Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
συνέγραψε ένα μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας ονομάζοντάς το «ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ
ΦΩΤΙΑΣ» παραπέμποντας στο βιβλίο του Ζορζ Μπατάιγ “Le bleu du ciel”. Το
εξώφυλλο κοσμεί ένα δυνατό έργο του Πάουλ Κλέε με τίτλο “Villa R” .
H Δεληγιώργη δηλώνει στον
πρόλογο πως ξεκίνησε να γράφει τις σκέψεις της για την τέχνη του πεζού λόγου
καθώς «τα διαβάσματα μιας ζωής και η εμπειρία της συγγραφής “την πίεζαν να
δει” το κρυμμένο μυστικό τους» και το
επιχείρησε χωρίς να είναι βέβαιη αν επιχειρούσε «με στοχαστική διάθεση, σε
απόσταση ασφαλείας από τον ειδικό, πολιορκία ή έξοδο».
Ο πεζός λόγος, σύμφωνα με
τη Δεληγιώργη, μάς βοηθά να έχουμε μία
εικόνα της δύναμης των πραγμάτων να μας καθορίζουν και να μας περιορίζουν αλλά
και την εικόνα της δικής μας δύναμης να τα καθορίζουμε, καθώς λειτουργεί ως
κάτοπτρο για να μας δείξει όσα μας κρύβουν.
Με σημείο αναφοράς τον
Μιχαήλ Μπαχτίν η συγγραφέας καταθέτει την εμπειρία της πάνω στο πλήθος των
αντιφάσεων, αμφισημιών, ψυχισμών αλλά και κοινωνικών γλωσσών που καλείται ο
κάθε δημιουργός να ανασύρει στη συνείδηση και να πλέξει στο έργο του,
προσδίδοντάς του βάθος.
Ένα βασικό πρόβλημα που
θέτει η συγγραφέας αφορά τη σχέση του σύγχρονου συγγραφέα με τον χρόνο, ο
οποίος, σήμερα, παρουσιάζεται στη λογοτεχνία σαν ένα «διεσταλμένο» παρόν, καθώς
αυτό αναδύεται ξεκομμένο από το παρελθόν και το μέλλον, τα οποία θεωρούνται
απλά προεκτάσεις του.
Το δεύτερο βασικό θέμα
που τίθεται είναι η απομυθοποίηση της Ιστορίας και η συνακόλουθη αποθέωση της
Τεχνικής.
Η απομυθοποίηση της
Ιστορίας ήταν αποτέλεσμα της νέας αντίληψης του χρόνου, που κατάργησε την
καταγωγική ρίζα αλλά και την προοπτική στο μέλλον. Με αυτόν τον τρόπο χάθηκε το
βασικό πλεονέκτημα της συνείδησης: το αίσθημα της ιστορικότητας, με το οποίο
μεταβιβαζόταν η βιωματική εμπειρία.
Η εστίαση στην Τεχνική
μετέτρεψε το αισθητικό αντικείμενο σε αντικείμενο γλωσσολογικών και
σημειολογικών αναλύσεων. Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι θεωρίες της λογοτεχνίας, ο
δομισμός, ο αποδομισμός, η θεωρία της πρόσληψης και της αναγνωστικής
ανταπόκρισης, οι οποίες από το 1960 και μετά, εστίασαν σε μια αυστηρή γλωσσική
προσέγγιση της γραφής. Εξοβελίζοντας τον συγγραφέα ή αναγγέλλοντας ακόμη και
τον θάνατό του, ανήγαγαν τη λογοτεχνία σε γλώσσα, αποσιωπώντας τη σχέση της με
τον πολιτισμό.
Στα κεφάλαια που
ακολουθούν, η Δεληγιώργη αναλύει με επιχειρήματα τα βασικά προβλήματα που
αντιμετωπίζει η λογοτεχνία της μεταμοντέρνας εποχής. Διατρέχοντας την Ιστορία
της Λογοτεχνίας και ιδιαίτερα τον τρόπο αντίληψης και δημιουργίας των μεγάλων
έργων, των λεγόμενων έργων του Λογοτεχνικού Κανόνα, κάνει μία σύντομη
ανασκόπηση της Ιστορίας της Λογοτεχνίας έως σήμερα. Παράλληλα αντικρούει τις σύγχρονες θεωρίες
καταδεικνύοντας την ανάγκη δημιουργίας δομών ελευθερίας μέσα από την ικανότητα
του συγγραφέα να προτείνει τον δικό του τρόπο θέασης της πραγματικότητας. Ο
δημιουργός συγκρούεται με την δεδομένη πραγματικότητα ή με δεδομένες μορφές
και με εργαλείο την σύνθεση των
αντιφατικών και αμφίσημων εμπειριών και συναισθημάτων κατορθώνει να τους δώσει νόημα.
Η συγγραφέας γράφει
χαρακτηριστικά: «ο συγγραφέας πολιορκεί το μηδέν ή το τίποτα, με τα οποία
αναμετριέται με τα υλικά που διαθέτει: εικόνες, όνειρα, αισθήσεις, μνήμες,
λέξεις, έννοιες, ιδέες, μεταφορές και κατορθώνει να εξυφάνει ex nihilo, το έργο
δίνοντάς του, περιεχόμενο και μορφή».
Αναφέρεται, επίσης, σε
πολλά λογοτεχνικά έργα που έγιναν παγκόσμια καθώς ανταποκρίνονται στις
αισθητικές αξίες, οι οποίες αξιώνουν οικουμενικότητα με βάση την αρχή της
ομοφωνίας δηλαδή το κοινό αίσθημα του ωραίου, του υψηλού, του αληθούς και του
δίκαιου.
