Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Ο πραγματικός πατριωτισμός είναι οικουμενικός


πηγή φωτογραφιών:Εκδόσεις Αιώρα



Ο Ντιέγκο Μαράνι (Diego Marani, Φεράρα, 1959), συγγραφέας, μεταφραστής, αρθρογράφος και στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες, ειδικός σε θέματα πολυγλωσσίας, είναι η επιτομή της λέξης «ευρω-ενθουσιασμός». Ένας χειμαρρώδης Ιταλός που καταρρίπτει την αυστηρή στερεότυπη φιγούρα του ευρωκράτη, λατρεύει τις γλώσσες και έχει αφοσιωθεί ψυχή τε και πνεύματι στη διάδοση της πολυγλωσσίας και στην προώθηση του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Είναι μάλιστα και επινοητής της ευρωπάντο, μιας ευέλικτης γλώσσας που ξεκίνησε ως αστείο μεταξύ των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και η οποία «παντρεύει» τις πιο γνωστές λέξεις των βασικών γλωσσών της Ευρώπης σε ένα ιδιότυπο και διασκεδαστικό κράμα.
Ο Μαράνι ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα το 1994 και έγινε διεθνώς γνωστός χάρη στο εξαιρετικό μυθιστόρημά του Νέα Φινλανδική Γραμματική, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αιώρα. Ο ήρωας της Νέας Φινλανδικής Γραμματικής είναι ένας άνθρωπος χωρίς ταυτότητα και χωρίς μνήμη. Είναι ένας άγνωστος στρατιώτης, που μια νύχτα του 1943, στην Τεργέστη, τον περιμαζεύουν ημιθανή οι ναύτες ενός γερμανικού πλοίου. Ο γιατρός που τον αναλαμβάνει εικάζει ότι είναι Φινλανδός και προσπαθεί να ξυπνήσει τη χαμένη μνήμη του στρατιώτη προκειμένου να τον στείλει πίσω στην πατρίδα του. Όταν πλέον ο στρατιώτης φτάνει στο Ελσίνκι, κάνει απέλπιδες προσπάθειες να καλλιεργήσει το γλωσσικό του αίσθημα και να θυμηθεί την ταυτότητά του με τη βοήθεια ενός αινιγματικού εφημέριου και μιας νοσοκόμας, ώσπου μετά από πολύ κόπο ανακαλύπτει την αλήθεια. Η Νέα Φινλανδική Γραμματική πληροί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις του ορισμού περί κλασικού βιβλίου, όπως τον έδωσε ένας άλλος σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας, ο Ίταλο Καλβίνο: «Κλασικό δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεις — είναι ένα βιβλίο που ξαναδιαβάζεις».
Με την ευκαιρία της επίσκεψης του Ντιέγκο Μαράνι στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου, και στην Αθήνα, ο συγγραφέας παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη στον Amagi και στην μεταφράστριά του Δήμητρα Δότση.

 Στέλλα Πριόβολου, Δήμητρα Δότση, Ντιέγκο Μαράνι

Ντιέγκο Μαράνι, Δήμητρα Δότση, Αύγουστος Κορτώ


Ντιέγκο Μαράνι, Μαρία Λιάκου 




Δ.Δ.: Κατά πόσο η ύπαρξή μας εξαρτάται από τη γλώσσα που ακούμε από τη μέρα που ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο; Η μνήμη, οι ρίζες μας τι ρόλο διαδραματίζουν στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας; Με άλλα λόγια, τι είναι αυτό που καθορίζει την ταυτότητά μας;
Ντ.Μ.: Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που προσπαθώ να εξερευνήσω με τα βιβλία μου. Δεν έχω κάποια απάντηση. Ίσως τελικά αυτό που κάνω να είναι απλώς μια έρευνα. Θεωρώ όμως ότι η ταυτότητά μας δεν είναι αυτή που μας έμαθαν οι πατρίδες μας, δηλαδή ένα αποκλειστικό ανήκειν, δομημένο από έναν μύθο, μια γλώσσα, μια γεωγραφική επικράτεια. Η ταυτότητα είναι μια διαδικασία. Εμείς οι ίδιοι δεν παραμένουμε ίδιοι στην πορεία της ζωής μας. Η μνήμη και οι ρίζες διαδραματίζουν αναμφισβήτητα έναν σημαντικό ρόλο αλλά όχι αποκλειστικό. Συχνά αυτά που θεωρούμε ως μνήμη, ως ρίζες μας, δεν είναι δικά μας, αλλά αποτελούν μέρος του συλλογικού φαντασιακού της κοινότητας από την οποία προερχόμαστε. Η μνήμη είναι ένα φίλτρο και όχι ένας βέβαιος τόπος. Ο καθένας από εμάς βλέπει μέσα της αυτό που εκείνος θέλει. Μόνο εάν κάποιος είναι βέβαιος γι’ αυτό που είναι, μπορεί πιο ανοιχτά να κυνηγήσει το διαφορετικό, το «κάτι άλλο», χωρίς να τρομάζει, χωρίς να φοβάται πως θα χαθεί.

Δ.Δ.: Ο πρωταγωνιστής της Νέας Φινλανδικής Γραμματικής θα μπορούσε να είναι ένας σημερινός άνθρωπος που προσπαθεί να βρει την ύπαρξή του, την ταυτότητά του μέσα από τοFacebook ή άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Ντ.Μ.: Θα μπορούσε να ήταν κι έτσι. Σήμερα είμαστε πιο ελεύθεροι. Από την εξουσία, από την περί πατρίδων μυθολογία, από την παραδοσιακή ηθική. Είμαστε όμως και πιο αποπροσανατολισμένοι. Τίποτε δεν έχει πάρει τη θέση εκείνων των αξιών που σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να θέτουμε τον εαυτό μας ως το κέντρο του κόσμου μας, να γινόμαστε αυτοαναφορικοί. Θριαμβεύει ο ατομικισμός, και η κοινότητα υπό την έννοια των δεσμών κατακερματίζεται. Υπάρχει μόνο στην εικονικότητα των social media. Δεν είμαστε οι ίδιοι στο Facebook και στην πραγματικότητα. Πλέον δεν μπορούμε να σχετιστούμε με τον άλλο όταν βρισκόμαστε ενώπιόν του.

Δ.Δ.: Εάν μια μέρα ξυπνούσατε και βρισκόσασταν στη θέση του πρωταγωνιστή σας που έχει χάσει τη γλώσσα του και τη μνήμη του, πώς θα τα καταφέρνατε; Ποια γλώσσα θα ασπαζόσασταν σε αυτή την καινούρια αρχή της ζωής σας;
Ντ.Μ.: Θα ήταν μια ωραία πρόκληση! Δεν θα μου έφτανε μία. Θα ήθελα να μιλάω όλες τις γλώσσες που δημιούργησαν την Ευρώπη, τις ρίζες του πολιτισμού και της παράδοσής μας: σλαβικές, ρομανικές, γερμανικές. Η Ευρώπη αποτελείται από διαφορετικούς επάλληλους κόσμους. Εάν δεν γνωρίζουμε τις γλώσσες-«μήτρα», τότε βλέπουμε μόνο ένα κομμάτι, το δικό μας. Εάν μπορούσα να ταξιδέψω με τη φαντασία μου, θα μου άρεσε να μιλάω μια γλώσσα ουσιώδη και περιεκτική, που με λίγα λόγια λέει πολλά. Δεν ξέρω όμως εάν υπάρχει. Θα έπρεπε ωστόσο να χτίσω και μια καινούρια μνήμη. Αυτό ίσως να ήταν το πιο δύσκολο εγχείρημα.

