Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

"Αξήγητα έπη στον Καρυωτάκη" του Έκτορα Πανταζή




Μιχαλιός

Ο Μιχαλιός εφόρεσε σαρίκι
στραβά κοιτάει βήχει ξεβήχει
ένα για εκείνον μετράει
βλέπει στο πιλοτήριο τον Καρυωτάκη
ανάβει το μηχανισμό Γειά σου πατριωτάκι;
στραβά κοιτάει βήχει ξεβήχει
κι όλα τα στέλνει στο χαμό
*
Στον Καρυωτάκη, συμβαίνει η ποιητική του με μετρονόμο, τον χαϊδεύει με το μάτι του. Γιατί αν
Αν η ζωή πέρναγε τον άξονα ισορροπίας θα τα ανέτρεπε όλα και ποιητικώς. Και οι αρχαίοι μάς έλεγαν: Το θάνατο δεν τον φοβάμαι, φοβάμαι την αρρώστια, την ασθένεια, τη φθορά, την ανημπόρια, τα γηρατειά.
Βίος και ποίηση, πεισιθάνατα, θέλησαν να βαδίσουν του ποιητή της Πρέβεζας, τόσο που Πρέβεζα άρχισε να είναι το κακό προμάντεμα. Όμως σε μας, θα έπρεπε να είμαστε διανοητικά ανάπηροι να μην διαγνώσουμε την ποιητική συνθήκη. Σάτιρες, όπου τα Ελεγεία μάς σαρκάζουν όπως δόντια νεκροκεφαλής. Για κείνον φαρμάκι για μάς φάρμακο.
Μπορεί στον άνθρωπο που του χαρίστηκε το καλλίτερο, να πίνεται σαν δηλητήριο; Ποίηση σε ανεπίτρεπτη δόση σκοτώνει; Αντέταξε τη σάτιρα ως αμυντικό λόγο, όμως και τα καλλίτερα φάρμακα, όπως νηπενθή όπια μαγικά φίλτρα, δεν είναι να περνάς το μέτρο, αλλά καμιά φορά η ζωή πίνεται μονορούφι!
Απαλοί κόκκινοι σπινθήρες, ταφογράφος, με κάθε ποίημα έσκαβε πιο βαθύ τάφο, όσο που Πρέβεζα να σημαίνει φέρετρο για τον ποιητή υγρό, κάτω από το θρόισμα των ευκαλύπτων, το νέο έμβλημα θανάτου. Μαζί με τον ποιητή γέρνει και ο ρομαντισμός στον τάφο του.
*.

Προχωρημένη στιχουργική με κριτήρια παριζιάνικης σχολής ( μα αφού ποίηση Μπωντλαίρ περιέλαβε αυτούσια  σε συλλογή του χωρίς να αναφέρει τον ποιητή. Τα αφομοίωσε τόσο ώστε έγιναν δικά του η μάλλον έπαθε ταυτοπροσωπία), αλλά δεν παύει να είναι ένα παιδί,  δεν προβαίνει αγέρωχος και αυτεξούσιος, τον ρίχνουν φρονήματα αλλότρια σε συμπόρευση ξένης, η δύναμη στίχου των παιδιών της πόλης των φώτων, υπήρξε καθηλωτική, επιρροή που θα τον συντρίψει. Πρώτα τον άρπαξε στην ψυχή, μετά σωματικώς η ασθένεια,(ήταν κάτι σαν μόδα, τόσο πολλούς είχε ξεκάνει η σύφιλη εκείνα τα χρόνια δημιουργούς, εξέχουσες μορφές της μεσευρώπης), μισώντας την ενδοχώρα, όχι χωρίς αιτία, αλλά και από πνευματικό αλληθώρισμα έως πτωχαλαζονεία, χώρα σε διαρκή κατάρρευση, και με τους ανθρώπους των γραμμάτων να αρμέγουν πράγματα μιας Ευρώπης που παρήκμαζε, η ελληνική παρακμή να ακολουθεί. Τότε τα μοτίβα θα ταιριάξουν και τις σωματικές αρρώστιες που θ’ αρπάξουν εκεί, με τρόπο που ζωή και στίχος συναπαρτίζουν το μαύρο λεύκωμα ποιητικής αβύσσου που στον τυφλό της πάτο ζητούν να καθρεφτιστούν, ο παρακμίας της επαρχιακής Ευρώπης υπερακοντίζει και λυγάει, γίνεται θύμα ενός μαύρου ρομαντισμού όσο οι προσήλυτοι στις ακραίες ιδεολογίες στα καθ’ ημάς ερωτεύονται τα ξερονήσια.
Μ’ αυτό η Ελλάδα διέτρεξε πενήντα χρόνια ήττες του έξω ελληνισμού αλλά και καθίζηση του έσω τοπίου, δεν άντεξαν οι πνευματικές πλάτες ενός λαού που έχανε τις ρίζες του με ραγδαίο ρυθμό και δεν κατόρθωνε να αποτινάξει το μεσαιωνικό του λήθαργο. Πολιτισμικά οικονομικά κοινωνικά αποδείχτηκε άθυρμα στις περιπέτειες των καιρών.
*
Έπρεπε να είσαι εστέτ να είσαι δανδής για να ηχήσει έτσι η πένα ν’ αγγίσει το κάτω πάτωμα όσο η φτέρνα κι όσο η βακτηρία πένθιμα τέχνης κουφά χτυπήματα. Μια ζωή που δεν έσωσε να σοδέψει να δρέψει.
Αιρετικός ερωτικός. Όλη η τής ποιήσεως πνευματική φορά συνέκλινε με την ακραία πάθηση κι έδεσε στίχο θανατηφόρο, η μελαγχολία ήπιε τον πικρό καφέ της κι όλα τα δηλητήρια της ζωής κι αν ήταν πόζα κατέληξε θέση που μόνο φέρετρο της ταίριαξε.
Πικρό τριαντάφυλλο η ζωή τού χαριζόταν, το τίναξε ως το τέλος ανελέητα, πίεσε το συναίσθημα κι άφησε πίσω την πικρή του εσάνς,  ο εραστής της ντεκαντάνς. Έτσι που ποίηση και ζωή οπλίστηκαν για θάνατο. Ο ποιητής νίκησε αλλά η σκανδάλη ήταν του θανάτου. Τώρα πράγματι η αθανασία του είναι στα ύψη γύψου, κατακορύφως ύφος.

