Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Γιάννης Ψυχοπαίδης,Βιογραφία

Εγκαίνια Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015, 20.00 Γκαλερί Ζουμπουλάκη, Πλ. Κολωνακίου 






Γιάννης Ψυχοπαίδης,

Βιογραφία







Η Γκαλερί Ζουμπουλάκη εγκαινιάζει τη νέα ατομική έκθεση του Γιάννη Ψυχοπαίδη «Βιογραφία» στις 19 Νοεμβρίου 2015. Θα παρουσιαστούν 14 πορτραίτα, καθώς και μικρότερα έργα, ακρυλικά σε μουσαμά και έργα μεικτής τεχνικής. 

Η έκθεση του Ψυχοπαίδη αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας που συντίθεται μέσα από τις εικονογραφικές βιογραφίες σημαντικών προσωπικοτήτων. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο καλλιτέχνης, πρόκειται για «πρόσωπα - ξεχωριστούς ανθρώπους μέσα σε τόσους άξιους - συμπαραστάτες σε δύσκολους καιρούς, πυξίδες πορείας και μέτρο κριτικής και αυτοκριτικής, κομμάτια ενός φανταστικού αλλά και πραγματικού γενεαλογικού δέντρου, που κάνει τον άνθρωπο σήμερα να αισθάνεται ότι δεν στέκεται μόνος, ότι μοιράζεται μαζί με άλλους μια μεγάλη πνευματική κληρονομιά, ότι ο κόσμος μέσα του είναι το επεξεργασμένο αποτύπωμα του κόσμου γύρω του.


Πρόσωπα, που με την αυθεντική πνευματική τους παρουσία, με το ψυχικό σθένος και την μαχητικότητά τους, συντηρούν, διαφυλάττουν και καταθέτουν με το έργο και τη στάση τους ερωτήματα και απαντήσεις στα μεγάλα ηθικά διλήμματα του καιρού τους. Πρόσωπα που αναλαμβάνουν την ευθύνη να δημιουργήσουν την ιστορία τους, που είναι και δική μας ιστορία». Γύρω από τα πορτραίτα απλώνονται «εικόνες μιας κοινωνίας σε αναβρασμό που η υπόκωφη βοή της προαναγγέλλει κάτι αξεκαθάριστο, μονίμως σε κίνηση, απειλητικό και μαζί αναζωογονητικό και ελπιδοφόρο, κάτι που διαρκώς αλλάζει, κάτι που κάθε στιγμή μπορεί να ανατραπεί. Κάτι νέο που γεννιέται σε διαλεκτική σχέση με ένα παρελθόν που διεκδικεί το μέλλον».


Χορηγός εγκαινίων:


Τη βραδιά θα συνοδέψει τo φρέσκο και φρουτώδες κρασί ΜΙΚΡΟΣ ΒΟΡΙΑΣ Λευκός του Άγγελου Ρούβαλη.
www.rouvaliswinery.gr


Χορηγός επικινωνίας:

Ώρες Λειτουργίας: Τρ., Πέ. & Παρ. 11.00 -15.00 και 17.00–20.00, Τετ. 11.00-15.00 και Σάβ. 11.00 –14.00 Κυριακή & Δευτέρα κλειστά

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή - Rainer Maria Rilke (μέρος πρώτο)

Παρίσι, 17 του Φλεβάρη 1903

Φίλε Κύριε,

Εδώ και λίγες μέρες πήρα το γράμμα σας. Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη και πολύτιμη, για μένα, εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Δε μπορώ όμως να κάνω τίποτα περισσότερο. Δε μπορώ να μπω στην τεχνική των στίχων σας: κάθε είδους κριτική βλέψη είναι κάτι τόσο ξένο από μένα... Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν' αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις. Δε μπορούμε 
όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε —όσο κι αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο. Τα περισσότερα απ' όσα μάς συμβαίνουν δε μπορούμε να τα εκφράσουμε, ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα, που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε. Και απ' όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα τής τέχνης, τις μυστηριακές αυτές υπάρξεις που η ζωή τους δε γνωρίζει τέλος, καθώς πορεύεται πλάι στη δική μας την περαστική, την πρόσκαιρη ζωή.

Πρέπει, έπειτ' από τούτη την παρατήρηση, να προσθέσω ακόμα πως οι στίχοι σας δεν έχουν δική τους ατομική έκφραση, κι ωστόσο βρίσκω μέσα κει, δειλό κι αβλάστητο ακόμα, το έμβρυο μιας προσωπικότητας. Το 'νιωσα αυτό εντονότερα στο τελευταίο σας ποίημα: "Η ψυχή μου". Εκεί, κάτι Δικό σας γυρεύει να βρει έκφραση και μορφή. Και μέσ' απ' τ' όμορφο ποίημά σας "Στο Leopardi" αναδίνεται μια κάποια συγγένεια μ' εκείνο τον Μεγάλο Ερημίτη. Ωστόσο, τα ποιήματά σας δεν έχουν δική τους υπόσταση, δεν έχουν αυθυπαρξία —ούτε καν το ποίημα για το Leopardi. Το γράμμα σας, που τα συντρόφευε, δεν παρέλειψε να μου εξηγήσει μια κάποιαν ατέλειά τους, που την ένιωσα διαβάζοντάς τα, χωρίς όμως και να μπορώ να της δώσω ένα όνομα.

Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμέναν. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ' άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάχτες σάς γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω κι εμπρός (μια και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ' απαρνηθείτε όλ' αυτά. Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω˙ 
αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ' τις πιο βαθιές γωνιές τής καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ' απ' όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα τής νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό Πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ' αυτή την ανάγκη. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιο αδιάφορη, την πιο άδειαν ώρα της, πρέπει να γίνει σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής. Ζυγώστε, τότε, τη φύση. Πασχίστε, τότε, να πείτε, σα να 'σαστε ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη, τι βλέπετε, τι ζείτε, τι αγαπάτε, τι χάνετε. Μη γράφετε ερωτικά τραγούδια. Αποφύγετε, πρώτ' απ' όλα, τούτα τα πολύ τρεχούμενα και συνηθισμένα θέματα: είναι τα πιο δύσκολα, κι ο ποιητής πρέπει να φτάσει σ' όλη την τρανή ωριμότητα τής δύναμής του για να μπορέσει να δώσει κάτι δικό του, εκεί όπου, σίγουρη και λαμπερή —κάποιες φορές— η παράδοση παρουσίασε τόσην αφθονία. Μακριά απ' τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σ' εκείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά —ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας σάς φαινεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονήστε τον ίδιο τον εαυτό σας, που δεν είναι αρκετά ποιητής και δε μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της. Για το δημιουργό δεν υπάρχει φτώχεια, ούτε φτωχοί κι αδιάφοροι τόποι. Και μέσα σε φυλακή ακόμα αν ήσαστε κλεισμένος, κι οι τοίχοι της δεν αφήνανε τους ήχους τού κόσμου να φτάσουν ως εσάς —δε θα σας έμεναν, ωστόσο, αμόλευτα μέσα σας, τα παιδικά σας χρόνια, ο ακριβός, βασιλικός τούτος πλούτος, ο θησαυρός αυτός των αναμνήσεων; Γυρίστε κατά κει το νου σας. Πασχίστε ν' ανασύρετε, απ' το βυθό αυτών των περασμένων, τις βουλιαγμένες εντυπώσεις. Η προσωπικότητά σας θα δυναμωθεί, η μοναξιά σας δε θα 'ναι πια άδεια και θα σας γίνει ένα καταφύγιο ονείρου, όπου κανένας θόρυβος απ' έξω δε θα φτάνει. Κι αν από τούτη την επιστροφή στον εαυτό σας, από τούτη την καταβύθιση στον δικό σας κόσμο, στίχοι ξεπηδήσουν, δε θα σκεφτείτε να ρωτήσετε τους άλλους αν είναι καλοί στίχοι. Κι ούτε θ' αποζητήσετε να ενδιαφερθούν τα περιοδικά γι' αυτούς: οι στίχοι σας δε θα 'ναι, για σας, παρά ένα αγαπημένο φυσικό σας χάρισμα, ένα κομμάτι κι ένας φθόγγος απ' τη ζωή σας. Ένα έργο τέχνης είναι άξιο μόνο σαν ξεπηδάει από μιαν ανάγκη. Για να το κρίνεις, πρέπει να δεις ποια είν' η πηγή του. Γι' αυτό, φίλε Κύριε, δε μπορώ να σας δώσω παρά τούτη μόνο τη συμβουλή: βυθιστείτε στον εαυτό σας, ψάξτε στα βάθη, απ' όπου πηγάζει η ζωή σας. Εκεί θα βρείτε την απόκριση στο ρώτημα: πρέπει να δημιουργείτε; Δεχτείτε την, όπως θ' αντηχήσει, χωρίς να γυρέψετε το νόημά της. Ίσως βγει πως η Τέχνη σάς καλεί. Τότε, αγκαλιάστε αυτή τη μοίρα, κρατήστε την για πάντα απάνω σας, μ' όλο το βάρος και το μεγαλείο της, χωρίς ποτέ ν' αποζητήσετε καμιάν αμοιβή απ' έξω. Γιατί ο δημιουργός πρέπει να 'ναι ολόκληρος ένας κόσμος για τον εαυτό του, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη Φύση, που μαζί της είναι δεμένος.

Μπορεί όμως, έπειτ' απ' αυτή την "κάθοδο" μέσα στον εαυτό σας και στον εντός σας "ερημίτη", να πρέπει ν' απαρνηθείτε τη μοίρα τού ποιητή. (Φτάνει, όπως σας είπα, να νιώσει κανένας πως μπορεί να ζήσει και χωρίς να γράφει —κι ευθύς το γράψιμο του είναι απαγορευμένο.) Μα και τότε ακόμα, αυτή η αυτοσυγκέντρωση, που σας ζητώ, δε θα 'χει σταθεί μάταιη. Η ζωή σας θα βρει, δίχως άλλο, μέσ' από κει, τους δικούς της δρόμους˙ κι εύχομαι, περισσότερο απ' όσο δύνονται τα λόγια μου να σας πουν, οι δρόμοι σας τούτοι να 'ναι άξιοι, πλατιοί κι ευτυχισμένοι.