Δ.Δ.: Από το 1985 εργάζεστε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπου ασχολείστε με την πολιτική της πολυγλωσσίας. Έπειτα από περισσότερα από 30 χρόνια στις Βρυξέλλες, στο λίκνο της πολυγλωσσίας, πόσο Ιταλός εξακολουθείτε να αισθάνεστε;
Ντ.Μ.: Είμαι βαθύτατα Ιταλός, ίσως περισσότερο από ό,τι ήμουν όταν ζούσα στην Ιταλία. Όμως η ιταλικότητά μου καθορίζεται από τη ζωή μου στο εξωτερικό. Από τη μία πλευρά, έχω αναδείξει κάποια στοιχεία της ιταλικότητάς μου προκειμένου να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των ξένων με τους οποίους συναναστρέφομαι και που θέλουν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπό μου τα κλισέ για τους Ιταλούς. Από την άλλη, έχω απαρνηθεί πολλά στοιχεία της ιταλικότητας που δεν μου αρέσουν — κατά κάποιον τρόπο, «βελτιώθηκα». Το αποτέλεσμα είναι πως είμαι ένας «περίπου Ιταλός». Όταν πηγαίνω στην Ιταλία, ακόμη και οι φίλοι μου με βλέπουν ως αφύσικο. Μιλάω άπταιστα την ιταλική γλώσσα και τη διάλεκτό μου, αλλά δεν σκέφτομαι όπως εκείνοι. Εγώ όμως εκλαμβάνω αυτή την «αποκλίνουσα ιταλικότητά μου» ως πλούτο, ως τη νέα μου ταυτότητα. Σήμερα για να είμαι ο εαυτός μου δεν μου αρκούν τα ιταλικά. Χρειάζομαι και όλες τις γλώσσες που έχω μάθει και που σήμερα αποτελούν μέρος του εαυτού μου.

Δ.Δ.: Σε ένα άρθρο σας γράψατε ότι «ο πατριωτισμός είναι βαθύτατα ανήθικος» και ότι «θα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι όταν θα μπορούμε να επιλέξουμε την πατρίδα που θέλουμε». Πώς φαντάζεστε αυτή την πατρίδα και με ποια κριτήρια θα την επιλέγατε;
Ντ.Μ.: Οι αρχαίοι έλεγαν «όπου γης και πατρίς». Νομίζω ότι αυτό το ρητό ισχύει ακόμα. Θα ήταν η μαγική συνταγή που θα μας έκανε όλους πατριώτες ενός καλύτερου κόσμου. Οι εθνικές πατρίδες μπορεί να αποβούν θανάσιμες. Έχουν εξαπολύσει πολέμους και ρατσιστικές εκδιώξεις. Δεν υπάρχει ηθική όταν θεωρείς τον εαυτό σου καλύτερο από τους άλλους. Εξάλλου, ο πραγματικός πατριωτισμός, αυτός που γεννήθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, δεν ήταν εθνικιστικός, ήταν οικουμενικός. Η πατρίδα ήταν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, όχι μια περιορισμένη γεωγραφική επικράτεια που ορίζεται από τη γλώσσα και από μια ηρωική μυθολογία, ολότελα επινοημένη σαν παραμύθι για παιδιά.

Δ.Δ.: Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελείται από 28 κράτη-μέλη, το καθένα με τη δική του γλώσσα, τον δικό του πολιτισμό. Κατά τη γνώμη σας, πώς μπορεί να επιτευχθεί ένας κοινός ευρωπαϊκός πατριωτισμός μεταξύ τόσων και τόσο διαφορετικών λαών;
Ντ.Μ.: Όπως είπα, ο πατριωτισμός πρέπει να ενυπάρχει στις ιδέες, στις αξίες, στις αρχές. Όχι στο μοχθηρό συμφέρον, στον σφετερισμό, στην αρπαγή της εξουσίας. Οι πολιτισμοί μας είναι αλληλένδετοι, αποτελούν πολλές αποχρώσεις του ίδιου πράγματος. Και, όπως ακριβώς και η ταυτότητά μας, έτσι και εκείνοι βρίσκονται σε μια διαδικασία εξέλιξης —ανέκαθεν συνέβαινε αυτό—, κι αυτή είναι η δύναμη της Ευρώπης. Εμείς δεν σταματάμε ποτέ, αποτελούμε διαρκώς μέρος μιας συνεχούς διαδικασίας, μιας αδιάκοπης επεξεργασίας ιδεών.

Δ.Δ.: Είναι δύσκολο για εμάς να φανταστούμε τη φιγούρα ενός ευρωκράτη να μιλά στην ευρωπάντο, μια γλώσσα που δημιουργήθηκε εν είδει παιχνιδιού και την οποία επινοήσατε εσείς. Με δεδομένο ότι τα αγγλικά είναι η πιο διαδεδομένη γλώσσα, πώς προέκυψε αυτή η ανάγκη επικοινωνίας —έστω και με τη μορφή παιχνιδιού— σε μιαν άλλη «γλώσσα»;
Ντ.Μ.: Ο κόσμος πολύ συχνά θεωρεί ότι οι ευρωκράτες, όπως τους αποκαλούν σήμερα, είναι απλώς γραφειοκράτες. Κανείς δεν έρχεται να δουλέψει εδώ στις Βρυξέλλες τυχαία. Πολλοί από εμάς επέλεξαν να εργαστούν για την Ευρώπη επειδή πιστεύουν σε ένα ιδεώδες, στον πολιτικό σχεδιασμό μιας ενωμένης Ευρώπης. Και, για να πιστέψεις σε αυτό, για να έχεις τον ενθουσιασμό να δουλέψεις σε αυτό, πρέπει να είσαι άνθρωπος γεμάτος δημιουργικότητα. Η ευρωπάντο είναι ένα παιχνίδι, μια πρόκληση που θέλει να αποδείξει πόσο όμοιοι είμαστε παρά τις διαφορές μας, πόσο μοιάζουν οι γλώσσες μας, πόσο αλληλένδετες είναι, πόσο μπορούμε ακόμη και να παίξουμε με τις γλώσσες και πόσο, εν ολίγοις, δεν είναι δύσκολο να τις μάθουμε, έστω και λίγο. Αυτό το παιχνίδι θα έπρεπε να δείξει στους Ευρωπαίους ότι όπως και οι γλώσσες μας έτσι κι εμείς είμαστε όλοι όμοιοι, παιδιά της ίδιας μητέρας, δημιουργήματα μιας ενιαίας κουλτούρας.