Η προσέγγιση της
Δεληγιώργη γίνεται στο πλαίσιο μιας
ποιητικής που έχει την απαρχή της στην Ποιητική" του Αριστοτέλη, στο
"Περί Ύψους" του Λογγίνου και
σε σύγχρονες ποιητικές που έχουν
την ίδια αφετηρία. Σε αυτό το πλαίσιο τίθενται τα ζητήματα του λόγου, της δομής,
της μορφής, του νοήματος, των αισθητικών κριτηρίων αξιολόγησης των έργων
και μια αισθητική αγωγή που επιτρέπει
στον αναγνώστη να διακρίνει τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα μέσα
από το σωρό των λογοτεχνικών αναγνωσμάτων. Στο ίδιο πλαίσιο τίθεται και το ζήτημα των
σχέσεων της αυθεντικής με τη μη αυθεντική λογοτεχνία, της πραγματικότητας με
το κείμενο, της ομορφιάς με το βάθος,
του ιερού με το βέβηλο, του επαρχιωτισμού με τον κοσμοπολιτισμό, της παγκόσμιας με την ελληνική λογοτεχνία.
Βασικός αναδεικνύεται και
ο ρόλος του κριτικού της λογοτεχνίας ο οποίος οφείλει να κρίνει έχοντας την
ανάλογη παιδεία αλλά και ανιδιοτέλεια. Το άνοιγμα στην παγκόσμια λογοτεχνία, με
τη βοήθεια και των αμερόληπτων κριτικών
της λογοτεχνίας, δίνει μία ανάσα και στην εθνική λογοτεχνία.
Στο επιμύθιο η Δεληγιώργη
τονίζει τον άρρηκτο δεσμό της γλώσσας με τη σκέψη, ώστε να αναδείξει τη δύναμή
της.
Τέλος, στο Παράρτημα,
υπάρχουν έξοχες αναλύσεις λογοτεχνικών έργων που απασχόλησαν τη συγγραφέα και
κάποιες φορές έδωσαν το έναυσμα για τη συγγραφή νέων έργων από την ίδια.
Ενδεικτικά αναφέρω τον «Δον Κιχότη» του Θερβάντες πάνω στον οποίο βασίστηκε το
βιβλίο της Δεληγιώργη «Γυναίκες ή σκοτεινή ύλη».
Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει. Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ. και στη Σορβόννη και είναι καθηγήτρια στο Α.Π.Θ. Εκτός από μελέτες, δοκίμια και άρθρα, έχει εκδώσει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Το δοκίμιό της "Ά-νοστον ήμαρ" τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1998.
Το cantus firmus παρουσιάζει τον ζωγράφο-γλύπτη Βαγγέλη Ρήνα.
Ο ζωγράφος Βαγγέλης Ρήνας μεταφέρει στο έργο του μια πνευματικότητα που σε κάνει να επιζητείς την άνοδό
σου ως άτομο προς το ωραίο και το ιδεώδες, να επιθυμείς την ένωση με κάτι πέρα
από το απτό και το γήινο. Η θέαση των έργων του οδηγεί την ψυχή στη γαλήνη καιδημιουργεί
μία εσωτερική ευφορία.
Η νέα του δουλειά αρχικά δημιουργεί
μία αίσθηση ξαφνιάσματος που γρήγορα σε τραβάει μέσα της σε μια ανοικτή
συνομιλία. Ο ίδιος σκαλίζει με επιδεξιότητα το παρελθόν πάνω στα γλυπτά του από
ύλη ή πάνω στον καμβά επιστρέφοντας στο γνώριμο τοπίο των συμπαγών βράχων της
πατρίδας του, της Ικαρίας, ώστε να πάρει δύναμη από τον προσωπικό του μύθο και να
εκτοξευτεί στο φως. Στόχος του να δημιουργήσει τη δική του μυθολογία και γραφή
πάνω σε ένα τοπίο στο μέλλον. Να μεταφέρει, όπως ο Προμηθέας, το δώρο της φωτιάς
–ζωής,μήνυμα
ελπίδας, στον σύγχρονο άνθρωπο.
Ο Βαγγέλης Ρήνας έζησε το παραμύθι-πρόκληση στην Κίνα, το οποίο
δημιούργησε με τις δικές του δυνάμεις. Ήταν ο πρώτος Έλληνας που έκανε έκθεση
στην εθνική πινακοθήκη του Πεκίνου,
μετά από προτροπή του εικαστικού επιμελητήριου της Κίνας, το 2010, σε δυο
αίθουσες 2.000 χιλιάδων τετραγωνικών. Την έκθεση επισκέφτηκαν χιλιάδες κόσμου
και η Όπερα του Πεκίνου απόκτησε
το γλυπτό έργο του, μήκους δώδεκα μέτρων.
Έκανε δύο εκθέσεις στη Νέα Υόρκη και κατέκτησε δεύτερη φορά το
παραμύθι. Το στούντιό του ήταν μέσα σε κτήριο του 1860 όπου ζωγράφισε τα έργα
του για την έκθεση με τίτλο «Παλίμψηστα»,
που ανέβηκε το 2012.
Ο Ρήνας φοίτησε στη σχολή
Καλών Τεχνών, από το 1986 -1991, με δασκάλους τους: Εξαρχόπουλο, Τέτση,
Κοκκινίδη. Η νέα του έκθεση με τίτλο "ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ" εγκαινιάζεται την Πέμπτη 21 Απριλίου στις 20:00μ.μ., στην γκαλερί Ευριπίδης. Επιστρέφει νικηφόρος στην πατρίδα του δηλώνοντας παρών και καταθέτει την νέα εικαστική του πρόταση. Νότα Χρυσίνα
Πώς αισθάνεστε καθώς πλησιάζετε στα εγκαίνια της νέας σας έκθεσης με
τίτλο «Παρουσίες»;
Οι ημέρες που στήνεται
μία έκθεση, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ημέρες της έκθεσης, είναι ξεχωριστές, γιατί
ξεκινά ουσιαστικά ένας σιωπηλός διάλογος με το κοινό.
