γράφει ο Μάριος Μπέγζος
επιμέλεια κειμένου Μαρία- Άννα Μπέγζου
Δυο αρνήσεις κάνουν μια
κατάφαση. Πριν πούμε θετικά «τι είναι φιλοσοφία»,
χρειάζεται να απαντήσουμε αρνητικά «τι δεν είναι φιλοσοφία». Δυο πράγματα δεν
είναι η φιλοσοφία : υποκειμενική αυθαιρεσία
και διανοητική άσκηση.
Η φιλοσοφία δεν είναι υποκειμενική υπόθεση,
μολονότι λειτουργεί προσωπικά. Κανείς δεν φιλοσοφεί κάνοντας αυθαιρεσίες,
λέγοντας ό,τι θέλει και όπως θέλει. Δεν πρόκειται για φαντασίωση, μετεωρισμό,
αδολεσχία, φλυαρία, ωραιολογία ή βερμπαλισμό. Εναντίον της αυθαιρεσίας
ορθώνεται η αμείλικτη προβληματική της ζωής και της ιστορίας. Φραγμός του
υποκειμενισμού είναι η κοινωνική και διαπροσωπική λειτουργία του λόγου της
φιλοσοφίας που αποκτά κύρος χάρη στην κοινωνική του λειτουργικότητα.
Τα δυο αυτά στοιχεία, δηλαδή το ιστορικό και
το κοινωνικό ή το βιωτικό-ζωτικό και το υπερατομικό-διαπροσωπικό, είναι που
αποτρέπουν την φιλοσοφία από το να είναι μια υποκειμενική αυθαιρεσία. Ας μην
λησμονούμε ότι για τον Ηράκλειτο ο φιλόσοφος λόγος είναι ο κοινός («ξυνός»)
λόγος και
το «αληθεύειν» ταυτίζεται με το «κοινωνείν», ενώ
το «ιδιάζειν» εξισώνεται με το «ψεύδεσθαι». ΄Αλλωστε η λέξη «ιδιώτης» σημαίνει
τον αδαή, άσχετο, ανόητο, ηλίθιο (idiot).
Η κοινωνική λειτουργία της
φιλοσοφίας δεν σημαίνει κάποιον αντικειμενισμό ή διανοητισμό. Η φιλοσοφία δεν είναι
διανοητική άσκηση, γυμναστική του νου, σχολαστικισμός, ακαδημαϊσμός ή
βυζαντινισμός. Η συρρίκνωση της φιλοσοφίας σε τυπική λογική και σε συλλογιστικό
μηχανισμό είναι φαινόμενο εκφυλισμού και τεκμήριο παρακμής του φιλοσόφου λόγου.
Η φιλοσοφία δεν είναι προπαγανδιστική μέθοδος, ούτε εκλεπτυσμένη απολογητική,
μήτε διαφημιστικός μηχανισμός.
Η φιλοσοφία διακρίνεται από την ρητορεία όπως
η σοφία απεχθάνεται την σοφιστεία. Ο φιλόσοφος αιωρείται ανάμεσα στον σοφό και στον σοφιστή :
επιχειρώντας να ομοιάσει στον σοφό προσπαθεί να μην μοιάσει στον σοφιστή.
Σήμερα σοφιστής είναι κάθε προπαγανδιστής, διαφημιστής, απολογητής ή καθοδηγητής.
Από αυτές τις δυο κεφαλαιώδεις
αρνήσεις μπορούμε να περάσουμε σε μια καταφατική απάντηση. Φιλοσοφία είναι η
νοηματοδότηση της ζωής μας. Φιλοσοφώ σημαίνει ζητώ, αναζητώ και
συζητώ το νόημα της ζωής, την σημασία κάθε πράγματος για τον άνθρωπο και την
αξία κάθε όντος. Η φιλοσοφία διακρίνει το «είναι» από το «φαίνεσθαι», διαχωρίζει
τα πράγματα από τα φαινόμενα, διαφοροποιεί την αλήθεια από την πλάνη απαντώντας
στο ερώτημα «τι είναι αυτό το κάτι που μένει όταν όλα περνούν;».