Δ.Δ.: Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια τόσο στον χώρο της πολυγλωσσίας όσο και στον συγγραφικό;
Ντ.Μ.: Οι γλώσσες που γνωρίζω είναι η καθημερινή μου τροφή. Είναι παράθυρα ανοιχτά με θέα μια πληθώρα πολιτισμών. Στα λογοτεχνικά μου έργα, τα τελευταία χρόνια, πραγματεύτηκα διάφορα θέματα, και όχι μόνο γλωσσολογικά. Όμως η μνήμη παραμένει ένα από τα αγαπημένα μου πεδία έρευνας. Εντέλει είμαστε αυτό που επιλέγουμε να θυμόμαστε από εμάς. Και πολλές φορές επινοούμε τη μνήμη. Γι’ αυτό πρέπει να την καλλιεργούμε από κοινού εμείς οι Ευρωπαίοι, εάν θέλουμε να είμαστε μαζί. Ώστε να μην τελειώνει ποτέ — όπως, για παράδειγμα, κάνουν κάποιοι ερωτευμένοι που στο τέλος δεν θυμούνται πια τα ίδια πράγματα.
[ Ο Ντιέγκο Μαράνι ήρθε την Κυριακή 15/5 στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης (Ώρα 11:00, Αίθουσα Βαβέλ/Περίπτερο 15), όπου παρουσίασε το μυθιστόρημά του Νέα Φινλανδική Γραμματική. Η παρουσίαση του βιβλίου επαναλήφθηκε στην Αθήνα, τη Δευτέρα 16/5, στις 19:00, στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο (Πατησίων 47) ].
 ολόκληρο το «Πάτερ ημών» στην ευρωπάντο:

Pater noster
nel sky volante
teine name sancto esse
teine wil noman discusse
Up el sky und in der mundo
noster bread give nos allesdag
nostres debts forgive tambien
als wir forgive noster debitores
Ne pushe nos in tentatione
aber libera nos des mal
Amen

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΣΑΪΚΑΣ

Το cantus firmus παρουσιάζει τον γλύπτη Βασίλη Παπασάϊκα. Ο Παπασάϊκας είναι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης καθώς εξηγεί στο βιβλίο του "Μικρές Συντάξεις και Σχέδια" τη φιλοσοφία με την οποία προχωρεί στην πράξη και δημιουργεί το έργο του.

"Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.

Ακούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.
Τ' αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Ολόρθ' η χήτη του, ολόρθ' η ορά,
λυγάει το σώμα του σαν την οχιά."


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης "Η Φυγή"


Η πρώτη απόπειρα του Παπασάϊκα να ασχοληθεί με το άλογο ήταν το 1989 όταν έπλασε σε χαλκό το άλογο του Ομέρ Βρυώνη, όπως τού το ανέστησε στη φαντασία του η περιγραφή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Το έργο είναι φυσικού μεγέθους από ερυθρό ορύχαλκο και η προσπάθειά του όλη συγκεντρώνεται στο να αποτυπώσει την ομορφιά, τη δύναμη, το μένος και την ανησυχία του αλόγου αυτού όπως βγαίνει μέσα από τον μαγικό λόγο του μεγάλου ποιητή.


Η συνέντευξη, που παραχώρησε ο καλλιτέχνης στην Νότα Χρυσίνα, βασίζεται σε αποσπάσματα, τα οποία παρατίθενται αυτούσια, από το βιβλίο του Βασίλη Παπασάϊκα "Μικρές Συντάξεις και Σχέδια" εκδόσεις Γαβριηλίδη.


"Από την παιδική μου ηλικία σχεδίαζα με μεγάλη ευχέρεια, ποτέ όμως δεν αγάπησα το σχέδιο.. Πάντοτε έβρισκα βαρετό το μέρος εκείνο της ζωγραφικής ή του σχεδίου, που αφορούσε την τρίτη διάσταση, εις την απεικόνιση δηλαδή του βάθους…Αντελήφθην ότι η απεικόνιση του βάθους εις τη ζωγραφική είναι τρόπον τινά σκηνοθετημένη».Β.Π.
Τι είναι αυτό που δεν σας ταιριάζει ως προς την απεικόνιση της προοπτικής;
Το πρόβλημα από την μία έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεσή μου και από την άλλη με την διαδικασία της προοπτικής πάνω στο χαρτί. Η προοπτική στο χαρτί γίνεται πλασματικά, δεν είναι αληθινή.
Με ενοχλεί ότι πρέπει να εργαστώ για να σκηνοθετήσω το βάθος διότι το βάθος είναι σκηνοθετημένο στη ζωγραφική.
Από τη φύση μου είμαι άνθρωπος στατικός, άνθρωπος που αγαπά τη μηχανική και τις κατασκευές. Αγαπώ γενικά την στάση και οχι τόσο την κίνηση, γι’ αυτό και είμαι γλύπτης.
Η γλυπτική είναι στάση, δεν είναι κίνηση, είναι τέχνη του χώρου όχι του χρόνου. Λέμε ότι ένα γλυπτό έχει κίνηση όταν το θέμα εικονίζεται σε μια στιγμή κινητικής αλληλοδιαδοχής και τότε θα πούμε ότι είναι κινητικό διότι η στάση στην οποία βρίσκεται σου αφηγείται τρόπον τινά την προηγούμενη κίνηση και σε προδιαθέτει για την επόμενη.

 «Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζει και δρα ένας εικαστικός είναι μια ακολουθία ομόκεντρων κύκλων, κατά παραγωγήν προσώπων και καταστάσεων, εκ των οποίων η ψυχή του εν τω όντι καλλιτέχνου λαμβάνει τους κραδασμού, που κατευθύνουν την κάθε του προσπάθεια».Β.Π.
Θεωρείτε ότι ο καλλιτέχνης βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου;
Βρίσκεται στο κέντρο του δικού του κόσμου και λαμβάνει ερεθίσματα. Βαλλόμενος διαρκώς από παραστάσεις, προσώπων και καταστάσεων, κατά παραγωγήν. Λέμε κατά παραγωγήν εννοώντας ότι οι καταστάσεις και τα πρόσωπα είναι το ένα δίπλα στο άλλο. Σπανιότερα επάγει το ένα το άλλο.

 «Η εικαστική τέχνη ασκείται ατομικά, όπως εξάλλου και η ζωή. Μόνοι μας ερχόμαστε εις τον κόσμο, εις την ουσία μόνοι μας ζούμε και μόνοι μας φεύγουμε. Πολλοί προσπαθούν μέσα από παρέες, ομάδες, συντεχνίες να υπάρξουν αλληλοϋποστηριζόμενοι …πράγμα το οποίο αντίκειται εις την ίδια την υπόσταση της ατομικής υπερπροσπαθείας που απαιτείται για την πραγμάτωση ενός έργου τέχνης».Β.Π.
Ποια η γνώμη σας για τα κινήματα στην τέχνη;
Δεν υπάρχουν κινήματα. Υπήρξε ο θλιβερός ακαδημαϊσμός του 18ου και 19ου αιώνος. Έγινε παρανόηση της αρχαιότητας και της Αναγέννησης με έναν τρόπο στείρο και άθλιο.
Θα συμπλήρωνα, όμως, πως τα λεγόμενα «κινήματα» του 19ου αιώνος και ειδικότερα ο εξπρεσιονισμός, τον οποίο αναγνωρίζω, είχαν μια βάση γιατί τα δημιούργησε η ανάγκη να ξεφύγει η τέχνη από τον στείρο ακαδημαϊσμό. Μέσα σε αυτά τα «κινήματα» ταλαντούχοι «καλλιτέχνες» βρήκαν μίαν τρόπον τινά επαναστατική διέξοδο.

«Τα βάσανα του ανθρώπου είναι το μόνο αίτιο για την ύπαρξη της Τέχνης.» Β.Π.
Πιστεύετε πως η Τέχνη ανακουφίζει για λίγο τον πόνο του ανθρώπου από την ματαιότητα της ύπαρξης;
Μετά από την προσευχή η Τέχνη είναι το μόνο φάρμακο που διαθέτει ο άνθρωπος για την ανακούφιση και την εξύψωση του. Είναι δηλαδή η Τέχνη ο δεύτερος δρόμος μέσα από τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να πλησιάσει το Θεό. Από τα έμβια όντα μόνο ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να κάνει Τέχνη, φιλοτεχνεί από τα βάθη του αιώνος.

