Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ και η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ 13ος αι. μ.Χ.

    Πηγή:https://istoriatexnespolitismos.wordpress.com/2013/06/12/τζεκινσ-χαν-και-η-αυτοκρατορια-των-μογ/

 ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ και η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ 13ος αι. μ.Χ.
 Κατά την πρώτη δεκαετία του 1.200 μ.Χ, ο Τζέκινς Χαν νικά τα αντίπαλα γένη των Μογγόλων και εδραιώνει την εξουσία   του, καταφέρνει έτσι να επιβάλει την ενοποίηση των μογγολικών φυλών.
ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ
ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ8888
  • Το 1.206 μ.Χ, ανακηρύσσεται οικουμενικός ηγεμόνας όλων των Μογγόλων. Ως προσωπικότητα συνδύαζε την ωμή βαρβαρότητα και την αμείλικτη σκληρότητα με την μεγαλοφυή ικανότητα στη στρατιωτική οργάνωση, την δεινότητα ως κυβερνήτης και τη δεξιότητα ως νομοθέτης.
  • Διέταξε να καταγράφονται οι νόμοι, ώστε οι δικαστές μελετώντας τους να βοηθούνται στο έργο τους. Οι ηθικοί κανόνες απαγόρευαν: την αυτοδικία, τη μοιχεία, το σοδομισμό, την κλοπή, την ψευδομαρτυρία, την προδοσία, τη μαγεία, την ανυπακοή προς τους ανωτέρους, το πλύσιμο σε τρεχούμενο νερό (ανιμιστική προκατάληψη). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ποινή που προβλέπονταν ήταν ο θάνατος. Ωστόσο, στα θέματα θρησκείας, οι κανόνες ήταν πιο ελαστικοί και επιεικείς, καθένας μπορούσε να διατηρεί τη δική του πίστη και να ασκεί τη λατρεία της, αρκεί να αναγνώριζε ως υπέρτατη εξουσία το Μεγάλο Χάνο.
  • Από το 1.207 μ.Χ, η έλλειψη επαρκών εκτάσεων για βοσκότοπους, αποτελεί λόγο της έναρξης επιδρομών. Έτσι, οι Μογγόλοι αρχικά σαρώνουν το γειτονικό βασίλειο Σι-Χία.
  • Το 1.215 μ.Χ, διασπούν την άμυνα του σινικού τείχους, καταλαμβάνουν την πόλη Τσονγκτού και λεηλατούν τα ανάκτορα. Ακολουθούν τρομερές σφαγές και διάλυση της αυτοκρατορίας των Τσιν.
  • Ο Τζέκινς Χαν, προσλαμβάνει ως σύμβουλο, τον Κινέζο μογγολικής καταγωγής Γε Λου Τσουτστάι. Αυτός ασκεί θετική επιρροή επάνω του, αποτρέποντάς τον από περιττές καταστροφές και αποθαρρύνοντας τον να μετατρέψει τους ορυζώνες της Κίνας σε βοσκότοπους. Του υποδεικνύει το όφελος της φορολογίας εάν το εμπόριο συνέχιζε να ανθεί. Στα επόμενα 17 έτη, ο στρατηγός του Μουκάλι, κυριαρχεί σε όλη τη βόρεια Κίνα.
  • Το 1.217 μ.Χ, ο στρατηγός Τζεμπέ, υποτάσσει το βασίλειο Καρά Κιτάυ.
  • Κατόπιν, οι Μογγόλοι επιτίθενται με τρομερή αγριότητα στην αυτοκρατορία Χορασίμ. Όσοι από τους κατοίκους των πόλεων γλύτωναν από τη σφαγή, χρησιμοποιούνταν σαν ασπίδα στην επόμενη πολιορκία. Όσο πιο παρατεταμένη ήταν μια πολιορκία και σθεναρή η αντίσταση των κατοίκων, τόσο πιο μεγάλη ήταν η ωμότητα των εισβολέων, μετά την κατάληψη της πόλης.
