Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Ένας πρόδρομος των ταξιδιωτών του ρομαντισμού, ο βαρώνος Στάκελμπεργκ, ζωγραφίζει την Ελλάδα

 Πηγή: http://www.lifo.gr/articles/archaeology_articles/79882#slide6

















Σ' ένα από τα τελευταία δοκίμιά του, αφιερωμένο στον Σίλλερ, σταματάει ο Τόμας Μάν στις πηγές της έμπνευσης του Γουλιέλμου Τέλλου, του απλού αυτού και μεγάλου έργου του ποιητή. Ενώ θα περίμενε κανείς να ταξιδέψει πρώτα στην Ελβετία, πράγμα που ούτε τότε ήταν δύσκολο, περιορίστηκε να συμβουλευθή μερικά γεωγραφικά και ιστορικά έργα. «Δεν ήθελε τίποτα να ιδή, ούτε τα είχε ανάγκη∙ το ποίημα του είναι μια ζωγραφιά της Ελβετίας, όπως υπάρχει και όπως ζη. Από τη διαίσθηση, από την εσωτερική θεώρηση υπάρχει και ζη η Ελβετία μέσα στο έργο με τη χώρα, με τους ανθρώπους, με τους καταράκτες των Άλπεων, με τις λίμνες, που άλλοτε γελούν φωτεινά, άλλοτε φουσκώνουν από νεότερους ανέμους». Ό,τι δεν έδωσε, δεν θα μπορούσε, ίσως, να το δώσει η αυτοψία, το πέτυχε, όμως, η απόκρυφη εκείνη αίσθηση που διαθέτει η μεγαλοφυΐα, όταν την κινεί μια πολυκύμαντη ψυχή. Ένα άλλο, ακόμη καταπληκτικότερο παράδειγμα οραματισμού, προσφέρει ο Υπερίων του Χέλντερλιν. Δεν χρειάστηκε να μετακινηθεί ο ονειροπαρμένος τούτος μανιακός της αρχαίας Ελλάδας για να δώσει τις περιγραφικές εικόνες φυσικού μεγαλείου και ανθρώπινων τύπων που θα συγκινήσουν βαθειά, αν κάποτε μεταφρασθή και στη γλώσσα μας το κοσμολόγητο τούτο βιβλίο. Πηγή: www.lifo.gr
Σ' ένα από τα τελευταία δοκίμιά του, αφιερωμένο στον Σίλλερ, σταματάει ο Τόμας Μάν στις πηγές της έμπνευσης του Γουλιέλμου Τέλλου, του απλού αυτού και μεγάλου έργου του ποιητή. Ενώ θα περίμενε κανείς να ταξιδέψει πρώτα στην Ελβετία, πράγμα που ούτε τότε ήταν δύσκολο, περιορίστηκε να συμβουλευθή μερικά γεωγραφικά και ιστορικά έργα. «Δεν ήθελε τίποτα να ιδή, ούτε τα είχε ανάγκη∙ το ποίημα του είναι μια ζωγραφιά της Ελβετίας, όπως υπάρχει και όπως ζη. Από τη διαίσθηση, από την εσωτερική θεώρηση υπάρχει και ζη η Ελβετία μέσα στο έργο με τη χώρα, με τους ανθρώπους, με τους καταράκτες των Άλπεων, με τις λίμνες, που άλλοτε γελούν φωτεινά, άλλοτε φουσκώνουν από νεότερους ανέμους». Ό,τι δεν έδωσε, δεν θα μπορούσε, ίσως, να το δώσει η αυτοψία, το πέτυχε, όμως, η απόκρυφη εκείνη αίσθηση που διαθέτει η μεγαλοφυΐα, όταν την κινεί μια πολυκύμαντη ψυχή. Ένα άλλο, ακόμη καταπληκτικότερο παράδειγμα οραματισμού, προσφέρει ο Υπερίων του Χέλντερλιν. Δεν χρειάστηκε να μετακινηθεί ο ονειροπαρμένος τούτος μανιακός της αρχαίας Ελλάδας για να δώσει τις περιγραφικές εικόνες φυσικού μεγαλείου και ανθρώπινων τύπων που θα συγκινήσουν βαθειά, αν κάποτε μεταφρασθή και στη γλώσσα μας το κοσμολόγητο τούτο βιβλίο. Πηγή: www.lifo.gr

Χρήστος Μαλεβίτσης



Ο άνθρωπος. Το πιο τρομαγμένο πλάσμα του κόσμου.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ «ΕΦΗΜΕΡΙΑ»

Η αλήθεια δεν είναι αντικείμενο, είναι οδός.

«ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ» άρθρο στο περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ τ. 339 έτος 2000



Για μια μακρά ιστορική περίοδο τους νόμους της φύσεως τους εξηγούσε η βούληση του Θεού. Και για μια άλλη επίσης μακρά ιστορική περίοδο τη βούληση του Θεού την εξηγούσαν οι νόμοι της φύσεως. Στο τέλος μείναμε χωρίς νόμους της φύσεως και χωρίς βούληση του Θεού. Με τις εκμυθευτικές αυτές σχεδίες διαπλεύσαμε για μακρές ιστορικές περιόδους τον ωκεανό του αγνώστου. Ίσαμε που ναυαγήσαμε. Οι άνθρωποι και των δύο ναυαγίων κρατιούνται από τα σπασμένα ξύλα τους για να μη βυθιστούν στο υγρό στοιχείο του αγνώστου. Είναι πολύτιμα τούτα τα ξύλα. Όμως δεν μπορούν να μας οδηγήσουν πλέον σε λιμάνι.

“ΕΦΗΜΕΡΙΑ” Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ


Γνώση και δύναμη

Οι δύο πόλοι, γύρω από τους οποίους στρέφεται το μεγαλείο και το δράμα του ανθρώπου είναι η γνώση και η δύναμη. Αλλά για τον άνθρωπο η δύναμη προέρχεται από τη γνώση. Γι’ αυτό εν τέλει το δράμα παίζεται στο επίπεδο της γνώσης. Η κοσμοϊστορική σημασία της γνώσης έγινε αντιληπτή από τα πανάρχαια χρόνια. Γι’ αυτό, τόσο το πνεύμα του Ισραήλ όσο και της Ελλάδος, έθεσαν το ζήτημα στο υψηλό επίπεδο της ρήξεως του ανθρώπου με το θείο. Και έχομε στη Βίβλο την εκμύθευση του δέντρου της γνώσεως, ενώ στην Ελληνική μυθολογία έχομε την εκμύθευση της αρπαγής της φωτιάς από τους θεούς, με αυτουργό τον Προμηθέα. Τονίζω και πάλι πως αυτοί οι δύο ευφυείς και βαθυνούστατοι λαοί αντελήφθησαν την κοσμοϊστορική σημασία της γνώσεως. Η γνώση δεν είναι ένα απλό συμβάν ανάμεσα στα άλλα. Είναι το κατ’ εξοχήν συμβάν της υπάρξεως. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις το θείο ήταν αντίθετο. Διότι η γνώση αυτονομεί τον άνθρωπο και τον απομακρύνει από το θείο. Δεν πρέπει να αντιμετωπίσομε το ζήτημα ρηχά και να πούμε πως οι Θεοί εκπροσωπούν δυνάμεις “αντιδραστικές”, που απεχθάνονται την πρόοδο. Μας είναι πιο χρήσιμο να εννοήσουμε πως η αντίθεση συμβαίνει στο βάθος του πνεύματος, συνεπώς και οι δύο ροπές είναι εξίσου έγκυρες. Και αν ο κίνδυνος από τη γνώση δεν ήταν ορατός εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τότε που ζει ο μύθος, τώρα πλέον είναι ορατός διά γυμνού οφθαλμού. Η γνώση απειλεί σύμπασα τη ζωή του πλανήτη. Ιδού που οι φόβοι της θεότητας, δηλαδή της έσχατης εσωτερικότητας, πηγαίνουν να επαληθευθούν.

απόσπασμα από το δοκίμιο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ “ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΗ”
από το βιβλίο του: “ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ”
(1984) Εκδόσεις IMAGO


Η συν-είδηση του θανάτου

Υπάρχουν πολλοί επιθετικοί προσδιορισμοί για τον άνθρωπο· αλλά ο πλέον καίριος είναι ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Και τούτο δεν σημαίνει απλώς πως ο άνθρωπος πεθαίνει, αλλά ότι ο άνθρωπος ζει γνωρίζοντας πως θα πεθάνει. Το ζώο ζει μη γνωρίζοντας πως θα πεθάνει. Η διαφορά είναι μεταξύ πνεύματος  και φύσεως.