Το τριαντάφυλλο σύμβολο ζωής καθόσον ξεφυλλίζεται
της ηλικίας του το ταξίδι με ισάριθμα φύλλα
μόλις που πρόλαβε ν’ ανθίσει
φυσάει στο ποίημα καταιγίδα μα δεν το κλονίζει
αλλά όπως φλόγες στα αδιάβατα δάση, αναρριπίζει
*
Με φίλησε σύφιλη κέρασμα καθώς με αγκάλιασε στο σκοτεινό πέρασμα. Έτεινε η αρρώστια από το κοινωνικό σώμα να περάσει μέσα του. Ήταν ακριβώς η συφιλιδική Ελλάδα που κερνούσε ωχρά σπειροχαίτη.
Ήπιε την κούπα του με δυνατό κοκταίηλ από εδώδιμα αποικιακά. Μέσα σε μια ηττημένη χώρα, πνευματικής υστέρησης, σε μια αυτάρεσκη πρωτεύουσα με τους αστούς της σε μεταπρατική τροχιά, με ένα ανταλλάξιμο πληθυσμό στις παράγκες, με βαθύ ταξικό μίσος ,πολύ δεν ήθελε να αναζητήσουν οι πρωτοπόροι πιο δυνατά δηλητήρια να ταλαιπωρήσουν το σώμα τους να ναρκώσουν την ψυχή τους. Για να αντιληφθούμε με τι πλοκάμους έστηνε την αγχόνη του αρκεί να ρίξουμε μια ματιά ή ένα ρώτημα στα πεζογραφικά δρώμενα των συνομήλικών του, και επίσης να δούμε το πέρασμα όσων ποιητικά επέμειναν το δρόμο μετά. Αλλά ποια θα ήταν η πρόζα παράλληλων οδών και ιδεών, πώς θα ισοφάριζε την “πιστολιά” η καθαρή πρόζα;
Τη μαύρη του απελπισία μπόρεσε και την έδωσε σε στίχους δάνεια παρισινά, έτσι κατέφυγε κει απ’ όπου πήρε τα ισοδύναμα των παθών του ιατρικά, μια γλώσσα κι ένα τόνο που ελευθέρωσαν το αίσθημά του το πάθημά του. Μ’ αυτά έσπασε την τροχιά της επαρχιακής Αθήνας και τίναξε πραγματικά βέλη απ’ τη φαρέτρα του βουτηγμένα σε δηλητήρια ιδιοσκευής του, ώστε κάρφωσε ζωντανό στόχο.
Η επιτυχία του γυρνά μέσα στο νόμο της αιώνιας επιστροφής. Κύδος του ότι αποστράφηκε τη φενάκη κι ότι δεν εκχώρησε την πνευματική του ελευθερία. Στο αδιέξοδο αυτό, οδήγησε το χέρι του στη μόνη έξοδο.
Και έτσι ποιητής του κανόνα κι αυτός στηρίζει της χώρας τον πνευματικό σκελετό. Καμμιά χώρα δεν μπορεί να πορευτεί να κυβερνηθεί ψυχικά χωρίς.
*
Αγκαθοστάλες δροσιά στα μάτια κι ύστερα τα καυτά δάκρυα ,στο βάθος καίει ένα κερί.
Δεν οροδώ δεν κοντοστέκω θα γίνω ρόδο των Αζτέκων, (η θανάσιμη εξόρυξη καρδιάς), ένιωθες μες στο μέλλον τις τυραννίες που σε τυλίγαν εδώ ειρωνείες ροδοσταλίδες
σαν αποξημερωθείς και πριν ναρθεί το γιόμα  ,βαμμένο στόμα.
Πριν στην ζωή να μπούμε, για θάνατο κινήσαμε, μάς δίπλωνε ύπαρξη με την ανυπαρξία ολόγυρα να την σφίγγει σαν βρόχος γύρω απ’ το λαιμό όπως αγορητή στη συνέλευση των Οπουντίων Λοκρών
άχ, τί είσαι ζωή ένα τρεμουλιαστό μερμήγκι σφαίρα στο μελίγκι.
Ο στίχος λυσίπονος κατεβαίνει στην ψυχή όπως αναβράζον δισκίο στον πάτο του ποτηριού, κάνει για λίγο να μην νιώθετε η φθορά κι η σφαίρα πάει βαθύτερη παρηγοριά λυσίζωη θανατηφόρα
φως και θεός
έληξε ο χρόνος, το αμόνι από το ολοήμερο σφυροκόπημα κι αν καίει, καίει που με τον ήχο αυτό βγαίνουν ανδριάντες, η μεταφυσική αρχίζει με το θάνατο, μπροστά σε μια νεκροκεφαλή γινόμαστε όλοι Άμλετ. Στείρος πόνος, στάδια απόσβεσης της ουσίας του ποιητή μέσα στο ποίημα του ζωντανού αδερφού, ο πόνος πήρε τη ζωή μου και κάθε πόνος παίρνει κι άλλο, τον πλημμύρισε όλο και οξύτερος πόνος. Ο ποιητής αναλαμβάνει με τα ίδια του τα μέσα να ομολογήσει την ασφυκτική συνθήκη, αρχίζοντας από τον εαυτό του δεν μπορεί παρά να αφανιστεί.
*
Ο μαύρος ρομαντισμός πικετοφορεί
Η αρρώστια του γίνεται η έσχατη ποιητική του όσο του κλέβει ζωή, βίο. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει το κατά γράμμα απ’ την ιατρική γνωμάτευση που του  στερεί βίο ερωτικό, κι ύστερα τον λωλαίνει. Η τέχνη είναι φονιάς στα χρόνια του Κεφαλαίου;
Εκείνο το αρνητικό επί τω έργω, δεν ρίχνει ρίζες βαθιές στη ζωή ως κάτου στην άβυσσο, ο θάνατος ως το απώτερο άνθος κακού στον Κ. Στην Ελλάδα βιώθηκε ακραία η αισθητική συνθήκη, πήρε κατά γράμμα το στοίχημα της λέξης, θυσιάστηκε.
με δίχως δέντρο φύλλωμα
με δίχως στόμα φίλημα
Το έαρ ως φρέαρ ευφορικό, εαρινά μου νεκτάρεα με τα ζουζούνια Στα μισά της ζωής μισεύω φυγάς ζωής. Χωρίς να έχεις πού να πας, με το θάνατο, εντούτοις αυτοκτονείς.
Ο ποιητής και η αρρώστια του, που του υποβάλλει διάγραμμα ποιητικής καθώς τον εξάγει εκτός βίου ,άφραστον το απαγορευμένο στον ποιητή, κι αν το’ χε εκφράσει πάλι άφραστος πόνος θα ήταν, στο μαύρο ρομαντισμό τα ρόδα είναι της ταφόπλακας.
*
Η ποίηση θέλει κάθε φορά ένα ειδικό κρότο μέσα στη σιωπή της, έτσι δείχνεται η σιωπή. Είναι ο χαρακτηριστικός ήχος από τις αμπάρες που πέφτουν του νου.
Τα ποιητικά κεφάλαια είναι για ξόδεμα παρά για επένδυση, σε ώρες κεφαλαίου ο ποιητής δείχνεται αξόδευτος, παρότι τα σπαταλάει όλα μεμιάς είναι αρχέγονο νάμα, το απόθεμα ανεξάντλητο, σπάταλη φτώχεια το πάθος. Εξ ου και το επίρρημα στον Καρυωτάκη και στον Κάλβο είναι ένα μέρος του λόγου κοντά στην κραυγή.
Ποιήματα ασκεπή τάφοι ανοιχτοί, ανοιχτά μνήματα όπου ετοιμοθάνατες οι λέξεις, επίγραμμα, γραμμένη πλάκα να μάς μιλά, τρεμανοίγουν στόματα χείλη, σαν από ψάρια έξω απ’ το νερό.
Αλλάργα εμείς καράβι μου πηγαίνουμε και δεν φυσάει εδώ ο λίβας των ανθρώπων, μήτε ανάσα τους, κοιτάζω γύρω σαν στη χώρα των ονείρων
Η φωτιά του στίχου δεν φτάνει μεμιάς σε όλη τη γη της γλώσσας του. Ο Κ. Κ. δείχτηκε σ’ αυτό βιαστικός, γιατί τον έβιαζε αιτία υπαρξική. Ο αποκαλυπτικός τρόπος της ποίησης που καθώς πραγματώνεται συντρίβει τον ποιητή, -η ενασχόληση με το έργο σε περίτεχνα ύψη φθείρει τον δημιουργό του-, ο Κ. λοιπόν είναι του κανόνα επειδή έτεινε στα άκρα αυτή τη διαρκή ανεπάρκεια.
Τ’ αξήγητα έπη ωχρά σπειροχαίτη
Μας παραδίδει την καρδιά του από θάνατο και οι στίχοι όλοι αποσύρονται.
Η στροφή της προσοχής από το έργο στον συγγραφέα ή καλλιτέχνη, είναι μια πράξη πέρα από την πράξη. Είναι περιέργεια, αλλά και στροφή στο βαθύ αίνιγμα που εκφράζει η στάση του δημιουργού, η βύθισή του στο βαθύ της αβύσσου με ταχύτητα κομήτη.
Η πολιτική σκευή των δρώντων περί τα λογοτεχνικά, εμπλέκεται δυναμικά κι εμπλέκει τον κανόνα. Πέραν της επιδραστικότητάς του Κ. , που τούς υπερβαίνει όλους κατά πολύ, εκείνο που δεν μπορεί να τον αγνοήσει, είναι η ενεργός ανάμιξη και μη καταχώρηση πολιτικώς. Η Ελλάδα παραγκωνισμένη και παραγνωρισμένη πνευματικά χώρα, είναι υπόγειο θέμα στην ποιητική χώρα. Όπως τα μεταπρατικά κόμματα, έτσι κι οι πνευματικοί ταγοί, αλληθωρίζουν στις πρωτεύουσες δανεικά μυαλά, δάνειο τέχνη, καθώς ποτίζει η αμφιβολία τα δόγματα, δεν υπάρχουν σύνορα στη γλώσσα, αν προσέξει κανείς εκεί όπου συνορεύουν οι λαοί είναι δίγλωσσοι και διγενείς.
*

Milenium
Ο Μιχαλιός ν εφόρεσε σαρίκι
Στο μπόινγκ μπαίνοντας βήχει ξεβήχει
Βλέπει στο πιλοτήριο τον Καρυωτάκη
Τα twin του δείχνει Και πάρτα κάτω/στο φτερό
Ντεγκρέ ζερό
Μηδενισμός κοντέρ/και να
Μυριάδες τα μηδενικά.




Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΠΡΟΣΩΠΑ- ΛΟΥΚΙΑ ΔΕΡΒΗ

 Το cantus firmus φιλοξενεί την πεζογράφο Λουκία Δέρβη. Στα  διηγήματά της η μνήμη διατρέχει την ιστορία σαν ένας άλλος ήρωας και παγιδεύει τον χρόνο στο παρόν μέσα από λέξεις. Στην συνομιλία με την Νότα Χρυσίνα λέει χαρακτηριστικά "Μνήμη είναι επίσης χρώμα με το οποίο «ντύνω» τις διαθέσεις των ηρώων μου" .



Κυρία Δέρβη πότε ξεκινήσατε να γράφετε; Υπήρξε κάποιο γεγονός που πυροδότησε την ενασχόλησή σας με την γραφή;
Στα 28 μου χρόνια, ο θάνατος του αδερφού μου μού ανέτρεψε τη ζωή, τα πράγματα που θεωρούσα δεδομένα και με έκανε να ιεραρχήσω διαφορετικά τις προτεραιότητές μου.  Σαν να συρρικνώθηκε ο χρόνος στα απολύτως απαραίτητα.  Ο θάνατος ενός αδερφού είναι ένα τραυματικό γεγονός σε όποια ηλικία κι αν μας βρίσκει, είναι σαν να χάνεις ένα μέλος του σώματός σου, σαν ξεριζωμός και σαν απώλεια των βασικών και απολύτως απαραίτητων σημείων αναφοράς.  Είχα ήδη στραφεί στη λογοτεχνία όπου είχα βρει καταφύγιο και συν τω χρόνω πήρα τη γενναία (ίσως και λίγο επιπόλαιη θα προσθέσω τώρα) απόφαση να παρατήσω την καριέρα μου και να ασχοληθώ αποκλειστικά με τη γραφή.  Για μένα τόσο τότε όσο και τώρα η συγγραφή αποτελεί ένα μοίρασμα σκέψεων, μια συνεισφορά στους άλλους, μια ματιά εκτός του εαυτού μου και παράλληλα μια βαθιά βουτιά στα μύχια της ψυχής μου και ένα μαγικό ραβδί με τον οποίο μπορώ για λίγο ν’αλλάξω τον κόσμο.
Ξεκίνησα να γράφω το 2000 και το 2004 είχα τη χαρά να εκδώσω στο Μελάνι την πρώτη συλλογή διηγημάτων μου, τον «Κακό χαρακτήρα».
Η συνεργασία μου εδώ και δώδεκα χρόνια με την κυρία Πόπη Γκανά είναι άριστη σε όλα τα επίπεδα, την εκτιμώ και την ευγνωμονώ που μου έδωσε το πρώτο μου βήμα.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς Έλληνες και ξένοι; Έχετε επηρεαστεί από κάποιον;
Oι Έλληνες συγγραφείς που εκτιμώ και διαβάζω είναι αρκετοί.  Από τους σύγχρονους: ο Αλέξης Πανσέληνος, ο Δημήτρης Σωτάκης, ο Γιώργος Συμπάρδης, η Ζυράννα Ζατέλη, η Έρση Σωτηροπούλου, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Γιάννης Μακριδάκης, ο Μένης Κουμανταρέας.   Από τους παλαιότερους: ο Γιώργος Βιζυηνός, o Στρατής Δούκας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Δημήτρης Χατζής, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Νίκος Καζαντζάκης.  Όσο για τους ξένους συγγραφείς που αγαπάω θα συνοψίσω λέγοντας ότι θα μπορούσα να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου διαβάζοντας ξανά και ξανά Γαλλική και Ρώσικη λογοτεχνία του 19ου αιώνα.  Ό,τι διαβάζουμε μας επηρεάζει στη γραφή μας είτε αυτό γίνεται συνειδητά είτε όχι.  Πιστεύω όμως ότι έχω κερδίσει το στοίχημα του προσωπικού ύφους.
Στα διηγήματά σας αναφέρεστε σε ιστορικά θέματα.  Πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει αναφορά σε ιστορικό πλαίσιο στην πεζογραφία;
Εξαρτάται απόλυτα από το είδος της πεζογραφίας που υπηρετεί κανείς.  Υπάρχουν πεζογράφοι όπως ο Πεντζίκης, ο Σκαρίμπας και ο Καχτίτσης που δεν εντάσσουν τις ιστορίες τους σε κάποιο ιστορικό περιβάλλον.  Εξαρτάται επίσης από την θεματολογία.
Τι είναι για εσάς μνήμη;
Μνήμη για μένα είναι μια πηγή.  Πηγή από την οποία αντλώ θέματα, χαρακτήρες κι εικόνες.  Μνήμη είναι επίσης χρώμα με το οποίο «ντύνω» τις διαθέσεις των ηρώων μου.  Μπορεί να’ναι κι ένα σημείο αναφοράς προς το οποίο οδεύω μέσα από τα κείμενά μου προσπαθώντας να το ξαναζωντανέψω.
Στα διηγήματά σας είναι φανερό ότι σας απασχολούν έντονα τα κοινωνικά προβλήματα και υπάρχει μια ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση προς τον καθημερινό άνθρωπο και τα προβλήματά του. Πιστεύετε πως μία πεζογράφος οφείλει να κάνει πιστή αναπαράσταση της εποχής της ή τα κοινωνικά προβλήματα διεισδύουν με κάποιο ασυνείδητο τρόπο στην πεζογραφία;
Ακόμα κι όταν αρνείσαι την πραγματικότητα που σε περιβάλλει, αυτή κατά βάθος επηρεάζει τα γραπτά σου.  Οπότε θα πω ότι τα σύγχρονα προβλήματα διεισδύουν στη λογοτεχνία συνειδητά ή ασυνείδητα.
 Έχετε σπουδάσει ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και έχετε ζήσει στο εξωτερικό. Πως επηρεάζει ο τόπος τον χαρακτήρα ενός λαού;
Πέρα από τα κοινά σημεία που έχουν οι άνθρωποι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου υπάρχουν κι αυτές οι διαφορές, οι ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα, της διάθεσης και του ταμπεραμέντου του καθενός λαού που βγαίνουν και στην Τέχνη του και προσδίνουν τον ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα που έχει.
Έχοντας ζήσει στο εξωτερικό πιστεύετε πως ένας μετανάστης ή πρόσφυγας μπορεί να αποκτήσει μία νέα πατρίδα και να βρει δυο πατρίδες ή είσαι “ο ξένος” παντού;
Ξέρουμε περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι ενσωματώθηκαν απόλυτα στις καινούργιες πατρίδες τους και περιπτώσεις που αυτό δεν κατέστη δυνατό αλλά φαίνεται πως κατά βάθος παραμένει ένας αόρατος δεσμός με το έδαφος του τόπου της καταγωγής σου για πάντα.
Στο βιβλίο σας “Group Therapy” αναφέρεστε στην ψυχανάλυση ως μέσο αυτογνωσίας. Πιστεύετε πως η λογοτεχνία μπορεί να υποκαταστήσει την ψυχανάλυση μέσα από έναν διδακτικό ρόλο ή πρέπει να περιοριστεί στην τέρψη του αναγνώστη μέσα από την γραφή;
Η τέρψη συνήθως έχει και θεραπευτική λειτουργία – ακόμα και διδακτική.  Αλλά ενώ η Τέχνη μπορεί σίγουρα να βοηθήσει πολύ στην αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας, οι σοβαρές περιπτώσεις διαταραχών χρειάζονται οπωσδήποτε μια εξειδικευμένη ψυχιατρική προσέγγιση.  Η ψυχιατρική όπως πολλοί κλάδοι της Ιατρικής είναι ένας χώρος όπου πρέπει να κινηθεί κανείς πολύ προσεκτικά γιατί συμβαίνει να ασκείται από κάποια πρόσωπα που ενδιαφέρονται περισσότερο για το χρήμα παρά για τη θεραπεία των ασθενών τους.
Ποια η γνώμη σας για την ελληνική πεζογραφία την εποχή του Διαδικτύου. Βοηθάει το Διαδίκτυο μία νέα συγγραφέα να επικοινωνήσει με περισσότερους αναγνώστες;
Φυσικά.  Το Διαδίκτυο μας φέρνει κοντά, με ανθρώπους που δεν θα γνωρίζαμε σε διαφορετικές περιστάσεις.  Είναι ένα πολύ δυνατό εργαλείο κοινωνικής δικτύωσης και πηγή πληροφόρησης για χιλιάδες ενδιαφέροντα και χρήσιμα θέματα.
Θα θέλατε να μεταφραστούν τα βιβλία σας και τι νομίζετε ότι μπορεί να γίνει ώστε να υπάρξει ενδιαφέρον για την ελληνική πεζογραφία στο εξωτερικό; Θα μπορούσαμε να ελπίζουμε ως χώρα σε ένα διεθνές βραβείο στην πεζογραφία;
Θα μ’άρεσε να μεταφραστούν σε ξένες γλώσσες τα βιβλία μου και είμαι σίγουρη ότι διαθέτουμε πολλούς καλούς έλληνες πεζογράφους σήμερα που μπορούν επάξια να συναγωνιστούν τους ξένους που διαβάζουμε μεταφρασμένους.

Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972.
Σπούδασε στην Ελβετία Ξενοδοχειακές
Επιχειρήσεις. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2015)Αλλού, στο πουθενά, Μελάνι
(2013)Group Therapy, Μελάνι
(2009)Ομπρέλες στον ουρανό, Μελάνι
(2004)Κακός χαρακτήρας, Μελάνι
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2005)Συνταξιδιώτες, Fnac

Η γενεαλογία του Οίκου των Μολοσσών

Πηγή: http://zsgiannina.gr/η-γενεαλογία-του-οίκου-των-μολοσσών/

http://zsgiannina.gr/η-γενεαλογία-του-οίκου-των-μολοσσών/


Συνέχεια Εδώ

Μάχη της Ηράκλειας (280 π.Χ.)



Η μάχη της Ηράκλειας πραγματοποιήθηκε το 280 π.Χ. ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Ρώμη, στην Ηράκλεια της Ιταλίας, κατά τους πολέμους του Πύρρου εκεί.


Ο Τάραντας ήταν ελληνική αποικία που ίδρυσαν οι Σπαρτιάτες. Με τα χρόνια άρχισε να γίνεται ισχυρή και πλούσια πόλη που ήρθε σε ρήξη με τις γειτονικές ιταλικές πόλεις. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Τάραντας άρχισε να παρακμάζει ενώ είχε αρχίσει να ανατέλλει η δύναμη της Ρώμης. Οι Ρωμαίοι πρσέβλεπαν στην επέκταση τους σε όλη την Ιταλία, γι' αυτό ήρθαν σε σύγκρουση με τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας. Στην αρχή ο Τάραντας, βλέποντας τη δύναμη της Ρώμης, ήθελε να αποφύγει τον πόλεμο. Έτσι το 303 π.Χ. οι Ταραντινοί συνομολόγησαν συνθήκη ειρήνης με τους Ρωμαίους. Το 282 π.Χ. οι Ρωμαίοι βοήθησαν μια ελληνική αποικία, τους Θούριους να αμυνθεί εναντίον των γειτονικών ιταλικών φυλών που την πολιορκούσαν και εγκατέστησαν φρουρά στην πόλη. Το παράδειγμα των Θουρίων ακολούθησαν κι άλλες ελληνικές πόλεις όπως ο Κρότων και το Ρήγιο, προκαλώντας έντονη δυσαρέσκεια στους Ταραντίνους δημοκρατικούς, οι οποίοι έβλεπαν να χάνεται η επιρροή τους στην Κάτω Ιταλία.
Το φθινόπωρο του 282 π.Χ. οι Ρωμαίοι παραβίασαν την ειρήνη με τους Ταραντίνους, πλέοντας με πολεμικά πλοία στα ανοικτά του Τάραντα. Ακολούθησε σύρραξη, με τους Ταραντίνους να βυθίζουν τέσσερα πλοία και να καταλαμβάνουν άλλο ένα. Δεν τελείωσαν εκεί όμως τις εχθροπραξίες. Επιτέθηκαν και κατά των Θουρίων και τους κατέλαβαν, εξορίζοντας τους αριστοκρατικούς της πόλης.
Οι Ρωμαίοι τον ίδιο χρόνο (282 π.Χ.) έστειλαν πρεσβεία στον Τάραντα με μετριοπαθείς όρους. Ζητούσαν την επιστροφή των Θουρίων εξορίστων, την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και την προστασία των συμφερόντων των άλλων ελληνικών πόλεων που είχαν γίνει φίλοι τους. Οι Ταραντίνοι όμως τους προσέβαλαν και οι πρέσβεις άπρακτοι γύρισαν πίσω στη Ρώμη. ΗΡωμαϊκή Σύγκλητος, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να επιτευχθεί ειρήνη ψήφισε, πόλεμο. Αρχηγός ορίστηκε ο Λεύκιος Αιμίλιος Βάρβουλας.
Μαθαίνοντας τα νέα οι Ταραντίνοι διχάστηκαν. Δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τους Ρωμαίους κι έτσι ζήτησαν τη βοήθεια του Πύρρου, του βασιλιά της Ηπείρου, ο οποίος δέχτηκε. Ο τελευταίος προερχόταν από τη δυναστεία των Μολοσσών και είχε επεκτείνει το κράτος του σημαντικά. Η δεύτερη πρεσβεία προς τον Πύρρο συμπεριλάμβανε, εκτός από τους Ταραντίνους, πρέσβεις των Ηρακλεωτών, Μεταποντίων και Θουρίων, καθώς και Σαυνίτες και Λευκανούς. Όλοι αυτοί υποσχέθηκαν στον Πύρρο ότι θα συγκέντρωναν 350.000 πεζούς και 20.000 ιππείς. Επειδή όμως ο Πύρρος ήξερε πως δεν μπορούσε να βασιστεί στις υποσχέσεις που έδιναν οι σύμμαχοί τους σε κατάσταση ανάγκης, ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τους δικούς του συμμάχους των ελληνιστικών βασιλείων της Αιγύπτου και της Μακεδονίας.
Όταν ο Αιμίλιος Βάρβουλας έμαθε για αυτή τη συμμαχία, εισέβαλλε στη χώρα του Τάραντα, κατέλαβε μερικά φρούρια, νίκησε τους αντιπάλους του και λεηλατούσε την ύπαιθρο της πόλης. Η ήττα των δημοκρατικών του Τάραντα έκανε την αριστοκρατική παράταξη να αναθαρρήσει και να πετύχει την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Ρωμαίους οι οποίοι είχαν και πάλι φερθεί με μετριοπάθεια. Ο Πύρρος έπρεπε να αντιδράσει γρήγορα σε αυτές τις κινήσεις των Ρωμαίων. Γι' αυτό έστειλε τον σύμβουλό του και φιλόσοφο Κινέα στον Τάραντα, αργότερα και τον στρατηγό Μίλωνα και 3.000 στρατιώτες οι οποίοι κατέλαβαν την ακρόπολη. Έτσι οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν και ματαιώθηκε οριστικά το ενδεχόμενο νέας μεταστροφής των Ταραντίνων. Τότε οι Ρωμαίοι, έχοντας ανεπαρκείς δυνάμεις για την κατάληψη του Τάραντα, έφυγαν. Το 280 π.Χ., ο Πύρρος αναχώρησε για την Ιταλία με 20.000 πεζούς, 3.000 ιππείς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονήτες και 20 πολεμικούς ελέφαντες. Μόλις έφτασε στην Ιταλία οι Ταραντίνοι τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό, αλλά δεν ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν. Έτσι τους συστράτευσε με τη βία. Εν τω μεταξύ, οι Ρωμαίοι όρισαν στρατηγό τον Πόπλιο Βαλέριο Λαιβίνο.

Η μάχη

Ο Πύρρος εγκατέστησε το στρατόπεδό του ανάμεσα στην Πανδοσία και την Ηράκλεια. Οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν το στρατόπεδό τους στην όχθη του Σίριου ποταμού. Ο Πόπλιος Βαλέριος Λαιβίνος είχε συγκεντρώσει 29.000 πεζούς και 6.000 ιππείς. Στην αρχή ο Πύρρος ήταν διστακτικός, επειδή ανέμενε τους συμμάχους του και είδε την εξαιρετική οργάνωση των Ρωμαίων. Η μάχη άρχισε με τους Ρωμαίους να θέλουν να διαβούν τον ποταμό Σίριο. Δεν τα κατάφεραν όμως γιατί ο Πύρρος τους αντιμετώπισε και τους απώθησε στη δεξιά όχθη του ποταμού. Ύστερα οι Ρωμαίοι ιππείς κατάφεραν να δημιουργήσουν σύγχυση στις τάξεις του Πυρρου, με την προέλαση τους στον ποταμό. Ο Πύρρος, βλέποντας την εξέλιξη της μάχης, πήρε 3.000 ιππείς και επιτέθηκε στους Ρωμαίους, ενώ διέβαιναν το ποτάμι. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο [Πύρρος σκότωνε όποιο Ρωμαίο έβρισκε μπροστά του. Σε κάποια στιγμή, ένας Ρωμαίος διοικητής ονόματι Φρεντάνος επιτέθηκε στον Πύρρο και έριξε κάτω το άλογό του. Ένας Μακεδόνας αξιωματικός, ο Λεοννάτος, χτύπησε τότε με τη σειρά του το άλογο του Φρεντάνου. Τελικά ο Πύρρος συνήλθε από την πτώση του και ο Φρεντάνος σκοτώθηκε. Στη συνέχεια ο Πύρρος έριξε στη μάχη και τη φάλαγγά του και η σύγκρουση γενικεύτηκε. Μάλιστα έδωσε την πανοπλία του στον Μεγακλή, ένα από τους στρατιώτες του, για να μη δίνει ο ίδιος στόχο στους Ρωμαίους. Η μάχη ήταν αμφίρροπη και ο Μεγακλής, ο στρατιώτης με την πανοπλία του Πύρρου, έπεσε κάτω και διαδόθηκε ότι ο έπεσε ο Πύρρος. Έτσι ο τελευταίος αναγκάστηκε να εμφανιστεί με το άλογό του. Ακόμη, έστειλε τους 20 ελέφαντές του, οι οποίοι ήταν πρωτόγνωροι για τους Ρωμαίους και με την επίθεσή τους του χάρισαν τη νίκη.

Μετά τη μάχη

Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς υπολογίζει ότι οι Ρωμαίοι έχασαν γύρω στους 15.000 νεκρούς και ο Πύρρος περί τους 13.000 στρατιώτες. Ο Ιερώνυμος ο Καρδιανός όμως υπολογίζει τις απώλειες στους 7.000 άνδρες για τους Ρωμαίους και στους 4.000 άνδρες για τον Πύρρο. Αυτή η πύρρειος νίκη του Πύρρου, όπως ονομάστηκαν από τότε και στο εξής οι μάχες όπου ο νικητής είχε υπέρμετρα μεγάλες απώλειες, απετέλεσε την πρώτη νίκη του επί ιταλικού εδάφους. Θα ακολουθήσουν οι μάχες στο Άσκλον και στο Μπενεβέντο.

Πηγές

  • ΠλούταρχοςΒίοι Παράλληλοι, Πύρρος-Μάριος
  • Στρατιωτική Ιστορία, εκδόσεις Περισκόπιο, τεύχος 165, Μάιος 2010
  • Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Δ', σ. 350-358

Μεγασθένης ο "Πατέρας της Ινδικής Ιστορίας"



Ο Μεγασθένης ο Ίων, (περ. 350 - 290 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας γεωγράφος - εθνογράφος, διπλωμάτης και ιστορικός. Υπήρξε πρέσβης του Σέλευκου Α΄ του Νικάτορος για περισσότερα από 10 χρόνια στα ανάκτορα του Τσαντραγκούπτα Μαουρύα (Ελληνικά: Σανδροκόττος ή Σανδράκοττος) στην Παταλιπούτρα, και κατά τους Έλληνες Παλίμβαθρα, (σημερινή Πάτνα) των Ινδιών.
Το βιβλίο του «Ινδικά» αποτελεί την πρώτη ιστορική πηγή που έχουμε για την Ινδία, και γι’ αυτό δίκαια έχει χαρακτηρισθεί ως ο "Πατέρας της Ινδικής Ιστορίας". Επίσης έχει καταγραφεί ως ο πρώτος ξένος Πρέσβης στα χρονικά της Ινδίας. Η παραμονή του στην Ινδία θα πρέπει να έγινε πριν από το θάνατο του Τσαντραγκούπτα το 288 π.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Αραχωσία.
Ο Μεγασθένης στα «Ινδικά» του φέρεται κατά τους ερευνητές να επηρεάστηκε από τα έργα του Σκύλακα, Ηρόδοτου, Κτησία και Εκαταίου, ενώ με τη σειρά του επηρέασε μεταγενέστερους ιστορικούς όπως τον Στράβωνα και τον Αρριανό. Η περιγραφή του για την Ινδία περιλαμβάνει πολλούς "μύθους" αλλά και σημαντικά γεωγραφικά και εθνολογικά στοιχεία. Στην αρχή του βιβλίου του αναφέρεται στους ηλικιωμένους Ινδούς που γνωρίζουν για την προϊστορική άφιξη του Διόνυσου και του Ηρακλή στην Ινδία. Μια ιστορία ιδιαίτερα δημοφιλή κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις του για τις θρησκείες των Ινδών, όπου αναφέρεται στους λάτρεις του Ηρακλή (Σίβα) και Διόνυσου (Κρίσνα ή Ίντρα) ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στο Βουδισμό που αποδεικνύει ότι η θρησκεία αυτή δεν ήταν ευρέως γνωστή πριν από την ανάληψη της ηγεμονίας από τον Ασόκα.[1]
Τα διασωθέντα αποσπάσματα από τα «Ινδικά» του Μεγασθένη, συνέλεξαν, μετέφρασαν και εξέδωσαν ο E. A. Schwanbeck το 1846 και ο J. W. McCrindle το 1877. Μερικές σημαντικές εργασίες έχουν γίνει και από σύγχρονους λόγιους αλλά δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα καμία εκμετάλλευση του πρωτοπόρου ιστορικού και διπλωματικού έργου του από την Ελληνική πολιτεία.

Παραπομπές

  1. Άλμα πάνω
     Vassiliades, Demetrios, "Greeks and Buddhism Historical Contacts in the Development of a Universal religion"The Eastern Buddhist, Vol. XXXVI, No. 1 & 2, Otani University, Kyoto 2005.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Dahlaquist, Allan (1996). Megasthenes and Indian Religion- Volume 11 of History and Culture Series. Motilal Banarsidass Publ., σελ. 386. ISBN 8120813235.
  • Vassiliades, Demetrios (2000). The Greeks in India: A Survey in Philosophical Understanding. New Delhi: Munshiram Manoharlal Publishers Pvt. Ltd.. ISBN ISBN 81-215-0921-1.
Megasthenes (1846), E. A. Schwanbeck, επιμ., Indica, Sumptibus Pleimesii, bibliopolae (Original Oxford University)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  • Fragments from Megasthenes: Indika ("From: Ancient India as Described by Megasthenes and Arrian. Translated and edited by J. W. McCrindle. Calcutta and Bombay: Thacker, Spink, 1877, 30-174.")
  • Ancient India as described by Arrian based on accounts by Megasthenes

Λάνασσα (κόρη Αγαθοκλή)


Harry Gouvas Φωτό: Χαράλαμπος Γκούβας
Αργυρό Νόμισματου του Κοινού των Ηπειρωτών(Απειρωταν)

Η Λάνασσα (3ος αιώνας π.Χ.) ήταν Ελληνίδα πριγκίπισσα της ελληνιστικής περιόδου, κόρη του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών.[1][2] Υπήρξε με τη σειρά βασίλισσα της Ηπείρου, ως σύζυγος του περιβόητου βασιλιά Πύρρου (318 – 272 π.Χ.), και κατόπιν βασίλισσα της Μακεδονίας, ως σύζυγος του Δημητρίου του Πολιορκητή (337 – 283 π.Χ.)
Το 295 π.Χ. απεβίωσε η πρώτη σύζυγος του Πύρρου, Αντιγόνη. Λίγο καιρό αργότερα ο Πύρρος και Αγαθοκλής ήρθαν σε συμφωνία για την τέλεση γάμου ανάμεσα στο νεαρό βασιλιά της Ηπείρου και τη Λάνασσα. Ο πατέρας της προσέφερε στο γαμπρό του ως προίκα το νησί της Κέρκυρας, το οποίο είχε κατακτήσει ο ίδιος το 300 π.Χ.[1] Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, ο οποίος έλαβε το όνομα Αλέξανδρος.[1] Στην εκδοχή αυτή συμφωνούν οι ιστορικοί Πλούταρχος και Διόδωρος, ενώ ο Ιουστίνος θεωρεί γιο της Λάνασσας τον πρίγκιπα Έλενο.[3] Η ένωση του Πύρρου με τη Λάνασσα στάθηκε ιδιαίτερα σημαντική για τη μελλοντική πορεία του Ηπειρώτη μονάρχη, καθώς όταν χρόνια αργότερα πραγματοποίησε τη φιλόδοξη εκστρατεία του στην Ιταλία, οι σικελικές πόλεις προσέβλεπαν σε εκείνον εξαιτίας των συγγενικών του δεσμών με την οικογένεια του Αγαθοκλή.[4]
Για πολιτικούς λόγους, ο Πύρρος παντρεύτηκε τα επόμενα χρόνια δύο ακόμη γυναίκες, μια κόρη του Αυτολέοντα, βασιλιά των Παιόνων και τη Βιρκέννα, κόρη του Βαρδύλλιος, ηγεμόνα των Ιλλυριών.[1] Η Λάνασσα δυσαρεστήθηκε με το γεγονός, θεωρώντας ότι ο σύζυγός της έδινε περισσότερη σημασία στις άλλες γυναίκες του που ήταν βαρβαρικής καταγωγής. Έτσι το 290 π.Χ. εγκατέλειψε τον Πύρρο με προορισμό την Κέρκυρα, όπου αποφάσισε να πάρει την εκδίκησή της. Προσκάλεσε στο νησί το βασιλιά της ΜακεδονίαςΔημήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο με τον Πύρρο, και τον έπεισε να την παντρευτεί. Ο Δημήτριος ήταν πρόθυμος κι έτσι πέρασε η Κέρκυρα στον έλεγχό του.[5]
Τα επόμενα δύο χρόνια, όταν οι Διάδοχοι είχαν συνασπιστεί ενάντια στο Δημήτριο επικοινώνησαν με τον Πύρρο προκειμένου να ενώσει τα όπλα του στον κοινό σκοπό. Ανάμεσα στα επιχειρήματά τους ήταν και η προοπτική της εκδίκησης για το ζήτημα της Λάνασσας και της απώλειας της Κέρκυρας.[5] Τελικά ο Πύρρος ανέκτησε τον έλεγχο του νησιού το 281 π.Χ. με τη βοήθεια στρατιωτών από τον Τάραντα,[6] ωστόσο στις αρχαίες πηγές δεν γίνεται κάποια αναφορά σχετικά με την τύχη της Λάνασσας.


Έτος Γεγονός
Γέννηση της Λάνασσας, κόρης του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών.
295 π.Χ. Η Λάνασσα νυμφέυεται το βασιλιά Πύρρο της Ηπείρου. Η Κέρκυρα αποδίδεται ως προίκα στο σύζυγό της.
Γέννηση του γιου τους, Αλεξάνδρου.
Για πολιτικούς λόγους, ο Πύρρος παντρεύεται δύο ακόμη γυναίκες, μια κόρη του Αυτολέοντα, βασιλιά των Παιόνων και τη Βιρκέννα, κόρη του Βαρδύλλιος, ηγεμόνα των Ιλλυριών.
290 π.Χ. Η Λάνασσα έρχεται σε ρήξη με τον Πύρρο και αναχωρεί για την Κέρκυρα.
Γάμος της Λάνασσας με τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.
288 π.Χ. Ο Δημήτριος χάνει το θρόνο της Μακεδονίας, ωστόσο εξακολουθεί να έχει υποστηρικτές στον ελλαδικό χώρο.
282 π.Χ. Ο Δημήτριος πεθαίνει στη Μικρά Ασία μετά από μακροχρόνια αιχμαλωσία.
281 π.Χ. Ο Πύρρος ανακτά τον έλεγχο της Κέρκυρας με τη βοήθεια του Τάραντα.
272 π.Χ. Ο Πύρρος βρίσκει το θάνατο στο Άργος. Στο θρόνο της Ηπείρου τον διαδέχεται ο γιος του από τη Λάνασσα, Αλέξανδρος Β'.

Μια προσέγγιση στη «Σκακιστική νουβέλα» του Stefan Zweig



γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*




σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου,
από τις εκδόσεις Άγρα



«…σκέφτομαι λοιπόν πως είναι καλύτερο να τερματίσω έγκαιρα και με το κεφάλι ψηλά μια ζωή, όπου η πνευματική εργασία υπήρξε πάντοτε η αγνότερη χαρά και η προσωπική ελευθερία το ύψιστο αγαθό του κόσμου τούτου.»
Αυτά έγραφε ο Stefan Zweig στο σημείωμα που άφησε μιλώντας για την απόφασή του να αυτοκτονήσει. Ήταν 22 Φεβρουαρίου του 1942, όταν έκανε πράξη την απόφασή του συγκλονισμένος από τα γεγονότα του πολέμου και την καταστροφή της Ευρώπης «…τώρα που ο κόσμος της γλώσσας μου σκοτείνιασε για μένα και η Ευρώπη, ο χώρος των πνευματικών δεσμών μου, έχει κι αυτή αφανιστεί».

Το τελευταίο κείμενο που στέλνει στον εκδότη του στη Νέα Υόρκη, και το οποίο τυπώθηκε μετά τον θάνατό του, ήταν η «Σκακιστική νουβέλα».  Αναρωτιέμαι πώς να είναι αυτό το ‘λίγο πριν’, πώς να νιώθει, τι να σκέπτεται, κυρίως γιατί να γράφει ‘λίγο πριν’. Λίγο προτού κάνει τη ‘νενοημένη’ ασφαλώς τελευταία κίνησή του, αδιαφορώντας για τη μετέπειτα κρίση των υπολοίπων περί ‘απονενοημένου’ διαβήματος. Έχοντας καταφύγει στη Βραζιλία, την οποία καταλήγει να θεωρεί πια πατρίδα του, εφόσον η πραγματική του πατρίδα νιώθει ότι «σκοτείνιασε». Κι έχουμε εδώ, λοιπόν, αυτό το τελευταίο του κείμενο, μια νουβέλα που την τιτλοφορεί «σκακιστική», θέτοντας έτσι στο κέντρο του θέματός του τον βασιλιά όλων των πνευματικών παιχνιδιών.
Είναι άραγε μόνο ένα πνευματικό παιχνίδι το σκάκι; Απαιτεί οπωσδήποτε όλη την νοητική εγρήγορση των παικτών, αναδεικνύει τις  -ιδιαίτερα απαιτητικές- διεργασίες του μυαλού, που οφείλει να προβλέπει και να φαντάζεται τις επόμενες κινήσεις, πριν αποβούν μοιραίες για τη εξέλιξη της παρτίδας. Δεν αφήνεται καθόλου στην τύχη, αγνοώντας επιδεικτικά τον ρόλο της, τη στιγμή που σε όλα τα άλλα παιχνίδια το τυχαίο αναδεικνύεται είτε ρυθμιστής είτε ένας συμμέτοχος παράγοντας των εξελίξεων.
«…γνώριζα τη μυστηριώδη γοητεία αυτού του “Βασιλικού παιχνιδιού”, του μοναδικού απ’ όλα όσα εφεύρε ο άνθρωπος που με ανωτερότητα ξεφεύγει από την τυραννία της τύχης και δεν χαρίζει τις δάφνες της νίκης παρά μόνο στην εξυπνάδα, ή μάλλον σε ένα ορισμένο είδος εξυπνάδας»
θα πει κάποια στιγμή ο αφηγητής στη «σκακιστική νουβέλα».
Ο συγγραφέας, μελλοντικός αυτόχειρας, μας δείχνει με τη νουβέλα του πολύ περισσότερα από όσα θα φιλοδοξούσε μια νουβέλα με θέμα την παρτίδα δύο πολύ ξεχωριστών παικτών. Οι παίκτες αυτοί θα βρεθούν πάνω σ’ ένα πλοίο, που εκτελεί το δρομολόγιο από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο και από εκεί στην Αργεντινή, μαζί με άλλους Ευρωπαίους επιβάτες, φυγάδες από τη βία του ναζισμού που όλο και περισσότερο απλώνει τα πλοκάμια του στον κόσμο.
Σε δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις (που εντούτοις δεν βαραίνουν τη μικρή αυτή ιστορία) θα πληροφορηθούμε τα απαραίτητα για την προσωπικότητα των δύο παικτών. Ο ένας είναι ο Σέρβος Μίρκο Τσέρντοβιτς, παγκόσμιος πρωταθλητής του σκακιού, μια σκοτεινή προσωπικότητα με έκδηλα τα σημάδια του αγροίκου και του απαίδευτου ανθρώπου. Παρά τις προσπάθειες του εφημέριου που είχε αναλάβει την ανατροφή του ορφανού Μίρκο, αυτός παρέμενε απαθής.
«Ο Μίρκο έσκυβε πάνω απ’ τα γράμματα και τους αριθμούς, που του είχαν εξηγήσει εκατοντάδες φορές, και τα κοίταζε με το ίδιο αδιάφορο κι απόμακρο βλέμμα. Το δυσκίνητο κι αργό μυαλό του δεν είχε τη δύναμη να συγκρατήσει ούτε τα πιο απλά πράγματα».
Κι όμως αυτό το ιδιόμορφο παιδί αποδειχθεί εξαιρετικός παίκτης στο σκάκι και θα αποκτήσει με τον καιρό παγκόσμια φήμη παίρνοντας και τον τίτλο του πρωταθλητή. Μονόχνωτος και απόμακρος από τους ανθρώπους θα δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από το πρόσωπό του. Ο άλλος παίκτης, που θα βρεθεί εντελώς απρόοπτα απέναντι στον διάσημο Τσέρντοβιτς, είναι ο δικηγόρος δρ. Μπ., ένας από τα θύματα του ναζισμού, αφού έμεινε φυλακισμένος για μήνες σε μια ιδιότυπη φυλάκιση-απομόνωση μέσα σ’ ένα άδειο δωμάτιο αντιμέτωπος με την ψυχολογική βία που ασκούσε πάνω του η απόλυτη μοναξιά και η απουσία αντικειμένων με τα οποία θα μπορούσε να ασχοληθεί. Όταν, από μια ανέλπιστη τύχη, καταφέρνει να βρει ένα περιοδικό με ασκήσεις σκακιού, θα αρχίσει να «διαβάζει» τις σκακιέρες με τη λαχτάρα που κάποιος αφήνεται στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Κι όταν μάθει πια απ’ έξω τις κινήσεις, θα αρχίσει να παίζει από μνήμης τις παρτίδες  («είχα καταφέρει να προβάλω στο μυαλό μου τη σκακιέρα και τα πιόνια της») με αντίπαλο, φυσικά, τον εαυτό του. Αυτό το παιχνίδι όμως έχει και τις αναπόφευκτες συνέπειες. Ο δρ. Μπ. θα αποκτήσει μια ψύχωση με τα λευκά και τα μαύρα πιόνια, τον λευκό και τον μαύρο εαυτό του, «μια μορφή πνευματικής φλεγμονής, για την οποία δεν βρίσκω άλλο όνομα, παρά έναν όρο που η ιατρική επιστήμη αγνοεί: σκακιστική δηλητηρίαση», όπως ο ίδιος θα εκμυστηρευτεί στον αφηγητή. Αυτή, ωστόσο, η παράξενη ασθένεια θα τον οδηγήσει και στην ελευθερία, αφού οι δεσμώτες του θα απογοητευτούν ότι θα αποκομίσουν από έναν άρρωστο ψυχικά άνθρωπο τις πληροφορίες που απεγνωσμένα ζητούν. Με τον όρο, όμως, να εγκαταλείψει τη χώρα. Έτσι θα βρεθεί κι αυτός στο πλοίο, αποφασισμένος να απέχει δια βίου από το τοξικό γι’ αυτόν σκάκι.
Μια σειρά, όμως, από τυχαία γεγονότα θα φέρουν αντιμέτωπους αυτούς τους δύο με πεδίο ιδιότυπης μάχης μια σκακιέρα. Αυτό το παιχνίδι παρακολουθούμε από ένα σημείο και μετά στη νουβέλα του Stefan Zweig. Μόνο που, όπως είναι αναμενόμενο γι’ αυτό το τελευταίο «μήνυμα» του συγγραφέα πριν την έξοδό του από τη ζωή, δεν πρόκειται μόνο για μια παρτίδα σκάκι, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι αυτή.

Ο Zweig θα θέσει μπροστά στον αναγνώστη του το θέμα της ελευθερίας και των ορίων της παράλληλα με αυτό της εσωτερικής πάλης που απαιτεί η αντιμετώπιση της βίας και των μεθόδων της. Πόσο μπορεί να αντισταθεί το πνεύμα, όταν αντιπαλεύει με την απουσία της λογικής του ολοκληρωτικού καθεστώτος; Και πόσο δυνατός πρέπει να αναδειχθεί ο άνθρωπος όταν βρεθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό; Εξαιρετικός ο συμβολισμός εδώ με τον δρ. Μπ. να διχάζεται σε λευκά και μαύρα πιόνια, δύο όψεις του προσώπου του, ένα βήμα πριν την κατασκευασμένη σχιζοφρένεια.
Από την άλλη παρατηρούμε στη διάρκεια της παρτίδας τους δύο παίκτες, με μια γερή δόση ενός άλλου συμβολισμού εδώ, να αντιπροσωπεύουν ο ένας το πνεύμα με την ενάργειά του (όσο κι αν αυτή υπονομεύεται από την παντοδύναμη σκακιέρα, που πια λειτουργεί ως μέσον επιστροφής στο τοξικό περιβάλλον του εθισμένου ανθρώπου) και ο άλλος εκπρόσωπος του ακατέργαστου μυαλού, πλην όμως ευφυούς σε μια και μοναδική απασχόληση. Και οι δύο, ωστόσο (ενδιαφέρον και αυτό) σε μια ειδική σχέση με το σκάκι. Ο δρ. Μπ. χρωστά σ’ αυτό την ανάδυσή του από τον χώρο της απομόνωσης και της φυλακής αλλά και την είσοδό του στον χώρο του ιδιόμορφου εθισμού. Ο Μίρκο Τσέρντοβιτς έχει το σκάκι ως μέσον βιοπορισμού, αφήνει σ’ αυτό την υπόθεση της επιβίωσής του.
Ταυτόχρονα και οι δύο πάνω σ’ αυτό το πλοίο της φυγής.
Ο Zweig ένιωθε πόσο όλη η πνευματική του δημιουργία αλλά και οι αξίες της Ευρώπης του πνεύματος και της τέχνης συνθλίβονταν κάτω από τον παραλογισμό της ναζιστικής λαίλαπας. Μπορεί κάποιος να διαβάσει τη «σκακιστική νουβέλα» με το ενδιαφέρον του παίκτη. Μπορεί ακόμη να συναντήσει κάποιος μέσα στις σελίδες της μια ακόμη λογοτεχνική φωνή διαμαρτυρίας, μια σκέψη πάνω στον άνθρωπο που αφηνόταν έρμαιο στη βία της εποχής. Αυτό το έργο έχει σημαδευτεί από την αυτοκτονία του συγγραφέα, δίνοντας έτσι μια αυθεντικότητα στη διαμαρτυρία του, αλλά και ένα έναυσμα στον σημερινό αναγνώστη να σκεφτεί πάνω σε θέματα που δυστυχώς αποκτούν μια επικαιρότητα.

Ο Stefan Zweig ανήκει στη σειρά εκείνων των δημιουργών που δεν θεώρησαν το σκάκι ένα απλό παιχνίδι αλλά είδαν (ο καθένας με τον τρόπο του) τους συμβολισμούς που το συνοδεύουν. Ποιος λάτρης του κινηματογράφου, για παράδειγμα, δεν ανακαλεί τώρα στη μνήμη του την παρτίδα που παίζει ο Ιππότης με τον Θάνατο στην «έβδομη σφραγίδα» του Μπέργκμαν;  Ή, στον χώρο των βιβλίων, το «Μυθιστόρημα του δον Σανδάλιο, σκακιστή» του Miguel de Unamuno, όπου το σκάκι μόνο ως πρόσχημα για τον στόχο του συγγραφέα μπορεί να εκληφθεί;
Η «σκακιστική νουβέλα» μας προκαλεί να εκτιμήσουμε πάλι όχι μόνο το σκάκι αλλά και τις προεκτάσεις που μπορεί να πάρει το πνευματικό αυτό «παιχνίδι».


Διώνη Δημητριάδου

-------------------------



Η Διώνη Δημητριάδου  γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» (http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)
*