Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ

Πηγή:https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/2013/01/26/τζων-κητσ/


ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Άστρο λαμπρό
Άστρο λαμπρό! έτσι σταθερό θα ’θελα να ’μαι, ως είσαι –
μα όχι να λάμπω απόμερα στη νύχτα κρεμασμένο,
και να φυλάω με ολάνοιχτα τα βλέφαρά μου αιώνια,
σαν ερημίτης άυπνος υπόμονος της φύσης,
το ιερό έργο των νερών που πλένουν τ’ ακρογιάλια
της γης, που ανθρώποι κατοικούν, και τα εξαγνίζουν έτσι,
ή ν’ αγναντεύω του χιονιού την απαλή τη μάσκα
που πέφτει πάνω στα ψηλά βουνά και μες στους βάλτους –
όχι – μα πάντα σταθερό κι ακίνητο ποθούσα,
τ’ ώριμο στήθος της καλής μου να ’χω προσκεφάλι,
και πάντα να το αισθάνομαι το ανωκατέβασμά του,
σε μιαν ανησυχία γλυκιά το αιώνια ξυπνημένο·
και για να νοιώθω την λεπτήν ακόμα αναπνοή της,
κι έτσι να ζω παντοτινά – για κάλλιο να πεθάνω.
Μετάφραση: Γλαύκος Αλιθέρσης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Λαμπερό αστέρι
Λαμπερό αστέρι, σταθερός να ’μουνα σαν κι εσένα.
– Όχι λαμπράδα ερημική κρεμάμενη στη νύχτα,
για να θωρώ, μ’ ολάνοιχτα τα βλέφαρά μου αιώνια,
υπόμονος κι ακοίμητος της φύσης ερημίτης,
τ’ αργοκινούμενα νερά, μες στο ιερό τους έργο
γύρω στη γη τ’ ανθρώπινα ακρογιάλια που εξαγνίζουν,
ή να κοιτάζω ατέλειωτα την απαλή τη μάσκα,
που με το χιόνι στα βουνά και μες στους βάλτους πέφτει.
– Όχι, το να ’μαι σταθερός κι ασάλευτος το θέλω,
γιατί ποθώ, πάντα γυρτός στο στήθος της καλής μου
το αμέστωτο, να νοιώθω το ν’ ανεβοκατεβαίνει,
και να ξυπνώ με μια γλυκιά πάντοτε ανησυχία,
κι αιώνια την ανάσα της τη μαλακή ν’ ακούω.
Και πάντα έτσι να ζω – ή αλλιώς να σβήνω ως να πεθάνω.
Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η αδάκρυτη καλοκυρά
Δυστυχισμένε, τι έχεις και γυρίζεις
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή;
Της λίμνης εξεράθηκαν τα βρύα,
και πια δεν κελαηδεί πουλί.
Δυστυχισμένε, τι έχεις κι είσαι τόσο
αλαλιασμένος και χλωμός;
Γέμισε η βερβερίτσα τη φωλιά της,
κι έχει τελειώσει ο θερισμός.
Κρίνο νωπό στο μέτωπό σου βλέπω,
της αγωνίας τη δροσιά.
Στο μάγουλό σου ρόδο μαραμένο,
που αποξηραίνεται γοργά.
Είδα μια ωραία κυρά μες στα λιβάδια,
νεραϊδοπούλα γαλανή,
κι είχε μακριά μαλλιά κι αλαφρό πόδι,
κι άγρια τα μάτια της πολύ.
Την ανεβάζω στο ήμερο άλογό μου,
κι άλλο δεν έβλεπ’ απ’ αυτή,
γιατί στο πλάι μου γέρνει και τραγούδι
νεράιδας σιγοτραγουδεί.
Πλέκω για το κεφάλι της στεφάνι,
βραχιόλια, ζώνη, όλο ευωδιά,
και σα να μ’ αγαπούσε με κοιτάζει
κι αναστενάζει σιγανά.
Γλυκόρριζες μού βρήκε, κι άγριο μέλι,
βρήκε του μάννα τη δροσιά,
και μου ’πε με τη ξωτικιά της γλώσσα
‘‘Ναι! σ’ αγαπώ στ’ αληθινά’’.
Στη νεραϊδοσπηλιά της σα με πήγε,
μ’ είδε και στέναξε βαθιά.
Της φιλώ τ’ άγρια και θλιμμένα μάτια,
ώσπου τα κοίμησα γλυκά.
Και κοιμηθήκαμε πάνω στα βρύα,
κι όνειρον είδα, ω δυστυχιά,
τ’ όνειρο, που στερνό μου όνειρο εστάθη,
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά!
Σαν το θάνατο αχνοί ήταν βασιλιάδες,
και πλήθη μαχητών χλωμά,
που κράζανε ‘‘Στα δίχτυα σ’ έχει πιάσει
η αδάκρυτη Καλοκυρά’’.
Κι είδα στα σκότη τ’ άσαρκά τους χείλη,
σα φριχτό μήνυμ’ ανοιχτά,
και βρέθηκα, ξυπνώντας, εδώ πάνω
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά.
Γι’ αυτό πάω κι έρχομαι, κι όλο γυρίζω,
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή,
της λίμνης κι αν ξεράθηκαν τα βρύα,
κι αν πια δεν κελαηδεί πουλί.
Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η όμορφη άσπλαχνη κυρά
Α, ποιος μπορεί, πλάσμα, φτωχό, να κάνει να υποφέρεις
και μόνο να πλανεύεσαι με μιαν όψη χλωμή;
Ξεράθηκαν οι λυγαριές, και στις οχθιές της λίμνης
κανένα πια δεν τραγουδεί πουλί.
Α, ποιος μπορεί φτωχούλη μου, κακό να σου ’χει κάνει
αγέρωχο, μα αλλοίμονο, δυστυχισμένο πλάσμα;
Στις αποθήκες του σταριού οι σκίουροι φωλιάσαν
τα στάχυα πια κρυφτήκανε στη στάνη.
Βλέπω ένα κρίνο ολόλευκο πάνω στο μέτωπό σου
της αγωνίας το χλώμιασμα, του πυρετού το κάμα
και ρόδο που μαραίνεται βλέπω στο πρόσωπό σου
ρόδο που γρήγορα βουβό, θροεί.
– Συνάντησα μέσ’ στους χρυσούς τους κάμπους μια κυρά,
που είχε ομορφιά ατίμητη, μάγισσας ήταν κόρη·
η κόμη της ολόμαυρη, τα πόδια της λαφριά,
τα μάτια της φαντάζαν αγριεμένα.
Την κάθισα μπροστά σ’ εμένα απάνω στ’ άλογό μου
κι όλη τη μέρα τίποτα δεν είδα άλλο απ’ αυτό
γιατί έσκυβεν ανάλαφρη στο πλάι και τραγουδούσε
μιας μάγισσας τραγούδι αρμονικό.
Για το χρυσό κεφάλι της έπλεξα μια γιρλάντα
βραχιόλια γιόμορφα ύστερα και ζώνη, που ευωδούσε
κι εκείνη όλο μ’ εκοίταζεν ωσάν να μ’ αγαπούσε
κι ένα μουρμούρισμα άφηνε γλυκό.
Βρήκε για μένα γευστικές και γλυκών δέντρων ρίζες,
μέλι άγριο βρήκε δροσερό, και μάννα από δροσιά
και θάειπεν είμαι – βέβαιος – σε γλώσσα εξωτικιά
αληθινά, το πόσο μ’ αγαπούσε.
Και στη σπηλιά της μ’ έσυρε που ’τανε στοιχειωμένη
κι εκεί άφησε κοιτώντας με, μια ανάβαθη πνοή.
Εκεί έκλεισα τα μάτια της τ’ άγρια τα λυπημένα
και τη φιλούσα ώσπου να κοιμηθεί.
Κι εκεί αργοκοιμηθήκαμε στο πράσινο χορτάρι,
κι εκεί ονειρεύτηκα ο φτωχός, αλήθεια αλλοίμονό μου
το τελευταίο που ποτέ ονειρεύτηκα όνειρό μου
στου παγερού του κρύου βουνού, το πλάι.
Είδα χλωμούς τους πρίγκηπες, ωχρούς τους βασιλιάδες
και μαχητές είδα χλωμούς, είχαν νεκρών χλωμάδες
και φώναζαν: ‘‘Η άσπλαχνη όμορφη κυρά…
σ’ εσκλάβωσε, σ’ έχει σκλαβώσει πια’’.
Τα σκοτεινά, τα χείλια της, είδα φριχτά ν’ ανοίγουν
για να μου πούνε τη φριχτή την τρομερή αγγελία
κι εξύπνησα και βρέθηκα μονάχος εδώ πέρα
σ’ αυτού του λόφου τη πλαγιά την κρύα.
Και να γιατί μονάχος μου, σ’ αυτά τα μέρη μένω
πλάσμα χλωμό, μοναχικό, που όλο περιπλανιέμαι
κι αν στις οχθιές ξεράθηκαν οι λυγαριές της λίμνης
κι αν πια πουλί δεν τραγουδάει κανένα.
Μετάφραση: Γ. Λ. Ρόης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci
Τι να ’χεις τάχα, αρματωμένε ιππότη,
κι έρμος πλανιέσαι έτσι χλωμός;
Τα βούρλα πια ξεράθηκαν στη λίμνη
και τα πουλιά δεν κελαηδούν.
Τι να ’χεις τάχα, αρματωμένε ιππότη,
κι είσαι έτσι λυπημένος, σκυθρωπός;
Του σκίουρου ο κρυψώνας γέμισε σιτάρι
κι έχει τελειώσει ο θερισμός.
Βλέπω ένα κρίνο πα’ στο μέτωπό σου
υγρό από την αγωνία και τον πυρετό,
στα μάγουλά σου ξέθωρο ένα ρόδο
που πέφτουνε τα φύλλα του νεκρά.
– Αντάμωσα μια νέα στα λιβάδια
πεντάμορφη, μιας μάγισσας παιδί,
με πλούσια κόμη, ανάλαφρο το πόδι
και με μάτια παράφορα πολύ.
Της έπλεξα στεφάνι για το μέτωπό της,
βραχιόλια και μια ζώνη ευωδερή·
με κοίταζε ολοένα σα να μ’ αγαπούσε,
αναστενάζοντας γλυκά.
Την κάθισα καβάλα στ’ άλογό μου
και τίποτε άλλο δεν είδα ολημερίς,
’τί σκύβοντας στο πλάι μου τραγουδούσε
ένα τραγούδι μαγικό.
Ρίζες γλυκές και νόστιμες μού βρήκε,
άγριο μέλι και μάννα δροσερό·
σίγουρα, ναι, σ’ αλλόκοτη μια γλώσσα,
μου ’λεγε: ‘‘Αλήθεια, σ’ αγαπώ!’’
Στη στοιχειωμένη μ’ έσυρε σπηλιά της
και στέναζε λυπητερά·
εκεί της σφάλισα τα εκστατικά της μάτια
με τέσσερα φιλιά.
Και μ’ αποκοίμισε με το νανούρισμά της
κι ένα όνειρο είδα – αλλοί σ’ εμέ!
τ’ όνειρο το στερνό που είδα ποτές μου
στου κρύου του λόφου την πλαγιά.
Πρίγκιπες, μαχητές και βασιλιάδες
είδα χλωμούς, σαν να ’τανε νεκροί,
που φώναζαν, ‘‘Αχ, σ’ έχει σκλαβωμένο
la Belle Dame sans merci’’.
Είδα τα λιμασμένα χείλη στο σκοτάδι,
να μου το λένε χάσκοντας φριχτά·
και ξύπνησα και βρέθηκα εδώ κάτω,
στου κρύου λόφου την πλαγιά.
Και να γιατί πάντα εδώ πέρα μένω
κι όλο γυρνώ μονάχος και χλωμός,
αν και τα βούρλα ξεραθήκανε στη λίμνη
και τα πουλιά δεν κελαηδούν.
Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci
Ω, τι να σε σκοτίζει, αρματωμένε ιππότη,
και γυρνάς μοναχός, δίχως μιλιά;
Τα βούρλα μαραθήκανε στη λίμνη
και δε λαλούν πουλιά.
Ω, τι να σε σκοτίζει, αρματωμένε ιππότη,
κι έτσι άγριος είσαι κι έτσι λυπημένος;
Της βερβερίτσας το κελάρι είναι γεμάτο
κι ο θέρος τελειωμένος.
Πάνω στο μέτωπό σου βλέπω κρίνο
απ’ τη λαχτάρα υγρό κι από τον πυρετό,
πάνω στα μάγουλά σου χλωμό ρόδο
γοργά μαραίνεται κι’ αυτό.
Κάποια κυρά μες στα λιβάδια βρήκα
πεντάμορφη – νεράιδας κόρη, ωϊμένα!
Κι είχε μακριά μαλλιά κι ελαφρό πόδι
και μάτια αλαφιασμένα.
Της έπλεξα γιορντάνι στο κεφάλι,
ζώνη, βραχιόλια από μυριστικά.
Με κοίταξε στα μάτια, καθώς αγαπούσε,
και βόγγησε γλυκά.
Την έβαλα στο αργοπερπάτητο άλογό μου
και τίποτ’ άλλο δεν έβλεπα όλη μέρα
γιατί έγερνε στο πλάι κι έλεε τραγούδια
νεράιδας στον αέρα.
Ρίζες γλυκές μού βρήκε κι άγριο μέλι
και σαν του μάνα τη δροσιά καρπό
και σε μια γλώσσα χωρίς άλλο ξένη μού είπε:
‘‘Αλήθεια, σ’ αγαπώ’’.
Στη νεραϊδοσπηλιά της έπειτα με πήρε
κι έκλαψε εκεί, αναστέναξε βαριά,
κι έκλεισα εκεί τ’ αλαφιασμένα της τα μάτια
με τέσσερα φιλιά.
Κι εκεί με νανουρίσματα μ’ αποκοιμίζει
κι εκεί ονειρεύτηκα – αχ, τι θλίψη στην καρδιά!
Το στερνό, το στερνό από τα όνειρά μου
στην κρύα του λόφου την πλαγιά.
Είδα ωχρούς βασιλιάδες και ρηγάδες,
ωχροί ήτανε πολεμιστές, σαν πεθαμένοι.
Μου φώναξαν: ‘‘Η Ωραία Κυρά που δεν πονάει
την ψυχή σου έχει σκλαβωμένη’’.
Μες στο σκοτάδι τ’ άσαρκά τους χείλη
για μήνυμα φριχτό άνοιξαν πλατιά
και ξύπνησα και βρέθηκα εδώ πέρα
στην κρύα του λόφου την πλαγιά.
Γι’ αυτό περνάω τις μέρες μου εδώ πέρα
και γυρνώ μοναχός, δίχως μιλιά.
Τα βούρλα κι αν μαράθηκαν στη λίμνη
κι’ αν δε λαλούν πουλιά.
Μετάφραση: Λίνα Βλάχου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci*
Γιατί ’σαι λυπημένος, καβαλιέρε,
κι ωχρός γυρίζεις δίχως συντροφιά;
Της λίμνης εμαράθηκαν τα βρούλα
και τα πουλιά δεν κελαϊδούνε πια.
Γιατί ’σαι λυπημένος, καβαλιέρε,
κι έτσι αδυνατισμένος και χλωμός;
Εγέμισε η φωλιά της βερβερίτσας
σιτάρι, ετέλειωσε κι ο θερισμός.
Κάποιο στο μέτωπό σου βλέπω κρίνο,
που ’ναι απ’ του πυρετού τη δρόσο υγρό,
κι ωχρό τριαντάφυλλο στο μάγουλό σου
που γλήγορα θα μαραθεί κι’ αυτό.
Μια κόρη αντάμωσα μες στα λιβάδια
– πεντάμορφη νεράιδας κορασιά –
που ’χε αλαφρά τα πόδια, τα μαλλιά της
μακριά, κι είχε δυο μάτια αγριωπά.
Στεφάνι της ανθόπλεξα, να βάλει
στην κεφαλή, και ζώνη ευωδιαστή·
με κοίταξεν ωσάν να μ’ αγαπούσε
και μου γλυκαναστέναξε, η καλή.
Καβάλλα την επήρα στ’ άλογό μου
κι όλη τη μέρα δεν την είδα πλιο,
γιατί λοξόγερνε και τραγουδούσε,
τραγούδι τραγουδούσε μαγικό.
Άγριο μού βρήκε μέλι, γλυκές ρίζες
και δροσομέλι τόσο ευωδιαστό,
και, βέβαια, μου ’λεγε σε κάποια γλώσσα
παράξενη: ‘‘Στ‘ αλήθεια σ’ αγαπώ!’’
Με πήρε στη νεράιδινη σπηλιά της
κι έκλαιγ’ εκεί και στέναζε βαθιά·
εκεί κι εγώ τα φλογερά της μάτια
με τέσσερα της τα ’κλεισα φιλιά.
Εκείνη με νανούριζε στον ύπνο
εκεί, κι εγώ νειρεύτηκα – αλλοιά!
κι ήτανε το στερνό τ’ όνειρο που είδα,
πάνω στου κρύου του λόφου την πλαγιά.
Εκεί ρηγόπουλα είδα και ρηγάδες,
πολεμιστές, χλωμούς θανατερά,
που φώναζαν: ‘‘Η άπονη και σένα,
και σένα σ’ έχει πάρει στη σκλαβιά’’.
Τα πεθαμένα τους είδα τα χείλια
να χάσκουνε στο σκότος ανοιχτά
με μια φριχτή φοβέρα· είχα ξυπνήσει
και βρέθηκα στου λόφου την πλαγιά.
Να, γιατί μόνος τώρα τριγυρίζω
εδώ κι έτσι θλιμμένον θα με βρουν,
της λίμνης κι αν μαράθηκαν τα βρούλα
και τα πουλάκια πια δεν κελαϊδούν.
* Η ωραία άπονη
Μετάφραση: Στέφανος Τσατσούλας
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci
Ω, τι σε κάνει να πονάς, δυστυχισμένε ιππότη!
Σε βλέπω ν’ αργοσέρνεσαι, χλωμό και μόνο·
μαράθηκαν τα βούρλα στην ακρολιμνιά,
κι ούτε πουλί δεν κελαϊδάει σε κλώνο.
Ω, τι σε κάνει να πονάς, δυστυχισμένε ιππότη!
Και τι σε λιώνει, τι σ’ έχει ανταριάσει;
Πλούσια η σοδιά μες στις σταραποθήκες
που βερβερίτσες έχουνε φωλιάσει.
Βλέπω ένα κρίνο στο ιδρωμένο πρόσωπό σου
που η αγωνία του πυρετού το υγραίνει
κι ένα τριαντάφυλλο στο μάγουλό σου
γρήγορα μαραζιάζει και πεθαίνει.
Μια νέα απάντησα μες στο λιβάδι,
πεντάμορφη, νεραϊδοκόρη·
είχε μακριά μαλλιά, λαφροπατούσε!
και των ματιών της έλαμπε η κόρη.
Στεφάνι έπλεξα στ’ ωραίο της κεφάλι
και δυο βραχιόλια και μια ζώνη μυρωμένη
κι αυτή με κοίταζε, λες μ’ αγαπούσε,
κι αλαφροστέναζεν ευτυχισμένη.
Στ’ άτι μου την ανέβασα, που αργοπατούσε,
κι εκείνην έβλεπα όλη μέρα στις κοιλάδες,
έτσι που έγερνε στα δυο πλευρά και τραγουδούσε
τραγούδια καμωμένα για νεράιδες.
Μου ’βρισκε ρίζες με γλυκιά τη γεύση
και άγριο μέλι κι ό,τι την ψυχή μεθάει
και σε μια γλώσσα που παράξενα ηχούσε
μου ’λεγε πως στ’ αλήθεια μ’ αγαπάει.
Στη νεραϊδένια της σπηλιά με επήρε
και με θωρούσε κι αναστέναζε η κυρά μου
κι εγώ τα λαμπερά της άγρια μάτια
έκλεισα με τ’ αμέτρητα φιλιά μου.
Κι ως με νανούριζε αποκοιμισμένο,
εγώ ονειρεύτηκα, ω, πόση θλίψη!
το τελευταίο μου όνειρο, απ’ όσα είχα δει,
στην κρύα λοφοπλαγιά που μ’ είχε κρύψει.
Περνούσαν βασιλιάδες, πρίγκηπες, πολεμιστές,
με πρόσωπο νεκρού μαυροκιτρινιασμένο
κι όλοι μου φώναζαν: ‘‘La Belle Dame sans merci
για πάντα σε κρατάει σκλαβωμένο’’.
Ολάνοιχτα, στο τρομερό τους μήνυμα,
είδα τα στεγνωμένα χείλη τους μες στο σκοτάδι
και ξύπνησα και πλαγιασμένος βρέθηκα
στην κρύα λοφοπλαγιά το βράδυ.
Να γιατί το καλύβι μου έχω στήσει εδώ
και τριγυρνάω θλιμμένος και με βλέπεις μόνο,
αν και μαράθηκαν τα βούρλα στην ακρολιμνιά
κι ούτε πουλί δεν κελαϊδάει σε κλώνο.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σ’ ένα αηδόνι
Η καρδιά μου πονεί. Βαριά χαλαρώνει
τις αισθήσεις μου νάρκη, λες φαρμάκι έχω πιει,
λες κι άδειασα ολόγεμο κύπελλο αφιόνι,
λίγο πριν, και βυθίστηκα μέσα στη λήθη.
Δε φθονώ την ωραία που σου ’λαχε μοίρα,
μονάχα πονώ από χαρά στη χαρά σου,
των δεντρών λαφροφτέρουγη Δρυάδα εσύ,
που σε μυριοπλεγμένες ηχηρές φυλλωσιές
απ’ οξιές κι αρίθμητους ίσκιους, τον ύμνο
του καλοκαιριού με γιομάτη φωνή τραγουδείς.
Ω! και ποιος θα μου δώσει μια γουλιά απ’ το κρασί
που στη γης το κρατούνε καιρούς να παγώσει,
να μυρίζει λουλούδια και πράσινο αγρό
και χορό και τραγούδια και του ήλιου μεθύσι,
ένα πλέριο ποτήρι από χώρα θερμή
γιομισμένο απ’ τη γνήσια πορφυρήν Ιπποκρήνη,
στ’ αλικόβαφα χείλια του να σπιθίζει
όλο φούσκες ο αφρός, να μπορέσω να πιω!
Κι αφήνοντας πίσω τον κόσμο, μαζί σου,
στα σκοτάδια του δάσου μακριά να χαθώ!
Ν’ απλωθώ μες στ’ αγέρι, να χαθώ, να ξεχάσω
το που εσύ μες στα δάση δεν έχεις γνωρίσει,
τον κάματο, την πλήξη, τον πυρετό, εδώ
που το βόγγο ο ένας ακούει τ’ αλλουνού,
το τρεμάμενο αδύναμο κεφάλι των γέρων,
και τη νιότη που ωχρή σιγοσβεί και πεθαίνει,
που κι η σκέψη ακόμα σε γιομίζει από θλίψη
και στα βλέφαρα πάνω μολύβι βαραίνει,
που η λάμψη ωραίων ματιών μια μέρα κρατά,
μα κι η φλόγα που ανάβουν δε ζει πιο πολύ.
Μακριά! Μακριά! Θα πετάξω κοντά σου!
Μα του Βάκχου οι πάνθηρες δε θα με σύρουν,
θα με φέρουν της ποίησης τ’ άυλα φτερά,
κι ας μ’ αντίσκοβε ο νους μου βαρύς ως τα τώρα.
Να ’μαι κιόλας μαζί σου! Είν’ η νύχτα γλυκιά
κι ίσως η άνασσα να ’ναι στο θρόνο η σελήνη
και γύρω της μάγος εσμός απ’ αστέρια!
Μα εδώ πέρα άλλο φως δε φωτάει, μοναχά,
όσο η αύρα απ’ τα ουράνια στο φύλλωμα χύνει
και στα χορταριασμένα στριφτά μονοπάτια.
Τι λουλούδια στα πόδια μου ανθίζουν δεν ξέρω,
μήτε ποιο γλυκό μύρο πλανιέται στους κλώνους,
μα στο ισκιόφωτο το μυρωμένο μαντεύω
την ξέχωρη τούτου του μήνα ευωδιά,
όπου παίρνουν τα θάμνα, τ’ ασπράγκαθα, η χλόη,
οι καρποί στ’ άγρια δέντρα, το ρόδο του αγρού,
ο μενεξές που σβηέται γοργά μες στα φύλλα,
και το πρώτο παιδί του Μαγιού, της μοσκιάς
το μπουμπούκι λουσμένο σ’ απόσταγμα δρόσου,
που οι μύγες τα βράδια του θέρους με βουή τριγυρνούν.
Στο σκοτάδι αφουγκράζομαι. Κι αν τόσες φορές
για τον ήσυχο θάνατο αγάπη είχα νοιώσει
και με λόγια γλυκά σε στίχους καλούσα
την πνοή μου απαλά στον αιθέρα να πάρει,
μα τώρα, σαν πλούσια ηδονή μού φαντάζει,
δίχως πόνο, τα μεσάνυχτα αυτά να πεθάνω,
ενώ σ’ έκσταση γύρω σκορπάς την ψυχή σου!
Θε να ψάλλεις, μ’ ανώφελα θα ’ν’ για τ’ αυτιά μου.
Η θεϊκή σου νεκρική ψαλμωδιά
θ’ αντηχεί σε σωρόν από χώμα.
Συ δεν πλάστης για θάνατο, αιώνιο πουλί.
Αχόρταγοι ανθρώποι δε σε πάτησαν χάμω,
η φωνή π’ ακούω τώρα, σε χρόνια παλιά
κι απ’ τον άρχοντα ακούστηκε κι από το δούλο.
Ίσως να ’ταν ο ίδιος ετούτος σκοπός,
όπου εχύθη στης Ρουθ τη θλιμμένη καρδιά,
καθώς την πατρίδα γλυκά νοσταλγώντας,
δακρυσμένη στεκόταν στα στάχυα τα ξένα.
Αυτό να ’χε γητέψει παραθύρια π’ ανοίγαν
σ’ αφρισμένα πελάγη σε μια ξωτικήν ερημιά.
Ερημιά! σαν καμπάνα η λέξη με κράζει
να χωρίσω από σέ και μόνος να μείνω!
Χαίρε! Να πλανέσει η φαντασία δεν είν’ άξια
όσον έχει τη φήμη. Χαίρε πνεύμα απατηλό!
Το γλυκό σου τ’ αντίφωνο, σαν παράπονο,
σβηεί και πάει, το γειτονικό λιβάδι περνά,
το ήσυχο ρυάκι, του λόφου την πλαγιά
και στο ξέφωτο θάβεται της άλλης κοιλάδας.
Ήταν όραμα; Όνειρο που έπλεξε ο νους;
Πάει πια η μουσική! Ξύπνιος είμαι ή κοιμάμαι;
Μετάφραση: Ελπίδα Δ. Γκίνη
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σε μια ελληνική υδρία
Ω νύμφη, ακόμη ανέγγιχτη της ησυχίας!
και θρέμμα του καιρού που αργοκυλά και της σιωπής,
συ που μια λουλουδένιαν ιστορία
απ’ τους δικούς μας στίχους πιο γλυκά την τραγουδείς!
Ποιος με τη φουντωτή του φυλλωσιά σε ζώνει
θρύλος; Θεοί είναι αυτοί, θνητοί, για και τα δυο;
Στης Αρκαδίας μην είναι τα φαράγγια, ή μη στα Τέμπη;
Ποιοι να ’ναι; ποιες παρθένες αντιστέκονται; και ποιο
κυνήγημα τρελό; Τι πάλεμα για να ξεφύγουν;
Τι τύμπανα κι αυλοί; Και τι έκσταση άγρια είναι τούτη;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούμε, όμως αυτές
οπού δεν ακουστήκαν, πιο γλυκές. Αυλοί απαλοί,
παίζετε, αλλά για τις αισθήσεις όχι. Με στροφές
που ηχούν στο νου μας μοναχά, πολύ πιο αγαπητές.
Έφηβε ωραίε! Που το τραγούδι δε μπορείς ν’ αφήσεις
κάτω απ’ τα δέντρα, ουδέ κι αυτά τα φύλλα τους να χάσουν,
ποτέ φιλιά δε θα χαρείς, απότολμε εραστή!
Αν και σιμά φτασμένος στο σκοπό σου, δε θ’ άγγίξεις
την ευτυχία’ μα μη λυπάσαι, δε θα μαραθεί
ποτέ! και πάντα θα την αγαπάς και θα ’ναι ωραία.
Ω σεις, που δε θα χάσετε, καλότυχοι θαλλοί,
τα φύλλα, ούτε την άνοιξη θ’ αφήσετε ποτέ!
Και που χωρίς αποσταμό, τραγουδιστή,
θ’ αυλείς, και το τραγούδι σου αγέραστο θα μένει.
Ακόμα εσύ πιο ευτυχισμένη αγάπη, ευτυχισμένη!
πάντα θερμή κι άξια χαρές ατέλειωτες να δίνεις,
πάντα τρεμάμενη κι αιώνια, δυνατή και νια,
απάνω από τ’ ανθρώπινο το πάθος θρονιασμένη
που αφήνει ξέχειλη από θλίψη την καρδιά,
κι αποσταμένη, μέτωπο καφτό, γλώσσα στεγνή!
Ποιοι να ’ναι που ’ρχονται για τη θυσία; σε ποιο βωμό
χλωρό οδηγείς, μυστηριακέ ιερέα, το δαμάλι
που μουγγανίζει ανήσυχα κατά τον ουρανό
κι άνθια στολίζουνε τα μεταξένια του πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε γιαλό κοντά, είτε σε βουνό
σκαρφαλωμένη, με το κάστρο της το ειρηνικό,
άδεια απ’ ανθρώπους έμεινε τούτο το ευλαβικό
πρωΐ; Πόλη μικρή, θα μείνουνε παντοτεινά
οι δρόμοι σου βουβοί, κι ουδέ ψυχή
ξανά θα στρέψει, το γιατί ερημώθηκες να πει.
Γραμμή αττική! γύροι λαμπροί οπού νησί και κόρες
σαν πλοκαμοί, στο μάρμαρο εργασμένοι τεχνικά,
σας τριγυρνούν, με πατημένα χόρτα και κλαδιά,
το στοχασμό μας ξεπερνά η σιωπηλή σου γλώσσα,
καθώς η αιωνιότητα. Ψυχρή γραφή
βουκολική! Τα χρόνια τούτη τη γενιά σα σβήσουν,
εσύ θε να σταθείς του ανθρώπου φίλη αληθινή,
μες στις μελλούμενες τις λύπες να του λες:
‘‘Η ομορφιά είν’ αλήθεια, η αλήθεια είν’ ομορφιά,’’
Να τι ’ναι που έμαθες στον κόσμο, τι χρωστάς να ξέρεις !
Μετάφραση: Ελπίδα Δ. Γκίνη
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σε μια ελληνική υδρία
Ω! νύφη, ακόμα απάρθενη, της ησυχίας της ιερής!
Συ ψυχοπαίδι της σιωπής, του χρόνου π’ αργοσβηεί,
ειδυλλιακέ ανιστορητή, που μύθο ολάνθιστο μπορείς
να λες γλυκύτερα κι απ’ ό,τι ο στίχος θέλει ειπεί:
τι θρύλος φυλλοστόλιστος στην πλάση σου στοιχειώνει
θεών ή Θνητών ή και των δυο,
στα Τέμπη ή σε κοιλάδα Αρκαδική;
Τι άνθρωποι ετούτοι ή ποιοι Θεοί; Τι κόρες, π’ άντρας δε ζυγώνει,
τι άγριο κυνήγι; ποιος αγώνας για φευγιό;
Και τι σουραύλια, κύμβαλα; ποιαν έκσταση μανιακή;
Γλυκές οι μελωδίες π’ ακούγονται, μα πιο γλυκά
πνένε οι ανάκουστες· γι’ αυτό, αυλοί απαλοί, λαλείτε,
μα όχι στης αίσθησης το αυτί, με άυλη χάρη, πιο ακριβά,
στο πνέμα τα τραγούδια σας αυλείτε:
ωραία νιότη, κάτω απ’ τις σκιές, ποτέ δε θέλει λείψει
από τα χείλη σου ο σκοπός κι ουδέ τα φύλλα απ’ τα δεντρά·
απόκοτε αγαπητικέ, ποτέ φιλί δε θα χαρείς,
αν και σιμά στον πόθο σου – μα μην σε πάρει η θλίψη,
δεν μπόρειε αυτή να μαραθεί, θεράπειο αν δεν ιδείς στερνά,
αιώνια εσύ θε ν’ αγαπάς και κείνη ωραία θα τη θωρείς.
Αχ! σεις πανεύτυχα κλωνιά! τα φύλλα σας ποτέ
δε θε να ρέψουν κι άνοιξη για πάντα θα στολίζει·
κι ακούραστε, μακάριε μελωδέ,
αιώνια το παιχνίδι σου νέα τραγούδια θα τονίζει·
πιο ευτυχισμένη αγάπη! αγάπη τρισευτυχισμένη!
Πάντα θερμή και π’ όλο μέλλεται να σε χαρούν,
με αιώνια λαχτάρα, νεότητα παντοτινή,
κι απ’ ό,τι πνέει τ’ ανθρώπινα τα πάθη γλυτωμένη,
που κόρο στην καρδιά και θλίψη της κληρονομούν,
στο μέτωπο ένα πυρετό, πίκρα στη γλώσσα τη στεγνή.
Ποιοι να ’ναι ετούτοι που έρχονται, ιερή μια συνοδεία;
Και το δαμάλι που μουγγάει προς τα ουράνια,
μυστηριακέ ιερέα, σε ποιο βωμό οδηγάς για τη θυσία,
τα μεταξένια του πλευρά με λουλουδιών στεφάνια;
Σαν τι χωριό σε ακροθαλάσσι ή σε ρυάκι,
ή σε πλαγιά βουνού, με ακρόπολη όλο ειρήνη,
απ’ το λαό του ν’ άδειασε την άγια τούτη πρωινή;
Κι ω! συ χωριό, το κάθε σου δρομάκι,
θα ’ναι για πάντα σιωπηλό· κι ούτε θα γείρει μια ψυχή
ποτέ να πει, γιατί έχεις έρμο μείνει.
Ω! αττικό παράστημα! φόρμα ωραιοπλασμένη
με αγαλματένια αντρών γενιά, κόρες με ακράτη νιότη,
με δάσου κλώνια και τη χλόη πατημένη·
πλάσμα σιωπηλό! σαν την αιωνιότη
λυτρώνεις απ’ τη σκέψη, ω! παστοράλι εσύ νεκρό!
Κι έρμη, με τα γεράματα, τούτη η ελικιά σα θα ’ναι,
θα μνήσκεις τότε ακόμα εσύ μέσ’ της ζωής τον πόνο,
φίλος του ανθρώπου, να του λες αιώνιο καιρό:
‘‘Η ομορφιά ’ναι αλήθεια, η αλήθεια ’ναι ομορφιά’’, το μόνο
που ξέρομε στη γη και όλοι να μάθουνε χρωστάνε.
Μετάφραση: Γιάννης Κλ. Ζερβός
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία (1819)
Ανέγγιχτη εσύ ακόμα νύφη της σιωπής!
Παιδί της σιγαλιάς και του αργού χρόνου,
παραμυθά του δάσους, μια ιστορία θα πείς
γλυκύτερα απ’ το στίχο το δικό μου:
ποιος θρύλος ανθοστόλιστος έχει στοιχειώσει
τριγύρω σου, για αθάνατους ή για θνητούς μιλάει;
Είναι στα Τέμπη ή σε κοιλάδα αρκαδική;
Θεοί είναι ετούτοι ή άνθρωποι; Γιατί διστάζουν
οι κόρες; Ποιος ξεφεύγει; Ποιος παλεύει να γλυτώσει;
Τι ντέφια και φλογέρες; Τι μανία τρελή;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούς, μα πιο γλυκές
οι ανάκουστες. Γι’ αυτό φλογέρες σιγανές, ηχήστε.
Όχι στ’ αυτιά μας, μα, πιο αισθαντικές,
άηχους σκοπούς στο πνεύμα τραγουδήστε.
Νιότη ωραία, κάτω απ’ τα δέντρα, δεν μπορείς
να πάψεις το τραγούδι, ούτε ποτέ θα γυμνωθούν τα κλώνια.
Γενναίε εραστή, δε θα φιλήσεις την καλή σου
κι ας είσαι πλάι της – μα μη λυπηθείς.
Δε θα σου φύγει, κι ας μη γίνεται δική σου.
Αιώνια θ’ αγαπάς, κι ωραία θα ’ναι εκείνη αιώνια.
Ευτυχισμένα δέντρα! Που δε ρίχνετε ποτέ
τα φύλλα σας, κι ούτε την άνοιξη αποχαιρετάτε.
Κι ευτυχισμένοι, ακούραστοι τραγουδιστές,
για πάντα νέους σκοπούς θα τραγουδάτε.
Και χαίρε εσύ, έρωτα! Χαίρε, χαίρε, έρωτα!
Πάντα θερμός, πάντα ευτυχία θα σε προσμένει,
πάντα θα νοιώθεις πόθο, νέος για πάντα!
Θα ζεις μακριά απ’ τα πάθη μας τ’ ανθρώπινα,
που αφήνουν την καρδιά χορτάτη και θλιμμένη,
το μέτωπο καυτό, στεγνή τη γλώσσα.
Ποιοι να ’ναι που ’χουν ξεκινήσει για θυσία;
Σε ποιο χλοερό βωμό, παράξενε ιερέα,
πας τη δαμάλα που φωνή σέρνει στα ουράνια
μ’ άνθη γύρω στα μεταξένια της πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε ποτάμι ή ακρογιαλιά
ή σε βουνό, που ακρόπολη την κλείνει ειρηνική,
τούτο το άγιο πρωΐ την έχουν όλοι αφήσει;
Οι δρόμοι σου, πόλη μικρή, αιώνια πια
θα μείνουν σιωπηλοί. Κι ούτε ποτέ ψυχή
να πει το πώς ερήμωσες δε θα γυρίσει.
Σχήμα αττικό! Στάση ωραία! Ολόγυρά σου
μορφές μαρμάρινων αντρών και κοριτσιών,
χορτάρια πατημένα και κλαριά του δάσους.
Συ, σιωπηλή μορφή, ειδύλλιο παγερό,
παράλογα, σαν αιωνιότητα, μας τυραννάς.
Όταν ο χρόνος θ’ αφανίσει τούτη τη γενιά,
στη μέση νέων δεινών εσύ θα ζήσεις,
φίλη του ανθρώπου, για να του μηνάς:
‘‘Η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά’’ –
να ποια είναι η γνώση κι ό,τι αξίζει να γνωρίσεις.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Meg Merrilies
Η γριούλα Μεγκ ήταν τσιγγάνα,
ζούσε στους βάλτους ζωή φτωχή,
είχε για στρώμα της δεμάτια ρείκια,
και για καλύβι της όλη τη γη.
Ξυνά βατόμουρα, μήλα της ήταν
το σπαρτοκάρπι, μαύρη σταφίδα
του άγριου ρόδου η δροσιά, κρασί της
και κάθε μνήμα, βιβλίου σελίδα.
Πεύκα ολομύριστα, γκρεμοί και λόφοι
ήταν αδέλφια της, η φαμελιά της·
μ’ αυτά μιλούσεν όλη τη μέρα
και τ’ αγαπούσε με την καρδιά της.
Μέρες πολλές νηστικές περνούσε
κι όταν το βραδινό της δεν είχε πάρει,
τα μάτια στήλωνε στον ουρανό,
για να χορτάσει με το φεγγάρι.
Μα σα λιοφώτιζεν, η Μεγκ στεφάνι
απ’ αγιοκλήματα πάντα φορούσε
δροσολουσμένα, και κάθε βράδυ
τις βέργες έπλεκε και τραγουδούσε.
Ψαθιά από βούρλα φτιάχναν με τέχνη
γέρικα δάχτυλα που είχαν ροζιάσει·
ψαθιά από βούρλα που τα πουλούσε
στα καλυβόσπιτα μέσα στα δάση.
Σα μια βασίλισσα ήταν γενναία,
σαν αμαζόνα ήταν ψηλή,
κόκκινη κάπα χοντρή φορούσε
και στο κεφάλι χοντρό ψαθί.
Γέρικα κόκκαλα πάνε πια χρόνια
που στην αγκάλη της έκλεισε η γη.
Μετάφραση: Μερ[όπη] Οικονόμου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όταν πρωτοδιάβασα τον Όμηρο του Τσάπμαν*
Πολλές φορές ταξίδεψα μεσ’ στα χρυσά βασίλεια
και πολιτείες εγνώρισα πανέμορφες και τόπους
κι απ’ όλα εκείνα τα νησιά στη δύση έχω περάσει,
που του Απόλλωνα οι πιστοί τραγουδιστές κρατούνε.
Συχνά άκουσα να μου μιλούν για την πλατιά τη χώρα
που ο πυκνοφρύδης Όμηρος την είχε κατοικιά του,
κι όμως ποτέ δε χάρηκα την άκρα της γαλήνη
παρά μονάχα τη φωνή σαν άκουσα του Τσάπμαν,
φωνή γεμάτη δύναμη κι ασύγκριτη σε θάρρος,
κι ένοιωσα κάτι σαν αυτό που ο αστρονόμος νοιώθει
όταν, γεμάτος έκσταση, μέσ’ στο στερέωμα βλέπει
ένας καινούργιος κι άγνωστος πλανήτης ν’ αχνοφέγγει,
ή σαν το άτρομο Κορτές, που, μ’ αετίσιο μάτι,
ορθός εκεί κι αμίλητος, σε μια κορφή του Ντάριεν
του Ειρηνικού αποθαύμαζε το θάμπος, κι οι άνθρωποί του
ο ένας τον άλλο εκοίταζαν με μια άγριαν υποψία.
* George Chapman (1559-1634). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας που έκαμε μια αριστουργηματική μετάφραση του Ομήρου στην αγγλική γλώσσα.
Μετάφραση: Κώστας Α. Παπαδάκης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όταν πρωτοδιάβασα τον Όμηρο του Τσάπμαν
Πολλές ταξίδεψα φορές μες στις χρυσές τις χώρες,
κι ωραίες πόλεις έχω δει και όμορφα βασίλεια·
κι απ’ τα νησιά τα δυτικά γύρω έχω περάσει,
που οι βάρδοι τον Απόλλωνα πιστά διαφεντεύουν.
Συχνά για μιαν απέραντη χώρα μου ’χουν μιλήσει,
που ο βαθύνους Όμηρος πατρίδα του την είχε·
μα δεν εχάρηκα ποτέ καθάρια τη γαλήνη,
ώσπ’ άκουσα τη βροντερή φωνή κείνη του Τσάπμαν.
Κι ένοιωσα τότε σαν αυτόν που θεωρεί τα ουράνια
και νέο στο στερέωμα πλανήτη διακρίνει,
ή σαν τον τολμηρό Κορτέζ, που μ’ αετίσια μάτια
έβλεπε τον Ειρηνικό κι όλοι οι ναυτικοί του
ένας τον άλλο κοίταζε μ’ έκσταση, σαστισμένοι,
αμίλητοι ψηλά από μια κορυφή του Ντάριεν.
Μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Σ’ αυτόν που έμενε σε πόλη…
Σ’ αυτόν που πολυκαίρισε σε πόλη μαντρισμένος
γλυκύτατο είναι τ’ ανοιχτό κι όμορφο να κοιτάζει
πρόσωπο τ’ ουρανού κι αργά μια προσευχή να λέει
μπρος στο πλατύ χαμόγελο του θόλου του γαλάζιου.
Ποιος πιο ευτυχής εξόν αυτός που κουρασμένος
σ’ ευχάριστη πέφτει φωλιά που χόρτα κυματίζουν
διαβάζοντας, όσο ποθεί η ψυχή του, μιαν ιστορία
για ευγενικό έναν έρωτα, αβρό και λαγγεμένο;
Γυρνώντας βράδυ σπίτι του, ενώ το αυτί του αρπάζει
της Φιλομήλας τους σκοπούς κι ενώ ακλουθάει το βλέμμα
το συννεφάκι το λαμπρό του δρόμο ν’ αρμενίζει,
πενθεί που η μέρα πέρασε γλιστρώντας γοργά τόσο
καθώς περνάει γρήγορα το δάκρυ ενός αγγέλου
σιωπηλά απ’ τον καθαρό κυλώντας τον αιθέρα.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όποιος στην πόλη κλείστηκε καιρό πολύ (1816)
Όποιος στην πόλη κλείστηκε καιρό πολύ,
γλυκαίνεται όταν αντικρίζει την πανώρια
κι ολάνοιχτη όψη τ’ ουρανού, όταν ψιθυρίζει
μια δέηση κάτω απ’ το θόλο το βαθύ.
Πόσο ευτυχής, σαν με χορτάτη την ψυχή,
και κουρασμένος, σε λημέρι δροσερό φωλιάζει,
μέσα σε χλόη πυκνή κι εκεί διαβάζει
έρωτα και θανάτου ιστορία αβρή.
Κι όταν γυρνάει στο σπίτι του το δειλινό,
με αυτί που αρπάζει του αηδονιού τις τρίλιες, τη ματιά
στο συννεφάκι που αρμενίζει αστραφτερό,
θρηνεί που η μέρα κύλησε τόσο γοργά.
Όπως κυλά το δάκρυ ενός αγγέλου,
στο διάφανο ουρανό γλιστρώντας σιωπηλά.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η Φήμη
Η Φήμη πεισματάρικη, σεμνή θα μένει κόρη
γι’ αυτούς που τήνε τριγυρνάν με δουλικό το γόνα.
Κι όμως, να, παραδίνεται σ’ ένα άμυαλον αγόρι.
Πιο τρέλαν έχει μια καρδιά που δεν γνωρίζει αγώνα.
Είναι τσιγγάνα. Δε μιλά σ’ όσους δεν έχουν μάθει
μακριά απ’ αυτήν να ’ναι ήσυχοι. Ναζιάρα, δεν αρέσει
σιμά στ’ αυτί της ψίθυρο, θαρρεί κάτι θα πάθει
και σαν μιλάν άλλοι γι’ αυτήν σε σκάνδαλο θα πέσει.
Είναι τσιγγάνα αληθινή, στο Νείλο γεννημένη,
ζηλιάρα σαν την Πετεφρή. Αυτής την καταφρόνια
μ’ άλλη τόση πληρώσετε, ερωτοχτυπημένοι
σεις τροβαδούροι. Αγέραστοι σεις καλλιτέχνες αιώνια
τρελοί μην είστε. Για το ‘έχε γεια’ κομψά απλώστε χέρι
κι αν της αρέσει πίσω σας το βήμα της θα φέρει.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Για τη θάλασσα
Αιώνιο κρατά μουρμουρητό σ’ ακρογιαλιές πανέρμες
και σε σφοδρήν αναρροή χιλιάδες και χιλιάδες
σπηλιές μπουκώνει, μέχρι που τα μάγια της Εκάτης
τις παρατάν με τους παλιούς αχούς ίσκιο γεμάτους.
Συχνά έχει τέτοια διάθεση και τέτοιαν ημεράδα,
ώστε και το μικρότερο κοχλίδι δεν σαλεύει
μέρες και μέρες από κει που κάποτε έχει πέσει,
όταν είχαν ξαμοληθή των ουρανών οι ανέμοι.
Ω σεις, που μια τραχιά βουή την ακοή ζαλίζει
ή και παραχορτάσατε από πλήθος μελωδίες,
καθίστε σε καμιάς σπηλιάς το στόμα και ρεμβάστε
ως πού χορός να σας ξαφνιάσει, τάχα, Ωκεανίδων.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Λαμπρό αστέρι
Λαμπρό μου αστέρι, σταθερός να ήμουν σαν και σένα,
όχι – μόνο σπιθόφωτος, τρεμάμενος τη νύχτα
ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια να κοιτάζω,
σαν τον υπόμονο, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,
οκνά, αργοσάλευτα νερά στο ιερό τους έργο
γύρω στη γη τ’ ανθρώπινα ακρογιάλια να εξαγνίζουν.
Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.
Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω
στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νοιώθω
σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει
και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω
κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.
Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Άστρο λαμπρό (1819)
Άστρο λαμπρό! ας ήμουν σαν εσένα ασάλευτος,
μα να μην κρέμομαι σπουδαίος και μόνος στη νυχτιά
σαν ερημίτης άγρυπνος κι υπομονετικός,
για να κοιτάζω, με τα βλέφαρα πάντα ανοιχτά,
τα ορμητικά νερά στο άγιο τους έργο
του εξαγνισμού γύρω στης γης μας τις ακτές,
ή να χαζεύω το φρεσκοπεσμένο κι απαλό
χιόνι, σε βαλτοτόπια και βουνοπλαγιές.
Όχι – μα να ’μαι ασάλευτος αιώνια κι αμετάβλητος,
αναπαμένος στης αγάπης μου το στήθος το μεστό,
παντοτινά να νοιώθω τ’ απαλό του αλαφροσάλεμα,
σε ταραχή γλυκιά αιώνια ξυπνητός.
Ν’ ακούω, βουβός, την τρυφερή της την πνοή,
να ζω έτσι πάντα, αλλιώς ας φύγω απ’ τη ζωή.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Στον Ύπνο (1819)
Συ που γλυκά τ’ ακίνητα μεσάνυχτα μαγεύεις,
που με προσεχτικά κι αγάπης δάχτυλα σφαλνάς
τα μάτια μας που χαίρονται το σκότος, και κρυφτεί
έχουν του φωτός, σκιασμένα σε άγια λησμονιά:
ω γαληνότατε Ύπνε! έλα, σε καλώ,
ενώ σε υμνώ, τα μάτια μου να κλείσεις,
ή για το ‘‘αμήν’’ περίμενε, πριν το απαλό
χάδι σου στο κρεβάτι μου σκορπίσεις.
Και φύλαξέ με, αλλιώς η μέρα η χτεσινή
στο μαξιλάρι μου θ’ αστράψει όλο καημό.
Σώσε με απ’ τη συνείδηση, που ακούραστη διοικεί
μες στο σκοτάδι τρυπωμένη σαν ποντίκι.
Στη λαδωμένη κλειδαριά γύρνα επιδέξια το κλειδί,
και σφράγισε της λυτρωμένης μου ψυχής τη θήκη.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Στον ύπνο
Βάλσαμο του μεσονυκτίου εσύ απαλό,
το στοργικό το δάχτυλό σου κλείνει
μάτια που βρίσκουν πια το φως πικρό,
τον ίσκιο θεϊκής λήθης τους δίνει.
Ω Ύπνε αβρέ! Αν είναι θέλημά σου
κλείσε τα μάτια μου μες στη δική σου ωδή,
ή το αμήν περίμενε, πριν το νανούρισμά σου
μού ρίξει παπαρούνα ευσπλαχνική.
Πάνω στο μαξιλάρι μου η μέρα αυτή θα μείνει
τρέφοντας θρήνους, αν δεν έρθει η βοήθειά σου.
Σώσε με απ’ τη συνείδηση που σκοτεινή εξουσία
έχει πάντα να σκάβει σαν ποντίκι.
Στρέψε όπως ξέρεις το κλειδί στην κλειδαριά τη λεία
και της ψυχής μου σφράγισε τη θήκη.
Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ύπνος και Ποίηση (1816) (απόσπασμα)
Τι ’ναι πιο αβρό από αγέρι καλοκαιρινό;
Πιο ειρηνικό απ’ το κολύμπρι τ’ όμορφο
που μια στιγμή σε ολάνοιχτο λουλούδι αγγίζει
κι εύθυμα μες στις φυλλωσιές βουΐζει;
Τι πιο ήσυχο από τριαντάφυλλο που ανθεί
μακριά από ανθρώπου μάτι, σε χλοερό νησί;
Τι πιο γερό απ’ το χλόισμα των λιβαδιών;
Τι πιο κρυφό απ’ τη φωλιά των αηδονιών;
Τι πιο γαλήνιο απ’ της Κορντέλιας τη μορφή;
Πιο οράματα γεμάτο από ιστορία λαμπρή;
Τι άλλο από σε, Ύπνε; Που τα μάτια μας γλυκοσφαλνάς
και νανουρίσματα μας σιγοτραγουδάς.
Σε προσκεφάλια γιορτινά αλαφροσιμώνεις,
με παπαρούνες και με ιτιά μας στεφανώνεις.
Σε μιας ωραίας τις μπούκλες είσαι μπερδεμένος
κι από το πρωϊνό που θα ’ρθει ευλογημένος,
γιατί σ’ όλα τα μάτια τα γλυκά δίνεις ζωή,
λάμποντας ν’ αντικρίσουν την καινούργια αυγή.
Μα τι ’ναι αυτό που ξεπερνάει το νου;
Τι ’ναι φρεσκότερο απ’ τα μούρα του βουνού;
Πιο απαλό, όμορφο, παράξενο, βασιλικό,
από κύκνου φτερό, από περιστέρι κι από αητό;
Ποιο είναι; Και πιο δίπλα του να βάλω;
Τη δόξα του δε φτάνει κανένα άλλο.
Η θύμησή του φοβερή, γλυκιά, ιερή,
σκορπίζει κάθε ανοησία κοσμική.
Έρχεται κάποτε μ’ αστροπελέκια τρομερά,
ή σαν υπόκωφη βοή στης γης τα σωθικά.
Κι άλλοτε σα μουρμούρισμα απαλό,
μας λέει τα μυστικά από κάτι θαυμαστό,
που πάνωθέ μας στον κενόν αέρα ζει.
Ρίχνουμε ολόγυρα ματιά εξεταστική
μήπως και δούμε αέρινες μορφές, σχέδια από φως,
ή ύμνος φτάσει στ’ αυτιά μας μακρινός,
μήπως τη δάφνη δούμε εκεί ψηλά,
που θα μας στεφανώσει όταν δε θα ζούμε πια.
Κάποτε γίνεται περήφανη η φωνή,
κι απ’ την καρδιά βγαίνει κραυγή δοξαστική.
Ήχοι που το Δημιουργό θα συναντήσουν,
και σαν ψιθύρισμα σιγά σιγά θα σβήσουν.
[…]
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Έφυγε η μέρα (1819)
Έφυγε η μέρα, και μαζί όλα τα καλά.
Χείλη, γλυκιά αγκαλιά, χέρι απαλό, φωνή,
ανάσες, ψιθυρίσματα, μισόλογα γλυκά,
μάτια που αστράφτουν, αφημένη μέση, θείο κορμί.
Μαράθη τ’ άνθος κι όλες οι μπουμπουκιασμένες χάρες του,
μαράθηκε στα μάτια μου της ομορφιάς η όψη,
μαράθηκε η μορφή της μες στα χέρια μου,
μαράθηκαν φωνή, θέρμη, παράδεισος, λευκότης,
σβηστήκαν άκαιρα στο πέσιμο του δειλινού,
την ώρα που νυχτερινή γιορτή των ίσκιων ξεκινά
ο μυρωμένος έρωτας κι υφαίνει το πυκνό
της σκοτεινιάς το φάδι, να σκεπάσει τη χαρά.
Μα στης αγάπης τη Γραφή μια κι έχω σήμερα εντρυφήσει,
βλέποντάς με έτσι να νηστεύω, θα ’ρθει να με ναρουρίσει.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όταν φοβάμαι (1818)
Όταν φοβάμαι πιο πολύ πως θα πεθάνω,
και θα ’ναι ασύναχτο στο νου το γέννημά μου,
τόμους δεν θα ’χω στοιβαγμένους ως επάνω,
σιταποθήκες με την ώριμη σοδειά μου·
όταν σε νύχτα αστερωμένη ατενίζω
πελώρια σύμβολα τα νέφη στον αιθέρα,
και συλλογίζομαι, ποτέ δεν θα ’ρθει μέρα
με μάγο χέρι τις σκιές τους να ιστορήσω·
κι όταν αισθάνομαι πως πια δεν θα σε βλέπω,
ωραίο πλάσμα της στιγμής, σαν παραμύθι
τον έρωτά σου απερίσκεπτα να δρέπω·
τότε, στου κόσμου τη μεγάλη παραλία,
σκέφτομαι μόνος, ώσπου χάνονται στα βύθη
και της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία.
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Βλέποντας τα ελγίνεια
Το πνεύμα μου είν’ αδύναμο – βαραίνει
πάνω μου η θνησιμότητα σαν ύπνος.
Κάθε μου ανέβασμα ή κατέβασμα είναι ίχνος
μιας δυσκολίας θεϊκιάς που με πεθαίνει,
ωσάν αετός, π’ άρρωστος κοιτάει τον ουρανό.
Κι όμως, αχνή πολυτέλεια είναι να θρηνήσω
που δεν πρέπει θολούς ανέμους να κρατήσω
φρέσκους για ν’ άνοιγε το μάτι το πρωϊνό.
Όπως οι δόξες οι θαμπόσκεφτες του νου
φέρνουνε μέσα στην καρδιά στιγμές θηρίου,
έτσι τα θαύματα ετούτα με πονούν
που σμίγουν την ελληνική λάμψη με του αγρίου
ξοδέματος του Χρόνου – μ’ ένα κύμα ωκεανού
έναν ήλιο – έναν ίσκιο μεγαλείου.
Μετάφραση: Θανάσης Γιαπιτζάκης

Γαυγάμηλα, 331 π.Χ.


Πηγή φωτο: http://ellinoistorin.gr/?p=6945



 [3,5,1] Ο Δαρείος και ο στρατός του κράτησαν όλη τη νύχτα τις αρχικές τους θέσεις, γιατί δεν είχαν γύρω τους στρατόπεδο με σαφώς καθορισμένα όρια και συγχρόνως φοβούνταν πιθανή νυχτερινή επίθεση των εχθρών. Και έβλαψε ακόμη τους Πέρσες το ότι έμειναν πολλή ώρα ένοπλοι, αλλά και ο φόβος τους, φόβος που γεννιέται πριν από τους μεγάλους κινδύνους· και δε γεννιέται ξαφνικά από ένα τυχαίο συμβάν αλλά μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου και σκλαβώνει το νου.
[3,5,2] Ο Δαρείος λοιπόν παρέταξε τη στρατιά του μ’ αυτόν τον τρόπο, αν και ο Αριστόβουλος μας λέει ότι ένα έγγραφο που περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο παρατάχτηκαν οι Πέρσες κατασχέθηκε. Στην αριστερή παράταξη βρίσκονταν οι Βάκτριοι  ιππείς, οι Δάες και οι Αραχωτοί· ακολουθούσαν οι Πέρσες, πεζοί και ιππείς ανακατεμένοι, μετά τους Πέρσες οι Σούσιοι και μετά οι Καδούσιοι· αυτή ήταν η παράταξη από τα’ αριστερά μέχρι τη μέση όλης της φάλαγγας. Στη δεξιά πτέρυγα βρίσκονταν τα στρατεύματα από την Κοίλη Συρία και τη Μεσοποταμία, μετά οι Μήδοι, κατόπιν Παρθυραίοι και Σάκες, κατόπιν Τόπειροι και Υρκάνιοι, κατόπιν Αλβανοί και Σακεσίνες, μέχρι το μέσο όλης της παράταξης. Στη μέση τώρα, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς Δαρείος, είχαν τοποθετηθεί οι συγγενείς του βασιλιά, οι μηλοφόροι Πέρσες, οι Ινδοί, οι Κάρες, που επονομάζονταν «ξεριζωμένοι», και οι Μάρδοι τοξότες. Στο βάθος τοποθετήθηκαν οι Ούξιοι, οι Βαβυλώνιοι, οι λαοί που κατοικούσαν κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα και οι Σιττακηνοί. Μπροστά από την αριστερή παράταξη, απέναντι από τη δεξιά του Αλέξανδρου, είχαν τοποθετηθεί οι Σκύθες ιππείς, χίλιοι Περίπου Βακτριανοί και εκατό δρεπανηφόρα άρματα. Οι ελέφαντες μπήκαν μπροστά από τη βασιλική ίλη του Δαρείου, μαζί με καμιά πενηνταριά άρματα. Μπροστά από τη δεξιά παράταξη, τοποθετήθηκε το ιππικό των Αρμενίων και των Καππαδοκών και πενήντα δρεπανηφόρα άρματα. Οι Έλληνες μισθοφόροι τέλος τοποθετήθηκαν γύρω από το Δαρείο και την προσωπική του φρουρά, ακριβώς απέναντι από τη Μακεδονική φάλαγγα, ως μόνοι ικανοί να την αντιμετωπίσουν.
[3,5,3] Ο Αλέξανδρος παρέταξε τη στρατιά του με τον ακόλουθο τρόπο· τη δεξιά παράταξη την κατείχε το ιππικό των εταίρων· μπροστά, βρισκόταν η βασιλική ίλη, με ίλαρχο τον Κλείτο, τον γιο του Δρωπίδη, κατόπιν η ίλη του Γλαυκία, μετά του Αρίστωνα, μετά του Σώπολη, του γιου του Ερμόδωρου, μετά του Ηρακλείδη, του γιου του Αντίοχου, μετά του Δημήτριου, του γιου του Αλθαιμένη, μετά του Μελέαγρου και τελευταία από τις βασιλικές ίλες εκείνη που είχε ίλαρχο τον Ηγέλοχο, το γιο του Ιππόστρατου. Αρχηγός ολόκληρου του ιππικού των εταίρων ήταν ο Φιλώτας, ο γιος του Παρμενίωνα. Όσον αφορά στη μακεδονική φάλαγγα μετά το ιππικό, τοποθετήθηκε πρώτο το άγημα των υπασπιστών και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι υπασπιστές· αρχηγός τους ήταν ο Νικάνορας, ο άλλος γιος του Παρμενίωνα· ακολουθούσε το τάγμα του Κοίνου, του γιου του Πολεμοκράτη, κατόπιν το τάγμα του Περδίκκα, του γιου του Ορόντη, μετά του Μελέαγρου, του γιου του Νεοπτόλεμου, μετά του Πολυπέρχοντα, του γιου του Σιμμία και μετά του Αμύντα, του γιου του Φίλιππου· σ’ αυτήν όμως ήταν αρχηγός ο Σιμμίας, γιατί ο Αμύντας είχε σταλεί στη Μακεδονία για να συγκεντρώσει στρατό. Το αριστερό τμήμα της Μακεδονικής φάλαγγας κατείχε το τάγμα του Κρατερού, του γιου του Αλέξανδρου, και ο ίδιος ο Κρατερός διοικούσε ολόκληρο το αριστερό τμήμα του πεζικού· ακολουθούσε το συμμαχικό ιππικό, που το διοικούσε ο Εριγύιος, ο γιος του Λάριχου· ακολουθούσαν, μέχρι την αριστερή παράταξη οι Θεσσαλοί ιππείς, με αρχηγό το Φίλιππο, το γιο του Μενέλαου. Ολόκληρη την αριστερή παράταξη τη διοικούσε ο Παρμενίωνας, γιος του Φιλώτα περιστοιχισμένος από τους ιππείς από τα Φάρσαλα, το καλύτερο και πολυπληθέστερο τμήμα του Θεσσαλικού ιππικού.
[3,5,4] O Αλέξανδρος τακτοποίησε το μέτωπο της παράταξής του με τον ακόλουθο τρόπο· τοποθέτησε δεύτερη γραμμή, ώστε η φάλαγγα να έχει δύο μέτωπα. Έδωσε οδηγίες στους διοικητές της να γυρίσουν προς τα πίσω και να αντιμετωπίσουν τους βαρβάρους, αν δουν τους δικούς τους περικυκλωμένους από τα περσικά στρατεύματα. Για την περίπτωση τώρα, που θα έπρεπε ή να αναπτυχθεί ή να συγκλίνει η φάλαγγα σε γωνία, στη δεξιά παράταξη τοποθετήθηκαν οι μισοί Αγριάνες με αρχηγό τον Άτταλο, πίσω από τη βασιλική ίλη και μαζί τους οι Μακεδόνες τοξότες με αρχηγό το Βρίσωνα· μετά τους τοξότες, οι επονομαζόμενοι «παλιοί ξένοι» με αρχηγό τον Κλέανδρο. Μπροστά από τους Αγριάνες και τους τοξότες, μπήκαν οι πρόδρομοι ιππείς και οι Παίονες με αρχηγούς τον Αρέτη και τον Αρίστωνα. Μπροστά απ’ όλους βρίσκονταν οι μισθοφόροι ιππείς με αρχηγό το Μενίδα. Μπροστά από τη βασιλική ίλη και τους άλλους εταίρους μπήκαν οι άλλοι μισοί Αγριάνες και τοξότες και οι ακοντιστές του Βάλακρου· αυτοί παρατάχτηκαν έναντι των δρεπανηφόρων αρμάτων. Ο Μενίδας και οι δικοί του πήραν την εντολή να σχηματίσουν γωνία και να χτυπήσουν τον εχθρό από τα πλάγια, αν τους περικυκλώσει το βαρβαρικό ιππικό. Έτσι λοιπόν ο Αλέξανδρος τακτοποίησε τη δεξιά παράταξη. Στην αριστερή τώρα, τοποθετήθηκαν σε γωνία οι Θράκες με αρχηγό τον Σιτάλκη, κατόπιν το συμμαχικό ιππικό με αρχηγό τον Κοίρανο και μετά οι Οδρύσες ιππείς με αρχηγό τον Αγάθωνα, το γιο του Τυρίμμα.  Μπροστά από ολόκληρη την παράταξη τοποθετήθηκε το ιππικό των ξένων μισθοφόρων, με αρχηγό τον Ανδρόμαχο, τον γιο του Ιέρωνα. Το θρακικό πεζικό ορίστηκε φρουρά για τα ζώα που μετέφεραν προμήθειες. Ολόκληρη η στρατιά του Αλέξανδρου, αποτελούνταν από εφτά χιλιάδες ιππείς και γύρω στις σαράντα χιλιάδες πεζούς. 

