γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου
"Είναι
κάποιες μέρες που κρατάνε ξυράφι και μαστίγιο.Ραπίζουν το δέρμα και χαρακώνουν
την ψυχή.Είναι οι μέρες που ο άνεμος φυσάει βοριάς,που ο καφές είναι
νερόπλυμα,που η γροθιά σου δεν είναι το χέρι σου αλλά το στομάχι σου.Και
σκάβει.Τραβάει τα σωθικά σου έξω μα αυτά είναι καλά δεμένα και διαμαρτύρονται
με πόνο.Η γροθιά συνεχίζει να γυρίζει σαν μυλόπετρα που πάνω της έχεις απιθώσει
τις μέρες του καημού και τις αλέθει. Αφήνει ίχνη ώχρας. Το χρώμα της ζωής σου
ξεπλυμένο πάνω στην πέτρα."
"Το Τέλος μιας Τέλειας Μέρας".Ο
τίτλος του βιβλίου που κρατώ στα χέρια με προϊδεάζει για το περιεχόμενο και
προκαλεί αλυσιδωτές σκέψεις.Τι με περιμένει όταν διαβάσω τις μικρές και μεγάλες
ιστορίες που φωλιάζουν εντός του;Πόσο τέλεια άραγε,αναρωτιέμαι για την μέρα που
τελειώνει,για ποιους τώρα πια σε τούτη την χώρα που θα μπορούσε να είναι
πράγματι τέλεια ακόμα και σ΄αυτή την συγκυρία αλλά δεν είναι,δεν την αφήνουν να
είναι,και τι σημαίνει εν τέλει για την λογοτεχνία τέλος; Υπάρχει τέλος στην
συμπαντική τελειότητα και
αν ναι,πώς επέρχεται,πώς βεβαιώνεται,πώς ορίζεται, για ποιο τέλος μπορούμε να μιλάμε από την στιγμή
που ο,τιδήποτε συμβαίνει σε όλους μας είναι εκείνο που αέναα
μας συμβαίνει και λέγεται ζωή ;
Αυτή η διόλου μικρή,ως προς τον αριθμό των
ιστοριών που την αποτέλεσαν,συλλογή διηγημάτων του ταλαντούχου Δημήτρη
Τερζή,μου έφερε στα καλά του καθουμένου(ή μήπως καθόλου στα καλά του καθουμένου
γιατί ποιος έχει την πολυτέλεια στις μέρες μας να το πει αυτό το ρημάδι
το "στα καλά του καθουμένου"),αληθινό υπαρξιακό πονοκέφαλο.Αν
έπρεπε δηλαδή να συμμαζέψω κάπως τις αμέτρητες,μόνο καλές και μάλιστα πολύ
θετικές στο σύνολό τους εντυπώσεις μου γράφοντάς τις σ΄ένα τετράδιο,σίγουρα θα
έγραφα,θα έσβηνα,θα έγραφα ξανά,θα έσβηνα πάλι και ξανά από την αρχή,ώσπου να
βρω τις λέξεις εκείνες που θα μπορούσα να τις εμπιστευτώ σαν τις πιο κατάλληλες
και ακριβείς για την περιγραφή των έντονων συναισθημάτων και των προβληματισμών
που μου προκάλεσε η ανάγνωση.Ανάγνωση προσεκτική,εστιασμένη στα δρώντα
και πάσχοντα πρόσωπα και στο γαϊτανάκι τους,στις επιμέρους ασφυκτικές
καταστάσεις που βιώνουν και τις οποίες αφηγείται τόσο επιδέξια,τόσο ζωντανά,τόσο
άμεσα ο Τερζής,σαν να στις ψιθυρίζει γιατί εξ αρχής ξέρει πως είστε
συνοδοιπόροι στην ίδια πάνω κάτω λεωφόρο του βίου, άνθρωποι όλοι,φθαρτά
όντα,θνητά παιδιά ενός ανώτερου ή
κατώτερου θεού δεν έχει ίσως βαρύνουσα σημασία, εκτεθειμένοι στην ίδια δικαιοσύνη/αδικία
και θέλει να τις μοιραστείτε,να τις συνεκτιμήσετε, ίσως για να ξορκιστούν για
λίγο και να ξεγελαστούν οι δαίμονες που τις έθρεψαν και τις θέριεψαν. Ήταν
επίσης μια απολαυστική εκτός από σφυροκοπηματική εξ αιτίας των θεμάτων της ανάγνωση, απότιση φόρου τιμής στην
ελληνική γλώσσα σαν βασικό πυλώνα της αισθητικής της εθνικής μας
λογοτεχνίας και επίσης κράτησε πιο πολλές μέρες απ΄όσες περίμενα
καθώς στη διάρκειά της η αμεσότητά της με καθήλωνε στα κείμενα,έξοχη και
απρόσμενα συγκινητική μέσα κυρίως απ΄αυτήν.Ρέουσα γλώσσα,πανέμορφη που η
τραχύτητα και η ομορφιά της, η ειλικρίνειά της με ξένιζε και με σόκαρε,το
ομολογώ,όμως ήταν ακριβώς αυτό το στοιχείο που με έσπρωχνε να διαβάζω από την
αρχή κομμάτια ολόκληρα από αφηγήσεις που είχαν προηγηθεί εκείνης την οποία
μετέτρεπα σε εικόνες την δεδομένη στιγμή,γιατί στο μεταξύ ανακάλυπτα την
αλυσίδα των μύχιων συνειρμών και τις υπόγειες διαλεκτικές συνδέσεις ανάμεσά
τους.