απόσπασμα από το δοκίμιο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ “Η ΣΥΝ-ΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ”
από το βιβλίο του: “ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ”
(1984) Εκδόσεις IMAGO


Ο πολιτισμός της ευχέρειας

Οι Δυτικές κοινωνίες εισέρχονται πλησίστιες στον πολιτισμό της ευχέρειας. Ενώ όλοι οι μέχρι τώρα πολιτισμοί ήσαν πολιτισμοί της δυσχέρειας. Η διαφορά είναι κρίσιμη. Διότι η δυσχέρεια συνθέτει τους πολιτισμούς, η δε ευχέρεια τους αποσυνθέτει.
Βέβαια, ο πολιτισμός έγινε από τον άνθρωπο για να μετατρέψει τη δυσχέρεια σε ευχέρεια. Οι παλιοί πολιτισμοί το καταφέρανε τούτο σε περιορισμένο βαθμό και για περιορισμένο αριθμό ανθρώπων. Μόνον ο δικός μας πολιτισμός στη δεύτερη φάση του, σε αυτήν της καταναλωτικής κοινωνίας, επέτυχε να μεταστοιχειώσει τη δυσχέρεια σε ευχέρεια σε μεγάλο βαθμό και για μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Με τον καιρό δε αυξάνει και ο βαθμός της ευχέρειας. και ο αριθμός των ανθρώπων που την απολαμβάνουν. Αυτό ονειρευόταν ο άνθρωπος από καταβολής του· τώρα το επέτυχε· δεν νιώθει ευτυχής;
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη αποκάλυψη: ότι στον πολιτισμό της ευχέρειας ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ευτυχής. Αλλά και κάτι παραπάνω: δεν αισθάνεται ασφαλής. Και την πλέον ταπεινή συνείδηση του πολιτισμού της ευχέρειας την έχει σταυρώσει η κατήφεια και την έχει χαράξει η υποψία, ή και η βεβαιότητα της ριζικής ανασφάλειας. Πράγματι, αυτό το τελευταίο είναι πολύ απογοητευτικό· ατενίζομε πλέον και στις αμέτοχες συνειδήσεις τον κατοπτρισμό της ματαιότητας του πολιτισμού μας. Ήταν νοητή η συζήτηση για την κρίση του πολιτισμού μεταξύ ιστορικών ή φιλοσόφων ή κοινωνιολόγων. Τώρα όμως η συζήτηση αυτή διεξάγεται ανάμεσα σε ανθρώπους απλοϊκούς ή νέους, με τις ελάχιστες ακόμη εμπειρίες ζωής. Και η συνείδηση αμηχανεί προ του μεγάλου κακού, βλέποντας πως το ψύχος της ιστορικής αυτοσυνειδησίας κατήλθε ως τους ανθισμένους λειμώνες και τους καταψύχει προώρως. Και αποδεικνύεται πλέον με ενάργεια μεσημεριού, πως πράγματι ο πολιτισμός μας τελεί σε κρίση – διότι η κρίση του κλονίζει και τις αγεώργητες, και τις άγουρες συνειδήσεις. Δεν πρόκειται πλέον περί θεωρητικής εκδοχής, αλλά περί καθεστώτος εδραίου.
Πηγή των πολιτισμών η δυσχέρεια του βίου. Βιοτική δυσχέρεια, βεβαίως, αντιμετωπίζουν και τα ζώα. Μόνο που αυτά δεν μπορούν να απαντήσουν στην πρόκληση της δυσχέρειας και παραμένουν εσαεί δέσμιά της. Ο άνθρωπος απελευθερώνεται από τη δυσχέρεια απαντώντας δημιουργικά στην πρόκλησή της. Η απελευθέρωση είναι σχετική· με τον Δυτικό όμως πολιτισμό μας πάει να γίνει απόλυτη. Γι’ αυτό και μετασχηματίζεται στον πρώτο πολιτισμό της ευχέρειας στην ιστορία.
Η πενία, δηλαδή η δυσχέρεια, δε κατεργάζεται μόνο τέχνες, κατά το λόγο. Κατεργάζεται και το πνεύμα, τον εσωτερικό πλουτισμό, τα αισθήματα, τις συγκινήσεις, τις αγάπες, τις θρησκείες, τις φιλοσοφίες, τις ιδεολογίες. Όχι μόνον ο υλικός πολιτισμός, αλλά και ο πνευματικός πολιτισμός είναι προΐόντα της δυσχέρειας. Και τούτο το τελευταίο μάς ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο. Δεν θα υπήρχε πνευματικό έργο χωρίς τη δυσχέρεια της υπάρξεως. Όλη η Οδύσσεια είναι η βιοτική δυσχέρεια ενός ανθρώπου. Και όλη η Ιλιάδα είναι η αγωνιστική δυσχέρεια ενός λαού. Η ριζική δυσχέρεια της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι ο θάνατος, συνιστά το σημείο αφετηρίας του Χριστιανισμού. Και η διά βίου προσκόλληση του ανθρώπου στη θρησκεία του συστοιχείται προ τον διά βίου χειμασμό του ανθρώπου στον κόσμο τούτο. Η ζωή τελεί πάντοτε υπό απειλή και καταφεύγει στο έργο του πολιτισμού για να ασφαλισθεί υλικώς και πνευματικώς. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει πως οι πνευματικές καταφυγές της ζωής είναι προσχήματα άμυνας χωρίς αυτόνομη εσωτερική αξία – δηλαδή δεν πρόκειται για εξορκισμούς. Όχι. Ναι μεν η δυσχέρεια του ζην αναγκάζει τον άνθρωπο στο να ψάξει για πνευματικά ερείσματα, δεν πρόκειται όμως για επινοήματα, παρά για γνήσιες αποκαλύψεις πραγματικοτήτων, αγνώστων μέχρι τότε. Η διάνοιξη της συνείδησης, ωθημένη από τη δυσχέρεια, είναι πραγματική και κοσμοϊστορικής σημασίας. Άλλωστε, επειδή ακριβώς αυτές οι πραγματικότητες υπάρχουν, τις αντιτάσσει ο άνθρωπος στη δυσχέρεια, για την υπέρβασή της. Αν δεν υπήρχαν, δε θα τις εύρισκε· θα του ήταν ίσως ακατόρθωτο και να τις επινοήσει. Και μάλιστα θα ήταν πιο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τις επινοήσει παρά να τις ανακαλύψει.
Όσο ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τη δυσχέρεια του ζην τόσο απαλλάσσεται και από την ανάγκη να καταφύγει στον προφήτη, στον άγιο, στον ποιητή, στον φιλόσοφο. Γι’ αυτό και στον πολιτισμό της ευχέρειας τα επ-αγγέλματα αυτά ολοένα και περισσότερο παραμένουν αζήτητα. Διότι οι επαγγελίες τους για σωτηρία (θρησκευτική, αισθητική, γνωστική) δεν ενθουσιάζουν κανέναν. Η ευχέρεια αποσαθρώνει την πνευματική σκευή του πολιτισμού και του ανθρώπου.
Βέβαια, η ύπαρξη είναι καταστατικώς δυσχερής στον κόσμο τούτο, αφού η κατ’ εξοχήν δυσχέρεια, ο θάνατος, δεν αναιρείται από κανέναν πολιτισμό. Όμως η αναίρεση της βιοτικής μέριμνας (τροφή, ένδυση, στέγη, φάρμακα) απαλύνει τις υψηλότερου βαθμού δυσχέρειες μέχρι αμβλύνσεών των, δεδομένου ότι οι “πλατιές μάζες” που συνιστούν το μόνο υποκείμενο του πολιτισμού της ευχέρειας, νιώθουν να ευδαιμονούν μέσα στη θαλπωρή της υλικής τους ευμάρειας. Δεν είναι ασήμαντο πράγμα η ικανοποίηση των άμεσων και επιτακτικών βιοτικών αναγκών. Γι’ αυτό ακριβώς και η λύση που δόθηκε κατακυριάρχησε και παραμέρισε όλες τις άλλες λύσεις των άλλων δυσχερειών.
Όλα όμως τούτα ισχύουν βραχυπροθέσμως. Δεν μπορούν να ισχύσουν μακροπροθέσμως. Μακροπροθέσμως οδηγούν ευθέως προς την κατάρρευση του πολιτισμού. Επειδή η ευχέρεια απορρυθμίζει τους μηχανισμούς συντηρήσεως και επεκτάσεως του πολιτισμού. Ίσως στο τέλος αναλάβει τον μόχθο αυτό μια αποφασισμένη μειοψηφία. Οπότε θα περάσομε σε άλλες ιστορικές μορφές χαρούμενης, πλέον, δουλείας των πολλών της ευχέρειας στους λίγους της δυσχέρειας.
Ωστόσο, ο πολιτισμός μας ήδη κρούεται στα όρια της υλικής του ευχέρειας, που είναι τα όρια αντοχής του φυσικού μας περιβάλλοντος. Στο μεταξύ όμως η ευχέρεια, που η Δύση έχει απολαύσει σε πρωτοφανή βαθμό και για πρώτη φορά στην ιστορία, έχει πράξει το κακό. Υπονόμευσε όλη την πνευματικότητα και όλη την εσωτερικότητα που είχαν δημιουργήσει οι πολιτισμοί της δυσχέρειας.
Σ’ αυτόν τον κόσμο τα πάντα έχουν το αντίρροπό τους. Η υλική δυσχέρεια αντιζυγίζεται με πνευματική ευτυχία. Η υλική ευτυχία αντιρροπείται με πνευματική δυστυχία. Η δυσχέρεια του Ισραήλ εδημιούργησε την Παλαιά Διαθήκη, τον Λόγο του Θεού. Η ευχέρεια της Δύσεως προετοιμάζει τον Λόγο του Δαιμονικού. Ήδη τον ακούμε ευκρινώς.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ “Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ”
από το βιβλίο του: “ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ”
(1984) Εκδόσεις IMAGO