[3,5,5] Μόλις τα δύο στρατόπεδα πλησίασαν το ένα το άλλο, φάνηκε ο Δαρείος και η ακολουθία του, οι μηλοφόροι Πέρσες, οι Ινδοί, οι Αλβανοί, οι «ξεριζωμένοι» Κάρες και οι Μάρδοι τοξότες είχαν τοποθετηθεί απέναντι στον Αλέξανδρο και τη βασιλική ίλη. Ο Αλέξανδρος όμως κίνησε τις δυνάμεις του μάλλον προς τα δεξιά του και οι Πέρσες ακολούθησαν αυτή την κίνηση υπερφαλαγγίζοντας με το αριστερό τους τμήμα το στρατό του Αλέξανδρου. Ήδη οι Σκύθες ιππείς επιτίθονταν με τα άλογα και άγγιζαν την προφυλακή του Αλέξανδρου, ο οποίος όμως εξακολουθούσε να κινείται προς τα δεξιά και βρισκόταν ήδη κοντά στο χώρο που είχαν εξομαλύνει οι Πέρσες. Τότε όμως, ο Δαρείος φοβήθηκε μήπως οι Μακεδόνες προχωρήσουν στο ανώμαλο έδαφος, όποτε τα άρματα θα του ήταν άχρηστα· διέταξε λοιπόν αυτούς που ήταν τοποθετημένοι μπροστά στην αριστερή παράταξη να περικυκλώσουν με τα άλογα τη δεξιά παράταξη των Μακεδόνων που οδηγούσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, για να μην προχωρήσουν πιο κοντά τους. Μόλις έγινε αυτό, ο Αλέξανδρος διέταξε το μισθοφορικό ιππικό του, που διοικούσε ο Μενίδας να τους επιτεθεί. Οι Σκύθες ιππείς και οι Βάκτριοι που πολεμούσαν μαζί τους αντεπιτέθηκαν και τους γύρισαν πίσω, γιατί ήταν περισσότεροι. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε τους Παίονες του Αρέτη και τους μισθοφόρους να επιτεθούν στους Σκύθες· οι βάρβαροι αναδιπλώθηκαν. Οι υπόλοιποι Βάκτριοι όμως πλησίασαν τους Παίονες και τους μισθοφόρους, βοήθησαν να ξαναγυρίσουν στη μάχη οι δικοί τους που έφευγαν και μετέτρεψαν την ιππομαχία σε μάχη σώμα με σώμα. Πολλοί από τους άνδρες του Αλέξανδρου έπεφταν και εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των βαρβάρων και γιατί οι Σκύθες και τα άλογά τους προφυλάσσονταν καλύτερα με τις πανοπλίες τους. Όμως, καθώς οι Μακεδόνες δέχονταν τις επιθέσεις τους, έπεφταν με δύναμη πάνω τους, η μία ίλη μετά την άλλη και τους έβγαζαν από την παράταξη.
[3,5,6] Εκείνη τη στιγμή, οι Πέρσες εξαπέλυσαν τα δρεπανηφόρα άρματα εναντίον του ίδιου του Αλέξανδρου, για να διασκορπίσουν τη φάλαγγα γύρω του. Εκεί όμως έκαναν λάθος· τα πρώτα, καθώς πλησίαζαν, τα χτύπησαν με ακόντια οι Αγριάνες και οι ακοντιστές του Βάλακρου, που ήταν τοποθετημένοι μπροστά από το εταιρικό ιππικό· από άλλα πάλι άρπαζαν τα ηνία , έριχναν κάτω τους αναβάτες, περικύκλωναν τα άλογα και τους έσφαζαν. Μερικά όμως διέσπασαν την παράταξη των Μακεδόνων, γιατί αυτοί είχαν πάρει την εντολή να διαχωρίζονται στο σημείο που έπεφταν τα άρματα. Κι έτσι τα ίδια τα άρματα πέρασαν χωρίς ζημιές και αυτοί όμως που δέχτηκαν την επέλασή τους δεν έπαθαν τίποτα. Κι αυτά τα άρματα όμως τα συγκράτησαν οι ιπποκόμοι της στρατιάς του Αλέξανδρου και οι βασιλικοί υπασπιστές.

[3,5,7]  Μόλις ο Δαρείος επιτέθηκε σε όλο το μήκος της παράταξης, ο Αλέξανδρος διέταξε τον Αρέτη να χτυπήσει το τμήμα του περσικού ιππικού, που προσπαθούσε να περικυκλώσει με τα άλογα τη δεξιά παράταξη των Μακεδόνων. Ο ίδιος κατ’ αρχήν οδήγησε τις δυνάμεις που βρίσκονταν κοντά του· μόλις όμως οι ιππείς που είχαν ξεκινήσει για να επιτεθούν στη δεξιά παράταξη, διέσπασαν ένα τμήμα της περσικής φάλαγγας, στράφηκε προς το κενό που δημιουργήθηκε, χρησιμοποίησε ως έμβολο το εταιρικό ιππικό και το κομμάτι της φάλαγγας που ήταν τοποθετημένο σ’ αυτό το σημείο και επιτέθηκε με ορμή και αλαλαγμούς στον ίδιο το Δαρείο. Για μικρό χρονικό διάστημα διεξήχθη μάχη σώμα με σώμα. Ο Αλέξανδρος και οι ιππείς του προχωρούσαν με ορμή, πίεζαν τους Πέρσες και τους χτυπούσαν με τα δόρατα στα πρόσωπα· συμπαγής η μακεδονική φάλαγγα τους χτυπούσε με προτεταμένες τις σάρισες· ο ήδη τρομοκρατημένος Δαρείος είδε γύρω του μόνο πανικό και τράπηκε πρώτος σε φυγή· αλλά και το περσικό ιππικό, που περικύκλωνε τη δεξιά παράταξη των Μακεδόνων, τρομοκρατήθηκε με τη ρωμαλέα επίθεση του Αρέτη και των δικών του. Σ’ εκείνο το σημείο, η φυγή των Περσών ήταν καθολική· οι Μακεδόνες τους καταδίωκαν και τους σκότωναν.
[3,5,8] Το τάγμα του Σιμμία όμως δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τον Αλέξανδρο στην καταδίωξη αλλά σταμάτησαν και πολεμούσαν επί τόπου, γιατί ανακοινώθηκε ότι πιέζεται το αριστερό τμήμα της φάλαγγας. Σ’ αυτή τη θέση, διασπάστηκε η παράταξη και μέσα από το κενό, πέρασαν μερικοί Ινδοί και τμήμα του περσικού ιππικού, για να χτυπήσει τα υποζύγια των Μακεδόνων. Εκεί λοιπόν έγινε σκληρή μάχη. Οι Πέρσες επιτίθονταν με θάρρος στους πολλούς άοπλους, που δεν περίμεναν ότι κάποιος θα πέσει απάνω τους, αφού διασπάσει τη διπλή γραμμή της φάλαγγας· επί πλέον, οι αιχμάλωτοι βάρβαροι ενώθηκαν με τους επιτιθέμενους Πέρσες εναντίον των Μακεδόνων. Όμως, οι αρχηγοί της δεύτερης σειράς της φάλαγγας έμαθαν γρήγορα τι έγινε και, σύμφωνα με τις εντολές που είχαν πάρει, στράφηκαν και χτύπησαν τα νώτα των Περσών· πολλούς σκότωσαν κοντά στα υποζύγια, άλλοι όμως διέφυγαν. Τη δεξιά παράταξη των Περσών, που δεν είχε καταλάβει ακόμη τη φυγή του Δαρείου, περικύκλωσε με τα άλογα η αριστερή πλευρά του στρατεύματος του Αλέξανδρου και χτύπησαν τις δυνάμεις του Παρμενίωνα.