  • Μετά την κατάληψη της πόλης Νισαπούρ, οι Μογγόλοι έφτιαξαν έξω από την πόλη τρεις διαφορετικές πυραμίδες από κρανία, μία από κρανία αντρών, μία από κρανία γυναικών και μία από κρανία παιδιών.
  • Στη συνέχεια κατανικούν Αρμένιους, Γεωργιανούς, Τούρκους Κιπτσάκους και Βούλγαρους του Άνω Βόλγα.
  • Το 1.223 μ.Χ, σταθεροποιούν τη θέση τους σε Ουκρανία-Κριμαία. Ενώ νικούν συνολικά στρατούς 20 διαφορετικών κρατών.
  • 1.227 μ.Χ, ο Τζεκινς Χαν πεθαίνει.
  • Το 1.229 μ.Χ, ο γιός του Τζέκινς Χαν Ουγκεντέι, διαδέχεται τον πατέρα του. Αυτός ολοκληρώνει την κατάκτηση της
    Η ΜΟΓΓΟΛΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ
    Η ΜΟΓΓΟΛΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ
    βόρειας Κίνας και υποτάσσει την Κορέα.
  • Ο εγγονός του Τζέκινς Χαν Μπατού εισβάλει στη Ρωσία. Το 1.240 μ.Χ, λεηλατεί το Κίεβο.
  • Το 1.241 μ.Χ, οι Μογγόλοι νικούν τους Πολωνούς, σαρώνουν Σιλεσία και Μοραβία και καταλαμβάνουν την Ουγγαρία.
  • Το 1.241 μ.Χ, ο θάνατος του Μεγάλου Χάνου Ογκεντέι αναγκάζει τους Μογγόλους να αναβάλουν την εισβολή τους στην κεντρική Ευρώπη και να επιστρέψουν στην Ασία για την εκλογή διαδόχου.

  • Το 1.251 μ.Χ, ανακηρύσσεται Μεγάλος Χάνος, ο εγγονός του Τζέκινς Χαν Μόνγκε. Αυτός επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας τόσο δυτικά όσο και ανατολικά. Ολοκληρώνεται η κατάκτηση της δυτικής Ασίας και εξολοθρεύονται οι σιίτες ασσασίνοι.
  • Το 1.258 μ.Χ, καταλαμβάνεται η Βαγδάτη, ο ιστορικός Μακριζί αναφέρει τον θάνατο 2.000.000 ανθρώπων και ανάμεσα τους του Χαλίφη, ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου.
  • Το 1.259 μ.Χ, ο Μεγάλος Χάνος Μόνγκε πεθαίνει.

  • Το 1.260 μ.Χ, 10.000 Μογγόλοι ηττώνται από υπέρτερες δυνάμεις των Μαμελούκων της Αιγύπτου, υπό τον σουλτάνο Κουτούζ. Αυτή η πρώτη τους στρατιωτική ήττα έχει τεράστια σημασία για τη διάλυση της φήμης των αήττητων Μογγόλων στρατιωτών. Στη συνέχεια οι Μαμελούκοι προσαρτούν τη Συρία, απωθώντας τους Μογγόλους πίσω από τον Ευφράτη.

ΚΟΥΜΠΛΑΪ ΧΑΝ
ΚΟΥΜΠΛΑΪ ΧΑΝ
  • Το 1.264 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν επικρατεί, σε εμφύλιο πόλεμο διαδοχής, του αδελφού του Αρίκ Μπογκ και ανακηρύσσεται Μεγάλος Χάνος. Ωστόσο, τα χανάτα της Χρυσής Ορδής και του Τσαγκατάι, αμφισβητούν ανοιχτά την εξουσία του.
  • Ο Κουμπλάι Χαν, έχοντας ανατραφεί με κινέζικη παιδεία, επιδιώκει να δημιουργήσει έναν νέο εκλεπτυσμένο μογγόλικο πολιτισμό. Επηρεασμένος από τον κινέζικο πολιτισμό, χτίζει τη χειμερινή του πρωτεύουσα κοντά στα ερείπια της κατεστραμμένης Τσενγκτού. Η πόλη εντυπωσιάζει για τον πλούτο της, τη διακόσμηση και τη ρυμοτομία της.
