Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Βρίζοντας και πολεμώντας


Η λαλιά, η καθημερινή ομιλία του ’21, δεν είναι εύκολο να μας είναι γνωστή στη φυσικότητα της. Οι αδροί και αμόρφωτοι χωρικοί που κράτησαν στους ώμους τους τον Αγώνα δεν είχαν τρόπο να αποτυπώσουν σε χαρτί την υφή και τη ροή του λόγου τους. Τα κείμενα και οι προκηρύξεις της Επανάστασης, τα Συντάγματα και οι αποφάσεις της συντάχθηκαν από άτομα υψηλής μόρφωσης, Φαναριώτες και προύχοντες, σε μια γλώσσα αποκαθαρμένη, πλούσια και επιμελημένη. Η αλληλογραφία των οπλαρχηγών, που θα μπορούσε, από την πλευρά αυτή, να μας μεταφέρει την υφή του απλού λόγου των αμόρφωτων η ελάχιστα μορφωμένων αυτών ανθρώπων, δεν Βοηθά, συχνά, ούτε κι αυτή, καθώς τη σύνταξη των μηνυμάτων και των επιστολών τους αναλάμβαναν οι «γραμματιζούμενοι» γραμματικοί τους. Αν το πρόβλημα αυτό για την ελληνική γλώσσα είναι μεγάλο, γίνεται αξεπέραστο και πελώριο όταν πρόκειται για τη γλώσσα των πολυάριθμων εκείνων αγωνιστών που ήταν αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι, και μάλιστα σε γλώσσες προφορικές και όχι γραπτές, όπως συνέβαινε με τους Βλάχους και τους Αρβανίτες. Σπάνια από τα κείμενα-πηγές του Αγώνα μπορούμε να αντλήσουμε έστω μνεία γι’ αυτές: έτσι π.χ., ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, τα τόσο πολύτιμα και λεπτομερή, αναφερόμενος σ’ ένα περιστατικό που αφορά τον -ως Υδραίο- αρβανιτόφωνο Κουντουριώτη, καταγράφει την παροιμία που αυτός ανεφώνησε εις άπταιστον αλβανικήν «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρ» (που θα πει «πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι»). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κ. Μεταξάς στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος σε μια ομιλία του Μάρκου Μπότσαρη προς τους συμπολεμιστές του Σουλιώτες, αρκείται να σημειώσει: «τους ελάλησεν εις την γλώσσαν των, αλβανιστί, οι δε λόγοι του ήσαν πλήρεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού…». Το ότι οι αγωνιστές του ’21 -είτε ελληνόφωνοι είτε αλλόφωνοι είτε δίγλωσσοι- βωμολοχούσαν και έβριζαν είναι περισσότερο από βέβαιο. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς· η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Γνωρίζουμε ότι πριν από τις μάχες οι αντίπαλοι συνομιλούσαν κατ’ αρχάς ήρεμα, για να καταλήξουν -συνήθως αλβανιστί- σε ύβρεις αισχρές ο ένας για τη θρησκεία του άλλου, ύβρεις που από μόνες τους έδιναν το σύνθημα της μάχης και περιέγραφαν το μίσος και το πάθος. «Τούρκε, γαμώ την πίστη σου και το συκώτι σου», κραύγαζαν οι Έλληνες της Νάουσας, όταν κατά την εξέγερση τους έσφαζαν τους παλιούς τους φίλους Τούρκους συντοπίτες τους, όπως με φρίκη καταγράφει ο Κασομούλης στα απομνημονεύματα του. Οι «φιλοφρονήσεις», όμως, δεν λείπουν και μεταξύ συναγωνιστών και ομοφύλων: «σκατόβλαχο» αποκαλεί ο προύχοντας της Πελοποννήσου Κανέλλος Δεληγιάννης τον Κολοκοτρώνη, «αλιτήριο» και «εξωλέστατο» τον ιερωμένο Παπαφλέσσα ο επίσης ιερωμένος Π. Π. Γερμανός, «κερατοκαλόγερο» ο Μακρυγιάννης έναν καλόγερο, φίλο των Κολοκοτρωναίων.
Ο Μακρυγιάννης είναι στ’ αλήθεια πολύτιμη πηγή απτού, αμέσου και πηγαίου λόγου της εποχής, Ο πληθωρικός αυτός άνθρωπος γράφει ειλικρινά και παρορμητικά τα απομνημονεύματά του με τα λίγα γράμματα που μόλις έμαθε. Δεν γνωρίζει από ψευτοσυστολές και επιτηδεύσεις, γι’ αυτό κανείς μπορεί να βρει σ’ αυτόν λαγαρές φράσεις, όπως αυτές που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την ανυποχώρητη αντίσταση που συνάντησαν οι Έλληνες εκ μέρους των αμυνόμενων Τούρκων, όταν επιχείρησαν να ανακαταλάβουν το κάστρο του Ακροκορίνθου, ένα κάστρο που λίγο πριν, από πανικό και φόβο, παρέδωσε στους επιτιθέμενους Τούρκους ο Έλληνας υπερασπιστής του Αχιλλέας, παρ’ ότι είχε επαρκή κάλυψη από άντρες, τρόφιμα και πολεμοφόδια, «…Οι Τούρκοι μας έβαλαν εις το κανόνι οπού δεν είδαμε πούθε να κάμωμε. Δεν ήταν ο Αχιλλέας, ο φρούραρχος της Διοίκησης, οπού τ’ αφήνει εφοδιασμένο και φεύγει· είναι Τούρκος, πολεμάγει δια την πίστη του. Ο Τούρκος έτρωγε ποντίκια και μας γάμησε το κέρατο με τα κανονιά και τις μπόμπες. Ο Αχιλλέας, αρνιά και κριάρια μέσα, τ’ αφήνει όλα και πάει ναύβρη τούς συντρόφους του οπού τον διορίσαν…».
Εκείνος, όμως, από τούς αρχηγούς του ’21 που χαρακτηριζόταν περισσότερο απ’ όλους για την ανεξέλεγκτη γλώσσα του ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ορεσίβιος και αδρός, άνθρωπος που έζησε μέχρι τέλους της ζωής του τη φτηνή ειρωνεία όσων ήθελαν να θυμούνται πως ήταν «ο μούλος» «γιος της καλογριάς», βρήκε διέξοδο, για να ξεπεράσει την οργή του και να επιβληθεί σ’ ένα δύσκολο γι’ αυτόν κοινωνικό περιβάλλον, στον παραληρηματικό Βωμολοχικό λόγο. Η Βωμολοχία του ήταν τόσο συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμα του αυτό ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του.
Η αυτοσυγκράτηση αυτή δεν επιτυγχανόταν, πάντως, απ’ όλους τούς συμπολεμιστές του και σ’ όλες τις περιστάσεις. Να πώς απαντά ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε αδελφέ καπ. Νικόλα, …είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…». Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτζος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει…».
Σημερινή παρατήρηση: Όπως έχουμε ξαναγράψει (βλ. ειδικό άρθρο) στα κείμενα της περιόδου εκείνης, ας πούμε στον Μακρυγιάννη, δεν γινόταν διάκριση στη γραφή ανάμεσα σε τσ και σε τζ –ή, για να το πω αλλιώς, και το τσ και το τζ το γράφαν τζ. Όταν βλέπετε «έτζι», «τζεκούρι», «τζάκισες» δεν σημαίνει ότι πρόφεραν «έτζι» κτλ. Πρόφεραν «έτσι, τσεκούρι, τσάκισες». Κι έτσι, όταν βλέπετε «πούτζον», δεν προφερόταν έτσι, προφερόταν «πούτσος». Το γράφω αυτό επειδή έχει γεμίσει το Διαδίκτυο με νεόκοπους καραϊσκάκηδες του πληκτρολογίου που λένε για πούτζους.
Δευτερη προσθήκη: Ο Κασομούλης (3.109) διηγείται πως όταν μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου κάποιοι από τη φρουρά του είχαν φιλοξενηθεί από τον Καραϊσκάκη, ένας από αυτούς, ο Δημ. Μακρής, κόμπασε: «Είδες, Καραϊσκάκη, πώς καβαλλίκευσε ο πούτσος μας τα κανόνια, κι εδιέβημεν και χωρίς την βοήθειάν σας;»
Πραγματικό, όμως, ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας περίμενε τους Οθωμανούς συνομιλητές του, όταν αυτοί έρχονταν σε επαφές μαζί του σε περιόδους που ο Καραϊσκάκης δεν βρισκόταν στις συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι’ αυτόν συνδιαλλαγές μαζί τους για να κρατήσει το αρματολίκι των Αγράφων. Έτσι, στα 1823 ο Καραϊσκάκης λέει απευθυνόμενος στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Έλα, σκατότουρκε… έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους· έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, -γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε “από ημάς” συνθήκην με “έναν” κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!».
Οι ύβρεις του Καραϊσκάκη, διαλεγμένες μία μία, επιδιώκουν να καταδείξουν στον άτυχο Τούρκο συνομιλητή του τη νέα τάξη πραγμάτων, τις και νούργιες κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες που η Επανάσταση έφερε, και τη θέση, πια, που έχει ο Καραϊσκάκης μεταξύ των Ελλήνων· των Ελλήνων που, λίγο παρακάτω, προσδιορίζονται και πάλι από τον Καραϊσκάκη με το γνωστό του τρόπο ποιοι είναι: «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».
Ο Καραϊσκάκης ήταν, βέβαια, κάτι πολύ περισσότερο από αυτή τη ζωώδη βωμολοχία. Αυτός ο παλιός κλέφτης, με τους βάναυσους τρόπους και την ασαφή κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια του Αγώνα εθνική συνειδητοποίηση και στάση, θα εξελιχθεί μαζί με την Επανάσταση και θα την υπερασπίσει με την ίδια του τη ζωή, σε μια ευγενή τελική πορεία που ανέδειξε τη μαχητικότητα, την ευφυΐα, το πείσμα, την αντοχή, τη στρατηγικότητα και την παλικαριά του.
Εδώ τελειώνει το άρθρο, προσθέτω εγώ κάμποσα. Ένα διάσημο ξέσπασμα του Καραϊσκάκη για τον Μαυροκορδάτο και τους άλλους πολιτικούς, που το καταγράφει ο Κασομούλης χωρίς να το ωραιοποιήσει ή να το συμμορφώσει γλωσσικά: «Ποια Κυβέρνησις, καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσερομάτης; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους, και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποιοί τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, οπού όλα τα πράματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά. Ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ. Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, οπού μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζει, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές  την ώραν, ο ξυνόγαλο-Γιώργος Τζιόγκας οπού στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας!»
Νεότερη προσθήκη: Από τον Κασομούλη, άλλα δυο του Καραϊσκάκη.
Μετά την ήττα στο Χαϊδάρι, ο Καραϊσκάκης αποσύρεται στην Ελευσίνα μαζί με τον Φαβιέρο, με τον οποίο είχαν μαλώσει, και στέλνει στον Κασομούλη το εξής γράμμα: «Αδελφοί. Μανθάνω ότι ετοιμάζεσθε να εκστρατεύσετε. Εβραίος ήμουν και βαπτίσετέ με. Τρέξατε με την βοήθειάν σας όσον τάχιστα, διότι ηύρα τον διάολό μου εδώ με μερικές σαπιοκοιλιές και από τον Χαβίνον».  Λέγοντας «σαπιοκοιλιές» εννοεί εκείνους που είχαν καταφύγει από δειλία στη Σαλαμίνα. Χαβίνος είναι παρατσούκλι που είχε δώσει στον Φαβιέρο, και, όπως εξηγεί ο Βλαχογιάννης σε υποσημείωση, η λέξη αυτή σήμαινε ΄βλάκας’ και ήταν ακόμα ζωντανή (τότε που έγραφε) στα Σάλωνα.
Επίσης, όταν διορίστηκε από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας μέλος της Αντικυβερνητικής Επιτροπής ο προύχοντας της Λιβαδειάς Γιαννούλης Νάκου, που είχε φήμη ανίκανου ανθρώπου, ο Καραϊσκάκης του έστειλε γράμμα (Κασομούλης 3.336): «Γιαννούλη, με το κάμωμά σου, εάν κρυφθείς υπό την σύζυγό σου θα σε εύρει ο πούτσος του Μεταξά’ εάν έβγεις έξω, δεν γλιτώνεις από το σπαθί μας. Να τραβήξεις χέρι, να παραιτηθείς». Ο Βλαχογιάννης θεωρεί απίθανο να στάλθηκε όντως το γράμμα και πιστεύει ότι απλώς το είπε ο Καραϊσκάκης στους άλλους Ρουμελιώτες. Ο Μεταξάς είναι ο κεφαλονίτης αγωνιστής και πολιτικός Ανδρέας Μεταξάς και δεν ξέρω αν είχε φήμη για τις επιδόσεις του αυτές.
Ένα επίσης γνωστό απόσπασμα του Μακρυγιάννη: Διορίζεται ο Κουντουργιώτης, διορίζει και τον Σκούρτη το Νυδραίον αρχιστράτηγόν του, κι’ όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι’ ο άλλος από πόλεμον. Τότε μπήκαν σε δυσαρέσκεια όλοι οι σημαντικοί αρχηγοί οπού ’ταν εκεί, οπού είδανε το Σκούρτη αρχιστράτηγον απάνου– εις τον Καρατάσιον, εις τον Καραϊσκάκη, εις τον Χατζηχρήστο, εις τον Τζαβέλα και εις τους άλλους. Ο Κουντουριώτης, κουτός, αφού είδε οπού ’ναι αυτός αμαθής από αυτά, αντίς να βάλη αρχηγόν να σώση την πατρίδα κι’ αυτός να δοξαστή, κατά δυστυχίαν από το «όμως» δεν ξέρει άλλο, και έβαλε τον Σκούρτη να διοικήση και να οδηγήση και τους αρχηγούς της ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός – ούτε και της θάλασσας τον πόλεμον δεν τον γνώριζε καλά. Έλεγε των στεργιανών, «Όρτσα, πότζα!» Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;» Τέλος πάντων ο πατριωτισμός όλων αυτεινών και της συντροφιάς τους, η ψύχωση της φατρίας και η διαίρεση κι’ ο ενφύλιος πόλεμος και η διχόνοια των μεγαλοκέφαλων Κωλέτη και Μαυροκορδάτου, δια να μην δοξαστή ο ένας και χάση ο άλλος, και το «όμως» του Σκούρτη και το «καυλί» των Ρουμελιώτων – ο Μπραΐμης μπήκε στη Πελοπόννησο και την έκαμε γη Μαδιάμ όχι από την παληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι – ύστερα βγάλαν και τους αρχηγούς τους από τη Νύδρα – Σπαρτιάτες κι’ απ’ άλλα μέρη, όλοι αυτείνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ’ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κόττες, κι’ ο Αράπης όταν τους εύρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια.
Εκτός από τον Μακρυγιάννη, τα αποσπάσματα αυθεντικής λαϊκής λαλιάς που έχουν διασωθεί από το 1821 είναι ελάχιστα. Για παράδειγμα, όλα τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στα «Ελληνικά Χρονικά», την εφημερίδα του Μεσολογγιού, μόνο τέσσερα είναι σε κάπως λαϊκή γλώσσα. Ένα το παραθέτει ολόκληρο ο Κ. Σιμόπουλος στο βιβλίο του Η γλώσσα και το Εικοσιένα, γράμμα του Σουλιώτη Λάμπρου Βέικου προς τον διοικητή του αλβανικού σώματος των πολιορκητών, τον Ταΐρ Αμπαζή, που ήταν προσωπικός του φίλος. Βέβαια κι αυτό δεν είναι εντελώς αυθόρμητος λόγος, αφού μάλιστα στάλθηκε με τη συγκατάθεση όλων των καπεταναίων:
Ενδοξότατε Ταΐραγα.
Ημείς είμασθεν φίλοι και οι περίστασες της θρησκείας το έφεραν να πολεμήσομεν, όμως πάντοτες η φιλία μας ας τρέχει. Φίλε μου, οπού έχεις δύο φορές οπού ήλθες εις αντάμωσιν διά να μεσιτεύσεις να παραδοθεί το Μεσολόγγι, ακόμη βλέπω οπού ο Ρούμελης μας ζητεί δυο τάμπιες διά να βάλει ανθρώπους του. Ηξεύρετε πολύ καλά ότι τον Θεόν τον έχομεν μαζί και η ελπίδα μας κρέμεται από εκεί, όθεν ως φίλον σε αφήνω να στοχασθείς ότι ένα κάστρο με τζεμπιχανέδες, με ζαϊρέν, με νερό και καθεξής όλα τα χρειαζούμενα, εις αυτόν τον καιρόν και ημείς εδώ μέσα, να το παραδώσομεν θα έχομεν πρώτον την συνείδησιν του Θεού, και δεύτερον την κατηγορίαν όλου του κόσμου, και ξεχωριστά εσένα τον φίλον μας, οπού εις αυτό είμεθα βέβαιοι ότι όχι μόνον δεν θα εύρομεν εις το εξής τόπον να ζήσομεν, παρά ούτε διά το όνομά μας θα ερωτήσει κανένας, τόσον μισητοί θα είμασθεν, όσον από τον Θεόν, τόσον και από την ανθρωπότητα, μπιλμέμ και από τους ιδίους εδικούς μας φίλους μας· όθεν του Ρούμελη χώρισέ του το παστρικά καθώς μας γνωρίζει, ότι να ηξεύρει καλά, χωρίς να κάμει γιουρούσι να έμβει με το σπαθί του Μεσολόγγι δεν παίρνει.
Ταύτα και μένω ο φίλος σου Λάμπρος Βέικος
Προς τούτοις λάβε τέσσερες μποτίλιες ρούμι να τες δώσεις τους μπαϊρακτάρηδές σου όταν θα κάμουν το γιουρούσι
Το κακό το κάναν, όπως λέει και πιο πάνω το άρθρο, οι γραμματικοί, που ακόμα κι όταν μεταδίναν κουβέντες των αγωνιστών τις αποστείρωναν γλωσσικά. Μερικοί τουλάχιστον έγραψαν αναμνήσεις για τα όσα έζησαν. Άλλοι ελάχιστα έγραψαν ή καθόλου. Ο Γ. Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη, έγραψε οχτώ σελίδες όλες κι όλες (ο άλλος γραμματικός του όμως, ο Αινιάν, ευτυχώς έγραψε πολλά). Ο Βασ. Γούδας, γραμματικός του Μαρκομπότσαρη, δεν έγραψε αράδα. Ο γραμματικός του Μιαούλη, ένας σοφολογιότατος από τη Σμύρνη με το καταπληχτικό όνομα Ικέσιος Λάτρης, έγραψε πολύ για πολλά –όχι όμως για τον ναυτικό πόλεμο και τον Μιαούλη. Ο Σιμόπουλος δίνει το εξής ανέκδοτο. Ο Μιαούλης του είχε ζητήσει να γράψει στην Ύδρα να του στείλουν καραβόσκοινο. «Παρακαλούμεν όπως μεριμνήσητε δι’ αποστολήν καμίλου», γράφει ο Ι. Λάτρης και πάει το χαρτί στον ναύαρχο για υπογραφή. «Τι γκαμήλα γράφεις μωρέ; Γούμενα γράψε!».
Προσθήκη: Ωστόσο, όπως είχαμε αναφέρει στο παλιό άρθρο, η έκθεση του Μιαούλη για τη ναυμαχία του Γέροντα είναι γραμμένη σε στρωτή δημοτική. Μπορείτενα τη διαβάσετε εδώ, χάρη στη φίλη Μαρία που έκανε τον κόπο να την αντιγράψει.
Κι άλλο ένα σχετικό, με τον Κολοκοτρώνη, που διάταξε τον γραμματικό του να ζητήσει τυρί από ένα μοναστήρι. Έγραφε κι απόγραφε αυτός, γέμιζε σελίδες. Οπότε τις παίρνει ο Κολοκοτρώνης, τις σκίζει και γράφει: «Γούμενε τυρί. Κολοκοτρώνης».