[3,5,9] Οι Μακεδόνες πλήττονταν από δύο μεριές. Ο Παρμενίωνας έστειλε βιαστικά αγγελιαφόρο στον Αλέξανδρο και του ανακοίνωσε ότι τα στρατεύματά του έχουν προβλήματα και χρειάζονται βοήθεια. Μόλις ο Αλέξανδρος έμαθε αυτά, σταμάτησε την καταδίωξη, γύρισε πίσω με το εταιρικό ιππικό και κάλπασε εναντίον της δεξιάς παράταξης των βαρβάρων. Πρώτα, χτύπησε τους ιππείς του εχθρού που είχαν τραπεί σε φυγή, τους Παρθυαίους, μερικούς Ινδούς και, κυρίως Πέρσες, που ήταν οι πιο πολυάριθμοι και οι καλύτεροι. Εκεί έγινε η πιο σκληρή ιππομαχία όλης της σύγκρουσης. Οι βάρβαροι, που ήταν παραταγμένοι σε βάθος κατά ίλες, γύριζαν προς τα πίσω και έρχονταν αντιμέτωποι με τα στρατεύματα του Αλέξανδρου· δεν πέταγαν πια ακόντια ούτε ελίσσονταν με τα άλογα, όπως συμβαίνει στις ιππομαχίες· ο καθένας προσπαθούσε να ανοίξει δρόμο για τον εαυτό του, γιατί δεν είχε άλλο τρόπο σωτηρίας καθώς βιάζονταν, έσφαζαν και σφάζονταν αλύπητα, γιατί δεν πολεμούσαν πια για ξένη νίκη αλλά για την ίδια τους τη σωτηρία. Εκεί σκοτώθηκαν εξήντα περίπου εταίροι, πληγώθηκαν ο ίδιος Ηφαιστίωνας, ο Κοίνος και ο Μενίδας·  αλλά ο Αλέξανδρος νίκησε.
[3,5,10] Όσοι Πέρσες άνοιξαν δρόμο ανάμεσα από τις δυνάμεις του Αλέξανδρου, τράπηκαν σε άτακτη φυγή· ο Αλέξανδρος κόντευε να συγκρουστεί με τη δεξιά παράταξη των εχθρών. Εν τω μεταξύ, το θεσσαλικό ιππικό που πολέμησε γενναία δεν έμεινε πίσω από τον Αλέξανδρο στη μάχη· ήδη η δεξιά παράταξη των βαρβάρων είχε τραπεί σε φυγή, όταν τους πλησίασε ο Αλέξανδρος· έτσι, στράφηκε στην καταδίωξη του Δαρείου, που κράτησε μέχρι το σούρουπο. Ακολουθούσαν οι δυνάμεις του Παρμενίωνα, κυνηγώντας τους δικούς τους αντιπάλους. Ο Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό Λύκο και στρατοπέδευσε εκεί, για να ξεκουράσει λίγο τους άνδρες και τα άλογα. Ο Παρμενίωνας όμως κατέλαβε τον στρατόπεδο των βαρβάρων με τα υποζύγια, τους ελέφαντες και τις καμήλες.


[3,5,11] Ο Αλέξανδρος ξεκούρασε τους ιππείς του μέχρι τα μεσάνυχτα και ξεκίνησε αμέσως βιαστικά για τα Άρβηλα για να πιάσει εκεί το Δαρείο, μαζί με τα χρήματα και τα υπόλοιπα βασιλικά εφόδια. Έφτασε στα Άρβηλα την επόμενη μέρα, έχοντας διανύσει μετά τη μάχη γύρω στα εξακόσια στάδια. Δεν βρήκε εκεί τον Δαρείο, που έτρεχε να ξεφύγει χωρίς σταματημό. Είχε παρατήσει όμως τα χρήματα και τα πράγματά του· το άρμα του, η ασπίδα και το τόξο του πιάστηκαν για δεύτερη φορά.
[3,5,12]  Σκοτώθηκαν γύρω στους εκατό άνδρες του Αλέξανδρου και χίλια περίπου άλογα πέθαναν από τα τραύματα και τις ταλαιπωρίες κατά την καταδίωξη· απ’ αυτά, τα μισά περίπου ανήκαν στο εταιρικό ιππικό. Λέγεται ότι σκοτώθηκαν τριακόσιες χιλιάδες περίπου βάρβαροι· πιάστηκαν πολύ περισσότεροι και μαζί οι ελέφαντες και τα άρματα που δεν καταστράφηκαν στη μάχη.

3,5,13] Έτσι τελείωσε αυτή η μάχη, όταν επώνυμος άρχων στην Αθήνα ήταν ο Αριστοφάνης, κατά το μήνα Πυανεψιώνα· έτσι, βγήκε αληθινή η προφητεία του Αρίστανδρου, ότι η μάχη και η νίκη του Αλέξανδρου θα συμβεί τον ίδιο μήνα με την έκλειψη της σελήνης.
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.



ΠΡΟΣΩΠΑ- ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, ο ποιητής του έρωτα και της αγάπης


Το cantus firmus φιλοξενεί τον ποιητή του έρωτα και της αγάπης, Τόλη Νικηφόρου. Ο ποιητής μιλάει στην Νότα Χρυσίνα για την ζωή του, την ποίηση αλλά και για την αγάπη του για την πόλη του την Θεσσαλονίκη. Στην συνομιλία που είχα μαζί του διαπίστωσα πως είναι ένας άνθρωπος που θα χαρακτηρίζαμε honnete homme.

                                        






δεν γράφονται ποτέ


τα πιο ωραία ποιήματα
γράφονται χωρίς λέξεις
 οι πιο μεγάλοι έρωτες
 δεν γράφονται ποτέ

 (από την  συλλογή Φωτεινά παράθυρα)

-Μπορεί ο λόγος εκφράσει τον πλούτο των ανθρώπινων συναισθημάτων;
Μερικές φορές το κάνει με αξιοθαύμαστη δύναμη και χάρη. Ακόμη και στις καλύτερες του στιγμές όμως, υπάρχει κάτι το άρρητο που αναπόφευκτα του διαφεύγει. Η αναπαράσταση δεν είναι το γεγονός, οι λέξεις δεν είναι το συναίσθημα. Ο ποιητής αποπειράται να προσεγγίσει το απρόσιτο, να αγγίσει το ανέγγιχτο, να εκφράσει το ανέκφραστο, και στην προσπάθεια αυτή αναλώνεται η ζωή του. Στο μονοπάτι προς μια κορυφή που δεν υπάρχει.
-Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τη ζωή σας, για τις δυσκολίες που έχετε αντιμετωπίσει και πώς αυτό επέδρασε στην ποίησή σας;
Η ζωή μου υπήρξε μια απίστευτη περιπέτεια για την οποία έχω γράψει τέσσερα καθαρά αυτοβιογραφικά βιβλία πεζογραφίας και εκατοντάδες ποιήματα. Οι γονείς μου χώρισαν στα έξι μου χρόνια και ξαναείδα τη μητέρα μου στα δεκαπέντε, όταν είχε πτωχεύσει ο έμπορος πατέρας μου και αναγκάστηκα να πάω να ζήσω με την καινούρια οικογένειά της. Ταγμένος στη λογοτεχνία από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, υποχρεώθηκα να κάνω διάφορες βιοποριστικές εργασίες, ελκυστικές για άλλους αλλά, και στην καλύτερη περίπτωση, εντελώς αδιάφορες, αν όχι απεχθείς για μένα.  Με 42 χρόνια βιοποριστικής εργασίας πλήρωσα το δικαίωμα να φανώ συνεπής στη δωρεά μου. Άλλαξα δέκα μόνιμες κατοικίες στη Θεσσαλονίκη και άλλες δέκα στην Αθήνα, το Λονδίνο και ανά την Ελλάδα. Υπέφερα επί δεκαετίες από άγχος και κατάθλιψη και έφτασα στα χείλος της αυτοκτονίας. Στη ζωή με κράτησε το πάθος μου για ζωή και δημιουργία και το συντροφικό χέρι της Σοφίας.
Η ποίηση μου είναι εγώ, το απόσταγμα των βιωμάτων μου. Άρχισε με μια καθολική άρνηση και πεισιθάνατη θεώρηση του κόσμου, συνέχισε με πολιτική και κοινωνική στράτευση και κατέληξε στην πηγή της και το αιώνια αναπάντητο υπαρξιακό ερώτημα. Γράφω με το αίμα μου για να απλώσω ένα χέρι, να ανάψω ένα φως.
-Πιστεύετε στην Ειμαρμένη;
Πιστεύω ότι είμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό προκαθορισμένοι από την κληρονομικότητα και το περιβάλλον των πρώτων παιδικών και εφηβικών μας χρόνων. Και οι δύο αυτοί παράγοντες είναι εντελώς εκτός του δικού μας ελέγχου και συνεπώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ελευθερία στις επιλογές μας και τις πράξεις μας. Γεννήθηκα με ένα μολύβι στο χέρι και στα 14 μου χρόνια αναγνώρισα την πατρίδα μου όταν μπήκα στη μεγάλη βιβλιοθήκη του Ανατόλια. Αποφάσισα τότε να διαβάσω όλα (!!!) τα βιβλία της και μετά να γράψω κι εγώ ένα ράφι βιβλία !
 -Από πού εμπνέεται και γράφει ο ποιητής;
Εμπνέομαι από την αθωότητα και την ομορφιά του κόσμου, από τον πόνο και την αγωνία του και από την τραγική μοίρα του ανθρώπου. Από την προσωπική μου περιπέτεια, από τους ανθρώπους που αγάπησα αλλά και από τις κοινωνικές συνθήκες.
- Στην αρχή της ποιητικής σας συλλογής «Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα» έχετε επιλέξει τους γνωστούς στίχους του Ηράκλειτου «Ποταµῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐµβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ». Ποια είναι η σχέση  σας με τον χρόνο;
Μου θυμίζετε τους πρώτους στίχους στα Τέσσερα Κουαρτέτα του T.S. Eliot.
Καταρχήν, θεωρώ ότι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι υπήρξαν οι μέγιστοι ποιητές της ανθρωπότητας. Κανείς άλλος δεν έχει μιλήσει με τόσο βάθος, πυκνότητα, δύναμη, αλήθεια, συντομία και μουσικότητα.
Ο χρόνος περνάει για όλους μας με την ίδια ταχύτητα, η ταχύτητα όμως αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με τη δική μας προσωπική θεώρηση και πράξη στην καθημερινή ζωή. Πριν πέντε χρόνια περίπου είδα κυριολεκτικά τον θάνατο στα μάτια. Όταν γύρισα στο φως στο δωμάτιο του νοσοκομείου, τα πάντα είχαν προσλάβει μια διαφορετική διάσταση για μένα. Ποτέ άλλοτε το πράσινο δεν ήταν τόσο πράσινο, το γαλάζιο τόσο γαλάζιο. Η κάθε στιγμή, η κάθε ώρα και μέρα είχαν γίνει πολύτιμες, πολύχρωμες, συναρπαστικές. Με κυρίευσε μια ανεξάντλητη δημιουργικότητα. Και μια βαθύτατη αίσθηση συντροφικότητας για τους ανθρώπους τριγύρω μου.
-Εάν η παιδεία είναι ένας φωτεινός ήλιος όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, ποιοι είναι οι άλλοι;
Μα, φυσικά, η αγάπη. Τίποτα άξιο λόγου δεν μπορεί να  υπάρξει χωρίς την αγάπη. Όλη η καλλιτεχνική δημιουργία από την αυγή της ανθρωπότητας είναι έργο αγάπης. Όλα τα επιστημονικά επιτεύγματα, γενικά ό,τι ωραίο και ευεργετικό έχει επιτύχει η ανθρωπότητα είναι έργο αγάπης.
Θα πρόσθετα τη μαγευτική αθωότητα των παιδιών και κάθε μορφής αθωότητα. Σε τελική ανάλυση, όλοι αθώοι είμαστε, αθώοι και αδαείς σαν τα μαθητούδια του νηπιαγωγείου. Αν το είχαμε συνειδητοποιήσει, η στάση μας στη ζωή θα ήταν διαφορετική. 
-Πιστεύετε πως ο τόπος καθορίζει τον χαρακτήρα του ανθρώπου; Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που η γεωγραφική της θέση και ιστορία ένωσε πολλούς λαούς.  Έχετε αφιερώσει ποιήματά σας στην πόλη στην ποιητική συλλογή «Ν’ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα…». Μιλήστε μας γι’αυτήν την σχέση.
Τα πρώτα χρόνια είχα μια σχέση αγάπης και μίσους με την πόλη που με γέννησε και με μεγάλωσε. Τη θεωρούσα άκρως συντηρητική και καταπιεστική. Στο πρώτο μου βιβλίο, το μεγάλο ποίημα Οι Άταφοι, 1966, έβλεπα τους ανθρώπους ως πεθαμένους που συνεχίζουν να περπατάνε στον δρόμο. Με την απουσία μου πέντε χρόνια στην Αθήνα και κυρίως στο Λονδίνο (1966-1971), η οπτική αυτή άλλαξε εντελώς. Αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσα να ζήσω κάπου άλλου, ότι δεν μπορούσα να γράψω κάπου αλλού.  Στη Θεσσαλονίκη ήμουν ταγμένος να ζήσω, να γράψω τα βιβλία μου και να πεθάνω.  Η στάση μου αυτή επισφραγίστηκε με τη συλλογή ποιημάτων Το διπλό άλφα της αγάπης, 1994, έναν ύμνο για τη γενέθλια πόλη. 
-Γράψατε 63 ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη. Είναι ο έρωτας μοναχική πορεία όπως γράφει και ο ομότεχνός σας Γιάννης Ρίτσος «Μονάχος στην δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα…»;
Αυτή είναι δυστυχώς η μοίρα του ανθρώπου. Έκανα πολλούς φίλους σε κάθε φάση της ζωής μου, ζω ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα, θεωρώ πάντα ότι το μοναδικό αιώνια αναπάντητο ερώτημα από τα εφηβικά μας χρόνια είναι ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε. Το υπαρξιακό ερώτημα, δηλαδή, της ζωής και του θανάτου. Το ίδιο και στον έρωτα, το άλλο σκέλος στο δίπολο έρωτας-θάνατος. Είμαι ένα καταιγιστικά ερωτικό άτομο, ίσως αυτό οφείλεται και στο ζώδιο μου του Σκορπιού, το συγκλονιστικό αυτό όμως συναίσθημα εξακολουθεί πάντα να συνδέει (και προσωρινά να λυτρώνει) δύο από το πεπρωμένο τους μοναχικούς ανθρώπους. Μόνοι ερχόμαστε στον κόσμο, μόνοι μας ζούμε και ερωτευόμαστε, μόνοι μας γράφουμε και μόνοι μας φεύγουμε. Και η μοναδική λύτρωση είναι η ταύτιση μας με τους άλλους ανθρώπους.
-Σε ποιον απευθύνεται η ποίηση και ο ποιητής σήμερα;
Καταρχήν στον ίδιο του τον εαυτό (ποιητής είναι εκείνος που θα έγραφε κι αν ακόμη ήξερε ότι κανείς ποτέ δεν επρόκειτο να διαβάσει τα ποιήματά του) αλλά και σε όλους τους ανθρώπους με μια ανοιχτή καρδιά.
Πριν μερικούς μήνες είχα μια συγκλονιστική εμπειρία σε μια μοναδική εκδήλωση από τις πολλές στις οποίες έχω πάρει μέρος. Η ποιήτρια και φιλόλογος Βικτωρία Καπλάνη με κάλεσε στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, το σχολείο στο οποίο φοιτούν μαθητές από 20-25 έως 65-70 ετών για να πάρουν το απολυτήριο του γυμνασίου. Εκεί λοιπόν 25 μαθητές κάθε ηλικίας σε ένα ημικύκλιο διάβασαν από ένα επιλεγμένο από τους ίδιους ποίημα μου μπροστά στο σύνολο των συμμαθητών τους. Το διάβασαν με συγκίνηση, ακόμη και με δάκρυα στα μάτια. Και ήρθαν μετά να μου σφίξουν το χέρι και να μου πουν ότι το ποίημα αυτό εξέφραζε τη ζωή τους, ήταν η ίδια η ζωή τους. Να λοιπόν πώς μιλάει η ποίηση σε ανθρώπους χωρίς καμία προηγούμενη επαφή με τη σύγχρονη ποίηση, με ανθρώπους όμως με μια ανοιχτή καρδιά. 
-Μπορεί η ποίηση να κάνει τον άνθρωπο «για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή» όπως έλεγε και ο Καβάφης; Ξέρει η ποίηση από φάρμακα;