  • Το 1.279 μ.Χ, ολοκληρώνει την κατάκτηση της Κίνας, με την κατάλυση της αυτοκρατορίας των Σονγκ.
  • Το 1.275 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν γνωρίζει τον Μάρκο Πόλο και τον κρατά 17 έτη στην υπηρεσία του. Ο Μάρκο Πόλο, εντυπωσιάζεται από την Κίνα και εγκωμιάζει την προσωπικότητα του Κουμπλάι και τη γενναιοδωρία του. Ωστόσο, στα 23 έτη της βασιλείας του οι Κινέζοι έγιναν γενικά φτωχότεροι.
  • Η κοινωνική ιεραρχία της Κίνας του Κουμπλάι, είχε ως εξής:                                         
    ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ
    ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ
  1. Στην κορυφή υπήρχε η στρατιωτική ελίτ των Μογγόλων, που ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες και ήταν απαλλαγμένοι από τη φορολογία.
  2. Ακολουθούσαν οι προνομιούχοι ξένοι (Πέρσες, Τούρκοι κ.λ.π.), οι οποίοι ήταν έμποροι, επιχειρηματίες, κρατικοί λειτουργοί και ήταν επίσης απαλλαγμένοι από τη φορολογία.
  3. Οι Κινέζοι υπήκοοι Τσιν.
  4. Οι Κινέζοι υπηκόοι Σονγκ. Οι 2 τελευταίες τάξεις αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, με τους Τσιν να κατέχουν μεγαλύτερη εύνοια έναντι των Σονγκ, από τους Μογγόλους.
  • Επί Κουμπλάι Χαν, η διαχείριση της αυτοκρατορίας υπήρξε κακή, καθώς οι νομάδες Μογγόλοι ελάχιστη πείρα είχαν από διοίκηση πόλεων και από σταθερή διαμονή. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν ατυχείς εκστρατείες. Το ιππικό των Μογγόλων αποδείχτηκε αναποτελεσματικό στις ζούγκλες της νοτιοανατολικής Ασίας. Επιπλέον, 2 εκστρατείες εναντίον της Ιαπωνίας απέτυχαν. Ειδικά στη δεύτερη, που πραγματοποιήθηκε το 1.281 μ.Χ, δεκάδες χιλιάδες Μογγόλοι σκοτώθηκαν ή υποδουλώθηκαν.
  • Το 1.294 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν πεθαίνει, χωρίς να καταφέρει να εκδικηθεί για την καταστροφή στην Ιαπωνία.
  • Σε λιγότερο από 100 χρόνια (1.368 μ.Χ), οι Μογγόλοι χάνουν την κυριαρχία τους πάνω στην Κίνα.

  • Στα τέλη του 13ου μ.Χ αιώνα, έχει ήδη αρχίσει η παρακμή σε όλα τα μογγολικά χανάτα.             
    ΤΑ ΧΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ
    ΤΑ ΧΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ
  • Στο ιλχανάτο της Περσίας, οι κατακτητές υποτάχτηκαν στον πολιτισμό των κατακτημένων. Οι Μογγόλοι εξισλαμίστηκαν και το ιλχανάτο επιβίωσε για 80 χρόνια.
  • Το χανάτο της Χρυσής Ορδής, υπήρξε ανθεκτικότερο και γνώρισε σχετική ευημερία. Στο εσωτερικό οι διάφορες τοπικές δυναστείες μπορούσαν να κρατήσουν τους θρόνους τους, καταβάλλοντας φόρους. Το τελευταίο μογγολικό κράτος στην Κριμαία, διαλύθηκε από τους Ρώσους τον 18ο αιώνα.
  • Το χανάτο Τσαγκατάι, εξασθενεί λόγω συγκρούσεων μεταξύ των οπαδών της παράδοσης της Ανατολής και αυτών που ασπάστηκαν τον μωαμεθανισμό.