Αν και οι ζωγράφοι είναι μοναχικοί, ως
άνθρωποι, η ημέρα των εγκαινίων είναι η βραδιά τους, καθώς ολοκληρώνεται μια
πολύ κοπιαστική προσπάθεια και το στήσιμο της έκθεσης απαιτεί πολύ δουλειά.
Κάθε χώρος, όπου στήνεται μια έκθεση, έχει τη δική του προσωπικότητα. Αλλιώς
στήνεται μία έκθεση σε μία μονόχωρη αίθουσα και αλλιώς σε έναν χώρο όπως σε
αυτόν, την γκαλερί Ευριπίδη, όπου εκθέτω την νέα μου δουλειά, που είναι ένα
κλασικό κτήριο των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Τα έργα δημιουργήθηκαν χωρίς
να γνωρίζω που θα εκτεθούν.
Πόσα χρόνια δουλεύετε τη νέα σας δουλειά;
Δουλεύω από το 2012 έως
το 2014, επιστρέφοντας από την Νέα Υόρκη. Ήδη δουλεύω την επόμενη δουλειά.
Τι καινούριο έχει η νέα σας δουλειά;
Έχει μια αίσθηση έντονης
γλυπτικότητας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι προσχέδια για γλυπτά.
Ο Μιχαήλ Άγγελος έλεγε πως «η καλή ζωγραφική
μοιάζει με γλυπτική και η κακή γλυπτική μοιάζει με ζωγραφική». Βέβαια ο Μιχαήλ
Άγγελος ήταν πάνω από όλα γλύπτης.
Δεν υπάρχει αίσθηση του βάθους, της
προοπτικής. Στα έργα μου κυριαρχεί το σχέδιο, ο όγκος, πάνω στο πλακάτο μπλε,
που εικάζει τον ουρανό και την θάλασσα.
Ποιά εντύπωση θα θέλατε να αφήσετε στους επισκέπτες της νέας σας
έκθεσης;
«Πάρε τα μάτια μου και δες...». Αυτό θα
έλεγα.
Θα ήθελα οι άνθρωποι που
γνωρίζουν την δουλειά μου, εδώ και 25 χρόνια, να μπουν μέσα στον χώρο που εκθέτω
και να αναρωτηθούν εάν μπήκαν σε δική μου έκθεση. Για εμένα, ως δημιουργό, αυτό
έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Ειδικά αυτήν την εποχή έχουμε ανάγκη από
νέες προτάσεις. Η παρακμή έρχεται πάντα από την νοσηρότητα της επανάληψης και της μαλθακότητας.
Κοιτάζοντας το έργο σας βλέπω κάποια γνώριμα σύμβολα συμφωνείτε; Τι
είναι αυτό που μάς κάνει να ανασύρουμε από μέσα μας, από την μνήμη μας,
πράγματα και να τα αναγνωρίσουμε πάνω σε ένα έργο ως οικεία;
Το χαρακτηριστικό και
όμορφο στοιχείο σε αυτή τη δουλειά είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε άμεσα τα σύμβολα.
Κάτι άλλο μάς κάνει να νομίζουμε ότι τα βλέπουμε. Το κάθε έργο δεν έχει
ζωγραφιστεί με αυτή την πρόθεση. Ωστόσο,
ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να αναγνωρίσει οικεία πράγματα. Αυτό έχει εξαιρετικό
ενδιαφέρον.
Πήγατε την ελληνική ζωγραφική στην Κίνα. Πώς πήρατε την απόφαση να πάτε
στην Κίνα; Τι θέλατε να παρουσιάσετε σε μια χώρα με τόσο σπουδαίο πολιτισμό;
Αποφάσισα να πάω στην
Κίνα καθώς είχα βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου να πάω κάπου όπου θα τολμούσα
να πετύχω κάτι μόνος. Είπα μέσα μου «...άραγε πώς είναι να πας κάπου όπου δεν
σε ξέρει κανείς, δεν σε πολεμάει και κανείς...».
Επίσης, έβαλα ένα
στοίχημα, να πετύχω έναν συνδυασμό παραδοσιακής κινεζικής ζωγραφικής με τη δική
μου δουλειά.
Όταν το ανακοίνωσα αυτό σε
κινέζους ακούστηκε ακατανόητα τρελό.
Πώς κατορθώσατε να συνδυάσετε την δική σας ζωγραφική με την κινεζική
ζωγραφική;
Όπως θα δείτε και στη νέα
μου δουλειά υπάρχει η σινική μελάνη μαζί με λάδι και ακρυλικό. Είναι γραφή
ελεύθερη με σινική μελάνι, γι’ αυτό έχει και τη διαφάνεια και έχει και το
έντονο μαύρο. Έχει επίσης την παρουσία του πινέλου και της γραφής. Είναι
ουσιαστικά χειρονομιακή γραφή. Ζωγραφίστηκε θεατρικά και με πάθος. Έτσι αναδύθηκε
το τοπίο. Το τοπίο μου δεν είναι αναπαράσταση. Δεν έχω κανένα ενδιαφέρον για
την αναπαράσταση του τοπίου. Γι’ αυτό υπάρχει η φωτογραφία. Η ζωγραφική είναι
άλλο πράγμα.
Η δική σας γραφή με τη σινική μελάνη γράφτηκε πάνω σε κάποιο δικό σας
υλικό που κυριαρχεί στο έργο σας;
Το δικό μου υλικό είναι η
γη. Την αγκαλιάζω και παίρνω δύναμη. Τα έργα μου είναι σαν να έχουν γεωλογικές
διαστρωματώσεις. Τα ζωγραφίζω ξανά και ξανά. Είναι σαν παλίμψηστα. Με αυτόν το
τίτλο «Παλίμψηστα» παρουσίασα έκθεσή μου στην Νέα Υόρκη. Μαζί με τις λεπτές
στρωματώσεις του χρώματος, το μελάνη το κινέζικο και τη διαφάνεια βγαίνει αυτό
το αποτέλεσμα.