Η ποίηση έχει και μια ιαματική ιδιότητα, όπως βέβαια κάθε μορφής τέχνη. Αυτό έχει ήδη αποδειχθεί πρακτικά με τη μουσική και τη ζωγραφική που συντελούν στην ψυχολογική τόνωση και την ταχύτερη ανάρρωση των ασθενών. Η ποίηση μπορεί να είναι μια λυτρωτική εμπειρία τόσο για τον ίδιο τον ποιητή, όσο και για τον αναγνώστη της. Μετέχει κανείς με την ποίηση στα μυστικά και τα θαύματα του κόσμου, στην απόπειρα να τα προσεγγίσουμε, να τα αγγίσουμε, να τα εξιχνιάσουμε. Ατελέσφορη βέβαια προσπάθεια αλλά συχνά σε μια κατάσταση έκστασης. Μαι κατάσταση μαγευτική, ευεργετική, λυτρωτική, ναι ιαματική.  



γυμνή ν’ ακούγεται ακέραια η ψυχή


γράφοντας υποστέλλω μία μία τις λέξεις, τα χρώματα αφαιρώ,
τις μουσικές. στο χάος τον κόσμο απλώνω σαν λευκό χαρτί.
ν’ ακούγεται στο τίποτα ένα σήμαντρο, ν’ ακούγεται ένα φως
μες στην ομίχλη, γυμνή ν’ ακούγεται ακέραια η ψυχή

(από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, 2007)



σύννεφο εσύ κόκκινο στον ουρανό


να ξαναγεννηθούμε
με το δικό σου χάραμα ν’ ανθίσει ο κόσμος

να ξαναγεννηθούμε
σύννεφο εσύ κόκκινο στον ουρανό
άγγιγμα και ταξίδι εγώ σαν άνεμος

να ξαναγεννηθούμε
θάλασσα εσύ των τροπικών
κι εγώ νησί μοναχικό στον κόρφο σου

δάσος εσύ, βελούδινο σκοτάδι 
κι εγώ τ’ αγρίμι που προφέρει
με το χνώτο του τις μυστικές σου λέξεις

    αγνοί, αθώοι, αθάνατοι
εσύ κι εγώ ψυχή και φως


(από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, 2007 )


φωτιά μέσα στα χόρτα που έρπει

μ’ αρέσει αυτό το κάτι στη φωνή σου.  ήχος αχνός κι εκστατικός, 
ένα φτερούγισμα που απλώνεται τριγύρω, όπως όταν στο βάθος
τ’ ουρανού χαράζει κι όλα τα άλλα φώτα χαμηλώνουν. μ’ αρέσει
αυτό το κόκκινο στις λέξεις σου, θαμπό σαν τη φωτιά μέσα στα
χόρτα που έρπει και φανερώνει ξαφνικά τη λάμψη και το χρώμα
της. δρόμος μακρύς κάτω απ’ τα κάστρα κι είσαι η πλατεία με τις
μουσικές στο τέρμα του     

(από τη συλλογή Το μυστικό αλφάβητο, 2010)


πέρα απ’ τις λέξεις

πώς ονομάζει η γη τον ουρανό
το έρημο νησί τον άδειο ορίζοντα
η νύχτα τη στιγμή που ξημερώνει;

ποια λέξη υπάρχει
για το σούρουπο στα μάτια σου
το μουσικό βελούδο στην αφή σου;

πώς λέγεται
το μονοπάτι στην παλάμη σου
το ουράνιο τόξο
στο χρώμα της φωνής σου
και το καμίνι στην ανάσα σου
μ’ όλα τ’ αρώματα το άγριο μέλι
που αναβλύζει στην επιδερμίδα σου;

πώς είναι ο ήχος
για τη λάμψη εκείνη
πώς τα  φωνήεντα
που εκφράζουν το φτερούγισμα
τη μυστική πηγή που κάποτε μας γέννησε
και την ψυχή που έγινε θάλασσα
και μας ενώνει;

ποια είναι η γλώσσα
που μιλάει το φως;


(από τη συλλογή Το μυστικό αλφάβητο, 2010)


τι

τι σκοτεινό ποτάμι η μνήμη
για να πνιγείς ή ν’ ανασάνεις
ν’ απλώσεις ένα χέρι στο κενό

τι μουσική πάνω στους τάφους
και τι πολύχρωμα φορέματα
τι θρίαμβος της καρδιάς
πικρός

σαν ένα χάραμα με δίχως φως
σαν ένα σούρουπο με δίχως νύχτα
σαν μια ζωή

τι άδειος ουρανός η μνήμη
κόκκινο σύννεφο που πάει να διαλυθεί
και λάμπει

(από τη συλλογή Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, 2012)


να γυρίζεις στο φως

ποτέ άλλοτε το πράσινο
δεν ήταν τόσο πράσινο
τόσο εκθαμβωτικά γαλάζιο το γαλάζιο

να γυρίζεις στο φως
σαν το μικρό παιδί
εκστατικά να ανακαλύπτεις
τα δέντρα και τη θάλασσα
ήχους και αρώματα
ένα χαμόγελο
θαύματα καθημερινά τριγύρω

να γυρίζεις στο φως
πρώτη φορά να είναι ωραίος
τόσο μεθυστικά ωραίος ο κόσμος

(από τη συλλογή Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, 2012)

ύμνος ερωτικός

κανένα γυναικείο χέρι
δεν κράτησα
δεν χάιδεψα ως τώρα
με την παλάμη μου
με τ’ ακροδάχτυλα
τόσο ανάλαφρα
τόσο θερμά κι ερωτικά
όσο ένα κοινό μολύβι

ένα μολύβι που κουρνιάζει
ανάμεσα στον μέσο και τον δείκτη
και κάτω απ’ τον αντίχειρά μου
έτοιμο
να γονιμοποιήσει το λευκό χαρτί
ένα μολύβι που ποτέ δεν ζήλεψε
την άψυχη παρέμβαση των πλήκτρων

γνωρίζει πως εμείς οι τρεις
τις ίδιες ρίζες έχουμε
κοινή καταγωγή το δάσος
και φτερουγίζει στο άγγιγμά μου

μέσα στα μάτια μου θυμάται
το δέντρο που ήταν κάποτε
και δακρυσμένο σηκώνει απ’ το χαρτί
τα φύλλα του στον ουρανό


(από τη συλλογή Φωτεινά παράθυρα, 2014)


μαθήματα δημιουργικής γραφής

το πρώτο μάθημα
ονομάζεται απώλεια
που σε σφραγίζει
με πυρωμένο σίδερο
μικρό κι ανυπεράσπιστο

αν είσαι δυνατός και επιβιώσεις
θα συνεχίσεις τις σπουδές σου
διαβάζοντας βιβλία
μα πάντα ρίχνοντας κλεφτές ματιές
στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
και στ’ ασημένια φύλλα της ελιάς
κάτω από το μπαλκόνι σου

αυτά και ο έρωτας
θα σε οδηγήσουν
και ίσως κάνουν κάποτε
τα ανοιχτά σου τραύματα ν’ ανθίσουν

δεν μένει παρά να κοιτάζεις
το θηρίο στα μάτια
καθώς σου πίνει κάθε μέρα το αίμα
στο μονοπάτι προς μια κορυφή
που δεν υπάρχει

(από τη συλλογή Φωτεινά παράθυρα, 2014)














































Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1938.Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωµυλία.Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος,µεταφραστής-διερµηνέας και αναλυτής συστηµάτων στη Θεσσαλονίκη,στην Αθήνα και στο Λονδίνο.Μετά το τέλος της δικτατορίας,επέστρεψε οριστικά στη Θεσσαλονίκη ασκώντας το επάγγελµα του µελετητή-συµβούλου οργάνωσης επιχειρήσεων έως το 1999.Τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «Νέα Πορεία»από τα µέσα της δεκαετίας του ’70, διετέλεσε επίσης αντιπρόεδρος της Λέσχης Γραµµάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος και της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης ενώ υπήρξε και µέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κ.Θ.Β.Ε. Εµφανίστηκε στα γράµµατα το 1966 µε το µεγάλο ποίηµα, «Οι άταφοι». Από τις εκδόσεις της «Νέας Πορείας» έχουν κυκλοφορήσει µεταξύ άλλων οι ποιητικές του συλλογές «Το διπλό άλφα της αγάπης» (1994, επανέκδ. Παρατηρητής, 2002), «Χώμα στον ουρανό» (1998), «Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο» (1999), «Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται» (2002),»Ο πλοηγός του απείρου» (συγκεντρωτική έκδοση, ποιήµατα 1966-2002, 2004), τα διηγήµατα «Εγνατία οδός» (1973), «Τα µάτια του πάνθηρα» (1996), «Νόστος» (2000), και το µυθιστόρηµα «Η γοητεία των δευτερολέπτων» (2001). Από τις εκδόσεις του περιοδικού «Μανδραγόρας» έχει εκδοθεί η ποιητική του συλλογή «Μυστικά και θαύματα: ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας» (2007), και από τις εκδόσεις «Νεφέλη» τα μυθιστορήματα «Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα» (2005), «Η εξαίσια ηδονή του βιασμού» (2006), «“Ερημο νησί στην άκρη του κόσμου» (2009) καθώς και η συλλογή διηγημάτων «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη» (2008), η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, από κοινού με το «Οριζόντιο ύψος» του Αργύρη Χιόνη. Έχει επίσης συγγράψει παραµύθια για µεγάλους.Ποιήµατά του έχουν µεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες.