"Η δολοφονία του επιχειρηματία
Νοσφεράτου και του αποκαλούμενου "Μεγάλου στόχου" αλλά και η γνωριμία του με
τον καθηγητή Ρωμαίο, αναστατώνει τη ζωή του Στέφανου, ενός κατά τα άλλα
συνηθισμένου φοιτητή στην Αθήνα. Παράλληλα δίνει νέο νόημα στη θεώρησή του για
την αναγκαιότητα του ένοπλου αντάρτικου των πόλεων. Την ίδια ώρα η ανασκόπηση
της ζωής του μικρού "συγγραφέα", τα προσωπικά του βιώματα και οι
οικογενειακές μνήμες μπλέκονται έντεχνα με ανατριχιαστική δράση, έρωτα και
έντονο λυρισμό. Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα;"Τρία διαφορετικά
πλοκάμια μιας πλεξούδας, σ’ ένα ενιαίο και θανάσιμο αγκάλιασμα που περνούν στη
σφαίρα του ονείρου μετά τη…"διακοπή ρεύματος" .
Αυτός είναι με λίγα λόγια ο καμβάς της ιστορίας –όπως
περιγράφεται στο οπισθόφυλλο-που αφηγείται στο παρθενικό του μυθιστόρημα ο
καθηγητής φιλολογίας και αρχαιολογίας Μανόλης Ζαχαριάδης. Το βιβλίο φέρει τον
πρωτότυπο τίτλο "Διακοπή ρεύματος" και κυκλοφορεί από τις " κδόσεις
Δοκιμάκης".
Στο σώμα του κειμένου προέχει το βιωματικό υλικό ,
επίπονα φιλτραρισμένο σε μια γραφή που έχει ανακαλύψει την δική της γραμμή
πλεύσης. Ο Ζαχαριάδης ευθύς εξ’ αρχής αποδεικνύεται ικανότατος στο να αναπλάθει
ατμόσφαιρα, να συνθέτει καταστάσεις που κινούνται ανάμεσα στο ρεαλισμό και το
σχεδόν υπερβατικό, ενώ αναδυκνείεται σε μύστη της γλώσσας, κάνοντας την
πειθήνιο όργανό του, ταξιδεύοντας παράλληλα τον αναγνώστη σε περιοχές της
μνήμης και του νου, φωτισμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν την μαγεία του
πρωτόγνωρου.
Η "Διακοπή ρεύματος" αποτελεί ένα πείραμα πάνω στον
ίδιο τον εαυτό του δημιουργού, που ενδύεται χαρακτηριστικά πρόσωπα του μύθου.
Παραδείγματος χάριν, η λατρεία και η βαθιά γνώση του
συγγραφέα για την λογοτεχνία, την φιλοσοφία και τη ζωγραφική, αναδυκνείεται δομημένη
αριστουργηματικά μέσα από τον λόγο του Πανεπιστημιακού καθηγητή Ρωμαίου, εκείνου
’’με την μπαγιάτικη φρεσκάδα του καλοζωισμένου μεσόκοπου πενηντάρη’’ στην αιφνιδιαστική
επίσκεψη που επιχειρεί στο’’ κουλτουριάρικο’’ σπίτι του φοιτητή του, όπως
επίσης και ο εσώτερος αντικατοπτρισμός του εαυτού τού λογοτέχνη διακρίνεται
έντονα στον αγχωμένο Στέφανο – alterego του Ζαχαριάδη- στο κομμάτι με την κόπια της
Κινηματογραφικής Λέσχης.
Σ’ αυτό το σημείο ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει την
αγωνία και το ξύπνημα του πόθου μέσα από τον εφηβικό έρωτα του ήρωα για την
δυναμική κι όμορφη συμφοιτήτριά του Κλαίρη, ‘’την ανεπανάληπτη υπερένταση του
έρωτα ’’εν τω γενάσθαι’’ , σκηνές του οποίου παρουσιάζονται με τρυφερότητα,
πάθος, παλμό και μοναδική ευαισθησία. Παράλληλα’’
το κακό’’, η δαιμονιώδης συμπεριφορά του κρανοφόρου δολοφόνου-μυστήριο του
μεγαλοεκδότη Νοσφεράτου και του οδηγού του-σαφής αναφορά στον δολοφονημένο
Ανδρ. Μομφεράτο της εφημ. ‘’Απογευματινής’’ από τους τρομοκράτες της’’17ης
Νοέμβρη’’-σηματοδοτεί την εντυπωσιακή έναρξη του μυθιστορήματος , καθορίζοντας
την πορεία των γεγονότων που ακολουθούν.
Συνήθως η τεχνική του εγκιβωτισμού, της ένθεσης δηλαδή
μέσα στο σώμα της κεντρικής αφήγησης μιας μικρότερης αφήγησης , τις
περισσότερες φορές από διαφορετικό αφηγητή, χρησιμοποιείται ήδη από τον Όμηρο. Ο
εγκιβωτισμός χρησιμοποιείται για να συμπληρώσει κενά της ιστορίας, να φέρει στο
προσκήνιο στιγμές μιας άλλης εμπειρίας, δημιουργώντας αναλογίες με τα γεγονότα
του βασικού κορμού, λειτουργώντας ουσιαστικά σαν παρένθεση μέσα σ’ αυτόν. Μέσα
στο εν λόγω μυθιστόρημα παρουσιάζονται δυο παρένθετες ιστορίες , που
μπορούν να λειτουργήσουν και σαν
αυτόνομα διηγήματα. Η διακοπή ρεύματος και η Ποδηλάτισσα. Και τα δυο ανάγονται
στην κατηγορία της ονειρικής πρόζας, ενώ το υλικό τους είναι παρμένο από σταθερά σημεία αναφοράς,
όπως οι αναμνήσεις, η επιθυμία, το όνειρο και η απώλεια.