«…ο κάθε αρνητής της αξίας των έργων της μοντέρνας,  όπως την αποκαλούν, Τέχνης, άσχετος όποιος δεν διακρίνει την ομορφιά μέσα εις την ασχημία της…παγιδεύουν τον ήδη «εν συγχύσει» θεατή, ο οποίος πτοημένος σπεύδει να δηλώσει ότι βρίσκει πανέμορφη την κάθε αθλιότητα… »Β.Π.
Υπάρχει ομορφιά μέσα στην ασχήμια;
Μεταφορικά μόνο θα μπορούσε να ειπωθεί κυριολεκτικά ποτέ.Η ανθρώπινη ψυχή ρέπει πάντοτε προς το αρμονικό. Εις την εικαστική τέχνη, η αρμονική σύζευξη των μικρών μερών της συνθέσεως, των μορίων, δηλαδή δίδει αρμονικά στοιχεία, η δε αρμονική σύζευξη των στοιχείων αρμονικό σύνολο, κι όπως λέγει ο Πολύκλειτος «το δε κάλλος ουκ εν τη των στοιχείων αλλ’ εν τη των μορίων συμμετρία συνίστασθαι νομίζει, δακτύλου προς δάκτυλον δηλονότι και συμπάντων αυτών προς τε μετακάρπιον και καρπόν και τούτων προς πήχυν και πήχεως προς βραχίονα και πάντων προς πάντα».
Σε κανένα πολιτισμό και καμία περίοδο της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους, η ασχημία δεν ήλκυσε τους ανθρώπους, ούτε καν εις την δική μας εποχή, που θριαμβεύει η ακρισία. Το ωραίο υπαγορεύεται από την φύση.

«Η πνευματική υπόσταση ενός εικαστικού είναι διττή, ιδιαιτέρως ενός Έλληνα εικαστικού. Το ένα μέρος της είναι αυτό που άπτεται της τέχνης του αυτής καθ’εαυτήν, το άλλο είναι το περί την φιλοσοφική του θέση και την προβολή της πάνω εις το έργο του και τη ζωή του.» Β.Π. 
Πιστεύεται πως ο δημιουργός πρέπει να στηρίζει το έργο του με συγκεκριμένη φιλοσοφική θεώρηση;
Ο ολοκληρωμένος δημιουργός. Αλλιώς ο δημιουργός είναι αυτό που λέει ο Πλούταρχος, «δεν είναι άξιος της σπουδής μας, εάν το έργο του μάς τέρπει χωρίς ο ίδιος να διαθέτει αναλόγου ύψους καλλιέργεια.» Έχει πολύ μεγάλη αξία για εμένα ένας ζωγράφος να μπορεί να σου αναλύσει όλη την φιλοσοφική δομή της επιλογής του θέματος και την οργάνωση της συνθέσεώς του και εν γένει την όλη του σκέψη. Παράδειγμα όταν έφτιαξα τον ανδριάντα του Χαρίλαου Τρικούπη για τον δήμο του Μεσολογγίου άρχισα να διαβάζω για τον άνθρωπο αυτόν για να κάνω το έργο. Πρώτα επέλεξα την ηλικία που θα έπρεπε να τον παραστήσω. -Για να εικονίσεις έναν άνθρωπο που επηρέασε τη σύγχρονη ιστορία θα πρέπει να σκεφτείς πάνω σε αυτό πολύ σοβαρά.- Εγώ αποφάσισα να τον κάνω πάνω στην μεγάλη του ακμή, πέντε ή έξι χρόνια από το θάνατό του. Λίγο πριν φύγει για την εξορία όταν έδωσε τους μεγάλους του αγώνες. Τότε εάν παρατηρήσεις την φυσιογνωμία του είναι πιο αγριωπός, πιο δυνατός και πιο βασανισμένος ταυτόχρονα. Όση σημασία έχει η εικαστική πλευρά του έργου άλλη τόση έχει η φιλοσοφική του έδραση.

«H γλυπτική τέχνη είναι στερεογραφική…Η πολυετής άσκησή μου εις την οργάνωση των θεμάτων της   τέχνης μου εις το στερεό, φρονώ ότι συνέβαλε κατά πολύ εις την στερέωση της λογικής μου και εις την άσκηση της επαγωγικής σκέψεως. »Β.Π.
Ποια η σχέση λογικής και γλυπτικής;
Η γλυπτική είναι τέχνη στερεογραφική. Άπτεται της γεωμετρίας και δη του κεφαλαίου που ονομάζεται στερεομετρία. Τα πάντα υψώνονται και τοποθετούνται στο μετέωρο πριν να κάνεις ένα έργο.Θα έλεγα ότι είναι η κατ΄εξοχίν τέχνη της λογικής μαζί με την αρχιτεκτονική η οποία ούτως η άλλως είναι παρακλάδι της.

«Όταν ανά την ιστορία του ανθρωπίνου γένους οι τέχνες αγγίζουν μεγάλη ύψη, τότε και η πολιτική των εποχών αυτών είναι αντιστοίχως μεγαλόπνοη».Β.Π.
Μπορεί να υπάρξει σπουδαία τέχνη σήμερα όταν η πολιτική έχει καταρρεύσει;
Υπάρχει σπουδαία Τέχνη αλλά δεν μπορεί να φτάσει στον κόσμο από το θόρυβο και την ακρισία που δημιουργούν οι θεράποντες και οι υποστηρικτές της μοντέρνας τέχνης. Αποτέλεσμα αυτού είναι η χαμηλής ποιότητας αισθητική που εμποδίζει τους ανθρώπους να απαιτήσουν πολιτικούς αντίστοιχου επιπέδου με τη σπουδαία τέχνη που παράγεται σήμερα στον τόπο μας.
Η πραγματική Τέχνη υπάρχει και λειτουργεί εν αντιθέσει με την πολιτική της οποίας οι εκπρόσωποι προκαλούν σε κάθε συνειδητό Έλληνα οργή και θλίψη.

«Εις την εικαστική τέχνη, ένα από τα κύρια στοιχεία που διακρίνει ένα έργο για την ελληνικότητά του, είναι ότι, ενώ επιδιώκεται με πάθος η αρμονική ακρίβεια εις τη σύζευξη των μερών της συνθέσεώς του ταυτοχρόνως υπάρχει μόνιμη η ανάγκη  για την κατά μέρος έξοδο από την ακρίβεια…»Β.Π.
Πώς θα ορίζατε την ελληνικότητα;
Θα επαναλάβω τη ρήση του Ελύτη «ελληνικότητα είναι τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, αν είσαι Έλληνας τα βλέπεις σαν Έλληνας».
Κάποιοι δυτικοί κύκλοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι υπάρχουν πολλές ελληνικότητες. Αυτό δεν ισχύει. Η ελληνικότητα είναι μία, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχει ίσως πολλές εκφάνσεις, αλλά μία είναι.

