Η μάχη της Ηράκλειας πραγματοποιήθηκε το 280 π.Χ. ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Ρώμη, στην Ηράκλεια της Ιταλίας, κατά τους πολέμους του Πύρρου εκεί.
Ο Τάραντας ήταν ελληνική αποικία που ίδρυσαν οι Σπαρτιάτες. Με τα χρόνια άρχισε να γίνεται ισχυρή και πλούσια πόλη που ήρθε σε ρήξη με τις γειτονικές ιταλικές πόλεις. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Τάραντας άρχισε να παρακμάζει ενώ είχε αρχίσει να ανατέλλει η δύναμη της Ρώμης. Οι Ρωμαίοι πρσέβλεπαν στην επέκταση τους σε όλη την Ιταλία, γι' αυτό ήρθαν σε σύγκρουση με τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας. Στην αρχή ο Τάραντας, βλέποντας τη δύναμη της Ρώμης, ήθελε να αποφύγει τον πόλεμο. Έτσι το 303 π.Χ. οι Ταραντινοί συνομολόγησαν συνθήκη ειρήνης με τους Ρωμαίους. Το 282 π.Χ. οι Ρωμαίοι βοήθησαν μια ελληνική αποικία, τους Θούριους να αμυνθεί εναντίον των γειτονικών ιταλικών φυλών που την πολιορκούσαν και εγκατέστησαν φρουρά στην πόλη. Το παράδειγμα των Θουρίων ακολούθησαν κι άλλες ελληνικές πόλεις όπως ο Κρότων και το Ρήγιο, προκαλώντας έντονη δυσαρέσκεια στους Ταραντίνους δημοκρατικούς, οι οποίοι έβλεπαν να χάνεται η επιρροή τους στην Κάτω Ιταλία.
Το φθινόπωρο του 282 π.Χ. οι Ρωμαίοι παραβίασαν την ειρήνη με τους Ταραντίνους, πλέοντας με πολεμικά πλοία στα ανοικτά του Τάραντα. Ακολούθησε σύρραξη, με τους Ταραντίνους να βυθίζουν τέσσερα πλοία και να καταλαμβάνουν άλλο ένα. Δεν τελείωσαν εκεί όμως τις εχθροπραξίες. Επιτέθηκαν και κατά των Θουρίων και τους κατέλαβαν, εξορίζοντας τους αριστοκρατικούς της πόλης.
Οι Ρωμαίοι τον ίδιο χρόνο (282 π.Χ.) έστειλαν πρεσβεία στον Τάραντα με μετριοπαθείς όρους. Ζητούσαν την επιστροφή των Θουρίων εξορίστων, την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και την προστασία των συμφερόντων των άλλων ελληνικών πόλεων που είχαν γίνει φίλοι τους. Οι Ταραντίνοι όμως τους προσέβαλαν και οι πρέσβεις άπρακτοι γύρισαν πίσω στη Ρώμη. ΗΡωμαϊκή Σύγκλητος, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να επιτευχθεί ειρήνη ψήφισε, πόλεμο. Αρχηγός ορίστηκε ο Λεύκιος Αιμίλιος Βάρβουλας.
Μαθαίνοντας τα νέα οι Ταραντίνοι διχάστηκαν. Δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τους Ρωμαίους κι έτσι ζήτησαν τη βοήθεια του Πύρρου, του βασιλιά της Ηπείρου, ο οποίος δέχτηκε. Ο τελευταίος προερχόταν από τη δυναστεία των Μολοσσών και είχε επεκτείνει το κράτος του σημαντικά. Η δεύτερη πρεσβεία προς τον Πύρρο συμπεριλάμβανε, εκτός από τους Ταραντίνους, πρέσβεις των Ηρακλεωτών, Μεταποντίων και Θουρίων, καθώς και Σαυνίτες και Λευκανούς. Όλοι αυτοί υποσχέθηκαν στον Πύρρο ότι θα συγκέντρωναν 350.000 πεζούς και 20.000 ιππείς. Επειδή όμως ο Πύρρος ήξερε πως δεν μπορούσε να βασιστεί στις υποσχέσεις που έδιναν οι σύμμαχοί τους σε κατάσταση ανάγκης, ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τους δικούς του συμμάχους των ελληνιστικών βασιλείων της Αιγύπτου και της Μακεδονίας.