Στην πρώτη
ιστορία , που από αυτήν απορρέει ουσιαστικά ο τίτλος του βιβλίου, καθώς και το
στιγμιότυπο στην δεύτερη διακοπή ρεύματος μέσα στο βιβλιοπωλείο, όπου ακολουθεί
πανζουρλισμός, είναι φανερή η επιρροή από το περίφημο μυθιστόρημα φανταστικού
ρεαλισμού του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ ’’Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα’’.
Στο τρίπτυχο αυτό μυθιστόρημα , η αφήγηση κυλάει
αβίαστα , η πλοκή αυξομειώνεται και εναλλάσσεται με τρυφερούς διαλόγους,
νοσταλγικά φλας μπακ και δραματικά
κρεσέντο, δείγμα συγγραφικής άνεσης αλλά
και πειστικής μεταφοράς στο χαρτί έντονων παιδικών κι εφηβικών βιωμάτων, χωρίς
να κατονομάζεται ο χώρος ή ο χρόνος, που απλά προκύπτει από τα τεκταινόμενα .
Στο μύθο του Κοντορεβυθούλη π.χ. , εντυπωσιάζει η
περιγραφή της ταύτισης του μικρού αγοριού με τον ήρωα του παραμυθιού . Από τα
μεγάλα συν του βιβλίου ο παππούς αρχέτυπο, ‘’ πιο ευφάνταστος κι απ’ τον βαρόνο
Μινχάουζεν, νικητής από την Αλβανία και φανατικός πότης- πραγματικά απολαυστική
η περιγραφή της ‘’Ζούγκλας’’ και της ‘’Ασωμάτου κεφαλής’’ και τα δυο αποτελούν
παιγνιώδη εφευρήματα του-, ο παππούς , που από την ανεξάντλητη φαρέτρα των
παραμυθιών-βιωμάτων του, μαγεύει τον συγγραφέα και τις μεγαλύτερες αδελφές του,
ξεδιπλώνοντας ‘’την αισθητική διαπαιδαγώγηση των παιδιών’’, μια πολύχρωμη βεντάλια μεγάλων αξιών της
ζωής, όπως’’ η τέχνη, η ομορφιά, η ομορφιά της φύσης, ο έρωτας,…το αμπέλι,…το
κρασί…’’Αξίες που πραγματικά αξίζει να μεταγγιστούν στα πολύχυμα νιάτα.
Σελίδα με τη
σελίδα ξετυλίγονται απολαυστικά τα ανέμελα παιδικά χρόνια του μικρού ’’συγγραφέα’’,
πασπαλισμένα με την άχνη ζάχαρη της μνήμης και τη σκόνη του χρόνου,
διεκδικώντας την συμμετοχή του συνεπαρμένου αναγνώστη σε άγαρμπα παιχνίδια ποδοσφαίρου , αυτοσχέδιες κατασκευές
αεροπλάνων από καλάμια, ή’’ βάρκες από ρετάλια σανίδας’’.
Η "διακοπή ρεύματος" είναι ένα πολύπλευρο, λαμπρό
κείμενο, αισθητικά και δομικά ευφυές σε σύλληψη, που δεν αρκείται σε μια ρεαλιστικού τύπου
αφήγηση με ερωτικά ή παρωδιακά στοιχεία, αλλά επιχειρεί να καταγράψει πολύτιμες και
καταλυτικές εμπειρίες και αναμνήσεις τριών γενεών, του συγγραφέα, του πατέρα
του και του παππού του ,τριγυρνώντας στις εύοσμες κοιλάδες των ονείρων, ανασύροντας
και επανασυνδέοντας παράλληλα πολιτικά γεγονότα και ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις
που έφερε η μεταπολίτευση, ιδεολογικά οράματα και δοκιμασίες των ηρώων,
οδηγώντας τους τελικά σε μια επίπονη
πορεία αυτογνωσίας.
Το συγκλονιστικό φινάλε-γρίφος του βιβλίου , πέρα για
πέρα ανατρεπτικό, εκπλήσσει ολοκληρώνοντας με μαεστρία τον μύθο.
Ο Ζαχαριάδης ισορροπεί έξυπνα ανάμεσα στον εγκιβωτισμό
και την αυτοαναφορικότητα καταφέρνοντας
να μιλήσει για τοπία ψυχής, ιδεολογίας και συνείδησης. Δημιουργεί δε μια
μυθοπλασία που αποτελεί σαφώς άσκηση ύφους και γραφής, παραπέμποντας ταυτόχρονα
στην πλατωνική θέση: "Η γνώση είναι ανάμνηση". Μια αδιαμφισβήτητα ολοκληρωμένη κι ελπιδοφόρα πρώτη
εμφάνιση, που εγγυάται μια καλή συνέχεια.
Σαφώς αξίζει της προσοχής σας.
Ο Μανόλης Ζαχαριάδης γεννήθηκε το 1958 στην Καλλονή
Ηρακλείου. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Έχει εκδώσει το
μυθιστόρημα «Διακοπή ρεύματος» το 2009 (Εκδόσεις Δοκιμάκη). Τα τελευταία
τριάντα χρόνια διδάσκει (και διδάσκεται) στη μέση
εκπαίδευση, όπου επίσης εμψυχώνει την ομάδα ανάγνωσης «Λαθραναγνώστες» του
σχολείου του.
*ΗΡένα Πετροπούλου Κουντούρηγεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι καθηγήτρια Σχεδίου Μόδας με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Από το 2001 και μετάέχουν εκδοθεί δεκαεπτά βιβλία της . Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά βιβλία (απόσπασμα βιβλίου της διδάσκεται στην Ε’ Δημοτικού) και παιδικό θέατρο, ενώ άρθρα και βιβλιοκριτικές της δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, καθώς και σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά.
Είναι συντονίστρια του “Λογοτεχνικού κύκλου Ηρακλείου”. Πρόσφατα το παραμύθι της’’ Αζίρ’’ (συμμετοχή στο πρόγραμμα του Δήμου Ηρακλείου και της ομάδας βιβλίου του Συλλόγου Εκπαιδευτικών «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος», με θέμα το σχολικό εκφοβισμό) έγινε ταινία μικρού μήκους από τους μαθητές της Στ’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Μεγάλης Βρύσης Ηρακλείου.