Βλάχικη Γλώσσα

Η Bλάχικη γλώσσα έχει σαφή λατινογενή προέλευση. Ανήκει στην στον κλάδο των Ρωμανικών Γλωσσών, των ιδωματικών μορφών που παρήχθησαν από την Λατινική μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ανήκει στην οικογένεια των Ανατολικών Ρωμανικών γλωσσών, στη γλωσσική ομάδα των Βαλκανικών Ρωμανικών. που ανήκουν επίσης οι βόριες διαλέκτοι της Δακορουμανικής (από όπου διαμορφώθηκαν τα σημερινά Ρουμάνικα) και της Ιστρορουμάνικης και η νότια δίαλεκτος της Μεγλενορωμανικής. Στις χώρες που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι εξελίχθηκε η δημώδη μορφή της Λατινικής και όχι η λόγια που ομιλούνταν στην Ρώμη από Συγκλητικούς, ποιητές, λόγιους κ.α. Η Bλάχικη επομένως μπορούμε να πούμε οτι είναι η εξέλιξη της τραχειάς μορφής της λατινικής που χρησιμοποιούσε ο Ρωμαϊκός Στρατός.

Η Bλάχικη ως επι το πλέιστον παραμένει προφορική. Απόπειρες να γραφεί έχουν γίνει αρκετές κάνοντας χρήση είτε του λατινικού είτε του ελληνικού αλφαβήτου αυτές όμως από λόγιους, γλωσσολόγους και λεξικογράφους.
Ενδεικτικά κατα χρονολογική σειρά:
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

Επιγραφή Νεκτάριου ΤέρπουΤο αρχαιότερο δέιγμα βλαχικου γραπτού λόγου είναι η επιγραφή του Νεκταρίου Τέρπουσε ξύλινη εικόνα του 1731 που ανακαλύφθηκε το 1950,
η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσαστην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία. 

Η εικόνα δείχνει τη Παναγία βρεφοκρατούσα και γράφει με ελληνική γραφή
«Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρέ νόϊ πεκετόσσλοιι»
(Παρθένος η μητέρα του Θεού δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς.)


Άλλη επιγραφή γραμμένη στη βλάχικη γλώσσα υπάρχει σε μοναστήρι του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων από τον ζωγράφο Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου από τη Σαμαρίνα με χρονολογία 1789. Οι στίχοι της επιγραφής είναι γραμμένοι σε τρείς γλώσες: Ελληνική (καθαρεύουσα), Απλή (δημοτική) και βλάχικη με ελληνικούς χαρακτήρες : 
ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ.
- ΦΟΒΩ ΠΡΟΒΑΙΝΕ ΤΗΝ ΠΥΛΗΝ ΤΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ.
ΤΡΟΜΩ ΛΑΜΒΑΝΕ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ.
ΙΝΑ ΜΗ ΚΑΤΑΦΛΕΧΘΗΣ ΠΥΡΙ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ.
ΑΠΛΟΥΝ
- ΣΚΙΑΖΟΥ Κ΄ ΕΜΠΑΙΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.
ΤΡΕΜΕ Κ΄ ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ.
ΚΟΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΙΣ ΑΝ ΘΕΛΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗΣ.
ΒΛΑΧΙΚΟΝ
- ΙΝΤΡΑ ΜΠΑΣΙΑΡΕΚΑ ΚΟΥ ΜΟΥΛΤΑ ΠΑΒΡΙΕ.
ΤΡΙΑΜΠΟΥΡΑ ΛΟΥΝΤΑΛΟΥΪ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΝΙΚΑΤΟΥΡΑ.
ΦΩΚΟΛΟΥ ΑΚΣΙ ΣΗ ΚΟΛΑΣΙΑ ΤΡΑ ΣΚΑΚΗ
φωτ. Νίκος Σιούμκας.
φωτ. Νίκος Σιούμκας
Άλλο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου και αυτού γραμμένου με ελληνικούς χαρακτήρες είναι το τετράστιχο του αγγείου Simota των αρχών του 19 αιώνα:
Αγγείο Simota, αρχές 19ου αιώνα
Καιλερύτου αμέου, μπια γίνου κα πι ατέου.
Μούλτου σε νού μπιάε, σε νού τε βεμάη.
Τρά σε νου τζη φάκε ρέου, τρα σε νου τε μπετου έου.
Υναι ουάρε σε μπηάη, συ ακάσε τζη σε βάϊ.
Καλαρρίτη δικέ μου, πιες κρασί σαν δικό σου.
Πολύ μη πιεις, για να μη «ξεράσεις».
Για να μη σου κάνει κακό, για να μην σε μεθύσω εγώ.
Μια φορά να πιείς, θα ‘χεις και για το σπίτι.