Από την άλλη μεγάλωσα
στην Ικαρία όπου υπάρχει τοπίο με βράχους που υπάρχουν εκεί χιλιάδες χρόνια.
Αυτό το τοπίο ήταν το καταφύγιό μου, οι μνήμες μου.
Οι φυσικοί λένε ότι η ύλη
δεν υπάρχει είναι ενέργεια, το Σύμπαν είναι ενέργεια και είναι ζωντανό, είναι
πνεύμα. Όλα αυτά είναι ο θεός και είμαστε μέσα στο μυαλό του θεού. Είμαστε στην
σκέψη του θεού και είμαστε ένα. Ο θεός σκέφτεται και μέσα στη σκέψη του
φτιάχνει εικόνες από το τίποτα φτιάχνει κόσμους.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στο έργο σας;
Η μεγαλύτερη δυσκολία
στην Τέχνη είναι να καταθέσεις την αλήθεια σου, να συναντήσεις τον εαυτό σου.
Στην νέα μου δουλειά καταθέτω την τωρινή ώριμη αλήθεια μου.
Σήμερα υπάρχουν πολλές
σειρήνες που σε καλούν αλλά εάν τις ακούσεις θα χάσεις τον δρόμο σου, δεν θα
είσαι δημιουργός αλλά αντιγραφέας
τεχνίτης.
Όταν εκφράσεις την
αλήθεια σου έρχεται η γαλήνη.
Τα τοπία σας δεν τοποθετούνται στον χρόνο είναι άχρονα. Σχετίζονται με
μνήμες;
Τα τοπία μου δεν ανήκουν
στον χρόνο δηλαδή δεν αναπαριστούν κάποιο
συμβάν άρα είναι άχρονα και επομένως δεν
ανήκουν ούτε σε τόπο. Αυτό το στοιχείο ίσως κάνει το έργο γοητευτικό. Η μνήμη
στο έργο είναι συλλογική, μνήμη συμπαντική.
Μέσα στο έργο σας έχετε κάποια σήματα- σφραγίδες και γραμμές που
παραπέμπουν σε φυλακή. Τι στερεί την ελευθερία στον άνθρωπο;
Οι σφραγίδες παραπέμπουν
στην εξουσία. Τα πάντα είναι αρχειοθετημένα, αυτό στερεί την ελευθερία. Η
σφραγίδα πάνω στο τοπίο δείχνει ότι ο,τιδήποτε υπάρχει γύρω μας, ακόμη και το
τοπίο, είναι σταμπαρισμένο, καταγεγραμμένο,
βεβηλωμένο.
Ακόμη και τα πρόσωπά μας,
τα πετρώσαμε, σε λίγο θα γίνουμε πρόσωπα φυλακή.
Το έργο σας που παριστάνει την αρπαγή της Ευρώπης ερμηνεύει διαφορετικά
τον μύθο. Μιλήστε μας για το συγκεκριμένο έργο.
«Οργώνει ο άνεμος
σπέρνουν τα κύματα
θερίζει
η φλόγα
και
τότε ο βράχος
γεννιέται
Γυναίκα»
Αυτό είναι ένα θηλυκό
έργο. Η Ευρώπη τρώει τον ταύρο, βγαίνει από μέσα του. Υπάρχει το θηλυκό στοιχείο.
Η μήτρα γεννά ζωή, αλλά κατασπαράζει, κιόλας ακόμη και τον ίδιο τον Δία -Ταύρο.
Υπάρχει το θεϊκό στοιχείο. Υπάρχουν επίσης στοιχεία ομηρικά αλλά και
προϊστορικά.
Την ερμηνεία μάς την
δίνει ο ίδιος ο μύθος της αρπαγής της Ευρώπης. Είναι ένα ξεκίνημα, μια αρχή,
μια Άνοιξη, μια δημιουργία πριν δημιουργηθεί ο άνθρωπος, πριν την Ιστορία. Τα
στοιχεία και τα σύμβολα αποτελούν ίσως προτυπώσεις του ανθρώπου. Μία μυθολογία
πριν την μυθολογία.
Οι
καλλιτέχνες είναι περισσότερο ευαίσθητοι δέκτες όσων πρόκειται να συμβούν.
Είναι η ζωγραφική προφητική;
Οι ζωγράφοι είναι όργανα
ευαίσθητα που δυστυχώς γίνονται προφητικοί. Το έργο μου είναι σκληρό για να
προειδοποιήσει ότι το φως πρέπει να νικήσει. Οι σημερινές δυσκολίες θα
ξεπεραστούν, η ζωή θα τραβήξει τον δικό της δρόμο διότι είμαστε παιδιά του
φωτός. Το αττικό φως μεταφέρει την αρμονία και την ισορροπία στο DNA μας. Ο
άνθρωπος γεννιέται καλός προορισμένος για το καλό και πηγαίνει προς το φως.
Ωστόσο, μας επηρεάζει το κακό. Στη ζωή υπάρχει το ζύγισμα του καλού και του
κακού, το φως και το μαύρο. Το κακό είναι ο εγωισμός.
Επηρεάζεται ένας καλλιτέχνης από το περιβάλλον;
Επηρεάζεται από τα
σκουπίδια που υπάρχουν παντού. Τρώμε σκουπίδια, βλέπουμε σκουπίδια, διαβάζουμε
σκουπίδια. Νιώθουμε ότι παίρνουμε ανάσα όταν διαβάζουμε ένα καλό βιβλίο. Λες: «είμαι
άνθρωπος, δεν είμαι καταναλωτής σκουπιδιών». Η λογοτεχνία είναι το μόνο πράγμα
που σε ελευθερώνει.
Η Ελλάδα χρειάζεται το
χαμόγελο των νέων παιδιών που βλέπεις σε άλλες χώρες.