Χρήστος Μαλεβίτσης

Ενδιαφέρουσες ιστοσελίδες:

Χ. Μαλεβίτσης: Γράμμα στον αναγνώστη (περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ τ. 339)

Χ. Μαλεβίτσης: Περί της Αθανασίας της Ψυχής

 Έγκοπος Λόγος

Άρθρο για τον Χ. Μαλεβίτση της Μ. Λαμπαδαρίδου – Πόθου

Η μονοτονική παρακμή του Ελληνισμού

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ και η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ 13ος αι. μ.Χ.

 Κατά την πρώτη δεκαετία του 1.200 μ.Χ, ο Τζέκινς Χαν νικά τα αντίπαλα γένη των Μογγόλων και εδραιώνει την εξουσία   του, καταφέρνει έτσι να επιβάλει την ενοποίηση των μογγολικών φυλών.
ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ
ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ8888
  • Το 1.206 μ.Χ, ανακηρύσσεται οικουμενικός ηγεμόνας όλων των Μογγόλων. Ως προσωπικότητα συνδύαζε την ωμή βαρβαρότητα και την αμείλικτη σκληρότητα με την μεγαλοφυή ικανότητα στη στρατιωτική οργάνωση, την δεινότητα ως κυβερνήτης και τη δεξιότητα ως νομοθέτης.
  • Διέταξε να καταγράφονται οι νόμοι, ώστε οι δικαστές μελετώντας τους να βοηθούνται στο έργο τους. Οι ηθικοί κανόνες απαγόρευαν: την αυτοδικία, τη μοιχεία, το σοδομισμό, την κλοπή, την ψευδομαρτυρία, την προδοσία, τη μαγεία, την ανυπακοή προς τους ανωτέρους, το πλύσιμο σε τρεχούμενο νερό (ανιμιστική προκατάληψη). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ποινή που προβλέπονταν ήταν ο θάνατος. Ωστόσο, στα θέματα θρησκείας, οι κανόνες ήταν πιο ελαστικοί και επιεικείς, καθένας μπορούσε να διατηρεί τη δική του πίστη και να ασκεί τη λατρεία της, αρκεί να αναγνώριζε ως υπέρτατη εξουσία το Μεγάλο Χάνο.
  • Από το 1.207 μ.Χ, η έλλειψη επαρκών εκτάσεων για βοσκότοπους, αποτελεί λόγο της έναρξης επιδρομών. Έτσι, οι Μογγόλοι αρχικά σαρώνουν το γειτονικό βασίλειο Σι-Χία.
  • Το 1.215 μ.Χ, διασπούν την άμυνα του σινικού τείχους, καταλαμβάνουν την πόλη Τσονγκτού και λεηλατούν τα ανάκτορα. Ακολουθούν τρομερές σφαγές και διάλυση της αυτοκρατορίας των Τσιν.
  • Ο Τζέκινς Χαν, προσλαμβάνει ως σύμβουλο, τον Κινέζο μογγολικής καταγωγής Γε Λου Τσουτστάι. Αυτός ασκεί θετική επιρροή επάνω του, αποτρέποντάς τον από περιττές καταστροφές και αποθαρρύνοντας τον να μετατρέψει τους ορυζώνες της Κίνας σε βοσκότοπους. Του υποδεικνύει το όφελος της φορολογίας εάν το εμπόριο συνέχιζε να ανθεί. Στα επόμενα 17 έτη, ο στρατηγός του Μουκάλι, κυριαρχεί σε όλη τη βόρεια Κίνα.
  • Το 1.217 μ.Χ, ο στρατηγός Τζεμπέ, υποτάσσει το βασίλειο Καρά Κιτάυ.
  • Κατόπιν, οι Μογγόλοι επιτίθενται με τρομερή αγριότητα στην αυτοκρατορία Χορασίμ. Όσοι από τους κατοίκους των πόλεων γλύτωναν από τη σφαγή, χρησιμοποιούνταν σαν ασπίδα στην επόμενη πολιορκία. Όσο πιο παρατεταμένη ήταν μια πολιορκία και σθεναρή η αντίσταση των κατοίκων, τόσο πιο μεγάλη ήταν η ωμότητα των εισβολέων, μετά την κατάληψη της πόλης.
  • Μετά την κατάληψη της πόλης Νισαπούρ, οι Μογγόλοι έφτιαξαν έξω από την πόλη τρεις διαφορετικές πυραμίδες από κρανία, μία από κρανία αντρών, μία από κρανία γυναικών και μία από κρανία παιδιών.
  • Στη συνέχεια κατανικούν Αρμένιους, Γεωργιανούς, Τούρκους Κιπτσάκους και Βούλγαρους του Άνω Βόλγα.
  • Το 1.223 μ.Χ, σταθεροποιούν τη θέση τους σε Ουκρανία-Κριμαία. Ενώ νικούν συνολικά στρατούς 20 διαφορετικών κρατών.
  • 1.227 μ.Χ, ο Τζεκινς Χαν πεθαίνει.
  • Το 1.229 μ.Χ, ο γιός του Τζέκινς Χαν Ουγκεντέι, διαδέχεται τον πατέρα του. Αυτός ολοκληρώνει την κατάκτηση της
    Η ΜΟΓΓΟΛΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ
    Η ΜΟΓΓΟΛΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ
    βόρειας Κίνας και υποτάσσει την Κορέα.
  • Ο εγγονός του Τζέκινς Χαν Μπατού εισβάλει στη Ρωσία. Το 1.240 μ.Χ, λεηλατεί το Κίεβο.
  • Το 1.241 μ.Χ, οι Μογγόλοι νικούν τους Πολωνούς, σαρώνουν Σιλεσία και Μοραβία και καταλαμβάνουν την Ουγγαρία.
  • Το 1.241 μ.Χ, ο θάνατος του Μεγάλου Χάνου Ογκεντέι αναγκάζει τους Μογγόλους να αναβάλουν την εισβολή τους στην κεντρική Ευρώπη και να επιστρέψουν στην Ασία για την εκλογή διαδόχου.

  • Το 1.251 μ.Χ, ανακηρύσσεται Μεγάλος Χάνος, ο εγγονός του Τζέκινς Χαν Μόνγκε. Αυτός επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας τόσο δυτικά όσο και ανατολικά. Ολοκληρώνεται η κατάκτηση της δυτικής Ασίας και εξολοθρεύονται οι σιίτες ασσασίνοι.
  • Το 1.258 μ.Χ, καταλαμβάνεται η Βαγδάτη, ο ιστορικός Μακριζί αναφέρει τον θάνατο 2.000.000 ανθρώπων και ανάμεσα τους του Χαλίφη, ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου.
  • Το 1.259 μ.Χ, ο Μεγάλος Χάνος Μόνγκε πεθαίνει.

  • Το 1.260 μ.Χ, 10.000 Μογγόλοι ηττώνται από υπέρτερες δυνάμεις των Μαμελούκων της Αιγύπτου, υπό τον σουλτάνο Κουτούζ. Αυτή η πρώτη τους στρατιωτική ήττα έχει τεράστια σημασία για τη διάλυση της φήμης των αήττητων Μογγόλων στρατιωτών. Στη συνέχεια οι Μαμελούκοι προσαρτούν τη Συρία, απωθώντας τους Μογγόλους πίσω από τον Ευφράτη.