«Όταν ο Οιδίπους απαντά εις το αίνιγμα της Σφίγγας, η απάντηση του απηχεί εις το πλέον τετριμμένο φαινόμενο, τον κύκλο δηλαδή της ζωής. Η ανεμελιά του τρόπου του είναι που σκοτώνει τη Σφίγγα…» Β.Π. 
Η βαθιά βιωματική γνώση του κύκλου της ζωής μπορεί να σκοτώσει το θείο;
Για τ’ονομα του Θεού τι λέτε,η Σφίγγα δεν είναι Θεός, είναι ένας δαίμονας και κατά την αρχαία σκέψη οι δαίμονες υπάγονται σε μια ιδιότυπη θνησιμότητα. Έχει εν τη θεϊκή της υποστάσει την αδυναμία να κατανοήσει πώς γίνεται το θλιβερό αυτό ον, που βρίσκεται μπροστά της και του οποίου την μοίρα γνωρίζει ακριβώς, να της μιλάει με τόση ανεμελιά για την ίδια την μελλοντική του εξέλιξη. Γνωρίζει τα ανθρώπινα από την αρχή του αιώνος αυτό όμως που δεν περιέχει και είναι απολύτως αντίθετο προς τη φύση της είναι η σπαργή της ζωής η οποία δίδει τον τόνο στην απάντηση του Οιδίποδος τη στιγμή που ο ίδιος περιγράφει με την απάντηση του τη μοίρα του. Αυτό αναστατώνει την αδιατάρακτη και θεϊκή νοημοσύνη της Σφίγγας που πέφτει και σκοτώνεται. Η αδυναμία της έγκειται εις το να βιώσει τη χαρά και το πάθος του ανθρώπου. Αυτό το πάθος αφηγείται η Τέχνη.

«Η φιλοτέχνηση είναι διαδικασία συνθετική. Η μοντέρνα τέχνη είναι αποσυνθετική».Β.Π.
H γέννηση της Αισθητικής ως νέου κλάδου της Φιλοσοφίας διαχωρίζει τη γνώση των αισθήσεων από τη γνώση των εννοιών. Με ποιο τρόπο αποσυνθέτει η μοντέρνα τέχνη; Σχετίζεται αυτή η αποσύνθεση με τον τρόπο αντίληψης των εννοιών;
Κατ΄αρχήν η αισθητική δεν γεννήθηκε τώρα ή σε  κάποια χρονική στιγμή μιας, ας πούμε, δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφικής ανησυχίας. Ήταν πάντοτε σκέλος της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφικής σκέψεως. Τώρα οι αισθήσεις παρέχουν πληθώρα γνώσεων στον άνθρωπο που η επεξεργασία τους σε πολλές περιπτώσεις μάς οδηγεί στη διαμόρφωση και αντίληψη εννοιών. Θα έλεγα δηλαδή ότι το κατά πόσον η μία γνώση διαχωρίζεται από την άλλη ή την ακολούθει επαγωγικά καθορίζεται από την ίδια τη φύση των πραγμάτων κατά περίπτωση.
Όταν μιλώ για διαδικασία αποσυνθετική δεν αναφέρομαι σε κάποιο είδος αναλυτικής αποδομήσεως ενός ήδη έτοιμου έργου τέχνης αλλά μιλώ στην ουσία για αποσύνθεση, για σήψη διότι φρονώ ότι η τέχνη είναι μόνο μία και δεν μπορώ να θεωρήσω τη μοντέρνα τέχνη ούτε ως αντίθετο της αληθινής τέχνης και θα πω ότι εάν για παράδειγμα η πραγματική τέχνη είναι ο Βορράς η σύγχρονη τέχνη δεν είναι ο Νότος. Δεν σημειώνεται φρονώ πουθενά στον ορίζοντα. 

Σε ολόκληρο το βιβλίο σας αναφέρεστε στην αρχαία ελληνική σκέψη, σε συγγραφείς όπως για παράδειγμα ο Πλούταρχος αλλά και σε Ευρωπαίους λογοτέχνες. Υπάρχουν φιλόσοφοι ή λογοτέχνες που επηρέασαν την σκέψη σας;
Έχω επηρεαστεί απ’ όλο το φάσμα της ελληνικής γραμματείας από τους Αρχαίους και τους Βυζαντινούς μέχρι τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του ’21. Λατρεύω τον Ντίκενς, τον Πούσκιν τους αναγεννησιακούς ποιητές και συγγραφείς κι άλλο τόσο λατρεύω τους νεοέλληνες κλασικούς και έχει επηρεαστεί τόσο η σκέψη μου από τον Παπαδιαμάντη το Βιζυηνό, τον Κονδυλάκη, το Βαλαωρίτη και το Σολωμό και τόσους άλλους όσο και από το Γέιτς τον Κιτς και τον Ρεμπό.




















Παρουσίαση του βιβλίου ""Μικρές Συντάξεις και Σχέδια" εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αγρίνιο 2 Μαρτίου 2016




Ο Γλύπτης Βασίλης Παπασάικας γεννήθηκε το έτος 1956 στο χωριό Καινούργιο Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας, από γονείς αγρότες, τον Γιώργο και την Θεοφανώ Παπασάικα. Σπούδασε σχέδιο στο προπαρασκευαστικό εργαστήριο του Βρασίδα Βλαχόπουλου και γλυπτική στο Α’ εργαστήριο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών. Έχει κάνει έντεκα ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές.


Σημαντικότερα μνημεία

Ανδριάς του Παύλου Μπακογιάννη στο Καρπενήσι, ανδριάς του ήρωα Κατσαντώνη στο Καρπενήσι, τάφος του Μάνου Χατζηδάκι στην Παιανία, τάφος του Γιάννη Ρίτσου στην Μονεμβασία. Ανδριάς του Χρυσοστόμου Καραπιπέρη στο Καρπενήσι, ανδριάς του Χαριλάου Τρικούπη στο Μεσολόγγι (χορηγός η Βουλή των Ελλήνων), προτομή του ήρωα Ραζή-Κότζικα στο Μεσολόγγι, κολοσσιαία προτομή του Γεωργίου Καραϊσκάκη στον Ελληνόπυργο Αγράφων, προτομή του Βασιλείου Τατάκη στην Άνδρο, προτομή του διευθυντού του ΜΙΤ Μιχάλη Δερτούζου στην Άνδρο, προτομή του Γιάννη Ρίτσου στο Καρλόβασι Σάμου, ανδριάς του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στο Καινούργιο Τριχωνίδος, προτομή του Χαριλάου Τρικούπη στο Μεσολόγγι, προτομή του ποιητή Κώστα Χατζόπουλου στο Αγρίνιο, άγαλμα της σκεπτόμενης γυναίκας στο Αγρίνιο, ανδριάς του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στο Αντίρριο, μνημείο των πέντε πρωθυπουργών στο Μεσολόγγι, προτομή Χριστοφόρου Κατσάμπα στον Προυσσό. Έργα του μνημειακά και προσωπικά ευρίσκονται σε πολλούς δημοσίους χώρους και ιδιωτικές συλλογές.

Σονέτο

Πηγή:http://www.greek-language.gr/Resources/literature/education/literature_history/search.html?details=78


[…] Το 1895 αρχίζει […] για τον Παλαμά η περίοδος της ωριμότητας και της ακμής, κυρίως με τα σονέτα των «Πατρίδων». Είναι η εποχή η περισσότερο από κάθε άλλην ευνοϊκή για την καλλιέργεια του κατ’ εξοχήν στιχουργικού αυτού μέσου του παρνασσισμού. Εξαίρετος, αβρός καλλιεργητής του σονέτου στάθηκε ο ΚερκυραίοςΛορέντσος Μαβίλης (1860-1912). […] τα ωριμότερα και τα πιο αγαπητά σονέτα του πέφτουν στην πενταετία 1895-1900: «Λήθη», «Καλλιπάτειρα», «Μούχρωμα», «Ελιά».
 Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 221.


