Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

"ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ" του Αλέξανδρου Αραμπατζή




 Καραβάτζιο

1.-Κυκλοφορεί μια λέξη δαιμονική στον σύγχρονο κόσμο, και αυτή είναι η φιλοσοφία. Η λέξη είναι δαιμονική γιατί αφενός αντλεί από την πνευματικότητα μιας σκοτεινής περιοχής της ύπαρξης των πραγμάτων κι αφετέρου γιατί ο ρόλος της είναι καθαρά πειραστικός: εκτρέπει τον ρόλο των φαινομένων προς την άλφα ή την βήτα κατεύθυνση και ταυτόχρονα φορμάρει τα πνευματικά περιεχόμενα σε δοχεία αποθήκευσης αντενεργών δυνάμεων. Η φιλοσοφία, στον βαθμό που κατέχει σήμερα μια θέση στην κουλτούρα, είναι η θέση του έξυπνου παρατηρητή, αυτού δηλαδή που θα εποπτεύσει την επιφάνεια των γεγονότων και των πραγμάτων, κι ενδεχομένως θα τα ψαύσει, ενώ η θέση του σκαπανέα του βάθους έχει διαφυλαχθεί για τον ρόλο της επιστήμης. Η φιλοσοφία δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης αν δεν είχε εισχωρήσει στην κοινωνικοπολιτική σφαίρα για να παίξει τον ρόλο του κοινωνικοπολιτικού ή ακόμη και του πολιτικού σχολιαστή. Ωστόσο της απομένουν τρία πεδία δράσης ακόμη αξιόλογα για την ανθρώπινη σκέψη . Η αγωνία της ύπαρξης, η αγωνία του θανάτου και η αγωνία της τύχης του κόσμου. Στα ερωτήματα αυτά η φιλοσοφία πρέπει ν΄ανακαλύψει λύσεις επικές και πολυσήμαντες. Οι απαντήσεις της θρησκείας είναι πράγματι επικές, αλλά είναι μονοσήμαντες, το δογματικό τους περικάλυμμα είναι άτρωτο και ατσάλινο. Η φιλοσοφία παραμένει ένας διαλογικός τόπος, ένας τόπος όπου οι ιδέες ασκούνται σκληρά για να μονομαχήσουν σκληρά. Και δεν θέτω ποτέ την φιλοσοφία στο επίπεδο της αλήθειας, η αλήθεια σήμερα είναι ένα πρόβλημα άλλης τάξης, της τάξης ενός πραγματικού πιστοποιημένου από αυθεντικούς αξιολογητές εγκυρότητας. Η φιλοσοφία και σήμερα προσεταιρίζεται τη λογοτεχνία, απλώνει το δίχτυ της στο φαντασιακό, κι εντός του φαντασιακού ενεργεί κυρίως σαν πυροκροτητής νοημάτων. Η λογοτεχνία από την άλλη μεριά εντός του φαντασιακού ενεργεί κυρίως σαν πυροκροτητής αισθημάτων.

Franz Von Stuck, Sensuality, 1891

2.- Ναι, είναι γεγονός ότι κάποιες φορές εγκλωβίζομαι στον κλοιό της γλωσσοπαθολογικής ηδυπάθειας και λικνίζομαι μ΄αυτήν στα ηλιοβασιλέματα μιας καθημερινότητας που μ΄έχει συρρικνώσει σε ματάκι εξώπορτας. Τα σημεία της πραγματικότητας που μπορώ να διακρίνω από μέσα είναι τα αταλάντευτα σκότη. Κι αν κάπου στον πλατύ γιαλό του ασυνειδήτου μου κρύβω μια ποιητική φωνή, αυτή δεν χρησιμεύει καθόλου στο να εμβολιάζω την ύπαρξή μου με μεταφυσικές χάρες. Αντίθετα, με αγκιστρώνει στην επιδερμίδα ενός παραχαραγμένου μέλλοντος που έχει ενθυλακώσει στον μαυρισμένο αφαλό του κάθε σχιζοφρενική ψείρα και κάθε σχιζοφρενικό σκώρο. Η φωνή που διαθέτω τελικά γλωσσοτσουρομαδιέται στο μεγάλο της νύχτας παζάρι.


3.- Διάβασα τα διηγήματα του BREECE PANCAKE με τον τίτλο ΤΡΙΛΟΒΙΤΕΣ. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου, είναι η άρνηση και η απουσία κάθε συμφιλίωσης, συνειδητής ή ασυνείδητης: του ατόμου με τον εαυτό του, του ατόμου με τον τραχύ τόπο, του άνδρα με τη γυναίκα, σύζυγο ή ερωμένη, των μελών της οικογενείας μεταξύ τους, των μελών μιας τοπικής κοινότητας μεταξύ τους, ακόμη και των υποτιθέμενων φίλων μεταξύ τους  κ.λ.π. Η απουσία αυτής της συμφιλίωσης δεν οδηγεί μόνο στην μοναξιά, στην αποξένωση και στον μαρασμό κάθε ονείρου, αλλά και σε κάτι ουσιαστικότερο: στην φριχτή βασιλεία των σκοτεινών ενστίκτων.


4.- Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι μορφωμένοι ηλίθιοι πολίτες-έλληνες, ευρωπαίοι, αμερικάνοι κλ.π.-  που μισούν και φοβούνται τους πάντες και τα πάντα, όλους όσους δηλαδή κινούνται  έξω από την μισοβολεμένη συμπλεγματική ζωούλα τους, σημαίνει ότι η ευρωπαική κ.λ.π. – μεταπτυχιακοδιδακτορική - παιδεία σήμερα δεν καλλιεργεί τον στοχασμό και τον αναστοχασμό, αλλά παραχώνει στο κεφάλι των διδασκομένων ένα σωρό παράσιτα, που επενεργούν έτσι ώστε και τα άτομα να ζουν παρασιτικά.
Το μίσος και ο φόβος νικιούνται μόνον με την γενναιότητα, και η γενναιότητα γεννιέται με την ελεύθερη σκέψη, αλλά δυστυχώς καμιά παιδεία σήμερα δεν καλλιεργεί τη γενναιότητα των ανθρώπων, αντίθετα,  τεχνηέντως και εσκεμμένα καλλιεργεί την δουλοπρέπεια. Η πλήρης δουλοκτητική κοινωνία είναι πολύ κοντά μας. Και η απλή ψυχολογία μας λέει  πως οι σκλάβοι  μισούν θανάσιμα τους άλλους σκλάβους και γι΄ αυτό προτιμούν μαζικά την αγκαλιά του πατέρα - αφέντη τους.
Συνεπώς  το κομουνιστικό τσιτάτο… / Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες του …/ δεν μπορεί να λειτουργήσει, γιατί οι αλυσίδες είναι το πιο πολύτιμο στοιχείο για όλους εκείνους που τους έχουν ήδη πείσει πως μόνο οι αλυσίδες τους δένουν αδιατάρακτα με το ασφαλές και ατσαλάκωτο, έστω και υποτελές, πεπρωμένο τους.

*Αλέξανδρος Αραμπατζής


 Ο Αλέξανρος Αραμπατζής γεννήθηκε στη Δράμα το 1961. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στη Δράμα. Λογοτεχνικά και κριτικά κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά ("Διαβάζω", "Μανδραγόρας", "Λέξη", "Παρέμβαση", κτλ) ενώ συγκαταλέγεται στους τακτικούς εισηγητές του Συμποσίου Ποίησης στην Πάτρα. Είναι πατέρας δύο παιδιών.




"Μουσική και Αρχαίος Ελληνικός Λόγος" του Αντώνιου Κ. Λάβδα


Περίληψη της μελέτης του Αντώνιου Κ. Λάβδα*

επιμέλεια: Αλέξανδρος Α. Λάβδας**

















Πρώτη δημοσίευση περιοδικό  "Αρχαιολογία" Φεβρουάριος 1985



----------------------------------------------




**Αλέξανδρος Α. Λάβδας, MSc, PhD (UCL)

a_lavdas@yahoo.com

Ναπολέοντας Λαπαθιώτης "Πώς γράφω"