ΚΟΥΜΠΛΑΪ ΧΑΝ
ΚΟΥΜΠΛΑΪ ΧΑΝ
  • Το 1.264 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν επικρατεί, σε εμφύλιο πόλεμο διαδοχής, του αδελφού του Αρίκ Μπογκ και ανακηρύσσεται Μεγάλος Χάνος. Ωστόσο, τα χανάτα της Χρυσής Ορδής και του Τσαγκατάι, αμφισβητούν ανοιχτά την εξουσία του.
  • Ο Κουμπλάι Χαν, έχοντας ανατραφεί με κινέζικη παιδεία, επιδιώκει να δημιουργήσει έναν νέο εκλεπτυσμένο μογγόλικο πολιτισμό. Επηρεασμένος από τον κινέζικο πολιτισμό, χτίζει τη χειμερινή του πρωτεύουσα κοντά στα ερείπια της κατεστραμμένης Τσενγκτού. Η πόλη εντυπωσιάζει για τον πλούτο της, τη διακόσμηση και τη ρυμοτομία της.
  • Το 1.279 μ.Χ, ολοκληρώνει την κατάκτηση της Κίνας, με την κατάλυση της αυτοκρατορίας των Σονγκ.
  • Το 1.275 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν γνωρίζει τον Μάρκο Πόλο και τον κρατά 17 έτη στην υπηρεσία του. Ο Μάρκο Πόλο, εντυπωσιάζεται από την Κίνα και εγκωμιάζει την προσωπικότητα του Κουμπλάι και τη γενναιοδωρία του. Ωστόσο, στα 23 έτη της βασιλείας του οι Κινέζοι έγιναν γενικά φτωχότεροι.
  • Η κοινωνική ιεραρχία της Κίνας του Κουμπλάι, είχε ως εξής:                                         
    ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ
    ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ
  1. Στην κορυφή υπήρχε η στρατιωτική ελίτ των Μογγόλων, που ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες και ήταν απαλλαγμένοι από τη φορολογία.
  2. Ακολουθούσαν οι προνομιούχοι ξένοι (Πέρσες, Τούρκοι κ.λ.π.), οι οποίοι ήταν έμποροι, επιχειρηματίες, κρατικοί λειτουργοί και ήταν επίσης απαλλαγμένοι από τη φορολογία.
  3. Οι Κινέζοι υπήκοοι Τσιν.
  4. Οι Κινέζοι υπηκόοι Σονγκ. Οι 2 τελευταίες τάξεις αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, με τους Τσιν να κατέχουν μεγαλύτερη εύνοια έναντι των Σονγκ, από τους Μογγόλους.
  • Επί Κουμπλάι Χαν, η διαχείριση της αυτοκρατορίας υπήρξε κακή, καθώς οι νομάδες Μογγόλοι ελάχιστη πείρα είχαν από διοίκηση πόλεων και από σταθερή διαμονή. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν ατυχείς εκστρατείες. Το ιππικό των Μογγόλων αποδείχτηκε αναποτελεσματικό στις ζούγκλες της νοτιοανατολικής Ασίας. Επιπλέον, 2 εκστρατείες εναντίον της Ιαπωνίας απέτυχαν. Ειδικά στη δεύτερη, που πραγματοποιήθηκε το 1.281 μ.Χ, δεκάδες χιλιάδες Μογγόλοι σκοτώθηκαν ή υποδουλώθηκαν.
  • Το 1.294 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν πεθαίνει, χωρίς να καταφέρει να εκδικηθεί για την καταστροφή στην Ιαπωνία.
  • Σε λιγότερο από 100 χρόνια (1.368 μ.Χ), οι Μογγόλοι χάνουν την κυριαρχία τους πάνω στην Κίνα.

  • Στα τέλη του 13ου μ.Χ αιώνα, έχει ήδη αρχίσει η παρακμή σε όλα τα μογγολικά χανάτα.             
    ΤΑ ΧΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ
    ΤΑ ΧΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ
  • Στο ιλχανάτο της Περσίας, οι κατακτητές υποτάχτηκαν στον πολιτισμό των κατακτημένων. Οι Μογγόλοι εξισλαμίστηκαν και το ιλχανάτο επιβίωσε για 80 χρόνια.
  • Το χανάτο της Χρυσής Ορδής, υπήρξε ανθεκτικότερο και γνώρισε σχετική ευημερία. Στο εσωτερικό οι διάφορες τοπικές δυναστείες μπορούσαν να κρατήσουν τους θρόνους τους, καταβάλλοντας φόρους. Το τελευταίο μογγολικό κράτος στην Κριμαία, διαλύθηκε από τους Ρώσους τον 18ο αιώνα.
  • Το χανάτο Τσαγκατάι, εξασθενεί λόγω συγκρούσεων μεταξύ των οπαδών της παράδοσης της Ανατολής και αυτών που ασπάστηκαν τον μωαμεθανισμό.

  • Το 1.369 μ.Χ, η εμφάνιση του Ταμερλάνου, που θα κυριαρχήσει στο Τσαγκατάι και τη Χρυσή Ορδή,σηματοδοτεί το τέλος της καθεαυτό μογγολικής κυριαρχίας.
  • Στις αρχές του 15ου αιώνα, οι κατακτητές είχαν αφομοιωθεί σε τέτοιο βαθμό που έπαψαν να υπάρχουν ως ξεχωριστό φύλο.
  • Στη Ρωσία, αναμίχθηκαν με Τούρκους, Σλάβους και Φίννους, για να αποτελέσουν ένα τουρκόφωνο φύλο, που καταχρηστικά αποκαλείται Τάταροι.
  • Στην κεντρική Ασία, έπαψαν να ξεχωρίζουν από λαούς τούρκικης ή πέρσικης προέλευσης.
  • Οι Μογγόλοι, επέβαλαν την κυριαρχία τους στους 2 πιο αναπτυγμένους πολιτισμούς του κόσμου, αλλά η συμβολή τους στη διακυβέρνηση, τις επιστήμες, τις τέχνες ήταν μηδαμινή. Το μόνο που διέδωσαν, ήταν νέες πολεμικές τέχνες.
  • Ωστόσο, η απεραντοσύνη της αυτοκρατορίας τους [η μεγαλύτερη σε έκταση που γνώρισε μέχρι τότε ο κόσμος] επέτρεψε την εκτεταμένη κυκλοφορία των αγαθών, γνώσεων και ιδεών.
  • Η μογγολική κατοχή της Κίνας, επέφερε κύμα ξενοφοβίας και η Κίνα ξανακλείστηκε στον εαυτό της.Όμως, η δύση είχε οριστικά γνωρίσει και θαυμάσει τον πλούτο και τα επιτεύγματα της Ανατολής.
Συμπεράσματα:
  1. Από τις αρχές του 13ου μ.Χ αιώνα, ο γνωστός κόσμος θα γνωρίσει την επέκταση και την εδραίωση της μεγαλύτερης σε έκταση αυτοκρατορίας που υπήρξε ποτέ. Ωστόσο, η μογγολική κυριαρχία πιθανά κατέχει και μια άλλη θλιβερή πρωτιά, αυτή της μαζικής ωμής βίας χωρίς προηγούμενο. Πυραμίδες κρανίων στήνονταν έξω από τις κατακτημένες χώρες, οι αιχμάλωτοι χρησίμευαν απλά σαν ανθρώπινη ασπίδα για την επόμενη επιδρομή. Η μικρή σημασία που έδιναν οι Μογγόλοι για την ανθρώπινη ζωή, αντανακλάται και στο δίκαιο, στο οποίο ο θάνατος ήταν η πιο συχνή καταδίκη για τα περισσότερα αδικήματα. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί η ανεκτικότητά τους στα ζητήματα θρησκείας, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι παρέμενε ανεπηρέαστη η υποταγή στο Μεγάλο Χάνο.
  2. Ο άνθρωπος που κατέφερε να ενώσει τις ανυπότακτες νομαδικές φυλές υπό ένα ηγεμόνα και να ξεκινήσουν μια σειρά επιδρομών και κατάλυσης αυτοκρατοριών, ήταν ο Τζέκινς Χαν. Οι διάδοχοί του, επέκτειναν ακόμα περισσότερο τις κτήσεις τους, αλλά επήλθε η διαίρεση σε 4 μεγάλα χανάτα: 1ον της Κίνας, 2ον του Τσαγκατάι (Μογγολία, κεντρική Ασία), 3ον το ιλχανάτο της Περσίας, 4ον το χανάτο της Χρυσής Ορδής. Συνολικά οι Μογγόλοι επικράτησαν από την Κίνα έως την ανατολική Ευρώπη και από τη Ρωσία έως τον Ευφράτη. Η κεντρική και δυτική Ευρώπη γλύτωσε την κατάκτηση μάλλον συμπτωματικά, από το θάνατο του Μεγάλου Χάνου Ογκεντέι. Σημαντικότατο γεγονός για την αναχαίτιση της επέκτασής τους έπαιξε η πρώτη τους στρατιωτική ήττα από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου του Σουλτάνου Κουτούζ το 1.260 μ.Χ, όπως και οι 2 αποτυχημένες προσπάθειες του Κουμπλάι Χαν για επέκταση στην Ιαπωνία. Ειδικά στη δεύτερη το 1.281 μ.Χ, οι Μογγόλοι γνώρισαν την πανωλεθρία με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους που υποδουλώθηκαν.
  3. Ωστόσο και τα 4 χανάτα, σε διάστημα ενός περίπου αιώνα πέρασαν στο στάδιο της παρακμής, με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις την ενσωμάτωση των κατακτητών και την εξαφάνισή τους ως ξεχωριστό φύλο. Οι κύριοι λόγοι ήταν: Οι Μογγόλοι, που αποτελούσαν συνεχώς μετακινούμενο νομαδικό φύλο, κλήθηκαν να διοικήσουν περιοχές με συντριπτικά ανώτερο πολιτισμό, κάτι που εξάλλου τους ανάγκασε να αλλάξουν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής τους. Βέβαια επικράτησαν πάνω στους 2 πιο προηγμένους πολιτισμούς της εποχής, της Κίνας και του Ισλάμ. Η κυριαρχία αυτή όμως εν πολλοίς στηρίχτηκε στην ωμή βία και στην στρατιωτική αποτελεσματικότητα, ενώ από την άλλη η προσφορά τους σε ζητήματα πολιτισμού υπήρξε μηδαμινή. Οι επιπτώσεις του γεγονότος χαρακτηρίστηκαν από μια αμφισημία. Αφενός, οδήγησαν την Κίνα- που η ζωή των κατοίκων της χειροτέρεψε στα χρόνια της διακυβέρνησης του Κουμπλάι Χαν – πίσω στην εσωστρέφεια και στο κλείσιμο στον εαυτό της, αφετέρου η έκταση της αυτοκρατορίας τους επέτρεψε την εκτεταμένη κυκλοφορία αγαθών, γνώσεων και ιδεών. Ίσως για πρώτη φορά η δύση γνώρισε τόσο καλά τα επιτεύγματα του πολιτισμού της ανατολής.
                                                                                                                          ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