Το κατ’ εξοχήν έναυσμα του
φιλοσόφου λόγου είναι το δίλημμα «να ζεις ή να μην ζεις» (to be or not to be), γι’ αυτό η φιλοσοφία
ενδιατρίβει σε ζητήματα ζωής ή θανάτου, σε θέματα για τα οποία αξίζει να ζείς ή
να πεθαίνεις. Γιατί να υπάρχει κάτι; Γιατί προηγείται η ύπαρξη της ανυπαρξίας
και προτιμάται η παρουσία της απουσίας; Γιατί και για τι είναι όλα όσα είναι,
τα λεγόμενα όντα; Ποιο είναι το νόημα των όντων, η σημασία των πραγμάτων, η
αξία των φαινομένων; Γιατί να υπάρχει το ον αντι για το μηδέν;
Η ζωή βάζει τα ερωτήματα και η
φιλοσοφία χορηγεί τις απαντήσεις. Σαν τον γιατρό που δίνει τα φάρμακα, όχι
απαραιτήτως την υγεία του ανθρώπου, μα τις προϋποθέσεις της υγείας του, που
πιστεύεται πως βρίσκονται μέσα στα φάρμακα. Η φιλοσοφία είναι συνταγή ζωής, δεν
είναι η ίδια η ζωή, αλλά μια κάποια συνταγή, αν είναι βεβαίως ποτέ δυνατόν να
συνταγογραφηθεί η ζωή ! Η φιλοσοφία είναι αγώνας (Μπερντιάεφ) και
αγωνία (Ουναμούνο).
Πρόκειται για μαχόμενο στοχασμό κι όχι για εργαστηριακό πείραμα ούτε για άσκηση
σπουδαστηρίου.
Η φιλοσοφία είναι η ερώτηση
μέσα στην ερώτηση. Η επιστήμη δίνει απαντήσεις, αλλά όποιος μένει ανικανοποίητος
από αυτές τις αποκρίσεις, εκείνος προχωρεί παραπέρα και θέτει καινούργιες
ερωτήσεις, δηλαδή φιλοσοφεί, που πάει να πει ότι συνεχίζει να ερωτά και δεν
σταματά να απορεί. Ο επιστήμονας θέτει τελεία και παύλα στις ρήσεις του, ενώ ο
φιλόσοφος αλλάζει τα σημεία στίξης. Αντί για τελεία και παύλα βάζει
ερωτηματικά, θαυμαστικά και αποσιωπητικά στις προτάσεις του.
Σύμφωνα με μια παροιμιώδη
εικόνα του θυμόσοφου Ερνστ Μπλοχ ο φιλόσοφος είναι σαν τον ντετέκτιβ των
αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο οποίος αρχίζει το έργο του μόλις συντελεσθεί
κάποιο έγκλημα και τελειώνει την αποστολή του με την διαλεύκανση του εγκλήματος
για την απόδοση δικαιοσύνης. Φιλοσοφεί εκείνος που δεν εφησυχάζει κι ούτε
συνθηκολογεί με την ύπαρξη του κακού μέσα στην ζωή του ανθρώπου και στην
ιστορία της ανθρωπότητας.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι η
φιλοσοφία είναι μια θεοδικία χωρίς θεό. Αυτό εξηγεί γατί οι φιλόσοφοι θεολογούν
ακόμα κι όταν αρνούνται το θείο. Οι θεολόγοι δεν νοιώθουν πάντα την επιτακτική
ανάγκη να φιλοσοφούν, μολονότι η θεολογική ορολογία είναι δάνειο του
φιλοσοφικού λεξιλογίου αποκλειστικά.
Η φιλοσοφία
είναι λόγος. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη και εξειδικευμένη μορφή λόγου που
χρειάζεται παραπέρα θεωρητική ανάλυση για να καταστεί κατανοητός. Σε μια
τέτοιαν απόπειρα θα αποδυθούμε στην συνέχεια επιχειρώντας να απαντήσουμε στο
ερώτημα «τι είδους λόγος είναι η φιλοσοφία;».
