξιλόγιο όσο και στις ιδέες, όπως γίνεται φανερό από τους στίχους: «Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα, / έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, / που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· / το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο. / Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη []». Σ' αυτό το κάλεσμα ο Παλαμάς ανταποκρίνεται: «Καταχωμένο ανήλιαγο ζη το σκουλήκι / Για να χαρή μεταξοφτέρουγη ψυχούλα / Μιαν ώρα την ωραία ζωή, και να πεθάνη / Το χάσμα της πληγής γίνεται σιντριβάνι», για να επιμείνει στην επόμενη στροφή: «Τα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύρια / Πράσινα, τ' αναβρύσματα· και τα μαμούδια / Και τα δετά της γης· τ' ανάερα τρεχαντήρια, / Τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα πεταλούδια, / Λουλούδια, ω δισκοπότηρα και θυμιατήρια!». Η Φοινικιά είναι έργο μουσικής τέχνης συνθεμένο προτού ο Παλαμάς υιοθετήσει οριστικά τον ρομαντικό ρόλο του βάρδου.
«Δώρο» στον 21ο αιώνα
Το κατόρθωμα του Παλαμά κατανοείται και σε γόνιμη αντιβολή με τον τρόπο του Καβάφη: στον πρώτο στίχο του αρχικού παραθέματος χρησιμοποιούνται τρεις λέξεις (λαμποκοπάει - ανάσταση - περιβόλι) που ο Καβάφης δεν τις περιλαμβάνει στη δόκιμη ποίησή του, ίσως επειδή χαρακτηρίζονται από μια διάχυση που τις καθιστά πολύ δημοτικές για τον Αλεξανδρινό: «Ο κήπος ήταν έκδοτος στην ανάσταση» θα εικάζαμε την καβαφική εκδοχή· διαθέτουμε άλλωστε τον συναφή στίχο και ενός άλλου, εξίσου ενδοτικού στις διαχύσεις αλλά και εφεκτικού στις λέξεις, ποιητή: «Απόψε ο κήπος μού μιλεί με νέα μελαγχολία» (Κ. Γ. Καρυωτάκης). Αλλά πέρα από τις εικασίες, τέτοιες δεσπόζουσες παλαμικές λέξεις (και οι σημασίες τους) βρίσκονται έξω από την ποιητική περιοχή του Καβάφη. «Ο καθείς [ποιητής] και τα όπλα του», όπως το έγραψε ο Ελύτης.
Η Φοινικιά συνιστά ύψιστο επίτευγμα της ελληνικής συμβολιστικής ποίησης (όπου επιγραμματικά: η μουσικότητα του λόγου υποβάλλει με ηχοχρώματα αντί συναισθημάτων και αντί για τη στράτευση των λέξεων στο νόημα προκρίνεται η υποτέλεια των σημασιών στις ηχητικές φόρμες). Τούτο το έργο του Κωστή Παλαμά, σολωμικότερο του Σολωμού θα λέγαμε, μας χαρίζει την εντελέστερη εκδοχή του σολωμισμού· ένα από τα ωραιότερα δώρα του έτους 1900 προς τους ελληνοπαθείς αναγνώστες του 21ου αιώνα. *
* Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Λογοτεχνίας στην Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Δώρο Ασημένιο Ποίημα



Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα
που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Aφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-
λαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς της λύπης και της εξορίας

Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδο-
χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο

Σ' ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί να 'ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε
παιδιά και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους
άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι
τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.

(από το Tο Φωτόδεντρο και η Δέκατη Tέταρτη Oμορφιά, Ίκαρος 1971) 


Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

Ελύτης Oδυσσέας





Πηγή



Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.





Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!



Γ´

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!



Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!





Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!



ΣT´

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!





Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!





Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!



Θ´

Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!





Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!



IA´

Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!



IB´

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!



IΓ´

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!



IΔ´

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002)

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας [απόσπασμα]