Ο νεότατος στην ηλικία Δημήτρης Τερζής
γράφει με επιδέξιο και σε καμία περίπτωση επιδεικτικό της ικανότητάς του αυτής
τρόπο για την αληθινή ζωή των κατοίκων της χώρας, εδώ και
τώρα,μα και διόλου απίθανο αληθινής ζωής και άλλων ανθρώπων σε τόπους με τις
δικές τους ιστορικές συγκυρίες να είναι παρόμοιες ή και ίδιες,εκείνην την
αφτιασίδωτη,γυμνή ζωή της καθημερινότητας στις πόλεις και στην επαρχία στους
ισοπεδωτικούς και κάλπικους καιρούς της παγκοσμιοποίησης.Η αφήγηση, πότε
πρωτοπρόσωπη πότε τριτοπρόσωπη χωρίς τα δήθεν και φλύαρα και παραπλανητικά
στολίδια που της φοράει η τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή ώστε να πλασαριστεί
άλλοτε φορτωμένη με σεμνοτυφία άλλοτε με χυδαιότητα για να πουληθεί σε κάθε
περίπτωση η πραμάτεια,είναι σαφής και καταιγιστική ως προς τα τεράστια
κοινωνικά και πολιτικά θέματα που βγάζει στην επιφάνεια, τεχνικώς αψεγάδιαστη.
Ο Τερζής γράφει αβίαστα,χωρίς να
εξωραΐζει,χωρίς να μασάει τα λόγια του,περιγράφοντας και μαζί καταγράφοντας την
ζωή με μια δύναμη που δεν στερείται πειστικότητας,ίσα ίσα, αυτό είναι η κύρια
αρετή του,το μεγάλο συν στο ταλέντο του:να γράφει με τσαγανό για τα λογής πάθη
των ανθρώπων-το ερωτικό,της επιβίωσης,της αγάπης,της φιλίας,της τέχνης,της
μοναξιάς,του θανάτου,της αρρώστιας και της πάλης μ΄ αυτήν,της ήττας ή της
νίκης,της προδοσίας-εν ολίγοις για το κουβάρι της ζωής μας σαν πλασμάτων του
ίδιου αχανούς Σύμπαντος-, παρακολουθώντας εκείνος την γένεση,την αποθέωση και
την πτώση του πάθους,σε όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα,τα σημαντικά και τα
ασήμαντα που συμβαίνουν στις καθημερινότητες των ηρώων με τους οποίους μοιάζει
να γίνεται ένα όσο είναι και παρατηρητής τους –όχι κριτής
τους-ψυχογραφώντας τους νηφάλια, διεισδύοντας στους σκοτεινούς κόσμους
τους,αγαπώντας τους και συμπάσχοντας σχεδόν σιωπηλά-κι αυτό είναι μια ακόμα
σπουδαία αφηγηματική του αρετή- με την μάταιη σπουδή τους να ζήσουν, κάπως κι
αυτοί να γευτούν όλα όσα τους έταξαν,ηδονή και καλοπέραση,ανεμελιά και ευκολία,
ελευθερωμένοι έστω για λίγο από τα βαρίδια της Ειμαρμένης που τους κατεβάζει
στην Κόλαση ενώ εκείνοι νομίζουν ότι οδεύουν προς τον γήινό τους Παράδεισο.