ΛΕΞΙΚΑ:
Ο λόγιος Θεόδωρος Αναστασίου Καββαλιώτης εξέδωσε το 1770 στη Βενετία την "Πρωτοπειρία", ένα εγχειρίδιο με προσευχές, γνωμικά, διηγήματα και καταχωρημένες 1170 λέξεις σε τρείς κάθετες στήλες στην νεοελληνική, βλάχικη και αλβανική χρησιμοποιώντας το ελληνικό αλφάβητο για την αποτύπωση της βλάχικης.
Πρωτοπειρία Θεόδωρου Αναστασίου Καββαλιώτη 1770 
Το 1802 ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης εκδίδει την "Εισαγωγική Διδασκαλία", ένα τετράγλωσσο λεξικό της ελληνικής, της εν Μοισία βλάχικης, της βουλγαρικής και της αλβανιτικής. Και εδώ χρησιμοποιήθηκε το ελληνικό αλφάβητο για την αποτύπωση της βλάχικης.
Η "Εισαγωγική Διδασκαλία" του Δανιήλ Μοσχοπολίτης, 1802


Στους  σύγχρονους καιρούς :
Νικολαϊδης, Κων/νος, 1909, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης. Κολτσίδας Αντώνιος, 1978, Γραμματική και λεξικό της Κουτσοβλαχικής διαλέκτου.
Κατσάνης Ν., Κ. Ντίνας, 1990, Γραμματική της κοινής Κουτσοβλαχικής.

Το Ετυμολογικόν  Λεξικό της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης του Κ.Νικολαΐδη (1909) περιλαμβάνει 6.657 λέξεις εκ των οποίων οι 3.560 έχουν ελληνική προέλευση, 2.605 λατινική, 185 σλάβικη, 150 αλβανική και οι υπόλοιπες 157 άγνωστη. Μάλιστα σε πολλές από τις ελληνογενείς λέξεις η ετυμολογία ανάγεται στους πρωτοαρχαιοελληνικούς και ομηρικούς χρόνους.

Στην  Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης  (Ανέμη) μπορεί κανείς να δεί  και να κατεβάσει ολόκληρο το Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης του Κωνσταντίνου Νικολαΐδη.

Οι απαρχές της γλώσσας δεν είναι με βεβαιότητα γνωστές. Θεωρείται πάντως βέβαιο ότι η διαμόρφωση και διαφοροποίησή της από τη Λατινική γλώσσα συνέβησαν κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ. και ότι προήλθε από τη λαϊκή καθομιλούμενη Λατινική γλώσσα. Πολλά χρόνια αργότερα διαμορφώθηκαν και οι υπόλοιπες Ανατολικές Λατινογενείς γλώσσες, όπως η Μογλνενίτικη Βλάχικη, ηΡουμάνικη γλώσσα και η Ιστρορουμανική. Κατά πολλούς, το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής, είχε ως συνέπεια να αναπτυχθεί η θεωρία μίας κοινής Πρωτορουμάνικης γλώσσας, από την οποία δημιουργήθηκαν οι ανατολικές λατινικές γλώσσες.
Ως πρώτη καταγεγραμμένη φράση στη Βλάχικη γλώσσα θεωρείται, κατά πολλούς, η "τόρνα, τόρνα, φράτερ" όπως καταγράφηκε από τον βυζαντινό χρονογράφο Θεοφύλακτο Σιμοκράτη τον 6ο αιώνα. Συγκεκριμένα, περί της εκστρατείας των βυζαντινών στρατευμάτων κατά των Αβάρων στη Θράκη (579-582 μ.Χ.) ο Σιμοκράτης αναφέρει: τη πατρώα φωνή ... τόρνα, τόρνα, φράτερ και ο μεν κύριος τoυ ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν, τόρνα τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες ... . Δηλαδή, κατά την εκστρατεία και ενώ ένα άλογο βάδιζε, το φορτίο έγερνε από τη μία μεριά και κινδύνευε να πέσει, τότε ένας άλλος στρατιώτης που ακολουθούσε φώναξε στον οδηγό του αλόγου στηνπατρώα φωνή "τόρνα, τόρνα, φράτερ" (γέρνει-γέρνει αδελφέ ή γύρνα-γύρνα αδελφέ), προκειμένου ο δεύτερος να προσέξει και να μην πέσει το φορτίο του ζώου.
Στους αιώνες που ακολούθησαν η γλώσσα πήρε τη σημερινή της μορφή, δεχόμενη σημαντική επίδραση από γειτονικές της γλώσσες. Στο λεξιλόγιο η επιρροή της Ελληνικής γλώσσας είναι αρκετά μεγάλη, αν και ο βασικός κορμός των λέξεων παραμένει λατινικός.
Το αρχαιότερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου αποτελεί η επιγραφή του Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731 που ανακαλύφθηκε το 1950, η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην πεδιάδα της Μουζακιάςστην Αλβανία. Η εικόνα δείχνει τη Παναγία Βρεφοκρατούσα και γράφει με ελληνική γραφή «Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρέ νόϊ πεκετόσσλοιι» (Παρθένος η μητέρα του Θεού δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς.)
Άλλη επιγραφή γραμμένη στη βλάχικη γλώσσα βρίσκεται σε μοναστήρι του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων, από τον ζωγράφο Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου από τη Σαμαρίνα με χρονολογία 1789. Οι στίχοι της επιγραφής είναι γραμμένοι σε τρεις γλώσσες: Ελληνική (καθαρεύουσα), Απλή (δημοτική) και βλάχικη με ελληνικούς χαρακτήρες :
  • Ελληνική — καθαρεύουσα:
ΦΟΒΩ ΠΡΟΒΑΙΝΕ ΤΗΝ ΠΥΛΗΝ ΤΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ. ΤΡΟΜΩ ΛΑΜΒΑΝΕ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ. ΙΝΑ ΜΗ ΚΑΤΑΦΛΕΧΘΗΣ ΠΥΡΙ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ.
  • Απλή — δημοτική:
ΣΚΙΑΖΟΥ Κ΄ ΕΜΠΑΙΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. ΤΡΕΜΕ Κ΄ ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ. ΚΟΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΙΣ ΑΝ ΘΕΛΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗΣ.
  • Βλάχικη:
ΙΝΤΡΑ ΜΠΑΣΙΑΡΕΚΑ ΚΟΥ ΜΟΥΛΤΑ ΠΑΒΡΙΕ. ΤΡΙΑΜΠΟΥΡΑ ΛΟΥΝΤΑΛΟΥΪ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΝΙΚΑΤΟΥΡΑ. ΦΩΚΟΛΟΥ ΑΚΣΙ ΣΗ ΚΟΛΑΣΙΑ ΤΡΑ ΣΚΑΚΗ.
Άλλο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου, γραμμένου επίσης με ελληνικούς χαρακτήρες είναι το τετράστιχο του αγγείου Simota των αρχών του 19 αιώνα:
Καιλερύτου αμέου, μπια γίνου κα πι ατέου.Μούλτου σε νού μπιάε, σε νού τε βεμάη.
Τρά σε νου τζη φάκε ρέου, τρα σε νου τε μπετου έου.
Υναι ουάρε σε μπηάη, συ ακάσε τζη σε βάϊ.
Και η μετάφραση είναι η εξής:
Καλαρρίτη δικέ μου, πιες κρασί σαν δικό σου.Πολύ μη πιεις, για να μη «ξεράσεις».
Για να μη σου κάνει κακό, για να μην σε μεθύσω εγώ.
Μια φορά να πιείς, θα ‘χεις και για το σπίτι.

Ο λόγιος Θεόδωρος Αναστασίου Καββαλιώτης εξέδωσε το 1770 στη Βενετία την "Πρωτοπειρία", ένα εγχειρίδιο με προσευχές, γνωμικά, διηγήματα και καταχωρημένες 1170 λέξεις σε τρεις κάθετες στήλες στην νεοελληνική, βλάχικη και αλβανική. Το 1802 ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης εκδίδει την "Εισαγωγική Διδασκαλία", ένα τετράγλωσσο λεξικό της ελληνικής, της εν Μοισία βλάχικης, της βουλγαρικής και της αλβανιτικής. Η πρώτη γραμματική της γλώσσας τυπώθηκε το 1813 στην Βιέννη της Αυστρίας (τότε Αυστρουγγαρίας). Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί σε διάφορες χώρες, και στην Ελλάδα, διάφορες γραμματικές και λεξικά της γλώσσας.

OI ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟ ZHTHMA






Με  τον τίτλο «Κουτσοβλαχικό ή Ρουμανικό ζήτημα» εννοούμε την επιδίω­ξη των Ρουμάνων να πείσουν με την προ­παγάνδα τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους (βλαχόφωνους) της Ελλάδας ότι α­ποτελούν ξεχωριστή μειονότητα που έλ­κει την καταγωγή της από τους Ρωμαίους και δεν έχει σχέση με τους Έλληνες.





Η ρουμανική προπαγάνδα εμφανί­στηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας (στα μέσα του 19ου αι­ώνα) στις περιοχές της Μακεδονίας (βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου) και της Ηπείρου (βιλαέτι Ιωαννίνων) και συνεχίστηκε χωρίς διακοπή μέχρι τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Οθωμα­νική Πύλη τήρησε ευμενή στάση απέναντι στους ρουμανίζοντες, γιατί πίστευε ότι η ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους δεν κινδύνευε από την προπαγάνδα, α­φού τα μέλη της συνεργάζονταν με τις τουρκικές Αρχές και ήταν αντίθετα με την προσάρτηση εδαφών στην Ελλάδα.
Η επιδίωξη της ρουμανικής κυβέρνη­σης πριν από το Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ή­ταν να πείσει την Τουρκία και τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναγνωρίσουν τους Κουτσόβλαχους ως μειονότητα αυτόνομη με ειδι­κά προνόμια, με την απιολογία ότι κινδύ­νευε από την καταπίεση που ασκούσε πά­νω της η Ελλάδα και το Οικουμενικό Πα­τριαρχείο. Με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε αργότερα και η Ιταλία, η οποία με τα δικά της στρατεύματα και τους ρουμανίζοντες των βλαχόφωνων χωριών επιδίωξε το καλοκαίρι του 1917 και την κατοχική περίο­δο 1941-43 να δημιουργήσει το ανεξάρ­τητο βλάχικο κράτος της Πίνδου. Οι Ιτα­λοί απέβλεπαν το κρατίδιο αυτό να αποτε­λέσει προέκταση της Αλβανίας, την οποία είχαν μεταβάλει σε προτεκτοράτο τους.


Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ιτα­λοί ξαναθυμήθηκαν τα παλιά επεκτατικά τους σχέδια, και το Μάιο του 1960, η ιτα­λική κυβέρνηση υπέβαλε στα κατά τό­πους στρατηγεία του NATO έκθεση περί Αλβανίας, στην οποία αναφέρει, ότι οι βλαχόφωνοι που κατοικούν στην Αλβα­νία και στην Πίνδο είναι ρουμανικής εθνικότητας και ότι θεωρούν τους Βλά­χους της Μακεδονίας και της Ηπείρου συμπατριώτες τους. Οι Κουτσόβλαχοι δεν πρέπει να συγχέονται με τους Σαρακατσαναίους, των οποίων το γλωσσικό ιδίω­μα είναι καθαρά ελληνικό και δεν έχει καμία σχέση με την λατινογενούς προέ­λευσης γλώσσα των Βλάχων.
Τα σπουδαιότερα κέντρα της ρουμα­νικής προπαγάνδας επί τουρκοκρατίας αναπτύχθηκαν στις πόλεις Μοναστήρι, Κρούσοβο, Βέροια, Γευγελή, Θεσσαλο­νίκη, Γρεβενά και Ιωάννινα.



