Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Εορταστική συναυλία με τα έγχορδα της Εθνικής Συμφωνητικής Ορχήστρας της ΕΡΤ


Εορταστική συναυλία με τα έγχορδα της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ που θα μας ταξιδέψει από την κεντρική Ευρώπη μέχρι τις κορυφές του Παρνασσού.Σολίστ οι Δημήτρης Σέμσης και Απόλλων Γραμματικόπουλος. Την ορχήστρα διευθύνει ο Δημήτρης Αγραφιώτης.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Γκέοργκ Φρίντριχ ΧέντελΚοντσέρτο Γκρόσο έργο 6, αρ. 4 για ορχήστρα εγχόρδων
Γιόχαν Σεμπάστιαν ΜπαχΚοντσέρτο για 2 βιολιά και ορχήστρα εγχόρδων
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Θεόδωρος Αντωνίου: AdParnassum για ορχήστρα εγχόρδων (Α΄ Παγκόσμια παρουσίαση)
Μπέντζαμιν ΜπρίττενΑπλή Συμφωνία για ορχήστρα εγχόρδων
Προπώληση εισιτηρίων www.ticketservices.gr



150 χρόνια logo

Ο Τίτος Πατρίκιος και το έργο του


Πέμπτη 5.11 | 19.00 | ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ
Τον ποιητή θα παρουσιάσει η φιλόλογος και μελετήτρια του έργου του Ελένη Αντωνιάδου
Θα ακολουθήσει συζήτηση του Τίτου Πατρίκιου με τον κριτικό και ποιητή Δημήτρη Χουλιαράκη
Η βραδιά θα κλείσει με ανάγνωση ποιημάτων από τον ίδιο τον ποιητή.

Ώρα έναρξης 19.00 | Είσοδος ελεύθερη

150 χρόνια logo

"Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΟΠΟΤΕ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΕΙ"


Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα


Η συλλογή διηγημάτων του Σπύρου Γιανναρά με τον τίτλο Ο βασιλιάς έρχεται όποτε του καπνίσεικυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα (σελ.: 176, τιμή: 14,50 €).
Φωτογραφία εξωφύλλου: Paul Strand, Λευκό άλογο, Λουτσάρα, Ιταλία, 1953.
Συνέντευξη του συγγραφέα στο Πρώτο Πρόγραμμα μπορείτε να ακούσετε εδώ.

Είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να μιλήσει ένας συγγραφέας ή ακόμα χειρότερα να περιγράψει, ένα του βιβλίο. Ο συγγραφέας παλεύει να αποδώσει όσο καλύτερα μπορεί, το είδος που τάχθηκε να υπηρετήσει. Λέξη, λέξη, σαν την υφάντρα που αυγατίζει το εργόχειρό της βελονιά τη βελονιά. Ό,τι έχει να πει, παλεύει να το πει με το γραπτό του. Η όποια αξία του κάθε γραπτού, έγκειται σε αυτό ακριβώς που χάνεται με την παράφραση ή την απόπειρα περιγραφής του. Η περίληψη δεν αποτελεί μια εν σμικρώ απόδοσή ενός λογοτεχνικού έργου, αλλά ακρωτηριασμό του.
Γι’ αυτό και είναι εφιάλτης για έναν συγγραφέα, να γράψει το κείμενο του οπισθόφυλλου στο βιβλίο του.
Το μόνο, λοιπόν, που απομένει όταν σου ζητούν να μιλήσεις για το βιβλίο σου είναι να δώσεις ορισμένες εκ των υστέρων κρίσεις για αυτό. Εκείνο που σήμερα καταλαβαίνω, όσο δηλαδή περισσότερο απομακρύνομαι από τη συγκεκριμένη συλλογή, είναι πως παρά τα όσα ισχυρίζομαι στο οπισθόφυλλο, δεν είναι μια συλλογή διηγημάτων για τον έρωτα, αλλά για την απουσία του. Συνεπώς αν ο τίτλος δεν παραπλανά, πράγμα που απεύχομαι, το οφείλει μονάχα στην βαθιά ειρωνεία του.
Ο βασιλιάς έρωτας δεν είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα με τη δική της αυτόνομη βούληση και τις δικές της παραξενιές που έρχεται και φεύγει όποτε του καπνίσει. Γιατί, αν αφήσουμε κατά μέρος τις παρομοιώσεις, τι είναι κατά βάθος ένας βασιλιάς, αν όχι ο πιο ανελεύθερος άνθρωπος, η παραμικρή κίνηση του οποίου ρυθμίζεται από κάποιο απρόσωπο πρωτόκολλο;
Ο έρωτας είναι από τα ουσιώδη της ζωής (πιθανώς το ουσιωδέστερο) που σκοτώσαμε στο όνομα της ελευθερίας, στο όνομα της απελευθέρωσης του ανθρώπου από αναχρονιστικούς κοινωνικούς περιορισμούς. Γιατί λόγω ιστορικής διαστροφής ταυτίσαμε την ελευθερία με την ατομική κατοχύρωση, εκείνη δηλαδή την αυτάρκεια που αρδεύεται από τα νερά της ισχύος. Έτσι, από πολύ νωρίς, απ’ την απαρχή δηλαδή των νεότερων χρόνων –μια νεότητα που εδράστηκε σε αυτήν ακριβώς την ανώριμη πράξη– τοποθετήσαμε τον άνθρωπο στο επίκεντρο του σύμπαντος, ταυτίζοντάς τον με το κέντρο του κόσμου, αποθεώνοντας το «Εγώ» του.