Τι άλλο μπορώ να πω; Νομίζω πως τόνισα ό,τι έπρεπε. Κι ακόμα μια φορά, ένα θέλω να σας συμβουλέψω: ν' αναπτυχθείτε, γαλήνια και σοβαρά, σύμφωνα με το δικό σας νόμο. Θα συνταράζατε, όσο γίνεται πιο βίαια κι ολέθρια, την εξέλιξή σας, αν στρέφατε τη ματιά σας προς τα έξω κι αν προσμένατε απ' έξω απόκριση σε ρωτήματα, όπου μόνο το πιο βαθύ αίσθημά σας, στην πιο χαμηλόφωνη ώρα σας, μπορεί ίσως ν' αποκριθεί.

Με χαρά μου βρήκα το όνομα τού καθηγητή Horaček στο γράμμα σας. Διατηρώ πάντα, από τα χρόνια κείνα, βαθύ σεβασμό κι ευγνωμοσύνη για τον αγαπητόν αυτό σοφό. Θα είχατε την καλοσύνη να του το πείτε; Είναι τόσο καλός που με θυμάται ακόμα, και του χρωστώ χάρη γι' αυτό.

Σας στέλνω πίσω τους στίχους, που φιλικά μού εμπιστευτήκατε. Και σας ευχαριστώ, άλλη μια φορά, για τη μεγάλη κι εγκάρδια εμπιστοσύνη σας. Προσπάθησα, στην ανυπόκριτη τούτη απάντησή μου, γραμμένη όσο δυνόμουν καλύτερα, να φανώ της εμπιστοσύνης αυτής κάπως περισσότερο άξιος απ' ό,τι πραγματικά είμαι, ο ξένος εγώ.
Μ' αφοσίωση και συμπάθειαRAINER MARIA RILKE

Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή - Rainer Maria Rilke (απόσπασμα)

Πηγή:http://logotexnikesmikrografies.blogspot.gr/2012/05/rainer-maria-rilke.html



Μην αφήσετε να σας κυριέψει στη μοναξιά σας ανησυχία και ταραχή, επειδή νιώθετε μέσα σας έναν αόριστο πόθο να ξεφύγετε από τη μόνωσή σας. Ίσα-ίσα, αυτός ο πόθος - αν τον μεταχειριστείτε γαλήνια και στοχαστικά, σα μέσο για κάποιο σκοπό - θα σας βοηθήσει ν' απλώσετε τη μοναξιά σας σε πίο πλούσιο και πιο πλατύ χώρο. Οι άνθρωποι έχουν βρει για το κάθε τι την ευκολότερη (συμβατική) λύση, την ευκολότερη απ' όλες τις εύκολες λύσεις. Είναι, ωστόσο, φανερό πώς πρέπει να στεκόμαστε στο Δύσκολο. Κάθε ζωντανή ύπαρξη σ' αυτό στέκεται. Το κάθε τι στη φύση αξαίνει κι "αμύνεται" κατά το δικό του τρόπο. Από μέσα του ξεπηδάει μια ατομικότητα ολότελα δική του, που μάχεται να μείνει δική του με κάθε μέσο και ενάντια σε όλα τα εμπόδια. Λίγα πράγματα ξέρουμε. Όμως, για το ότι πρέπει να στεκόμαστε στο Δύσκολο, θα 'μαστε πάντα σίγουροι. Είναι γόνιμη η μοναξιά, επειδή είναι δύσκολη. Ένας παραπάνω λόγος για να επιχειρήσουμε κάτι, πρέπει να είναι η δυσκολία που το κάτι αυτό παρουσιάζει.Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό να 'ναι το δυσκολότερο απ' όσα μας έταξε η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ' άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι' αυτό κι οι νέοι - που είναι "αρχάριοι" στο κάθε τι - δεν ξέρουν ακόμα να αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμμαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, που οι χτύποι της ψηλώνουν ολοένα, πρέπει να μάθουν να αγαπούν. Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου "εγκλεισμού". Έτσι είναι, για πολύ καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά. Ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δε θα πει να ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Άλλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δύο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνωτων;). Είναι μία σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν' αποκτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου. Είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τα απέραντα πλάτη. Μόνο έτσι θα 'πρεπε να μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο ("ν'ακρομάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα-μέρα"). Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σε ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα και για πολύ καιρό, να μαζεύουν και να θυσαυρίζουν ολοένα.) Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλόπάτι. Ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμα να το χωρέσει.
"ένωσή"Εδώ όμως λαθεύουν οι νέοι τόσο συχνά και τόσο βαριά: ορμάνε ακράτητοι ο ένας προς τον άλλον, όταν τους αγγίξει η αγάπη (είναι στη φύση τους να μη μπορούν να περιμένουν), σκορπίζονται εδώ κι εκεί, ενώ η ψυχή τους είναι γεμάτη ακεφιά, ακαταστασία και ταραχή... Τι μπορεί όμως να βγει απ' αυτό; Τι μπορεί να κάνει η ζωή τούτο το μπερδεμένο σωρό των μισοσπασμένων υλικών, που αυτοί τα ονομάζουν  τους και πολύ θα 'θελαν να τα ονομάσουν "ευτυχία" τους; Και τι τους μέλλεται το αύριο; Καθένας τους αφανίζεται για χάρη του άλλου κι αφανίζει σύγκαιρα τον άλλον και άλλους πολλούς ακόμα, που ίσως να ερχόντουσαν κατόπι. Χάνει το νόημα της απεραντοσύνης, χάνει όλες του τις δυνατότητες.[...] Δεν του μένει παρά να γυρέψει σωτηρία σε μιαν απ' τις άπειρες συμβατικές καταστάσεις που είναι παντού στημένες, σα δημόσια καταφύγια, γύρω απ' αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο. Καμιά περιοχή της ανθρώπινης υπόστασης δεν είναι τόσο πολύ γεμάτη από συμβατικότητες, όσο τούτη εδώ: σωσίβια, βάρκες και ναυαγοσωστικά είναι στη διάθεσή του, κάθε είδους βοήθεια που η κοινωνία έχει επινοήσει για τούτο το σκοπό. Για τους ανθρώπους ο έρωτας δεν είναι παρά μια απόλαυση, τον κατάντησαν λοιπόν κάτι εύκολο και φτηνό, ακίνδυνο και σίγουρο, όμοιο με τις απολαύσεις των δρόμων.Αλήθεια, πόσοι και πόσοι νέοι στάθηκαν ανίκανοι να βρουν το σωστό δρόμο της αγάπης, για πόσους τα σύνορα του έρωτα σταματάνε στο εύκολο, βιαστικό δώσιμο του εαυτού τους! [...] Έρημοι κι αβοήθητοι, πορεύονται στα τυφλά κι ο ένας κι ο άλλος. Σκορπάνε τις καλύτερες δυνάμεις τους για να γλιτώσουν από συμβατικότητες όπως ο γάμος, και πέφτουν σ' άλλες συμβατικές λύσεις, λιγότερο χτυπητές, το ίδιο όμως θανάσιμες. Επειδή μονάχα για συμβατικότητες είναι άξιοι. [...]
Στο δρόμο του Έρωτα (όπως και στο δρόμο του Θανάτου, που είναι δύσκολος κι αυτός) δε θα βρεις - αμα τον αντικρύζεις σοβαρά- κανένα φως, καμιά απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. [...] Όσο πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα του έρωτα και του θανάτου. Οι απαιτήσεις που, τραχύς και δύσκολος, ο έρωτας έχει από τη ζωή μας σε όλη της την πορεία, είναι πάρα πολύ βαριές, κι εμείς, στα πρώτα μας βήματα, είμαστε πολύ αδύναμοι μπροστά τους. Αν όμως σταθούμε καρτερικοί και δεχτούμε τον έρωτα αυτόν σαν τραχιά μαθητεία - αντί να χανόμαστε σ' όλα εκείνα τα εύκολα και κούφια παιχνίδια, που επινόησε ο άνθρωπος για να μην αντικρύζει κατάματα τη βαθύτατη σοβαρότητα της ζωής - ίσως τότε, εκείνοι που θα' ρθουν καιρό έπειτα απο μας, να νιώσουν μια κάποια πρόοδο κι ένα ξελάφρωμα. Και θα 'ταν τούτο σημαντικό.

"ΝΙΛΣ ΛΥΝ" JACOBSEN JENS - PETER


Το Νιλς Λυν, ένα μυθιστόρημα με αυτοβιογραφική χροιά, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που γεννιέται με προδιαθέσεις προς το όνειρο και όχι τη δράση. Αυτό που ονειρεύεται δεν είναι αδύνατο, θα 'πρεπε μονάχα η πραγματικότητα να δεχτεί να μοιάσει με τις εσωτερικές του επιθυμίες. Όμως ο Νιλς Λυν κλείνεται μέσα στο όνειρο. Παρ' όλο που φλεγόταν από την επιθυμία ν' αγαπήσει, δεν γνώρισε παρά μόνο μέτριες ή ημιτελείς περιπέτειες. Φιλόδοξος, πήγαινε από τη μια αποτυχία στην άλλη.
Ο Γενς Πήτερ Γιάκομπσεν έγραψε το βιβλίο αυτό για τους άνδρες και τις γυναίκες που του μοιάζουν, σαν ένα φιλικό οδηγό. Είναι η ιστορία ανθρώπων πολύ εξιδανικευμένων για τον κόσμο όπου έζησαν και για τους έρωτες για τους οποίους υπέφεραν, "ψυχές σκοτεινές και βαθιές που το πεπρωμένο έκλεισε μέσα σ' ένα κύκλο μέτριων δυστυχιών", έγραφε ο Έντμοντ Ζαλού στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης. Τοποθετούσε το Νιλς Λυν σ' "ένα απ' αυτά τα βιβλία που αγγίζουν βαθιά τις πιο συναισθηματικές χορδές της ψυχής".
Την 1η Αυγούστου 1902, ο Ρίλκε έγραφε στον Ροντέν: "Διαβάζοντας για πρώτη φορά το Νιλς Λυν σκόπευα να ψάξω να βρω τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου και να κάνω το παν για να γίνω φίλος του. Ήταν ένα αξέχαστο βιβλίο..." Όμως ο Γ.Π. Γιάκομπσεν είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια, "τον σκότωσε το σκληρό κλίμα της σκοτεινής χώρας του", της Δανίας. Εξ αιτίας του λοιπόν έγραψε τότε ο Ρίλκε τα Τετράδια του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)



"Οδός Δημιουργικής Γραφής"

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015
στις 9:00 το βράδυ,
στο Polis Art Cafe



Yasunari Kawabata – Thousand Cranes



Το Thousand Cranes του Γιασουνάρι Καβαμπάτα (ή Καουμπάτα) είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μόνο οι γιαπωνέζοι συγγραφείς συνηθίζουν να παράγουν: σύντομα, ανθρώπινα και με ουσία.


Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Κικουτζί, ένας νεαρός άντρας που καταφθάνει στην Καμακούρα για να παραστεί σε μια Τελετή του Τσαγιού, μετά από πρόσκληση της Σικακό, μιας γκέισας και πρώην ερωμένης του πατέρα του.



Ο Κικουτζί είχε πάει για πρώτη φορά εκεί όταν ήταν οκτώ ή εννιά χρόνων, δεν θυμάται ακριβώς, και αναρωτιέται για το πόσο θα έχουν αλλάξει τα πράγματα στο πέρασμα του χρόνου. Όπως σύντομα θ’ αντιληφθεί, εκτός από τους ανθρώπους που γέρασαν, όλα παρέμειναν σχετικά τα ίδια.



Η Σικακό έχει γίνει ένα άτομο δίχως φύλο, σκέφτεται όταν την βλέπει, αλλά το μέσα της δεν έχει αλλάξει. Είναι η ίδια γυναίκα που ήταν και τότε: Κάποια που της αρέσει να χώνει τη μύτη της σε υποθέσεις που δεν την αφορούν και που προσπαθεί πάντα να περνάει το δικό της.



Ποιο είναι το δικό της αυτή τη φορά; Μα ο γάμος του Κικουτζί με την κόρη των Ιναμούρα, τη Γιουκικό. Ο πρώτος, φυσικά, όταν κινούσε για εκείνο το μέρος δεν είχε ιδέα ότι τον προσκάλεσε για να του κάνει προξενιό. Ωστόσο το κορίτσι του αρέσει. Είναι όμορφο πολύ και έχει κι εκείνο το μαντήλι με τους χίλιους πελαργούς, το οποίο τον έχει μαγέψει.



Αν η μοίρα δεν είχε τα δικά της σχέδια για πάρτη του ίσως και να γνώριζε καλύτερα και να ερωτευόταν αυτό το κορίτσι. Τα πράγματα όμως παίρνουν μια διαφορετική τροπή όταν ανακαλύπτει ότι στην τελετή παρίστανται και η κυρία Οτά, επίσης πρώην ερωμένη του μακαρίτη του πατέρα του, καθώς και η κόρη της, η Φουμικό.



Ο Κικουτζί, για κάποιον λόγο θα νιώσει αμέσως μια έλξη και ίσως κάποιου είδους ψυχική συγγένεια με την κυρία Οτά. Έτσι, αντί να επιδιώξει τη συντροφιά των δύο κοριτσιών, θα πάρει εκείνη στο κατόπι, και σύντομα θα καταλήξουν στο κρεβάτι. Του ενέπνευσε κάποιου είδους μητρική αγάπη η μορφή της, ή ίσως η εικόνα της και μόνο να ήταν αρκετή για να τον κάνει να νιώσει και πάλι κοντά στον πατέρα του.



Η Φουμικό, από τη δική της πλευρά, όταν μάθει τα καθέκαστα, θα τον επισκεφθεί και θα τον παρακαλέσει να συγχωρέσει τη μητέρα της. «Η μητέρα θα έπρεπε να πεθάνει πρώτη», του λέει, και όχι ο πατέρας του. Αλλά κι η ίδια η κυρία Οτά, θέλει να πεθάνει, ειδικά μετά την ερωτική τους συνεύρεση: «Θέλω να πεθάνω. Θα ήμουν ευτυχισμένη αν πέθαινα τώρα».



Η επιθυμία της σύντομα θα γίνει πραγματικότητα, ή μάλλον η ίδια θα την κάνει τέτοια. Το γεγονός αυτό θα φέρει τους δυο νέους πιο κοντά, αλλά, για κάποιο λόγο, εκείνο που μοιάζει να τους ενώνει πιο πολύ είναι η ιδέα του θανάτου και όχι η ζωή: «Ο θάνατος παρεμποδίζει μοναχά την κατανόηση», διαβάζουμε κάπου, ενώ λίγο πιο κάτω η Φουμικό λέει: «Ίσως η μητέρα να πέθανε επειδή δεν μπορούσε να αντέξει την ίδια την ασκήμια της».



Το τσάι και το τελετουργικό του παίζουν σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορία. Διαβάζοντάς την μαθαίνουμε κάποια πράγματα γι’ αυτή την παράδοση, για τα κύπελλα του τσαγιού που περνούν από γενιά σε γενιά και για τη σημασία που έχουν γι’ αυτούς που τα κατέχουν, για την ακριβή κληρονομιά τους. Κάποια στιγμή, λίγο πριν το τέλος, βλέπουμε τους δυο τους να κάθονται συντροφιά και να μοιράζονται ένα τσάι όταν αντιλαμβάνονται ότι: «Τα δύο κύπελλα που βρίσκονταν μπροστά τους θύμιζαν τις ψυχές του πατέρα του και της μητέρας της».



Η Γιουκικό καθόλη τη διάρκεια της αφήγησης παραμένει στις σκιές, κάτι σαν ένα άπιαστο όνειρο, παρόλες τις προσπάθειες τις Σικακό για να την ντύσει νύφη. Κι η τελευταία είναι αυτή που τελικά κλέβει την παράσταση, καθώς πρόκειται μια γυναίκα πικρόχολη, εκκεντρική, της οποίας οι λέξεις στάζουν δηλητήριο.



Όσο για το τέλος, αυτό παραμένει ανοικτό, όπως σε τόσες άλλες γιαπωνέζικες ιστορίες. Ο συγγραφέας μοιάζει να μας λέει ότι την ανάγνωση ακολουθεί η πραγματική ζωή. Κι όμως και το βιβλίο για την πραγματική ζωή μας μιλά, αφού τα ευτυχισμένα τέλη δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση.

Ο Yasunari Kawabata (γεννήθηκε 14 June, 1899 πέθανε 16 April, 1972), απεικονίζεται σε γωτογραφία  του 1938, το σπίτι του στην Kamakura
ήταν γιαπωνέζος λογοτέχνης του οποίου η λιτή, λυρική, επιδέξια σκιαγραφημένη πρόζα του χάρισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1968 

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ΜΝΗΜΕΣ .... ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ




Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί:
Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ “η περιέργεια του Κοινού”.
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη.  Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. ”Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα” ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:
-Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η “περίεργειά” του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.
-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων.
(…)
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ ,  περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933

Το 1892 ο Α. Παπαδιαμάντης προσλήφθηκε ως μεταφραστής  στην “Ακρόπολη”. Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν αρκετά μα δούλευε ατελείωτες ώρες συχνά μέχρι τα μεσάνυχτα μεταφράζοντας κείμενα από γαλλικές και αγγλικές εφημερίδες, χωρίς διακοπή ούτε τις Κυριακές. Σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις. Μια τέτοια μέρα τον βρήκε στο δρόμο ο Π. Νιρβάνας: “Για πού τόσο βιαστικός;” τον ρώτησε. “Άφησέ με”, του απάντησε απότομα ο Παπαδιαμάντης. “Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Έχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει”.

Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη στο βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ


Εντυπωσιακή είναι και η μαρτυρία του Π. Νιρβάνα, που δούλεψε μαζί του στο “ΑΣΤΥ” την περίοδο 1899-1902:
Μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά, που είχε έρθει ν’ αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού του μίλησε για τη δουλειά, που είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού. -Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές… του είπε. Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σα να έκανε κάποιους υπολογισμούς με το νου του. -Μήπως είναι λίγα του είπε δειλά ο κ. Κακλαμάνος, έτοιμος ν’ αυξήσει το ποσό, που είχε προτείνει. Τότε άκουσα απ’ τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος σε τέτοια στιγμή. -Πολλές είναι 150… είπε. Με φτάνουνε 100… Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός, χωρίς να προσθέσει λέξη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ


Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη στην οδό Σαρρή, κοντά στου Ψυρή. Εκεί έτρωγε, εκεί έπινε, εκεί συναντούσε τους φίλους του, και όποτε είχε έμπνευση, αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα. Ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου, ο κυρ Δημήτρης ο Καχριμάνης τον σεβόταν και του έκανε πίστωση, ενώ του είχε πάντα φυλαγμένο φαγητό εκτός από Τετάρτες και Παρασκευές που ο Παπαδιαμάντης νήστευε και του έφερναν λαδερό φαγητό από το γειτονικό μαγειρείο του μπαρμπα-Γιώργη. Συχνά ο Παπαδιαμάντης καλούσε και τον εξάδελφό του Α. Μωραϊτίδη για να φάνε μαζί. Το μπακάλικο του Καχριμάνη το προτιμούσε γιατί διέθετε πολύ καλό κρασί. Καθόταν ώρες αμίλητος και παρατηρούσε τον κόσμο που έμπαινε για να ψωνίσει. Είκοσι ολόκληρα χρόνια σύχναζε σ’ αυτό το μαγαζί και αρκετά απ’ τα διηγήματά του τα εμπνεύστηκε από εμπειρίες που έζησε εκεί.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗΣ

 
Ο Παπαδιαμάντης με το φίλο του Γιάννη Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή το 1908.
Ο Γιώργος Σεφέρης θυμάται μια επίσκεψή του στη Σκιάθο, το 1930:
Σπίτι του Παπαδιαμάντη. Η γριά αδερφή του έκλαιγε καθώς μας μιλούσε γι’ αυτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινή ράτσα. Το σπιτάκι καθαρό και ασπρισμένο, μια μεγαλωμένη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στον τοίχο στην κάμαρα όπου πέθανε. Από το παράθυρο ως το μικρό σκιαθίτικο τζάμι, ένα στρώμα κατάχαμα σκεπασμένο μ’ ένα κιλίμι. Εκεί πάνω ξεψύχησε (2 Ιανουαρίου), αφού ζήτησε να τον σηκώσουν και να τον καθίσουν κοντά στη φωτιά. Το μόνο βιβλίο του που είδα πάνω στο μικρό τραπέζι, μια φτηνή αγγλική έκδοση (Omnibus) του Σαίξπηρ.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΜΕΡΕΣ Α΄” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ





ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Σ’ ένα μαγαζάκι, εκεί κάτω στον Άγιο Φίλιππα, με περιβολάκι και με του πουλιού το γάλα μέσα, μιαν όαση αθηναϊκή, μ’ έσυρε ο Μητσάκης ένα δειλινό ανοιξιάτικο.
- Πάμε να σε γνωρίσω με κάποιονε που θα ενθουσι­αστείς! μου είπε.
Πήγαμε. Στο περιβολάκι μέσα, κάτω από μια μουργιά ολοπράσινη, μπροστά σ’ ένα τραπέζι, που είχε πάνω ένα ποτήρι αδειανό κι ένα μισογεμάτο κατοσταράκι ρετσινάτο, καθότανε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, κακοντυμένος, και κουτσόπινε.
- Γεια σου, κυρ Αλέξαντρε!... Ο νεαρός από δω... Ξεκαρδίστηκα στα γέλια.
- Μωρέ, τον Παπαδιαμάντη θα μου συστήσεις;… Χαμογέλασε κι ο Παπαδιαμάντης.
Ίσια ίσια δεν είχε περάσει ούτε βδομάδα, που τον είχα ανταμώσει ένα βράδυ, μ’ ένα φίλο μου, σε μια ταβέρνα του Ψυρρή. Περνούσαμε απ’ όξω και μας φώναξε να μας κεράσει. Ο φίλος μου, που είχε μεγαλύτερη σκέση με το ρετσινάτο παρά με τα γράμματα, καταγοητεύτηκε από τη γνωριμία του.
- Πίνεις στα γερά, κρασοπατέρα! του ’λεγε κάθε λίγο και λιγάκι.
Και πάνω στο κρασί, δεν ξέρω πως του ήρθε - ίσως γιατί τον είδε έτσι κακοντυμένο κι αξούριστο - κινημένος από ένα αίστημα αυτόματο κι ανάκατο, αίστημα θαμασμού προς το γερο-κρασοπότη και συμπόνιας προς τον κακομοιριασμένο άνθρωπο, έβγαλε μια χούφτα δεκάρες από την τσέπη του και του τις έδωσε:
- Πάρ’ τες, φουκαρά! του είπε. Κι ο Παπαδιαμάντης πήρε τις δεκάρες χαμογελώντας και τις άφησε πάνω στο τραπέζι...
- Τις πίνουμε κι αυτές! είπε κι έτσι έγινε. Ήπιαμε κι άλλες, και σαν χωριστήκαμε, κατά τα μεσάνυχτα, ο φί­λος πετούσε από τη χαρά του.
- Γνώρισα το Βάκχο απόψε!... Τον αληθινό Βάκχο! έλεγε. Ήπιε έναν περίδρομο κρασί και ούτε ζαλίστηκε κα­θόλου!... Μωρέ, τ’ είν’ αυτός!...
Δεν του είπα, τ’ είν αυτός! Περιττό. Τ’ άγια τοις κυσί... Κι ο κυρ-Αλέξαντρος όμως, όπως δα και το συ­νήθιζε, φρόντιζε να μην του ξεφύγει καμιά λέξη που να δίνει υποψία πως είναι και τίποτ’ άλλο κι όχι μοναχά γερός κρασοπότης.
Το επεισόδιο αυτό το διηγηθήκαμε στο Μητσάκη για να τον πείσουμε πως η γνωριμία μας ήταν παλιά κι είχε γαρνιριστεί και με νόστιμο επεισόδιο, και καθίσαμε στο τραπέζι κι ο ταβερνιάρης μας έφερε καλούς μεζέδες και κρασί και σιγοπίνοντας αρχίσαμε τις συνηθισμένες, τις αγαπημένες μας φιλολογικές κουβεντούλες.
Ο Μητσάκης τον αγαπούσε πολύ τον Παπαδιαμάντη, τον εχτιμούσε και ως άνθρωπο και ως συγγραφέα και αρχίνησε ν’ αναλύει, με μια κριτική πρόχειρη μα βαθιά, τα διάφορα διηγήματα, που είχε δημοσιέψει, εδώ κι εκεί, ίσαμε τότε.
Ο κυρ-Αλέξαντρος, με τη χαραχτηριστική του μετριοφροσύνη, εύρισκε υπερβολικούς τους επαίνους κι όσο επί­μενε ο Μητσάκης, τόσο ο Παπαδιαμάντης ζάρωνε περισσότερο. Στο τέλος ο Μητσάκης, για ναν του αποδείξει πως έχει δίκιο, άρχισε ν’ απαγγέλνει και στίχους του:

Λόγγος κι ορμάνι γύρω στο Παλάτι
και το φυλάνε αόρατα σπαθιά,
κι Εκείνη αποκοιμήθηκε βαθιά
και δεν τη βλέπει ανθρώπου μάτι ...

Ήταν η «Κοιμάμενη βασιλοπούλα», το ποίημα που είχε δημοσιέψει λίγους μήνες πριν ο Παπαδιαμάντης στην «Ακρόπολη» για το θάνατο της βασιλοπούλας Αλεξάντρας, κι ο Μητσάκης το ήξερε όλο απ’ όξω, κι όλο μονορούφι το απάγγειλε, με τη χαραχτηριστική του, την έντονη και λίγο φωνακλάδικη, απαγγελία του.
- Δεν έχεις γράψει κι άλλους στίχους, κυρ-Αλέξαντρε; τόνε ρώτησε.
- Έχω γράψει κι άλλους, σε κάποιο διήγημά μου ανέκδοτο, μα δεν αξίζουν κιαυτοί!...
- Έχεις γράψει κι άλλους;... Και δε μας τους λες; Δε μας τους ψέλνεις;...
- Τι να σας τους πω!... Δεν αξίζουν!...
Είδαμε και πάθαμε, με χίλια παρακάλια, να τον καταφέρουμε. Κι έτσι ο Παπαδιαμάντης άρχισε, με τη βαθιά και χαμηλή φωνή του ν’ απαγγέλνει - το σωστότερο, να κανοναρχάει, γιατί από τα εκκλησιαστικά ποτέ δεν ξεκολνούσε - το ακόλουθο ποίημα, που ύστερ' από λίγο καιρό το διαβάσαμε στην «Ακρόπολη», σε κάποιο διή­γημά του:



Εικόν’ αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ’ είχα
κι είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα,
ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σαν  περιστέρι στη σπηλιά, μ’ ετάραξαν για σένα.
Κίνδυνο, μαύρο σύγνεφο, οι μάγισσες μου λένε –
Τ’ αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνεται πως κλαίνε.
Να σε χαρεί η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
Οπού ’ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά τραγούδια.
Συ στο σκολειό δεν έμαθες να γράφεις ραβασάκια·
στα χείλη σου τα ροδινά πού τα ’βρες τα φαρμάκια;
Στα μάτια τα ψιχαλιστά έχει ο έρωτας καρτέρι...
Κι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
αν έσφιξε ή το ’σφιξαν, ένας Θεός το ξέρει.
Τη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ’ αρνηθείς, πουλί μου...
Αγάπη μου αιώνια, αγάπη υστερνή μου !

- Έτσι λοιπόν! κραύγασε ο Μητσάκης. Έτσι λοιπόν, κυρ-Αλέξαντρε!... Έχουμε έρωτες και τους τραγου­δάμε τόσο όμορφα!
- Εγώ δεν έχω έρωτες! αποκρίθηκε ο Παπαδιαμάντης, χαμηλώνοντας τα μάτια. Ο ήρωάς μου έχει!
- Μπρε, αυτά είναι κολοκύθια! Πρέπει ν’ αγαπούμε εμείς για ν’ αγαπούνε και τα πλάσματα της φαντασίας μας!... Τέτοια τραγούδια, σαν κι αυτά, δεν είναι φιλολογία, και να με συμπαθάς... Αναβρύζουν από την ψυχή, κι όταν η ψυχή δε συγκλονίζεται από ένα αίστημα δυνατό, δε μιλάει· βουβαίνεται!...
Πόσο δίκιο είχε ο Μητσάκης, και πόσο άδικο είχε ο Παπαδιαμάντης να επιμένει πως το τραγούδι του αυτό ήτανε φιλολογία!
Ένα βράδυ πάλι, ύστερ’ από καιρό, κατεβαίναμε από το Σύνταγμα προς την οδό Σταδίου, ο Κλεάνθης, ο Μη­τσάκης, ο Κώστας ο Ξένος, ένας δυο άλλοι φίλοι ακόμα, κι εγώ. Εκεί, όπου σήμερα το καπνοπωλείο Βάρκα, αντα­μώσαμε τον Παπαδιαμάντη. Τόνε σταματήσαμε. Ο Μη­τσάκης επίμενε να τον τραβήξει μαζί μας. Αντιστεκότανε. Στο τέλος δέχτηκε. Οι άλλοι προχωρούσανε σιγά σιγά, κου­βεντιάζοντας. Εγώ έμεινα πίσω, μερικά βήματα, μαζί του. Ήτανε κακοντυμένος. Το πουκάμισο του, στο λαιμό, αντί κουμπί, θυμάμαι, είχε μια θηλιά από σπάγκο. Το πανω­φόρι του, χιλιολιγδιασμένο, το ’κλεινε με τα χέρια του σταυ­ρωτά κάτω από τα στήθη του, όπως το συνήθιζε, προς την κοιλιά.
- Με τέτοια χάλια να ’ρθω μαζί σας; μου είπε με ήρεμη, όχι πικραμένη, φωνή.
- Τ’ είν' αυτά, κυρ-Αλέξαντρε; Του λόγου σου να μι­λάς έτσι;…
- Άφησέ με να φύγω! επίμενε.
Και μ’ άφησε και μπήκε στην οδό Βουκουρεστίου.
- Πού είναι ο Παπαδιαμάντης, με ρώτησε ο Μητσά­κης, σαν τους ζύγωσα, μόνος μου.
- Μου ’φυγε!
- Και βέβαια σου ’φυγε, πρόστεσε ξεκαρδισμένος ο Κλεάνθης, σαν είχες την ανοησία να πιστέψεις πως θα σε ακολουθούσε λυτός! Έπρεπε ναν το δέσεις αυτό το αντικοινωνικό θηρίο για να ’σαι σίγουρος πως θα σε ακολουθήσει...