Σχετικά με την γεωγραφική κατανομή του κουτσοβλάχικου πληθυσμού στον ελ­ληνικό χώρο παρατηρούμε ότι οι Κουτσόβλαχοι στη Μακεδονία και την Ήπειρο εί­ναι εγκατεστημένοι σε χωριά που βρίσκο­νται στις ορεινές διαβάσεις και πλαγιές της Πίνδου (μέχρι τα Άγραφα), σε υψό­μετρο που κυμαίνεται από 800 έως 1.500 μέτρα. Εκτός από την Πίνδο είναι εγκατε­στημένοι στην οροσειρά Βαρνούντα, Βέρνου (Βίτσι) και 'Ασκιού (Πισοδέρι, Νυμφαίο, Κλεισούρα, Βλάστη), στο Βέρ­μιο (Σέλι, Κουμαριά, Ξηρολίβαδο), στα Πιέρια (Βλαχολείβαδο, Κοκκινοπλός, Φτέρη) και στην Αλμωπία ή Καρατζόβα. Διευκρινίζεται, ότι όσοι Κουτσόβλαχοι κατοικούν στη Θεσσαλία (Τρίκαλα, Λάρι­σα, Βελεστίνο, Τύρναβο, Ελασσόνα) και σε άλλες πόλεις όπως Ιωάννινα, Γρεβε­νά, Βέροια κ.λπ. προέρχονται κυρίως α­πό τους ορεινούς οικισμούς της Πίνδου.Για το ζήτημα των βλαχόφωνων ζωη­ρό υπήρξε το ενδιαφέρον όλων των ιστο­ρικών (ξένων και Ελλήνων), που ασχολή­θηκαν με την εξιστόρηση των γεγονότων της Χερσονήσου του Αίμου. Και ενώ από ιστορικής πλευράς έγινε σοβαρή προ­σπάθεια, από απόψεως πολιτικής οι ελ­ληνικές κυβερνήσεις σχεδόν αγνόησαν το θέμα και δεν επέδειξαν το ανάλογο εν­διαφέρον που απαιτούσαν οι περιστά­σεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μετά την α­πελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τον τουρκικό ζυγό (Βαλκα­νικοί Πόλεμοι 1912-13), η τότε ελληνική κυβέρνηση Βενιζέλου αναγνώρισε τους Κουτσόβλαχους των περιοχών αυτών ως μειονότητα, στην οποία επέτρεψε να έχει τα δικά της σχολεία και εκκλησίες.Οι πρώτες ενέργειες της ρουμανι­κής προπαγάνδας άρχισαν να εμφανί­ζονται στα βλαχόφωνα χωριά της Βό­ρειας Πίνδου το έτος 1859 από κάποι­ον ιερομόναχο ονομαζόμενο Αβέρκιο, ο οποίος καταγόταν από την Αβδέλλα Γρεβενών. Ο Αβέρκιος το έτος 1855 εί­χε μεταβεί στο Αγιο Όρος, με σκοπό να μονάσει στη Μονή Ιβήρων, στην οποία παρέμεινε τέσσερα χρόνια. Εκεί διεκδικώντας τη θέση του ηγουμένου, φΙλονίκησε με τους άλλους μοναχούς, οπότε απήλθε στη Βλαχία της Ρουμα­νίας, όπου μυήθηκε στα θέματα της προπαγάνδας. Το 1859 επέστρεψε στην επαρχία Γρεβενών, φέροντας μαζί του άφθονα χρήματα για εξαγορά συ­νειδήσεων, με σκοπό να δημιουργήσει τους πρώτους πυρήνες για την εξάπλω­ση του ρουμανισμού στις βλάχικες κοι­νότητες. Μετά την άφιξη του προσέλαβε επτά (7) νέους, των βλαχόφωνων χω­ριών και τους έστειλε να σπουδάσουν με υποτροφία στη Ρουμανία με σκοπό να επιστρέψουν μετά τις σπουδές στα χωριά τους και να χρησιμοποιηθούν ως όργανα της προπαγάνδας

Πηγή: άρθρο του Χρήστου Δ. Βήττου

OΙ ΑΡΕΙΜΑΝΙΟΙ BΛΑΧΟΙ





Παρόμοια με τα βλάχικα γλώσσα, αναγνωρισμένη επίσημα μάλιστα, ομιλούν και γράφουν μέχρι σήμερα στην Ελβετία εκατοντάδες χιλιάδες ορεσίβιοι Ελβετοί.
Η Πολωνία, μέχρι σήμερα, ονομάζει 
Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία.
Οι Γερμανοί ονόμαζαν, και όλοι οι Σλάβοι ακόμη ονομάζουν, Βλάχους όλους τους λατινόφωνους λαούς, ανεξάρτητα από την εθνική καταγωγή καθενός λατινόφωνου λαού, την οποία, ωστόσο, οι Σλάβοι ξεχωρίζουν και αναγνωρίζουν.
΄Ολοι οι Βλάχοι κατανοούν πολύ περισσότερο την ελβετική ραιτορωμανική, την πορτογαλική, την ισπανική και την ιταλική, παρά τη ρουμανική.
Οι Βλάχοι της πατρώας μας Αυτοκρατορίας και, αργότερα, του χώρου της ουδέποτε έγραψαν στην προφορική τους γλώσσα, αλλά μόνο στην ελληνική – περισπούδαστα μάλιστα έργα της νεότερης Ελληνικής Γραμματείας.
Βλάχοι στην Ελλάδα ήσαν οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι Εθνικοί Ευεργέτες και αρματολοί, καθώς επίσης ξακουστοί ήρωες της Εθνεγερσίας, πρωθυπουργοί και εκατοντάδες άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής Ιστορίας.
Ο Ρουμάνος 
Nicolae Jorga, σοφός ιστορικός ερευνητής, καθηγητής, ακαδημαϊκός, πολιτικός και λογοτέχνης έγραψε:1
Από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, οι Βλάχοι ανήλθαν μέχρι τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Και τα έγραφε αυτά το 1905, όταν το νεαρό τότε κράτος της Ρουμανίας είχε αποδυθεί, με πακτωλούς χρημάτων, σε σχολές και εκκλησιές, σε ολόπλευρη προπαγάνδα για να πείσει τους –αμετάπειστους, όμως– Βλάχους της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου ότι «είναι Ρουμάνοι».
Είναι φανερό ότι οι παραπάνω κατηγορηματικές αλλά αντιφατικές απαντήσεις, που αδυνατούν –ή προφανώς από σκοπού παραλείπουν– να εξηγήσουν τα προαναφερόμενα αυταπόδεικτα γεγονότα, συνθέτουν έναν πολύπλοκο λαβύρινθο. Για να εξέλθεις απ’ αυτόν στο φως της ημέρας, χρειάζεσαι τον μίτο της Αριάδνης. Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τον μίτο της Ιστορίας, καλώντας να καταθέσουν οι εγκυρότεροι και υπεράνω πάσης υποψίας μάρτυρες, από πηγή σε πηγή κι από εποχή σε εποχή –μάρτυρες που αυταποδείκτως δεν υπηρετούσαν καμιά σκοπιμότητα ούτε κατέχονταν από προσωπική εμπάθεια ούτε τους έλειπε η βαθειά παιδεία.
Πρώτος τέτοιος αδιαμφιβήτητος μάρτυρας είναι ο ιστορικός Πλούταρχος. Μελέτησε, συνέκρινε και έγραψε τη ζωή και το έργο μεγάλων αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων ανδρών στο βιβλίο του Βίοι παράλληλοι. Επί πλέον, έζησε από το 50 μέχρι το 120 μ.Χ., εκατό μόλις χρόνια μετά την επικράτηση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο και στα Βαλκάνια. Είδε με τα μάτια του την πραγματική κατάσταση και πληροφορήθηκε ζωντανά την παλαιότερη, που την παρέδωσαν αυθεντικά από πατέρα σε γιο οι μόλις τρεις προηγούμενες γενεές. Καταθέτει, λοιπόν, ότι, στον καιρό του, «όλοι οι άνθρωποι στην προφορική τους λαλιά, στον λόγο τους, χρησιμοποιούσαν τη λαλιά των Ρωμαίων». Γράφει:2

Ως δοκεί μοι περί Ρωμαίων λέγειν, ων μεν λόγω νυν ομού τι πάντες άνθρωποι χρώνται.
΄Ηταν φυσικό. Είχε επικρατήσει, εδώ κι έναν αιώνα, ακλόνητη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και όσοι τουλάχιστον υπήκοοί της συναλλάσσονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία ή την υπηρετούσαν ή απλώς ήσαν αναγκασμένοι να καταλαβαίνουν τις εντολές της, τους νόμους της, τις δικαστικές και διοικητικές αποφάσεις, βρέθηκαν αναγκασμένοι να κατανοούν και προφορικά να μιλούν τη λατινική γλώσσα.
Αυτό βεβαιώνει, τετρακόσια χρόνια αργότερα, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας και ο ιστορικός Ιωάννης Λυδός, σύγχρονος του μεγάλου αυτοκράτορος Ιουστινιανού, ο οποίος, καίτοι λατινόφωνος ο ίδιος, πρώτος καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα στη διοίκηση και τη νομοθεσία με τις περίφημες Νεαρές του – τα νέα, δηλαδή, αυτοκρατορικά διατάγματα. Επί εξακόσια τουλάχιστον χρόνια, έως τότε, σε όλες τις κρατικές υποθέσεις και υπηρεσίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των υπηκόων της, αποκλειστική γλώσσα ήταν η λατινική.
Μαρτυρεί3, λοιπόν, ο Ιωάννης Λυδός:
…τα δε περί την Ευρώπην πραττόμενα πάντα διεφύλαξεν εξ ανάγκης διά το της αυτής οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας.
Δηλαδή: «Όλα όσα επράττοντο στη Βαλκανική διεφύλαξαν εξ ανάγκης τον αρχαίο νόμο να ομιλούν λατινικά οι κάτοικοί της, αν και οι περισσότεροι ήσαν ΄Ελληνες και μάλιστα οι δημόσιοι αξιωματούχοι».

Εντωμεταξύ, πολύ νερό είχε τρέξει κάτω από τις γέφυρες της Ιστορίας. ΄Ηδη σχεδόν από τον καιρό του Πλουτάρχου, η Αυτοκρατορία άρχισε να συγκροτεί επί τόπου, στον ελληνικό χώρο, τις τρομερές λεγεώνες της, στρατεύοντας διά βίου τους επιχωρίους ΄Ελληνες, ιδιαίτερα τους πολεμικούς ορεσιβίουςΟ Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος (163-235 μ.Χ.), που γεννήθηκε 43 χρόνια μετά τον θάνατο του Πλουτάρχου, αναφέρει στα Ρωμαϊκά του4 ότι ο αυτοκράτωρ Αντωνίνος ο Ευσεβής, που εβασίλευσε από το 138 έως το 161 μ.Χ., συγκρότησε επί τόπου τρεις λεγεώνες από γηγενείς Μακεδόνες, Ηπειρώτες και Αιτωλούς: την 5η, 6η, και 7η.
Την κάθε λεγεώνα αποτελούσαν 16.000 άνδρες βαρειά οπλισμένοι, που υπηρετούσαν επί 25 συνεχή χρόνια, ακολουθούμενοι στο στρατόπεδο, ακόμη και στις εκστρατείες, από τις οικογένειές τους. Αυτοί όλοι, ένας συνολικός πληθυσμός 150.000 περίπου ενόπλων και επί πλέον αμάχων συγγενών τους, λατινοφώνησαν, φυσικά.
Αμέσως μετά τη συγκρότηση των παραπάνω λεγεώνων με αυτόχθονες ΄Ελληνες , ο αυτοκράτωρ Καρακάλλας, το 212 μ.Χ., απένειμε σε όλους τους υπηκόους του το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, ανυψώνοντάς τους στην έως τότε απρόσιτη τάξη της έννομης ισοτιμίας και ισοπολιτείας. ΄Ετσι , από τότε, τα επόμενα 1.200 χρόνια, όλοι οι Έλληνες, ως ισότιμοι πολίτες της Ρωμαϊκής και, έπειτα, Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επονομάσθηκαν μόνοι τους Ρωμαίοι και ήσαν υπερήφανοι γι’ αυτό.
 Πολύ περισσότερο οι Βλάχοι, που ήσαν πάντα επίλεκτοι στρατιώτες και αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας. ΄Ετσι ακριβώς, εμείς οι Βλάχοι επονομάζουμε τον εαυτόν μας: Αρμάνι, δηλαδή Ρωμάνοι – προφέροντας βραχύτατα και κωφά τα δύο τελικά φωνήεντα, όπως οι Πορτογάλοι! Ρωμανία, εξ άλλου, ονομαζόταν συνεχώς κατά τους τελευταίους αιώνες της η πατρώα μας Αυτοκρατορία. Αρειμάνιος, στην ελληνική, σημαίνει αγέρωχος πολεμιστής.

