Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ - Δ ΜΕΡΟΣ

Το cantus firmus σήμερα ολοκληρώνει το αφιέρωμα στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, τον άριστο, τον φίλο, τον πνευματικό άνθρωπο, τον καταδεκτικό συνομιλητή, τον ονειροπόλο και το ρεαλιστή. Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης έβαλε τον πήχυ ψηλά για όλους μας και για εμένα προσωπικά. Κάθε τι ψεύτικο και μικρό μάς αφήνει αδιάφορους. Εκείνος φωτίζει το δρόμο μας κι εμείς τον αισθανόμαστε εδώ γιατί το επέκεινα με το φευγιό του ήρθε εδώ κοντά μας και μάς συμφιλίωσε με το θάνατο, γιατί για εμάς όλους ο Ανταίος Χρυσοστομίδης είναι εδώ. 
Το αφιέρωμα ξεκίνησε στις 4 Μαρτίου 2016 και ολοκληρώνεται σήμερα με το Δ Μέρος. Αύριο 29 Μαρτίου 2016 θα παρουσιαστεί το βιβλίο για τον Ανταίο Χρυσοστομίδη με κείμενα δικά του και ξένων συγγραφέων, με τίτλο "Ανταίος Χρυσοστομίδης: Να κοιτάζεις κάτι ωραίο" To βιβλίο αποτελεί συνέκδοση των εκδοτικών οίκων Άγρα, Ίκαρος και Καστανιώτη. 

Ευχαριστώ όλους όσοι έγραψαν για τον Ανταίο Χρυσοστομίδη.

Νότα Χρυσίνα


Μιχάλης Βιρβιδάκης- ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης 
Κατρίν Βελισσάρη- T. Διευθύντρια Εθνικού Κέντρου Βιβλίου
Βιβή Γεωργαντοπούλου - συντονίστρια λεσχών ανάγνωσης, βιβλιοκριτικός
Στάθης Γκότσης -  Κλινικός Φυσικός Ιατρικής, συνθέτης
Τιτίνα Δανέλλη -    συγγραφέας, δημοσιογράφος
Λένα Διβάνη - συγγραφέας, πανεπιστημιακός
Δήμητρα Δότση - μεταφράστρια
Ελένη Καπετανάκη- μεταφράστρια 
Σοφία Κατρή- εκπαιδευτικός
Εύα Καραϊτίδη – εκδότρια (Εστία)
Νέλλη Κουρέτα - πολιτισμολόγος
Παρασκευάς Καρασούλος – στιχουργός
Κώστας Κυριακόπουλος -δημοσιογράφος
Γιώτα Λαγουδάκου - μεταφράστρια
Άρης Μαραγκόπουλος-συγγραφέας, μεταφραστής,  εκδότης
Γιάννης Μαρκαντωνάκης-  εικαστικός καλλιτέχνης, αρθρογράφος
Μαργαρίτα Μπονάτσου -  μεταφράστρια
Γιώργος Μπράμος- δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας
Σταύρος Πετσόπουλος -εκδότης (Άγρα)
Maurizio de Rosa  - μεταφραστής
Όλγα Σελλά - δημοσιογράφος
Μαρία Φακίνου- συγγραφέας, μεταφράστρια
Φίλιππος Φιλίππου -συγγραφέας, αρθρογράφος
Νότα Χρυσίνα- μεταφράστρια, πολιτισμολόγος
Τηλέμαχος Χυτήρης- πολιτικός, ποιητής




Α ΜΕΡΟΣ
Β ΜΕΡΟΣ 
Γ ΜΕΡΟΣ 


                                     VITA NUOVA -
                              MARIOS FRANGOULIS





                                   

                                                                 Δ ΜΕΡΟΣ 


 Στο γραφείο του σπιτιού του. Στιγμιότυπο από τη συνέντευξη που έδωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον ​Μιχάλη Ψύλο το 2014, όταν ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Δημοκρατική Αριστερά.

Vita Nuova


γράφει ο Παρασκευάς Καρασούλος*
Ήταν χειμώνας
Και δεν ήσουν εκεί..
Μόνο χιόνι, μόνο χιόνι