Και πρώτα-πρώτα, μπορώ απόλυτα να βεβαιώσω, πως δεν εργάστηκα ποτέ μου δίχως κέφι. Λέγοντας «κέφι» εννοώ την ειδική κατάσταση εκείνη, που οι παλιοί ρομαντικοί αποκαλούσαν «έμπνευση», «οίστρον», «εμπνοή» και «θείαν Έξαρση»,— και που δεν εί­ναι, παρά μια συναισθηματική υπερδιέγερση (κάτι αναμεταξύ ενθουσιασμού και νοσταλγίας), εκείνο, ίσα ίσα, που ο λαός αποκαλεί, ίσως επιτυχέστερα, «μεράκι». Χωρίς αυτό δεν έπιασα την πένα, μέχρι σήμερα, —ούτε καν γι’ απλήν αντιγραφή, ούτε και στις δύσκολες σημερινές συνθήκες. Ποτέ δεν έγραψα,— δεν το μπορούσα δηλαδή, ακόμα και να το ’θελα, και πολλές φορές το θέλησα πολύ —ούτε «κατά παραγγελίαν», ούτε «υπό την πίεσιν ανάγκης»… Πρόχειρα, «στο γό­νατο», δεν έγραψα ποτέ μου.
Πρωί, απόγεμα ή βράδυ, μου ήταν αδιάφορο. Αυτό το κέφι, δε λογάριαζε την ώρα. Άλλες φορές, για να το προκαλέσω τεχνητά, προσέφευγα στη μουσική, παίζοντας πιάνο. Και κάποτε αργότερα, και στα ναρκωτικά. Αλλ’ αυτό,— μιλώ για «τότε», πάντα— κατά πολύ μεγάλα διαστήματα. Εργάζομαι αργά, προσεχτικά, ζυγίζοντας τες λέξεις, και δεν προχωρώ, ποτέ, στην παρακάτω φράση, αν, αυτή που έγρα­ψα, δε με ικανοποιεί, με κάποιον τρό­πο. Πολλές φορές, ωστόσο, αφήνω κε­νούς χώρους, για να τους συμπληρώ­σω υστερότερα, όταν θα βρω την πιο καλή μου διατύπωση. Κι όταν την πετύχω μια φορά, έτσι καθώς τη θέ­λω, χαίρομαι σαν το Σκοπευτή, που πετυχαίνει στη σκοποβολή του. Άλ­λοτε, όταν ήμουνα παιδάκι, έκανα τρέλες, σφύριζα, πηδούσα, τραγου­δούσα. Δυστυχώς τώρα, δεν μπορώ να τα κάνω… δεν προσχεδιάζω ποτέ τίποτε: Ό,τι φέρ’ ή ώρα κι η στιγμή. Πολλές Φορές, για μια φράση, που μου άρεσε, είτε για ένα στίχο, —της αρχής, της μέσης ή του τέλους— έ­γραψα ολόκληρο διήγημα, ή ποίημα. Τώρα τελευταία, συνήθιζα πολύ να γράφω όρθιος: έχω φκιάσει ένα όρ­θιο γραφείο, σαν τ’ αναλόγια τα εκκλησιαστικά, ειδικά γι’ αυτή την εργασία. Και τούτο, γιατί βηματίζω πολύ, γράφοντας, και με κουράζει το να σηκωνοκάθομαι, στο συνηθισμένο μου γραφείο.
Ό,τι γράφω, μ’ ενθουσιάζει, μια στιγμή, —αλλά σέ λίγο, γρήγορα (και κάπως πολύ γρήγορα, αλίμονο!) μου φαίνεται ασήμαντο, μηδαμινό, γελοίο… Κι η εντύπωση αυτή μού μένει για καιρό. Πέρασαν χρόνια, κά­ποτε, για να μπορέσω να το δω με μάτια αμερόληπτα, — κι ίσως ποτέ, αυτό το τελευταίο, να μην το κατόρθωσα απόλυτα! Είν’ ένα δυστύχημα για μένα, το να μην εκτιμώ τα όσα γράφω… Αλλά και δε σκίζω ποτέ τί­ποτε : τ’ αφήνω,— και γιατί τ’ αφήνω, τάχα;…
Έχω φυλάξει, έτσι, ένα πλήθος παιδικά χειρόγραφά μου, μόνο και μόνον επειδή λυπήθηκα, από τότε, να τα καταστρέψω… και για τον ίδιο λόγο, κι εξακολουθώ να τα κρατώ. Τίποτε δεν εκτιμώ, — κι ωστόσο, τ’ αγαπώ…
Άλλη μου συνήθεια, για χρόνια, ήταν να σημειώνω σε χαρτάκια, τις νύχτες, που γυρνούσα, —ήμουν, καθώς είναι γνωστό, ο θρυλικός ξενύ­χτης!— ό,τι μου κατέβαινε, —στίχους, σκέψεις, φράσεις— στα συνοικιακά καφενεδάκια, και στα εστιατόρια, όπου μ’ οδηγούσαν κάθε βράδι, τ’ ά­σκοπα, τα πλάνα βήματά μου… Κι απ’ αυτά, ελάχιστα χρησίμεψαν κα­τόπι.
Πρωτόγραψα πολύ μικρός, σε ηλικία εφτά-οχτώ χρονών: είν’ ένα ποί­ημα, —ας το πούμε «ποίημα»!— με πατριωτικό περιεχόμενο, γραμμένο σ’ ένα λεύκωμα μεγάλο, μαζί με ζω­γραφιές, χαλκομανίες, και με διάφορα χρωματιστά μολύβια και κραγιόνια… Κι από τότε… δε σταμάτησα να γράφω! Κι ως τη στιγμήν αυτή, που χαράζω τις γραμμές μου τούτες, εξα­κολουθώ πιστά να γράφω…
Όσοι διαβάζουν, ας με συγχωρή­σουν! Εγώ, ωστόσο, όπως συμβαίνει στις μεγάλες τις αγάπες, που δε μας είναι δυνατόν να ζήσουμε, μήτε μ’ αυτές, μήτε χωρίς αυτές, — δεν το συγχώρησα, ποτέ, στον εαυτό μου! Κι ας ήταν απ’ τις λίγες μου χαρές, μέσ’ στη ζωή…
(23.12.43) ΝΑΠΟΛ. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ


Δυστυχώς η φωτογραφία κόβει το κάτω κάτω μέρος της σελίδας.
Αν ενδιαφέρεστε να δείτε το τελικό έντυπο αποτέλεσμα, το ποίημα δημοσιεύτηκε στις 15 Μαΐου 1930 στη Νέα Εστία, και αργότερα στην επιλογή του 1939, με αλλαγμένον ή μάλλον μεταφρασμένο τον τίτλο (Εκ βαθέων αντί για De profundis) ως εξής:
Λυπήσου με, Θε μου, στο δρόμο που πήρα,
χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς
-χωρίς να ’χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!

Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθεί,
ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
ζητώντας εκείνο που δε θα βρεθεί!

Λυπήσου όλα κείνα που πάνε του κάκου,
γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!

Λυπήσου κι εκείνα, λυπήσου και μένα,
-και μένα, που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράματα ξένα,
που δεν έχουν, Θε μου, καμιά λογική…

Λιγάκι να κάνω πως κάτι με σέρνει,
λιγάκι να φέξει, μες στα σκοτεινά,
κι αμέσως η μοίρα μού το ξαναπαίρνει,
κι αμέσως η μοίρα γυρίζει ξανά…

Λυπήσου με, Θε μου, στην απόγνωσή μου,
λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ,
-λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…

ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ

Πηγή:https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/2013/01/26/τζων-κητσ/


ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Άστρο λαμπρό
Άστρο λαμπρό! έτσι σταθερό θα ’θελα να ’μαι, ως είσαι –
μα όχι να λάμπω απόμερα στη νύχτα κρεμασμένο,
και να φυλάω με ολάνοιχτα τα βλέφαρά μου αιώνια,
σαν ερημίτης άυπνος υπόμονος της φύσης,
το ιερό έργο των νερών που πλένουν τ’ ακρογιάλια
της γης, που ανθρώποι κατοικούν, και τα εξαγνίζουν έτσι,
ή ν’ αγναντεύω του χιονιού την απαλή τη μάσκα
που πέφτει πάνω στα ψηλά βουνά και μες στους βάλτους –
όχι – μα πάντα σταθερό κι ακίνητο ποθούσα,
τ’ ώριμο στήθος της καλής μου να ’χω προσκεφάλι,
και πάντα να το αισθάνομαι το ανωκατέβασμά του,
σε μιαν ανησυχία γλυκιά το αιώνια ξυπνημένο·
και για να νοιώθω την λεπτήν ακόμα αναπνοή της,
κι έτσι να ζω παντοτινά – για κάλλιο να πεθάνω.
Μετάφραση: Γλαύκος Αλιθέρσης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Λαμπερό αστέρι
Λαμπερό αστέρι, σταθερός να ’μουνα σαν κι εσένα.
– Όχι λαμπράδα ερημική κρεμάμενη στη νύχτα,
για να θωρώ, μ’ ολάνοιχτα τα βλέφαρά μου αιώνια,
υπόμονος κι ακοίμητος της φύσης ερημίτης,
τ’ αργοκινούμενα νερά, μες στο ιερό τους έργο
γύρω στη γη τ’ ανθρώπινα ακρογιάλια που εξαγνίζουν,
ή να κοιτάζω ατέλειωτα την απαλή τη μάσκα,
που με το χιόνι στα βουνά και μες στους βάλτους πέφτει.
– Όχι, το να ’μαι σταθερός κι ασάλευτος το θέλω,
γιατί ποθώ, πάντα γυρτός στο στήθος της καλής μου
το αμέστωτο, να νοιώθω το ν’ ανεβοκατεβαίνει,
και να ξυπνώ με μια γλυκιά πάντοτε ανησυχία,
κι αιώνια την ανάσα της τη μαλακή ν’ ακούω.
Και πάντα έτσι να ζω – ή αλλιώς να σβήνω ως να πεθάνω.
Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η αδάκρυτη καλοκυρά
Δυστυχισμένε, τι έχεις και γυρίζεις
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή;
Της λίμνης εξεράθηκαν τα βρύα,
και πια δεν κελαηδεί πουλί.
Δυστυχισμένε, τι έχεις κι είσαι τόσο
αλαλιασμένος και χλωμός;
Γέμισε η βερβερίτσα τη φωλιά της,
κι έχει τελειώσει ο θερισμός.
Κρίνο νωπό στο μέτωπό σου βλέπω,
της αγωνίας τη δροσιά.
Στο μάγουλό σου ρόδο μαραμένο,
που αποξηραίνεται γοργά.
Είδα μια ωραία κυρά μες στα λιβάδια,
νεραϊδοπούλα γαλανή,
κι είχε μακριά μαλλιά κι αλαφρό πόδι,
κι άγρια τα μάτια της πολύ.
Την ανεβάζω στο ήμερο άλογό μου,
κι άλλο δεν έβλεπ’ απ’ αυτή,
γιατί στο πλάι μου γέρνει και τραγούδι
νεράιδας σιγοτραγουδεί.
Πλέκω για το κεφάλι της στεφάνι,
βραχιόλια, ζώνη, όλο ευωδιά,
και σα να μ’ αγαπούσε με κοιτάζει
κι αναστενάζει σιγανά.
Γλυκόρριζες μού βρήκε, κι άγριο μέλι,
βρήκε του μάννα τη δροσιά,
και μου ’πε με τη ξωτικιά της γλώσσα
‘‘Ναι! σ’ αγαπώ στ’ αληθινά’’.
Στη νεραϊδοσπηλιά της σα με πήγε,
μ’ είδε και στέναξε βαθιά.
Της φιλώ τ’ άγρια και θλιμμένα μάτια,
ώσπου τα κοίμησα γλυκά.
Και κοιμηθήκαμε πάνω στα βρύα,
κι όνειρον είδα, ω δυστυχιά,
τ’ όνειρο, που στερνό μου όνειρο εστάθη,
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά!
Σαν το θάνατο αχνοί ήταν βασιλιάδες,
και πλήθη μαχητών χλωμά,
που κράζανε ‘‘Στα δίχτυα σ’ έχει πιάσει
η αδάκρυτη Καλοκυρά’’.
Κι είδα στα σκότη τ’ άσαρκά τους χείλη,
σα φριχτό μήνυμ’ ανοιχτά,
και βρέθηκα, ξυπνώντας, εδώ πάνω
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά.
Γι’ αυτό πάω κι έρχομαι, κι όλο γυρίζω,
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή,
της λίμνης κι αν ξεράθηκαν τα βρύα,
κι αν πια δεν κελαηδεί πουλί.
Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η όμορφη άσπλαχνη κυρά
Α, ποιος μπορεί, πλάσμα, φτωχό, να κάνει να υποφέρεις
και μόνο να πλανεύεσαι με μιαν όψη χλωμή;
Ξεράθηκαν οι λυγαριές, και στις οχθιές της λίμνης
κανένα πια δεν τραγουδεί πουλί.
Α, ποιος μπορεί φτωχούλη μου, κακό να σου ’χει κάνει
αγέρωχο, μα αλλοίμονο, δυστυχισμένο πλάσμα;
Στις αποθήκες του σταριού οι σκίουροι φωλιάσαν
τα στάχυα πια κρυφτήκανε στη στάνη.
Βλέπω ένα κρίνο ολόλευκο πάνω στο μέτωπό σου
της αγωνίας το χλώμιασμα, του πυρετού το κάμα
και ρόδο που μαραίνεται βλέπω στο πρόσωπό σου
ρόδο που γρήγορα βουβό, θροεί.
– Συνάντησα μέσ’ στους χρυσούς τους κάμπους μια κυρά,
που είχε ομορφιά ατίμητη, μάγισσας ήταν κόρη·
η κόμη της ολόμαυρη, τα πόδια της λαφριά,
τα μάτια της φαντάζαν αγριεμένα.
Την κάθισα μπροστά σ’ εμένα απάνω στ’ άλογό μου
κι όλη τη μέρα τίποτα δεν είδα άλλο απ’ αυτό
γιατί έσκυβεν ανάλαφρη στο πλάι και τραγουδούσε
μιας μάγισσας τραγούδι αρμονικό.
Για το χρυσό κεφάλι της έπλεξα μια γιρλάντα
βραχιόλια γιόμορφα ύστερα και ζώνη, που ευωδούσε
κι εκείνη όλο μ’ εκοίταζεν ωσάν να μ’ αγαπούσε
κι ένα μουρμούρισμα άφηνε γλυκό.
Βρήκε για μένα γευστικές και γλυκών δέντρων ρίζες,
μέλι άγριο βρήκε δροσερό, και μάννα από δροσιά
και θάειπεν είμαι – βέβαιος – σε γλώσσα εξωτικιά
αληθινά, το πόσο μ’ αγαπούσε.
Και στη σπηλιά της μ’ έσυρε που ’τανε στοιχειωμένη
κι εκεί άφησε κοιτώντας με, μια ανάβαθη πνοή.
Εκεί έκλεισα τα μάτια της τ’ άγρια τα λυπημένα
και τη φιλούσα ώσπου να κοιμηθεί.
Κι εκεί αργοκοιμηθήκαμε στο πράσινο χορτάρι,
κι εκεί ονειρεύτηκα ο φτωχός, αλήθεια αλλοίμονό μου
το τελευταίο που ποτέ ονειρεύτηκα όνειρό μου
στου παγερού του κρύου βουνού, το πλάι.
Είδα χλωμούς τους πρίγκηπες, ωχρούς τους βασιλιάδες
και μαχητές είδα χλωμούς, είχαν νεκρών χλωμάδες
και φώναζαν: ‘‘Η άσπλαχνη όμορφη κυρά…
σ’ εσκλάβωσε, σ’ έχει σκλαβώσει πια’’.
Τα σκοτεινά, τα χείλια της, είδα φριχτά ν’ ανοίγουν
για να μου πούνε τη φριχτή την τρομερή αγγελία
κι εξύπνησα και βρέθηκα μονάχος εδώ πέρα
σ’ αυτού του λόφου τη πλαγιά την κρύα.
Και να γιατί μονάχος μου, σ’ αυτά τα μέρη μένω
πλάσμα χλωμό, μοναχικό, που όλο περιπλανιέμαι
κι αν στις οχθιές ξεράθηκαν οι λυγαριές της λίμνης
κι αν πια πουλί δεν τραγουδάει κανένα.
Μετάφραση: Γ. Λ. Ρόης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci
Τι να ’χεις τάχα, αρματωμένε ιππότη,
κι έρμος πλανιέσαι έτσι χλωμός;
Τα βούρλα πια ξεράθηκαν στη λίμνη
και τα πουλιά δεν κελαηδούν.
Τι να ’χεις τάχα, αρματωμένε ιππότη,
κι είσαι έτσι λυπημένος, σκυθρωπός;
Του σκίουρου ο κρυψώνας γέμισε σιτάρι
κι έχει τελειώσει ο θερισμός.
Βλέπω ένα κρίνο πα’ στο μέτωπό σου
υγρό από την αγωνία και τον πυρετό,
στα μάγουλά σου ξέθωρο ένα ρόδο
που πέφτουνε τα φύλλα του νεκρά.
– Αντάμωσα μια νέα στα λιβάδια
πεντάμορφη, μιας μάγισσας παιδί,
με πλούσια κόμη, ανάλαφρο το πόδι
και με μάτια παράφορα πολύ.
Της έπλεξα στεφάνι για το μέτωπό της,
βραχιόλια και μια ζώνη ευωδερή·
με κοίταζε ολοένα σα να μ’ αγαπούσε,
αναστενάζοντας γλυκά.
Την κάθισα καβάλα στ’ άλογό μου
και τίποτε άλλο δεν είδα ολημερίς,
’τί σκύβοντας στο πλάι μου τραγουδούσε
ένα τραγούδι μαγικό.
Ρίζες γλυκές και νόστιμες μού βρήκε,
άγριο μέλι και μάννα δροσερό·
σίγουρα, ναι, σ’ αλλόκοτη μια γλώσσα,
μου ’λεγε: ‘‘Αλήθεια, σ’ αγαπώ!’’
Στη στοιχειωμένη μ’ έσυρε σπηλιά της
και στέναζε λυπητερά·
εκεί της σφάλισα τα εκστατικά της μάτια
με τέσσερα φιλιά.
Και μ’ αποκοίμισε με το νανούρισμά της
κι ένα όνειρο είδα – αλλοί σ’ εμέ!
τ’ όνειρο το στερνό που είδα ποτές μου
στου κρύου του λόφου την πλαγιά.
Πρίγκιπες, μαχητές και βασιλιάδες
είδα χλωμούς, σαν να ’τανε νεκροί,
που φώναζαν, ‘‘Αχ, σ’ έχει σκλαβωμένο
la Belle Dame sans merci’’.
Είδα τα λιμασμένα χείλη στο σκοτάδι,
να μου το λένε χάσκοντας φριχτά·
και ξύπνησα και βρέθηκα εδώ κάτω,
στου κρύου λόφου την πλαγιά.
Και να γιατί πάντα εδώ πέρα μένω
κι όλο γυρνώ μονάχος και χλωμός,
αν και τα βούρλα ξεραθήκανε στη λίμνη
και τα πουλιά δεν κελαηδούν.
Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci
Ω, τι να σε σκοτίζει, αρματωμένε ιππότη,
και γυρνάς μοναχός, δίχως μιλιά;
Τα βούρλα μαραθήκανε στη λίμνη
και δε λαλούν πουλιά.
Ω, τι να σε σκοτίζει, αρματωμένε ιππότη,
κι έτσι άγριος είσαι κι έτσι λυπημένος;
Της βερβερίτσας το κελάρι είναι γεμάτο
κι ο θέρος τελειωμένος.
Πάνω στο μέτωπό σου βλέπω κρίνο
απ’ τη λαχτάρα υγρό κι από τον πυρετό,
πάνω στα μάγουλά σου χλωμό ρόδο
γοργά μαραίνεται κι’ αυτό.
Κάποια κυρά μες στα λιβάδια βρήκα
πεντάμορφη – νεράιδας κόρη, ωϊμένα!
Κι είχε μακριά μαλλιά κι ελαφρό πόδι
και μάτια αλαφιασμένα.
Της έπλεξα γιορντάνι στο κεφάλι,
ζώνη, βραχιόλια από μυριστικά.
Με κοίταξε στα μάτια, καθώς αγαπούσε,
και βόγγησε γλυκά.
Την έβαλα στο αργοπερπάτητο άλογό μου
και τίποτ’ άλλο δεν έβλεπα όλη μέρα
γιατί έγερνε στο πλάι κι έλεε τραγούδια
νεράιδας στον αέρα.
Ρίζες γλυκές μού βρήκε κι άγριο μέλι
και σαν του μάνα τη δροσιά καρπό
και σε μια γλώσσα χωρίς άλλο ξένη μού είπε:
‘‘Αλήθεια, σ’ αγαπώ’’.
Στη νεραϊδοσπηλιά της έπειτα με πήρε
κι έκλαψε εκεί, αναστέναξε βαριά,
κι έκλεισα εκεί τ’ αλαφιασμένα της τα μάτια
με τέσσερα φιλιά.
Κι εκεί με νανουρίσματα μ’ αποκοιμίζει
κι εκεί ονειρεύτηκα – αχ, τι θλίψη στην καρδιά!
Το στερνό, το στερνό από τα όνειρά μου
στην κρύα του λόφου την πλαγιά.
Είδα ωχρούς βασιλιάδες και ρηγάδες,
ωχροί ήτανε πολεμιστές, σαν πεθαμένοι.
Μου φώναξαν: ‘‘Η Ωραία Κυρά που δεν πονάει
την ψυχή σου έχει σκλαβωμένη’’.
Μες στο σκοτάδι τ’ άσαρκά τους χείλη
για μήνυμα φριχτό άνοιξαν πλατιά
και ξύπνησα και βρέθηκα εδώ πέρα
στην κρύα του λόφου την πλαγιά.
Γι’ αυτό περνάω τις μέρες μου εδώ πέρα
και γυρνώ μοναχός, δίχως μιλιά.
Τα βούρλα κι αν μαράθηκαν στη λίμνη
κι’ αν δε λαλούν πουλιά.
Μετάφραση: Λίνα Βλάχου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci*
Γιατί ’σαι λυπημένος, καβαλιέρε,
κι ωχρός γυρίζεις δίχως συντροφιά;
Της λίμνης εμαράθηκαν τα βρούλα
και τα πουλιά δεν κελαϊδούνε πια.
Γιατί ’σαι λυπημένος, καβαλιέρε,
κι έτσι αδυνατισμένος και χλωμός;
Εγέμισε η φωλιά της βερβερίτσας
σιτάρι, ετέλειωσε κι ο θερισμός.
Κάποιο στο μέτωπό σου βλέπω κρίνο,
που ’ναι απ’ του πυρετού τη δρόσο υγρό,
κι ωχρό τριαντάφυλλο στο μάγουλό σου
που γλήγορα θα μαραθεί κι’ αυτό.
Μια κόρη αντάμωσα μες στα λιβάδια
– πεντάμορφη νεράιδας κορασιά –
που ’χε αλαφρά τα πόδια, τα μαλλιά της
μακριά, κι είχε δυο μάτια αγριωπά.
Στεφάνι της ανθόπλεξα, να βάλει
στην κεφαλή, και ζώνη ευωδιαστή·
με κοίταξεν ωσάν να μ’ αγαπούσε
και μου γλυκαναστέναξε, η καλή.
Καβάλλα την επήρα στ’ άλογό μου
κι όλη τη μέρα δεν την είδα πλιο,
γιατί λοξόγερνε και τραγουδούσε,
τραγούδι τραγουδούσε μαγικό.
Άγριο μού βρήκε μέλι, γλυκές ρίζες
και δροσομέλι τόσο ευωδιαστό,
και, βέβαια, μου ’λεγε σε κάποια γλώσσα
παράξενη: ‘‘Στ‘ αλήθεια σ’ αγαπώ!’’
Με πήρε στη νεράιδινη σπηλιά της
κι έκλαιγ’ εκεί και στέναζε βαθιά·
εκεί κι εγώ τα φλογερά της μάτια
με τέσσερα της τα ’κλεισα φιλιά.
Εκείνη με νανούριζε στον ύπνο
εκεί, κι εγώ νειρεύτηκα – αλλοιά!
κι ήτανε το στερνό τ’ όνειρο που είδα,
πάνω στου κρύου του λόφου την πλαγιά.
Εκεί ρηγόπουλα είδα και ρηγάδες,
πολεμιστές, χλωμούς θανατερά,
που φώναζαν: ‘‘Η άπονη και σένα,
και σένα σ’ έχει πάρει στη σκλαβιά’’.
Τα πεθαμένα τους είδα τα χείλια
να χάσκουνε στο σκότος ανοιχτά
με μια φριχτή φοβέρα· είχα ξυπνήσει
και βρέθηκα στου λόφου την πλαγιά.
Να, γιατί μόνος τώρα τριγυρίζω
εδώ κι έτσι θλιμμένον θα με βρουν,
της λίμνης κι αν μαράθηκαν τα βρούλα
και τα πουλάκια πια δεν κελαϊδούν.
* Η ωραία άπονη
Μετάφραση: Στέφανος Τσατσούλας
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci
Ω, τι σε κάνει να πονάς, δυστυχισμένε ιππότη!
Σε βλέπω ν’ αργοσέρνεσαι, χλωμό και μόνο·
μαράθηκαν τα βούρλα στην ακρολιμνιά,
κι ούτε πουλί δεν κελαϊδάει σε κλώνο.
Ω, τι σε κάνει να πονάς, δυστυχισμένε ιππότη!
Και τι σε λιώνει, τι σ’ έχει ανταριάσει;
Πλούσια η σοδιά μες στις σταραποθήκες
που βερβερίτσες έχουνε φωλιάσει.
Βλέπω ένα κρίνο στο ιδρωμένο πρόσωπό σου
που η αγωνία του πυρετού το υγραίνει
κι ένα τριαντάφυλλο στο μάγουλό σου
γρήγορα μαραζιάζει και πεθαίνει.
Μια νέα απάντησα μες στο λιβάδι,
πεντάμορφη, νεραϊδοκόρη·
είχε μακριά μαλλιά, λαφροπατούσε!
και των ματιών της έλαμπε η κόρη.
Στεφάνι έπλεξα στ’ ωραίο της κεφάλι
και δυο βραχιόλια και μια ζώνη μυρωμένη
κι αυτή με κοίταζε, λες μ’ αγαπούσε,
κι αλαφροστέναζεν ευτυχισμένη.
Στ’ άτι μου την ανέβασα, που αργοπατούσε,
κι εκείνην έβλεπα όλη μέρα στις κοιλάδες,
έτσι που έγερνε στα δυο πλευρά και τραγουδούσε
τραγούδια καμωμένα για νεράιδες.
Μου ’βρισκε ρίζες με γλυκιά τη γεύση
και άγριο μέλι κι ό,τι την ψυχή μεθάει
και σε μια γλώσσα που παράξενα ηχούσε
μου ’λεγε πως στ’ αλήθεια μ’ αγαπάει.
Στη νεραϊδένια της σπηλιά με επήρε