 Η επωνυμία Ρωμαίος ήταν πολιτικός τίτλος τιμής: δικαίωμα ισονομίας και ίσης συμμετοχής στην εξουσία. Ουδέποτε, επί δύο χιλιετίες, προσδιόριζε εθνική καταγωγή. Ουδέποτε οι ονομαζόμενοι από όλους τους τρίτους Βλάχοι αυτο-ονομάσθηκαν Βλάχοι. Αναγκάσθηκαν να τη χρησιμοποιούν κατά συνθήκην για να συνεννοούνται με όλους τους άλλους τρίτους, αλλά ποτέ μεταξύ τους.
΄Ετσι, γεννήθηκε η προφορική λαϊκή λατινική λαλιά, που αργότερα ονομάσθηκε βλάχικη. Σ’ αυτήν τη λαλιά τους, που ουδέποτε έγραψαν και άρα δεν καλλιέργησαν ποτέ, οι Βλάχοι κράτησαν μέχρι σήμερα, έστω, φθαρμένους από στόμα σε στόμα, αυθεντικούς πρωτογενείς πυρήνες της επίσημης λατινικής. Γι’ αυτό, σήμερα, κατανοούν πλήρως τις βασικές λέξεις-κλειδιά που διατηρούνται παρόμοιες σε όλες τις λατινογενείς ευρωπαϊκές γλώσσες. Παντού είναι παρόμοιες οι λέξεις-κώδικες όπως π.χ. κεφάλι, αφτιά, μαλλιά, μύτη, δόντι, μέτωπο, χέρι, νύχια, άνθρωπος, γυναίκα, αγόρι, κορίτσι, παλληκάρι, νερό, θάλασσα, σελήνη, ήλιος, άστρα, σπίτι, καπνός, φωτιά, νύχτα, μέρα, όλες οι μέρες της εβδομάδας και οι αριθμοί, αγαπημένη, κατσίκι, ελάφι, αρκούδα, λύκος, γουρούνι, όρνιθα, γάλα, αλάτι, τυρί κ.λπ. κ.λπ.
Στον καιρό του Ιουστινιανού, τα αυτόχθονα αυτοκρατορικά στρατεύματα λατινοφωνούσαν. Ο ιστορικός της εποχής Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, περιγράφοντας την εκστρατεία κατά των Αβάρων στη Θράκη, το 579-582, σημειώνει αποκαλυπτικά ότι η λατινική λαλιά ήταν η «πατρώα φωνή» των πολεμιστών. Το ίδιο επαναλαμβάνει ο Θεοφάνης:5
Ο δε ακολουθών εταίρος εφώνει τη πατρώα φωνή «τόρνα, φράτερ, τόρνα» και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο, οι δε λαοί, ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν «τόρνα, τόρνα» μεγίσταις φωναίς ανακράζοντες.
Δηλαδή:
 
 Κι ο σύντροφος που ακολουθούσε πίσω φώναζε στην πατρώα φωνή «γέρνει, αδερφέ, γέρνει» (το σαμάρι), αλλά ο ημιονηγός δεν άκουσε τη φωνή, την άκουσαν όμως τα πλήθη των στρατιωτών και, νομίζοντας πως έπεσαν σε ενέδρα των εχθρών, ετράπησαν σε φυγή κράζοντας με δυνατές φωνές «γύρνα, γύρνα».
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην προφορική λατινική λαλιά η λέξη «τόρνα» σημαίνει «γέρνει»-«γυρίζει», το σαμάρι στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτος, και, ταυτόχρονα, «γύρνα πίσω» στο δεύτερο πρόσωπο της προστακτικής. Οι στρατιώτες νόμισαν, λοιπόν, ότι άκουγαν διαταγή να επιστρέψουν για να μη παγιδευθούν.
Ο σύγχρονος του Ιουστινιανού –και περίπου του Θεοφάνη– ιστορικός Προκόπιος, περιγράφοντας κατ’ εντολήν του αυτοκράτορος τα αυτοκρατορικά φρούρια και κτίσματα στο έργο του Περί κτισμάτων, καταγράφει, το 553-555, βλάχικα τοπωνύμια με ελληνική γραφή. Αλλά, στα ελληνικά, αυτά το τοπωνύμια δεν σημαίνουν τίποτε επειδή είναι βλάχικα: Σαπτεκάζας είναι Επτά Σπίτια, Λουποφοντάνα Λυκόβρυση, Μπουργκουάλτου Ψηλό Κάστρο, Γκεμελλομούντες Χαλινάρι του βουνού - αυχένας.
Παρά τη συνεχή μαζική παρουσία και δράση τους, οι λατινόφωνοι αυτοί πολεμιστές δεν αναφέρονται μέχρι τον 10ο αιώνα με το όνομα Βλάχοι. Μήπως δεν υπήρχαν έως τότε; Μήπως κατήλθαν από τον Δούναβη μετά τον 10ο αιώνα, οπότε αναφέρονται εφ’ εξής με το όνομα Βλάχοι; Η απάντηση είναι απλή: Οι λατινόφωνοι αρειμάνιοι προϋπήρχαν ανέκαθεν και, όπως αναφέρθηκε, μνημονεύονται. Αλλά όχι με τέτοιο όνομα, γιατί, απλούστατα, το όνομα Βλάχος δεν υπήρχε. Αυτό ήλθε, όχι οι Βλάχοι!
Οι Γερμανοί επονόμαζαν αρχικά 
Volcae, δηλαδή Λαούς –της Λατινικής– όλους τους λατινόφωνους, ιδιαίτερα τους πλησιέστερούς τους Κέλτες, και μετά τους είπανWelschAπ’ αυτό προήλθαν οι ονομασίες Βαλλόνοι και Ουαλλοί, που ήσαν Κέλτες. Οι Σλάβοι, διερχόμενοι από τα γερμανικά εδάφη, βρήκαν αυτό το γερμανικό όνομα και, παρεφθαρμένο σε Wlaschi, ονόμασαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους της Ευρώπης. Αυτό το όνομα έφεραν στα Βαλκάνια της Αυτοκρατορίας όταν άρχισαν να εγκαθίστανται σταδιακά ως φόρου υποτελείς Σκλαβηνοί του αυτοκράτορος, και έτσι ονόμασαν τους αυτόχθονες λατινόφωνους που βρήκαν. Οι Ρωμαίοι μας άρχισαν να ονομάζουν πολύ αργότερα κι αυτοί Βλάχους τους λατινόφωνους πολεμιστές τους και τις οικογένειές τους, από τα τέλη πλέον του 10ου αιώνα, όταν πια είχε επικρατήσει η ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό «ξαφνικά» εμφανίσθηκαν από το πουθενά Βλάχοι – είχε εμφανισθεί το όνομα, δάνειο από τους Σλάβους.
Οι Βλάχοι συνέχισαν, φυσικά, να υπηρετούν την Αυτοκρατορία ως πολεμιστές της και οροφύλακές της. Αυτοί, επειδή ήσαν επίλεκτα στρατεύματα και ορεσίβιοι, εγκατεστημένοι με τα αναρίθμητα κοπάδια τους στα βουνά, φύλαγαν μέχρι τέλους τις κλεισούρες και τις βασιλικές οδούς. Γι’ αυτό και αναφέρονται ως Βλάχοι Οδίται. Η πρώτη αναφορά γίνεται στον καιρό του Βουλγαροκτόνου, τέλη του 10ου αιώνα, και τη σημειώνει ο Κεδρηνός, που μνημονεύει τα εξής:6
΄Αρχειν αυτών (Βουλγάρων) προχειρίζονται τέσσαρες αδελφοί, Δαβίδ, Μωυσής, Ααρών και Σαμουήλ… Δαβίδ δε αναιρεθείς μέσου Καστορίας και Πρέσπας εις τα λεγομένας Καλάς Δρυς παρά τινων Βλάχων Οδιτών.
Οι Βλάχοι Οδίται φύλαγαν το στενό πέρασμα στα Κορέστεια, που ελέγχει μέχρι και σήμερα τις συγκοινωνίες ανάμεσα στη Φλώρινα, τις Πρέσπες, την Κορυτσά και την Καστοριά. Εκεί σκότωσαν τον έναν από τους αδελφούς του τσάρου των Βουλγάρων, Σαμουήλ, που επαναστάτησε κατά της Αυτοκρατορίας, ενώ ήταν αξιωματούχος της και γιος του κόμητος Νικολάου. Τον πολέμησε σκληρά, επί μακρά έτη, και εντέλει τον συνέτριψε ο Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών, ο επικαλούμενος Βουλγαροκτόνος.
Αργότερα τους Βλάχους μνημονεύει η ΄Αννα η Κομνηνή (1083-1148), στο τεράστιο βιβλίο της Αλεξιάς, αφιερωμένο στον πατέρα της αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, όπου διηγείται ότι τους Κομάνους οδήγησαν οι Βλάχοι γιατί γνώριζαν τις κλεισούρες και τις φύλαγαν, αλλά αποστάτησαν.
 
΄Εχουν γίνει τόσο ισχυροί εκείνη την εποχή, ώστε η Θεσσαλία ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία, και η Αιτωλοακαρνανία Μικρή Βλαχία, η οποία, με σημαντικά διαλείμματα, διατηρήθηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα, οπότε την πήραν οι Οθωμανοί και την μετέφρασαν στα τούρκικα Κιουτσούκ Ουλάχ. ΄Ετσι, βγήκε στα ελληνικά το προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι. Διατηρώντας ανέκαθεν, λόγω του πολεμικού χαρακτήρα τους, ευρεία αυτονομία στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας, επαναστατούσαν συχνά όταν η αυτοκρατορική εξουσία γινόταν πολύ συγκεντρωτική ή τους επέβαλλε φόρους βαρύτερους από τους συμφωνημένους. Εναντίον τους εξεστράτευσε ο Αρμένιος Ιωάννης Κεκαυμένος, ικανότατος στρατηγός, που έφερε το αξίωμα του Κατακαλών. Τον συνέτριψαν, όμως, στη Θεσσαλία, τον 11ο αιώνα, και αυτός έβγαλε όλο το άχτι του εναντίον τους στο Στρατηγικόν του, όπου τους χαρακτηρίζει άπιστον και πονηρόν γένος, αναφέροντας ότι ήσαν βάρβαροι που ήλθαν από τον Δούναβη. Δεν αναφέρει, όμως, πότε και ποιος το μαρτύρησε. Τις δικές του πληροφορίες επαναλαμβάνουν αρκετοί μεταγενέστεροι χρονικογράφοι. Ενωρίτερα, ωστόσο, ο Βουλγαροκτόνος, με χρυσόβουλλό του, τους είχε υπαγάγει στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών, Νέας Ιουστινιάνης και πάσης Βουλγαρίας, που αυτός ίδρυσε όταν διέλυσε το εφήμερο βασίλειο του Σαμουήλ. Αλλά είναι έγκυρη πηγή ο ηττημένος και ταπεινωμένος στρατηγός; Ο μελετητής του, ο Ούγγρος ιστορικός Λ. Ταμάς, υπογράμμισε το 1936:7
Το να θελήσεις να ξεκαθαρίσεις μια πηγή ιστορικών πληροφοριών από τα γραφόμενα του Κεκαυμένου είναι σαν να επιχειρείς το αδύνατον.
Εκατό χρόνια αργότερα, το 1159, ο ραββίνος Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας βρίσκει πιο δυναμωμένους αλλά εξίσου άπιστους, δηλαδή ανυπότακτους, τους Βλάχους, μέχρι έξω από τη Λαμία –τότε Ζητούνι–, που επισκέπτεται, και περιγράφει:8
Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας, που οι κάτοικοί της ονομάζονται Βλάχοι. Μήτε εις Θεόν μήτε εις Βασιλέα πιστεύουν. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά τους στους ελληνικούς κάμπους και τους ληστεύουν. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους ούτε μπορεί να τους υποτάξει.
Η διαδρομή τους είναι συναρπαστική κάθε εποχή και η παρουσία τους στην Ιστορία του Γένους συνεχής. Ξεφεύγει από το κεφάλαιο ενός βιβλίου. ΄Αλλωστε, ο συγγραφέας του παρόντος έχει αφιερώσει σ’ αυτούς ογκώδη τόμο9. Η σχετική βιβλιογραφία είναι τεράστια, οι εκδοχές και οι θεωρίες αναρίθμητες.
Τη μοναδικότητα και αξεπέραστη ανδρεία τους διασώζει ευλαβικά και αυθεντικά η συλλογική μνήμη του Γένους στα δημώδη τραγούδια του Ακριτικού Κύκλου, όταν ακόμη η πατρώα Αυτοκρατορία ήταν ακμαία και ο λαός τούς ξεχώριζε:

Ώσε να στρώσει ο Κωνσταντής
κι Αλέξης να σελώσει
ευρέθη το Βλαχόπουλο
στον μαύρο καβαλάρης
Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός
Στο ξέβγα σαν πετρίτης
Στο έμπα χίλιους έκοψε
Στο ξέβγα δυο χιλιάδες
Και στο καλό το γύρισμα
Κανέναν δεν αφήνει.