Υπάρχει σήμερα μια απαξίωση της ζωγραφικής;
Σαφώς υπάρχουν κάποιοι
σήμερα που λένε ότι τέχνη δεν είναι να
βάζεις χρώματα, τέχνη είναι μόνο η ιδέα, όλα όμως ξεπερνιούνται. Αλλά υπάρχουν
και νέα παιδιά που αγαπούν και στηρίζουν τη ζωγραφική.
Έχει η Ελλάδα προτάσεις ώστε να συνομιλήσει με την Τέχνη που
παράγεται στο εξωτερικό;
Η Ελλάδα ήταν και είναι
απομονωμένη. Είναι επαρχία μιας αυτοκρατορίας που λέγεται Δύση. Είναι αυτό που
με τόση αναίδεια μάς έριξε στο πρόσωπο,
ο Φάμπρ, και μάς πόνεσε
όλους. Ωστόσο, οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα
έχουν μια μοναδική τύχη. Ένα ατελείωτο
βάθος παράδοσης, ιστορίας, και συγχρόνως ένα πουλημένο διαβρωμένο εχθρικό στον
πολιτισμό παρόν, με μια πολιτική καφρίλα, που τα προηγούμενα χρόνια, και φυσικά
και τώρα, μόνο τους άριστους δεν
βοηθούσε.
Ό,τι καταφέρνουν, λοιπόν, οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι άξιο θαυμασμού, γιατί είναι αποτέλεσμα
προσωπικής προσπάθειας.
Η μόνη τους παρέα είναι η
ζήλια και το σαμποτάζ…
Τι είναι Τέχνη;
Ο ορισμός δεν μπορεί να
υπάρξει καθώς μπορεί να μάς οδηγήσει σε μια αοριστολογία. Ίσως είναι αυτό που
κάνει τον άνθρωπο να ανεβαίνει. Πηγαίνοντας όμως πίσω στον χρόνο με τη δύναμη
της φαντασίας και του μυαλού μας, ίσως να βρούμε μία απάντηση. Η ανάγκη της
δημιουργίας είναι τέχνη. Το ωραίο είναι τέχνη. Το ίδιο το Σύμπαν που αλλάζει ακόμα
και με τις μαύρες τρύπες μπορεί να φτιάχνει κάτι ωραίο, μπορεί να τείνει σε μια
τελειοποίηση, να δημιουργεί Τέχνη.
Για εμένα ό,τι μάς κάνει καλύτερους
είναι τέχνη.
Ποια η σχέση σας με την παράδοση;
Μού αρέσει η παράδοση. Η
ορθοδοξία είναι η μεγάλη προίκα και η παρηγοριά μας. Η παράδοση από τα
αποστολικά χρόνια και η συνέχεια μού γλυκαίνει την ψυχή. Υπάρχουν εκκλησάκια
στην Πλάκα που είναι σαν να βρίσκεσαι 300 χρόνια πίσω και να βιώνεις ό,τι και
τότε. Ο θησαυρός μας.
Ποιους ζωγράφους αγαπάτε περισσότερο;
Αγαπώ πάρα πολύ τους
Φλαμανδούς, τον Ρέμπραντ, τον Γκόγια. Οι περισσότεροι ζωγράφοι εξηγούνται ως
προς τον τρόπο που ζωγραφίζουν, παράδειγμα ο ο Βελάσκεθ και οι άλλοι ενώ ο Ελ Γκρέκο, δεν εξηγείται,
είναι φωτιά. Η ορθόδοξη παράδοση που μεταφέρει ( ο Γκρέκο )στο τότε κέντρο της
τέχνης, την Ισπανία, ίσως εξηγεί το έργο του.
Νομίζω ότι ο Γκρέκο ζωγράφισε την άσβεστη φλόγα της αληθινής πίστης μας …και
νομίζω ότι ενώ είναι τόσο μοναδικός!!!! Δεν
προβάλλει το εγώ, είναι χωρίς εγώ. Όλη
η μεγάλη Τέχνη είναι τέχνη χωρίς το εγώ.
Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα
πολλοί ταλαντούχοι ζωγράφοι.
Έχετε δημιουργήσει όσα θέλατε;
Αισθάνομαι πως τώρα
ξεκινάω. Στη νέα μου δουλειά φαίνεται το πείσμα να δημιουργήσω κάτι νέο. Στον
σημερινό κόσμο, που ο άνθρωπος προσλαμβάνει χιλιάδες εικόνες, είναι δύσκολο να
ξεχωρίσεις. Ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσεις είναι να κάνεις την αλήθεια σου Τέχνη.
Εάν είσαι αληθινός τιμάς την μοναδικότητά σου, τιμάς το ιερό που σού έχει
δοθεί. Σέβεσαι το ιερό αυτό, την μοναδικότητα του προσώπου.
Αυτόν τον σεβασμό στο πρόσωπο θέλουν να
προσβάλουν με τη μαζοποίηση, τον εξευτελισμό, την μεταμόρφωση σε αριθμό.
«Και έτσι να
διαπράξουν ύβρη στο Θεό, γιατί κάθε πρόσωπο
είναι η εικόνα του θεού».
Γράμμα
στην κόρη μου.
Για την
Αναστασία
Αντί - πορτρέτου
«Οργώνει
ο άνεμος
σπέρνουν τα κύματα
θερίζει
η φλόγα
και
τότε ο βράχος
γεννιέται
Γυναίκα»
Δώσε μου το χέρι σου. Έλα
να σου δείξω. Κοίταξε με τα μάτια μου, μη φοβάσαι. Αυτός είμαι εγώ. Άγγιξέ τα,
ό,τι δεν μπορώ να σου πω με λόγια, κραυγάζει εδώ.
Δες πώς απλώνεται το
γαλάζιο. Το κίτρινο βάφει τον ουρανό, το
μαύρο της Σινικής περιγράφει, τονίζει,
ξύνει, σκάβει περισσότερο ή
χαϊδεύει την πέτρα, τη σμιλευμένη από το σκουριασμένο κόκκινο και τον
αέρα που δεν ζωγραφίζετε, αλλά γεννιέται έτσι μαγικά, μέσα από όλες τις
κινήσεις του χεριού, του μυαλού, της καρδιάς.