Ανάμεσα στα 131 τόσα ποιήματα της συλλογής, της γνωστής με τον τίτλο «Κυπριακά ερωτικά ποιήματα» (Poèmes d’ amour en dialecte chypriote) βρίσκουμε και τα πρώτα ελληνικά σονέτα, είκοσι πέντε τον αριθμό. Εκείνο που από την πρώτη στιγμή παρατηρεί κανείς, είναι ότι μολονότι πρόκειται για την πρώτη απόπειρα να προσαρμοστή η νέα αυτή φόρμα στην ποίησή μας και τα είκοσι πέντε σονέτα είναι άψογα και στο στίχο και στη ρίμα, αλλά προ πάντων στη γλώσσα. Όλα τους είναι γραμμένα σε μια γλώσσα πλούσια και ώριμα δημοτική, ενώ ακόμα βρισκόμαστε στο ΙΣΤ΄ αιώνα. […]
 Κάρολος Μητσάκης, Το σονέτο στην ελληνική ποίηση, Εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήναι 1962, 46.


[…] Μετά τα κυπριακά σονέτα, τη συνέχεια της ελληνικής σονετογραφίας τη βρίσκουμε στη λογοτεχνία τηςκρητικής Αναγέννησης, σε τρία χορικά της τραγωδίας Βασιλεύς ο Ροδολίνος (1647) του Ιωάννη Ανδρέα Τρώιλου, και στη συλλογή Άνθη ευλαβείας (1708) του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου: ανάμεσα στα διάφορα κείμενα της συλλογής υπάρχουν και τέσσερα σονέτα στα ελληνικά, δύο θρησκευτικά για τη μετάσταση της Θεοτόκου, του Φραγκίσκου Κολομπή και του Αντωνίου Στρατηγού, ένα πατριωτικό του Ανδρέα Μυιάρη και ένα σατιρικό του Λαυρέντιου Βενέριου.
Το σονέτο καλλιεργείται ιδιαίτερα τον 19ο και τον 20ό αι. και αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες ποιητικές μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη Μεγάλη ανθολογία ελληνικού σονέτου του Κ. Μωραΐτη ανθολογούνται 205 Νεοέλληνες ποιητές.
 Κάρολος Μητσάκης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 2049.


Μα ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το μετρικό σχήμα που ονομάζεται σονέττο;
Το σονέττο αποτελείται από δεκατέσσερους εντεκασύλλαβους στίχους· οι οχτώ πρώτοι, χωρισμένοι σε δυο τετράστιχα, συνενώνονται με δυο τετραπλές ομοκαταληξίες, και οι έξι τελευταίοι στίχοι λαβαίνουν όλες τις δυνατές διπλές ή τριπλές ομοκαταληξίες.
 Γεράσιμος Σπαταλάς, Η στιχουργική τέχνη. Μελέτες για τη νεοελληνική μετρική, επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης & Άννα Κατσιγιάννη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, 132.


Ο στίχος του σονέττου, για να είναι τούτο τέλεια καλλιτεχνικό, δεν πρέπει να έχει κανένα στιχουργικό ψεγάδι· δηλαδή, χασμωδίες, κακοφωνίες, μετατοπίσματα ή κολοβώματα λέξης, σφήνες, φτωχή ομοιοκαταληξία, κακή τοποθέτηση των ρυθμικών τόνων· και γενικά ο στίχος πρέπει να είναι όσο παίρνει τεχνικός και αρμονικός. Ακόμη, αν είναι δυνατό, να μην υπάρχει και διασκέλισμα καθόλου· τουλάχιστο στους πιο πολυσύλλαβους στίχους. Συχνά στο σονέττο γίνεται και διασκέλισμα στροφής. Τέτοιο διασκέλισμα σε σονέττο με πολυσύλλαβους στίχους δεν πρέπει να υπάρχει. Το σωστό είναι με το τέλος κάθε στροφής να τελειώνει κ' η φράση ή το νόημα, που πρέπει να κλειστεί μέσα σε μια στροφή. Από τους δεκατέσσερους στίχους του σονέττου ο πιο σημαντικός είναι ο τελευταίος. Υπάρχει στο σονέττο κάποιο στοιχείο που είναι ξεχωριστό: η φύση του τελευταίου στίχου του. Εδώ βρίσκεται το χαραχτηριστικό του είδους. Ο τελευταίος αυτός στίχος δεν είναι όπως του επιγράμματος, όπου συγκεντρώνεται όλος ο στοχασμός για να τελειώσει τούτο, δεν είναι ο στίχος της εξυπνάδας του (mot de la fin), που γι' αυτόν εφτιάστηκε όλο το ποίημα· απεναντίας, κάθε που οι δεκατρείς πρώτοι στίχοι εφτιαστήκανε μόνο για να φέρουν το δέκατο τέταρτο, το σονέττο χάνει την πλαστική αξία του. Όμως το νόημα του σονέττου μαζεύεται στον τελευταίο αυτό στίχο, που αυξαίνει τη δύναμή του και μακραίνει την αρμονία του. Για τούτο δεν υπάρχει μεγάλο θέμα, που να μη μπορεί να το κρατήσει μέσα στην περιορισμένη, όχι όμως και στενή κορνίζα του, ή όπως είπε κι' ο Theophile Gautier: «ένα μεγάλο νόημα μπορεί να κινηθεί εύκολα μέσα στους δεκατέσερους αυτούς στίχους, τους καταταγμένους αρμονικά».
 Ηλίας Βουτιερίδης, Νεοελληνική στιχουργική, Ιωάννης Δ. Κολλάρος & Σια, Εν Αθήναις 1929, 272-273.


Αρκετοί υποστηρίζουν —ακόμη και σήμερα— ότι το σονέττο βρέθηκε από τους τροβαδούρους της Γαλλίας ή πιο σωστά της μεσημβρινής Γαλλίας και μάλιστα της Προβέντζας ανάμεσα στο 12° και 13° αιώνα. Άλλοι όμως θέλουν, ότι το στιχουργικό αυτό είδος την αρχή του την έχει στην ιταλική λαϊκή ποίηση. Η γνώμη τούτη φαίνεται να είναι η πιο σωστή. Στην ιταλική ποίηση πρωτοφαίνεται με τους ποιητές, που τους είπανε της «Σικελικής Σχολής» και που το δυνατότερο άνθισμά της παρουσιάστηκε στο 13° αιώνα. Οι ποιητές αυτοί καλλιεργήσανε ξεχωριστά το στιχουργικό είδος που λέγεται canzone (ωδή) κ' είναι όλο από στροφές με τρεις στίχους, πιο πολύ εντεκασύλλαβους —μα κ' εφτασύλλαβους— και ομοιοκατάληχτους. Από την canzone εβγήκε —καθώς φαίνεται— το σονέττο κ' έγινε ξεχωριστό στιχουργικό είδος. Αν και γεννήθηκε στη Σικελία, όμως περισσότερο συστηματικά το καλλιεργήσανε οι ποιητές της Τοσκάνας. Έχουνε βέβαια να κάμουνε κάτι —όχι λίγο— με τη διαμόρφωση του ιταλικού σονέττου και οι τροβαδούροι της Προβέντζας, μα τη σταθερή μορφή του την έδωκαν οι Τοσκανοί ποιητές.
Όχι λίγοι είναι και όσοι υποστηρίζουν και γράφουνε (χωρίς, βέβαια να μελετήσουν καλά τα πράγματα) ότι το σονέττο το βρήκε ή τουλάχιστο του έδωκε τη σταθερή μορφή του ο Πετράρκα. Μα πριν από τούτονε σονέττα είχε γράψει κι ο Ντάντε· και πριν από το Ντάντε άλλοι διάφοροι ποιητές. […]
Ο Πετράρκα έφερε το σονέττο στην ανώτερη καλλιτεχνική μορφή, που μπορούσε να πάρη. Η μορφή που του έδωκεν αυτός έγινε η αιτία να αγαπηθεί το σονέττο γλήγορα, να προτιμηθεί από όλα τα άλλα στιχουργικά είδη, και να μπη στην ποίηση όλων των ευρωπαϊκών λαών. Ήρθε βέβαια κ' εποχή, που ξέπεφτε πότε σ' ένα λαό και πότε σ' άλλονε, και λησμονιότανε αρκετά· αλλά γλήγορα ξανάπαιρνε την πρώτη δόξα του· κ' έτσι μένει ως τα σήμερα το μόνο —μπορεί να ειπεί κανείς— στιχουργικό είδος από τα παλιά, που καλλιεργείται πολύ.
 Ηλίας Βουτιερίδης, Νεοελληνική στιχουργική, Ιωάννης Δ. Κολλάρος & Σια, Εν Αθήναις 1929, 276-277.