Έτσι, ταυτίζοντάς τον με την ατομική ηδονή, σκοτώσαμε τον έρωτα ο οποίος, μιλώντας πάλι μεταφορικά, συνίσταται αντίθετα στο να σκοτώνει κανείς το «Εγώ» του. Κι έτσι καταλήξαμε ανέραστοι εν πολλοίς καταναλωτές εφήμερων ηδονών. Κι οι σχέσεις μας, ένας ψυχοφθόρος φαύλος κύκλος εναλλαγής συντρόφων, τον οποίο αδυνατούμε να σπάσουμε, καθώς αδυνατούμε να απεγκλωβιστούμε από το ίδιο μας το θωρακισμένο «Εγώ». Που ξέρει μονάχα να απαιτεί και να κερδίζει. Έναν φαύλο κύκλο συνοδευόμενο από ένα θανατερό αίσθημα ερήμωσης το οποίο κατακλύζει τον θηρευτή της ηδονής για την ηδονή, που σταδιακά βυθίζεται σε έναν πυρίμαχο κυνισμό, εντυπωσιακά ανθεκτικό στις θερμοκρασίες εκείνες όπου εξανεμίζεται και ο τελευταίος κόκκος ανθρωπιάς.

Αυτή τη φαινομενικά ατελεύτητη κυκλική κίνηση (με όλα τα αναγκαία αντίβαρα για το αντιστάθμισμά της) υιοθετούν και τα διηγήματα της εν λόγω συλλογής σε μια προσπάθεια να αποδώσουν μια αλλαγή στον τρόπο που σχετιζόμαστε. Μια λεπτή ανθρωπολογική μεταβολή που μοιάζει να χωρίζει την ανθρωπότητα σε ένα πριν και σε ένα μετά, η οποία δεν αποδίδεται ως ένα απλό χάσμα γενεών.
Αυτός υπήρξε ο οιονεί ακατόρθωτος στόχος μιας συλλογής διηγημάτων, για την οποία ο συγγραφέας της θεωρεί ότι επιτυγχάνει τον σκοπό της, κάθε φορά που κάποιος αναγνώστης της, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης ανάγνωσης, ξαναπιάνει το βιβλίο από την αρχή.

Σπύρος Γιανναράς



Ο ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και θεωρία της λογοτεχνίας στο Παρίσι. Εργάστηκε για δέκα χρόνια στην εφημερίδα Καθημερινή γράφοντας κείμενα (κυρίως για το βιβλίο, τη φωτογραφία και τα εικαστικά) και παίρνοντας συνεντεύξεις από Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Έχει συνεργαστεί με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η Νέα Εστία, το Εντευκτήριο, η Ευθύνη, το ΦρέαρL’atelier du roman κ.ά., δημοσιεύοντας κυρίως βιβλιοκριτικές και διηγήματα.
Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων Ο λοξίας (Ίνδικτος, 2008) και Ζωή χαρισάμενη (Πόλις, 2011).
Ασχολείται με την κριτική βιβλίου και τη μετάφραση. Έχει μεταφράσει Pierre Assouline, Paul Auster, Michel Houellebecq, Laurent Mauvignier, Matthew Quick (Η καλή τύχη εδώ και τώρα – The good luck of right now, Εκδόσεις Ίκαρος, 2015).
Το κείμενο του πολυβραβευμένου γάλλου συγγραφέα Laurent Mauvignier Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη παρουσιάζεται έως τις 6 Δεκεμβρίου 2015, κάθε Σάββατο και Κυριακή, στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων [ΚΕΤ] (Κύπρου 91Α & Σικίνου 35Α, Κυψέλη, Αθήνα, τηλ: 213-0040.496), σε μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά (Eκδόσεις Άγρα), σκηνοθεσία της Άσπας Τομπούλη και ερμηνεία του Νίκου Νίκα.
Το έργο και ο συγγραφέας παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε θεατρική μορφή, με την υποστήριξη του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος και του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.

Ένα άγνωστο μεσαιωνικό λογοτέχνημα της Κρήτης

Πηγή:http://www.pemptousia.gr/
«Η Δ΄ Σταυροφορία (1203–4), μια από τις πολλές προσπάθειες της χριστιανικής Δύσης να διώξει τους μουσουλμάνους από τους Αγίους Τόπους, «παραστράτισε» και κατέληξε στην (πρώτη) Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάκτηση εδαφών των Βυζαντινών όχι από βαρβαρικά φύλα ή άπιστους, αλλά από αδελφούς τους χριστιανούς, με τους οποίους, όμως, τουςχώριζε από το 1054 το εκκλησιαστικό Σχίσμα. Αυτή η επίθεση ήταν το αποκορύφωμα όχι μόνο μιας θρησκευτικής διένεξης, αλλά ταυτόχρονα και μιας σύγκρουσης οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων.
Ειδικά η Βενετία, που είχε προμηθεύσει στους σταυροφόρους τα πλοία, ζητούσε για αντάλλαγμα, εκτός από μέρος τής (πολύ πλούσιας) λείας της Κωνσταντινούπολης, μεγάλες περιοχές στον χώρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε καίρια για το εμπόριό της σημεία: νησιά και λιμάνια στον δρόμο προς τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, προς τη Μικρα σία και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Έτσι απέκτησε πολύ σύντομα μεταξύ άλλων και την πιο σημαντική θαλασσινή κτήση της, την Κρήτη.
kritimesa
Marco Boschini, Ο λέων του αγίου Μάρκου προστατεύει το νησί της Κρήτης (1651)
Η Κρήτη
Σε αντίθεση με τις άλλες κτήσεις της, όπου η Βενετία περιορίστηκε στην οχύρωση ορισμένων ισχυρών, συνήθως παραλιακών, θέσεων, την Κρήτη αποφάσισε να την καταλάβει ολόκληρη. Ανάμεσα στα 1211 και 1252 έστειλε εκεί συνολικά 250 οικογένειες, όλες βενετσιάνικες, μέλη της ανώτερης τάξης (των ευγενών) και της αστικής κοινωνίας. H Βενετία μοίρασε όλο το νησί ανάμεσα στο βενετικό δημόσιο, τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και αυτούς τους νέους αποίκους-φεουδάρχες. Παλιότερα (κτηματικά και άλλα) δικαιώματα των ντόπιων αρχοντικών και μη οικογενειών και της ελληνορ θόδοξης Εκκλησίας δεν αναγνωρίστηκαν. Ο ανώτερος ορθόδοξος κλήρος εκδιώχθηκε από το νησί. Οι ορθόδοξοι κάτοικοι έχασαν ακόμη και την ελευθερία τους.
Πρωτεύουσα της Κρήτης έγινε ο Χάνδακας, γνωστός αργότερα με την ονομασία το «Μεγάλο Κάστρο» ή απλώς «Κάστρο» (δηλ. περιτειχισμένη μεσαιωνική πόλη), το σημερινό Ηράκλειο. Οι Βενετοί το αποκαλούσαν Candia/Candida, αλλά το ίδιο όνομα χρησιμοποιούσαν και για ολόκληρο το νησί. Στην πόλη αυτή βρισκόταν η έδρα του ρωμαιοκαθολικού αρχιεπισκόπου Κρήτης και της βενετικής διοίκησης, του τριμελούς reggimento («αυθεντίας»), που αποτελούνταν από τον διοικητή, τον Δούκα (Duca di Candia), και δύο συμβούλους. Στις άλλες τρεις περιφέρειες του νησιού, με πρωτεύουσες τα Χανιά (Chanea), το Ρέθυμνο και τη Σητεία, η Βενετία τοποθετούσε από έναν διευθύνοντα (rector) και δύο συμβούλους. Όλοι αυ- τοί οι ανώτεροι αξιωματούχοι εκλέγονταν στη Βενετία από τους Βενετούς και στέλνονταν για μικρό μόνο χρονικό διάστημα στην Κρήτη.
Οι αντιδράσεις των 12 βυζαντινών αρχοντικών οικογενειών, των «αρχοντόπουλων», δεν άργησαν να εκδηλωθούν. Όπως και στην γαλλοκρα-τούμενη μετά την Δ΄ Σταυροφορία Πελοπόννησο, οι πρώτες εξεγέρσεις ξέσπασαν από τη στιγμή κιόλας που οι έποικοι δεν είχαν ακόμα καταλάβει όλη την Κρήτη. Ο 13ος αι. βλέπει τη μία μετά την άλλη αρχοντική οικογένεια να διεκδικούν δικά τους εδάφη με τα όπλα στο χέρι και με την υποστήριξη του ελληνορθόδοξου κατώτερου κλήρου και του λαού της περιοχής.
Στα τέλη του 13ου αι. και οι 12 οικογένειες είχαν ουσιαστικά ανακτήσει κάποια εδάφη, κυρίως στη λιγότερο εύφορη Δυτική Κρήτη, πάντα βέβαια μέσα στο πλαίσιο του βενετικού φεουδαρχικού συστήματος.
kritimesa2
Giorgio Corner, Αλληγορική απεικόνιση της Κρήτης (λεπτομέρεια χάρτη, 1625)
Η οικογένεια Falier/Φαλιέρου
Η «αρχαία» ευγενική οικογένεια Falier χάρισε στη Βενετία μερικούς δόγηδες (δηλ. ανώτατους, εκλεγμένους «δούκες»/ηγεμόνες) και πολλούς ανώτερους αξιωματούχους. Ο τελευταίος δόγης της οικογένειας ήταν ο περιβόητος Marin Falier / Marino Faliero, που εκτελέστηκε το 1355, επειδή ήθελε να καταλύσει το βενετικό δημοκρατικό (δηλ. αβασίλευτο αριστοκρατικό) πολίτευμα με πραξικόπημα.
Ανάμεσα στους νέους αποίκους του 1211 στην Κρήτη συγκαταλέγονται και μερικά μέλη της οικογένειας Falier. Δεν έχουν μελετηθεί ακόμα οι τύχες αυτών των «ιδρυτικών» βενετικών οικογενειών. Ελάχιστες απ’ αυτές εξακολούθησαν να επιβιώνουν και να ακμάζουn ως την παράδοση του Κάστρου στους Τούρκους το 1669. Στα τέλη του 14ου αι., κανένας κλάδος από τους πρώτους αποίκους Falier δεν επιζούσε. Η μοναδική οικογένεια ευγενών Falier ήταν αυτή του Marco Falier…»
kritimesa3

