Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Σεμινάριο Ιστορίας (11 Νοεμβρίου): Από την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά

….με τη Βασιλική Λάζου
Τετάρτη 11 Νοεμβρίου, 7.15 μ.μ. – 9 μ.μ.:   «Από την Απελευθέρωση (Οκτώβριος 1944) στα Δεκεμβριανά»
Το Σεμινάριο Σύγχρονης Ιστορίας, γίνεται στο πλαίσιο του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Δήμου Κηφισιάς.
Οι συναντήσεις γίνονται μια φορά το μήνα, ημέρα Τετάρτη, 7.15 μ.μ. – 9 μ.μ.«Έπαυλη Δροσίνη»-Βιβλιοθήκη Δήμου, Oδός Αγ. Θεοδώρων & Κυριακού….
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ
Στις 12 Οκτωβρίου του 1944 -ήταν Πέμπτη- απελευθερώθηκε η Αθήνα. Τα ναζιστικά στρατεύματα αποχώρησαν από το κέντρο της πόλης νωρίς το πρωί, έχοντας υποστείλει πρώτα από την Ακρόπολη τη σημαία του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κράτους.
Η υποστολή της ναζιστικής σημαίας θα αναδειχθεί στο συμβολικό χρονικό σημείο της Απελευθέρωσης. Ομως η πραγματική αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα της Ελλάδας θα γίνει την επόμενη μέρα.
Οι τελευταίες ημέρες της Κατοχής δεν ήταν αναίμακτες. Πολιτική των κατακτητών ήταν η καταστροφή των υποδομών της χώρας. Την παραμονή της αναχώρησής τους και κατ’ απαίτηση των δωσίλογων συνεργατών τους, είχαν επιτεθεί στην προσφυγική Καισαριανή, που αποτελούσε εστία της αντιφασιστικής αντίστασης, δολοφονώντας με απαγχονισμό τους αγωνιστές που συνέλαβαν.
Το βράδυ της 12ης προς 13η Οκτωβρίου οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούν από την περίμετρο της πόλης καταστρέφοντας κάθε βασική υποδομή. Την ίδια στιγμή που οι δεκάδες χιλιάδες των κατοίκων βγαίνουν στους δρόμους για να γιορτάσουν την απελευθέρωση, τα γερμανικά στρατεύματα καταστρέφουν κάθε βιομηχανική υποδομή. Από τα εργοστάσια του Πειραιά έως το αεροδρόμιο Τατοΐου….   
…Την επαύριο της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους ναζί η μεγαλύτερη οργανωμένη -πολιτικά και στρατιωτικά- δύναμη που είχε υπό τον έλεγχό της σχεδόν το σύνολο της ελλαδικής επικράτειας ήταν η Αριστερά. Ενα ευρύ μέτωπο κομμουνιστών, σοσιαλιστών αλλά και αρκετών φιλελεύθερων είχε συγκροτήσει το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και είχε δημιουργήσει το στρατό του υπό την επωνυμία ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), του οποίου οι δυνάμεις κυμαίνονταν μεταξύ 50.000-100.000. Παράλληλα είχε δημιουργήσει τη νεολαία της ΕΠΟΝ (Εθνική Πανελλήνια Οργάνωση Νέων) με 800.000 μέλη και την Αλληλεγγύη, που ήταν η κοινωνική οργάνωση υποστήριξης και επιμελητείας, της οποίας τα μέλη έφταναν το ένα εκατομμύριο.    
Φαίνεται όμως ότι η παραδοσιακή βρετανική αποικιοκρατία από πολύ νωρίς είχε οργανώσει τον εγκλωβισμό της Αριστεράς στα γεωπολιτικά της σχέδια. Ο αδίστακτος Ουίνστον Τσόρτσιλ -που 25 χρόνια πριν είχε κρατήσει ανοιχτά ανθελληνική στάση υποστηρίζοντας το κεμαλικό κίνημα και υπονομεύοντας την ελληνική προσπάθεια για ενσωμάτωση του Σαντζακίου Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης- γράφει προς τον Αντονι Ιντεν λίγο πριν από τη διάσκεψη του Λιβάνου (17-20 Μαΐου 1944): «…Προφανώς οδηγούμαστε σε αναμέτρηση με τους Ρώσους, λόγω των κομμουνιστικών συνωμοσιών τους σε Ιταλία, Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα… Είμαστε στ’ αλήθεια διατεθειμένοι να συναινέσουμε στην κομμουνιστικοποίηση των Βαλκανίων και της Ιταλίας;». Ορίζει παράλληλα τη βρετανική στρατηγική: «…Πρέπει να επιτύχουμε ρήξη με το ΕΑΜ, πριν αυτό συνδεθεί πολύ με τους Σοβιετικούς. Θα πρέπει αν είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο χάσμα που να δώσει στους Σοβιετικούς να καταλάβουν ότι θα πρέπει να το σκεφθούν πολύ σοβαρά πριν πάρουν οποιαδήποτε απόφαση».
Στην παγίδα των Βρετανών
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ θα πέσουν στην παγίδα και θα συναινέσουν στη βρετανική μεθόδευση υποτάσσοντας (ακόμα και) τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι και ελπίζοντας στις αγαθές προθέσεις των Βρετανών και του Γεωργίου Παπανδρέου. Στις 18 Οκτωβρίου έφτασε από τη Μέση Ανατολή η κυβέρνηση. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και μετασχηματίστηκε σε «κυβέρνηση εθνικής ενότητας».
Η επιλογή του Γ. Παπανδρέου
Ο Παπανδρέου υπήρξε ο άνθρωπος που επέλεξε να εφαρμόσει τις βρετανικές μεθοδεύσεις και να στηρίξει την πολιτική του κυριαρχία στις βρετανικές λόγχες. Ενα μήνα πριν (22 Σεπτεμβρίου 1944) θα στείλει στον Τσόρτσιλ το παρακάτω τηλεγράφημα ζητώντας την άμεση αποστολή βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων: «Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι η σταθερότης της ελληνικής κυβερνήσεως θα διατηρηθεί πλήρως κατά τας επικείμενους κρίσιμους στιγμάς. Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ώς τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν. Από την επικοινωνία μου μετά του αρχιστρατήγου των Συμμαχικών Δυνάμεων, γνωρίζω ότι υπάρχουν δυσκολίες επί του θέματος αυτού. Πάντως, αι επιτυχίες εις τον πόλεμον αυτόν εις τόσον πολλάς αποστολάς, τας οποίας άλλοι εθεώρουν απραγματοποιήτους, δικαιολογούν την ελπίδα της μαρτυρικής Ελλάδος πως η άμεσος και αποφασιστική επέμβασις θα διορθώσει την κατάστασιν».
Ο δρόμος για τα Δεκεμβριανά και την εμφύλια σύγκρουση είχε ήδη ανοίξει.

Η επικαιρότητα του Λεοπάρντι

πηγή:http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=99580

200 χρόνια από τη γέννηση του μεγαλύτερου ποιητή της νεότερης Ιταλίας
Η επικαιρότητα του Λεοπάρντι για τους έλληνες ποιητές του παρελθόντος· η επικαιρότητα του Λεοπάρντι για έναν έλληνα ποιητή του τέλους του αιώνα μας. Αυτά τα δύο θέματα θα ήθελα να πραγματευθώ στην παρούσα επιφυλλίδα. Και τούτο γιατί το 1998 είναι μεγάλη λογοτεχνική επέτειος και για τους Ιταλούς. Οπως εμείς με τον Σολωμό, έτσι κι αυτοί γιορτάζουν τα 200 χρόνια από τη γέννηση του μεγαλύτερου νεότερου ποιητή τους, ενός ποιητή με το έργο του οποίου η ποίησή μας συνδέεται με σχέσεις που θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κανείς δεσμούς αίματος.
Η νεοελληνική τύχη του Λεοπάρντι παραμένει ακόμη ένα άγραφο κεφάλαιο της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης. Εκ πρώτης όψεως η παρουσία του Λεοπάρντι στην Ελλάδα φαίνεται ισχνή. Οι μεταφράσεις των ποιημάτων του είναι λίγες, αν σκεφτούμε το ποιητικό του μέγεθος και τη μεταφραστική τύχη άλλων ιταλών ποιητών. Δεν θα συγκρίνω τον αριθμό τους με εκείνον των μεταφράσεων του Φόσκολο, που η ελληνική καταγωγή του διατήρησε σχεδόν αμείωτο το μεταφραστικό ενδιαφέρον για το έργο του (οι μεταφράσεις των Τάφων ξεπερνούν τις δέκα). Ωστόσο φαίνεται περίεργο το γεγνός ότι, ενώ μεταφράσεις έργων μικρότερων ποιητών ­ λ.χ. του Καρντούτσι ­ έχουν εκδοθεί σε μορφή βιβλίου, οι λεοπαρδικές βρίσκονται μόνο σε περιοδικά ή ανθολογίες (ως βιβλία μεταφράστηκαν μόνο τα Ηθικά έργα και οι Σκέψεις). Το γεγονός γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον όταν διαπιστώνουμε ότι ο διάλογος που ανέπτυξαν οι έλληνες ποιητές με την ποίηση του Λεοπάρντι είναι, αν όχι μεγαλύτερος σε έκταση, βαθύτερος από τον διάλογο που είχαν με τον Φόσκολο. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι, ενώ κανένας έλληνας ποιητής δεν ονομάστηκε «φοσκολικός», τρεις τουλάχιστον, οι Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης, έχουν αποκληθεί ποιητές «λεοπαρδικοί». Και ο χαρακτηρισμός αυτός θα μπορούσε να αποδοθεί για τη συνομιλία τους με τον Λεοπάρντι σε δύο ακόμη ποιητές: στον Σολωμό και στον Σαραντάρη.
Βεβαίως όλοι αυτοί οι ποιητές που ­ πλην του Παπαρρηγόπουλου ­ είναι δίγλωσσοι (γράφουν ποιήματα και στα ιταλικά) δεν ανακαλύπτουν την επικαιρότητα του Λεοπάρντι στην ίδια ακριβώς περιοχή της ποίησής του. Αν για τον Παπαρρηγόπουλο και τον Μαρτζώκη ο λεοπαρδισμός είναι η βαθιά συνειδητοποίηση της μελαγχολίας ως βασικής συντεταγμένης της ανθρώπινης κατάστασης, ο Μαβίλης και ο Σαραντάρης φαίνονται να αντλούν από τη λεοπαρδική ποίηση ένα μέρος από τη «φωτεινή απαισιοδοξία» του ο πρώτος και κάτι από τον πόθο της ατέρμονης αιωνιότητας ο δεύτερος. Οσο για τον Σολωμό, η σχέση του με τον Λεοπάρντι φαίνεται να περιέχει πολύ περισσότερα από εκείνο που δείχνει ο διάλογος του ιταλικού ποιήματός του «Σαπφώ» με το «Τελευταίο άσμα της Σαπφώς», τον οποίο επεσήμανε ως ενδεχόμενο ο Παλαμάς. Φαίνεται να έχει συμβάλει στη διαμόρφωση όχι μόνο του συνολικού οράματος ζωής του Σολωμού αλλά και της έκφρασής του: η καθαρότητα της ποιητικής γλώσσας του Σολωμού, η οποία έκανε κάποιους να τον χαρακτηρίσουν πρόδρομο της «καθαρής ποίησης» (χαρακτηρισμός που έχει αποδοθεί και στον Λεοπάρντι), αισθάνομαι ότι δεν οφείλεται μόνο στη βαθιά μελέτη της γλώσσας των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών αλλά και στην αφομοίωση του γλωσσικού μαθήματος του ιταλού ποιητή.
Αλλά γιατί ο Λεοπάρντι είναι σήμερα επίκαιρος; ­ για την ακρίβεια, γιατί υπήρξε πάντοτε επίκαιρος; Ασφαλώς για τη λυτρωτική ενέργεια των στίχων του που παρουσιάζεται με τη μορφή ενός παραδόξου: ο Λεοπάρντι «ποιητής της παγκόσμιας οδύνης», όμως ταυτόχρονα και ποιητής που υπερβαίνει αυτή την οδύνη· ο Λεοπάρντι ποιητής απαισιόδοξος, συγχρόνως όμως και ποιητής που υπερβαίνει την απαισιοδοξία για να τη μεταμορφώσει, έστω για μια στιγμή ­ όμως για μια στιγμή βαθιάς και ανεξάλειπτης διάρκειας ­, σε μια κατάσταση ευτυχισμένης ασυνειδητότητας που γεννά ένα συναίσθημα, αν όχι χαράς, τουλάχιστον μη απαισιοδοξίας· ο Λεοπάρντι ποιητής που ανήγειρε έναν βωμό στον θάνατο, δεν θέλησε όμως να καταστρέψει τη μαγεία της ζωής.
Δεν ξέρω πώς οι ιταλοί κριτικοί έχουν εξηγήσει αυτό το παράδοξο ­ και ασφαλώς το έχουν εξηγήσει. Πιστεύω όμως ότι την απάντηση στο ερώτημα του λεοπαρδικού παραδόξου ένας ποιητής πρέπει να τη δίνει μόνος του. Μόνο έτσι η επικαιρότητα του Λεοπάρντι μπορεί να γίνει προσωπική επικαιρότητα, δηλαδή στοιχείο ωφέλιμο για εκείνον τον ποιητή που αισθάνεται ότι η ποίηση του Λεοπάρντι έχει κάτι να διδάξει (εγώ πιστεύω πως έχει να διδάξει πολλά) στους ομοτέχνους.
Υπάρχει ένα διεισδυτικότατο σχόλιο του Καρντούτσι το οποίο είναι, πιστεύω, μια σπουδαία στιγμή της λογοτεχνικής κριτικής: «Ο Λεοπάρντι ρομαντικοποίησε την καθαρότητα του αρχαίου ελληνικού συναισθήματος». Αν ρομαντικοποιώ σημαίνει στην περίπτωση του Λεοπάρντι τη μέγιστη λογοτεχνική αυθορμησία στην οποία μπορεί να φθάσει ένας ποιητής που διαμορφώθηκε με τους αρχαίους κλασικούς· και αν με τη φράση «το αρχαίο ελληνικό συναίσθημα» ο Καρντούτσι εννοεί, όπως πιστεύω, την τραγική αίσθηση της ανθρώπινης ζωής όπως την εξέφρασε η αρχαία ελληνική τραγωδία, τότε το παράδοξο του Λεοπάρντι θα μπορούσε να βρει μια πιθανή εξήγηση. Και τούτο γιατί φαίνεται να μην απορρέει από κάτι άλλο παρά από αυτήν ακριβώς τη ρομαντικοποίηση, η οποία, ως λυρικοποίηση της αρχαίας ελληνικής αίσθησης του τραγικού, είναι μια πράξη που εγκολπώνει δύο διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία.
Ο λυρισμός του Λεοπάρντι, γράφει ο Ναταλίνο Σαπένιο, αντιτίθεται από τη μια στην αφήγηση (στο έπος), που είναι μια αυθαίρετη και ποιητικά επικίνδυνη έκταση στον χρόνο, και από την άλλη στο δράμα ως μιμητικό είδος, που «προϋποθέτει μια τάξη επιβαλλόμενη από έξω» ­ αντιτίθεται σ' αυτά τα δύο για να φθάσει «σ' ένα τραγούδι που δεν γνωρίζει διάρκεια ούτε κανόνα έξω από την ειλικρίνεια της έμπνευσης», εκφράζοντας έτσι «τον παλμό της καρδιάς στην αμεσότητά του». Αυτή η αμεσότητα όμως και αυτός ο παλμός ­ μπορούμε να προσθέσουμε ­ είναι στον Λεοπάρντι η αμεσότητα και ο παλμός όχι του συνήθους λυρισμού, του λυρισμού τού εγώ, αλλά της καρδιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας μπροστά στην τραγική της μοίρα. Ο Λεοπάρντι κατορθώνει να μεταφέρει στη λυρική ποίηση, πιστεύω περισσότερο και καλύτερα από κάθε άλλον λυρικό ποιητή ­ κι εδώ βρίσκεται η ιδιοτυπία του ­, τη λειτουργία του σιλερικού ύψους, μια λειτουργία τραγική και ταυτόχρονα λυτρωτική γιατί περιέχει και το αποτέλεσμα της νίκης της ανθρώπινης βούλησης επί του φυσικού νόμου, δηλαδή της ανθρώπινης αίσθησης επί του θανάτου. Με λίγα λόγια, κατορθώνει να κάνει τραγική ποίηση με λυρικά μέσα, με λυρική γλώσσα ­ και πιστεύω ότι αυτό πρέπει να αισθάνονται όσοι υπογραμμίζουν την καθαρότητα της ποιητικής του γλώσσας. Η καθαρότητα της γλώσσας του Λεοπάρντι (αλλά και του Σολωμού) δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη των άλλων λυρικών ποιητών της εποχής του. Δίνει όμως την αίσθηση ότι είναι μεγαλύτερη γιατί ο λεοπαρδικός λυρισμός (όπως και ο σολωμικός) έχει βαρύτερο περιεχόμενο, εκφράζει συναισθήματα πυκνότερα και ασύμβατα με εκείνα του συνήθους λυρισμού.
Εδώ, πιστεύω, βρίσκεται η επικαιρότητα του Λεοπάρντι για τον ποιητή του καιρού μας: στο ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Λεοπάρντι λυρικοποιεί το τραγικό μπορεί να λειτουργήσει ως ένα δίδαγμα· ως παράδειγμα μιας αναζήτησης που θα εξουδετερώνει το συναίσθημα στο οποίο μας έχουν οδηγήσει η έκπτωση των αξιών και ο απόλυτος σχετικισμός των ημερών μας. Σε μιαν εποχή που χαρακτηρίζεται από τον θρίαμβο της επιφανειακότητας ο Λεοπάρντι θα μπορούσε να μας βοηθήσει να βρούμε τρόπο να ξεφύγουμε από την άκρατη υποκειμενικότητα και να αποδώσουμε εναργέστερα και αντικειμενικότερα τη βαθύτερη εσωτερικότητα του ανθρώπου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Για τη μετάφραση




Του Γιώργου Βέη
Ο Ezra Pound, ως γνωστόν, αρεσκόταν να μεταφράζει Κομφούκιο από το σινικό πρωτότυπο χωρίς να ομιλεί ή να γράφει τη γλώσσα των μανδαρίνων. Πρόκειται για δήθεν μετάφραση, παρανόηση, παράφραση ή επινόηση κειμένου;
Ποια όρια δεν σέβεται ακριβώς ο περιβόητος Traduttore,Traditore; Ερωτήματα σαν κι αυτά τίθενται καθημερινά στη μεταφραστική πρακτική. Και οι απαντήσεις ποικίλλουν και θα ποικίλλουν σε σθένος, σε αλκή και εύρος. Οι αναγνώστες, οι οποίοι είναι ήδη εξοικειωμένοι λίγο πολύ με τηνΕισαγωγή στη μεταφρασεολογία της Mona Baker, τα Θεωρήματα για τη μετάφραση του Jean-René Ladmiral, τις Ωραίες άπιστες του Georges Mounin, τις Μεταφραστικές σπουδές του Jeremy Munday, τη Μετάφραση και το γράμμα ή το πανδοχείο του απόμακρου του Antoine Berman, αλλά και με το θεμελιώδες Έργο του μεταφραστή του Β. Μπένγιαμιν, τα οποία κυκλοφορούν όλα και στη γλώσσα μας, από τις εκδόσεις του «Μεταιχμίου», εκτός από το τελευταίο, που εμπεριέχεται στον τόμο Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας της «Νήσου», θα εκτιμήσουν δεόντως τα τρία κείμενα που παρουσιάζονται συγκεντρωμένα εδώ.
Αποδεικτικός τροπισμός, ήπια αντιπαράθεση εναντιωματικών επιχειρημάτων, στρωτή, κρυστάλλινη συνεπαγωγή, σαφήνεια των σημαινόντων και πρωτίστως καλώς συγκερασμένος λόγος, ο οποίος μαρτυρεί με τη σειρά του δεκαετίες σπουδών εξειδικευμένης, αλλά και ευρύτερης ανθρωπιστικής απόκλισης. Ο Πολ Ρικέρ, εγκαινιάζοντας από τύχη αγαθή τη φιλοσοφική του σταδιοδρομία µέσω της μετάφρασης ενός βιβλίου του Έντµουντ Χούσερλ, γράφει μέσα ακριβώς από την ενδοχώρα της μεταφραστικής περιπέτειας. Απολογητής και σύννους υπερασπιστής ταυτοχρόνως των κεκτημένων ιδεών – πρακτικών του, υπερβαίνει το γνωστό μεταφραστικό οξύμωρο. Το οποίο, ως γνωστόν, ενώ θεωρητικοποιεί την απιθανότητα του μεταφραστικού επιτεύγματος, αποδέχεται εν τούτοις τους όποιους σπουδαίους ή και αμελητέους καρπούς του, ή όπως επισημαίνεται πολλαχώς μέσα στο ίδιο το κείμενο: η μετάφραση είναι, από όποια θεωρητική σκοπιά και αν δει κανείς το ζήτημα, αδύνατη και παρ’ όλα αυτά επιχειρείται πάντα µε επιτυχία.
Ο Πολ Ρικέρ προτείνει κατά τρόπο εύληπτο κι άλλο τόσο εμπεριστατωμένο τη μεταφραστική στρατηγική της «ισοδυναμίας δίχως ταυτότητα». Εμείς, ως μέλη ενός έθνοyς το οποίο ως εκ των πραγμάτων οφείλει πολλά στη μεταφραστική εμπειρία από και προς τα ελληνικά, σε διαχρονική μάλιστα βάση και προοπτική, οφείλουμε να εκτιμήσουμε την κεφαλαιώδη σημασία των πορισμάτων του Πολ Ρικέρ. Οφείλουμε να τον διερμηνεύσουμε, να τον κατοικήσουμε κειμενικά, να τον πολιτογραφήσουμε ημέτερον. Φρονώ ότι έδειξα, ότι οι καίριες επισημάνσεις του µας αφορούν άμεσα, είτε μεταφράζουμε για βιοποριστικούς-αισθητικούς λόγους είτε βιώνουμε τον μεταφραστικό κόπο από την πλευρά του κριτικού ή και, στην καλύτερη περίπτωση, αναστοχαστικού δέκτη.
Πολ Ρικέρ

Για τη μετάφραση
Μετάφραση: Γιώργος Αυγουστής
Επίμετρο: Αλεξάνδρα Λιανέρη

Ελ Γκρέκο


Ελ Γκρέκο, Τα δάκρυα του Αγίου Πέτρου, 1580-1586, Eθνική Πινακοθήκη Αθήνα.




Eλ Γκρέκο, Προσωπογραφία του αδελφού Ορτένσιο Φέλιξ Παραβιθίνο, 1609, Βοστώνη Μουσείο Καλών Τεχνών.



Ελ Γκρέκο, Ο διαμερισμός των ιματίων, 1577-1579, μέρος πολύπτυχου εικονίσματος σε επιχρυσωμένο και ζωγραφισμένο ξύλο. (Οστεοφυλάκιο καθεδρικού ναού Τολέδο).
Προσθήκη λεζάντας
Προσθήκη λεζάντας


Ελ Γκρέκο, Προσωπογραφία καρδιναλίου Νίνιο δε Γκεβάρα, 1596-1600, Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης.

από το αφιέρωμα του ζωγράφου Νίκου Καρακωνσταντή

"Η Φεγγαρόπετρα",Γουίλκι Κόλλινς/"The Moonstone",Wilkie Collins


γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου



Το αστυνομικό ή το σταυρόλεξο θέλεις να λύσεις;


Ο Γουίλκι Κόλλινς (1824-1889)γνωστός και δημοφιλής στην Ελλάδα από το έξοχο  "Αρμαντέιλ"  υπογράφει και την "Φεγγαρόπετρα",ένα εκτενές αστυνομικό μυθιστόρημα που γράφτηκε σε συνέχειες και το οποίο δημιουργεί σχολή με τον "Ζοφερό Οίκο"του Κάρολου Ντίκενς (1852 -1853) και αργότερα την "Σπουδή σε Κόκκινο"(1887) του Κόναν Ντόυλ (ο οποίος έκτοτε με τον Σέρλοκ σαν ήρωα κρατά τα σκήπτρα του είδους).Οι τρεις τους φέρνουν πανηγυρικά την αγγλική αστυνομική λογοτεχνία από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στο προσκήνιο μετά την καθιέρωσή της σε κατηγορία, βασικά από τον Πόε και το δικό του κλασικό μυθιστόρημα "Φόνοι στην Οδό Μόργκαν" το 1841 .

Ο Κόλλινς βάζει συχνά πυκνά σε πειρασμό τον αναγνώστη να δρασκελίσει την αφήγηση και να πάει στις τελευταίες σελίδες να δει τι στο καλό έγινε και ποιος έχει βουτήξει και για ποιο λόγο το γνωστό ως καταραμένο διαμάντι (την θρυλική φεγγαρόπετρα,το πετράδι των σκοτεινών ινδικών μύθων που φτάνει  κλεψιμαίικο στην πάλαι ποτέ αποικιοκρατόρισσα Αγγλία ,αυτήν που δεν άφησε αρχαίους ναούς, τους κουβάλησε ολόκληρους και τους έστησε στα μουσεία της οπότε σιγά μην άφηνε ένα διαμάντι που χωράει και σ΄ένα σακούλι) μα αν ο αναγνώστης την κάνει την ζαβολιά, αυτή θα πάει στράφι διότι απλούστατα δεν θα λύσει τον γρίφο.
Γιατί;Διότι ο Κόλλινς είναι επινοητικότατος μάστορας,ευφυής,διαυγής (κι όχι μόνον επειδή κατέβαζε το όπιο με το κιλό),ικανός να προσθέτει με μεγάλη άνεση καινούργιες κλωστές ,να ξηλώνει νήματα και να τυλίγει όλο τον ιστό της ιστορίας από την αρχή και να τον κουβαριάζει, να τον ξαναμπερδεύει ή να τον ξετυλίγει ξαφνικά μα όλα τα παραπάνω τα φροντίζει με μέτρο και τόσο όσο να σου αρκεί να πάρεις ίσα ίσα μιαν ανάσα καθώς και πάλι σε λίγο δεν σε αφήσει σε χλωρό κλαρί.
Το μυθιστόρημα του  Γουίλκι Κόλλινς εκδόθηκε αρχικά το 1868 και μετά είχε αναθεωρημένες από τον ίδιο τον Κόλλινς εκδόσεις με τελευταία εκείνην του 1871.Παρά την μεγάλη του έκταση -αυτό έχει να κάνει με το συνήθειο της εποχής τα μυθιστορήματα να δημοσιεύονται σε άπειρες συνέχειες, μάλιστα η "Φεγγαρόπετρα δημοσιευόταν στο περιοδικό του Ντίκενς το "All the Year Round"-και τις απανωτές προσθήκες γρίφων στην πλοκή του δεν κουράζει τον αλλιώς και σε άλλα διαβάσματα εθισμένο, γρηγορομπούχτιστο (sic) σημερινό αναγνώστη,συλλέκτη και τιτλοβιβλιοφάγο που δεν θέλει ναπάει βήμα παραπέρα από την απόλαυση,το φετίχ και το χόμπυ,το σκότωμα της ώρας κτλ κτλ και,ναι, μπηχτές *είναι όλα αυτά προς απάσας τας κατευθύνσεις. 

Από τα περιεχόμενα -που εδώ έκρινα χρήσιμο να συμπληρώσω με μερικές λεπτομέρειες- μπορούμε να καταλάβουμε σε γενικές γραμμές τι πραγματεύεται,ποια είναι τα πρόσωπα που θα μας αφηγηθούν και ποια τεχνική εισάγει ο Κόλλινς:την ομολογουμένως ευφυή της πολλαπλής αφήγησης (δεν ξέρω αν υπάρχει στα ελληνικά σχετικός όρος,οι αγγλόφωνοι την λένε multiple narrative)από τον κάθε ήρωα ξεχωριστά προκειμένου να συνδράμουν όλοι στην μυθοπλασία.
Ο συγγραφέας συντονίζει,σαν να σκηνοθετεί έναν θίασο,έναν ικανό αριθμό λιγότερο ή περισσότερο εμπλεκομένων να καταθέτουν,χωρίς να βρίσκονται μπροστά σε Ανακριτή αλλά σ΄ ένα χαρτί στην (όποια)θαλπωρή του σπιτιού τους.Με τις καταθέσεις/αφηγήσεις/εκδοχές τους συμμετέχουν ενεργά στην πλοκή  αλλά και στην λύση του μυστηρίου φωτίζοντας κάθε δυσπρόσιτο σημείο.
Η επιστολική αυτή και multiple narrative αφήγηση του Κόλλινς γίνεται γραμμικά και σε μερικές περιπτώσεις κάποιοι από τους αφηγητές επανέρχονται με δεύτερες διηγήσεις και τελικά όλοι μαζί, κεντρικοί και περιφερειακοί, με πειθαρχημένο τρόπο και σαν να κάνουν σκυταλοδρομία εξιστόρησης ,χωρίς να λείπουν οι έξυπνοι διάλογοι και οι εγκιβωτισμένες ιστορίες που δίνουν πληροφορίες για τους ίδιους σε διάφορες φάσεις  της ζωής τους ως τότε,συμπληρώνουν τα κομμάτια του παζλ της κλοπής της Φεγγαρόπετρας: 

        ΠΡΟΛΟΓΟΣ
  •   Η Έφοδος του Σερινγκαπατάμ(4 Μαΐου 1799).Απόσπασμα από οικογενειακό ντοκουμέντο.Ο Τζων Χερνκάστλ,αδελφός της ευγενικής Λαίδης Βέριντερ, μπροστά στα μάτια συγγενούς του ενώ υπηρετούν κι οι δυο στον αγγλικό στρατό της εποχής, ορμάει κατά την έφοδο των Άγγλων εναντίον του Σερινγκαπατάμ της Ινδίας και ανάμεσα στους πολλούς στρατιώτες που κάνουν ανελέητο  πλιάτσικο παρά τις διαταγές του διοικητή τους αυτός μετά το νικηφόρο πέρας της μάχης βουτάει το θρυλικό διαμάντι βάφοντας με αίμα τα χέρια του ,επιπλέον αίμα και όχι πια σε συνθήκες μάχης και γράφοντας στα παλαιά του υποδήματα τον μύθο που το συνοδεύει για την πικρή κατάληξη όποιου βρεθεί να το έχει στην κατοχή του έχοντας παραβεί την θέληση της ινδικής θεότητας που το προστατεύει.


        ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
  •     Η απώλεια του Διαμαντιού (1848) όταν κοντά 50 χρόνια μετά έχει πλέον φτάσει στην Βόρεια Αγγλία.Λεπτομερείς περιγραφές από τον πιστό καμαριέρη της φλεγματικής και συνετής Λαίδης Τζούλια Βέριντερ,τον αειθαλή Γκάμπριελ Μπέτερετζ,τον πανταχού παρόντα άνδρα ,που έχει ευαγγέλιό του τον "Ροβινσώνα Κρούσο" ** και σ΄αυτόν καταφεύγει για να αντλήσει δύναμη και παραδείγματα και να δώσει συμβουλές και λύσεις στα πρόσωπα που κινούνται στο σπίτι των Βέριντερ στην ακτή του Γιορκσάιρ.


       ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
  •   Η ανακάλυψη της Αλήθειας (1848-1849),τα γεγονότα όπως περιγράφονται σε διάφορες αφηγήσεις:


ΠΡΩΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: γίνεται γραπτώς από τη μις Κλακ, ανηψιά του μακαρίτη λόρδου Τζων Βέριντερ. Μεγάλη μα συμπαθής ψωνάρα η Κλακ,φτωχοσυγγενής που τριγυρίζει στο τραπέζι των πλούσιων μπας και γλείψει κάνα κοκαλάκι.Η ανύπανδρος μεγαλοκοπέλα Δρουσίλα Κλακ είναι θρησκευόμενη και μέλος επιτροπών του στυλ "Επιτροπή Μητέρων για την Μετατροπή Μικρών Ρούχων",ε,δεν το σχολιάζω,ο Κόλλινς κεντάει τον χαρακτήρα της με παραδειγματική, λεπτότατη ειρωνεία που προκαλεί γέλιο μα  δεν μετατρέπεται σε καμία περίπτωση σε φτηνή προσβολή των ανθρώπων αυτού του τύπου.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: γίνεται από τον δικηγόρο Μάθιου Μπραφ,άνθρωπο φίλα προσκείμενο στην οικογένεια των Βέριντερ και στον Μπλέηκ,έντιμο και ξύπνιο,που στα δύσκολα στέκεται σαν πατέρας στην Ρέητσελ. 

ΤΡΙΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: από τον Φράνκλιν Μπλέηκ,κεντρικό ήρωα του Κόλλινς για τον οποίο ο Μπέτεριτζ στην δική του κατάθεση/αφήγηση μας έχει προειδοποιήσει πόσο καλός ,αφελής αλλά και σπάταλος και "παιδί" είναι,που ταξιδεύοντας για σπουδές στην Ευρώπη ανακατεύει άτσαλα μα πάντα καλοπρόθετα τις κουλτούρες που έχει γνωρίσει,την ανέμελη γαλλική,την πειθαρχημένη γερμανική και την χαρούμενη και... ναζιάρα ιταλική .

ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ:είναι απόσπασμα από το ημερολόγιο του βοηθού του γιατρού Κάντυ,του αινιγματικού Έζρα Τζένιγκς,που κουβαλάει τα συγκινητικά μυστικά του χρόνια ολόκληρα.

ΠΕΜΠΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: έχουμε την συνέχιση της ιστορίας ξανά από τον Φράνκλιν Μπλέηκ,τον νεαρό άνδρα που εμπνέεται αλλά και πισωγυρίζει στις αποφάσεις του από τον έρωτά του για την ξαδέλφη του,την παρορμητική 18χρονη Ρέητσελ Βέριντερ(βρε λύσσα αυτοί οι άνθρωποι με τα ξαδέλφια τους).Ο Μπλέηκ είναι τύπος όπως είπαμε ρομαντικός και παρορμητικός,ευαίσθητος και αντιλαμβάνεται αρχικά το μέγεθος του μπλεξίματος όλων τους με το σατανικό πετράδι αλλά στην συνέχεια τα κάνει μαντάρα,δεν θα πω βεβαίως γιατί και πως.

ΕΚΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: είμαστε στο 1848 και η αφήγηση γίνεται από τον παρατηρητικό και δαιμόνιο-τι άλλο;- αρχιφύλακα Καφ που έχει εμμονή με τις τριανταφυλλιές και ονειρεύεται να αποσυρθεί και να τους αφιερωθεί αλλά προηγουμένως πρέπει να λύσει το μυστήριο του κλεμμένου διαμαντιού.Ο Καφ γράφει επιστολή στην οποία ξεκαθαρίζει και εξηγεί ολιγόλογα και καθαρά και τις δικές του ενέργειες.

ΕΒΔΟΜΗ ΑΦΗΓΗΣΗ:έναν χρόνο μετά,το1849,έρχεται το γράμμα του κυρίου Κάντυ να προστεθεί στις αφηγήσεις.Ο Κάντυ είναι ο ας πούμε οικογενειακός τους γιατρός και συνδέεται με την ιδιότητά του κι όχι μόνον μ΄αυτήν με όλη την οικογένεια ,τους φίλους ,τους συγγενείς και γενικώς το παρελαύνον γύρω από το πετράδι ανθρωπομάνι .

ΟΓΔΟΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: ο Γκάμπριελ Μπέτερετζ επανέρχεται να συνδράμει με επιπλέον λεπτομέρειες μα και σχόλια -τίποτα δεν του ξεφεύγει- από τα πολλά γεγονότα που τελικά τα έχει συγκρατήσει αναλυτικά στην μνήμη του.

    ΕΠΙΛΟΓΟΣ
  •     Η ανεύρεση του Διαμαντιού

1. Η αναφορά του πράκτορα που έχει αφήσει στο πόδι του ο Καφ  (1849)
2. Η ολιγόλογη αλλά καταλυτική αναφορά του καπετάνιου (1849)του πλοίου "Μπιούλυ Καστλ"που ετοιμάζεται να αποπλεύσει από το λιμάνι του Πλύμουθ με προορισμό την Βομβάη για την παρουσία πάνω στο πλοίο τριών μυστηριωδών  Ινδών που εικάζεται ότι κι αυτοί κυνηγούν το αφιερωμένο στον θεό τους πετράδι . 
3. Η μαρτυρία του κυρίου Μέρθγουεητ (1850)με γράμμα του που στέλνει στον Μπραφ. Ο Μέρθγουεητ είναι ένας διάσημος και πεπειραμένος περιηγητής που έχει ζήσει επί χρόνια στην Ινδία και ξέρει καλά τι σημαίνει η αρπαγή του διαμαντιού,ποιες είναι οι κάστες και τι είναι ικανοί και πράγματι αδίστακτα κάνουν οι πιστοί Βραχμάνοι για να το πάρουν πίσω.

Παράλληλα με την επίμονη αναζήτηση του πετραδιού όμως και το ωραίο και αψεγάδιαστο ζύμωμα του μυθοπλαστικού υλικού σαν ένα ελκυστικό και πνευματώδες αστυνομικό μυστήριο ο Κόλλινς κάνει και μιαν εξαιρετική αναζήτηση της αγάπης και του μίσους,του έρωτα και του οίκτου,της ζήλιας,της απληστίας,της ανοησίας,του εγωισμού,της πονηρίας,της αθωότητας, της αίσθησης του καθήκοντος,της χρείας της λογικής,τα καμώματα τύχης και της ατυχίας και των συνθηκών και των αιτίων που από όλα αυτά τα παραπάνω τα συναισθήματα, κυρίως όταν θεριεύουν στις ψυχές των ανθρώπινων πλασμάτων, μετατρέπουν τις ζωές τους σε παράδεισο ή κόλαση.
Εκτός από τα πρόσωπα των οποίων διαβάζουμε τα ονόματα στα περιεχόμενα ο Γουίλκι Κόλλινς δίνει σημαντικό ρόλο και σε κάμποσους ακόμα καλοδουλεμένους χαρακτήρες:

  •    την Ροζάνα Σπέρμαν πρώην τρόφιμο του αναμορφωτηρίου που δουλεύει σαν καμαριέρα στις εχέμυθες και συμπονετικές Βέριντερ υπό την πατρική εποπτεία του Μπέτεριτζ, εννοείται,και περιγράφεται σαν μια άχαρη καμπουρίτσα νεαρή κοπέλα που σαν να μην της έφταναν τα πρότερα βάσανά της πάει κι ερωτεύεται τον όμορφο Μπλέηκ που ούτε καν την προσέχει.Η Ροζάνα θα προβεί σε ορμητικές,δραματικές πράξεις εξαιτίας του χωρίς ανταπόκριση έρωτά της.Η απελπισία και η μοναξιά θα την βρουν αδύναμη και οι εξελίξεις θα τσακίσουν την όποια ελπίδα είχε να ξεφύγει.
  •    την Πηνελόπη Μπέτερετζ ,την χαριτωμένη και καλόκαρδη  κόρη του αρχιυπηρέτη που αν και έχει μορφωθεί και μπορεί θεωρητικά να φύγει από το αρχοντικό αυτή δεν το κουνάει ρούπι βολεμένη σε μια κατάσταση ημι-ανεξαρτησίας που όμως κάνει την προσωπική της ζωή περίπου ανύπαρκτη.
  •    την οικογένεια του φτωχού μεροκαματιάρη ψαρά Γιόλαντ που ζει στην περιοχή και η ανάπηρη και αντικοινωνική κόρη του,η κουτσή Λούσυ, γίνεται η μοναδική φίλη της Ροζάνα.Η οικογένεια είναι, παρά την λίγη έκταση που δίνει ο Κόλλινς στα πραγμένα της, σταράτη και ακριβής αποτύπωση της Αγγλίας των φτωχών και των κατώτερων τάξεων και της προδιαγεγραμμένης μοίρας τους.Μόνος βλαξ αναγνώστης μένει στο αστυνομικό μυστήριο και δεν βλέπει την κοινωνική αδικία που ο Κόλλινς δεν παραλείπει, με τον τρόπο του, να του αποκαλύψει.
  •    τον Γκόντφρεϋ Έημπλγουάητ,κοσμικό λιμοκοντόρο και σκάρτο τύπο που εγκλωβίζεται στα πάθη του,ξάδελφο (κι αυτόν) του Μπλέηκ και της Ρέητσελ την οποία τριγυρίζει οσμιζόμενος λεφτά και καταφέρνει αρχικά να την αρραβωνιαστεί και μετά να διαλύσει το ίδιο άνετα τον αρραβώνα που καταλαβαίνει ότι δεν θα του αποδώσει εισόδημα
  •   τους επίμονους Ινδούς που πάση θυσία επιχειρούν ξανά και ξανά την ανάκτηση της ιερής γι αυτούς Φεγγαρόπετρας



Δίκαια η "Φεγγαρόπετρα" του  Κόλλινς,κολλητού του Ντίκενς πλην αυτόφωτου και πραγματικά ταλαντούχου,θεωρείται ως ένα από τα εναργέστερα αστυνομικά με το εντυπωσιακό βικτωριανό της φόντο να παραμένει το ίδιο γοητευτικό και ανθρωποκεντρικό και σήμερα,συγγραφικό πρότυπο για εκατοντάδες εγχειρήματα αμέτρητων άλλων "υπηρετών" της αστυνομικής λογοτεχνίας.

Τέλος, αν και τα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη είναι πολλά στην ελληνική έκδοση κι αυτό με ξένισε, η μετάφραση του Τάσου Δαρβέρη είναι πραγματικά καλή.Έτσι ας μετρήσει περισσότερο η θετική πλευρά,δηλαδή το ότι είχαμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε τον Γουίλκι Κόλλινς ήδη από το 1991 χάρη στην έκδοση αυτή της Μέδουσας. 



*Συνεχίζω να απορώ προς τι τόσο διάβασμα αφού καταντήσαμε αδιάφορες στρουθοκάμηλοι στην αληθινή ζωή,κάνοντας ότι δεν μας αφορά η άθλια επικαιρότητα που είμαστε χωμένοι εντός της. Προφανώς δεν μας έχουν εμπνεύσει επαρκώς ή και καθόλου τα μεγαλοστόχαστα και καλά βιβλία που διαβάσαμε,έχουμε περάσει απλώς όμορφα και το μόνο που θέλουμε είναι άλλοι να κάνουν τον Δον Κιχώτη για λογαριασμό μας κι εμείς να τους ασκούμε κριτική.

** Ελάχιστες αλλά στιβαρές οι βιβλιοφιλικές αναφορές του Κόλλινς(νομίζω πως δεν συνηθίζονταν τότε,μετά έγιναν ψωμοτύρι)και πάντως μεγαλοπρεπής εκείνη στον εκπληκτικό Τόμας Ντε Κουίνσυ και τις "Εξομολογήσεις Ενός Άγγλου Οπιοφάγου" ,βεβαίως όχι τυχαία.

"Το Διπλό Πρόσωπο του Νου", Γιάννης Παπαγιάννης


 





















γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου



Πού αρχίζει και πού (μπορεί να) τελειώνει σαν πηγή έμπνευσης για τον συγγραφέα της εποχής μας αυτή η πολυεπίπεδη πραγματικότητα/καθημερινότητα που εντός της ζούμε ,η τόσο κοινή στα μάτια μας αλλά γεμάτη αγκάθια στην ατομική και συλλογική βίωσή της; Άραγε είναι πράγματι καλό υλικό για να είναι πειστική μια σύγχρονη λογοτεχνική αφήγηση που παίρνει στοιχεία απ΄ αυτήν;
Που αρχίζει και πού σταματά επομένως η συγγραφική φαντασία και πόσο αναγκαία είναι η τεχνική δεινότητα,προτερήματα που επιστρατεύονται για να ειπωθεί με σωστή, αψεγάδιαστη γλώσσα αυτό που (μοιάζει εξ αρχής να) είναι το ζητούμενο στην όλη αφήγηση/διαδρομή; Ποιο είναι σε τούτες τις συγκυρίες το ζητούμενο για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα έτσι όπως σαν είδος πορεύεται σε συγκλονιστικές (αρνητικά και θετικά ιδωμένες ταυτοχρόνως) μέρες;

Εμείς γενικότερα τι κάνουμε ως άνθρωποι /αναγνώστες;Μας απασχολεί και σε πιο βαθμό η φυσική μας διττότητα,αντιλαμβανόμαστε το αμφίσημο,το διπλό,το ενίοτε επιμελώς κι άλλοτε όχι πάντως κρυμμένο ιανικό μας είναι,το κάτω από την μάσκα που φοράμε στην καθημερινότητα αυτή που εδώ δίνει το υλικό στον συγγραφέα;Την σκοτεινή,άλλη πλευρά,την βαθιά χωμένη στην ψυχή και  το νου, αυτή που πιθανόν έχει συνθλιβεί με τους ρόλους που επωμιζόμαστε από παιδιά περνώντας από τις μυλόπετρες του σχολείου και της οικογένειας;
Ποιο άραγε είναι το πιο κρίσιμο,το καταλυτικό που μας καθορίζει ως ενήλικους έχοντας αρχίσει από την εύθραυστη κι ανελέητη παιδική και νεανική ηλικία ήδη να δρα και που αυτό κυρίως παλεύουμε να αντιμετωπίσουμε στις αναζητήσεις ταυτότητας και ύστερα κάθαρσης του εσωτερικού μας κόσμου όταν,στην πρώτη και τις κατοπινές, ωριμότητα,φτάνουμε στο κλείσιμο κύκλων και απολογισμών και στην απόπειρα αρχής κάποιων άλλων,όταν πλέον πρόσωπα του περιβάλλοντός μας, καταστάσεις μέσα στις ευρύτερες συγκυρίες και σχέσεις κάθε είδους έχουν αποδειχτεί ή καταντήσει από μύριους ετερόκλητους παράγοντες ανεπαρκείς και φθοροποιές; Εμείς σαν άτομα μέσα στους μικρόκοσμους του μεγάλου μας κόσμου πόσο και σε τι,πώς έχουμε συμβάλει ή φταίξει λόγω της διττότητας;
Ένα μυθιστόρημα όπως ετούτο του Παπαγιάννη που έχει, και με το παραπάνω, λογοτεχνικές αρετές (αψεγάδιαστη γλώσσα,συνεχή ροή,έξοχη τεχνική,σύγχρονο θέμα κά) μπορεί να καταδείξει αυτήν την άλλη καθημερινότητα και την διττότητά της;

Θα πω με σιγουριά πως ναι,μπορεί και αυτό κάνει όντως και με έξοχο τρόπο.Ο Γιάννης Παπαγιάννης στο μυθιστόρημά του "Το Διπλό Πρόσωπο του Νου",εκδόσεις Κριτική 2015 -ένα από τα πιο καλά κατά την γνώμη μου και ενδιαφέροντα βιβλία της ελληνικής πεζογραφίας το οποίο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα επαινούμενα βιβλία της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής σκηνής των τελευταίων ετών, βιβλίο απαιτήσεων και όχι απαραιτήτως δυσνόητο αν και όχι ευκολοδιάβαστο (διότι σε μονοπωλεί, πρέπει να το διαβάσεις όχι μόνον με τα μάτια αλλά και το μυαλό), βραδείας καύσεως που θα αντέξει στον χρόνο -εκεί λοιπόν φτιάχνει έναν εκπληκτικό ήρωα στον οποίο δίνει έναν ιδιαιτέρως ελκυστικό,δισυπόστατο ρόλο με έντονα τα χαρακτηριστικά του κριτή και του κρινόμενου την ίδια στιγμή χωρίς να πλατιάζει σε βάρος της αρμονίας και της οικονομίας του λόγου.Μας ιντριγκάρει κιόλας εξ αρχής δίνοντάς του και το όνομά του .
Ο εντός του μυθιστορήματος Παπαγιάννης είναι ο ένας από τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες της αφήγησης κι εκείνος που εμπλέκεται παρεμβατικά στην ζωή τού άλλου ήρωα,του ψυχίατρου Βασίλη Ζώη,του οποίου τα αλλοπρόσαλλα(που δεν είναι και τόσο αλλοπρόσαλλα,αντιθέτως έχουν βαθιές ρίζες και αιτίες) καμώματα στην μεσήλικη ζωή του είναι η αφορμή για να υφάνει ο πραγματικός Παπαγιάννης ιδανικό κουκούλι που να  χωράει το ίδιο καλά περιγραφές συμβατικών γεγονότων και επινοημένα περιστατικά,υπαινιγμούς και παρωδίες,σχόλια και διακειμενικές αναφορές-κλειδιά για την πρόσληψη της ιστορίας που (μας)αφηγείται.

Η λακωνική περίληψη στο οπισθόφυλλο εστιάζει στα εξωκειμενικά και ενδοκειμενικά στοιχεία που σχηματίζουν το ορατό σώμα του κειμένου που είναι εμπνευσμένο μεν από την πεζή πραγματικότητα, μπολιασμένο όμως με στοιχεία ονείρου και βέβαια επινόησης,μετασχηματισμένο σε μιαν αφήγηση δομημένη με τρόπο τέτοιο από τεχνικής πλευράς έτσι ώστε αυτή να περάσει στο τέλος χωρίς μεγάλη απώλεια τα βαθύτερα,τα κύρια υπαρξιακά νοήματά της σε μας τους αναγνώστες,ξεχωριστά βεβαίως για τον καθένα μας:

  •   985: Ο έφηβος Βασίλης ερωτεύεται την Ευγενία. Σχεδιάζει να την παντρευτεί, όμως εκείνη αρραβωνιάζεται με άλλον. Η εκδίκησή του θα είναι δαιμονική.
  •   Χειμώνας 2009: Ο Βασίλης,έπειτα από είκοσι χρόνια, επιστρέφει στον τόπο του και ερωτεύεται για δεύτερη φορά την Ευγενία. Όμως δεν είναι η Ευγενία. Η παθιασμένη σχέση ξυπνάει εφιάλτες.
  •   Καλοκαίρι 2009: Ο συγγραφέας συναντάει τον Βασίλη και τρεις κοπέλες σε διακοπές. Το πρωί η μία κοπέλα βρίσκεται δολοφονημένη κι οι υπόλοιποι έχουν εξαφανιστεί.
  •    2011: Ο συγγραφέας συναντά τον Βασίλη,μ’ένα σχέδιο στο μυαλό του.


Στην αναλυτικότατη και επίσης πολιτική ανάγνωση της Μαρώς Τριανταφύλλου (εδώ ολόκληρη η παρουσίαση την οποία θεωρώ εξαιρετική και με κάλυψε 100%) διαβάζουμε:

  • Τόσο στην "Ασθένεια της Πεταλούδας" (Άγκυρα, 2009) και πιο πολύ τώρα, στο μυθιστόρημα "Το Διπλό Πρόσωπο του Νου",η φροντίδα της μορφής,η έγνοια της επιλογής μιας πρωτότυπης και πειραστικής για τον ψαγμένο αναγνώστη αφήγησης είναι μεγάλη. Φαίνεται να έλκεται από το αστυνομικό μυθιστόρημα, που τα τελευταία χρόνια έχει χάσει ουσιαστικά τον αστυνομικό χαρακτήρα, και αποτελεί πλέον μια άλλη μορφή του κοινωνικού μυθιστορήματος.Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ένας φόνος, από τον οποίο σαν ιστός αράχνης εξυφαίνεται ένα τεράστιο, πολύπλοκο δίχτυ προσώπων, καταστάσεων και σχέσεων. Λόγω του τρόπου αφήγησης, οι σχέσεις και οι καταστάσεις μοιάζουν να έχουν μια υδάτινη, ονειρική ή καλύτερα εφιαλτική διάσταση. Μια προσεκτικότερη όμως ανάγνωση αποδεικνύει ότι είναι πολύ στέρεα δομημένες και καρφωμένες στην πραγματικότητα. Καρφωμένες στη σύγχρονη Ελλάδα με τις αβεβαιότητες και τις πολλαπλές κρίσεις, την μπερδεμένη και φοβισμένη Ελλάδα, και γι’ αυτό ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων κινείται ζωντανός στους δρόμους και διηγείται ιστορίες τρέλας και μίσους ή, στην καλύτερη περίπτωση, ιστορίες ποτισμένες σε οντολογική ειρωνεία.
  • Πρόσωπο μέσα στο κείμενο είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, που εμπλέκεται ως ήρωας μέσα στο ίδιο του το έργο, χωρίς όμως να υπάρχει η ελάχιστη αυτοβιογραφικότητα, με επιμελημένη παραμόρφωση του προσώπου ώστε σε τίποτε να μη θυμίζει τον πραγματικό Παπαγιάννη. Παραβιάζει έτσι με ενδιαφέροντα τρόπο τα πιραντελικά όρια της ζωής και της τέχνης, της ζωής που γίνεται αντικείμενο τέχνης, για να μη μοιάζει σε τίποτε με το πραγματικό αντικείμενο αλλά να είναι έτσι που πάντα να το θυμίζει. Η τελική επίγευση από την ανάγνωση του μυθιστορήματος μοιάζει με αυτήν που αφήνει ένας πίνακας του Λούσιεν Φρόιντ.
  • Τα κεφάλαια και τα υποκεφάλαια της ιστορίας του συναιρούν εσκεμμένα τεχνικές διαφόρων ρευμάτων και συγγραφέων. Ένα προσεκτικό μάτι αναγνωρίζει διαφορετικές υφολογικές επιλογές από κεφάλαιο σε υποκεφάλαιο, ακούει υπόγεια γνωστές φωνές, ενώ ο συγγραφέας κλείνει το μάτι βοηθώντας ως έναν βαθμό τον αναγνώστη του να ανακαλύψει τα παιχνίδια αυτά, να τα ξεσκεπάσει με ευχαρίστηση, δίνοντας ένα νέο αναγνωστικό βάθος. 
  • Το "Διπλό Πρόσωπο του Νου" είναι ένα κατεξοχήν μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, που μιλά για την περιπέτεια της γραφής, περιγράφει με τον εαυτό του αυτή την περιπέτεια.  Διαχειρίζεται έμμεσα έναν πλούτο σύγχρονων φιλοσοφικών θεωριών για τη γλώσσα και τη χρήση της, με αφετηρία τον Βιτγκενστάιν του Tractatus, ενώ συνομιλεί ευθέως με την ντεριντιανή θεωρία της αποδόμησης. Η γλώσσα, ζωντανή και χυμώδης, αλλάζει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ανάλογα με τις συγκεκριμένες κάθε φορά ανάγκες και τις αναφορές, άλλοτε ακύμαντη, στεγνά περιγραφική, άλλοτε κοφτερή και ειρωνική, άλλοτε στα όρια της προφορικότητας, πράγμα που επιτρέπει στον συγγραφέα να παρασύρει τον αναγνώστη σε συνδημιουργικές αναγνώσεις και στην ψευδαίσθηση ότι αυτό που διαβάζει γράφεται εκείνη τη στιγμή και το γράφει ο αναγνώστης μαζί με τον συγγραφέα.

Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Παπαγιάννη γράφει θετικά σχόλια και ο Διονύσης Μαρίνος -με ένα εξαιρετικό στυλ γραψίματος κι εκείνος οφείλω να πω- εδώ και η συνήθης ύποπτη Κατερίνα Μαλακατέ στο μπλογκ τηςμε κείνον τον φοβερό τρόπο που έχει:πέντε σταράτα,εύστοχα σχόλια,κατ΄ευθείαν στο ψαχνό και χωρίς μεσοβέζικες διπλωματοσύνες (αν διαβάσετε την κριτική της θα καταλάβετε τι εννοώ).Τέλος ο ίδιος ο συγγραφέας δίνει μερικές απαντήσεις για το έργο του στην στήλη "στο εργαστήριο του συγγραφέα" του Fractal.


Bρείτε το,παρακαλώ,αυτό το μυθιστόρημα,αγοράστε το αν μπορείτε -διότι δεν είναι ακριβό, ειδικά σε σχέση με την ποιότητα της έκδοσης θα έλεγα καθόλου- δανειστείτε το (όπως έκανα κι εγώ με το προηγούμενό του που κάπου έδωσα και ποτέ δεν μου επέστρεψαν και τώρα το βρήκα στην δημοτική βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου),εν ολίγοιςδιαβάστε το, είναι κρίμα το τόσο καλό αυτό βιβλίο να χαθεί στην εκδοτική μας πλημμυρίδα.


Felix Mendelsohn

                                     γράφει η Γιούλα Ανδρέου Ζωγράφου

O G.M υπήρξε ένας συνθέτης της πρώιμης ρομαντικής περιόδου και πιανίστας.
Γεννήθηκε το 1809 στο Αμβούργο από επιφανή εβραϊκή οικογένεια (τραπεζίτης ο πατέρας του και φιλόσοφος ο πάππους του , Μωυσής)
Η αδελφή του Fanny ήταν κι αυτή ένα εξαιρετικό ταλέντο!
Απ΄το σαλόνι τους πέρασαν όλη η πνευματική και καλλιτεχνική αφρόκρεμα του Βερολίνου
Το 1835 ονομάστηκε μαέστρος της Gewandhaus ορχήστρας της Λειψίας.
Έγραψε πολλά πιανιστικά έργα (Lieder ohne Worte, τραγούδια χωρίς λόγια από τα πολύ γνωστά του) μουσική Δωματίου, κοντσέρτα (σε μι ελάσσονα αγαπήθηκε πολύ!)
Ο φιλόσοφος Nitsche θαύμαζε την μουσική του σε αντίθεση με την περιφρόνησή του στον Ρομαντισμό....
..ας ακούσουμε το περίφημο Κοντσέρτο του