Καρφιτσωμένες σε ένα
περβάζι,αντίκρισε δύο δεκαοχτούρες να ερωτοτροπούν.Με το θηλυκό να σκερτσιάζει
και το αρσενικό να της κόβει το δρόμο,τσιμπώντας την τρυφερά και διεκδικητικά
στο λαιμό.Στάθηκε και εκεί μα όχι για πολύ,το παράθυρο στο περβάζι άνοιξε,
αποκαλύπτοντας ένα ξεπλυμένο πρόσωπο,βιασμένο από τον ύπνο,με κίτρινους λεκέδες
στη νυχτικιά και κόκκινα μπικουτί στα μαλλιά.Ένα πρόσωπο έτοιμο να ξεράσει τη
ζωή του από το στόμα.Οι δεκαοχτούρες πέταξαν μακριά.Ο έρωτας έμεινε
ανεκπλήρωτος.Το άνθος της νεραντζιάς την αποζημίωσε ξανά.Αν και το λευκό του
είχε μαυρίσει στις άκρες από την επαφή με την παλάμη της τόση ώρα,διατηρούσε
την ευωδιά του,είχε ποτίσει με αυτή το δέρμα της, κάτι τόσο μικρό και όμως
ικανό να διαλύσει την ασχήμια γύρω της.Γύρισε πίσω στο περβάζι. Περίμενε για
λίγο, ώσπου είδε το ίδιο πρόσωπο,το ίδιο ξεπλυμμένο να την κοιτάζει με
μίσος.Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.Παντού στον κόσμο,οι ζωές είναι ίδιες. Αν
δεν σε αντέχεις,άλλαξε. Αλλιώς, πήγαινε και πέθανε κάπου.Κάν'το όμως γρήγορα.Θα
νοιώσεις καλύτερα!Δεν πήρε απάντηση, ένα μπικουτί μόνο σαν να συγκινήθηκε,
λύθηκε από τα μαλλιά και αυτοκτόνησε πέφτοντας στον ώμο και μετά στο πάτωμα.
Από τα τριάντα τρία διηγήματα πολλά είναι
από κάθε άποψη,δόμησης,θέματος,γλώσσας και έκτασης (ο Τερζής δεν δείχνει να
αγαπά ιδιαίτερα τα μικροδιηγήματα, αναπτύσσει σε αρκετές σελίδες τις ιστορίες
του)αληθινά διαμαντάκια:"Η Πόλη των Ξένων" "Επτά", "Ελευθερία","Οι Στάχτες", "Αμμόκαστρο","Ώχρα","Γκρι", "Έρημος" "Ραστώνη" και στέκομαι
ενδεικτικά σε αυτά επειδή κι εσείς μπορείτε να τα διαβάσετε, και να πάρετε μιαν
ιδέα για την γραφή του , στο ωραίο μπλογκ που έχει, το Ray΄s
Stories,που τυχαία ανακάλυψα κι εγώ μια μέρα.
υγ.Πάντως
επειδή την ομορφιά του βιβλίου δεν μπορεί να την υποκαταστήσει η πιο καλή αποσπασματική
ηλεκτρονική ανάγνωση,αν και πιο πάνω την επικαλέστηκα για του λόγου το
αληθές ότι ο Τερζής είναι ταλέντο,προτιμώ και προτείνω ανεπιφύλακτα το
βιβλίο το κλασικό, το χάρτινο -από τις εκδόσεις Ιβίσκος εν προκειμένω-γιατί
παρά τις μικρές τεχνικές ατέλειες σαν έκδοση,συνεχίζω να θεωρώ πως η μαγεία της
ανάγνωσης στο χαρτί παραμένει ατόφια.
Γεννήθηκε το 1974 σε μια παραθαλάσσια γωνιά της Πελοποννήσου κι έστησε την πρώτη του ιστορία στην ηλικία των 8 ετών με αναγνώστη - μοναδικό και αδιαμαρτύρητο - την γιαγιά του. Τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώνοντας έμπλεξε με την δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Αθηναϊκή», «Τα Νέα», τους ραδιοφωνικούς σταθμούς «Αιγαίο FM» και «Κανάλι 1» του Πειραιά, ενώ τα τελευταία 3 χρόνια εργάζεται για λογαριασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών». Το 2013 κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις «Ιβίσκος» η συλλογή διηγημάτων του, «Το Τέλος Μιας Τέλειας Μέρας».
---------------------------
Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.