Με παίδεψε όσο ένα καινούργιο τραγούδι αυτό το μικρό σημείωμα. Δεν κατάφερα  να αποδεχθώ ούτε τον τρόπο ούτε και την τελική πράξη της φυγής σου. Ίσως γιατί ποτέ δεν πρόλαβα να σου πω όσα ήθελα. Δεν σε χόρτασα, φίλε μου. Πάντα όταν βρισκόμασταν φεύγανε οι ώρες  γρήγορα, οι απολογισμοί μεγάλοι, μεσολαβούσαν τόσα νέα από την τελευταία φορά. Μέχρι τέλους είχα τη βεβαιότητα πως εσύ θα ζεις πάντα, θα νικούσες το κακό όπως στο μύθο ο συνονόματός σου, αλλά να που ο θάνατος μπορεί να μεταμφιέζεται εύκολα και σε Ηρακλή.
Γράφω κι ακούω το τραγούδι σου. Οι περισσότεροι φίλοι σου  θα μιλήσουν για τον Ανταίο των βιβλίων κι έτσι πρέπει. Ανήκες στον κόσμο των βιβλίων.  Εμείς οι δύο τρώγαμε τις ώρες  συνήθως μιλώντας για τραγούδια. Σου άρεσε τόσο να μαθαίνεις νέα, να ενημερώνεσαι για τις νέες δισκογραφικές παραγωγές, για την Τάνια, τη Δήμητρα, τη Μαρία αλλά και τον Μάριο, την Ελένη. «Μην ξεχάσεις να μου φέρεις τους καινούργιους δίσκους της Άρκτου» μου έλεγες.  Διατήρησες τη θέση του μέλους του Δ.Σ στην ΚΟΕΜ (την ορχήστρα που διηύθυνε ο φίλος σου ο Ξαρχάκος), έγραφες και υποστήριζες κάθε καινούργια ενδιαφέρουσα δισκογραφική εργασία  στην Αυγή, παρακολουθούσες όσο μπορούσες τα μουσικά νέα, υποστήριζες με πάθος τους νέους δημιουργούς κι ερμηνευτές .
Όταν έγραψες το πρώτο σου τραγούδι, το Vita Nuova σε μουσική του Σ. Ξαρχάκου και ερμηνευτή τον Μάριο Φραγκούλη, σε πείραζα και σου έλεγα «Αντίκο, πας να μου φας τη δουλειά;». Και μετά γελώντας σχεδιάζαμε έναν δίσκο μισό στα ελληνικά, μισό στα ιταλικά που όπως άλλωστε και τα διηγήματα που λέγαμε να γράψουμε μαζί ποτέ δεν προχωρήσαμε. Δεν έγραψες άλλο τραγούδι αλλά αυτό που έγραψες είναι τόσο εσύ.  Τόσο όμορφο! «Ένα  τραγούδι έλεγες, μπορείς να το πάρεις παντού μαζί σου. Είναι ο πιο εύκολος δρόμος να φτάσεις μακριά, όπου και όπως θες χωρίς αποσκευές». Τα ταξίδια και τα τραγούδια ήταν από τις μεγάλες σου αγάπες.
Φαντάσου, λέει, τελικά να υπάρχει ζωή μετά από εδώ. Αν είναι έτσι, τότε το μαρτύριό σου μάλλον θα συνεχίζεται: σίγουρα θα  μας κουβαλάς κι εκεί. Οι τσακωμοί, τα λάθη μας, οι περιττές μας λύπες, τα σχέδια που ο χρόνος αντιμάχεται, οι ανοησίες μας- μαζί σου σίγουρα  πήρες τις έγνοιες μας να τις νοιάζεσαι από εκεί.  Τι πονοκέφαλο,  Θεέ μου, έβαλες πάλι στο ανύπαρκτο κεφάλι σου!  Γιατί ήταν πάντα οι άλλοι ο καθρέφτης σου. Κι εκεί στο τόσο άγνωστο μετά, αν είναι όπως τα λένε, καθένας κουβαλάει το είναι του. Κι εσύ αγαπούσες πολύ  τον Κόσμο.
Αν δεν υπάρχει πάλι τίποτα μακριά από εδώ, τότε η φυγή σου τα κατάφερε: έγινες ο καθρέφτης μας. Κοίτα σε πόσους άφησες δυνατά ίχνη κι αποτυπώματα. Πως ακουμπούν το πρόσωπό τους πάνω σου. Αν το ήξερες, μπορεί και όλα να τα μέτραγες αλλιώς.  Μπορεί και να σε εμπιστευόσουν περισσότερο.
Αν ξέρεις, πες μας λοιπόν από εκεί, πόσο ακόμα θα κρατήσει ο κόσμος μας;  Θ’ αντέξει όσο και οι σελίδες που με τα μαγικά σου έκανες  να τυπωθούν; Θα ξεθωριάσει πριν;
Αντίκο, μου λείπεις…

*Ο Παρασκευάς Καρασούλος είναι στιχουργός


Πηγή φωτο: http://www.pressenza.com


Ο Ανταίος και το Νόμπελ


γράφει η Κατρίν Βελισσάρη*



Πύλος. Βρισκόμαστε στο 2000 περίπου. Ο Ανταίος ατενίζει την θέα στον κόλπο του Ναβαρίνου. Ευτυχισμένος. Είχε έρθει αποδεχόμενος την πρόσκληση φίλων του, και πέρασε και από το σπίτι μας, να πιούμε ένα ούζο και να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο. Ήταν από εκείνους που ήξεραν να καλλιεργούν την φιλία και είχε μεγάλη ποιότητα σαν άνθρωπος, δεν άλλαζε την προσωπικότητα ανάλογα με τους συνομιλητές του, μιλούσε σε όλους όπως θα μιλούσε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή σε έναν κάτοχο βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας! Απλός, άμεσος, χωρίς ξύλινη γλώσσα. Σίγουρα διανοούμενος, χωρίς όμως να έχει την νοοτροπία, καλλιεργούσε περισσότερο την ευχάριστη λογιοσύνη στο ύφος του Ουμπέρτο Έκο! «Le gai savoir» όπως λένε οι Γάλλοι!
Αυτήν την ωραία στιγμή στην Πύλο θα την ξαναζούσα  πολλές φορές κατά την διάρκεια των γευμάτων μας κοντά στον εκδοτικό του οίκο. Στιγμές που μου άρεσαν πάντα πολύ. Εκεί, μου μιλούσε για τους συγγραφείς του. Ακούραστος. Έπρεπε, μου έλεγε, για να του αρέσει ένα βιβλίο να μαθαίνει κάτι, ο συγγραφέας να τον ταξιδεύει, αυτό που του έλειπε τα τελευταία  χρονιά από τους Γάλλους συγγραφείς  που δεν αγαπούσε πια. Άφηνα συνήθως να περάσει ήρεμα αυτή η δυσάρεστη στιγμή! Δεν κατάφερα ποτέ να τον κάνω να αλλάξει γνώμη…
Τους συγγραφείς του, όχι μόνο γνώριζε άριστα την δουλειά τους, αλλά τους γνώριζε προσωπικά και τους περισσότερους στο πλαίσιο της δουλειάς του ως εκδότη, αλλά και χάρη στο τηλεοπτικό πρόγραμμα που είχε εμπνευστεί με την Μιχαέλα Χαρτουλάρη. Ως εθνικό κέντρο βιβλίου, χαίρομαι που μπορέσαμε να υποστηρίξουμε αυτήν την εκπομπή, η οποία μας έφερε πιο κοντά σε σημαντικούς συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Πάντα θα θυμάμαι επίσης την εικόνα του Ανταίου στην έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης, τις ημέρες της ανακοίνωσης του βραβείου Νόμπελ. Εκείνη την ημέρα, από το πρωί δεν καθόταν ήρεμος, γυρνούσε αδιάκοπα γύρω από τα περίπτερα της ελληνικής αντιπροσωπείας σε μια ανυπόμονη αναμονή, μιλούσε σε όποιον άκουγε τις προβλέψεις του, στοιχημάτιζε για τον μελλοντικό υποψήφιο. "Έπρεπε, ναι, έπρεπε οπωσδήποτε αυτός να πάρει το Νόμπελ. Κανένας άλλος!" Όταν προς το μεσημέρι, μια φωνή ξέσπασε "το πήρα, το πήρα." Είχε γίνει σχεδόν μια τελετουργία! Είχε, το πιο συχνά, τον νικητή συγγραφέα στην συλλογή ξένης λογοτεχνίας την οποία διηύθυνε στον Καστανιώτη, αναμφισβήτητα μία από τις πλουσιότερες συλλογές της χώρας!
Γελαστό θα τον θυμάμαι πάντα!


Κατρίν Βελισσάρη


* Η Κατρίν Βελισσάρη είναι T. Διευθύντρια Εθνικού Κέντρου Βιβλίου




Ανταίος Χρυσοστομίδης, ο πατέρας του Σοφιανός Χρυσοστομίδης, ο αδερφός του Άλκης Χρυσοστομίδης και οι αδερφικοί του φίλοι από τα φοιτητικά του χρόνια στην Ιταλία. Δίπλα στον Σοφιανό Χρυσοστομίδη, η επιμελήτρια των βιβλίων του Ανταίου, Ελευθερία Κοψιδά.



Ανταίος Χρυσοστομίδης: ο έλληνας διανοούμενος της εποχής μας


Αναδημοσίευσηαπό:http://www.pressenza.com

γράφει η Νέλλη Κουρέτα*


Εβδομήντα οχτώ συνεντεύξεις με σημαντικούς ανθρώπους του πολιτισμού και του πνεύματος διαθέσιμες για τους τηλεθεατές του κόσμου.
«Η λογοτεχνία, ακόμη και η βαριά, η σοβαρή απευθύνεται σε ένα πλατύτερο κοινό» τόνιζε πάντα o Ανταίος Χρυσοστομίδης και επέμενε ότι «η λογοτεχνία είναι ανθρώπινο δημιούργημα και αφορά όλους τους ανθρώπους». Νομίζω όμως, ότι λίγοι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με τόσο σημαντικούς διανοητές της εποχής μας όπως εκείνος.
Οι Έλληνες χάρη στη τηλεοπτική σειρά «Οι Κεραίες της Εποχής μου», είχαμε την ευκαιρία να έλθουμε σε επαφή με τη σκέψη, τους προβληματισμούς αλλά και τη καθημερινότητα των μεγαλύτερων συγγραφέων του μικρού αυτού πλανήτη που λέγεται Γη. Οι συμπατριώτες μου και εγώ, χάρη στο διανοητή Ανταίο, χάρη σε αυτήν την τηλεοπτική σειρά των 78 ολοκληρωμένων συνεντεύξεων είχαμε την ευκαιρία να μπούμε στα σπίτια και τα γραφεία, να ρεμβάσουμε στις βεράντες και να μαγειρέψουμε στις κουζίνες συγγραφέων και διανοητών της εποχής μας. Πέντε ολόκληρα χρόνια από το 2007 έως το 2012, οι Έλληνες περπατήσαμε δίπλα σε λίμνες και μέσα σε πάρκα, καθίσαμε σε παγκάκια κάτω από τη σκιά δέντρων για να «συνομιλήσουμε» μαζί τους, όχι για τα βιβλία τους, τη λογοτεχνία και την τέχνη του γραφιά αλλά για την πολιτική, τη φιλοσοφία και τον έρωτα. «Συμφάγαμε» μαζί τους σε εστιατόρια δίπλα στη θάλασσα για να τους ακούσουμε να μιλάνε για τα προβλήματα της δημοκρατίας στον δυτικό κόσμο, τον θρησκευτικό φανατισμό, το πρόβλημα των εθνικισμών, την κρίση των αξιών, τον ρατσισμό, τα ευρωπαϊκά ιστορικά τραύματα, την σεξουαλική ελευθερία και τόσα άλλα.
Χάρη στον Ανταίο Χρυσοστομίδη και τους συνεργάτες του η τόσο πολύπαθη, ελληνική δημόσια τηλεόραση διαθέτει το πολύτιμο οπτικοακουστικό υλικό αυτών των εκπομπών, ένα πανανθρώπινο αρχείο παγκόσμιας κληρονομιάς που όμοιο του δεν διαθέτουν τα μεγαλύτερα και αξιολογότερα ευρωπαϊκά δίκτυα όπως είναι η RAI, το BBC, η Deutsche Welle, κ.α. Στις εκπομπές αυτές βρίσκεται ένα αληθινό «οπλοστάσιο» γνώσεων των πιο αγαπημένων λογοτεχνών της υφηλίου. Η μικρή Ελλάδα, που 5 χρόνια τώρα «βασανίζει» τον πλανήτη, αυτή η μικρή χώρα της δημοκρατίας και του πολιτισμού, συνδράμει και αυτή με όλες της τις δυνάμεις σε μια διαφορετική παγκοσμιοποίηση, αυτή της παγκοσμιοποιημένης γνώσης και πολιτισμού, παραδίνοντας στις επόμενες γενιές μια μεγάλη κληρονομιά.
Ο Ανταίος ήξερε από νωρίς, ήταν άλλωστε κάτι που το έμαθε από τον Σοφιανό[1], ότι η κουλτούρα δεν είναι υπόθεση των λίγων. Ο διανοούμενος Ανταίος απευθύνθηκε στη δημόσια τηλεόραση (γνωρίζοντας πολύ καλά ο ίδιος ότι η τηλεόραση είναι ένα μέσο που αμφισβητείται έντονα από τους διανοούμενους, με τον ίδιο τρόπο που το έκανε παλιότερα όταν ήταν ο πρώτος διευθυντής της ελληνικής έκδοσης του Playboy) για να φέρει μέσα στο σπίτι μας τα «ιερά αυτά τέρατα» της λογοτεχνίας που άλλως θα έπρεπε να ταξιδέψουμε δεκάδες χιλιόμετρα μακριά για να τους ακούσουμε σε κάποια ακαδημαϊκή ομιλία τους. Και πέτυχε μια παγκόσμια συνομιλία μεταξύ διανοουμένων να επικοινωνηθεί στο τηλεοπτικό κοινό της Ελλάδας που με το πέρασμα των μηνών πύκνωνε και πολλαπλασιάζονταν με γεωμετρική πρόοδο.
Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης ήταν ένας «ιδαλγός του βιβλίου» έγραψε στο δικό του επικήδειο ο Γ.Μπασκόζος. Ναι ήταν, όπως ήταν και ιδαλγός του κινηματογράφου, της μουσικής, της μαγειρικής, των ταξιδιών, της τέχνης, του πολιτισμού αλλά και της πολιτικής.
Ο Ανταίος ήταν φίλος μου και η «παρέα της Ρώμης», αυτόν τον Αύγουστο, έχασε τον ευγενή αρχηγό της. Χάρη στον Ανταίο, όλη η παρέα, ζήσαμε από κοντά στο σπίτι του στην Αθήνα τον N. Ammaniti και τη γλυκιά, δικηγόρο σύζυγό του, ένα εορταστικό βράδυ Χριστουγέννων. Την συντροφιά με τον Antonio Tabucchi στις ταβέρνες της ελληνικής επαρχίας κάποια ζεστά καλοκαίρια. Ο Ανταίος έφυγε από κοντά μας φέτος τον Αύγουστο και εμείς, η «παρέα της Ρώμης» θα μάθουμε να ζούμε με την ανυπόφορη σκέψη ότι δεν θα ξαναμιλήσουμε μαζί του, δεν θα τον ξαναδούμε. Παρηγοριά μας θα είναι οι μεταφράσεις του[2] αλλά και οι διηγήσεις του για τους John Le Carre, Daniel Kehlmann, Mario Vargas Llosa, Nadine Gordimer, Orchan Pamouk, Carlos Fuentes, Dario Fo, Ian McEwan, Amos Oz, Giasmina Chandra αλλά και τόσους άλλους και άλλες. Παρηγοριά μας θα είναι και οι θύμησες του από την μακαρονάδα που του μαγείρεψε ο Umberto Eco και τη βουτιά τους στην πισίνα του Ιταλού συγγραφέα αλλά πάνω από όλα, παρηγοριά και δύναμη μας θα είναι ο ίδιος ο Ανταίος και η ευγενής αγάπη του για την ζωή και τα ανθρώπινα.