Ο λόγος
αποτελείται από δυο κύρια στοιχεία : την ερώτηση και την απάντηση. Αυτή η
τελευταία επιμερίζεται στην κατάφαση και στην άρνηση, την θετική και την
αρνητική απόφανση. Συνήθως θεωρείται η
απάντηση πως δήθεν έχει την προτεραιότητα απέναντι στην ερώτηση, αφού κάθε
«καλός μαθητής» διακρίνεται για όσα ξέρει να απαντά τα οποία άλλωστε αναμένεται
να είναι πολλά!
Το εντελώς
αντίθετο ισχύει στην φιλοσοφία. Εκεί προέχει η ερώτηση και προκρίνεται η
απορία. Η απάντηση έχει μικρή σημασία. Η απόκριση διαθέτει ελάχιστη ισχύ. Η
φιλοσοφία είναι φιλία της σοφίας, έρως της αλήθειας και αγάπη της γνώσης. Αν
λοιπόν η γνωστική λειτουργία εγκαινιάζεται με την ερώτηση και τερματίζεται στην
απάντηση, τότε γενέθλιος τόπος της φιλοσοφίας είναι η ερώτηση κι όχι η
απάντηση. Λίκνο του φιλοσόφου λόγου είναι και παραμένει η απορία αντί για την
απόκριση.
Φιλοσοφία είναι ο έρωτας του ερωτήματος. Ο επιστήμονας γνωρίζει να απαντά, ο
φιλόσοφος όμως γνωρίζει να ερωτά τον επιστήμονα που καυχάται ότι γνωρίζει. Ο
φιλόσοφος ερωτά ό,τι ο επιστήμονας ισχυρίζεται ότι γνωρίζει. Για παράδειγμα η
φυσική επιστήμη λειτουργεί με τις έννοιες «χώρος», «χρόνος», «ύλη», «ενέργεια»
κ.λπ. Στον Νεύτωνα ίσχυε ο δυαλιστικός χωρισμός ύλης-ενέργειας και
χώρου-χρόνου, αλλά στον Αϊνστάιν επικρατεί η διαλεκτική σχέση αυτών των
καταστατικών εννοιών της φυσικής. Η σύγχρονη φυσική καταφεύγει στην διαλεκτική
φιλοσοφία για να εξιχνιάσει τις θεμελιακές κατηγορίες της σκέψης της.
Φιλοσοφία είναι η αέναη ερώτηση. Ο θετικός και ο θεωρητικός επιστήμονας, ο
φυσιοδίφης και ο αρχαιοδίφης, απαντούν ρητά και κατηγορηματικά διατυπώνοντας
προτάσεις που καταλήγουν στην τελεία και την παύλα. Ο φιλόσοφος δεν αλλάζει την
πρόταση του επιστήμονα, αλλά αντικαθιστά τα σημεία στίξης ! Αντί για την τελεία
και την παύλα του επιστήμονα, ο φιλόσοφος θέτει αποσιωπητικά, ερωτηματικά και
θαυμαστικά. Το κλειστό σύστημα της επιστήμης μεταστοιχειώνεται σε ανοικτή
πρόταση της φιλοσοφίας. Αντί για την δογματική απόφανση της επιστήμης έχουμε την κριτική επερώτηση της φιλοσοφίας.
Φιλοσοφία είναι η ατέρμονη απορία. Η επιστήμη εφευρίσκει πόρους και διεξόδους,
καταστρώνει λύσεις και κατασκευάζει απαντήσεις που κλείνουν τα ερωτήματα προτού
να ανοίξουν καλά-καλά. Η φιλοσοφία τεντώνει την απορία μέχρι τα έσχατα και
διανοίγει τους ορίζοντες των ερωτημάτων. Απορία χωρίς τέρμα και ερώτηση δίχως
απόκριση συνιστούν την ειδοποιό διαφορά της φιλοσοφίας από την επιστήμη.
Ατέρμονη ερώτηση και αέναη απορία είναι αυτό που ακούει στο όνομα «φιλοσοφία».
΄Ερωτας ερωτήματος
είναι η φιλοσοφία. Η φιλία της σοφίας συγκεκριμενοποιείται στην αγάπη της
απορίας και εξειδικεύεται στον έρωτα του ερωτήματος. Φιλόσοφος είναι όποιος αγαπά να γνωρίζει. Αυτός είναι ερωτευμένος
με την ερώτηση. Ζει ως εραστής της απορίας.
Η αλήθεια ως άρνηση της λήθης (α-λήθη) είναι
εφικτή μόνον ως απορία, δηλαδή άρνηση του πόρου (α-πόρος), αποποίηση της
εύκολης λύσης και απάρνηση της τετριμμένης απάντησης. Αλήθεια είναι η απορία. Η
μεγαλύτερη δυνατότητα να ευρεθεί η αλήθεια βρίσκεται πιο κοντά στην ερώτηση
παρά στην απάντηση, επειδή η ερώτηση είναι ανοικτή και η απάντηση παραμένει
κλειστή.
Η σωκρατική
μαιευτική είναι το κλασικό παράδειγμα φιλοσόφου λόγου στην ερωτηματική μορφή
του αντί για την απαντητική δομή της ρητορείας. Η σοφία ερωτά. Η σοφιστεία
απαντά. Ο φιλόσοφος απορεί. Οποιος αποκρίνεται μπορεί να είναι επιστήμονας,
ιδεολόγος, κατηχητής,
προπαγανδιστής, διαφημιστής ή
οτιδήποτε άλλο εκτός από φιλόσοφος, στοχαστής ή σοφός.
Η διαλεκτική είναι η
τέχνη της ερώτησης και όχι βεβαίως η τεχνική της απορίας. Ως μέθοδος λόγου η
διαλεκτική λειτουργεί με την ερώτηση
χάρη στην οποία εκμαιεύει απαντήσεις. Δεν χρειάζεται να μακρυγορήσουμε
άλλο για να δείξουμε ότι η ερώτηση είναι η ατμόσφαιρα της φιλοσοφίας, ο καθαρός
αέρας του στοχασμού, το οξυγόνο της σκέψης, το αυθεντικό κλίμα του λόγου.
Φιλοσοφώ θα πεί ερωτώ αδιάκοπα, ατελείωτα, αιωνίως και αενάως.
Συγκρίνοντας τα δυο μόρια του
λόγου, που είναι η ερώτηση και η απάντηση, διαπιστώνουμε ότι στην φιλοσοφία
ιεραρχούνται αλλιώτικα από ό,τι συνήθως συμβαίνει στην καθημερινότητα. Αυτό που
προηγείται στην σκέψη είναι η ερώτηση κι εκείνο που έπεται είναι η απάντηση.
Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο και πώς εξηγείται άραγε ;
Η ερώτηση μένει και η απάντηση
φεύγει. Στην φιλοσοφία δεν αλλάζουν οι απορίες, αλλά είναι οι αποκρίσεις που
εναλλάσσονται διαρκώς. Η αιωνιότητα ανήκει στην ερώτηση καθώς επίσης και τα
παρεπόμενά της όπως είναι η μονιμότητα και η σταθερότητα. Η απάντηση κείται
στην σκιά της ιστορικότητας, της χρονικότητας, της παροδικότητας, της
προσωρινότητας και της φθαρτότητας.
Για παράδειγμα, το ερώτημα «τι
είναι η φύση;» δέχεται ποικίλες απαντήσεις που προτείνονται κατά καιρούς. Στην
προνεωτερικότητα ταυτιζόταν η φύση με το οργανικό στοιχείο, ετυμολογείτο από το
«φύεσθαι» («φύσις») ή από την γέννηση (natura <
nascio) και θεωρείτο ως η Μεγάλη Μητέρα (Magna Matter), η
μάνα-γη (matter-matrix-materia : ύλη-μήτρα-μητέρα). Στην νεωτερικότητα η φύση
εξισώνεται με την μηχανή (machina mundi), ανάγεται στο ανόργανο-μηχανικό
στοιχείο κι έτσι καταντά αντικείμενο εκμετάλλευσης εκ μέρους του ανθρώπου (maitres et possesseurs de la nature).
Στην μετανεωτερικότητα πάλι σημειώνεται αποστροφή από τον μηχανικισμό και
στροφή στον οργανικισμό/βιταλισμό χωρίς επιστροφή στην προνεωτερικότητα, αλλά
μεταστροφή στο οικολογικό εναλλακτικό κοσμοείδωλο. Το ερώτημα μένει, η απάντηση
αλλάζει.
Ανήκει στην φύση του ανθρώπου
να ερωτά μόνο ό,τι μπορεί να απαντήσει. Αλλιώτικα θα ήταν πιο αφόρητη κι
ανυπόφορη η δύσκολη ζωή που ζει ο άνθρωπος, ο οποίος αποφεύγει τα μεγάλα
ερωτήματα, τα πρώτα και τα έσχατα, τα μείζονα που συνιστούν την «γιγαντομαχίαν
περί της ουσίας», γι’ αυτό καθημερινά προτιμά να κατατρίβεται στην σκιαμαχία
περί τα ανούσια και επουσιώδη απορήματα. Ο Κώστας Αξελός διείδε αρκετά ενωρίς
στο opus magnum της
ζωής του, το βιβλίο του «Το Παιχνίδι του Κόσμου» , αυτήν την αλήθεια
σημειώνοντας ότι «στις μεγάλες ερωτήσεις ανταποκρίνονται ερωτηματικές
απαντήσεις … πολύ συχνά οι απαντήσεις προηγούνται των ερωτήσεων … ουδέποτε
ερωτούμε αρκούντως ριζοσπαστικά» .
Αργότερα ο ίδιος φιλόσοφος στο
εγχειρίδιό του «Ανοιχτή Συστηματική»
σημειώνει: «Στα μεγάλα ερωτήματα δεν μπορούμε πια παρά να απαντούμε
χωρίς να απαντούμε. Ακόμα και οι ερωτηματικές απαντήσεις δεν επαρκούν πλέον» .
Γιατί άραγε; Επειδή «βρισκόμαστε πάντα πιασμένοι σ’ αυτό που νομίζουμε πως
έχουμε πιάσει» .
Καταλήγει λοιπόν στο ότι μόνον «ένας λόγος πιο ανοιχτός ξέρει να τα θέτει όλα
υπό ερώτηση» ,
γι’ αυτό «είναι αναπόφευκτο να γνωρίζουμε να παραιτούμαστε από ορισμένες
απαντήσεις» .
Κάθε χειρουργική επέμβαση που
υφίσταται ο άνθρωπος συνοδεύεται από
νάρκωση, χωρίς την οποία είναι ανέφικτη η εγχείρηση, διότι συνεπιφέρει
αφόρητο πόνο. Η ερώτηση μπορεί να παρομοιασθεί με χειρουργική επέμβαση και η
απάντηση να εξομοιωθεί με την νάρκωση. Το τίμημα που καταβάλλεται απέναντι στο
νυστέρι της ερώτησης είναι η προσωρινή, τοπική, πρόσκαιρη αναισθησία με την
επανάπαυση του ανθρώπου σε απαντήσεις που καθησυχάζουν, παρηγορούν, παραμυθούν,
αναπαύουν και καταπραϋνουν τον πόνο του.
Αυτό που γίνεται στην ιατρική συμβαίνει και
στην μεταφυσική τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών. Η απάντηση ναρκώνει και η
ερώτηση ανατέμνει. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στην καθημερινότητα προηγείται η
απάντηση αντί για την ερώτηση, ενώ στην φιλοσοφία ισχύει απαρέγκλιτα η πρόταξη
της απορίας απέναντι στην απόκριση.