  • Το 1.369 μ.Χ, η εμφάνιση του Ταμερλάνου, που θα κυριαρχήσει στο Τσαγκατάι και τη Χρυσή Ορδή,σηματοδοτεί το τέλος της καθεαυτό μογγολικής κυριαρχίας.
  • Στις αρχές του 15ου αιώνα, οι κατακτητές είχαν αφομοιωθεί σε τέτοιο βαθμό που έπαψαν να υπάρχουν ως ξεχωριστό φύλο.
  • Στη Ρωσία, αναμίχθηκαν με Τούρκους, Σλάβους και Φίννους, για να αποτελέσουν ένα τουρκόφωνο φύλο, που καταχρηστικά αποκαλείται Τάταροι.
  • Στην κεντρική Ασία, έπαψαν να ξεχωρίζουν από λαούς τούρκικης ή πέρσικης προέλευσης.
  • Οι Μογγόλοι, επέβαλαν την κυριαρχία τους στους 2 πιο αναπτυγμένους πολιτισμούς του κόσμου, αλλά η συμβολή τους στη διακυβέρνηση, τις επιστήμες, τις τέχνες ήταν μηδαμινή. Το μόνο που διέδωσαν, ήταν νέες πολεμικές τέχνες.
  • Ωστόσο, η απεραντοσύνη της αυτοκρατορίας τους [η μεγαλύτερη σε έκταση που γνώρισε μέχρι τότε ο κόσμος] επέτρεψε την εκτεταμένη κυκλοφορία των αγαθών, γνώσεων και ιδεών.
  • Η μογγολική κατοχή της Κίνας, επέφερε κύμα ξενοφοβίας και η Κίνα ξανακλείστηκε στον εαυτό της.Όμως, η δύση είχε οριστικά γνωρίσει και θαυμάσει τον πλούτο και τα επιτεύγματα της Ανατολής.
Συμπεράσματα:
  1. Από τις αρχές του 13ου μ.Χ αιώνα, ο γνωστός κόσμος θα γνωρίσει την επέκταση και την εδραίωση της μεγαλύτερης σε έκταση αυτοκρατορίας που υπήρξε ποτέ. Ωστόσο, η μογγολική κυριαρχία πιθανά κατέχει και μια άλλη θλιβερή πρωτιά, αυτή της μαζικής ωμής βίας χωρίς προηγούμενο. Πυραμίδες κρανίων στήνονταν έξω από τις κατακτημένες χώρες, οι αιχμάλωτοι χρησίμευαν απλά σαν ανθρώπινη ασπίδα για την επόμενη επιδρομή. Η μικρή σημασία που έδιναν οι Μογγόλοι για την ανθρώπινη ζωή, αντανακλάται και στο δίκαιο, στο οποίο ο θάνατος ήταν η πιο συχνή καταδίκη για τα περισσότερα αδικήματα. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί η ανεκτικότητά τους στα ζητήματα θρησκείας, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι παρέμενε ανεπηρέαστη η υποταγή στο Μεγάλο Χάνο.
  2. Ο άνθρωπος που κατέφερε να ενώσει τις ανυπότακτες νομαδικές φυλές υπό ένα ηγεμόνα και να ξεκινήσουν μια σειρά επιδρομών και κατάλυσης αυτοκρατοριών, ήταν ο Τζέκινς Χαν. Οι διάδοχοί του, επέκτειναν ακόμα περισσότερο τις κτήσεις τους, αλλά επήλθε η διαίρεση σε 4 μεγάλα χανάτα: 1ον της Κίνας, 2ον του Τσαγκατάι (Μογγολία, κεντρική Ασία), 3ον το ιλχανάτο της Περσίας, 4ον το χανάτο της Χρυσής Ορδής. Συνολικά οι Μογγόλοι επικράτησαν από την Κίνα έως την ανατολική Ευρώπη και από τη Ρωσία έως τον Ευφράτη. Η κεντρική και δυτική Ευρώπη γλύτωσε την κατάκτηση μάλλον συμπτωματικά, από το θάνατο του Μεγάλου Χάνου Ογκεντέι. Σημαντικότατο γεγονός για την αναχαίτιση της επέκτασής τους έπαιξε η πρώτη τους στρατιωτική ήττα από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου του Σουλτάνου Κουτούζ το 1.260 μ.Χ, όπως και οι 2 αποτυχημένες προσπάθειες του Κουμπλάι Χαν για επέκταση στην Ιαπωνία. Ειδικά στη δεύτερη το 1.281 μ.Χ, οι Μογγόλοι γνώρισαν την πανωλεθρία με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους που υποδουλώθηκαν.
  3. Ωστόσο και τα 4 χανάτα, σε διάστημα ενός περίπου αιώνα πέρασαν στο στάδιο της παρακμής, με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις την ενσωμάτωση των κατακτητών και την εξαφάνισή τους ως ξεχωριστό φύλο. Οι κύριοι λόγοι ήταν: Οι Μογγόλοι, που αποτελούσαν συνεχώς μετακινούμενο νομαδικό φύλο, κλήθηκαν να διοικήσουν περιοχές με συντριπτικά ανώτερο πολιτισμό, κάτι που εξάλλου τους ανάγκασε να αλλάξουν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής τους. Βέβαια επικράτησαν πάνω στους 2 πιο προηγμένους πολιτισμούς της εποχής, της Κίνας και του Ισλάμ. Η κυριαρχία αυτή όμως εν πολλοίς στηρίχτηκε στην ωμή βία και στην στρατιωτική αποτελεσματικότητα, ενώ από την άλλη η προσφορά τους σε ζητήματα πολιτισμού υπήρξε μηδαμινή. Οι επιπτώσεις του γεγονότος χαρακτηρίστηκαν από μια αμφισημία. Αφενός, οδήγησαν την Κίνα- που η ζωή των κατοίκων της χειροτέρεψε στα χρόνια της διακυβέρνησης του Κουμπλάι Χαν – πίσω στην εσωστρέφεια και στο κλείσιμο στον εαυτό της, αφετέρου η έκταση της αυτοκρατορίας τους επέτρεψε την εκτεταμένη κυκλοφορία αγαθών, γνώσεων και ιδεών. Ίσως για πρώτη φορά η δύση γνώρισε τόσο καλά τα επιτεύγματα του πολιτισμού της ανατολής.
                                                                                                                          ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΗΓΗ: TIME LIFE BOOKS/ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Νεκρός ταξιδιώτης»



Όταν ευρέθη ο πνιγμένος, ακριβώς κάτω από τον βράχον του Κοιμητηρίου, ανάμεσα εις την Μεγάλην Άμμον κ᾿ εις τον Ταρσανάν, ολίγον ακόμη ήθελε να βασιλέψη ο ήλιος, ή μάλλον να κρυφθή οπίσω από το γείτον βουνόν αντικρύ. Τότε αι αρχαί του τόπου ―ο Ειρηνοδίκης του πάλαι ποτέ ειρηνοδικείου, κι ο Νωματάρχης ο αστυνομεύων― απεφάνθησαν ότι έπρεπε να μείνη ολονυχτίς άταφος, επειδή ήτο ανάγκη να τον σχίσουν οι γιατροί, διά να βεβαιωθή αν ήτον πνιγμένος ή δεν ήτον.