K.Π. Kαβάφης "Άννα Κομνηνή"

Πηγή:http://latistor.blogspot.gr/2011/06/blog-post_25.html



Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.

Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».

Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 


Η Άννα Κομνηνή (1083-1148 μ.Χ.) ήταν κόρη του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (περίοδος διακυβέρνησης 1081-1118 μ.Χ.) και της Ειρήνης Δούκαινας.
Η Άννα Κομνηνή σε μικρή ηλικία αρραβωνιάστηκε με τον Κωνσταντίνο Δούκα, τον οποίο ο πατέρας της Αλέξιος είχε ανακηρύξει συναυτοκράτορα μέχρι τη στιγμή που ο Αλέξιος απέκτησε γιο και διάδοχο, τον Ιωάννη Β΄. Ο γάμος του Κωνσταντίνου με την Άννα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς ο Κωνσταντίνος πέθανε. Αργότερα, ο Αλέξιος θα παντρέψει την Άννα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, στον οποίο θα δώσει τον τίτλο του Καίσαρα.
Η μεγαλύτερη επιθυμίας της Άννας ήταν να κατακτήσει το θρόνο της αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό, όταν ο πατέρας της πέθανε (1118), προσπάθησε σε συνεργασία με τη μητέρα της Ειρήνη να οργανώσει συνομωσία εις βάρος του αδερφού της και νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Η Άννα θέλησε να προωθήσει στο θρόνο το σύζυγό της Νικηφόρο, αλλά ο ίδιος, μένοντας πιστός στον Ιωάννη, δε δέχτηκε να συμμετάσχει στα σχέδια της φιλόδοξης συζύγου του.
Η αποτυχία της συνομωσίας θα οδηγήσει την Άννα μαζί με τη μητέρα της σε απομόνωση, στην Ιερά μονή της Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Άννα θα αξιοποιήσει τις γνώσεις της για να συγγράψει την ιστορία του πατέρα της. Η «Αλεξιάδα», το ιστορικό αυτό έργο της Άννας Κομνηνή, αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τα χρόνια της διακυβέρνησης του Αλέξιου Α΄ και συνάμα ένα εξαιρετικό λογοτέχνημα, μιας και η Άννα είχε βαθιά καλλιέργεια και, όπως φαίνεται, σημαντικές συγγραφικές ικανότητες.

Αλέξιος Α΄ Κομνηνός: Ο πατέρας της Άννας, Αλέξιος Α΄, από τη στιγμή που ανέλαβε την αυτοκρατορία (1081) είχε να αντιμετωπίσει πολλαπλούς κινδύνους, καθώς η αυτοκρατορία απειλούνταν από τους Νορμανδούς, από τους Σελτζούκους Τούρκους, αλλά και από τους Πετσενέγους. Με έντονη διπλωματική δραστηριότητα και με συνεχείς πολεμικούς αγώνες ο Αλέξιος κατόρθωσε να προφυλάξει την αυτοκρατορία, αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τους αντιπάλους του. Στα χρόνια του, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε και η Α΄ Σταυροφορία, η οποία σκοπό είχε να συνδράμει τον Αλέξιο στην προσπάθειά του να κατανικήσει τους εχθρούς του, όταν όμως οι Σταυροφόροι κατέφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο Αλέξιος είχε ήδη αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους, γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας, διατηρώντας συνετή στάση, αξιοποίησε τους Σταυροφόρους στέλνοντάς τους στη Μικρά Ασία να ανακαταλάβουν για λογαριασμό του εδάφη που είχαν κατακτηθεί από τους Τούρκους. Οι Σταυροφόροι με σκληρές μάχες θα επιτύχουν μέχρι και την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, απελευθερώνοντας έτσι τους Αγίους Τόπους. Εντούτοις, ενώ αρχικά παραχωρούσαν στον Αλέξιο τα εδάφη που κατακτούσαν, την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ θα τις κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους, δημιουργώντας έτσι έναν επιπλέον κίνδυνο για τον αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος, βέβαια, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες των Σταυροφόρων θα κατορθώσει να εξουδετερώσει και αυτόν τον κίνδυνο, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη δύναμη της αυτοκρατορίας.

Το ποίημα του Καβάφη

Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.

Στον πρόλογο της Αλεξιάδας η Άννα Κομνηνή παρουσιάζει συνοπτικά τη δικής της ιστορία, αλλά και του συζύγου της, Νικηφόρου Βρυέννιου, ο οποίος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος και ικανότατος στρατηγός. Η Άννα μιλά με θαυμασμό για την ευγένεια του συζύγου της, για την ασυνήθιστη ομορφιά του, αλλά και για το συγγραφικό του έργο, δηλώνοντας πόσο μεγάλη απώλεια υπήρξε ο θάνατός του τόσο για την ίδια όσο και για την αυτοκρατορία που έχασε έναν τόσο σημαντικό πολίτη.


Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».

Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος ο Καβάφης παρουσιάζει τον πόνο της Άννας Κομνηνή για το χαμό του άντρα της, παραθέτοντας μάλιστα αυτούσιες φράσεις από τον πρόλογο της Αλεξιάδας.
 Σε κατάσταση ιλίγγου βρίσκεται η ψυχή της και ποτάμια δακρύων κυλούν από τα μάτια της. Αλίμονο στις διακυμάνσεις που είχε η ζωή της και αλίμονο στις επαναστάσεις που τη σημάδεψαν. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του άντρα της την καίει μέχρι τα οστά της, μέχρι το μεδούλι των οστών της, και σχίζει την ψυχή της στα δύο.
Η Κομνηνή γράφει στον πρόλογο της Αλεξιάδας ότι παρά το γεγονός ότι ήταν πορφυρογέννητη κόρη ενός αυτοκράτορα, η ζωή της δεν υπήρξε εύκολη και όσοι νομίζουν ότι η καλή και ευγενική της γενιά σήμαινε κι ευτυχία, κάνουν λάθος. Υπέφερε πολλά και η ζωή της είχε πολλές εναλλαγές κι ενώ η ίδια θεωρούσε ότι είχε ήδη πονέσει αρκετά, αποδείχτηκε πως όλα όσα είχε ζήσει μέχρι τότε δεν ήταν παρά το προοίμιο για τον μεγαλύτερο πόνο που έμελλε να βιώσει, τον θάνατο του συζύγου της.
Η Κομνηνή αποδίδει στον Νικηφόρο εξαιρετικές αρετές, τόσο για το χαρακτήρα του και την εξωτερική του ομορφιά, όσο και για τις στρατηγικές και συγγραφικές του ικανότητες και παρουσιάζει τον εαυτό της βυθισμένο στο θρήνο για την απώλεια του υπέροχου αυτού συζύγου.

Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.

Κι ενώ η Κομνηνή στον πρόλογο του βιβλίου της μοιάζει να μην μπορεί να ξεπεράσει το χαμό του άντρα της, ο Καβάφης στην τρίτη στροφή του ποιήματος έρχεται να μας αποκαλύψει πως άλλος είναι ο πραγματικός καημός της. Η Κομνηνή δεν πονά που έχασε τον άντρα της, αλλά που παρά τις προσπάθειές της δεν κατόρθωσε να κατακτήσει το θρόνο της αυτοκρατορίας και η εξουσία πέρασε στον αδερφό της, τον αυθάδη, όπως τον χαρακτηρίζει εκ μέρους της Κομνηνή ο ποιητής, Ιωάννη Β΄.
Παρά το γεγονός ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος υπήρξε πράγματι χαρισματικός, η Κομνηνή δεν εκτίμησε στο βαθμό που έπρεπε τις αρετές του κι αυτό γιατί ο Νικηφόρος δεν θέλησε να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της. Ο θρήνος, επομένως, που περιγράφεται στον πρόλογο της Αλεξιάδας, αποδίδει επί της ουσίας τα συναισθήματα που θα έπρεπε να έχει η Κομνηνή και όχι τα συναισθήματα που εν τέλει είχε.
Ο πόνος της Κομνηνή έχει να κάνει με την ανατροπή που επήλθε στα σχέδιά της και με το γεγονός ότι ενώ θα μπορούσε να πάρει την εξουσία, δεν το κατόρθωσε. Ο Καβάφης, επομένως, παρά τις διαβεβαιώσεις της Άννας Κομνηνή για το πώς αισθάνεται, αναζητά βαθύτερα την απογοήτευσή της και δε διστάζει να αποκαλύψει τα αληθινά συναισθήματά της. Ο ποιητής, βέβαια, δεν είναι επικριτικός απέναντι στην ξεχωριστή αυτή γυναίκα, και μάλιστα πίσω από το χαρακτηρισμό «η αγέρωχη αυτή Γραικιά», μπορούμε να διακρίνουμε το θαυμασμό του για τη δυναμική αυτή Ελληνίδα.
Ο Καβάφης δεν επιχειρεί να κρίνει την Κομνηνή για τη φιλοδοξία της, ενδιαφέρεται περισσότερο να τονίσει τη δυναμικότητά της και να εκφράσει έτσι το θαυμασμό του για μια γνήσια Ελληνίδα, που ήταν πρόθυμη ακόμη και τον αδερφό της να υποσκελίσει προκειμένου να βρεθεί η ίδια στο θρόνο. Άλλωστε, η Κομνηνή -παρόλο που δεν έγινε αυτοκράτειρα- συνθέτοντας την «Αλεξιάδα», κατόρθωσε να κερδίσει μια σημαντική θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και να διαφυλάξει την υστεροφημία της στις επόμενες γενιές. Όπως γράφει η ίδια στον πρόλογο του έργου της, ο χρόνος που περνά βυθίζει στην αφάνεια κάθε τι σημαντικό, και η Κομνηνή θέλησε να διασώσει όχι μόνο τη μνήμη του πατέρα της Αλέξιου Α΄, αλλά και τη δική της.

Βασικό στοιχείο του ποιήματος είναι η ειρωνεία που διατρέχει του στίχους του, καθώς ο Καβάφης φροντίζει αρχικά να παρουσιάσει τα συναισθήματα της Κομνηνή, όπως τα καταγράφει η ίδια στον πρόλογο της Αλεξιάδας, κι αμέσως μετά να μας αποκαλύψει τις πραγματικές της σκέψεις -όπως αυτές προκύπτουν από τις πράξεις της για την διεκδίκηση του θρόνου-, υπονομεύοντας έτσι την ειλικρίνεια της Κομνηνή. Η εναλλαγή αυτή ανάμεσα στο πώς παρουσιάζει τα πράγματα η Κομνηνή και στο πώς είναι στην πραγματικότητα, δημιουργεί έντονη δραματική ειρωνεία.
Η Κομνηνή προτίμησε να αποκρύψει τη μεγάλη της απογοήτευση για το γεγονός ότι απέτυχε να πάρει την εξουσία στα χέρια της, και μάλιστα εξαιτίας της απροθυμίας του συζύγου της να τη βοηθήσει -του ίδιου εκείνου συζύγου που με τόση ένταση θρηνεί. Ο Καβάφης, όμως, θεωρεί ότι η αλήθεια των γεγονότων δεν μπορεί πια να αμαυρώσει την εικόνα της Κομνηνή, η οποία αν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι είναι ο πόθος της για την εξουσία και το θάρρος της να διεκδικήσει αυτό που ήθελε, παρόλο που ήταν γυναίκα. Αυτό, δηλαδή, που η Κομνηνή θέλει να αποκρύψει, αποτελεί, κατά τη γνώμη του ποιητή, πηγή μεγαλείου για την αγέρωχη αυτή Ελληνίδα που δεν δίστασε να αψηφήσει τη φύση της και να στοχεύσει στην κορυφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ο Καβάφης, μάλιστα, αποκαλεί τον Ιωάννη «προπετή», αυθάδη, χρησιμοποιώντας λεκτική ειρωνεία, η οποία εντοπίζεται κυρίως στη διπλή ανάγνωση της λέξης. Από την οπτική των αναγνωστών η λέξη αυτή είναι ειρωνεία εις βάρος της Άννας Κομνηνή, υπό την έννοια ότι ο Ιωάννης ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, οπότε εκείνη που φέρθηκε με αυθάδεια ήταν η Κομνηνή που δε φάνηκε να λογαριάζει την ιεραρχία της αυτοκρατορίας. Από την οπτική όμως της Κομνηνή ο χαρακτηρισμός αυτός δεν απέχει πολύ από το πώς έβλεπε τον αδερφό της, καθώς η ίδια ως το πρώτο παιδί του Αλέξιου είχε χρηστεί συμβασίλισσα και θα διαδεχόταν τον πατέρα της στο θρόνο, γεγονός που άλλαξε με τη γέννηση του αδερφού της. Η Κομνηνή, παρά την αλλαγή στη σειρά διαδοχής, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό της ως πρώτο διάδοχο του θρόνου, κάτι που θα ήταν πραγματικότητα, αν δεν υπήρχε αυτή η διάκριση εις βάρος των γυναικών.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει»




Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες. 