Άλλοτε γίνεται απλά και άμεσα,
άλλοτε πάλι μέσα από αλλεπάλληλες στρώσεις, ξανά και ξανά, σαν την διαδικασία
της ατέρμονης επικάλυψης που κάνει η φύση.
Οι εικόνες που αναδύονται
τελικά είναι τοπία «Προμηθεϊκά »και έχουν μια καθαρότητα ακραία,
αμόλυντα "άχραντα", αλλά κάποιες
φορές αφήνουν την απορία για τον αγιασμό, μπορεί να είναι και τοξικά, φωτογραφίζουν το πριν και το μετά
τού χρόνου.
Τα τοπία είναι «Παρουσίες».
Θέλω να είμαι δίπλα τους, έχω ανάγκη να είμαι δίπλα τους. Όπως όταν ήμουν
παιδί, και ήθελα να αγκαλιάσω τη δύναμη και την αιωνιότητα. Ξάπλωνα πάνω τους
για να γεμίσω γαλήνη. Χάιδευα τις κουφάλες, τις σμιλευμένες από τον αέρα και τη
φωτιά τού ήλιου.Αφουγκραζόμουν τις ιστορίες τους για το μικρό πουλί, που με το
ράμφος του σμίλεψε το βουνό.
Έτσι και τώρα, πιο μικρός
από ποτέ, θέλω να ξαναγγίξω τα βράχια, δύναμη να αντλήσω και μέσα από τα
μάτια μου το φως της ελπίδας να σού χαρίσω.
Ξέρω ότι θα ’θελες να
είχες και εσύ πλάι σου έναν βράχο. Εγώ όμως δεν είμαι βράχος, αφού δεν είμαι
γυναίκα. Εσύ όμως να ξέρεις ότι ο βράχος είναι μήτρα.
Μόνο αυτή μπορεί να στέκει αιώνια, να ερωτοτροπεί με τα πουλιά, τον ήλιο, τη φωτιά, να γεννάζωή.
Νέα ζωή, ξανά και ξανά,να θρέφει την αιωνιότητα.
Βαγγέλης
Ρήνας.
Ναυτικά χρονικά. Βιογραφικό
Γεννήθηκε στη Σάμο , το 1966.
Σπούδασε στην Αθήνα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη.
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ
2012 Βαγγέλης Ρήνας :Παλίμψηστα του Χρόνου, Tenri Cultural Institute , Νέα
2010 Ατέρμων Πλεύση ΙΙΙ , Εθνική Πινακοθήκη της Κίνας ( NAMOC ) , Πεκίνο
Ατέρμων Πλεύση ΙΙΙ , Σχολή Καλών Τεχνών , Πανεπιστήμιο της Σαγκάης , 99 Creative Center, Σαγκάη
2007 Ατέρμων Πλεύση ΙΙ , Γκαλερί Σκουφά, Αθήνα
Ημερολόγιο Εθνικού Τυπογραφείου, Γκαλερί Αγκάθι , Αθήνα
2005 Παιδικά Πορτραίτα, Γκαλερί Αγκάθι , Αθήνα
2002 Ατέρμων Πλεύση ΙΙ , Αθηναΐς Gallery , Αθήνα
Συνομιλία μεταξύ Ζωγραφικής και Φωτογραφίας , Γκαλερί Αδάμ, Αθήνα
2001 Νερό και Αέρας II , Γκαλερί Αδάμ, Αθήνα
LIU Dawei
Πρόεδρος Ένωσης Κινέζων Kαλλιτεχνών
Στο όμορφο Αιγαίο, υπάρχει ένα μαγικό νησί κοντά στη Μικρά Ασία, η Σάμος. Από το 3000 π. Χ. ενέπνευσε πολλούς υψηλούς πολιτισμούς και καλλιέργησε τη ναυτοσύνη. Μέχρι σήμερα διατηρούνται ακόμα πολλά αρχαία ελληνικά, καθώς και ρωμαϊκά μνημεία: χαρακτηριστικό το Ευπαλίνειο Όρυγμα, το Ηραίον και άλλα. Ο εξαιρετικός έλληνας ζωγράφος της σύγχρονης τέχνης, ο Βαγγέλης Ρήνας, εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε και εκεί δημιουργεί.
Ο Ρήνας, γιος του Αιγαίου, έχει μάτια τόσο καθαρά σαν τα νερά του πελάγους, καρδιά γεμάτη αγάπη βαθιά και πολύχρωμη: για τον ουρανό, για τη γη, για τη θάλασσα, για τα άσπρα σύννεφα, για τη ζωή, για τα καράβια……καθώς και για τη μακρινή και απέραντη Ανατολή. Η αγάπη αυτή είναι τολμηρή και μεγάλη, ξεπερνάει χρόνο και τόπο, είναι αγνή και πολύτιμη, σαν άγγελος κατελθών στη γη. Έτσι, υπερβαίνει τους κανόνες της τέχνης εισερχόμενος σε ένα περιβάλλον απελευθερωμένο από το Εγώ, δημιουργώντας έργα που πετυχαίνουν να:καταστήσουν τις ρεαλιστικές μορφές μέσο δημιουργίας των διαστάσεων του οράματος. Στα έργα του, αγαπημένο θέμα είναι τα συγκεκριμένα, εξαιρετικά λεπτοδουλεμένα καράβια, τα οποία είτε τοποθετούνται στο συμπαντικό κενό, είτε σιωπηλά παραστέκονται σε ονειρικές «θεότητες». Εκείνα τα καράβια, καθόλου δεν φαίνονται παγωμένα και σκληρά όπως στην εμπειρία των αισθήσεών μας, αντιθέτως μοιάζουν να απέκτησαν δική τους ψυχή και σωματική υπόσταση.
Άλλο μαγικό στοιχείο του Ρήνα είναι: είτε το χαρακτηριστικό του «νερού» και του «μελανιού» που άφησε αυθόρμητα στα έργα με νερομπογιά, είτε οι πινελιές και μορφές, ψεύτικες και αληθινές αλληλοσυμπληρούμενες στα λάδια, που κρυφά μεταφέρουν μηνύματα συνταιριάσματος με τη Ανατολική αισθητική. Σφράγισε ακούσια το δικό του σύμβολο παντρέματος της Δυτικής με την Ανατολική τέχνη. Εκείνα τα θεϊκά ερείπια που εμφανίζονται δυσδιάκριτα, εκείνες οι γυναικείες φιγούρες, ζωντανές και όμορφες, θεϊκές και ανθρώπινες, από το λαμπερό σαν δάδα πινέλο του Ρήνα, ανάβουν φωτοβολίδες που διαπερνούν τους αιώνες.
ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΑΜΠΟΥΚΙ
ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ
Στο βιβλίο «ΕΝΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
ΓΕΜΑΤΟ ΛΕΚΕΔΕΣ» οΑντόνιο
Ταμπούκι μίλησε για τα βιβλία του αλλά προτίμησα να σας γράψω για τον ίδιο τον συγγραφέα
και τις απόψεις του για τη Λογοτεχνία γενικότερα όπως εκφράζονται μέσα από τη
συζήτηση.
Ο Ταμπούκι, μέσα από τις
σελίδες του βιβλίου, ταξιδεύει στον χώρο
και στον χρόνο με συνεπιβάτη τον μεταφραστή εφτά έργων του τον Ανταίο
Χρυσοστομίδη. Οι δυο τους επισκέφτηκαν χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η
Ιταλία, η Ελλάδα αλλά και μίλησαν για χώρες που διέσχισαν με τον νου όπως η
Αργεντινή που παρέμεινε μία χώρα όνειρο προορισμού.
Διαβάζω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, εκδόσεις
ΑΓΡΑ, ότι ο Ταμπούκι ξεκινά μια μακριά εξομολόγηση για τον εαυτό του και τα
βιβλία που έχει γράψει.
Το ταξίδι στον χρόνο τον
πάει πίσω στην παιδική του ηλικία όπου μικρός κοιτούσε τα άστρα γιατί ήθελε να
γίνει αστρονόμος. Την ημέρα που γεννήθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1943, τα παράθυρα
του νοσοκομείου της Πίζας έγιναν θρύψαλα από τις βόμβες καθώς η πόλη
βομβαρδιζόταν από τους Συμμάχους. Μεγάλωσε με τις ιστορίες των παππούδων του και
άκουγε τα γεγονότα του πολέμου όπως τους θρύλους.
Το πρώτο του βιβλίο το
«Πλατεία Ιταλίας» είναι ένα βιβλίο «μακριάς μνήμης που αντιτίθεται στην βραχεία
μνήμη των Μ.Μ.Ε.» όπως παρατηρεί ο Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Το πρώτο μάθημα
λογοτεχνίας, για τις διαφορετικές οπτικές γωνίες, το πήρε από την γιαγιά του
όταν ο μικρός Αντόνιο διάβασε το Ευαγγέλιο που είχε δωρίσει σε κάθε παιδί του
Βεκιάνο, χωριό της Πίζας, ο παππάς της ενορίας. Ο μικρός είπε στην γιαγιά του: «
Γιαγιά, είναι η ίδια ιστορία, κι όμως τη διηγούνται τέσσερις. Γιατί;» Εκείνη
του απάντησε με μια αγροτική παροιμία: «Το κάθε κεφάλι, ένα διαφορετικό μυαλό».
Η ταινία του Φελλίνι
«Ντόλτσε Βίτα» τού άλλαξε τη ζωή. Όταν την είδε, στην Φλωρεντία, «ο κόσμος του
κατέρρευσε» όπως είπε χαρακτηριστικά στον Ανταίο Χρυσοστομίδη. Τότε ήταν που
αποφάσισε να μην γραφτεί στο πανεπιστήμιο και να φύγει για την Γαλλία. Σε αυτήν
την ταινία είχε δει την πραγματική πουριτανή Ιταλία της εποχής του και θέλησε
να ελευθερωθεί. Ωστόσο, πήρε μαζί του την αγάπη του για τους Ιταλούς συγγραφείς
Ίταλο Σβέβο, Γκάντα, Σάσα και Καλβίνο.
Μαθητής του φιλόσοφου Γιανκελεβίτς
συνάντησε τυχαία την ποίηση του Πεσσόα μέσα από ένα βιβλιαράκι στα γαλλικά με
τίτλο «Bureaudetabac». Η «γνωριμία» με τον Πεσσόα τον οδήγησε
στην επόμενη καθοριστική απόφαση να σπουδάσει πορτογαλική φιλολογία. Μετά η ζωή
του άλλαξε καθώς γνώρισε την Πορτογαλία, μια πολυπολιτισμική χώρα, έζησε εκεί
αλλά και παντρεύτηκε, την Μαρία Ζοζέ, μια πορτογαλίδα.
Έγινε καθηγητής στο
πανεπιστήμιο και δίδαξε πορτογαλική μυστικιστική ποίηση του 16ου αιώνα. Πολιτικά
ανήκε στην αριστερά αλλά δεν του άρεσε να είναι «διδακτικός». Κατέγραψε τα
γεγονότα της εποχής του. Η πολιτική στα διηγήματά του μπήκε ως μία ανθρώπινη
διάσταση, ως ένα μέτρο της πραγματικότητας.
Πίστευε
πως το να είσαι συγγραφέας δεν αποτελεί επάγγελμα. Η Λογοτεχνία είπε στην
εξομολόγησή του στον Ανταίο Χρυσοστομίδη «χρειάζεται δύο πράγματα. Το ένα είναι
η έμπνευση, που αποτελεί δώρο θεών, το άλλο είναι να δουλεύεις ταπεινά σαν τον
τεχνίτη, σα να κάνεις μία χειρωνακτική εργασία, όπως τόσες άλλες.