[…] Το ιταλικό ή πετραρχικό σονέτο (Italian/Petrarchan sonnet) (που πήρε το όνομά του από τον Ιταλό ποιητή του 14ου αιώνα Πετράρχη) διαιρείται σε δύο βασικά μέρη: σε μια οκτάβα (octave) (δηλαδή ένα οκτάστιχο) με ομοιοκαταληξία αββααββα, και ακολούθως ένα σεστέτο (sestet) (δηλαδή ένα εξάστιχο) με ομοιοκαταληξία γδγγδγ. Τα σονέτα του Πετράρχη βρήκαν τον πρώτο μιμητή στην Αγγλία, τόσο ως προς τη στροφική μορφή όσο και ως προς το θέμα (οι ελπίδες και τα βάσανα ενός παράφορα ερωτευμένου) στο πρόσωπο του Sir Thomas Wyatt, στις αρχές του 16ου αιώνα. […]
Ο κόμης του Surrey και άλλοι Άγγλοι πειραματιστές του 16ουαιώνα ανέπτυξαν μια στροφική μορφή που ονομάστηκε αγγλικό σονέτο (English sonnet) ή αλλιώς σαιξπηρικό σονέτο (Shakespearean sonnet), από το όνομα του σπουδαιότερου συνθέτη του. Το σονέτο αυτό χωρίζεται σε τρία τετράστιχα και σε ένα καταληκτικό δίστιχο:αβαβ γδγδ εζεζ ηη. Υπάρχει μια αξιοσημείωτη παραλλαγή, το σπενσεριανό σονέτο, στο οποίο ο Spencer συνέδεε τα τετράστιχα μεταξύ τους με μια συνεχιζόμενη ομοιοκαταληξία: αβαβ βγβγ γδγδ εε.
[…] Η στροφή του σονέτου είναι αρκετά μεγάλη ώστε να επιτρέπει μια σύνθετη λυρική ανάπτυξη, αλλά είναι τόσο μικρή και απαιτητική στις ομοιοκαταληξίες της ώστε να αποτελεί μια ισχυρή πρόκληση για τη δεξιοτεχνία του ποιητή. Στο ομοιοκαταληκτικό σχήμα του πετραρχικού σονέτου, συνήθως στην οκτάβα δηλώνεται ένα πρόβλημα, μια κατάσταση ή ένα περιστατικό, και στο σεστέτο η επίλυσή του. Η αγγλική μορφή χρησιμοποιεί ενίοτε μια παρόμοια διαίρεση, αλλά συχνά επαναλαμβάνει παραλλαγμένη τη δήλωση αυτή σε καθένα από τα τρία τετράστιχα· σε κάθε περίπτωση, το τελικό δίστιχο στο αγγλικό σονέτο επιβάλλει συνήθως ένα επιγραμματικό γύρισμα στη λήξη του ποιήματος. […]
 M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά & Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 437-438.

Δάσκαλε τι γυρεύεις στον Παράδεισο, εσύ ένας Υδραίος;


γράφει η Νότα Χρυσίνα *
(πρώτη δημοσίευση:http://www.dailytvradio.gr/δάσκαλε-τι-γυρεύεις-στον-παράδεισο-εσ/)


Ο Παναγιώτης Τέτσης αφήνοντας τον επίγειο παράδεισο την Ύδρα «ανεκλήθη» την περασμένη Παρασκευή 5/03/2016 όπως έγραψαν συγκινημένοι οι μαθητές του στα ΜΚΔ (Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης). Ο κριτικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης αναφερόμενος στο θάνατο του ζωγράφου έγραψε πως «πήρε τη θέση του δίπλα στους  Νικόλαο Λύτρα,  Κωνσταντίνο Μαλέα, Μιχάλη Οικονόμου και Σπύρο Παπαλουκά».
Ο Τέτσης βούτηξε το πινέλο του στο πέλαγο και ζωγράφισε το ελληνικό τοπίο. Το φως μέσα στον πίνακά του πήρε μορφή και χάρισε μια μεταφυσική διάσταση στη σύνθεση.
Τα λουλούδια του μύριζαν φρεσκάδα και τα φρούτα του είχαν τη ζωντάνια της σάρκας. Όλα αυτά τα έδωσε με το χρώμα το οποίο είχε τιθασεύει απόλυτα.
Ο Παναγιώτης Τέτσης ήταν ακαδημαϊκός δάσκαλος αλλά και μάστορας. Ο ίδιος προτιμούσε να συστήνεται ως «ο ζωγράφος με τα πινέλα και τα χρώματα».
Στο βιβλίο του «Το θράσος του καλλιτέχνη να γράφει» ο καλλιτέχνης γράφει για την προσπάθειά του να ολοκληρώσει την επικοινωνία του έργου μέσα από τη φιλοσοφική στήριξη.
Ο δάσκαλος επιδίωξε την κριτική χωρίς έπαρση καθώς η τέχνη είναι πρόταση ζωής. Όταν καταθέτει κάποιος την πρότασή του ζητάει την άσκηση της ελεύθερης βούλησης από τον αποδέκτη της.
Ο Τέτσης ήταν από τους δασκάλους που συμβούλευε τους μαθητές του να «αποτινάξουν τον δάσκαλό τους» ώστε να βρουν το δρόμο τους.
Η μοντέρνα τέχνη δεν τον συγκινούσε. Είπε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα το Βήμα «Η τέχνη του 20ού αιώνα, σε πολλές εκφάνσεις της, είναι μια άρνηση, μια αντίδραση στο κατεστημένο του πλούτου και, κυρίως, του πνεύματος(!) όπως ο σουρεαλισμός ή το κίνημα του ντανταϊσμού. Αυτά που γίνονται σήμερα, όμως, είναι μια επανάληψη. Προηγήθηκε, 90 χρόνια πριν, ο Ντυσάν με το ουρητήριό του. Αλλά θέλουμε πάντα να βρίσκουμε κάτι για να προκαλούμε».
Στην ίδια συνέντευξη δήλωνε προκλητικά για τον δάσκαλό του Παρθένη «Δεν έμαθα τίποτα από τον Παρθένη. Ήταν φιλάσθενος, ευγενέστατος, Ευρωπαίος. Χαιρετούσε με χειραψία όλους τους σπουδαστές, όπως κάνουν στη Γαλλία, αλλά δεν μας μιλούσε ποτέ και παραιτήθηκε γρήγορα, επειδή δεν αισθανόταν καλά μεταξύ των άλλων. Συνοδευόταν πάντα από τη γυναίκα του Ιουλία, που δεν τον άφηνε στιγμή μόνο του, ούτε να έρθει στη σχολή! Αυτή έβγαζε ακόμη και τα εισιτήρια στο τραμ. Ο Παρθένης, όταν κοίταζε έργο σου, έπρεπε να καταλάβεις τι θέλει από το βλέμμα του. Αλλά έτσι δεν μάθαινες ζωγραφική. Ίσως είχε και μια σοφία αυτό…».
Ο Παναγιώτης Τέτσης μας άφησε κληρονομιά το έργο του αλλά και τους μαθητές του που είναι πολλοί και άξιοι συνεχιστές του.