Οικόσημο του δόγη Μαρίνου Φαλιέρου από το οποίο λείπει η απεικόνισή του
ως τιμωρία (damnatio memoriae)
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το έργο: «Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν του βενετοκρητικού φεουδάρχη και ποιητή Μαρίνου Φαλιέρου».  Πρόκειται για  ένα δημώδες παραινετικό ποίημα του πρώτου μισού του 15ου αιώνα. Έχει αποδέκτη τον γιο του ποιητή, τον Μάρκο, αλλά αποτυπώνει και γενικότερα προβλήματα της αρχοντικής κοινωνίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη: τις σχέσεις με τους χωρικούς και την αντιμετώπιση καινούργιων κοινωνικών δεδομένων, όπως η ανατροφή των αγοριών, η διεύθυνση μιας οικογένειας, οι απειλές που απορρέουν από τον πλούτο και τη χλιδή, ο χειρισμός του δεύτερου γάμου και οικονομικών-κληρονομικών ζητημάτων.
Το έργο του Φαλιέρου φαίνεται να ακολουθεί την ηθικοδιδακτική παράδοση της ελληνικής υστερομεσαιωνικής λογοτεχνίας (π.χ. Σπανέας, Διδαχή Σολομώντος ή Ψευδο-Σπανέας, Συμβουλές στον Φραντσισκή του Στέφανου Σαχλίκη). Στην πραγματικότητα, αποτελεί, σε ένα τμήμα του, διασκευή μιας μορφής του μεσαιωνικού πεζού έργου De cura rei familiaris, που γνώριζε τότε εξαιρετική επιτυχία. Πάντως ο Φαλιέρος χρησιμοποιεί το πρότυπο αυτό, και άλλες πηγές, επιλεκτικά, για να διατυπώσει τις δικές του, επίκαιρες και πρακτικές συμβουλές για τη ζωή μέσα στον κόσμο. Είναι η πρώτη φορά που δημώδες λογοτέχνημα συμβουλεύει λεπτομερειακά για την επιλογή της νύφης, τις συζυγικές σχέσεις, την κατανομή καθηκόντων μέσα στην οικογένεια και τη μοίρα των παιδιών.
Την έκδοση επιμελούνται οι ομότιμοι καθηγητές του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ Arnold van Gemert και Wim Bakker.

Μαρίνος Φαλιέρος, Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν


Οι Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν του βενετοκρητικού φεουδάρχη και ποιητή Μαρίνου Φαλιέρου είναι ένα δημώδες παραινετικό ποίημα του πρώτου μισού του 15ου αιώνα. Έχει αποδέκτη τον γιο του ποιητή, τον Μάρκο, αλλά αποτυπώνει και γενικότερα προβλήματα της αρχοντικής κοινωνίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη: τις σχέσεις με τους χωρικούς και την αντιμετώπιση καινούργιων κοινωνικών δεδομένων, όπως η ανατροφή των αγοριών, η διεύθυνση μιας οικογένειας, οι απειλές που απορρέουν από τον πλούτο και τη χλιδή, ο χειρισμός του δεύτερου γάμου και οικονομικών-κληρονομικών ζητημάτων. Το έργο του Φαλιέρου φαίνεται να ακολουθεί την ηθικοδιδακτική παράδοση της ελληνικής υστερομεσαιωνικής λογοτεχνίας (π.χ.ΣπανέαςΔιδαχή Σολομώντος ή Ψευδο-ΣπανέαςΣυμβουλές στον Φραντσισκή του Στέφανου Σαχλίκη). Στην πραγματικότητα, αποτελεί, σε ένα τμήμα του, διασκευή μιας μορφής του μεσαιωνικού πεζού έργου De cura rei familiaris, που γνώριζε τότε εξαιρετική επιτυχία. Πάντως ο Φαλιέρος χρησιμοποιεί το πρότυπο αυτό, και άλλες πηγές, επιλεκτικά, για να διατυπώσει τις δικές του, επίκαιρες και πρακτικές συμβουλές για τη ζωή μέσα στον κόσμο. Είναι η πρώτη φορά που δημώδες λογοτέχνημα συμβουλεύει λεπτομερειακά για την επιλογή της νύφης, τις συζυγικές σχέσεις, την κατανομή καθηκόντων μέσα στην οικογένεια και τη μοίρα των παιδιών.
Την έκδοση επιμελούνται οι ομότιμοι καθηγητές του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ Arnold van Gemert και Wim Bakker.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΕΞΟΔΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»

ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΙΕΤ

Το βιβλίο του Michael Walzer

Έξοδος και επανάσταση

που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άρτος Ζωής σε μετάφραση του Βαγγέλη Καργούδη,
θα παρουσιαστεί στο βιβλιοπωλείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Τσιμισκή 11,
την Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015, στις 19:00.


Θα μιλήσουν οι: 
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ 
Ρίκα Μπενβενίστε, καθηγήτρια στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών 
Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας 
Νικόλας Σεβαστάκης, καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών 
Επιστημών του ΑΠΘ 

Συντονιστής της εκδήλωσης: 
Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του Δ.Σ. του Άρτου Ζωής 

Το παρόν βιβλίο πραγματεύεται μια ιδέα με έντονη παρουσία και επίδραση στη δυτική πολιτική σκέψη, την ιδέα της απολύτρωσης από τα δεινά και την καταπίεση· μια εγκόσμια λύτρωση, απελευθέρωση, επανάσταση. Ο συγγραφέας προσπάθησε να περιγράψει τις απαρχές αυτής της ιδέας στην ιστορία της απολύτρωσης του λαού του Ισραήλ από την Αίγυπτο και κατόπιν να δώσει μια ανάγνωση της Εξόδου, των Αριθμών και του Δευτερονομίου σχεδιασμένη έτσι ώστε να εξηγεί τη σημασία τους για τόσες γενιές θρησκευτικών και πολιτικών ριζοσπαστών. Η απόδραση από την αιχμαλωσία, η περιπλάνηση στην έρημο, η ανάβαση στο όρος Σινά, η γη της επαγγελίας: όλα αυτά δεσπόζουν στη γραμματεία της επανάστασης. Πράγματι, η επανάσταση έχει συχνά αποδοθεί ως αναπαράσταση της Εξόδου και η Έξοδος έχει ιδωθεί πολλές φορές ως πρόγραμμα επανάστασης. 

Στόχος του βιβλίου δεν είναι να παραθέσει μια ιστορία της ιδέας της απολύτρωσης αλλά μια μελέτη της σημασίας της, και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να το πετύχει αυτό από το να μιμηθεί τους πολλούς συνηγόρους και ακτιβιστές της απολύτρωσης που μάζεψαν τους οπαδούς τους γύρω τους και τους διάβασαν τη βιβλική ιστορία· που διάβασαν και ανέπτυξαν και ερμήνευσαν την ιστορία· επειδή κάθε ανάγνωση είναι ταυτόχρονα και μια εκδοχή, μια επανεφεύρεση του παρελθόντος προς χάριν του παρόντος. Γιατί όμως επανεφευρίσκεται αενάως αυτή η ιστορία; Ακριβώς αυτό προσπαθεί να εξηγήσει το Έξοδος και επανάσταση

Ο Μάικλ Γουόλζερ γεννήθηκε το 1935 στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Μπράνταϊς (Μασσαχουσέτη) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Πρίνστον (1962-1966) και του Χάρβαρντ (1966-1980). Το 1980 εκλέχτηκε καθηγητής κοινωνικών επιστημών στο Institute for Advanced Study του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, του οποίου είναι σήμερα ομότιμος καθηγητής. Το 2006 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε επί τέσσερεις δεκαετίες, μέχρι την άνοιξη του 2013, συνδιευθυντής του περιοδικούDissent, το οποίο εκφράζει τη φιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική αριστερά της Αμερικής. 

Ο Μάικλ Γουόλζερ είναι από τους κυριότερους εκπροσώπους της αμερικανικής πολιτικής φιλοσοφίας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: Περί ανεκτικότητας (Καστανιώτης 1998), Η ηθική εντός και εκτός των συνόρων (Πόλις 2003), Δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι (Ιωλκός 2008). 


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: 

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΙΕΤ, Τσιμισκή 11, τηλ. 2310 288 036 bookstore@miet.gr 
ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ, τηλ. 210 88 24 547 artos@otenet.gr

Γιώργος Σεφέρης: το τοπίο ως σύμβολο



Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν ο πρώτος ποιητής που περιέγραψε την αληθινή Ελλάδα σ’ ένα ποίημα όπως το Μυθιστόρημα, αυτήν τη χώρα που ζούσαμε καθημερινά και φαντασιακά χωρίς ιδεαλισμό, επιγραμματικά, με πλάγιες αναφορές, με μια πικρή γεύση στο στόμα και μ’ ένα αίσθημα στειρότητας αλλά και με εφιαλτικά οράματα, που αναδύονται απ’ τον μύθο και την ιστορία που μας στοιχειώνει. Η μιζέρια η σημερινή απέναντι στο μεγαλείο του παρελθόντος, καπηλευμένο από μια κούφια ρητορεία, τώρα ένα νεκρό γράμμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανία, την έκσταση, το αδιέξοδο, τον πλούτο, τη φτώχεια, τη στενομυαλιά και την απουσία όλων αυτών που κάνουν τη ζωή μυστηριώδη και άξια να βιωθεί, στριμωγμένα σ’ ένα και μόνο όνειρο, τη φυγή και οδυνηρή επιστροφή σ’ έναν τόπο που μας έπνιγε, που μας διώχνει και μας κρατάει δέσμιους συναισθηματικά και πνευματικά με την τόσο μεγάλη του αρχαιότητα:
Α’
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι […]


Η πρώτη ερώτηση εδώ είναι ποιοι ήταν αυτοί που περίμεναν τον άγγελο και ποιος είναι αυτός ο άγγελος και τι μηνύματα φέρνει, εκτός αν είναι άγγελος Κυρίου, και ποιοι αυτοί που γύρισαν στα σπίτια τους τσακισμένοι. Οι στίχοι μοιάζουν να αντιλέγονται, το «γυρίσαμε και το ταξιδέψαμε», δεν ξέρουμε ποιοι και από πού γύρισαν και γιατί ταξίδεψαν στον βοριά. Τα ερωτήματα αυτά αμέσως γεννάνε την απορία για ποιους μιλάει ο ποιητής. Να υποθέσουμε ένα άτομο που μιλάει στον πληθυντικό ή μια ομάδα ανθρώπων; Και γιατί αφού γύρισαν σπίτια τους να ταξιδέψουν μόλις ξύπνησαν, στον βοριά ξένοι;
Οι στίχοι μοιάζουν με μια παράταξη ψευδοαφηγηματική αλλά αποκομμένοι μεταξύ τους σαν να συναθροίζονται άσχετες φράσεις. Και γιατί ν’ αρχίσει το πανάρχαιο δράμα; Ποιο δράμα;
Και παρακάτω, το ποίημα συνοψίζει τα μοτίβα ολόκληρου του ποιήματος:

βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ’ άσπιλα φτερά των κύκνων που

μας πληγώναν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας που

δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.

Το ποίημα έτσι ολιγόστιχο μοιάζει να αραδιάζει φράσεις άσχετες που όμως σχετίζονται με τους ρυθμούς και τον τόνο της γλώσσας.
Συνοψίζει το κύριο κλίμα ολόκληρου του ποιήματος. Ένας αέρας που μας τρελαίνει τις νύχτες, οι μέρες που δεν ξεψυχάνε, οι πληγές, η καταχνιά, η αγωνία και γιατί «τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής». Πού συμβαίνουν αυτά; Και τι σημαίνει εδώ το μιας τέχνης ταπεινής;
Ξεκινώντας απ’ το τέλος του ποιήματος, τα ανάγλυφα δεν μπορεί παρά να είναι μεταφορικά, τα ίδια τα κομμάτια του ποιήματος που θ’ ακολουθήσει. Ο ποιητής κάνει μια αρχική υπόκλιση δηλαδή σαν να ζητάει συγγνώμη στον αναγνώστη του. Μια σύμβαση συνηθισμένη σε έργα των προηγούμενων αιώνων.
Από εδώ καταλαβαίνουμε ότι το ποίημα πρέπει να διαβαστεί μεταφορικά μεν, αλλά οι αναφορές του στο περιβάλλον, στην ιστορία, στον μύθο είναι πραγματικές. Στον Βοριά οι μέρες πραγματικά δεν τελειώνουν, τα δειλινά τραβάνε σε μάκρος, ο αέρας μπορεί να είναι δυνατός και βέβαια οι συχνές καταχνιές είναι ακριβώς μέρος του βόρειου κλίματος.
Άρα ο βοριάς είναι μια χώρα όπως η Αγγλία, η Γαλλία όπου έμεινε ο ποιητής. Το πρώτο λοιπόν μέρος του ποιήματος αναφέρεται σε μια άλλη χώρα απ’ όπου ξεκινάει ο αφηγητής γυρίζοντας από κάπου πληγωμένος, και πάλι μεταφορικά, αλλά και ίσως έχει ειπωθεί ιστορικά η κρυπτική αναφορά στην Μικρασιατική έξοδο και επιστροφή. Πάντως αυτό είναι ένα φόντο, ένα παρασκήνιο του ποιήματος που καθορίζει το κλίμα του, την ελλειπτική κι αντιφατική τεχνική του μοντερνισμού.
Τα τρία κομμάτια του πρώτου ποιήματος αφορούν μια διαφορετική ομάδα ανθρώπων αλλά συνδέονται στον τόνο και το κλίμα που δημιουργούν την αναμονή μιας αγγελίας στο πρώτο μέρος που δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι. Αλλά αν δεν έρχεται αυτό που επέρχεται απ’ την αναμονή μπορεί να είναι ασφαλώς και καταστροφικό, είναι μια επιστροφή κακή, όπως οι νόστοι στον Όμηρο, ή όπως η Μικρασιατική εκστρατεία και από κει αρχίζει το ταξίδι προς τα βόρεια, μια διασπορά που καταλήγει σε μια δεύτερη επιστροφή να μας δώσει αυτό το ποίημα που ακολουθεί, «τα ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής».
Πράγματι η ιστορία μας είναι τόσο μεγάλη και γυρίζομε χαμένοι μεσ’ στα συντρίμμια της για τρεις τέσσαρες χιλιάδες χρόνια, χωρίς να μπορούμε να ανασυνδεθούμε εύκολα:
γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας

σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις˙
θα μπορέσουμε;  


Το άνισο μάκρος των στίχων μας επιστρέφει σε μια ανατολιτική τεχνοτροπία ύμνων απ’ την Παλαιά Διαθήκη ίσαμε τους βυζαντινούς ψαλμούς, που διαφέρει από την παραδοσιακή ποίηση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου ή δωδεκασύλλαβου. Παρ’ όλη την πεζολογική εμφάνιση των στίχων όπως στους αρχαίους ψαλμούς, η συγκινησιακή φόρτιση των λέξεων για έναν Έλληνα αναγνώστη είναι μεγάλη. Έχει αντιμετωπίσει αυτές τις υπαρξιακές καταστάσεις χωρίς καμιά απάντηση παρά κούφια λόγια από παιδική ηλικία. Το ποίημα αναδίδει μια υπαρξιακή κούραση που όσοι έχουν καταπιεστεί απ’ την κλασική αρχαιότητα έτσι όπως μας την εμφάνιζαν χωρίς δημιουργική αναδημιουργία το καταλαβαίνουν. Ότι ο Σεφέρης αντικρούει αυτό τον ψευτοηρωικό δονκιχωτικό δογματισμό ξένισε πολλούς που ζούνε με μια τέτοια ιδεολογία, ακόμα και σήμερα, και όσους αρνούνται να δούνε τα πράγματα χωρίς παρωπίδες, είτε από δεξιά ή αριστερά:
γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;


Οι νύξεις εδώ είναι διπλές, αναφέρονται μεν στη μάχη του Μαραθώνα, εκεί όμως βούλιαξαν οι Πέρσες όχι οι Έλληνες και τώρα βουλιάζουμε εμείς; Πώς συμβαίνει αυτό; Και τα τυφλά συντάγματα αναφέρονται σ’ ένα φρικτό επεισόδιο της βυζαντινής ιστορίας και στον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Η αλλαγή στον τρόπο αναφοράς εκπλήσσει και μερικοί αγανακτούν όταν συνδυάζονται τέτοια αντιηρωικά με ηρωικά της ιστορίας μας, όπως μας την παραδίδουν… Δεν λέω να μην αγαπάς τον τόπο σου. Αλλά είναι το πώς τον αγαπάς όταν βλέπεις μπροστά στα μάτια σου ότι τον καταστρέφουν από μέσα και από έξω.
Οι απορίες μου όταν πρωτοδιάβασα το ποίημα ήταν πολλαπλές, όπως τις περιέγραψα. Όσοι γνώριζαν τον Σεφέρη στη δεκαετία του τριάντα απόρησαν με την αλλαγή της τεχνικής του άνισου στίχου που χρησιμοποίησε, αλλά δεν αναρωτήθηκαν για το περιεχόμενο, τι σήμαινε, ούτε για το κλίμα που δημιουργούσε μιας στωικής απελπισίας μ’ επιγραμματικό ύφος. Η προσήλωση που αναφέρει στο περιβάλλον μοιάζει με μια προσευχή ή μιαν ευχή «να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα…», δηλαδή ένα δράμα με τραγικά συμβάντα όπως στην αρχαία τραγωδία, αλλά για να βρεθεί το σπέρμα αυτό είναι δύσκολο, και σημαίνει ότι χρειάζεται ένας απολογισμός, μια αναζήτηση που θα αποτελέσει το ποίημα ολόκληρο και μια εξήγηση ή αναφορά με μεταφορικούς όρους της αιτίας αυτής της δυσκολίας, λόγω των νέων περιστάσεων όπου εμβαπτίζεται ο ποιητής στην εποχή του, το νόημα, η τεχνική, η αποσπασματική έκφραση του μοντερνισμού για την οποία θα απολογηθεί και πάλι στο δοκίμιο για την ποίηση, εφόσον με τη σειρά τους θα προκύψουν αντιρρήσεις και κριτικές συζητήσεις.
Και η πρώτη αντίρρηση ήταν ότι το ποίημα είναι σκοτεινό. Δεν ξεκαθαρίζει τι εννοεί για τον απροειδοποίητο αναγνώστη αλλά και για τον κριτικό που συνήθισε ένα άλλο είδος ποίησης. Πολλά χρόνια αργότερα προκύπτει ακόμα το θέμα της σκοτεινότητας και του παραλόγου στην ποίησή του, στα οποία έχει προστεθεί η απαισιοδοξία. Παρόλο που μια ομάδα ανθρώπων με ευαισθησία αναγνώρισαν ότι γενικά το ποίημα αφορά την κατάσταση του Έλληνα και το βίωμα του τόπου του ως ένα σύμβολο εφιαλτικής παρακμής και κατάρρευσης που κατέστησε τον Σεφέρη απρόσιτο στο ευρύ κοινό.
Παρόλα αυτά και κανένας δεν το ήξερε τότε, αλλά ο Εμπειρίκος ποιητής με τόσο διαφορετικό προσανατολισμό, αναγνώρισε την αξία του Μυθιστορήματος, και το μετέφρασε μάλιστα ολόκληρο στα αγγλικά πολλά χρόνια πριν από μένα και τους Άγγλους Ντάρρελ και Μπέρναρντ Σπένσερ, απ’ το 1943-1948, ο πρώτος σε συνεργασία με τον Γιώργο Κατσίμπαλη, ο δεύτερος σε συνεργασία με μένα. Τον Σεφέρη τον είχα μεταφράσει και προηγουμένως ανεξάρτητα από μόνος μου, δημοσιευμένα στο περιοδικό New Writing.
Τα συμβολικά μοτίβα του Σεφέρη είναι συχνά οι φίλοι, οι σύντροφοι. Ο παλιός Φίλος. Το περιβόλι, η σπηλιά, τα αγάλματα, το ποτάμι, τα σπασμένα μάρμαρα, οι μεγάλες πέτρες, οι πικροδάφνες, τα πρόσωπα χαμένα μέσα σ’ ένα στεγνό στείρο τοπίο, ένα διάλειμμα με πλατάνια και οι γυναικείες μορφές που αναδύονται και εξαφανίζονται όπως τα νησιά, οι τραγικές κολόνες, τα καινούργια λατομεία, και πέρα απ’ όλα αυτά η άλλη ζωή, η μοναξιά, η ξενιτιά. Αυτά περιέχονται αναλόγως στο ποίημα σε μια ατμόσφαιρα βροχής, ανέμου και συννεφιάς.
Η χρήση αυτών των συμβόλων είναι ελεγειακή, όπως ένας θρήνος. Μόνο που εισάγει για πρώτη φορά το ελληνικό τοπίο των νησιών και των βουνών μέσα στην εγκατάλειψη που εκφράζει το ποίημα, και στην αβεβαιότητα για το τι είναι ο τόπος, η πατρίδα και τα πρόσωπα που τον αποτελούν.
Μια τέτοια συνάθροιση συμβόλων, μοτίβων, επινοήσεων, πρώτη φορά εμφανίζεται στην ελληνική ποίηση και δικαίως προκάλεσε αντιδράσεις, έκπληξη, αλλά και αναγνώριση χωρίς αναγκαστικά κατανόηση του ποιήματος. Ήταν σαν να έβαζε κάποιος έναν ακρογωνιαίο λίθο σ’ ένα οικοδόμημα ακόμα ανύπαρκτο.
Οπότε είναι δύσκολο για τον αναγνώστη που δεν έχει όπως οι περισσότεροί μας προηγούμενα για να συγκρίνει την ανάλογη τεχνική, το ύφος, τουλάχιστον στην ελληνική ποίηση. Τα πρότυπα θα πρέπει να βρεθούν στην ξένη ποίηση της εποχής, στον Ενρύ Μισώ, τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ιρλανδό Γέητς, τον Απολλιναίρ, τον Βαλερύ, τον Ζαρρύ, τον Ρεμπώ, τον Πόε, και βέβαια τους Γάλλους υπερρεαλιστές, ώς ένα βαθμό και τους Άγγλους μοντερνιστές, Ώντεν, Σπέντερ, Μακ Νις, Ντύλαν Τόμας, Ντάρρελ. Στο πεζό στους Προυστ και Τζόυς. Και στο θέατρο του Πιραντέλλο. Με άλλα λόγια στη σύγχρονη ποιητική και πεζογραφία με την οποία ευθυγραμμίζεται η νέα ποίηση του Σεφέρη, και η μοντερνιστική του ποιητική θεωρία για τη χρήση του παραλόγου και της σκοτεινότητας, που ταιριάζει με τα κριτικά γραπτά των Μαλλαρμέ, Βαλερύ, Έλιοτ.
Μια τέτοια καλλιέργεια θα δώσει τους καρπούς της και με άλλους Έλληνες ποιητές, όπως ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης, ο Κάλας, ο Εγγονόπουλος, ο Γκάτσος, ο Αντωνίου, ο Σαραντάρης, ο Μάτσας, και στο πεζό ο Κοσμάς Πολίτης, κυρίως με την τζοϋσιανή «Ερόικα» και ορισμένα αφηγήματα, και ο Θεοτοκάς με την «Αργώ».
Η χρήση της ελληνικής μυθολογίας στις δεκαετίες ’30-’40 γενικεύεται με μοντερνιστικό τρόπο. Τον στηρίζουν τα περιοδικά Κύκλος, Τα Νέα Γράμματα, το Τετράδιο. Βγαίνουν τα Γραπτά του Εμπειρίκου, οι Προσανατολισμοί του Ελύτη, η Αμοργός του Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, και νέα ποιήματά του.
Αναγνωρίζεται ο Καβάφης ως πρόδρομος του μοντερνισμού, και ο Σικελιανός του υπερρεαλισμού. Νεοσυμβολιστές όπως ο Ουράνης, ο Καρυωτάκης, ο Ρίτσος, ο Καββαδίας και άλλοι, ενεργούν ως προάγγελοι του κλίματος ή προσαρμόζονται στον μοντερνισμό.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Σεφέρης με την βαθιά του μόρφωση φαντάζει ως σκοτεινός αστέρας και αποτελεί τρόπον τινά τη συνείδηση της εποχής. Ο ίδιος βλέπει με ενθουσιασμό στην εξορία του, όπως μου είπε στο Κάιρο, την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας, όταν του έφερα ένα τελευταίο τεύχος των επανεκδομένων Νέων Γραμμάτων του 1944.
Ο Σεφέρης αγαπούσε τον τόπο του και τους ανθρώπους, αλλά όταν έβλεπε να τον καταστρέφουν ανόητοι και αλαζόνες πολιτικοί, στρατιωτικοί και εκπαιδευτικοί, στράφηκε στους απλούς ανθρώπους, στον Μακρυγιάννη, στον Ερωτόκριτο που του απαγγέλνανε ψαράδες, στον Θεόφιλο, στα δημοτικά τραγούδια, σαν ένα αντίβαρο για το ξεχαρβάλωμα που έβλεπε γύρω του. Μια αστική τάξη στενοκέφαλη, μια ποιητική παράδοση που στέρευε, με κριτικούς απληροφόρητους στην πλειοψηφία τους, ανθρώπους κατεχόμενους από κομματικούς φανατισμούς.
Η αντίδρασή του ήταν το Μυθιστόρημα, μια υπερπραγματική ποίηση, ριζωμένη όμως στον κόσμο. Με άλλα λόγια, με απλή γλώσσα να παρουσιάσει την κατάσταση του τόπου με την ευαισθησία του, και τη γνώση ενός καινούργιου ποιητικού τρόπου, μιλώντας απευθείας, χωρίς το κατασκευασμένο ποιητικό ιδίωμα του παρελθόντος. Μέσα στον εφιαλτικό κόσμο που περιγράφει άφησε ωστόσο ένα παράθυρο ελπίδας, που ήταν μαζί και μια κριτική για την έλλειψη βλέμματος στους συγχρόνους του:
Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει

λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

Αθήνα Οκτώβριος 2011
Νάνος Βαλαωρίτης