Υπερασπίσθηκαν την Αυτοκρατορία μέχρι τέλους. Πριν ακόμη στεφθεί τελευταίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξορμά από τον Μυστρά, καταλαμβάνει τη Θήβα, παίρνει τη Βοιωτία και αναμετριέται με τους Οθωμανούς στη Θεσσαλία. Στο πλευρό του πολεμούν οι Βλάχοι. Ο 
WMiller γράφει:10
Τότε οι Βλάχοι της Πίνδου ρίχτηκαν από ψηλά κατά των Τούρκων στον μεγάλο θεσσαλικό κάμπο και δέχθηκαν από τον νικηφόρο Κωνσταντίνο έναν διοικητή με έδρα του το Φανάρι (στα Φάρσαλα).
΄Ησαν οι τελευταίες αναλαμπές, όμως. Όταν ωστόσο οι Οθωμανοί επιδρομείς επεκράτησαν και η Πόλη έπεσε, οι Βλάχοι δεν υπετάγησαν. Προκειμένου να διαφυλάξει την ειρήνη και την παραγωγή στα εύφορα νέα τιμάριά του, ο νικητής σουλτάνος τούς παρεχώρησε ευθύς αμέσως το εξαιρετικό προνόμιο να φέρουν όπλα, να αυτοδιοικούνται και να υπάγονται απ’ ευθείας στην εκάστοτε Βαληντέ Σουλτάνα, στην οποία πλήρωναν μειωμένους φόρους. Οι αητοφωλιές τους στα ψηλά βουνά, όπου αποσύρθηκαν, κηρύχθηκαν άβατες. Εκστρατεύοντας να αλώσει τη Βιέννη, ο Σουλεϋμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566), θέλει να έχει τα νώτα του ασφαλή και τις γραμμές των επικοινωνιών του ελεύθερες. ΄Ετσι, αναθέτει στους Βλάχους την αποστολή που ανέκαθεν εκτελούσαν στην Αυτοκρατορία: τη φύλαξη των βασιλικών οδών, των κλεισωρειών και των αμάχων αγροτών. Με επίκεντρο τα βλαχοχώρια, ιδρύει τα πρώτα δεκαπέντε αρματολίκια: Καστανιάς στο Βέρμιο, Σερβίων στα Χάσια, Γρεβενών, Ασπροποτάμου, Μαλακασίου και Γαρδικίου-Λιδωρικίου στην Πίνδο, Μηλιάς, Τεμπών και Ελασσόνος στον ΄Ολυμπο, Ανασελίτσας, Αγράφων, Βάλτου και Ξηρομέρου, Πατρατζικίου σε Βελούχι-Θερμοπύλες, Μαυροβουνίου και Κάρλελι. Η προσωνυμία αρματολός είναι λατινόφωνη βλάχικη: 
armatul, ο οπλισμένος. Από κει πέρασε στην ελληνική γλώσσα η λέξη άρματα, δηλαδή όπλα, που είναι αμιγώς λατινική.
Περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί αναδεικνύονται, στη Μηλιά οι Λαζαίοι, στον νότιο ΄Ολυμπο ο Πάνος Τσάρας και ο θρυλικός γιος του Νικοτσάρας, στα Τέμπη, με έδρα τη Ραψάνη, οι Τζαχειλαίοι, στον Τύρναβο ο Τζίμας, στα Σέρβια οι Μπιζιωταίοι στα Γρεβενά, ο Γιάννης Πρίφτη –στα βλάχικα ο γιος του παπά– στον Ασπροπόταμο, ο Νικόλαος Στορνάρης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, που υπερασπίσθηκαν το Μεσολόγγι, στα ΄Αγραφα, οι Μπουκουβαλαίοι με γενάρχη τον μυθικό Γερο-Δήμο του δημοτικού τραγουδιού, ο Γιαννάκης Ρόγκος, και αυτός ο αρχιστράτηγος του Ιερού Αγώνος Γεώργιος Καραϊσκάκης, στον Βάλτο οι Στράτοι και οι Σταθά, στο Καρπενήσι οι Βλαχόπουλοι κι ο Σιαδήμας, στη Βόνιτσα οι Γριβαίοι, οι Δράκοι και ο Τζιώγκας κ.ά. Όταν δεν ήσαν συγγενείς, ήσαν σταυραδέρφια. Το γενεαλογικό δέντρο τους κατέγραψε στα Ενθυμήματα Στρατιωτικά11 ο βλαχόφωνος ιστορικός του Αγώνος, Νικόλαος Κασομούλης.
Βλάχος ήταν ο μέγας οραματιστής εθναπόστολος, Ρήγας ο Βελεστινλής.
Αυτοί σηκώθηκαν πρώτοι όταν σήμανε Εθνεγερσία. Αυτοί, από τη Μακεδονία, έτρεξαν στο πλευρό του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, στις ηγεμονίες, όπου τη Μονή του Σέκου υπερασπίσθηκαν άχρι θανάτου οι Βλάχοι στρατηγοί του Πρίγκηπος, εθνομάρτυρες Γεωργάκης Ολύμπιος από το Βλαχολείβαδο και Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι.

Με αυτά τα δεδομένα, οι Βλάχοι εγκατέστησαν, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους, ένα απέραντο δίκτυο οικονομίας που, μετά τον 16ο αιώνα, θα λειτουργήσει μέχρι την αυγή του 20ού αιώνα, από την Οδησσό μέχρι τη Βιέννη. Στα κοπάδια τους παρήγαγαν την πρώτη ύλη (γάλα, μαλλί και δέρματα) που οι άοκνες γυναίκες τους την επεξεργάζονταν επί τόπου διασφαλίζοντας την προστιθεμένη αξία (τυροκομικά, υφαντά, σκουτιά, κάπες, ρούχα και μαλακά δέρματα). Στα κοπάδια τους παρήγαν, επίσης, χιλιάδες γερά άλογα και μουλάρια, που αρχικά αποτελούσαν τα μεταγωγικά του αυτοκρατορικού στρατεύματος, από τον 6ο κιόλας αιώνα, όπως αναφέρει ανωτέρω ο Θεοφάνης. Αυτοί σχημάτισαν τα επιβλητικά καραβάνια, που επί μακρούς αιώνες διέσχιζαν όλα τα Βαλκάνια ενώνοντας εμπορικά την Ανατολή με τη Δύση. Αυτοί, τέλος, φύλαγαν τις βασιλικές οδούς και τα περάσματα.
Ακολουθούσαν κυρίως την αρχαία Εγνατία Οδό μέχρι το Δυρράχιο. Υπό τους Οθωμανούς, την παρήλλαξαν βορειότερα ώστε να καταλήγει στην αυτόνομη λατινόφωνη Δημοκρατία της Ραγούζας, το μοναδικό ελεύθερο λιμάνι της Ανατολής προς τη Βενετία. Στον κόμβο της παραλλαγής αυτής ανέπτυξαν, κοντά στην Κορυτσά, την ονομαστή Μοσχόπολη. Με βλαχόφωνο πληθυσμό 40.000 έως 60.000 ψυχών, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και παραγωγικά κέντρα των Βαλκανίων. Καλλιέργησε τα ελληνικά γράμματα, ίδρυσε τη Νέα Ακαδημία και εγκατέστησε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο μετά το Πατριαρχείο. Διατηρούσε, επίσης, ιδιόκτητο εμπορικό στόλο στην Αδριατική. Την κατέστρεψαν Τουρκαλβανοί ληστές την ίδια χρονική στιγμή που ο Ναπολέων κατέλυε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας.
Εντωμεταξύ, προσαρμοζόμενοι στις νέες διεθνείς ισορροπίες δυνάμεων, είχαν οδηγήσει έναν βορειότερο κλάδο της Εγνατίας στον περίφημο Ζέμονα, στο Ζεϊμούν της Σερβίας και Σεμλίνο της ελληνικής παράδοσης, μέσω του οποίου έκαναν εμπόριο οι Αυτοκρατορίες των Οθωμανών και των Αψβούργων. Εκεί, τέλη του 18ου αιώνα, ίδρυσαν κοινότητα που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο Κοινότης των Ρωμαίων Μακεδονοβλάχων. Χρηματοδότης είναι ο βαρώνος Γεώργιος φον Σπίρτας, από την Κλεισούρα. ΄Ηλεγχαν όλη τη μεθοριακή περιοχή, γνωστή ως Πόλεις του Σρεμ, όπου καταγράφονται οικογένειες από τις βλαχόφωνες εστίες της Μακεδονίας:12
Από την απογραφή των πόλεων του Σρεμ είναι γνωστό ότι, γύρω στο 1770, ζούσαν εκεί 29 οικογένειες από τη Μοσχόπολη, 20 από την Κατράνιτσα, 11 από το Μπλάτσι, 5 από τη Βέροια, 1 από την Καστοριά και 1 από τη Νάουσα.
Αφού είχαν ανθήσει στη Βενετία, κυριάρχησαν στη Βούδα, την Πέστη και τη Βιέννη, όπου έκτισαν μνημειώδεις ελληνικούς ναούς και θεόρατα καραβάν σαράι για τα καραβάνια τους, ανέπτυξαν ισχυρότατες επιχειρήσεις, έγιναν μεγάλοι τραπεζίτες, βαρώνοι και μυστικοσύμβουλοι του Αυτοκράτορος. Εκεί οι Σιατιστείς αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου εξέδωσαν την πρώτη ελληνική εφημερίδα και τύπωσαν μυστικά όλα τα έργα του δικού τους Ρήγα.
Στην Πέστη, οι ΄Ελληνες δεν ανέχονται πια να εκκλησιάζονται στη σερβική εκκλησία και ζητούν άδεια να κτίσουν δική τους. Ιδού τι συμβαίνει:13
Υπογράφουν 300 ελληνικές οικογένειες εξ ων τα 2/3 Μακεδονόβλαχοι. Οι 177 οικογένειες κατάγονται από τη Μοσχόπολη. Ο έρανος για τον ναό απέδωσε 32.454 χρυσά φλωριά. Τα 26.000 έδωσαν Μοσχοπολίτες, 40.000 χρυσά φράγκα ο Αλέξανδρος Λέπωρος, 2.000 χρυσά φλωριά ο Ναούμ Μέσκα και ο Γεώργιος Χριστοδούλου.
Ο μεγαλοπρεπής ελληνικός ναός της Πέστης εγκαινιάζεται το 1770 και αφιερώνεται στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Την ίδια εποχή, οι Ρωμαίοι Μακεδονόβλαχοι, στη σερβική πόλη Στάμπατς, συντηρούν τέσσερα ελληνικά σχολεία: αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο, γυμνάσιο και επαγγελματική σχολή. Ευημερούν στο Βελιγράδι και το βοηθούν.
Κέντρο όλων των ενεργειών, της πολιτικής ισχύος και του πλούτου τους παραμένει η Βιέννη, όπου μαικήνας της κλασικής μουσικής της και δημιουργός της νέας αυτοκρατορικής πόλης αναδεικνύεται ο βαρώνος Νικόλαος Δούμπας, γιος του τραπεζίτη βαρώνου Στέργιου Δούμπα από το Μπλάτσι. Ο τραπεζίτης βαρώνος Σίμων Σίνας, από τη Μοσχόπολη, ελέγχει την ποταμοπλοΐα του Δουνάβεως, τους σιδηροδρόμους της Ουγγαρίας και απέραντα κτήματα εκτεινόμενα σε τρία κράτη, ενώ πρώτη φορά ενώνει με μεγαλειώδη γέφυρα τη Βούδα με την Πέστη. Θα είναι οι Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες.
Ο εκπαιδευτικός Θ. Νάτσινας την επισκέπτεται το 1933, οπότε βρίσκει άθικτο ακόμη, μα αδειανό, το καραβάν σαράι των Βλάχων μεγαλεμπόρων και το περιγράφει:14
Αι τέσσαρες πλευραί της μεγάλης αυλής κλείονται από τας 23 αποθήκας, εις τας οποίας αποθήκευον εμπορεύματα οι μεγάλοι Μακεδονικοί οίκοι Δούμπα, Σκούρτη, Δούκα, Τόρνα, Σπίρτα, Ντίρα, Γόρα, Κάπρα, Μανούση, Χρηστομάνου, Ανδράση, Τοσίτσα, Τσότα, Οικονόμου, Χερτούρα, Δήμητσα, και πολλοί άλλοι.
Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ακμάζει ο ελληνισμός, και μεταξύ των επιφανεστέρων Ελλήνων προέχουν οι βλαχόφωνοι από το 1805, οπότε αυτόνομος χεδίβης (αντιβασιλεύς) της Αιγύπτου αναγνωρίζεται από την Πύλη ο Μωχάμετ ΄Αλη που εμπιστεύεται ιδιαίτερα τους Βλάχους. ΄Ετσι, ανεβάζει Πατριάρχη Αλεξανδρείας τον Ιερόθεο από τον Κλεινοβό του Ασπροποτάμου. Αναθέτει τη διαχείριση των απεράντων κτημάτων του και τη ναυσιπλοΐα του Νείλου στον Μετσοβίτη Μιχαήλ Τοσίτσα, που, μαζί με τον ανεψιό του Νικόλαο Στουρνάρα, δημιουργούν πελώριο εμπορικό οίκο στη Μεσόγειο με έδρα το Λιβόρνο. Οι Μετσοβίτες αδελφοί Αυγέρης και Γεώργιος Αβέρωφ ελέγχουν το ολιγοπωλιακό εισαγωγικό εμπόριο σίτου από τη Ρωσία και ο Μίχας εφένδης Τσίρλης από το Νυμφαίον ασκεί την προνομιακή συγκομιδή και εμπορεία βάμβακος. ΄Ολοι τους αναδεικνύονται Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες. Κοντά τους προσέρχονται και ακμάζουν οι ανόστρι –οι δικοί μας– συγγενείς, συγχωριανοί κι άλλοι ομόγλωσσοι λατινόφωνοι.
Παράλληλα, στον ελληνικό χώρο ακμάζουν τα διεθνώς δικτυωμένα βλαχοχώρια. Ολόκληρες πόλεις είναι η αυτόνομη Χώρα Μετσόβου, η Σαμαρίνα, η Σίπισχα, το Λινοτόπι, το Κρούσοβο, η Σιάτιστα, η Κλεισούρα, το Μπλάτσι, το Συρράκο, το Περτούλι, η Γράμμουστα, το Βλαχολείβαδο, η Νικολίτσα κ.ά., σε καθεμιά από τις οποίες ο πληθυσμός υπερβαίνει τις 6.000. Βλαχόφωνος στη συντριπτική πλειοψηφία του είναι ο ελληνικός πληθυσμός στο Μοναστήρι, εμβληματικός στις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη.
Οι Καλαρρύτες, με τεράστια κοπάδια, παράγουν και εξάγουν στην Ευρώπη υφαντά και κάπες διατηρώντας στη Μεσόγειο εμπορικό στόλο, με εμπορεία στη Σαρδηνία και τη Μασσαλία. Την παραγωγή κι εξαγωγή ερυθρών νημάτων και στρατιωτικών στολών, όπως και τον πρώτο παραγωγικό συνεταιρισμό, οργανώνει στα Αμπελάκια ο βλαχόφωνος Γεώργιος Λάϊος-Μαύρος, στα ελληνικά, και στα γερμανικά Σβάρτς. Περιώνυμοι αργυροχρυσοχόοι ακμάζουν στο Λινοτόπι, στους Καλαρρύτες (πατρίδα των Μπούλγκαρι) και στη Νέβεσκα (Νυμφαίον), αγιογράφοι στη Σαμαρίνα, στη Γράμμουστα, στο Λινοτόπι, στον Ασπροπόταμο, στη Μπελκαμένη και στα ΄Ανω Σουδενά, ξυλογλύπτες στο Μέτσοβο κ.λπ.
Συνάζουν πλούτο και πολιτισμό, κτίζουν και καλλωπίζουν μεγάλα αρχοντικά. Στα Στρατιωτικά Ενθυμήματα, ο αγωνιστής του 1821, Νικόλαος Κασομούλης, αναφέρει ότι στο Περτούλι και στο Βετερνίκο του Ασπροποτάμου συνάντησε «θεόρατα πυργόσπιτα κατάφορτα πλούτου». Ο Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στην Αυλή του Αλή Πασά, επισκέπτεται το 1806 τα βλαχοχώρια της Πίνδου και τη Σιάτιστα. Αφηγείται:15
Όσοι Βλάχοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό και ταξιδεύουν, ομιλούν ο καθένας τους περισσότερες από μία ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν στα σπίτια τους αξιόλογες βιβλιοθήκες με γαλλικές και ιταλικές εκδόσεις και άριστες εκδόσεις κλασικών συγγραφέων. Αυτοί κι οι συχωριανοί τους ζουν τέτοια ζωή ώστε εκπλήσσεται ο επισκέπτης.
Τη Σιάτιστα την έκτισαν κατά τον 12ο αιώνα τσομπαναραίοι Βλάχοι. Τά ’χασα περνώντας από το παζάρι, που το στόλιζαν ωραία μαγαζιά, και βρήκα καλοχτισμένα σπίτια και χάρηκα το θαύμα μιας πολιτείας μ’ έναν αέρα αρχοντιάς και πάστρας που δεν βρίσκει κανείς πουθενά αλλού στην Τουρκία.
Το 1893 ή 1894, τα βλαχοχώρια επισκέπτεται και περιγράφει λεπτομερώς ο Γερμανός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας, 
Gustav Weigand, με πρόδηλο σκοπό να αποδείξει ότι οι Βλάχοι «είναι» Ρουμάνοι. Όμως, ομολογεί:16
΄Οποιος έχει δει τα φτωχικά βουλγαρικά χωριά με τα μικρά βρώμικα καλύβια από πλιθιά ή τα επίσης φτωχικά ελληνικά χωριουδάκια στην ΄Ηπειρο, τόσο πιο γοητευμένος μένει όταν βλέπει τα αρωμουνικά χωριά. Όχι μόνον επειδή, χωρίς εξαίρεση, βρίσκονται σε πανέμορφη θέση, αλλά πιο πολύ επειδή έχουν επιβλητικά σπίτια, επιπλωμένα ωραία.
Η Νέβεσκα έχει 500 σπίτια, όλα από πελεκητή πέτρα, σκεπασμένα με χονδρές πλάκες από σχιστόλιθο και σχεδόν όλα διώροφα. Αυτή η εντύπωση γίνεται ακόμη εντονότερη όταν μπαίνει κανείς μέσα στα σπίτια. Βρίσκει κανείς τον καλόν οντά επιπλωμένον κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο σε έναν αρκετά μεγάλον αριθμό πλουσίων οικογενειών, που εδώ δεν είναι καθόλου λίγες. Σχεδόν όλα έχουν χαλιά διαλεγμένα με μιαν ιδιαίτερη αίσθηση για την ομορφιά τους, ενώ στους τοίχους βρίσκονται πολυθρόνες. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι χρωματιστοί, τα ταβάνια ασπρισμένα και οι σανίδες γυαλίζουν από το σφουγγάρισμα. Κυριαρχεί μια καθαριότητα που δεν βρίσκει κανείς πουθενά καλύτερη.
Όταν ο Ληκ έγραφε πως οι μεγαλύτερες, ομορφότερες και καθαρότερες ελληνικές πόλεις είναι οι βλάχικες, προφανώς εννοούσε χωριά σαν το Συρράκο, τους Καλαρρύτες, το Μέτσοβο ή το Βλαχολείβαδο… Αν ήξερε το Κρούσοβο, τη Νέβεσκα και τα άλλα χωριά στον Βορρά, δεν θα μιλούσε μόνο με έκπληξη αλλά με θαυμασμό.
Το 1911 παρατηρούν οι Άγγλοι 
Allan Wace - M.Thomson
:17
Στα καλύτερα σπίτια, τόσο στην Κλεισούρα όσο και στη Νέβεσκα, μπορεί να ιδεί κανείς μια περίεργη τοπική μέθοδο διακόσμησης. Το επάνω μέρος των τοίχων διακοσμείται από ένα διάζωμα με θεούς και θεές της αρχαίας Ελλάδος.
Ο Κρητικός Μακεδονομάχος Γιάννης Καραβίτης τούς έζησε μέσα στη φωτιά του Αγώνα επί τέσσερα χρόνια και γράφει στα Απομνημονεύματά του:18
Οι βλαχόφωνοι είναι η πιο πολιτισμένη και η πιο έξυπνη ράτσα. ΄Εχουν κτισμένα τα χωριά τους εις υψηλά και στρατηγικά σημεία όπως το Πισοδέρι, η Νέβεσκα και η Κλεισούρα.
Οι Βλάχοι δεν περιορίζονται μόνο στη Μακεδονία, την ΄Ηπειρο, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία, ούτε στη Διασπορά, αλλά εκτείνονται και στον Μοριά, ενώ πολλοί έχουν καταφύγει στα Ιόνια Νησιά, όπως η οικογένεια του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη από τη Βαλαώρα της Ηπείρου, εξαδέλφου του ποιητή Γ. Ζαλοκώστα από το Συρράκο. Το 1832, οπότε η παρουσία τους στον Μοριά ήταν ακόμη ζωντανή και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, ο Κων. Κούμας καταθέτει:19
Διεσκορπισμένοι εις διάφορα χωρία, ως επί το πλείστον ορεινά, από της Μακεδονίας έως της Πελοποννήσου, είναι οι λεγόμενοι Βλάχοι, Μακεδόνες και Θεσσαλοί όντες και ΄Ελληνες το γένος.
Τους συναντά στο παζάρι του ΄Αργους, στον Μοριά, να μιλούν βλάχικα ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης 
Cousinery και μαρτυρεί:20 Βλάχοι δεν υπάρχουν μόνον στη Μακεδονία αλλά ακόμη και στην περιοχή του ΄Αργους, όπου ασκούν κυρίως τα επαγγέλματα του κτηνοτρόφου και του εμπόρου. Μπορώ να μιλήσω γι’ αυτούς γιατί τους γνώρισα καλά και τους άκουσα στο παζάρι να μιλούν… Με διεβεβαίωσαν ότι κατοικούν στα γειτονικά βουνά, ήταν κτηνοτρόφοι και μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Βλάχους της Μακεδονίας και ταυτόχρονα τα ελληνικά.
Αναφέρεται, επίσης, ότι το 1854 ξέσπασε στη Μεσσηνία Βλαχοεπανάσταση. Δεκάδες τοπωνύμια του Μοριά εξ άλλου αναφέρονται στους Βλάχους: Βλάχοι, Βλαχοράφτη και Βλαχοφτέρη στη Γορτυνία, Βλαχόπουλο στην Πυλία, Βλαχοχώρι στη Λακωνία, Βλαχέικα στην Τροιζηνία, Βλαχοκερασιά στη Μαντινεία, Βλαχέικα στη Πάτρα και Βλαχιώτης στην Επίδαυρο21.
Κυριαρχούν, επίσης, στη Βόνιτσα και στην περιοχή της, όπου τους συναντά κατά την Εθνεγερσία ΄Αγγλος περιηγητής που καταθέτει:22
Αν και η Βόνιτστα ήταν το αρχηγείο, δεν υπήρχε εκεί κανένα άλλο στρατιωτικό σώμα εκτός από αυτό του καπετάνιου Τζιώγκα, αρχηγού των Βλάχων, έναν πληθυσμό που συνέβαλε στην Επανάσταση με έως και δέκα χιλιάδες άντρες σε διάφορες περιόδους. Ο Τζιώγκας είχε μαζέψει διαμιάς μέχρι και δυό χιλιάδες.
Η συμβολή των Βλάχων στην Εθνεγερσία είναι καθοριστική και ήδη έχουν μνημονευθεί οι σημαντικότεροι πολέμαρχοι. Καθοριστική σε πολιτικό επίπεδο υπήρξε και η συμμετοχή του ιατρού Ιωάννη Κωλέττη, από το Συρράκο. Ηγήθηκε του Εμφυλίου Πολέμου εισβάλλοντας στον Μοριά, διετέλεσε ο πρώτος συνταγματικός Πρωθυπουργός της αναγεννημένης Ελλάδος και προ πάντων είναι αυτός που διακήρυξε τη Μεγάλη Ιδέα.
Ανάλογη υπήρξε ενωρίτερα η συμβολή τους στην παιδεία και στην εθνική αφύπνιση του Γένους. Επιτροχάδην αναφέρονται ενδεικτικά οι Βλάχοι Μεγάλοι Διδάσκαλοι:
Ιωάννης Κωτούνιος (Βέροια 1572 - Πάδοβα 1657). Φέρει, μεταφρασμένο στα βλάχικα, το παλαιολόγειο επώνυμο Κυδωνεύς. Ίδρυσε στην Πάδοβα το Κωτουνιανόν Κολλέγιον, όπου δίδαξε ελληνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα τον Αριστοτέλη.
Νεόφυτος Δούκας (1760-1845) από τα ΄Ανω Σουδενά. Διηύθυνε την Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου ΄Ορους, δίδαξε στην Πατριαρχική Ακαδημία, διηύθυνε την βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ. Κατέλιπε σπουδαία έργα.
Αθανάσιος Καβαλλιώτης και Δανιήλ Μοσχοπολίτης. Δίδαξαν στη Νέα Ακαδημία της Μοσχοπόλεως τον 18ο αιώνα. Κατέλιπαν σπουδαία έργα και Λεξικό.
Γρηγόριος Ζαλύκης ή Ζαλύκογλου από τη Θεσσαλονίκη. Ίδρυσε προεπαναστατικά στο Παρίσι το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον.
Στο Αγιολόγιον του Σωφρονίου Ευστρατιάδου μνημονεύονται έξη Βλάχοι ΄Αγιοι και Νεομάρτυρες.
Η ώρα των βλαχοφώνων Μεγάλων Εθνικών Ευεργετών εσήμανε στην ελληνική παιδεία αμέσως μόλις ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο Κράτος των Ελλήνων. Δωρίζουν:
3
    Οι Γεώργιος Αβέρωφ, Μιχαήλ Τοσίτσας και Νικόλαος Στουρνάρας το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Ενισχύουν το Εθνικό Πανεπιστήμιο και το Αρχαιολογικό Μουσείο.
3
    Ο βαρώνος Σίμων Σίνας την Ακαδημία Αθηνών.
3
    Οι εξάδελφοι Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας τα Ζάππεια Παρθεναγωγεία.
3
    Ο Απόστολος Αρσάκης τα Αρσάκεια Σχολεία.
3
    Ο Μιχαήλ Τοσίτσας τα Τοσίτσεια Σχολεία.
3
    Οι αδελφοί Λάμπρου τον πυρήνα συλλογής του Εθνικού Νομισματικού Μουσείου, ενώ παράλληλα ιδρύουν την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός.
3
    Ο βαρώνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος τη βιβλιοθήκη του στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
3
    Ο Γεώργιος Αβέρωφ τη Σχολή των Ευελπίδων και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Ταυτόχρονα χρυσώνουν την Αθήνα ως εξής:
3
    Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, ο Γεώργιος Αβέρωφ.
3
    
Ζάππειο, ο Ευαγγέλης Ζάππας.
3
    Μητροπολιτικό Ναό και Εθνικό Αστεροσκοπείο, ο Σίμων Σίνας, που δωρίζει και στην Σύρο τον Μητροπολιτικό Ναό της.
3
    Δημοτικόν Νοσοκομείον «Η Ελπίς», ο Κων. Μπέλλιος, που ταυτόχρονα ιδρύει στην Αταλάντη τον οικισμό Νέα Πέλλα, όπου στεγάζονται όσοι Μακεδόνες αγωνίσθηκαν το 1821 στη Νότιο Ελλάδα.
3
    Εφηβείον και μετέπειτα Φυλακές Αβέρωφ, ο Γεώργιος Αβέρωφ, που, έπειτα, δωρίζει στη Πατρίδα και το ένδοξο καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ», ενώ ιδρύει Γεωργικές Σχολές στη Λάρισα και στην Εύβοια.
3
    Οφθαλμιατρείο, όλοι μαζί με συνεισφορές.
3
    Το Μπάγκειον ΄Ιδρυμα, με κτήμα το ξενοδοχείο του «Μέγας Αλέξανδρος», ο Ιωάννης Μπάγκας για να χρηματοδοτεί σχολεία και να μοιράζει βιβλία στις υπόδουλες ακόμη ελληνικές χώρες.
3
    Ανάλογες ευεργεσίες αφιερώνουν οι ίδιοι και άλλοι επιφανείς Βλάχοι σ’ όλον τον ελληνικό χώρο, στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και τη Διασπορά.
3
    Ταυτόχρονα, Βλάχοι πρωταγωνιστούν διαδοχικά στις επαναστάσεις των Θετταλο-Μακεδόνων, το 1854, και των Μακεδόνων, το 1878, στον Μακεδονικό Αγώνα και την Εθνική Αντίσταση. Στην Κατοχή, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί πυρπολούν όλα τα βλαχοχώρια σ’ όλα τα βουνά από το Βίτσι στον Βορρά έως τον Αμβρακικό Κόλπο στον Νότο, αφανίζοντας μια σπάνια κληρονομιά. Ελάχιστα βλαχοχώρια σώζονται, αλλά κι αυτά δεκατίζονται. Η Κλεισούρα πυρπολείται και 280 άμαχα γυναικόπαιδα εξοντώνονται. Βλάχοι είναι ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Στέφανος Σαράφης, και ο Πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού ΠΕΑΕΑ καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος.
΄Ολα τα αμαυρώνουν, ωστόσο, μια χούφτα τυχοδιώκτες: Συντάσσονται με τους ηττημένους αλλά κατακτητές Ιταλούς, που ανακηρύσσουν «χαμένους αδελφούς»
 perdutti frateli
– τους Βλάχους, ιδρύουν στα χαρτιά το Πριγκηπάτο της Πίνδου και συγκροτούν τη Λεγεώνα των Βλάχων. Αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο ευπατρίδης κι εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας καταθέτει την μαρτυρία του:23
Τυχοδιωκτικά στοιχεία της Λάρισας, που δεν είχαν καμμιά σχέση με τους Βλάχους, ακόμη κι ένας Πελοποννήσιος, γράφονταν στη Λεγεώνα.
Αυτούς αντιμετωπίζουν –και μετά διαλύουν– ευθύς αμέσως οι ίδιοι οι Βλάχοι.
Ο Αβέρωφ και έντεκα κορυφαίοι Βλάχοι προεστοί και επιστήμονες της Λάρισας υπογράφουν αμέσως υπόμνημα διαμαρτυρίας. Οι Ιταλοί τούς συλλαμβάνουν και οι περισσότεροί τους εγκλείονται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ιταλία, έξω από τη Ρώμη. Μαζί τους, για τον ίδιο λόγο, από την Καστοριά, ο ιατρός Μιχαήλ Ι. Τσίρλης, αδελφός της γιαγιάς μου Λίνας, και ο γυμνασιάρχης Κων. Πηχεών. Ο Μιχαήλ εξοντώνεται στο γερμανικό στρατόπεδο του Νταχάου, οι άλλοι επιστρέφουν σκιές. Είχε λάβει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και είχε περιθάλψει τον Παύλο Μελά.
Η Ναταλία Π. Μελά περιγράφει τη σκηνή24:
Το πρωΐ ήλθαν στο δάσος άλλοι δύο από τη Νέβεσκα να δουν τον Παύλο. Ο γιατρός ο Τσίρλης και ο αδελφός του τού έφεραν ρούχα ν’ αλλάξη, στεγνά προσόψια να σφουγγίση το πρόσωπό του, του έφεραν του πολιτισμού τη γλύκα, την αδελφοσύνη.
Ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου, επιτελάρχης του Βλάχου στρατηγού Τσολάκογλου, κατά το ΄Επος 1940-1941, είχε τοποθετηθεί κατά την Κατοχή στη Θεσσαλονίκη υπό κάποιον άσχετο υπηρεσιακό μανδύα, με αποκλειστική αποστολή να παρακολουθεί άγρυπνα και, ει δυνατόν, να αντιμετωπίζει την προπαγάνδα των Ιταλών στους βλαχόφωνους Μακεδόνες. Καταθέτει στην Ιστορία την αυθεντική μαρτυρία του:25
Προς μεγίστην τιμήν του ιδιαιτέρου, αλλά και του ελληνικού του ονόματος, το βλαχόφωνον στοιχείον εν τη μεγίστη αναλογία του εστάθη ανώτερον των περιποιήσεων και προσφορών και αψηφούν πάντα κίνδυνον και πάσαν απειλήν δι’ άλλην μίαν φοράν διεκήρυξεν απεριφράστως τους αρρήκτους δεσμούς της υπερηφάνου ταύτης διακλαδώσεως της ελληνικής φυλής προς την Μητέρα Πατρίδα.
Η αντίδρασις, προκληθείσα εκ των σπλάγχνων αυτού τούτου του βλαχικού στοιχείου, ανέτρεψεν άρδην όλους τους χαρτίνους πύργους των Ιταλών και Ρουμάνων.
Ωστόσο, στα επόμενα πενήντα χρόνια, ανταγωνιστές, γραφειοκράτες, «εθνικόφρονες» και άλλοι φθονεροί μισαλλόδοξοι Γραικύλοι, ή απλώς βλάκες, δεν έχασαν ευκαιρία να συκοφαντούν και να υπονομεύουν την περήφανη τούτη ράτσα με το «στίγμα» της ιταλικής και της ρουμανικής προπαγάνδας. Τώρα, όμως, λάμπει ξανά η Βλαχουριά και όλοι αναζητούν ρίζες στη λατινόφωνη Ρωμιοσύνη μας για να καμαρώσουν
  –δίκαια.
1. N. Jorga, Geschihte des rumanischen Volkes, 1905, τόμος 1, σελ. 52. 2. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, VIII, 8.
3. Ιωάννης Λυδός, Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας, έκδοση Βόννης, 1837, σελ. 397.
4. Δίωνος Κασσίου, 
LXXVIII,7,1, σελ. 380.
5. Θεοφάνης, έκδοση Βόννης, Ι, σελ. 397.
6. Κεδρηνού, Σύνοψις ιστοριών αρχομένη από της αναιρέσεως Νικηφόρου Βασιλέως, έκδοση 
Jοhannes Thurn, Βερολίνο, 1973, Β. 435, 11, 78, σελ. 329.
7. Αχιλλεύς Λαζάρου, Βαλκάνια και Βλάχοι, Αθήνα 1996, σελ. 118.
8. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Αθήνα 1972, σελ. 223 επ.
9. Ν.Ι. Μέρτζος, Αρμάνοι, οι Βλάχοι, Θεσσαλονίκη, 2000 και 2001, εκδόσεις Ρέκος.
10. 
WMillerH
 Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα 1960, σελ. 475.
11. Τόμος Α΄, σελ. 3 επ.
12. Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ΄, σελ. 236.
13. Ιωακείμ Μαρτινιανού, Η Μοσχόπολις, σελ. 139.
14. Θ. Νάτσινας, Οι Μακεδόνες πραγματευτάδες εις τας χώρας της Αυστρίας και Ουγγαρίας, 1934.
15. Fr. Pouqueville, Voyages en Gréce, Paris 1820, σελ. 178, 78.
16. G. Weigand, Die Aromounien, 
σελ. 297, 69-70, 83, 296.17. Allan Wace - M.Thomson, Οι Νομάδες των Βαλκανίων, σελ. 212 επ.
18. Ι. Καραβίτη, Ο Μακεδονικός Αγών, Αθήνα 1994, εκδόσεις Πετσίβα, τόμος Α΄, σελ. 170.
19. Κωνσταντίνου Κούμα, Ιστορίαι ανθρωπίνων πράξεων, Βιέννη, 1832, σελ. 521.
20. 
E.MCousineryVoyages en MacedoineParis, 1839, I, σελ. 18.
21. Γιώργης ΄Εξαρχος, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, Αθήνα, 1994, σελ. 72.
22. 
UUrquhartSpirit of the EastLondon, 1830, σελ. 116. 23. Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, Τρίκαλα, ΦΙΛΟΣ, 2η έκδοση, σελ. 74.
24. Ναταλίας Π. Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα 1963, β΄ έκδοση, σελ. 398.
25. Αθανασίου Ι. Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, Η δράσις της Ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, 1951, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
  ‘ ΑΡΔΗΝ ‘………….Νικόλαος Μέρτζος πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ…………..2009