Τελευταίο της πεζογραφικό έργο το β’ μέρος της τριλογίας ‘’Η Μάχρια της Λήθης’’ ,με τίτλο ’’Η αγάπη είναι δύναμη’’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λιβάνη, ταυτόχρονα με τη νέα ποιητική της συλλογή ’’Μινιατούρα’’ από τις εκδόσεις Poema.
Εκατό και πλέον αντιπροσωπευτικά έργα της πορείας του μεγάλου εκφραστή της γενιάς του ΄30, Γιώργου Γουναρόπουλου (1889-1977) παρουσιάζονται στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Αποκαλύπτουν το προσωπικό ύφος της καλλιτεχνικής του πορείας αλλά και τις επιρροές που δέχτηκε ιδιαίτερα κατά την πρώιμη παρισινή περίοδό του.
Ο Γουναρόπουλος μιλούσε για "τις τρεις διαστάσεις του φωτός που στα μάτια του θεατή συναιρούνται σε μία καταλυτική αίσθηση διαφάνειας οδηγώντας τον σε συνειρμούς πέρα από τον χρόνο".
Κράτησε τα έντονα περιγράμματα και εξαϋλωσε τις φιγούρες τις οποίες βούτηξε στο ονειρικό χρώμα καθώς το χρώμα του είναι η αρμονική μείξη περισσοτέρων του ενός αποχρώσεων που τα σκεπάζει, σχεδόν πάντοτε, μία αχλύ.
Η καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας στο Α.Π.Θ, Ματούλα Σκαλτσά, σημειώνει:
«Το έργο του Γουναρόπουλου απέναντι σ’ όλες τις φιλοσοφικές θεωρήσεις μοιάζει να συνθέτει την εικονογράφησή τους. Όταν είχε γίνει αναφορά στο στιλ του και στη σχέση του με τον σουρεαλισμό, είχε σημειωθεί πως πρόκειται για ιδεαλιστικό ρεαλισμό: μεταπλάθει και εξιδανικεύει την πραγματικότητα τόσο με τη βοήθεια του περιεχομένου που επιλέγει, όσο και με τη συνδρομή καθαρά εικαστικών στοιχείων. Ο ίδιος βέβαια δεν διάβαζε τη σύγχρονη ελληνική φιλοσοφία, αλλά εκφράζει με το έργο του και με τα «πρωτόγονα και αφοριστικά» γραπτά του με αρκετές από τις συνισταμένες της: Προσπαθώντας να ορίσει τα όρια ζωγραφικής και αντικειμενικότητας, όπως λέει, δηλαδή θεωρώντας δεδομένο ότι η ζωγραφική αντλεί από τον αντικειμενικό κόσμο, εκφράζει, σε ορισμένες χειρόγραφες σημειώσεις του, την άποψη ότι «το ποιητικό μέρος, που δεν μπορούμε να το καθορίσουμε, γιατί περιέχει τα συναισθήματά μας», είναι αυτό που «κάνει την αντικειμενικότητα να είναι ζωγραφική».
Ο Γιώργος Γουναρόπουλος (G. Gounaro ) γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου του 1890 στην Σωζόπολη, μικρή παραθαλάσσια πόλη στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας στην Βουλγαρία. Η πόλη στους αρχαίους χρόνους ήταν αποικία Μυλησίων και ονομαζόταν Απολλωνία, προς τιμή του Θεού του φωτός . Από την εποχή του Βυζαντίου μέχρι σήμερα κατοικείται αποκλειστικά από Έλληνες . Ο Γουναρόπουλος ήταν γιος της Άννας και του Ηλία και ήταν το έκτο και μικρότερο παιδί της οικογένειας . Εκστασιασμένος από τους μύθους του Ορφέα και από τις διηγήσεις για τα στοιχειά των σπιτιών του χωριού του, πλάθει ένα ονειρικό υποσυνείδητο που θα τον βοηθήσει αργότερα να περάσει στο έργο του τις οπτασιακές μορφές του μύθου και τις εξωλογικές διηγήσεις που άκουγε μικρός . Την εποχή των αρχών του 1900 η Βουλγαρική Κυβέρνηση πιέζει τους Έλληνες να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι . Η οικογένεια τότε αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Μετά από περιπλάνηση σε διάφορες πόλεις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα . Οι συνθήκες ζωής στην Αθήνα του 1904 είναι σκληρές, ο μικρός Γουναρόπουλος χρησιμοποιώντας την σχεδιαστική του ικανότητα εργάζεται σε διάφορα επιγραφοποιία της πόλης, κερδίζοντας χρήματα για την διατροφή όλων των μελών της οικογένειας.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έγραψε μερικά από τα πιο ωραία ποιήματα για τον Γουναρόπουλο
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έγραψε μερικά από τα πιο ωραία ποιήματα για τον Γουναρόπουλο
Οι Εκδόσεις Άγρα, οι Εκδόσεις Ίκαρος και οι Εκδόσεις Καστανιώτη παρουσίασαν στον ΙΑΝΟ το βιβλίο- αφιέρωμα στον Ανταίο Χρυσοστομίδη με κείμενα δικά του και ξένων συγγραφέων με τίτλο Ανταίος Χρυσοστομίδης : «Να κοιτάζεις κάτι ωραίο».
Μίλησαν οι:
Κώστας Κοσμάς μεταφραστής-συντονιστής του Κέντρου Νέου Ελληνισμού (CeMoG) του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου Βερολίνου και Υπεύθυνος του προγράμματος Edition Romiosini
Προβλήθηκε η ταινία μικρού μήκους: «Ανταίος Χρυσοστομίδης 1952-2015»: ένας άνθρωπος με πολλές ιδιότητες, του Απόστολου Καρακάση, σκηνοθέτη και Επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ.
Ανταίος Χρυσοστομίδης : «Να κοιτάζεις κάτι ωραίο»
https://www.youtube.com/watch?v=gVr0fRFMmTg
γράφει ο Σταύρος Πετσόπουλος*
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ «”Να
κοιτάζεις κάτι ωραίο...” ̶ ΑΝΤΙΔΩΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ»
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ «ΙΑΝΟΣ»,
Τρίτη 29 Μαρτίου 2016
Για τον ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ
ειπώθηκαν, γράφτηκαν και γράφονται πολλά και συγκινητικά στον ελληνικό
Τύπο.
Εμείς από την πλευρά μας
χάσαμε έναν από τους στενότερους φίλους και συνεργάτες για 25 χρόνια.
Εκδώσαμε στην «Άγρα» πάνω από
25 μεταφράσεις του από τα ιταλικά, ταξιδεύαμε μαζί επί 15 χρόνια στην Έκθεση
Βιβλίου της Φραγκφούρτης και σε άλλες διεθνείς εκδηλώσεις βιβλίων, ταξιδεύαμε
άλλα τόσα χρόνια κάθε τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου στα Χανιά με τον Antonio
Tabucchi και τη γυναίκα του Marie-José στο φιλόξενο ξενοδοχείο της Ιωάννας και
της Ρένας Κουτσουδάκη.
Ποτέ δεν καβγαδίσαμε, η φιλία
οικοδομήθηκε και σε ένα υψηλό επίπεδο εκδοτικής, επαγγελματικής και
δημιουργικής συνεργασίας, ενώ οι συζητήσεις δεν είχαν τέλος, πάντα όμως με μια
συμφωνία κατά βάθος σε όσα μας αφορούσαν.
Το 2013, χρονιά που τον
χτύπησε η εκφυλιστική και βασανιστική ασθένεια, το ‘φεραν οι τραγικές
συμπτώσεις και εκδώσαμε το βιβλίο του
OLIVER SACKS Το νησί των τυφλών στα χρώματα, που το πρώτο μέρος του αφορά την
αχρωματοψία μεγάλου ποσοστού των κατοίκων σ’ ένα απομακρυσμένο νησί του
Ειρηνικού και το δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «Τα νησιά των Κυκάδων», την
ασθένεια που χτύπησε τον φίλο μας. Χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο του
βιβλίου, αλλά από αγάπη και ενδιαφέρον για τα βιβλία του Σακς και ίσως από το
δαιμόνιο ένστικτό του, ο Ανταίος ζητούσε κάθε τόσο να του το πάμε, όποτε του
χαρίζαμε τα νέα μας βιβλία. Είχε κολλήσει με αυτό. Κι εμείς το αναβάλλαμε και
το κρύβαμε, έχοντας καταλάβει την τρομερή σύμπτωση. Και το ‘φεραν πάλι τα
πράγματα να φύγουν από τη ζωή τον σκληρό Αύγουστο που πέρασε, με δεκαέξι μέρες
διαφορά, και ο φίλος μας ο Ανταίος και ο αγαπημένος μας συγγραφέας Oliver
Sacks, που εκδίδουμε επί χρόνια τα βιβλία του. Τραγική σύμπτωση στην αρχή και
στο τέλος της ασθένειας.
Ο Ανταίος μετέφρασε για την
«Άγρα» 21 συνολικά βιβλία του Ταμπούκι καθώς και βιβλία του Γιάννη Κουνέλλη,
του Ίταλο Καλβίνο, του Πιερ Πάολο Παζολίνι και του Νούτσιο Όρντινε.
Επισημαίνουμε την κορύφωση με το ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ που
του απονεμήθηκε το 2003 για τη μετάφραση του Είναι αργά, όλο και πιο αργά του
Antonio Tabucchi.
Τον προπέρσινο Αύγουστο θα
βάζαμε μπροστά με τον Ανταίο τη μετάφραση του βιβλίου του Tabucchi Per Isabel,
που είχε εκδοθεί μετά το θάνατο του Ιταλού συγγραφέα. Τότε τον πρόδωσαν τα
δάχτυλά του για το πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Είπε ότι θα την υπαγόρευε τη
μετάφραση. Γρήγορα, όμως, τον πρόδωσε και η ομιλία του. Έτσι, η μετάφραση του
σπουδαίου βιβλίου Η χρησιμότητα του άχρηστου του Nuccio Ordine, που κυκλοφόρησε
τον Ιούλιο του 2014, έμελλε να είναι η τελευταία του στην «Άγρα».
Ο Antonio Tabucchi τού είχε
ζητήσει παλιότερα να μεταφράσει ξανά τα βιβλία του που είχαν κυκλοφορήσει στην
Ελλάδα από άλλους μεταφραστές, πριν την αρχή της εκδοτικής συνεργασίας με την
«Άγρα». Ήθελε τα κείμενά του να έχουν μία φωνή σε κάθε γλώσσα. Έτσι
κυκλοφόρησαν σε νέες μεταφράσεις το Νυχτερινό στην Ινδία και ο Μαύρος Άγγελος.
Στα Χανιά πηγαίναμε για μπάνιο
οδηγώντας ανάμεσα σε κάμπους όπου ακούγονταν εκκωφαντικά τα τζιτζίκια του
μεσημεριού. Μια οδηγούσε ο Ταμπούκι, μια ο Ανταίος. Και οι δυό τους
τραγουδούσαν δυνατά (ο Ταμπούκι πιο παράφωνος, ο Ανταίος πιο σωστός) παλιά
ιταλικά τραγούδια της δεκαετίας του ’60 και του ‘70, καλύπτοντας τα τζιτζίκια.
Ζήσαμε συχνά στην Κρήτη τη
συγγραφική αγωνία του Αντόνιο Ταμπούκι. Κάποια μέρα ξεκινούσε μια κακοκεφιά,
που κορυφωνόταν στις επόμενες 2-3 μέρες, με αϋπνίες και ημικρανίες. Αυτό
συνέβαινε όταν ήθελε να γράψει κάτι που τον δυσκόλευε. Την 3η -4η μέρα,
πηγαίνοντας στη θάλασσα, κράταγε τον Ανταίο στο ταβερνάκι ή στο καφενείο της
παραλίας και του υπαγόρευε το κείμενο. Στις νύχτες της αϋπνίας το είχε συνθέσει
ολόκληρο στο μυαλό του. Και ήθελε κάποιον να του το υπαγορεύσει, κάποιον με τον
οποίο να νιώθει οικειότητα και ασφάλεια και να μην αισθάνεται την ανάγκη να
αυτολογοκριθεί, να μπορεί να τολμήσει οτιδήποτε με το κείμενο. Μετά θα έκοβε,
θα προσέθετε, θα διόρθωνε. Ήθελε τον Ανταίο, ο οποίος κάποιες φορές μας κοίταζε
με απόγνωση και ζήλεια που κολυμπούσαμε και λιαζόμασταν. Κι εμείς τον πειράζαμε
από μακριά. Και το κέφι του Ταμπούκι επανερχόταν σιγά σιγά μετά τη συγγραφή
καθ’ υπαγόρευση στον εξαντλημένο πλέον φίλο και μεταφραστή του.
Επιθυμώ για την αποψινή βραδιά
να σταθώ σε πέντε γεγονότα και μοτίβα από τη ζωή του Ανταίου :
1. Γύρω στο 1997, επί Συνασπισμού, συζητήθηκε έντονα να αναλάβει ο
Ανταίος Χρυσοστομίδης την θέση του διευθυντή της Αυγής. Είχε δημιουργηθεί τότε
κενό γι’αυτή τη θέση. Ο Ανταίος έγραφε συστηματικά επί πολλά χρόνια την
τελευταία σελίδα της Αυγής, με προσωπικά
σχόλια για τη διεθνή πολιτική, για αναγνώσεις και για εκδόσεις βιβλίων, για
ταξίδια. Η ιδέα της διεύθυνσης της εφημερίδας ήταν εξαιρετική. Ο Ανταίος ήταν
σε θέση να δώσει νέα ζωή στο κουρασμένο φύλλο, με έναν κοσμοπολίτικο και
διεθνιστικό χαρακτήρα σε σχέση με το κλείσιμο στα καθ’ ημάς – και στην πολιτική
και στην κουλτούρα. Είχε τη διάθεση, τη γνώση και τη δυνατότητα να ανοίξει την
εφημερίδα σε διεθνείς συνεργασίες και από την άλλη να φτιάξει ένα εξαιρετικό
ένθετο για το βιβλίο, που ήταν η βαθιά αγάπη του. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν γιος
του Σοφιανού Χρυσοστομίδη, πρύτανη της αριστερής δημοσιογραφίας, που διαμόρφωσε
γενιές νέων δημοσιογράφων.
Δυστυχώς, οι κομματικοί αρτηριοσκληρωτικοί μηχανισμοί
λειτούργησαν τελείως αρνητικά και βέβαια, αντί για πόλεμο ιδεών με τον όποιο
διαφωνούντα ή αντίπαλο, επέλεξαν την απαξίωση, πρακτική που δυστυχώς κυριαρχεί
επί δεκαετίες στη Αριστερά και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Αντί να κρίνουν
την αξία του, του καταλόγισαν μεταξύ άλλων την εννιάχρονη επαγγελματική του
σχέση με το Playboy, χωρίς να εκτιμούν την πείρα, τη μοναδική γνώση και την
άνεση που του έδωσε αυτή η θητεία για επί ίσοις όροις συνδιαλλαγή με τα διεθνή
κέντρα, καθώς και το άνοιγμα της ελληνικής έκδοσης του ξένου περιοδικού σε
συνεργασίες με επιφανείς νέους και παλαιότερους Έλληνες συγγραφείς, ζωγράφους,
γραφίστες και φωτογράφους. Κυκλοφόρησε και από επίσημο ευτραφές στέλεχος
ανυπόγραφο χαρτί στους συνεργάτες της εφημερίδας και του κόμματος που τον
κατήγγελλε και τον απαξίωνε.
Αυτή η πρακτική από συντρόφους της γενιάς του τον απογοήτευσε
και τον πλήγωσε βαθιά. Από την πλευρά του συνέχισε μέχρι πρόσφατα, όπου πλέον η
υγεία του δεν το επέτρεπε, την αμισθί σύνταξη της τελευταίας σελίδας του
κυριακάτικου φύλλου της εφημερίδας. Η Αυγή έχασε το 1997 ένα σπουδαίο χαρτί για
την ριζική ανανέωσή της. Ας αναλογιστούμε μόνο τί έχασε η Αυγή βλέποντας τις
διεθνείς προσωπικότητες που κινητοποίησε ο Ανταίος για τη μοναδική στον πλανήτη
τέτοια συγκέντρωση συγγραφέων σε μια εκπομπή, τις Κεραίες της εποχής μας.
2. Όταν ο Ανταίος Χρυσοστομίδης ανέλαβε το 1998 τη διεύθυνση της
σειράς Ξένης Πεζογραφίας των Εκδόσεων Καστανιώτη, έθεσε τα εξής θέματα: Πρώτον,
συντονιζόμενος με το πνεύμα και τις ανάγκες της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής για την αναβάθμιση της ποιότητας του βιβλίου,
ασχολήθηκε συστηματικά με την αναζήτηση μιας νέας ομάδας μεταφραστών και
επιμελητών για τη μεταφραστική αρτιότητα των βιβλίων της σειράς του. Χρειάστηκε
επίσης να αναζητήσει και να κινητοποιήσει μεταφραστές από γλώσσες πέραν από τις
αυτονόητες. Δεύτερον, ως κεραία της εποχής του, συνέλαβε κάτι που τότε
ξεκινούσε ανά τον κόσμο: Έμπαιναν στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη συγγραφείς
και λογοτεχνίες μικρών χωρών, που μέχρι τότε ήταν σχετικά αγνοημένες –
Ολλανδία, Βέλγιο, Ισραήλ, Πορτογαλία, Τουρκία, Αίγυπτος κ.λπ. Για να βοηθήσει
μάλιστα την ανάδειξη αυτών των συγγραφέων, συνεργάστηκε με τις πρεσβείες, τους
πολιτιστικούς ακόλουθους και τα κέντρα επιδοτήσεων των εκάστοτε χωρών για την
πρόσκληση των συγγραφέων στην Ελλάδα, καθώς και για την επιδότηση των ελληνικών
μεταφράσεων. [Παρεμπιπτόντως, αυτό είναι ένα παιχνίδι που πήγε να παίξει και η
Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’90–αρχές 2000, αλλά το εξευτέλισε εμφανιζόμενη
ως αναξιόπιστη, μη πληρώνοντας τις υπεσχημένες και υπογεγραμμένες επιδοτήσεις. ] Με την πολιτική αυτή, ο
Ανταίος έβαλε στον ελληνικό λογοτεχνικό χάρτη συγγραφείς όπως ο Χάρι Μούλις, ο
Άμος Οζ, ο Αβραάμ Γιεοσούα και άλλους πολλούς, που αλλιώς ήταν δύσκολο να
εκδοθούν στην Ελλάδα τότε. Κι αυτές οι λογοτεχνίες αναπτύχθηκαν παγκοσμίως σιγά
σιγά, και η εκδοτική σειρά που διηύθυνε ο Ανταίος στον «Καστανιώτη» βρέθηκε στο
κέντρο των διεθνών εξελίξεων.
Από την άλλη, έκανε μια οργανωμένη προσπάθεια να συγκεντρώσει
τους καταξιωμένους «σύγχρονους κλασικούς» (αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν “modern
classics”) και μάλιστα τους νομπελίστες , τους παλιότερους και αυτούς που
ελάμβαναν πλέον ανά χρονιά το βραβείο. Αυτή η λογική τον οδήγησε στην επιλογή
έκδοσης των απάντων συγγραφέων όπως ο Καλβίνο (μη νομπελίστας) και ο Χέμινγουεϊ
(νομπελίστας), και βέβαια πολλών άλλων. Η σειρά του, με έναν ενιαίο σύγχρονο
γραφισμό, έκανε τα βιβλία αναγνωρίσιμα με δική τους ταυτότητα.
Με τους συγγραφείς που επέλεγε, έμπαινε σε μια σχέση πιστότητας.
Μετά την έκδοση ενός σπουδαίου βιβλίου, ακολουθούσαν άλλοι τίτλοι παλαιότεροι,
εν αναμονή του καινούργιου βιβλίου του κάθε συγγραφέα, όπως π.χ. έγινε με τον
Μάριο Βάργκας Λιόσα ή τον Σαραμάγκου. Έτσι, όταν ερχόταν κάποτε σε κάποιον το
Νόμπελ, η σειρά του Ανταίου ήταν ο φυσικός αποδέκτης του νέου έργου στην
Ελλάδα.
Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους
editors στο διεθνές στερέωμα. Και ως editor, μια που δεν έχουμε στη γλώσσα μας
την ακριβή λέξη που αποδίδει τις ιδιότητες του editor, εννοούμε τον διευθυντή
μιας σειράς, που επιλέγει τους συγγραφείς, τους τίτλους, τους μεταφραστές, τους
επιμελητές και το γενικότερο ύφος της σειράς, αλλά επίσης εννοούμε και τον
επιμελητή ενός κειμένου προς έκδοση. Ο Ανταίος για κάποιους συγγραφείς έπαιζε
και τον ρόλο επιμελητή των κειμένων τους, με την ιδιότητα του εξαιρετικού
αναγνώστη, αλλά και του σπουδαίου μεταφραστή από τα ιταλικά (τιμημένου μάλιστα
με Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης το 2003).
Με τα παραπάνω, ελπίζουμε να γίνεται κατανοητό ότι ο Ανταίος
Χρυσοστομίδης δεν έφτιαξε στη σειρά του απλώς μια ωραία ανθοδέσμη σπουδαίων
συγγραφέων, αλλά ότι είχε ένα οργανωμένο σχέδιο και συνέπεια επιλογών, που
συνεχώς εξέλισσε.
Η θαυμάσια και θερμή σχέση που ανέπτυσσε με τους διάσημους
διεθνείς συγγραφείς του, οδήγησε κάποιους από αυτούς, όταν ξέσπασε η κρίση στην
Ελλάδα, να παραιτηθούν από την οφειλόμενη προς αυτούς αναγκαστική προκαταβολή
δικαιωμάτων από την πλευρά του εκδότη, για την υπογραφή συμφωνητικών για κάποια
νέα έκδοση.
3. Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης υπήρξε ένας από τους καλύτερους
μεταφραστές πεζογραφίας στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η γλώσσα από
την οποία μετέφραζε ήταν τα ιταλικά. Ξεκίνησε με τις σπουδαίες μεταφράσεις στις
αρχές του ’80 έργων του Ίταλο Καλβίνο, τον οποίο κατέστησε πολύ δημοφιλή στην
Ελλάδα, και συνέχισε με κείμενα των Γιάννη Κουνέλλη, Παζολίνι, Κούρτσιο
Μαλαπάρτε, Λουκίνο Βισκόντι, Ντίνο Μπουτζάτι, Νικολό Αμμανίτι, Ντάριο Φο,
Εντοάρντο Νέζι, Λεονάρντο Σάσα, Πρίμο Λέβι, Αλμπέρτο Μοράβια, Κάρλο Κολόντι,
Νούτσιο Όρντινε, Πάολο ντι Πάολο, κ.λπ.
Και το ιταλικό κράτος, αναγνωρίζοντας τη συμβολή του στη διάδοση των
ιταλικών γραμμάτων, τον τίμησε με τον τίτλο του Ιππότη Εργασίας, το 2004.
Όπως όλοι οι σπουδαίοι μεταφραστές, δεχόταν ευχάριστα από τους
επιμελητές των εκδοτικών οίκων που
συνεργαζόταν τις όποιες σοβαρές παρατηρήσεις σε κάποια μετάφρασή του, και
μάλιστα βελτίωνε τις προτάσεις τους με αντιπροτάσεις. Προείχε η ποιότητα της
τελικής δουλειάς και όχι κάποιο πληγωμένο εγώ. Ήταν ο τέλειος συνεργάτης. Και
πάντα συνεπής στους χρόνους του.
4. Από τη δεκαετία του ‘80 ο Ανταίος Χρυσοστομίδης ανέπτυξε σταδιακά
ένα δικό του δημοσιογραφικό ύφος γραφής στα έντυπα με τα οποία συνεργάστηκε. Η
παράλληλη πλούσια σε μέγεθος μεταφραστική του εργασία σπουδαίων λογοτεχνικών
κειμένων, καθώς και η εκδοτική του δουλειά σε εκατοντάδες διεθνείς συγγραφείς,
τον οδήγησαν στην προσωπική λογοτεχνική γραφή πλέον. Το 2012 εκδόθηκε ο πρώτος
τόμος με τις Κεραίες της εποχής μου, με τα κείμενά του για τις εκπομπές. Είχαν
εκδοθεί ήδη το 1999 το Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες, με τις συζητήσεις του με
τον Αντόνιο Ταμπούκι, και το 2011 το Λεωνίδας Κύρκος: Η δυναμική της ανανέωσης,
με τις συζητήσεις του με τον Λεωνίδα Κύρκο. Ετοιμάζοντας τον δεύτερο τόμο για
τις Κεραίες που κυκλοφόρησε το 2013, μου έλεγε ότι επιχειρεί πλέον μια
περαιτέρω ελευθέρωση του ύφους του, με πιο προσωπικά στοιχεία γραφής. Αυτό
ήταν. Έτσι βρεθήκαμε αίφνης με τα συγκλονιστικά «Κίτρινα παπούτσια» σ’ έναν
επετειακό τόμο του «Ίκαρου» το 2013, που εντυπωσίασε όχι μόνο για τη σπουδαία
στάση ζωής και επεξεργασίας του θέματος της ασθένειας του, αλλά και για το
υπέροχο και πολύ προσωπικό ύφος γραφής του. Και βέβαια, αποκαλύπτονται τώρα το
θαυμάσιο διήγημα «Νεκρή φύση με κουραμπιέδες σε νοσοκομείο» ̶
ελεύθερο κείμενο με πρωταγωνιστή τον Αντόνιο Ταμπούκι, όπου συντελείται
στην ιστορία ένα θαύμα ̶ και το τελευταίο
του σπαρακτικό κείμενο «Ιβίσκος», για την καθημερινή διαχείριση του σωματικού
εκφυλισμού και του επερχόμενου τέλους, με την επίκληση «να κοιτάζεις κάτι
ωραίο». Είναι τρία κείμενα που μετά τον δημοσιογράφο, τον διανοούμενο, τον
μεταφραστή και τον εκδότη, αποκαλύπτουν έναν σπουδαίο συγγραφέα στα ελληνικά
γράμματα.
Σχετικά με τα «Κίτρινα παπούτσια» και τον «Ιβίσκο», όπου ο
Ανταίος σχολιάζει την εκφυλιστική του ασθένεια και βλέπει το επικείμενο τέλος
με μεγάλη διαύγεια και ευαισθησία, θέλω να αναφέρω και άλλη μια σύμπτωση με τον
Όλιβερ Σακς. Ο διάσημος νευρολόγος και συγγραφέας έκανε πέρυσι στις 19
Φεβρουαρίου στη Νέα Υόρκη μια δημόσια ανακοίνωση για τη διάγνωση του
επικείμενου τέλους του από ανίατη ασθένεια. Έγραψε ένα σπουδαίο κείμενο, Η δική
μου ζωή (My Own Life), όπου διαπραγματευόταν την μέχρι τότε γεμάτη και
ολοκληρωμένη ζωή του και πρόσφερε τις σκέψεις του για το πώς θα διαχειριστεί
τον εναπομείναντα χρόνο της ζωής του. Χρησιμοποιούσε τον ίδιο τίτλο που είχε
δώσει σ’ ένα αντίστοιχο κείμενό του δυόμιση αιώνες πριν ο Άγγλος φιλόσοφος
David Hume, όταν του ανακοινώθηκε το ίδιο. Τα δύο κείμενα του Χιούμ και του
Σακς τα εκδώσαμε πέρσι τον Μάιο σ’ένα τομίδιο με τον κοινό τους τίτλο Η δική
μου ζωή. Νομίζω ότι τα δύο αυτά πεζογραφήματα του Ανταίου μπορούν να διαβαστούν
παράλληλα με τα κείμενα του Χιούμ και του Σακς.
5. Το μοτίβο της φιλίας είναι κεντρικό στη ζωή του Ανταίου
Χρυσοστομίδη. Στη διάρκεια της ζωής του συνδέθηκε στενά και με διάρκεια με
πολλούς ανθρώπους από διαφορετικούς χώρους – την πολιτική, τη δημοσιογραφία και
τους εκδότες, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μουσική κ.α. Είναι
εντυπωσιακή η ποσότητα των φίλων και η ποιότητα της κάθε φιλίας του. Και ήταν
φιλίες πνευματικές, καλλιτεχνικές, συντροφικές, προσωπικές. Ήταν απόλυτα πιστός
στους φίλους του. Εάν σε κάποια περίσταση κακολογούσαν μπροστά του κάποιον από
τους αγαπημένους του, που δεν ήταν παρών, ξεσπάθωνε για να τον υπερασπιστεί.
Δεν το άφηνε ποτέ να περάσει. Κι αν εμείς είχαμε κάποια επιφύλαξη για έναν φίλο
του καλλιτέχνη, δεν θύμωνε μαζί μας, μιας και μας αγαπούσε, αλλά στεναχωριόταν
μέσα του. Το καταλαβαίναμε και σταματούσαμε. Με τους φίλους του δεν ήταν και
έτσι και αλλιώς. Η αποδοχή του για κάποιον έπρεπε να είναι πλήρης, βαθιά και
δοκιμασμένη. Αποτελούν στρατιά οι ορκισμένοι του φίλοι.
Το αποδεικνύει απόψε και το
Αντίδωρο για τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, που προέκυψε από συζητήσεις φίλων του πριν
και μετά την πολιτική του κηδεία στις 14 Αυγούστου 2015. 19 διάσημοι ξένοι
συγγραφείς έγραψαν ειδικά κείμενα για τον Ανταίο, φίλοι μεταφραστές
προσφέρθηκαν να τα μεταφράσουν, και 3 εκδότες το συνέκδοσαν. Το αποδεικνύει και
η παρουσία σας εδώ στον Ιανό απόψε.
Η Μικέλα Χαρτουλάρη, που είχε
την επιμέλεια του τόμου, έγραψε στους περισσότερους ξένους συγγραφείς και
συγκέντρωσε τα κείμενά τους, με κάποιους έκανε τις επαφές ο Κώστας Κοσμάς, που
συμμετέχει στο βιβλίο και μ’ ένα δικό του κείμενο, με τίτλο «Ανταποδόσεις». Και
ο Γιώργος Μπράμος συνέθεσε ένα χρονολόγιο της ζωής του. Και ο Λουκάς Μελάς
παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος των φωτογραφιών του βιβλίου από το αρχείο του
Ανταίου.
Μετέφρασαν ο Κώστας Αθανασίου,
η Δήμητρα Δότση, η Μάγκυ Κοέν, ο Κώστας Κοσμάς και η Μικέλα Χαρτουλάρη.
Παραθέτω τους εύγλωττους
τίτλους των κειμένων των ξένων συγγραφέων:
NICCOLO AMMANITI: Η
καθησυχαστική φωνή του
MAURICE ATTIA: Μια συνάντηση
ARIS FIORETOS: Το αύριο είναι
σήμερα
ALAN HOLINGHURST: Ήταν η
πραγματική κεραία της εποχής μας
DANIEL KEHLMANN: Αναμνήσεις
από τον Ανταίο
DONNA LEON: Ένας εκδότης που
λατρεύει τα βιβλία
NORMAN MANEA: Ένας πραγματικός
εκδότης και φίλος
COLUM McCAN: Μια ιστορία για
τον άνθρωπο που αγαπούσε τις ιστορίες
HERTA MULLER: Για πού –
Τέσσερα ποιήματα για τον Ανταίο Χρυσοστομίδη
AMOS OZ: Μια σπουδαία μαμή
LEONARDO PADURA: Ο Ανταίος
στον Όλυμπο
PAOLO DI PAOLO: Θαρρείς και
γνωριζόμασταν μια ζωή
ANNIE PROULX: Σκασμένα λάστιχα
και κρασί, 2012
SANTIAGO RONCAGLIOLO: Ένα
παράδειγμα για το πώς θα έπρεπε να ζούμε
INGO SCHULZE: Η Αγία μας
GRAHAM SWIFT: Ένα μεγάλο
μυαλό, μια μεγάλη καρδιά
ENRIQUE VILA-MATAS: Η πόλη του
Ανταίου
SARAH WATERS: Είχα το προνόμιο
να τον γνωρίσω
ABRAAM YEHOSHUA: Μεσογειακή
οικειότητα και πρωτότυπες εκδοτικές πρωτοβουλίες
Στο παρόν Αντίδωρο για τον
Ανταίο Χρυσοστομίδη επιλέξαμε κείμενα ξένων συγγραφέων, για τους οποίους είχε
γράψει ο Ανταίος στους δύο τόμους των βιβλίων του Οι κεραίες της εποχής μου και
βέβαια τους είχε μεταφράσει ή εκδώσει. Είναι κατά κάποιον τρόπο το αντίδωρό
τους σ’ αυτόν. Και το δικό μας.
Δεν ζητήσαμε κείμενα από
Έλληνες. Πολλά γράφτηκαν ή γράφονται από ελληνικής πλευράς. Πέρα από τα εκτενή
άρθρα στις εφημερίδες μετά το τέλος του, έγινε εκδήλωση-αφιέρωμα για τον Ανταίο
από το περιοδικό Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη στη Θεσσαλονίκη πριν από
δύο μήνες περίπου, υπήρξε αφιέρωμα στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, και τώρα, επί
ένα μήνα, έχει ανοίξει στο ηλεκτρονικό περιοδικό Cantus Firmus της Νότας
Χρυσίνα αφιέρωμα με πολλές συμμετοχές Ελλήνων συγγραφέων και ανθρώπων του
βιβλίου. Αναφέρω ενδεικτικά: Μιχάλης Βιρβιδάκης, Λένα Διβάνη, Δήμητρα Δότση
,Ελένη Καπετανάκη, Σοφία Κατρή, Εύα Καραϊτίδη, Παρασκευάς Καρασούλος, Κώστας
Κυριακόπουλος, Γιώτα Λαγουδάκου, Άρης Μαραγκόπουλος, Μαργαρίτα Μπονάτσου , Όλγα
Σελλά, Μαρία Φακίνου, Φίλιππος Φιλίππου, κ.λπ. Αντιγράφω από το
κείμενο της Εύας Καραϊτίδη τον εύστοχο και ωραίο χαρακτηρισμό της για τον
Ανταίο: «ταλαντούχος γεφυροποιός».