Ανταίε μου…



* H Νέλλη Κουρέτα είναι  πολιτισμολόγος


Γιώτα Λαγουδάκου, Ανταίος Χρυσοστομίδης


«Είσαι ανόητη!»

γράφει η Γιώτα Λαγουδάκου*

«Είσαι ανόητη» μου λέει γελώντας κάτω απ’ τα μουστάκια του κάθε φορά που δήθεν υπερβαίνω τα εσκαμμένα. Μου αρέσει τόσο πολύ να βλέπω αυτό το συνωμοτικό χαμόγελο στο πρόσωπό του κάθε φορά που παίζουμε αυτό το προσυμφωνημένο παιχνίδι, που δεν χάνω ευκαιρία. «Είσαι ανόητη» μου λέει και είναι ο τρόπος του να μου δείξει πόσο χαίρεται.
      Ο Ανταίος είναι ένας άνθρωπος χαρισματικός, σπάνιος, ακέραιος. Σε κερδίζει  αμέσως, σε κερδίζει ακόμα κι αν δεν τον ξέρεις προσωπικά, σε κερδίζει με τις μεταφράσεις του και τα βιβλία του, με τα κείμενά του. Δεν είναι μόνο το εύρος της μόρφωσής του αυτό που αντιλαμβάνεσαι από την πρώτη στιγμή, είναι η εντιμότητά του, η ευθύτητά του, η καθαρότητά του. Τον γνώρισα πριν από περίπου είκοσι χρόνια, όταν αρχίσαμε, ταυτόχρονα σχεδόν, τη συνεργασία μας με τις εκδόσεις Καστανιώτη. Θυμάμαι σαν τώρα τη μέρα που τον πρωτοείδα. Είχαμε ραντεβού για να μου πει πώς του φάνηκε το δείγμα της μετάφρασής μου και φυσικά είχα απίστευτη αγωνία, γιατί ήθελα σαν τρελή να συμμετάσχω στην εξαιρετική σειρά των κλασικών του Καστανιώτη. Φορούσε άσπρο πουκάμισο, μαύρο δερμάτινο γιλέκο και μπλουτζίν. Έτρεχε σαν σίφουνας πέρα δώθε, έκανε εκατό πράγματα μαζί. Και αυτό έκανε πάντα: εκατό πράγματα μαζί. Μετάφραζε, επικοινωνούσε με τους ξένους συγγραφείς, ανέθετε μεταφράσεις, διάλεγε εξώφυλλα (αυτά τα καταπληκτικά εξώφυλλα!), φρόντιζε για τις «Κεραίες», είχε τη σταθερή του στήλη στην «Αυγή». Και έτρεχε. Μονίμως. «Καλά, δεν ντρέπεσαι να αφήνεις τους συγγραφείς να τρέχουν πίσω σου;» τον πείραζα κάθε φορά που οι «Κεραίες» είχαν εξωτερικά γυρίσματα – ακολουθούσε η μόνιμη επωδός: «Είσαι ανόητη!»
      Ο Ανταίος είναι ένας άνθρωπος πολύ τρυφερός. Το βλέπω στον τρόπο που ανησυχεί για τους μεταφραστές του, στη χαρά που έχει η φωνή του όταν σου ανακοινώνει ότι πήρε τα δικαιώματα του τάδε βιβλίου και ότι θα το κάνεις εσύ. Το βλέπω στον τρόπο που νοιάζεται όποτε διακρίνει μια σκιά ανησυχίας στο πρόσωπό σου. Το βλέπω στον τρόπο που απολαμβάνει τη συντροφιά των φίλων του. Στον τρόπο που καμαρώνει όταν οι μεταφραστές που μαζί του είχαν κάνει τα πρώτα τους δειλά βήματα ανοίγουν πια τα δικά τους φτερά. Και όλα αυτά με διακριτικότητα, καθόλου κραυγαλέα και με κανέναν στόμφο.
      Ο Ανταίος είναι ένας άνθρωπος που ξέρει να απολαμβάνει. Να απολαμβάνει ένα ωραίο κείμενο, να απολαμβάνει τη λιακάδα, το καλό φαγητό, το πηγαίο χιούμορ, την κλασική μουσική και τους αγαπημένους του Έλληνες συνθέτες, τη νευρική οδήγηση, ένα σινεμά με παρέα, το Campari στις βιβλιοπαρουσιάσεις, τα πειράγματα, τα αστεία, τις εξομολογήσεις.
      Ο Ανταίος είναι και καυστικός όμως. Δεν υπάρχει περίπτωση να σου τη χαρίσει αν κάτι δεν του αρέσει. Θα σου το πει, θα σου το δείξει, μπορεί να μαλώσετε, να φωνάξει, να σταματήσει όμως για ν΄ ακούσει και τις δικές σου φωνές και μετά να έρθει να σ' αγκαλιάσει και να σου πει ότι σ' αγαπάει...
      Αυτός είναι ο Ανταίος, ο δάσκαλος, ο συνεργάτης, ο φίλος, ο μεγάλος αδελφός!


* Η Γιώτα Λαγουδάκου είναι μεταφράστρια


Με τη Γερμανίδα νομπελίστρια συγγραφέα Χέρτα Μύλερ, στο Σπίτι της λογοτεχνίας στο Δυτικό Βερολίνο.

Οι κεραίες της εποχής μας

Επεισόδιο: «ΧΕΡΤΑ ΜΥΛΛΕΡ – ΓΕΡΜΑΝΙΑ»:http://webtv.ert.gr/katigories/politismos/18apr2015-i-kerees-tis-epochis-mas/
Πηγή φωτο: http://www.chronosmag.eu/


Οι κεραίες του Ανταίου


Η ιταλική αφετηρία του Ανταίου Χρυσοστομίδη
και ένα υπαρξιακό πορτρέτο του με τα μάτια ενός επιστήθιου φίλου του

Αναδημοσίευση από:http://www.chronosmag.eu

γράφει ο Γιώργος Μπράμος*

Ένα τρένο ταξιδεύει από τον Βορρά προς τον Νότο της ιταλικής χερσονήσου. Σε ένα εξαθέσιο κουπέ στη δεύτερη θέση, δυο νέα παιδιά μιλάνε ζωηρά και εκστασιασμένα σε μια παράξενη γλώσσα. Λένε ονόματα, αναρίθμητα ονόματα. Σεφέρης, Τσίρκας, Αναγνωστάκης, που οι άλλοι μάλλον δεν καταλαβαίνουν, Θεοδωράκης, το όνομα σύμβολο της δικής τους χώρας, Παπαδόπουλος, το όνομα σύμβολο της επίσης δικής τους τυραννίας.
Και λένε κι άλλα ονόματα: Αντονιόνι, Βισκόντι, Φελλίνι, Τοτό, Παβέζε, Ντίνο Ρίζι, Λόρεν, Καρντινάλε, Λολομπρίτζιντα, ο θαυμαστός καινούριος κόσμος που τους αναστατώνει όσο αρχίζουν να κατανοούν και να συνδέονται, ακατάλυτα όπως έδειξαν τα χρόνια, με τη νέα τους πατρίδα.
Κάποια στιγμή οι συνταξιδιώτες ρωτάνε τα νεαρά παιδιά τι είναι αυτή η γλώσσα που μιλάνε, με λέξεις που θυμίζουν κάτι μακρινό και έχει περίπλοκους φθόγγους. Τους είπανε: «Είμαστε Έλληνες». «Κολονέλλι» απάντησαν οι άλλοι με ελαφρά κρυμμένο οίκτο. «Fronte patriotico» είπες με καμάρι, Ανταίο, και πρόσθεσες: «Resistenza greca». Σηκώθηκαν όλοι από τις θέσεις τους και μας έσφιξαν το χέρι. Η Ιταλία ήταν τότε μια άλλη χώρα, που αποδεχόταν και φιλοξενούσε τη νεανική μας περηφάνια για την αντίσταση κατά της χούντας.
Στη Ρώμη, στο σπίτι κοντά στον σταθμό της Τιμπουρτίνα, έβαλες κι ακούσαμε Τα τραγούδια του αγώνα κι έμαθα από σένα τον Νίνο Ρότα. Θυμάμαι πως δεν ήταν μουσική από ταινίες του Φελλίνι, αλλά από τον Γατόπαρδο του Βισκόντι. Στο τέλος βέβαια η Πάττυ Πράβο και η Μίνα μας ημέρεψαν με τον τρόπο τους.
Μας γνώρισε ο Θανάσης, που η φιλία του στάθηκε καθοριστική και για τους δυο μας. Ο γιος του ο Κοσμάς είναι εδώ, σταλμένος από τον πατέρα του, για να σε αποχαιρετήσει. 
Ήμαστε νέοι τότε, ορμητικοί νέοι, κι εσύ ο πιο ορμητικός από όλους. Και από τότε είχες ανοιχτές τις κεραίες σου, Ανταίο. Σε όλα μέσα. Πολιτική, τέχνη, κινηματογράφος, λογοτεχνία, μουσική – εραστής της όπερας και φίλος της Φαραντούρη. Και η Αριστερά, προπαντός η Αριστερά, καθότι ήσουν γιος του δοκιμασμένου, σκεπτόμενου και αριστερού Σοφιανού. Για όλα είχε το βαθύ κι άμεσο κριτήριο, τη λάμψη στα μάτια.
Ήταν ωραία χρόνια τότε γιατί ήμαστε νέοι κι είχαμε ωραίες ελπίδες. Μπορεί κάποιες απ' αυτές να αποδείχτηκαν πλαστές, μπορεί άλλες να διαψεύστηκαν. Μας άφησαν όμως εκείνο το πολύτιμο και βασανιστικό ταυτόχρονα γονίδιο της αναζήτησης. Εσύ το έκανες χειροπιαστή, γόνιμη και ανεκτίμητη παρακαταθήκη στις μεταφράσεις σου, στη διεύθυνση της Σειράς Ξένης Λογοτεχνίας στον Καστανιώτη, στις τηλεοπτικές «κεραίες της εποχής μας».
Ήσουν στην πιο δημιουργική σου φάση όταν χτυπήθηκες από την αρρώστια. Σχεδιάζαμε πάλι ένα από τα μακρινά ταξίδια, πάντα με αυτοκίνητο – φτάσαμε μια χρονιά ώς τη Γιάλτα για να επισκεφτούμε τον μυθικό τόπο, πηγή της ελληνικής τραγωδίας του Εμφύλιου. Και σε ένα ταξίδι, στη χιονισμένη Δρέσδη, μας γεννήθηκε η ιδέα για τις Κεραίες της εποχής μας.
Εκείνο λοιπόν το μακρινό ταξίδι δεν έγινε. 