Ιστορικό πλαίσιο
Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, υπήρξε ένας από τους πιο έμπιστους και αφοσιωμένους συνεργάτες του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου. Όταν τον Ιούνιο του 1341 πέθανε ο Ανδρόνικος Γ΄, χωρίς να έχει ορίσει διάδοχο, ο Ιωάννης Καντακουζηνός ανέλαβε ανεπισήμως την αντιβασιλεία, με την πρόθεση να διαφυλάξει τα δικαιώματα του ανήλικου Ιωάννη Ε΄, γιου του Ανδρόνικου.
Ο Καντακουζηνός δε θέλησε να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας εκείνη την εποχή, θεωρώντας ίσως πως δεν συνέτρεχαν ικανοί λόγοι που να δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση. Ωστόσο, όταν τον αμέσως επόμενο μήνα κι ενώ ο ίδιος απουσίαζε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Θράκη έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια καθαίρεσής του από άλλους διεκδικητές της αντιβασιλείας, ο ικανός αυτός στρατηγός αποφάσισε πως έπρεπε να υπερασπιστεί τη θέση του.
Οι άμεσοι ανταγωνιστές του Καντακουζηνού ήταν: ο Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος θεωρούσε εύλογη την κατοχή του Πατριαρχικού και του βασιλικού αξιώματος από το ίδιο πρόσωπο, ο επί κεφαλής του Βυζαντινού στόλου Αλέξιος Απόκαυκος, ο οποίος αν και προερχόμενος από ταπεινή καταγωγή είχε κατορθώσει να πλουτίσει λαμβάνοντας ολοένα και υψηλότερα αξιώματα, και η μητέρα του ανήλικου Ιωάννη, η Άννα της Σαβοΐας. Η Άννα, που ανήκε στον τότε ισχυρό οίκο της Σαβοΐας -η οικογένειά της ήλεγχε μια ευρύτατη περιοχή μεταξύ της σημερινής Ιταλίας και Γαλλίας-, επηρεασμένη από τον Πατριάρχη Καλέκα θεώρησε πως ο Καντακουζηνός αποτελούσε σημαντική απειλή για τα δικαιώματά της, γεγονός που την ώθησε να αξιοποιήσει τη δύναμη που της παρείχε η θέση της για να πολεμήσει τον μέχρι πρότινος στενό συνεργάτη του συζύγου της.
Η διεκδίκηση της αντιβασιλείας κλιμακώθηκε γρήγορα σ’ έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο που διήρκησε από το 1341 μέχρι το 1347 και έληξε με την επικράτηση του Ιωάννη Καντακουζηνού. Το Μάιο του 1347 ο Καντακουζηνός θα στεφθεί στην Κωνσταντινούπολη συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε΄, σε μια τελετή που θα φανερώσει την πλήρη εξαθλίωση στην οποία είχε φτάσει η αυτοκρατορία θέμα που πραγματεύεται ο Καβάφης στο ποίημά του «Από υαλί χρωματιστό».
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός θα διατηρήσει τη θέση του για μόλις επτά χρόνια, αφού το Δεκέμβρη του 1354 θα αναγκαστεί να παραιτηθεί υπέρ του νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Παρά την έως ένα βαθμό πραγματική αφοσίωση του Καντακουζηνού στον Ιωάννη Ε΄, τον οποίο μάλιστα είχε παντρέψει με την κόρη του Ελένη, τόσο οι προστριβές του νεαρού Παλαιολόγου με το γιο του Καντακουζηνού Ματθαίο, όσο κι οι μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων αντιπαλότητες έφεραν την αυτοκρατορία και πάλι στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου με τους δύο αυτοκράτορες να εμπλέκουν στις εχθροπραξίες τους ξένες δυνάμεις. Στην πρόσκληση του Ιωάννη Ε΄ στους Σέρβους για να τον βοηθήσουν, ο Ιωάννης ΣΤ΄ απαντά με πρόσκληση των Τούρκων.
Η συνεργασία του Καντακουζηνού με τους Τούρκους είχε άλλωστε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο του πολυετούς εμφυλίου πολέμου (1341-1347), κατά την οποία ο επίδοξος αυτοκράτορας είχε αποταθεί τόσο στον εμίρη του Αιδινίου Ουμούρ -με τον οποίο συνεργαζόταν παλιότερα και ο Ανδρόνικος Γ΄-, όσο και στον σουλτάνο Ορχάν, τον οποίο και πάντρεψε με την κόρη του Θεοδώρα. Οι συνεργασίες αυτές, αν και προσέφεραν βοήθεια στον Καντακουζηνό επιτρέποντάς του να κυριαρχήσει έναντι των εσωτερικών του αντιπάλων, έφεραν εντούτοις τους Τούρκους στη Θράκη και τους προσέφεραν την ευκαιρία μιας καταστροφικής λεηλασίας της περιοχής.
Η σκέψη πως η έντονη επιθυμία του Ιωάννη Καντακουζηνού να καταλάβει το βυζαντινό θρόνο στάθηκε αφορμή να περάσουν οι Τούρκοι στη Θράκη και στη Μακεδονία είχε διατυπωθεί ήδη από εκείνα τα χρόνια, κι είχε λάβει ως απάντηση, από τον ίδιο τον Καντακουζηνό πως η δική του συνεργασία με τους Τούρκους ήρθε κατ’ ανάγκη ως απάντηση στη συνεργασία των αντιπάλων του με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους.
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός μετά την παραίτησή του από το Βυζαντινό θρόνο θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ως μοναχός (πεθαίνει το 1383), συνεχίζοντας όμως να ασκεί επιρροή στον Ιωάννη Ε΄ ως σύμβουλός του.

Το ποίημα
Η επιλογή του Κωνσταντίνου Καβάφη να αφιερώσει δύο από τα ποιήματά του («Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει» και «Από υαλί χρωματιστό») στον Ιωάννη Καντακουζηνό φανερώνει από μόνη της μια συμπάθεια του ποιητή προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Παρά το γεγονός πως η δράση του είχε και σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις για την καταρρέουσα αυτοκρατορία, οι στρατηγικές ικανότητές του, η αφοσίωσή του στον Ανδρόνικο Γ΄, αλλά και εν μέρει στον Ιωάννη Ε΄, κι η επίμονη άρνησή του να αφήσει τον έλεγχο στα χέρια της πολιτικά αδέξιας Άννας της Σαβοΐας, συνθέτουν το προφίλ ενός ανθρώπου που είχε υπό προϋποθέσεις τη δυνατότητα να ευνοήσει σε μεγάλο βαθμό την αυτοκρατορία.
Ο ποιητής, στο αφηγηματικό αυτό ποίημα, αποφεύγει τις λεπτομέρειες της επικράτησης του Καντακουζηνού στον ολέθριο εμφύλιο πόλεμο και παρουσιάζει το γεγονός της νίκης του μέσα από τα μάτια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα που παρασυρμένος απ’ το δεσπότη της περιοχής του συντάχθηκε την τελευταία στιγμή με την παράταξη της Άννας της Σαβοΐας.
Το ποίημα, άλλωστε, λειτουργεί κυρίως ως ένα ειρωνικό σχόλιο για τους ανθρώπους εκείνους που σε κάθε πολιτική αναμέτρηση αποζητούν τρόπο για να τεθούν με το μέρος των νικητών. Πολίτες χωρίς κανένα εσωτερικό έρεισμα που ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον. Λαμβάνοντας ελάχιστα ή καθόλου υπόψη τους το ποιος θα εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες της πολιτείας, αποφασίζουν με βασικό κριτήριο το ποιος έχεις τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει, ώστε να πάρουν το δικό του μέρος και άρα να έχουν την ελπίδα μιας μελλοντικής εύνοιας.

Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Παρόλο που ο Καβάφης δεν αναφέρεται στις πολύ αρνητικές πτυχές της εμφύλιας διαμάχης, εντούτοις δεν αντικρίζει το γεγονός με την αθώα ή ρομαντική σκέψη πως ο Καντακουζηνός είναι εντελώς άδολος και πως μπήκε σ’ αυτό τον πόλεμο με αγαθές μόνο προθέσεις. Από τις πρώτες κιόλας στροφές του ποιήματος γίνεται σαφές πως οι αντίπαλοι του νέου αυτοκράτορα θα υποστούν τις συνέπειες της λανθασμένης επιλογής τους. Όσοι πήραν το μέρος της Άννας, θα χάσουν τις περιουσίες τους, όπως αντίστοιχα στην αρχή της σύρραξης, οι πλούσιοι υποστηρικτές του Καντακουζηνού έχασαν τις δικές τους. Ας σημειωθεί άλλωστε πως οι βασικοί υπέρμαχοί του ήταν οι αριστοκράτες, οι οποίοι στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στη Βασιλεύουσα ήρθαν αντιμέτωποι με το μένος του πλήθους.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Η αναφορά στην επιείκεια του Καντακουζηνού είναι βέβαια ένα φανέρωμα της εύνοιας του ποιητή απέναντι στον ισχυρό αριστοκράτη και ιστορικό που έφτασε να γίνει αυτοκράτορας του Βυζαντίου, δεν απέχει όμως πολύ από την αλήθεια, καθώς ο Καντακουζηνός επέδειξε σε αρκετές περιπτώσεις ανωτερότητα στην αντιμετώπιση των εχθρών του, με σαφέστερο παράδειγμα το γεγονός ότι δεν έλαβε κανένα εκδικητικό μέτρο απέναντι στην Άννα της Σαβοΐας. Ο πολιτικός του αντίπαλος λοιπόν, έντονα φοβισμένος για το μέλλον της περιουσίας του, σκέφτεται να πέσει στα πόδια του και να τον παρακαλέσει για έλεος. Σκέφτεται εντούτοις πως ο αυτοκράτορας δεν αποφασίζει πάντοτε μόνος του καθώς υπάρχουν γύρω του οι σύμβουλοί του, οι άνθρωποι που τον έχουν στηρίξει και τώρα έχουν μερίδιο στη λήψη αποφάσεων, αλλά και ο στρατός που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή, ιδίως στην προκειμένη περίπτωση που ο αυτοκράτορας έλαβε το θρόνο μέσα από συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις.
Η εξάρτηση του εκάστοτε αυτοκράτορα και πολιτικού ηγέτη από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του είναι δεδομένη, μιας και η απόκτηση της εξουσίας δεν επιτυγχάνεται ποτέ απ’ το μεμονωμένο άτομο, αλλά από μια ομάδα στενών συνεργατών, οι οποίοι εύλογα διεκδικούν και αποκτούν λόγο στα της διακυβέρνησης. Σε ό,τι αφορά μάλιστα την εποχή του Βυζαντίου, βασικό ρόλο διαδραμάτιζε πολύ συχνά και η σύζυγος του αυτοκράτορα, η οποία ανήκε συνήθως σε κάποια σημαντική οικογένεια και είχε έτσι όχι μόνο τη δυνατότητα επιρροής ως γυναίκα, αλλά και ως εκπρόσωπος κάποιας άλλης πηγής εξουσίας και δύναμης. Εν προκειμένω η σύζυγος του Ιωάννη Καντακουζηνού, η Ειρήνη, ήταν κόρη του Ανδρόνικου Ασάν που είχε οριστεί ως επίτροπος της Πελοποννήσου και είχε κατορθώσει να επαναφέρει υπό τον έλεγχο του Βυζαντίου πολλές από τις εκεί περιοχές. Πολύ περισσότερο η Ειρήνη ήταν εγγονή του Ιωάννη (Ιβάν) Ασάν του Γ΄, τσάρου των Βουλγάρων.

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Ο πλούσιος γαιοκτήμονας αγανακτεί με τον εαυτό του και την επιλογή του να πάει με το μέρος της Άννας της Σαβοΐας, της γυναίκας του Ανδρόνικου Γ΄ και μητέρας του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Μετανιώνει κυρίως γιατί η παράταξή της ηττήθηκε, αλλά και κατά δεύτερο λόγο γιατί η ίδια δεν υπήρξε ποτέ ένα άτομο αρκετά αξιόλογο.
Η Άννα δεν κατόρθωσε να κερδίσει την απόλυτη εκτίμηση των Βυζαντινών διότι ερχόμενη έφερε μαζί της μια μεγάλη συνοδεία δυτικών και μαζί τους πολλές από τις συνήθειες της πατρίδας της, χωρίς ποτέ η ίδια να υιοθετήσει πλήρως τους ελληνικούς τρόπους. Παρέμεινε ελλιπώς εξελληνισμένη μεν, αλλά σταδιακά έχασε και την εκτίμηση των δυτικών διότι δεν κατόρθωσε να εξυπηρετήσει τα σχέδια της Δυτικής Εκκλησίας για τον προσεταιρισμό του συζύγου της Ανδρόνικου Γ΄. Αντιθέτως, η Άννα της Σαβοΐας βρέθηκε να προσφέρει οικονομική ενίσχυση σε ορθόδοξες εκκλησίες, επιβεβαιώνοντας έτσι τη ρήση του Πάπα Ιωάννη ΚΒ΄ ότι είναι πιο πιθανό να ασπασθεί η γυναίκα τη θρησκεία του συζύγου της, και όχι το αντίστροφο.
Η Άννα της Σαβοΐας προκειμένου να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον Ιωάννη Καντακουζηνό στράφηκε για βοήθεια προς τους Σέρβους, τους Βούλγαρους και τους Τούρκους, δεν κατόρθωσε όμως να δημιουργήσει τόσο ισχυρές συμμαχίες όσο ο αντίπαλός της. Έτσι, παρά τις πιθανές διαβεβαιώσεις πως θα κατορθώσει να επικρατήσει έναντι του Καντακουζηνού, εκείνος με τη βοήθεια κυρίως των Τούρκων ρήμαξε τους αντιπάλους του –ρήμαξε ωστόσο και τους αγρότες της Θράκης.
Η αρνητική εικόνα που αποδίδεται στην Άννα της Σαβοΐας οφείλεται ως ένα βαθμό και στην υπέρμετρη προσπάθεια που κατέβαλε η αυτοκράτειρα για τη διατήρηση της εξουσίας όσο διαρκούσε η σύγκρουσή της με τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το ακόλουθο χωρίο από την Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους του GOstrogorsky:
«Σίγουρος για τη νίκη του ο Καντακουζηνός στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη στις 21 Μαΐου 1346. Η στέψη αυτή, που τέλεσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, είχε σκοπό να νομιμοποιήσει την αναγόρευση του Διδυμοτείχου, η οποία είχε γίνει αφορμή για να εκραγεί ο εμφύλιος πόλεμος το 1341. Η εξουσία της αυτοκράτειρας Άννας είχε περιορισθεί στην πρωτεύουσα και στα περίχωρά της. Ωστόσο η φιλόδοξη αυτή γυναίκα δεν εγκατέλειψε τον αγώνα. Οι διαπραγματεύσεις της με τους Τούρκους έφεραν τελικά αποτέλεσμα και το καλοκαίρι του 1346 εμφανίστηκαν 6.000 Σελτζούκοι από το εμιράτο του Saruchan. Αντί όμως να στραφούν εναντίον του Καντακουζηνού εισέβαλαν στη Βουλγαρία, όπου τους περίμενε πλουσιότερη λεία από όσο στη λεηλατημένη Θράκη, και στην επιστροφή τους κατέστρεψαν και λεηλάτησαν τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν έφερε επίσης κανένα αποτέλεσμα και η στροφή της αυτοκράτειρας την τελευταία στιγμή προς τους ησυχαστές, με την απομάκρυνση του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα (στις 2 Φεβρουαρίου του 1347), την αποφυλάκιση του Παλαμά και την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του οπαδού του Ισιδώρου. Στις 3 Φεβρουαρίου 1347 άνοιξαν στον Καντακουζηνό οι πύλες της Κωνσταντινουπόλεως. Η φρουρά της πόλεως τάχθηκε μαζί του και η αυτοκράτειρα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα.»

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες. 

Στην καταληκτική στροφή του ποιήματος κορυφώνεται η ειρωνεία του ποιητή απέναντι στον πλούσιο γαιοκτήμονα, ο οποίος παρουσιάζεται εκ των υστέρων να παραδέχεται πως μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε σαφή πρόθεση να πάει με το μέρος του κυρ Γιάννη. (Η λαϊκή αυτή προσφώνηση του αυτοκράτορα έρχεται να δείξει την οικειότητα που αισθάνονταν οι πολίτες απέναντί του, τον οποίο σε αντίθεση με την ξενόφερτη αυτοκράτειρα Άννα τον εκλαμβάνουν ως δικό τους άνθρωπο.)
Ο λόγος που άλλαξε γνώμη κι έχασε έτσι την ευκαιρία να έχει εγγυημένη τη διατήρηση της περιουσίας του ήταν η παρέμβαση του δεσπότη, ο οποίος έχοντας τάχα σίγουρες πληροφορίες για την επικράτηση της Άννας και με διάφορες άλλες υποσχέσεις, τον έκανε τελικά να αγνοήσει την αρχική του πρόθεση. Η παρέμβαση του κληρικού, οι υποσχέσεις και οι «βλακείες» που με τόση ευκολία δίνονται όσο ακόμη η διαμάχη είναι αμφίρροπη, αντανακλούν μια διαχρονική κατάσταση στα πολιτικά πράγματα. Η διεκδίκηση της εξουσίας δε βασίζεται στην πραγματική προσφορά και στο ουσιαστικό όφελος που έχει κάποιος να προσφέρει στην πολιτεία, αλλά στη δυνατότητα δελεασμού όσο το δυνατόν περισσότερων υποστηρικτών, πάντοτε με ανταλλάγματα και υποσχέσεις.
Η πρόθεση του ποιητή να στηλιτεύσει το ευμετάβολο των καιροσκόπων πολιτών που στρέφονται κατά περίσταση προς τη μεριά του πιθανότερου διεκδικητή της εξουσίας, εξυπηρετεί συνάμα και τη θέλησή του να μνημονεύσει τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Με δεδομένο πως μια τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να αντληθεί από οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία, η επιλογή της συγκεκριμένης περιόδου αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Ο Καβάφης θέλγεται απ’ την προσωπικότητα του δυναμικού διεκδικητή του βυζαντινού θρόνου και του αφιερώνει τον έμμεσο αυτό έπαινο με τη μνεία της επικράτησής του.

Από υαλί χρωματιστόΑναγνωρισμένα
Εκτύπωση
Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του Ιωάννη Καντακουζηνού
και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.
Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς.  Ένα σωρό κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά
από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον
σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή
κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων.
Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν
στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός,
μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου Aσάν.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)