*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος

Λόρδος Βύρων: ένας ρομαντικός ποιητής που έγινε επαναστάτης!

γράφει η Νότα Χρυσίνα*
(πρώτη δημοσίευση:http://www.dailytvradio.gr/λόρδος-βύρων-ένας-ρομαντικός-ποιητής/)


Ο Λόρδος Βύρων, κορυφαίος ποιητής του ρομαντισμού, ήταν ένας ιδεολόγος φιλέλληνας που πίστεψε στην ελληνική επανάσταση.
Ωστόσο, δε διατηρούσε αυταπάτες καθώς είχε επισκεφτεί την Ελλάδα ως περιηγητής στα 1809 -1811. Οι Έλληνες που συνάντησε κατά τη διάρκεια της περιήγησής του δεν ήταν οι αρχαίοι Έλληνες των αναγνωσμάτων του στο Κέιμπριτζ.  Τι τον παρακίνησε λοιπόν στα 1823 στην απόφασή του να διαθέσει την περιουσία του και τον εαυτό του στην υπηρεσία του Αγώνα των Ελλήνων;
Η ζωή του Μπάυρον ήταν γεμάτη από αντιθέσεις. Από μικρό παιδί έπρεπε να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι διέθετε ένα αγγελικό πρόσωπο αλλά και ένα εκ γενετής παραμορφωμένο πόδι που τον υποχρέωνε να κουτσαίνει. Από νεαρή ηλικία ερωτεύθηκε με πάθος τις Τέχνες αλλά και τον έρωτα.
Το 1806, σε ηλικία 18 ετών, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Κομμάτια Φυγάδες» («Fugitive Pieces»), η οποία ενόχλησε τους εκπροσώπους της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα ο άπειρος νεαρός λόρδος να την αποσύρει από την κυκλοφορία. Το 1808 επανήλθε ωστόσο με νέες συλλογές του.
Το 1809, ήδη βασανιζόταν  από κατάθλιψη. Κατόρθωσε και εξελέγη μέλος της Βουλής των Λόρδων.
Σε ηλικία 10 ετών είχε κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία, όμως γρήγορα βρέθηκε με τεράστια χρέη. Το 1809, αν και υπερχρεωμένος,  ξεκίνησε τα ταξίδια του στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στην Μάλτα και στην Ελλάδα. Στην Ήπειρο, όπου φιλοξενήθηκε από τον Αλή Πασά, άρχισε να γράφει το «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» («Childe Harold’s Pilgrimage», που εκδόθηκε το 1818).
Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, τα ποιήματά του άρχισαν να επικεντρώνονται όλο και πιο πολύ στην χώρα και την μακραίωνη Ιστορία της. Στην Αθήνα γνώρισε και ερωτεύθηκε παράφορα την μόλις 12χρονη Τερέζα Μακρή (την πιο όμορφη από τις τρεις θυγατέρες του Άγγλου πρόξενου Θεοδώρου Μακρή),  την οποία μόλις είδε ο φίλος τού Μπάυρον και συνοδοιπόρος του ο Χόμπχαουζ αναφώνησε («Ω, μια Καρυάτιδα έχει ζωντανεύσει!»), για την οποία έγραψε το ποίημα «Κόρη των Αθηνών» («Maid of Athens, ere we part»): «κόρη γλυκιά των Αθηνών, τώρα π’ αποχωριζόμαστε / δωσ’ μου, ώ, δωσ’ μου πίσω την καρδιά μου / ή, αφού ούτως ή άλλως έχει βγει από τα στήθη μου / κράτα την και πάρε και όλα τα’ άλλα / άκου τον όρκο μου προτού φύγω: ζωή μου σ’ αγαπώ».
Επέστρεψε στην Αγγλία το 1811 αλλά σύντομα άρχισε να ταξιδεύει πάλι. Στη Γενεύη γνώρισε τον ποιητή Σέλεϋ και το  1819 επισκέφτηκε τη Ραβέννα όπου μυήθηκε στην επαναστατική οργάνωση των «Καρμπονάρων», συστημένος από τον προσωπικό του φίλο κόμη Πιέτρο Γκάμπα.
Τον Ιούλιο του 1823 έφυγε ξανά για την Ελλάδα μαζί με τον Πιέτρο Γκάμπα. Αρχικά επισκέφτηκε την Κεφαλληνία και μετά το Μεσολόγγι (όπου έφθασε στις 29 Δεκεμβρίου), παρασυρμένος από την συγκίνηση ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων:
«Εγερθείτε! εγερθείτε! ανακτήσατε γενναίως / τη γην ταύτην, της οποίας είναι άφθαρτον το κλέος,/ εις την τέφραν των προγόνων εύρατε τινάς σπινθήρας / και ανάψατ’ εις τα στήθη ενθουσιασμού κρατήρας»έγραφε σε ένα ποίημά του (μετάφραση Αικατερίνης Δοσίου, από το βιβλίο της Ευγενίας Κεφαλληναίου).
Ξεκίνησε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο για την οικονομική στήριξη των οπλαρχηγών του Μεσολογγίου και την δημιουργία ενός δικού του μικρού στρατού 40 ανδρών με επικεφαλής τους Γκάμπα, Δράκο, Φωτομάρα και Τζαβέλλα. Διέθεσε για τον σκοπό αυτό το μεγαλύτερο τμήμα της περιουσίας του (ό,τι του είχε απομείνει από την πώληση των ακινήτων του στην Αγγλία ενόσω ήταν στη Βενετία: ένα τμήμα είχε ξοδευτεί για κάλυψη των χρεών του και ένα μικρότερο σε αγορά όπλων για τους «Καρμπονάρους»). Ενώ όμως σχεδίαζε με τον Μαυροκορδάτο επίθεση  στο φρούριο του Λεπάντο, ασθένησε σοβαρά από βαρύ κρυολόγημα (ή σηψαιμία ή ελονοσία) και πέθανε μετά από λίγο, στις 19 Απριλίου 1824.
Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε μία μακρά ωδή για να τιμήσει την μνήμη του, που άρχιζε με τους στίχους: «Λευτεριά, για λίγο πάψε / να χτυπάς με το σπαθί./Τώρα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάϋρον το κορμί» και τελείωνε με τους «Χαίρου ωστόσο όλους τους τόπους, / που εξανάλαβαν γοργά / πάλι ελεύθερους ανθρώπους. / Και του Μπάϋρον την χαρά».

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος