γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*
(βιβλίο 2ο της τριλογίας «Η Μάχρια της λήθης»)
της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη,
από τις εκδόσεις Λιβάνη
Πάντοτε με ενδιαφέρον αντιμετωπίζω την ικανότητα κάποιων συγγραφέων να απλώνουν τη μυθοπλασία τους μέσα σε πολλές σελίδες, αφηγούμενοι μια πολυπρόσωπη ιστορία που εκτείνεται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα και λαμβάνει χώρα σε ποικίλους τόπους. Αν και προσωπικά περισσότερο με ελκύουν οι συντομότερες γραφές, δεν μπορώ να μην παραδεχθώ ότι μια τέτοια λογοτεχνική δουλειά απαιτεί χρόνο και κόπο -όπως είναι φυσικό- αλλά κυρίως γνώσεις, αν προτίθεται κάποιος να παρουσιάσει μια εικόνα που δεν θα προδώσει την αληθοφάνειά της στην πρώτη ανακρίβεια.
Το εγχείρημα της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη να αφηγηθεί την ιστορία της μέσα σε τρεις τόμους (ήδη κυκλοφορεί ο δεύτερος) είναι εντυπωσιακή. Κυρίως επειδή κατορθώνει ως τώρα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την πλοκή, χωρίς να πλατειάζει καθόλου. Οπωσδήποτε κάτι τέτοιο απαιτεί καλή πένα, πλήρη γνώση του αντικειμένου της (εποχή, γεγονότα, ιστορικές συνθήκες) αλλά και γνώση των τεχνικών γραφής που καθιστούν ένα τόσο εκτενές αφήγημα ξεκούραστο στην ανάγνωση.
Η συγγραφέας για να το πετύχει αυτό έχει επιλέξει την τεχνική των πολλαπλών αφηγήσεων. Τα πρόσωπα της ιστορίας εναλλάσσονται στην παρουσίαση των γεγονότων, μεταφέροντας έτσι την προσωπική τους οπτική χωρίς το φίλτρο του παντογνώστη-αφηγητή (αυτός παρεμβαίνει ελάχιστα, όποτε χρειάζεται η μηδενική του εστίαση), που θα καθιστούσε την εξιστόρηση μονόπλευρη. Κι εδώ κατορθώνει η συγγραφέας να μας παρασύρει με το τέχνασμά της, ώστε να λησμονούμε διαβάζοντας ότι φυσικά ένας είναι ο αφηγητής-συγγραφέας σε κάθε περίπτωση. Το κάθε πρόσωπο χρωματίζει τον λόγο του με τη δική του προσωπικότητα, τη δική του οπτική, μεταμφιέζοντας έτσι τη μυθοπλασία σε ζωντανή, ρεαλιστική ντοκουμενταρισμένη αφήγηση.
Και είναι απαραίτητο αυτό, νομίζω, προκειμένου να παρουσιαστεί μπροστά μας αυτή η ιστορία, η οποία αρθρώνεται εισχωρώντας σε τόσο διαφορετικό κάθε φορά περιβάλλον από την άποψη της γλώσσας, της θρησκείας, και της κουλτούρας και η οποία φέρνει αντιμέτωπες εκ διαμέτρου αντίθετες νοοτροπίες.
Η συγγραφέας για να το πετύχει αυτό έχει επιλέξει την τεχνική των πολλαπλών αφηγήσεων. Τα πρόσωπα της ιστορίας εναλλάσσονται στην παρουσίαση των γεγονότων, μεταφέροντας έτσι την προσωπική τους οπτική χωρίς το φίλτρο του παντογνώστη-αφηγητή (αυτός παρεμβαίνει ελάχιστα, όποτε χρειάζεται η μηδενική του εστίαση), που θα καθιστούσε την εξιστόρηση μονόπλευρη. Κι εδώ κατορθώνει η συγγραφέας να μας παρασύρει με το τέχνασμά της, ώστε να λησμονούμε διαβάζοντας ότι φυσικά ένας είναι ο αφηγητής-συγγραφέας σε κάθε περίπτωση. Το κάθε πρόσωπο χρωματίζει τον λόγο του με τη δική του προσωπικότητα, τη δική του οπτική, μεταμφιέζοντας έτσι τη μυθοπλασία σε ζωντανή, ρεαλιστική ντοκουμενταρισμένη αφήγηση.
Και είναι απαραίτητο αυτό, νομίζω, προκειμένου να παρουσιαστεί μπροστά μας αυτή η ιστορία, η οποία αρθρώνεται εισχωρώντας σε τόσο διαφορετικό κάθε φορά περιβάλλον από την άποψη της γλώσσας, της θρησκείας, και της κουλτούρας και η οποία φέρνει αντιμέτωπες εκ διαμέτρου αντίθετες νοοτροπίες.
Στον πρώτο τόμο της τριλογίας («Η Μάχρια της λήθης») βρεθήκαμε στην Κρήτη του 1867, εκεί που ξεκινά η ιστορία της Μάχριας, και παρακολουθήσαμε την ξεχωριστή ιστορία της ζωής της μέχρι το 1889. Από την Κρήτη στην Κωνσταντινούπολη, στη Μασσαλία, στο Παρίσι.
Στον δεύτερο τόμο («Η αγάπη είναι δύναμη») η ιστορία εκτυλίσσεται από το 1889 ως το 1893, με τα γεγονότα να διαδραματίζονται ακόμη στη Σαρδηνία και στην Ιαπωνία. Είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι η συγγραφέας επιμένει σε ακριβείς λεπτομέρειες που καθιστούν τα μέρη αυτά απολύτως ρεαλιστικά. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως μεταφέρεται μέσα στο σκηνικό του κάθε νέου τόπου χωρίς να προσβάλλεται από ανακρίβειες και υπερβολές. Οι τόποι είναι αληθοφανείς, τα πρόσωπα καθίστανται οικεία, οι ιστορίες τους μας παρασύρουν και μας καθηλώνουν στον κόσμο τους.
Το θέμα που κυριαρχεί στην ιστορία της Μάχριας είναι η αγάπη. Μια αγάπη πληθωρική, απόλυτη στις επιθυμίες της, αφημένη στα πάθη που την κατακλύζουν, ειλικρινής στα αισθήματά της. Και όλα αυτά μέσα σε μια ζωή που καθόλου εύκολη δεν είναι, εκεί στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με προκαταλήψεις, οπισθοδρομικές νοοτροπίες και φανατισμούς να δυσκολεύουν την πορεία των ηρώων, της Μάχριας, της Μπιχριμπάν και του καπετάν Σουκρού, του Ζακ, του Φρανσουά και των υπολοίπων βασικών προσώπων. Να σημειώσω εδώ ότι η πολλαπλή αφήγηση εκτείνεται ακόμη και σε δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας, αποδεικνύοντας έτσι ότι η οπτική μιας υπηρέτριας ή μιας νοσοκόμας, για παράδειγμα, μπορεί να φωτίσει πτυχές των γεγονότων και να ερμηνεύσει συμπεριφορές και αντιδράσεις. Εδώ όλα τα πρόσωπα έχουν τον ρόλο τους, και μάλιστα τον υπερασπίζονται με σθένος.
Δύναμη θα χρειαστεί η Μάχρια («ευφυής, όμορφη και άρρωστη») για να ξεπεράσει τον εθισμό της στο όπιο, δύναμη και ο Ζακ για να επιβιώσει σε ξένο τόπο και θεωρούμενος νεκρός για όλους, ομοίως με δύναμη θα πρέπει να οπλιστεί ο Φρανσουά για να στηρίξει με την αγάπη του τη γυναίκα που αγαπά καταστρέφοντας τα στοιχεία εκείνα που απειλούν να αναιρέσουν την ευτυχία του. Είναι ενδεικτική η φράση που θα πει κάποια στιγμή ο δρ Γκέρχαρτ
«φαίνεται ωστόσο ότι η ζωή είναι πολύ πιο ισχυρή από τις οδύνες μας».
Αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες θα αποδειχθούν δυνατοί, σε όποιο σημείο της πλοκής θα χρειαστεί η παρουσία τους να γίνει αρωγός του ήρωα μέσα στην προσωπική του τραγωδία.
Η γλώσσα της συγγραφέως είναι πλούσια και ταιριαστή κάθε φορά στο πρόσωπο που μιλά, το οποίο προέρχεται από άλλο πολιτισμικό περιβάλλον (οπότε και η αληθοφάνεια του χαρακτήρα θα πρέπει να συμφωνεί με τον λόγο που εκφέρει) αλλά και ανάλογη των συναισθηματικών καταστάσεων που αυτό βιώνει.
«Λες και ξαφνικά μπήκε απ’ το παράθυρο μια αστραπή κι όλα πήραν καθαρές κι έντονες διαστάσεις. Πρόσεξα την κλωστή που κρεμόταν απ’ το ξηλωμένο στρίφωμα του μανικιού του γιατρού, είδα ένα τριμμένο, φαγωμένο σημείο πάνω στο χαλί, το εμαγιέ λαβομάνο στη γωνία, τη σκόνη στον καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος πάνω απ’ το τζάκι. Λες και ακινητοποιήθηκε ο χρόνος, κι εγώ με τον δρα Γκέρχαρτ, το θείο Σουκρού και τον Φρανσουά ήμασταν μορφές γκρίζες σε μια φωτογραφία, παγωμένες στην αιωνιότητα».
Ακούμε εδώ τη Μάχρια, που μόλις έχει πληροφορηθεί τον χαμό του αγαπημένου της Ζακ. Ξεχώρισα αυτό το απόσπασμα λόγω της απολύτως συγκρατημένης γραφής. Ούτε θρήνος ούτε υπερβολές. Είναι η στιγμή που ο κόσμος σου καταρρέει και τότε η παραμικρή λεπτομέρεια των αντικειμένων γύρω σου -όσο αμελητέα και να είναι η παρουσία τους κάτω από άλλες συνθήκες- είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας για να μη χάσεις την επαφή με την πραγματικότητα.
Με εύστοχες παρεμβολές πληροφοριακού χαρακτήρα καλύπτονται πιθανές απορίες του αναγνώστη, καθόσον θα πρέπει να θυμηθεί πρόσωπα και σχέσεις μεταξύ τους, που είχαν παρουσιαστεί στον πρώτο τόμο. Η συγγραφέας, λοιπόν, μας θυμίζει σημαντικές υφάνσεις της πλοκής, κάνοντας έτσι δυνατή ακόμη και την ανάγνωση του δεύτερου τόμου απευθείας. Αυτό είθισται να γίνεται σε άλλες τριλογίες που η κάθε μία ιστορία διαβάζεται και αυτοτελώς. Εδώ οι ιστορίες δεν είναι αυτοτελείς, οπότε απαιτείται μία υπενθύμιση. Ομοίως πολύ καλή η επιλογή να παρατεθούν στην αρχή του βιβλίου τα πρόσωπα της ιστορίας, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει κάθε φορά που κάτι του διαφεύγει σ’ αυτό το πολυπρόσωπο μυθιστόρημα.
Μια πολύ αξιέπαινη γραφή, εν κατακλείδι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα στην πλοκή του. Τελειώνοντας τον δεύτερο τόμο της τριλογίας, νιώθεις πως περιμένεις τη συνέχεια. Αυτό νομίζω πως είναι το καλύτερο σχόλιο που μπορεί κανείς να κάνει για το βιβλίο αυτό.
Διώνη Δημητριάδου
-------------------------
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»(http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)