Ο Ταμπούκι έγραφε για να μιλήσει για μια άλλη πραγματικότητα. Πίστευε
πως η φαντασία είναι και αυτή μία μορφή πραγματικότητας. «Η ζωή ενός συγγραφέα
δεν μετριέται με την εξωτερική αλλά με την εσωτερική του ζωή. Μετριέται με την
ικανότητα να φαντάζεται, να δημιουργεί άλλες ζωές» είπε στον Ανταίο Χρυσοστομίδη.
Στην ερώτηση «ποια είναι η καλή λογοτεχνία» ο Αντόνιο Ταμπούκι απάντησε
«ό,τι είναι αυθεντικό». «Η τέχνη είναι ένα παιχνίδι» πρόσθεσε. Ο Ταμπούκι δεν
πίστευε στις θεωρητικές σχολές της λογοτεχνίας ούτε και στα λογοτεχνικά είδη. «Τα
λογοτεχνικά είδη τα εφηύραν οι κριτικοί και όχι οι συγγραφείς. Τα λογοτεχνικά
είδη δεν ταυτίζονται με τη λογοτεχνία είναι κατηγορίες που μπήκαν εκ των
υστέρων» σημείωσε.
Ο Πεσσόα επηρέασε τον
Ταμπούκι ωστόσο στο έργο του είπε πως «διασχίζει απλά την σκηνή, υπάρχει ως
ατμόσφαιρα». «Ο Πεσσόα και ο Μπέκετ είναι όριο». Ο συγγραφέας εξήγησε πως «Ο
ήρωας στον Πεσσόα μπαίνει στο παιχνίδι σαν υπαρκτό πρόσωπο, με τους ίδιους
όρους. Εάν δεν γνωρίζεις ότι δεν είναι φυσικό πρόσωπο βλέπεις μια διαλεκτική
σχέση με τον δημιουργό του, διότι πολλές φορές δημιουργός και δημιούργημα δεν
συμφωνούν μεταξύ τους. Ο ριζοσπαστισμός της ποιητικής του Πεσσόα φτάνει στα
άκρα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Μπέκετ. Εάν πας παραπέρα κάνεις μπεκετισμό».
Τα πολλά πρόσωπα του
Πεσσόα τον βοήθησαν να απαντήσει σε ένα καίριο δίλημμα: ή ζεις ή γράφεις. Με τα
χρόνια συνειδητοποίησε πως ήταν ένα ψεύτικο δίλημμα. «Όταν γράφεις λογοτεχνία
εφευρίσκεις διαρκώς τη ζωή, εφευρίσκεις χιλιάδες πρόσωπα, εφευρίσκεις την
Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ, εφευρίσκεις έναν άλλο κόσμο, αλλά η ζωή είναι
μονίμως απούσα, κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα» εξομολογείται στον Ανταίο
Χρυσοστομίδη. Αυτά τα λόγια τώρα που και οι δυο τους απουσιάζουν αποκτούν έναν
τόνο συγκίνησης αλλά και ηχούν σαν ένα δελφικό ρητό που «μιλάει» την αλήθεια
αλλά δεν έχει μία ερμηνεία.
Ο Αντόνιο Ταμπούκι και ο
Ανταίος Χρυσοστομίδης μέσα από την συζήτησή τους μας έβαλαν να κρυφοκοιτάξουμε
στο εργαστήρι του συγγραφέα και του μεταφραστή του. Μία σχέση που σφυρηλατήθηκε
μέσα από την δική τους πραγματικότητα, την πραγματικότητα του κόσμου της
λογοτεχνίας και που τους μέθυσε όπως το καλό κρασί που αγαπούσαν και οι δυο.
Το εξαίρετο αυτό βιβλίο μοιάζει
με συνέντευξη ή ακόμη και με επιστολικό μυθιστόρημα, στο οποίο παρέλασαν πολλοί
συγγραφείς και χώρες με τη μορφή αναφορών και αναμνήσεων. Ο ίδιος ο Ταμπούκι θα
αντιδρούσε εάν διάβαζε το άρθρο αυτό και πιθανόν να έλεγε ότι τον κατηγοριοποιώ
και δεν θα είχε άδικο. Ωστόσο, η
συζήτηση αυτή μου θύμισε τις ρομαντικές επιστολές του Γκαίτε στον φίλο του ή
ακόμη τις συμβουλές του Ρίλκε σε έναν νέο ποιητή.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο
θέλω να σταθώ στο καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου «ΕΝΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΓΕΜΑΤΟ
ΛΕΚΕΔΕΣ» που είναι της Χρύσας Ρωμανού, της οποίας ο Ανταίος Χρυσοστομίδης
έγραψε την βιογραφία.
Θέλω επίσης να εκφράσω
τον θαυμασμό και την εκτίμησή μου για τις εκδόσεις ΑΓΡΑ που έχουν επιλέξει να
παρουσιάζουν μικρά σε μέγεθος καλαίσθητα βιβλία και να πω πως ήταν μια πολύ
ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι τα
φύλλα του βιβλίου ενώ ήταν άκοπα μπορούσα να τα κόψω με το δάχτυλό μου, χωρίς
χαρτοκόπτη, και να απολαμβάνω το χρατς μέσα στον ηλεκτρικό που διάβασα το
βιβλίο και πως ένιωθα σαν να μοιράζομαι ένα μυστικό ήχο, κάθε φορά που άλλαζα
σελίδα, με τους συνεπιβάτες μου. Το βιβλίο διεκδικούσε την παρουσία του με τον
ήχο και το βλέμμα μου κι εγώ κρατούσα μέσα εκεί στα χέρια μου δυο φίλους που με
έβαζαν μέσα σε μια άλλη πραγματικότητα και μάλιστα μου είχαν δώσει και τον
χάρτη ώστε να μην χαθώ…