Αλλά δεν σταματήσαμε να ταξιδεύουμε. Κι εσύ πια άρχισες να αποχαιρετάς. Θυμάμαι τον σπαραγμό σου, πέρσι τον Ιούλιο, όταν φεύγαμε από το ξενοδοχείο της Ιωάννας Κουτσουδάκη στα Χανιά, το φιλόξενο αρχοντικό όπου πήγαινες πάντα με τον Ταμπούκι, τον φίλο σου.
Μετά πήγαμε στον δικό μου γενέθλιο τόπο, στην Τρίπολη, σε ένα κέντρο αποκατάστασης.
Έσπρωχνα το αναπηρικό καρότσι στον κεντρικό δρόμο, που τώρα είναι πεζόδρομος, και μας περιεργάζονταν όλοι. Σε καθησύχαζα. «Δεν είναι το αναπηρικό καρότσι, είναι ότι είμαστε άγνωστες φάτσες». «Μας περιεργάζονται από περιέργεια;» ρώτησες. «Από καχυποψία», σου απάντησα. «Θεωρούν ότι κάθε άγνωστος έρχεται από τη θάλασσα. Φτάνουν μέχρι εδώ οι πειρατές». Νόμισα πως έτσι σε παρηγορούσα για την αδιακρισία τους.
Περάσαμε από έναν στενό δρόμο, που έχει το όνομα του μουσουργού: οδός Βάρβογλη. «Εδώ είναι το πατρικό μου», σου είπα. Θυμηθήκαμε ότι στο Κάιρο είχαμε ψάξει και είχαμε βρει το δικό σου πατρικό. Ζήλευα πάντα που γεννήθηκες ακούγοντας όλες τις γλώσσες του κόσμου, που κάθε πρωί συναντούσες τόσες φυλές ανθρώπων. Είχες το μεγάλο ποτάμι, τον Νείλο, λίγο πιο κει τις πυραμίδες και τη Σφίγγα. Ήθελες δυο βήματα για να συναντηθείς με την ιστορία.
Αν δεν ήταν το αναπηρικό καρότσι θα είχα ξεχάσει τι τράβαγες. Φλυαρούσαμε σαν την πρώτη φορά που βρεθήκαμε, παρά την εμφανή δυσκολία σου στην άρθρωση.
Τι φρικτή αρρώστια! Το μυαλό, η σκέψη, όλα καθαρά. Αυτιά που ρουφούσαν μουσικές, ήχους, κουβέντες, απείραχτα. Γεύση το ίδιο εκλεκτική, που απολάμβανε το ακριβό κρασί της Ιταλίας και την ταπεινή γουρουνοπούλα της Τρίπολης. Μάτια που πάντα αγαπούσαν τα τοπία των ανθρώπων, την ομορφιά του κόσμου.
Αλλά όλα τα άλλα που υλοποιούν και επικοινωνούν τον μέσα κόσμο του καθενός, τα χέρια που σφίγγουν τα χέρια των φίλων και γράφουν τα υπέροχα κείμενα, τα χέρια που δένουν τον κόμπο στα κίτρινα παπούτσια, όλο και να αγκυλώνονται. Τα πόδια που έτρεχαν στις πλατείες και στους δρόμους της οικουμένης, ήταν πια ανενεργά.
Αλλά το μεγαλύτερο μαρτύριο ήταν όταν άρχισε να χάνεται η ομιλία. Πάλευες απελπισμένα να εξηγήσεις, να συμμετάσχεις στις κουβέντες, στους καβγάδες, στις αναλύσεις. Και νομίζω ότι περισσότερο πονούσες γιατί δεν μπορούσες πια να τραγουδήσεις. Κάποια στιγμή, όταν πήγαμε στη Ζάτουνα να επισκεφθούμε τον τόπο εξορίας του Μίκη, κατάλαβα τον καημό σου. Βάλαμε για πικρή παρηγοριά το «Μιλώ» και νόμισα ότι το ψιθύρισες.
Η αδιανόητη αντοχή, αλλά περισσότερο η γενναιότητα με την οποία στάθηκες μπροστά στη δοκιμασία δεν ξάφνιασε κανέναν. Ήσουν πάντα διψασμένος για ζωή και δεν εγκατέλειψες, μέχρι το τέλος. Ήσουν πάντα ένας άνθρωπος της αντίστασης 
Σου συμπαραστάθηκαν στη δοκιμασία πολλοί. Σε αυτό στάθηκες τυχερός. Αλλά πρέπει να αναφέρω την αυταπάρνηση του αδελφού σου Άλκη και της γυναίκας του Πόπης, του Λουκά και της Ελένης, που μοιράστηκαν τον πόνο σου. Κι επίσης τον Γιάννη Ευδοκιμίδη και τη συνεργάτιδά του Χρύσα για την ιατρική τους φροντίδα. Τέλος στη Σωτηρία, το νοσοκομείο απ' όπου αναχώρησες, όλο το ιατρικό προσωπικό προσπάθησε με συγκινητική επιμονή να κάνει το καλύτερο.
Ανταίο. Εμείς οι αυτοπροσδιοριζόμενοι αγνωστικιστές ξέρουμε πως οι άνθρωποι υπάρχουν στις μνήμες των ανθρώπων. Ίσως πουθενά αλλού. Και το ίχνος που μας άφησες είναι καθοριστικό.
Και θέλω τέλος να σου εξομολογηθώ πως την έτρεμα αυτή την ώρα του αποχαιρετισμού. Γιατί ξέρω πια πως το νυχτερινό τρένο ταξιδεύει βουβό και άδειο, ακριβέ μας Ανταίο.



Καλό σου ταξίδι.


* O Γιώργος Μπράμος είναι δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας



Ανταίος Χρυσοστομίδης, Γιώργος Μπράμος
φωτο:© Μανώλης Τσάφος





Ανταίος Χρυσοστομίδης,, Δήμητρα Δότση



                          «Κάθε λέξη θέλει ψάξιμο…»

γράφει η Δήμητρα Δότση*

Σε θυμάμαι την πρώτη μέρα στη σχολή, στο Πανεπιστήμιο. Κουστουμαρισμένος κι αγχωμένος που πρώτη φορά θα δίδασκες, αγχωμένοι κι εμείς οι μεταπτυχιακοί σου φοιτητές που θα σε γνωρίζαμε και που πρώτη φορά θα μεταφράζαμε λογοτεχνία. Ζήτησες την άδειά μας και βάλθηκες να καπνίζεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Στο επόμενο μάθημα, ήρθες ντυμένος με το τζιν σου κι ένα καρό πουκάμισο, χαλαρός και χαμογελαστός, κι έγινες μεμιάς ο Ανταίος όλων μας, ο δάσκαλος που ήξερε πώς να μεταδώσει τη λατρεία του για τη μετάφραση κι ας μην είχες ξαναδιδάξει ως τότε. Μ’ έναν μαγικό τρόπο μάς είχες συμπαρασύρει όλους στο ταξίδι σου με την απλότητα, την εγκαρδιότητα, τη διαλλακτικότητα, το πάθος σου για δουλειά. Μας αντιμετώπιζες ως ίσους, εμάς τους πρωτάρηδες της μετάφρασης, δίχως να διστάζεις, απλά, ανθρώπινα και ακομπλεξάριστα, να αναγνωρίζεις κάποιες δικές μας ιδέες ως καλύτερες από τις δικές σου. «Μη θεωρείτε τίποτα δεδομένο. Ακόμη και η πιο απλή λέξη συχνά θέλει ψάξιμο» έλεγες. Αυτό κάνω και τώρα, ψάχνω την κατάλληλη λέξη για να περιγράψω αυτό που έδειχνε το βλέμμα σου στην ορκωμοσία μας. Συγκίνηση; Περηφάνια; Μοίρασμα; Χαρά; Όλα μαζί…
Και μετά ήρθε η συνεργασία μας, που εξελίχθηκε σε φιλία ζωής. Σε θυμάμαι στα γραφεία του Καστανιώτη, στη Ζαλόγγου, να ανεβοκατεβαίνεις αγχωμένος τις σκάλες – είχες κόψει και το τσιγάρο – και να φωνάζεις γιατί κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά στο στήσιμο κάποιου βιβλίου, και στις 2 το μεσημέρι ακριβώς να τα ξεχνάς όλα και να γίνεσαι ένας άλλος Ανταίος, ήρεμος, μειλίχιος. Ό,τι κι αν έκανες, εκείνη την ώρα έπρεπε να μείνει πίσω. Ήταν η ώρα του μεσημεριανού φαγητού κι εσύ – συνήθειο από τη ζωή σου στην Ιταλία αυτό –  ήξερες πώς να αποστασιοποιείσαι από τις καταστάσεις, να απεμπλέκεσαι από το καθετί και να απολαμβάνεις τη στιγμή με την παρέα σου, τρώγοντας, γελώντας και αφήνοντας πίσω όλα τα άλλα.
Σε θυμάμαι πάντα χαμογελαστό και κεφάτο, όπως κάθε Σάββατο που ερχόσουν σπίτι μας για να μαγειρέψουμε όλοι μαζί, να κάνουμε τις ασκήσεις μας στα αραβικά κι αργότερα στα γερμανικά – ήθελες να ακονίζεις το μυαλό σου με τις ξένες γλώσσες γιατί φοβόσουν το Αλτσχάιμερ –, να δούμε ταινίες και να περπατήσουμε μέχρι το ζαχαροπλαστείο για να πάρεις το αγαπημένο σου μιλφέιγ σοκολάτα.
Σε θυμάμαι πάντα αεικίνητο να λοξοδρομείς ανάμεσα στα αυτοκίνητα για να διασχίσεις τον δρόμο και να τους αφήνεις όλους πίσω να τρέχουν να σε προλάβουν, ακόμη και τους αγαπημένους σου συγγραφείς στα γυρίσματα.
Σε θυμάμαι να χαίρεσαι σαν μικρό παιδί όποτε έβλεπες αρχαιολογικό χώρο, όπως τότε στον Βόλο που, λίγο προτού σουρουπώσει, ήθελες σώνει και καλά να σκαρφαλώσεις τα συρματοπλέγματα για να δεις τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Δημητριάδας, επειδή δεν βρίσκαμε την είσοδο. Κι όταν τα καταφέραμε και τρυπώσαμε, εσύ έτρεχες για να προλάβεις να τα δεις όλα προτού σκοτεινιάσει.
Σε θυμάμαι να μεταφράζεις στο γραφείο σου στο σπίτι, ακούγοντας μουσική στη διαπασών, να σταματάς για να βρεις μια λέξη στο λεξικό και να τραγουδάς, να τραγουδάς δυνατά. Να τραγουδάς στο αυτοκίνητο όποτε πηγαίναμε εκδρομή, να τραγουδάς στο σπίτι σου όποτε έστρωνες φουριόζος το τραπέζι.
Θυμάμαι πάντα πόσο πολύ αγαπούσες τους φίλους σου, πόσο σου άρεσε να μας πειράζεις και ύστερα να ξεκαρδιζόμαστε όλοι στα γέλια. Ένα πειραχτήρι που μπορούσε να πει τα πιο σοβαρά πράγματα με το πιο αστείο ύφος. Που μπορούσε να σε θυμώσει και να σε καλμάρει ταυτόχρονα.
Θυμάμαι πάντα πόσο αγαπούσες τη ζωή, πόσο την απολάμβανες με τη χαρά μικρού παιδιού.
Ξέρω ότι, αν διάβαζες αυτό που έγραψα, θα μου έλεγες με το πονηρό σου χαμόγελο: «Δότση, άλλαξέ το, είναι συναισθηματικό, σχεδόν παιδικό». Κι εγώ θα σου απαντούσα: «Το ξέρω, αλλά εγώ πάντα έτσι ένιωθα μαζί σου».

*Η Δήμητρα Δότση είναι μεταφράστρια

Μάσιμο Καρλότο, Ανταίος Χρυσοστομίδης

φωτο;http://www.enet.gr/



ΟΙ ΚΕΡΑΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ -- Μάσσιμο Καρλόττο (Massimo Carlotto)
: http://webtv.ert.gr/katigories/politismos/31mai2015-i-kerees-tis-epochis-mas/


78 συγγραφείς συναντούν τον ιδανικό τους αναγνώστη
γράφει η Νότα Χρυσίνα
Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης έγραψε μια παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας στην οποία τα κύρια πρόσωπα και τα κρίσιμα γεγονότα πλέκονται γύρω από την ζωή των λογοτεχνών της εποχής μας. Ταυτόχρονα έγραψε μια μυθοπλασία με την βοήθεια των εικόνων. Μια συλλογή διηγημάτων που αφηγούνται με μοντερνιστικό τρόπο και μέσα από την γραφή της τεχνολογίας τις ιστορίες τους. Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης είναι ο βασικός αφηγητής που σαν τον Βοκκάκιο μάς συστήνει στους ήρωες που μιλούν για τις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά και την εποχή μας, πλέκοντας τον καμβά της εποχής και συμπληρώνοτας τις ψηφίδες της Υδρογείου. 78 ήρωες αφηγούνται τις ιστορίες τους.  Εξάλλου, ο ίδιος ο Χρυσοστομίδης ομολογεί στα προλεγόμενα του βιβλίου που εκδόθηκε με βάση τις συνεντεύξεις του, ότι κατά τη διάρκεια της συγγραφής, είχε την αίσθηση ότι έγραφε και ο ίδιος ένα μυθιστόρημα, με κεντρικούς ήρωες τους 78 συγγραφείς και με κεντρική ιδέα την αισιοδοξία τους για το αύριο.
 Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης είναι ο "ιδανικός αναγνώστης" όλων αυτών των λογοτεχνών στέκεται εμπρός τους και τους θέτει ερωτήματα που ως αναγνώστης κατασκευασμένος από τον καθένα τους θα τους έθετε προκαλώντας τους να απαντήσει κυρίως γιατί δημιούργησαν αυτόν τον αναγνώστη και όχι άλλον.
Τα ερωτήματα αμείλικτα. Τι είναι γραφή; Ποια η αποστολή της μυθοπλασίας; Τι έχει μεγαλύτερη σημασία: το περιεχόμενο, το ύφος, η μορφή ή τίποτα από όλα αυτά; Όλα τελικά τα ερωτήματα καταλήγουν στο υπαρξιακό ερώτημα  "Γιατί γράφεις; "
Ο Περουβιανός Μάριο Βάργκας Λιόσα στη Λίμα και στη Μαδρίτη μιλάει για τη φύση των δικτατοριών και ανατρέπει τα κλισέ του λατινοαμερικανικού «μαγικού ρεαλισμού», ο Πορτογάλος Ζοζέ Σαραμάγκου επισκέπτεται την αρχαία Ολυμπία και το μικρό χωριό στο οποίο μεγάλωσε, την Αζινιάγκα, αναλύοντας τα αδιέξοδα της παγκοσμιοποίησης και της σύγχρονης δημοκρατίας, ο Ιταλός Ντάριο Φο συζητεί στο Μιλάνο για το θέατρο, το γέλιο και τους αρλεκίνους της πολιτικής, η Νοτιοαφρικανή Ναντίν Γκόρντιμερ μας ξεναγεί στο ένοχο παρελθόν του ρατσιστικού καθεστώτος του Απαρτχάιντ, ενώ ο Τούρκος Ορχάν Παμούκ ξεδιπλώνει την ιδιαιτερότητα της Κωνσταντινούπολης και της σχέσης Ανατολής και Δύσης, παράδοσης και νεωτερικότητας, σε μια πανέμορφη γωνιά στα Πριγκιποννήσια ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο.
 Ο Ισραηλινός Αμος Οζ ενδιαφέρεται για τις ανοιχτές πληγές της Μέσης Ανατολής και την οικογένεια, ο Γαλλοαλγερινός Γασμίνα Χάντρα για τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τον «διάλογο κωφών» ανάμεσα στη Δύση και στον αραβικό κόσμο, ο Ρώσος Βλαντίμιρ Μακάνιν για την ουσία της μετασοβιετικής εποχής, ο Ανατολικογερμανός Ινγκο Σούλτσε για την κληρονομιά του Τείχους του Βερολίνου, η Π. Ντ. Τζέιμς για τα μυστικά της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο ιρλανδός στυλίστας Τζον Μπάνβιλ για τη λυτρωτική δύναμη της τέχνης μπροστά στον θάνατο.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω απαντήσεις- αφηγήσεις η απάντηση στο ερώτημα "Γιατί γράφω" θα μπορούσε να είναι, έστω κάπως αυθαίρετα, η δημιουργία μιας πραγματικότητας ή η προέκτασή της καθώς ο άνθρωπος μόλις συνειδητοποιήσει την τραγικότητα της ύπαρξης δημιουργεί διεξόδους διαφυγής από αυτήν. Η περατότητα της ζωής μπορεί να καταργηθεί μόνο μέσα από την κατάργηση του χρόνου και της φθοράς η οποία επιτυγχάνεται μέσα από τις εικονικά βιωμένες ζωές των ηρώων του λογοτέχνη και την κατάργηση των ορίων του βίου μέσα από την εμβάπτιση των ηρώων στην αιωνιότητα.
Ο λογοτέχνης κατασκευάζει μέσα στο κείμενο τον αναγνώστη του και τον καθιστά κληρονόμο του βίου όλων των πιθανών εκδοχών της ζωής. Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης γνώριζε πώς να συνομιλήσει με τον δημιουργό του- ως ιδανικός αναγνώστης, καθώς ως μεταφραστής που ήταν, έζησε μέσα από την γραφή του και ως ένα σημείο μπορούσε να αναπνεύσει μέσα από το κείμενό τού εκάστοτε συγγραφέα. Γνώριζε τις σιωπές του. Ερμήνευε τις σιωπές του και συντελούσε στην διατήρηση του μυστηρίου της ζωής.

 Σε ευχαριστούμε για όλα, Ανταίο Χρυσοστομίδη!