Όταν ο Αιμίλιος Βάρβουλας έμαθε για αυτή τη συμμαχία, εισέβαλλε στη χώρα του Τάραντα, κατέλαβε μερικά φρούρια, νίκησε τους αντιπάλους του και λεηλατούσε την ύπαιθρο της πόλης. Η ήττα των δημοκρατικών του Τάραντα έκανε την αριστοκρατική παράταξη να αναθαρρήσει και να πετύχει την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Ρωμαίους οι οποίοι είχαν και πάλι φερθεί με μετριοπάθεια. Ο Πύρρος έπρεπε να αντιδράσει γρήγορα σε αυτές τις κινήσεις των Ρωμαίων. Γι' αυτό έστειλε τον σύμβουλό του και φιλόσοφο Κινέα στον Τάραντα, αργότερα και τον στρατηγό Μίλωνα και 3.000 στρατιώτες οι οποίοι κατέλαβαν την ακρόπολη. Έτσι οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν και ματαιώθηκε οριστικά το ενδεχόμενο νέας μεταστροφής των Ταραντίνων. Τότε οι Ρωμαίοι, έχοντας ανεπαρκείς δυνάμεις για την κατάληψη του Τάραντα, έφυγαν. Το 280 π.Χ., ο Πύρρος αναχώρησε για την Ιταλία με 20.000 πεζούς, 3.000 ιππείς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονήτες και 20 πολεμικούς ελέφαντες. Μόλις έφτασε στην Ιταλία οι Ταραντίνοι τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό, αλλά δεν ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν. Έτσι τους συστράτευσε με τη βία. Εν τω μεταξύ, οι Ρωμαίοι όρισαν στρατηγό τον Πόπλιο Βαλέριο Λαιβίνο.
Η μάχη
Ο Πύρρος εγκατέστησε το στρατόπεδό του ανάμεσα στην Πανδοσία και την Ηράκλεια. Οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν το στρατόπεδό τους στην όχθη του Σίριου ποταμού. Ο Πόπλιος Βαλέριος Λαιβίνος είχε συγκεντρώσει 29.000 πεζούς και 6.000 ιππείς. Στην αρχή ο Πύρρος ήταν διστακτικός, επειδή ανέμενε τους συμμάχους του και είδε την εξαιρετική οργάνωση των Ρωμαίων. Η μάχη άρχισε με τους Ρωμαίους να θέλουν να διαβούν τον ποταμό Σίριο. Δεν τα κατάφεραν όμως γιατί ο Πύρρος τους αντιμετώπισε και τους απώθησε στη δεξιά όχθη του ποταμού. Ύστερα οι Ρωμαίοι ιππείς κατάφεραν να δημιουργήσουν σύγχυση στις τάξεις του Πυρρου, με την προέλαση τους στον ποταμό. Ο Πύρρος, βλέποντας την εξέλιξη της μάχης, πήρε 3.000 ιππείς και επιτέθηκε στους Ρωμαίους, ενώ διέβαιναν το ποτάμι. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο [Πύρρος σκότωνε όποιο Ρωμαίο έβρισκε μπροστά του. Σε κάποια στιγμή, ένας Ρωμαίος διοικητής ονόματι Φρεντάνος επιτέθηκε στον Πύρρο και έριξε κάτω το άλογό του. Ένας Μακεδόνας αξιωματικός, ο Λεοννάτος, χτύπησε τότε με τη σειρά του το άλογο του Φρεντάνου. Τελικά ο Πύρρος συνήλθε από την πτώση του και ο Φρεντάνος σκοτώθηκε. Στη συνέχεια ο Πύρρος έριξε στη μάχη και τη φάλαγγά του και η σύγκρουση γενικεύτηκε. Μάλιστα έδωσε την πανοπλία του στον Μεγακλή, ένα από τους στρατιώτες του, για να μη δίνει ο ίδιος στόχο στους Ρωμαίους. Η μάχη ήταν αμφίρροπη και ο Μεγακλής, ο στρατιώτης με την πανοπλία του Πύρρου, έπεσε κάτω και διαδόθηκε ότι ο έπεσε ο Πύρρος. Έτσι ο τελευταίος αναγκάστηκε να εμφανιστεί με το άλογό του. Ακόμη, έστειλε τους 20 ελέφαντές του, οι οποίοι ήταν πρωτόγνωροι για τους Ρωμαίους και με την επίθεσή τους του χάρισαν τη νίκη.
Μετά τη μάχη
Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς υπολογίζει ότι οι Ρωμαίοι έχασαν γύρω στους 15.000 νεκρούς και ο Πύρρος περί τους 13.000 στρατιώτες. Ο Ιερώνυμος ο Καρδιανός όμως υπολογίζει τις απώλειες στους 7.000 άνδρες για τους Ρωμαίους και στους 4.000 άνδρες για τον Πύρρο. Αυτή η πύρρειος νίκη του Πύρρου, όπως ονομάστηκαν από τότε και στο εξής οι μάχες όπου ο νικητής είχε υπέρμετρα μεγάλες απώλειες, απετέλεσε την πρώτη νίκη του επί ιταλικού εδάφους. Θα ακολουθήσουν οι μάχες στο Άσκλον και στο Μπενεβέντο.
Πηγές
- Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Πύρρος-Μάριος
- Στρατιωτική Ιστορία, εκδόσεις Περισκόπιο, τεύχος 165, Μάιος 2010
- Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Δ', σ. 350-358