και με θωρούσε κι αναστέναζε η κυρά μου
κι εγώ τα λαμπερά της άγρια μάτια
έκλεισα με τ’ αμέτρητα φιλιά μου.
Κι ως με νανούριζε αποκοιμισμένο,
εγώ ονειρεύτηκα, ω, πόση θλίψη!
το τελευταίο μου όνειρο, απ’ όσα είχα δει,
στην κρύα λοφοπλαγιά που μ’ είχε κρύψει.
Περνούσαν βασιλιάδες, πρίγκηπες, πολεμιστές,
με πρόσωπο νεκρού μαυροκιτρινιασμένο
κι όλοι μου φώναζαν: ‘‘La Belle Dame sans merci
για πάντα σε κρατάει σκλαβωμένο’’.
Ολάνοιχτα, στο τρομερό τους μήνυμα,
είδα τα στεγνωμένα χείλη τους μες στο σκοτάδι
και ξύπνησα και πλαγιασμένος βρέθηκα
στην κρύα λοφοπλαγιά το βράδυ.
Να γιατί το καλύβι μου έχω στήσει εδώ
και τριγυρνάω θλιμμένος και με βλέπεις μόνο,
αν και μαράθηκαν τα βούρλα στην ακρολιμνιά
κι ούτε πουλί δεν κελαϊδάει σε κλώνο.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σ’ ένα αηδόνι
Η καρδιά μου πονεί. Βαριά χαλαρώνει
τις αισθήσεις μου νάρκη, λες φαρμάκι έχω πιει,
λες κι άδειασα ολόγεμο κύπελλο αφιόνι,
λίγο πριν, και βυθίστηκα μέσα στη λήθη.
Δε φθονώ την ωραία που σου ’λαχε μοίρα,
μονάχα πονώ από χαρά στη χαρά σου,
των δεντρών λαφροφτέρουγη Δρυάδα εσύ,
που σε μυριοπλεγμένες ηχηρές φυλλωσιές
απ’ οξιές κι αρίθμητους ίσκιους, τον ύμνο
του καλοκαιριού με γιομάτη φωνή τραγουδείς.
Ω! και ποιος θα μου δώσει μια γουλιά απ’ το κρασί
που στη γης το κρατούνε καιρούς να παγώσει,
να μυρίζει λουλούδια και πράσινο αγρό
και χορό και τραγούδια και του ήλιου μεθύσι,
ένα πλέριο ποτήρι από χώρα θερμή
γιομισμένο απ’ τη γνήσια πορφυρήν Ιπποκρήνη,
στ’ αλικόβαφα χείλια του να σπιθίζει
όλο φούσκες ο αφρός, να μπορέσω να πιω!
Κι αφήνοντας πίσω τον κόσμο, μαζί σου,
στα σκοτάδια του δάσου μακριά να χαθώ!
Ν’ απλωθώ μες στ’ αγέρι, να χαθώ, να ξεχάσω
το που εσύ μες στα δάση δεν έχεις γνωρίσει,
τον κάματο, την πλήξη, τον πυρετό, εδώ
που το βόγγο ο ένας ακούει τ’ αλλουνού,
το τρεμάμενο αδύναμο κεφάλι των γέρων,
και τη νιότη που ωχρή σιγοσβεί και πεθαίνει,
που κι η σκέψη ακόμα σε γιομίζει από θλίψη
και στα βλέφαρα πάνω μολύβι βαραίνει,
που η λάμψη ωραίων ματιών μια μέρα κρατά,
μα κι η φλόγα που ανάβουν δε ζει πιο πολύ.
Μακριά! Μακριά! Θα πετάξω κοντά σου!
Μα του Βάκχου οι πάνθηρες δε θα με σύρουν,
θα με φέρουν της ποίησης τ’ άυλα φτερά,
κι ας μ’ αντίσκοβε ο νους μου βαρύς ως τα τώρα.
Να ’μαι κιόλας μαζί σου! Είν’ η νύχτα γλυκιά
κι ίσως η άνασσα να ’ναι στο θρόνο η σελήνη
και γύρω της μάγος εσμός απ’ αστέρια!
Μα εδώ πέρα άλλο φως δε φωτάει, μοναχά,
όσο η αύρα απ’ τα ουράνια στο φύλλωμα χύνει
και στα χορταριασμένα στριφτά μονοπάτια.
Τι λουλούδια στα πόδια μου ανθίζουν δεν ξέρω,
μήτε ποιο γλυκό μύρο πλανιέται στους κλώνους,
μα στο ισκιόφωτο το μυρωμένο μαντεύω
την ξέχωρη τούτου του μήνα ευωδιά,
όπου παίρνουν τα θάμνα, τ’ ασπράγκαθα, η χλόη,
οι καρποί στ’ άγρια δέντρα, το ρόδο του αγρού,
ο μενεξές που σβηέται γοργά μες στα φύλλα,
και το πρώτο παιδί του Μαγιού, της μοσκιάς
το μπουμπούκι λουσμένο σ’ απόσταγμα δρόσου,
που οι μύγες τα βράδια του θέρους με βουή τριγυρνούν.
Στο σκοτάδι αφουγκράζομαι. Κι αν τόσες φορές
για τον ήσυχο θάνατο αγάπη είχα νοιώσει
και με λόγια γλυκά σε στίχους καλούσα
την πνοή μου απαλά στον αιθέρα να πάρει,
μα τώρα, σαν πλούσια ηδονή μού φαντάζει,
δίχως πόνο, τα μεσάνυχτα αυτά να πεθάνω,
ενώ σ’ έκσταση γύρω σκορπάς την ψυχή σου!
Θε να ψάλλεις, μ’ ανώφελα θα ’ν’ για τ’ αυτιά μου.
Η θεϊκή σου νεκρική ψαλμωδιά
θ’ αντηχεί σε σωρόν από χώμα.
Συ δεν πλάστης για θάνατο, αιώνιο πουλί.
Αχόρταγοι ανθρώποι δε σε πάτησαν χάμω,
η φωνή π’ ακούω τώρα, σε χρόνια παλιά
κι απ’ τον άρχοντα ακούστηκε κι από το δούλο.
Ίσως να ’ταν ο ίδιος ετούτος σκοπός,
όπου εχύθη στης Ρουθ τη θλιμμένη καρδιά,
καθώς την πατρίδα γλυκά νοσταλγώντας,
δακρυσμένη στεκόταν στα στάχυα τα ξένα.
Αυτό να ’χε γητέψει παραθύρια π’ ανοίγαν
σ’ αφρισμένα πελάγη σε μια ξωτικήν ερημιά.
Ερημιά! σαν καμπάνα η λέξη με κράζει
να χωρίσω από σέ και μόνος να μείνω!
Χαίρε! Να πλανέσει η φαντασία δεν είν’ άξια
όσον έχει τη φήμη. Χαίρε πνεύμα απατηλό!
Το γλυκό σου τ’ αντίφωνο, σαν παράπονο,
σβηεί και πάει, το γειτονικό λιβάδι περνά,
το ήσυχο ρυάκι, του λόφου την πλαγιά
και στο ξέφωτο θάβεται της άλλης κοιλάδας.
Ήταν όραμα; Όνειρο που έπλεξε ο νους;
Πάει πια η μουσική! Ξύπνιος είμαι ή κοιμάμαι;
Μετάφραση: Ελπίδα Δ. Γκίνη
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σε μια ελληνική υδρία
Ω νύμφη, ακόμη ανέγγιχτη της ησυχίας!
και θρέμμα του καιρού που αργοκυλά και της σιωπής,
συ που μια λουλουδένιαν ιστορία
απ’ τους δικούς μας στίχους πιο γλυκά την τραγουδείς!
Ποιος με τη φουντωτή του φυλλωσιά σε ζώνει
θρύλος; Θεοί είναι αυτοί, θνητοί, για και τα δυο;
Στης Αρκαδίας μην είναι τα φαράγγια, ή μη στα Τέμπη;
Ποιοι να ’ναι; ποιες παρθένες αντιστέκονται; και ποιο
κυνήγημα τρελό; Τι πάλεμα για να ξεφύγουν;
Τι τύμπανα κι αυλοί; Και τι έκσταση άγρια είναι τούτη;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούμε, όμως αυτές
οπού δεν ακουστήκαν, πιο γλυκές. Αυλοί απαλοί,
παίζετε, αλλά για τις αισθήσεις όχι. Με στροφές
που ηχούν στο νου μας μοναχά, πολύ πιο αγαπητές.
Έφηβε ωραίε! Που το τραγούδι δε μπορείς ν’ αφήσεις
κάτω απ’ τα δέντρα, ουδέ κι αυτά τα φύλλα τους να χάσουν,
ποτέ φιλιά δε θα χαρείς, απότολμε εραστή!
Αν και σιμά φτασμένος στο σκοπό σου, δε θ’ άγγίξεις
την ευτυχία’ μα μη λυπάσαι, δε θα μαραθεί
ποτέ! και πάντα θα την αγαπάς και θα ’ναι ωραία.
Ω σεις, που δε θα χάσετε, καλότυχοι θαλλοί,
τα φύλλα, ούτε την άνοιξη θ’ αφήσετε ποτέ!
Και που χωρίς αποσταμό, τραγουδιστή,
θ’ αυλείς, και το τραγούδι σου αγέραστο θα μένει.
Ακόμα εσύ πιο ευτυχισμένη αγάπη, ευτυχισμένη!
πάντα θερμή κι άξια χαρές ατέλειωτες να δίνεις,
πάντα τρεμάμενη κι αιώνια, δυνατή και νια,
απάνω από τ’ ανθρώπινο το πάθος θρονιασμένη
που αφήνει ξέχειλη από θλίψη την καρδιά,
κι αποσταμένη, μέτωπο καφτό, γλώσσα στεγνή!
Ποιοι να ’ναι που ’ρχονται για τη θυσία; σε ποιο βωμό
χλωρό οδηγείς, μυστηριακέ ιερέα, το δαμάλι
που μουγγανίζει ανήσυχα κατά τον ουρανό
κι άνθια στολίζουνε τα μεταξένια του πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε γιαλό κοντά, είτε σε βουνό
σκαρφαλωμένη, με το κάστρο της το ειρηνικό,
άδεια απ’ ανθρώπους έμεινε τούτο το ευλαβικό
πρωΐ; Πόλη μικρή, θα μείνουνε παντοτεινά
οι δρόμοι σου βουβοί, κι ουδέ ψυχή
ξανά θα στρέψει, το γιατί ερημώθηκες να πει.
Γραμμή αττική! γύροι λαμπροί οπού νησί και κόρες
σαν πλοκαμοί, στο μάρμαρο εργασμένοι τεχνικά,
σας τριγυρνούν, με πατημένα χόρτα και κλαδιά,
το στοχασμό μας ξεπερνά η σιωπηλή σου γλώσσα,
καθώς η αιωνιότητα. Ψυχρή γραφή
βουκολική! Τα χρόνια τούτη τη γενιά σα σβήσουν,
εσύ θε να σταθείς του ανθρώπου φίλη αληθινή,
μες στις μελλούμενες τις λύπες να του λες:
‘‘Η ομορφιά είν’ αλήθεια, η αλήθεια είν’ ομορφιά,’’
Να τι ’ναι που έμαθες στον κόσμο, τι χρωστάς να ξέρεις !
Μετάφραση: Ελπίδα Δ. Γκίνη
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σε μια ελληνική υδρία
Ω! νύφη, ακόμα απάρθενη, της ησυχίας της ιερής!
Συ ψυχοπαίδι της σιωπής, του χρόνου π’ αργοσβηεί,
ειδυλλιακέ ανιστορητή, που μύθο ολάνθιστο μπορείς
να λες γλυκύτερα κι απ’ ό,τι ο στίχος θέλει ειπεί:
τι θρύλος φυλλοστόλιστος στην πλάση σου στοιχειώνει
θεών ή Θνητών ή και των δυο,
στα Τέμπη ή σε κοιλάδα Αρκαδική;
Τι άνθρωποι ετούτοι ή ποιοι Θεοί; Τι κόρες, π’ άντρας δε ζυγώνει,
τι άγριο κυνήγι; ποιος αγώνας για φευγιό;
Και τι σουραύλια, κύμβαλα; ποιαν έκσταση μανιακή;
Γλυκές οι μελωδίες π’ ακούγονται, μα πιο γλυκά
πνένε οι ανάκουστες· γι’ αυτό, αυλοί απαλοί, λαλείτε,
μα όχι στης αίσθησης το αυτί, με άυλη χάρη, πιο ακριβά,
στο πνέμα τα τραγούδια σας αυλείτε:
ωραία νιότη, κάτω απ’ τις σκιές, ποτέ δε θέλει λείψει
από τα χείλη σου ο σκοπός κι ουδέ τα φύλλα απ’ τα δεντρά·
απόκοτε αγαπητικέ, ποτέ φιλί δε θα χαρείς,
αν και σιμά στον πόθο σου – μα μην σε πάρει η θλίψη,
δεν μπόρειε αυτή να μαραθεί, θεράπειο αν δεν ιδείς στερνά,
αιώνια εσύ θε ν’ αγαπάς και κείνη ωραία θα τη θωρείς.
Αχ! σεις πανεύτυχα κλωνιά! τα φύλλα σας ποτέ
δε θε να ρέψουν κι άνοιξη για πάντα θα στολίζει·
κι ακούραστε, μακάριε μελωδέ,
αιώνια το παιχνίδι σου νέα τραγούδια θα τονίζει·
πιο ευτυχισμένη αγάπη! αγάπη τρισευτυχισμένη!
Πάντα θερμή και π’ όλο μέλλεται να σε χαρούν,
με αιώνια λαχτάρα, νεότητα παντοτινή,
κι απ’ ό,τι πνέει τ’ ανθρώπινα τα πάθη γλυτωμένη,
που κόρο στην καρδιά και θλίψη της κληρονομούν,
στο μέτωπο ένα πυρετό, πίκρα στη γλώσσα τη στεγνή.
Ποιοι να ’ναι ετούτοι που έρχονται, ιερή μια συνοδεία;
Και το δαμάλι που μουγγάει προς τα ουράνια,
μυστηριακέ ιερέα, σε ποιο βωμό οδηγάς για τη θυσία,
τα μεταξένια του πλευρά με λουλουδιών στεφάνια;
Σαν τι χωριό σε ακροθαλάσσι ή σε ρυάκι,
ή σε πλαγιά βουνού, με ακρόπολη όλο ειρήνη,
απ’ το λαό του ν’ άδειασε την άγια τούτη πρωινή;
Κι ω! συ χωριό, το κάθε σου δρομάκι,
θα ’ναι για πάντα σιωπηλό· κι ούτε θα γείρει μια ψυχή
ποτέ να πει, γιατί έχεις έρμο μείνει.
Ω! αττικό παράστημα! φόρμα ωραιοπλασμένη
με αγαλματένια αντρών γενιά, κόρες με ακράτη νιότη,
με δάσου κλώνια και τη χλόη πατημένη·
πλάσμα σιωπηλό! σαν την αιωνιότη
λυτρώνεις απ’ τη σκέψη, ω! παστοράλι εσύ νεκρό!
Κι έρμη, με τα γεράματα, τούτη η ελικιά σα θα ’ναι,
θα μνήσκεις τότε ακόμα εσύ μέσ’ της ζωής τον πόνο,
φίλος του ανθρώπου, να του λες αιώνιο καιρό:
‘‘Η ομορφιά ’ναι αλήθεια, η αλήθεια ’ναι ομορφιά’’, το μόνο
που ξέρομε στη γη και όλοι να μάθουνε χρωστάνε.
Μετάφραση: Γιάννης Κλ. Ζερβός
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία (1819)
Ανέγγιχτη εσύ ακόμα νύφη της σιωπής!
Παιδί της σιγαλιάς και του αργού χρόνου,
παραμυθά του δάσους, μια ιστορία θα πείς
γλυκύτερα απ’ το στίχο το δικό μου:
ποιος θρύλος ανθοστόλιστος έχει στοιχειώσει
τριγύρω σου, για αθάνατους ή για θνητούς μιλάει;
Είναι στα Τέμπη ή σε κοιλάδα αρκαδική;
Θεοί είναι ετούτοι ή άνθρωποι; Γιατί διστάζουν
οι κόρες; Ποιος ξεφεύγει; Ποιος παλεύει να γλυτώσει;
Τι ντέφια και φλογέρες; Τι μανία τρελή;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούς, μα πιο γλυκές
οι ανάκουστες. Γι’ αυτό φλογέρες σιγανές, ηχήστε.
Όχι στ’ αυτιά μας, μα, πιο αισθαντικές,
άηχους σκοπούς στο πνεύμα τραγουδήστε.
Νιότη ωραία, κάτω απ’ τα δέντρα, δεν μπορείς
να πάψεις το τραγούδι, ούτε ποτέ θα γυμνωθούν τα κλώνια.
Γενναίε εραστή, δε θα φιλήσεις την καλή σου
κι ας είσαι πλάι της – μα μη λυπηθείς.
Δε θα σου φύγει, κι ας μη γίνεται δική σου.
Αιώνια θ’ αγαπάς, κι ωραία θα ’ναι εκείνη αιώνια.
Ευτυχισμένα δέντρα! Που δε ρίχνετε ποτέ
τα φύλλα σας, κι ούτε την άνοιξη αποχαιρετάτε.
Κι ευτυχισμένοι, ακούραστοι τραγουδιστές,
για πάντα νέους σκοπούς θα τραγουδάτε.
Και χαίρε εσύ, έρωτα! Χαίρε, χαίρε, έρωτα!
Πάντα θερμός, πάντα ευτυχία θα σε προσμένει,
πάντα θα νοιώθεις πόθο, νέος για πάντα!
Θα ζεις μακριά απ’ τα πάθη μας τ’ ανθρώπινα,
που αφήνουν την καρδιά χορτάτη και θλιμμένη,
το μέτωπο καυτό, στεγνή τη γλώσσα.
Ποιοι να ’ναι που ’χουν ξεκινήσει για θυσία;
Σε ποιο χλοερό βωμό, παράξενε ιερέα,
πας τη δαμάλα που φωνή σέρνει στα ουράνια
μ’ άνθη γύρω στα μεταξένια της πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε ποτάμι ή ακρογιαλιά
ή σε βουνό, που ακρόπολη την κλείνει ειρηνική,
τούτο το άγιο πρωΐ την έχουν όλοι αφήσει;
Οι δρόμοι σου, πόλη μικρή, αιώνια πια
θα μείνουν σιωπηλοί. Κι ούτε ποτέ ψυχή
να πει το πώς ερήμωσες δε θα γυρίσει.
Σχήμα αττικό! Στάση ωραία! Ολόγυρά σου
μορφές μαρμάρινων αντρών και κοριτσιών,
χορτάρια πατημένα και κλαριά του δάσους.
Συ, σιωπηλή μορφή, ειδύλλιο παγερό,
παράλογα, σαν αιωνιότητα, μας τυραννάς.
Όταν ο χρόνος θ’ αφανίσει τούτη τη γενιά,
στη μέση νέων δεινών εσύ θα ζήσεις,
φίλη του ανθρώπου, για να του μηνάς:
‘‘Η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά’’ –
να ποια είναι η γνώση κι ό,τι αξίζει να γνωρίσεις.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Meg Merrilies
Η γριούλα Μεγκ ήταν τσιγγάνα,
ζούσε στους βάλτους ζωή φτωχή,
είχε για στρώμα της δεμάτια ρείκια,
και για καλύβι της όλη τη γη.
Ξυνά βατόμουρα, μήλα της ήταν
το σπαρτοκάρπι, μαύρη σταφίδα
του άγριου ρόδου η δροσιά, κρασί της
και κάθε μνήμα, βιβλίου σελίδα.
Πεύκα ολομύριστα, γκρεμοί και λόφοι
ήταν αδέλφια της, η φαμελιά της·
μ’ αυτά μιλούσεν όλη τη μέρα
και τ’ αγαπούσε με την καρδιά της.
Μέρες πολλές νηστικές περνούσε
κι όταν το βραδινό της δεν είχε πάρει,
τα μάτια στήλωνε στον ουρανό,
για να χορτάσει με το φεγγάρι.
Μα σα λιοφώτιζεν, η Μεγκ στεφάνι
απ’ αγιοκλήματα πάντα φορούσε
δροσολουσμένα, και κάθε βράδυ
τις βέργες έπλεκε και τραγουδούσε.
Ψαθιά από βούρλα φτιάχναν με τέχνη
γέρικα δάχτυλα που είχαν ροζιάσει·
ψαθιά από βούρλα που τα πουλούσε
στα καλυβόσπιτα μέσα στα δάση.
Σα μια βασίλισσα ήταν γενναία,
σαν αμαζόνα ήταν ψηλή,
κόκκινη κάπα χοντρή φορούσε
και στο κεφάλι χοντρό ψαθί.
Γέρικα κόκκαλα πάνε πια χρόνια
που στην αγκάλη της έκλεισε η γη.
Μετάφραση: Μερ[όπη] Οικονόμου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όταν πρωτοδιάβασα τον Όμηρο του Τσάπμαν*
Πολλές φορές ταξίδεψα μεσ’ στα χρυσά βασίλεια
και πολιτείες εγνώρισα πανέμορφες και τόπους
κι απ’ όλα εκείνα τα νησιά στη δύση έχω περάσει,
που του Απόλλωνα οι πιστοί τραγουδιστές κρατούνε.
Συχνά άκουσα να μου μιλούν για την πλατιά τη χώρα
που ο πυκνοφρύδης Όμηρος την είχε κατοικιά του,
κι όμως ποτέ δε χάρηκα την άκρα της γαλήνη
παρά μονάχα τη φωνή σαν άκουσα του Τσάπμαν,
φωνή γεμάτη δύναμη κι ασύγκριτη σε θάρρος,
κι ένοιωσα κάτι σαν αυτό που ο αστρονόμος νοιώθει
όταν, γεμάτος έκσταση, μέσ’ στο στερέωμα βλέπει
ένας καινούργιος κι άγνωστος πλανήτης ν’ αχνοφέγγει,
ή σαν το άτρομο Κορτές, που, μ’ αετίσιο μάτι,
ορθός εκεί κι αμίλητος, σε μια κορφή του Ντάριεν
του Ειρηνικού αποθαύμαζε το θάμπος, κι οι άνθρωποί του
ο ένας τον άλλο εκοίταζαν με μια άγριαν υποψία.
* George Chapman (1559-1634). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας που έκαμε μια αριστουργηματική μετάφραση του Ομήρου στην αγγλική γλώσσα.
Μετάφραση: Κώστας Α. Παπαδάκης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όταν πρωτοδιάβασα τον Όμηρο του Τσάπμαν
Πολλές ταξίδεψα φορές μες στις χρυσές τις χώρες,
κι ωραίες πόλεις έχω δει και όμορφα βασίλεια·
κι απ’ τα νησιά τα δυτικά γύρω έχω περάσει,
που οι βάρδοι τον Απόλλωνα πιστά διαφεντεύουν.
Συχνά για μιαν απέραντη χώρα μου ’χουν μιλήσει,
που ο βαθύνους Όμηρος πατρίδα του την είχε·
μα δεν εχάρηκα ποτέ καθάρια τη γαλήνη,
ώσπ’ άκουσα τη βροντερή φωνή κείνη του Τσάπμαν.
Κι ένοιωσα τότε σαν αυτόν που θεωρεί τα ουράνια
και νέο στο στερέωμα πλανήτη διακρίνει,
ή σαν τον τολμηρό Κορτέζ, που μ’ αετίσια μάτια
έβλεπε τον Ειρηνικό κι όλοι οι ναυτικοί του
ένας τον άλλο κοίταζε μ’ έκσταση, σαστισμένοι,
αμίλητοι ψηλά από μια κορυφή του Ντάριεν.
Μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Σ’ αυτόν που έμενε σε πόλη…
Σ’ αυτόν που πολυκαίρισε σε πόλη μαντρισμένος
γλυκύτατο είναι τ’ ανοιχτό κι όμορφο να κοιτάζει
πρόσωπο τ’ ουρανού κι αργά μια προσευχή να λέει
μπρος στο πλατύ χαμόγελο του θόλου του γαλάζιου.
Ποιος πιο ευτυχής εξόν αυτός που κουρασμένος
σ’ ευχάριστη πέφτει φωλιά που χόρτα κυματίζουν
διαβάζοντας, όσο ποθεί η ψυχή του, μιαν ιστορία
για ευγενικό έναν έρωτα, αβρό και λαγγεμένο;
Γυρνώντας βράδυ σπίτι του, ενώ το αυτί του αρπάζει
της Φιλομήλας τους σκοπούς κι ενώ ακλουθάει το βλέμμα
το συννεφάκι το λαμπρό του δρόμο ν’ αρμενίζει,
πενθεί που η μέρα πέρασε γλιστρώντας γοργά τόσο
καθώς περνάει γρήγορα το δάκρυ ενός αγγέλου
σιωπηλά απ’ τον καθαρό κυλώντας τον αιθέρα.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όποιος στην πόλη κλείστηκε καιρό πολύ (1816)
Όποιος στην πόλη κλείστηκε καιρό πολύ,
γλυκαίνεται όταν αντικρίζει την πανώρια
κι ολάνοιχτη όψη τ’ ουρανού, όταν ψιθυρίζει
μια δέηση κάτω απ’ το θόλο το βαθύ.
Πόσο ευτυχής, σαν με χορτάτη την ψυχή,
και κουρασμένος, σε λημέρι δροσερό φωλιάζει,
μέσα σε χλόη πυκνή κι εκεί διαβάζει
έρωτα και θανάτου ιστορία αβρή.
Κι όταν γυρνάει στο σπίτι του το δειλινό,
με αυτί που αρπάζει του αηδονιού τις τρίλιες, τη ματιά
στο συννεφάκι που αρμενίζει αστραφτερό,
θρηνεί που η μέρα κύλησε τόσο γοργά.
Όπως κυλά το δάκρυ ενός αγγέλου,
στο διάφανο ουρανό γλιστρώντας σιωπηλά.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η Φήμη
Η Φήμη πεισματάρικη, σεμνή θα μένει κόρη
γι’ αυτούς που τήνε τριγυρνάν με δουλικό το γόνα.
Κι όμως, να, παραδίνεται σ’ ένα άμυαλον αγόρι.
Πιο τρέλαν έχει μια καρδιά που δεν γνωρίζει αγώνα.
Είναι τσιγγάνα. Δε μιλά σ’ όσους δεν έχουν μάθει
μακριά απ’ αυτήν να ’ναι ήσυχοι. Ναζιάρα, δεν αρέσει
σιμά στ’ αυτί της ψίθυρο, θαρρεί κάτι θα πάθει
και σαν μιλάν άλλοι γι’ αυτήν σε σκάνδαλο θα πέσει.
Είναι τσιγγάνα αληθινή, στο Νείλο γεννημένη,
ζηλιάρα σαν την Πετεφρή. Αυτής την καταφρόνια
μ’ άλλη τόση πληρώσετε, ερωτοχτυπημένοι
σεις τροβαδούροι. Αγέραστοι σεις καλλιτέχνες αιώνια
τρελοί μην είστε. Για το ‘έχε γεια’ κομψά απλώστε χέρι
κι αν της αρέσει πίσω σας το βήμα της θα φέρει.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Για τη θάλασσα
Αιώνιο κρατά μουρμουρητό σ’ ακρογιαλιές πανέρμες
και σε σφοδρήν αναρροή χιλιάδες και χιλιάδες
σπηλιές μπουκώνει, μέχρι που τα μάγια της Εκάτης
τις παρατάν με τους παλιούς αχούς ίσκιο γεμάτους.
Συχνά έχει τέτοια διάθεση και τέτοιαν ημεράδα,
ώστε και το μικρότερο κοχλίδι δεν σαλεύει
μέρες και μέρες από κει που κάποτε έχει πέσει,
όταν είχαν ξαμοληθή των ουρανών οι ανέμοι.
Ω σεις, που μια τραχιά βουή την ακοή ζαλίζει
ή και παραχορτάσατε από πλήθος μελωδίες,
καθίστε σε καμιάς σπηλιάς το στόμα και ρεμβάστε
ως πού χορός να σας ξαφνιάσει, τάχα, Ωκεανίδων.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Λαμπρό αστέρι
Λαμπρό μου αστέρι, σταθερός να ήμουν σαν και σένα,
όχι – μόνο σπιθόφωτος, τρεμάμενος τη νύχτα
ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια να κοιτάζω,
σαν τον υπόμονο, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,
οκνά, αργοσάλευτα νερά στο ιερό τους έργο
γύρω στη γη τ’ ανθρώπινα ακρογιάλια να εξαγνίζουν.
Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.
Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω
στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νοιώθω
σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει
και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω
κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.
Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Άστρο λαμπρό (1819)
Άστρο λαμπρό! ας ήμουν σαν εσένα ασάλευτος,
μα να μην κρέμομαι σπουδαίος και μόνος στη νυχτιά
σαν ερημίτης άγρυπνος κι υπομονετικός,
για να κοιτάζω, με τα βλέφαρα πάντα ανοιχτά,
τα ορμητικά νερά στο άγιο τους έργο
του εξαγνισμού γύρω στης γης μας τις ακτές,
ή να χαζεύω το φρεσκοπεσμένο κι απαλό
χιόνι, σε βαλτοτόπια και βουνοπλαγιές.
Όχι – μα να ’μαι ασάλευτος αιώνια κι αμετάβλητος,
αναπαμένος στης αγάπης μου το στήθος το μεστό,
παντοτινά να νοιώθω τ’ απαλό του αλαφροσάλεμα,
σε ταραχή γλυκιά αιώνια ξυπνητός.
Ν’ ακούω, βουβός, την τρυφερή της την πνοή,
να ζω έτσι πάντα, αλλιώς ας φύγω απ’ τη ζωή.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Στον Ύπνο (1819)
Συ που γλυκά τ’ ακίνητα μεσάνυχτα μαγεύεις,
που με προσεχτικά κι αγάπης δάχτυλα σφαλνάς
τα μάτια μας που χαίρονται το σκότος, και κρυφτεί
έχουν του φωτός, σκιασμένα σε άγια λησμονιά:
ω γαληνότατε Ύπνε! έλα, σε καλώ,
ενώ σε υμνώ, τα μάτια μου να κλείσεις,
ή για το ‘‘αμήν’’ περίμενε, πριν το απαλό
χάδι σου στο κρεβάτι μου σκορπίσεις.
Και φύλαξέ με, αλλιώς η μέρα η χτεσινή
στο μαξιλάρι μου θ’ αστράψει όλο καημό.
Σώσε με απ’ τη συνείδηση, που ακούραστη διοικεί
μες στο σκοτάδι τρυπωμένη σαν ποντίκι.
Στη λαδωμένη κλειδαριά γύρνα επιδέξια το κλειδί,
και σφράγισε της λυτρωμένης μου ψυχής τη θήκη.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Στον ύπνο
Βάλσαμο του μεσονυκτίου εσύ απαλό,
το στοργικό το δάχτυλό σου κλείνει
μάτια που βρίσκουν πια το φως πικρό,
τον ίσκιο θεϊκής λήθης τους δίνει.
Ω Ύπνε αβρέ! Αν είναι θέλημά σου
κλείσε τα μάτια μου μες στη δική σου ωδή,
ή το αμήν περίμενε, πριν το νανούρισμά σου
μού ρίξει παπαρούνα ευσπλαχνική.
Πάνω στο μαξιλάρι μου η μέρα αυτή θα μείνει
τρέφοντας θρήνους, αν δεν έρθει η βοήθειά σου.
Σώσε με απ’ τη συνείδηση που σκοτεινή εξουσία
έχει πάντα να σκάβει σαν ποντίκι.
Στρέψε όπως ξέρεις το κλειδί στην κλειδαριά τη λεία
και της ψυχής μου σφράγισε τη θήκη.
Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ύπνος και Ποίηση (1816) (απόσπασμα)
Τι ’ναι πιο αβρό από αγέρι καλοκαιρινό;
Πιο ειρηνικό απ’ το κολύμπρι τ’ όμορφο
που μια στιγμή σε ολάνοιχτο λουλούδι αγγίζει
κι εύθυμα μες στις φυλλωσιές βουΐζει;
Τι πιο ήσυχο από τριαντάφυλλο που ανθεί
μακριά από ανθρώπου μάτι, σε χλοερό νησί;
Τι πιο γερό απ’ το χλόισμα των λιβαδιών;
Τι πιο κρυφό απ’ τη φωλιά των αηδονιών;
Τι πιο γαλήνιο απ’ της Κορντέλιας τη μορφή;
Πιο οράματα γεμάτο από ιστορία λαμπρή;
Τι άλλο από σε, Ύπνε; Που τα μάτια μας γλυκοσφαλνάς
και νανουρίσματα μας σιγοτραγουδάς.
Σε προσκεφάλια γιορτινά αλαφροσιμώνεις,
με παπαρούνες και με ιτιά μας στεφανώνεις.
Σε μιας ωραίας τις μπούκλες είσαι μπερδεμένος
κι από το πρωϊνό που θα ’ρθει ευλογημένος,
γιατί σ’ όλα τα μάτια τα γλυκά δίνεις ζωή,
λάμποντας ν’ αντικρίσουν την καινούργια αυγή.
Μα τι ’ναι αυτό που ξεπερνάει το νου;
Τι ’ναι φρεσκότερο απ’ τα μούρα του βουνού;
Πιο απαλό, όμορφο, παράξενο, βασιλικό,
από κύκνου φτερό, από περιστέρι κι από αητό;
Ποιο είναι; Και πιο δίπλα του να βάλω;
Τη δόξα του δε φτάνει κανένα άλλο.
Η θύμησή του φοβερή, γλυκιά, ιερή,
σκορπίζει κάθε ανοησία κοσμική.
Έρχεται κάποτε μ’ αστροπελέκια τρομερά,
ή σαν υπόκωφη βοή στης γης τα σωθικά.
Κι άλλοτε σα μουρμούρισμα απαλό,
μας λέει τα μυστικά από κάτι θαυμαστό,
που πάνωθέ μας στον κενόν αέρα ζει.
Ρίχνουμε ολόγυρα ματιά εξεταστική
μήπως και δούμε αέρινες μορφές, σχέδια από φως,
ή ύμνος φτάσει στ’ αυτιά μας μακρινός,
μήπως τη δάφνη δούμε εκεί ψηλά,
που θα μας στεφανώσει όταν δε θα ζούμε πια.
Κάποτε γίνεται περήφανη η φωνή,
κι απ’ την καρδιά βγαίνει κραυγή δοξαστική.
Ήχοι που το Δημιουργό θα συναντήσουν,
και σαν ψιθύρισμα σιγά σιγά θα σβήσουν.
[…]
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Έφυγε η μέρα (1819)
Έφυγε η μέρα, και μαζί όλα τα καλά.
Χείλη, γλυκιά αγκαλιά, χέρι απαλό, φωνή,
ανάσες, ψιθυρίσματα, μισόλογα γλυκά,
μάτια που αστράφτουν, αφημένη μέση, θείο κορμί.
Μαράθη τ’ άνθος κι όλες οι μπουμπουκιασμένες χάρες του,
μαράθηκε στα μάτια μου της ομορφιάς η όψη,
μαράθηκε η μορφή της μες στα χέρια μου,
μαράθηκαν φωνή, θέρμη, παράδεισος, λευκότης,
σβηστήκαν άκαιρα στο πέσιμο του δειλινού,
την ώρα που νυχτερινή γιορτή των ίσκιων ξεκινά
ο μυρωμένος έρωτας κι υφαίνει το πυκνό
της σκοτεινιάς το φάδι, να σκεπάσει τη χαρά.
Μα στης αγάπης τη Γραφή μια κι έχω σήμερα εντρυφήσει,
βλέποντάς με έτσι να νηστεύω, θα ’ρθει να με ναρουρίσει.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όταν φοβάμαι (1818)
Όταν φοβάμαι πιο πολύ πως θα πεθάνω,
και θα ’ναι ασύναχτο στο νου το γέννημά μου,
τόμους δεν θα ’χω στοιβαγμένους ως επάνω,
σιταποθήκες με την ώριμη σοδειά μου·
όταν σε νύχτα αστερωμένη ατενίζω
πελώρια σύμβολα τα νέφη στον αιθέρα,
και συλλογίζομαι, ποτέ δεν θα ’ρθει μέρα
με μάγο χέρι τις σκιές τους να ιστορήσω·
κι όταν αισθάνομαι πως πια δεν θα σε βλέπω,
ωραίο πλάσμα της στιγμής, σαν παραμύθι
τον έρωτά σου απερίσκεπτα να δρέπω·
τότε, στου κόσμου τη μεγάλη παραλία,
σκέφτομαι μόνος, ώσπου χάνονται στα βύθη
και της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία.
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Βλέποντας τα ελγίνεια
Το πνεύμα μου είν’ αδύναμο – βαραίνει
πάνω μου η θνησιμότητα σαν ύπνος.
Κάθε μου ανέβασμα ή κατέβασμα είναι ίχνος
μιας δυσκολίας θεϊκιάς που με πεθαίνει,
ωσάν αετός, π’ άρρωστος κοιτάει τον ουρανό.
Κι όμως, αχνή πολυτέλεια είναι να θρηνήσω
που δεν πρέπει θολούς ανέμους να κρατήσω
φρέσκους για ν’ άνοιγε το μάτι το πρωϊνό.
Όπως οι δόξες οι θαμπόσκεφτες του νου
φέρνουνε μέσα στην καρδιά στιγμές θηρίου,
έτσι τα θαύματα ετούτα με πονούν
που σμίγουν την ελληνική λάμψη με του αγρίου
ξοδέματος του Χρόνου – μ’ ένα κύμα ωκεανού
έναν ήλιο – έναν ίσκιο μεγαλείου.
Μετάφραση: Θανάσης Γιαπιτζάκης