Κ᾿ ήτον καλής ψυχής άνθρωπος, ο συχωρεμένος ο Κώστας του Σταματάκη. Φαίνεται, είχε τάξει εις την Παναγίαν την Κ᾿νιστριώτισσαν, να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της μικράς νήσου του ―εκεί επάνω εις τον θαλασσόπληκτον βράχον, όπου τα κύματα φαίνονται να τραγουδούν μυστηριώδες νανούρισμα εις τους νεκρούς― κ᾿ η Παναγία η Κ᾿νιστριώτισσα του παρεχώρησε το ταπεινόν αίτημα, αφού από την στιγμήν που έπλευσε ναυαγός εις το κύμα, και απέδωκε την απλοϊκήν ψυχήν του πελαγωμένος εις την πάλην με τον Χάρον τον θαλάσσιον, δεν έπαυσε ν᾿ αντικρύζη τον έρημον ναΐσκον της πέραν, εις το δυτικόν πλάγι του χαριτωμένου νησιού. Εκεί λοιπόν αγνάντευε, κ᾿ εκεί ήτον προσκολλημένος ο πόθος του, μέχρι της τελευταίας στιγμής του. Κ᾿ εκεί άσπριζεν ακόμη το παλαιόν έρημον μοναστηράκι, προκύπτον μέσα από βαθείαν χλόην ανάμεσα εις τας πίτυς και τας καστανέας, ολίγον υψηλότερα από την ωραίαν θαλασσίαν αγκάλην του Ασέληνου, όπου εβασίλευε γλυκά σιγά ο ήλιος, ως να έκρυπτεν ολίγον κατ᾿ ολίγον τα χρυσά και στίλβοντα στολίδια του μέσα εις τον θησαυρόν του.
Κι όταν η μικρά καμπάνα εκάλει τους αγροίκους βοσκούς του βουνού εις την προσευχήν ―οι οποίοι δεν επήγαιναν, αλλ᾿ ίσως να έκαναν μακρόθεν ένα σταυρόν, αν ήξευραν ακόμη να κάμουν τον σταυρόν τους― κ᾿ εδιάβαζεν ο πάτερ Εφραίμ ο πνευματικός τον Εσπερινόν, μαζί με τον Μιχαίαν τον υποτακτικόν του, κατέβαινε τα σκαλοπάτια ο γέρων έως την βρύσιν, διά ν᾿ απολαύση και άπαξ ακόμη την γλυκείαν μελαγχολίαν της μοναξιάς μέσα εις την περιοχήν εκείνην, την οποίαν αυτός είχεν ονομάσει «γωνίαν του Παραδείσου». Και της βρύσης το μάρμαρον, τον κρουνόν και την λεκάνην, τα είχε φάγει το νερόν. Και μόλις ημπορούσε να διαβάση τις, μισοσβησμένους, τους ιαμβικούς στίχους, τους οποίους είχε γράψει ποτέ επί του μετώπου της πηγής, ο διάσημος ασκητής, ο αββάς Διονύσιος: «Χείρας, πρόσωπα και πόδας νίπτων αβρώς, ομού δε και διαυγές νυν ύδωρ πίνων, της καλλιρρείθρου τήσδε της κρήνης, ξένε, ψυχής τότε μνήσθητι Διονυσίου».
Και ψηλά εις το πλάγι, σιμά εις την κορυφήν του βουνού, ίστατο ακόμη ορθός ο χιλιετής πεύκος, όπου εις τους κλάδους επάνω, ανάμεσα στους κλώνάς του, είχεν ευρεθή ένα καιρόν αιωρουμένη η λαμπρά Εικών της Παναγίας. Ο πεύκος ομοιάζει με άνθρωπον όπου δεν εκάρη την κόμην εις όλην την ζωήν του. Από τριακοσίων χρόνων και πλέον κανείς δεν εξάμωσε να κόψη φύλλον από το γιγαντιαίον δένδρον. Όλοι οι κωνίσκοι, οι καρποί του πεύκου, μυριάδες αναρίθμητοι, εξ αμνημονεύτων χρόνων εκρέμαντο ανάμεσα εις τους κλώνας του. Είναι βέβαιον ότι εκεί επάνω ευρέθη μίαν πρωίαν, εις τα χίλια εξακόσια τόσα, η Εικών της Παναγίας. Ήτο ζωγραφισμένη ως προτομή παιδίσκης, χωρίς να έχη τον Χριστόν βρέφος εις τας αγκάλας της, και διά τούτο εσχετίσθη με τα Εισόδια, όταν προσεφέρθη «ως τριετίζουσα δάμαλις» εις τον ναόν του Θεού. Και ο ναΐσκος του μικρού ασκητηρίου, όπως ήτο τότε το ύστερον κτισθέν μοναστήριον, ετιμάτο επ᾿ ονόματι των Εισοδίων. Η ευρεθείσα παραδόξως τότε εικών, εφάνη εις τους Χριστιανούς τους τότε ως να ήτο αθώα κόρη ευαίσθητος, ήτις ενέδωκεν εις την επιθυμίαν να κάμη κούνια, να λικνισθή αιωρουμένη επί των κλάδων του δένδρου· και διά τούτο επωνομάσθη Παναγία η Κουνίστρα ή Κ᾿νιστριώτισσα.
*
* *
Εκείνο το παλαιόν ασκητήριον, το οποίον ασπροβολά ανάμεσα εις την βαθείαν πρασινάδαν της κοιλάδος, εις όλην την παραθαλασσίαν φάραγγα την πολυσχιδή από τις ράχες και τις ρεματιές, αντίκρυζεν ο πνιγμένος νεκρός, όταν αρμένιζεν επί ημέρας διά να πλεύση από τους κρημνώδεις αιγιαλούς των υπωρειών της Όσσης και του Πηλίου εις την βάσιν του θαλασσίου λόφου, όπου λευκάζουν τα Μνημούρια της μικράς πατρίδος του, εκεί όπου προσκυνεί τους βράχους το μόλις δαμασθέν μετά γογγυσμών και υλακτούν κύμα. Και το μικρόν πλοίον του, βάρκα μεγάλη, σκαμπαβία φορτηγός, έπλεεν από Σαλονίκης εις Ζαγοράν και έμπαλιν, φορτωμένον και ξαναφορτωμένον. Ήσαν οι δύο αδελφοί, ο Γιάννης κι ο Κωσταντής του Σταματάκη, και μαζί των επέβαινεν ο έμπορός των. Μήλα και πατάτες και κάστανα εκόμιζον προς τους Εβραίους της Σαλονίκης, διά να τους ξαναφορτώσουν οι Εβραίοι εκείθεν άλλα είδη, λ.χ. όσπρια ανακατωμένα, ολίγα πρόσφατα της χρονιάς, όσον διά δείγμα, και πολλά περυσινά ή προπέρσινα σαπρακωμένα.
Η βάρκα ήτον ιδιοκτησία του Γιάννη, του νεωτέρου αδελφού, όστις και επλοιάρχει. Αυτή ήτον η περιουσία του εις τον κόσμον. Όσον διά τον Κώσταν, ούτος δεν είχεν αποκτήσει ποτέ τίποτε. Είχε λάβει γυναίκα ποτέ, και είχεν αποκτήσει εν παιδίον. Είτα το παιδίον απέθανεν εις τον μαζόν της μητρός του, η δε γυνή εφονεύθη, νομίζω, πεσούσα από του εξώστου, εν εκστάσει φρενών. Έκτοτε έμεινεν ελεύθερος, τόσω μάλλον, όσω ήτο εις θέσιν να εκτιμήση την ελευθερίαν του, και να μη την απεμπολήση πλέον. Έκυπτε την κεφαλήν, εκάπνιζεν, έπινε καφέ, και δεν ωμίλει. Ποτέ δεν έβγαζε λόγον από το στόμα του. Ήτο πλέον ή πενήντα ετών, κ᾿ εσυντρόφευε τον νεώτερον αδελφόν του, κ᾿ εθαλασσοπνίγετο προθύμως μαζί του, εν άκρα υπακοή. Ο Γιάννης ήτο ολιγώτερον των πενήντα ετών την ηλικίαν, είχε δε οικογένειαν, σχεδόν μισήν δουζίνα παιδιά.
Ήσαν και αυτοί θύματα της τοκογλυφίας των 36 τοις εκατόν, και «το διάφορο κεφάλι», όπως και τόσοι άλλοι. (Το ομοιοτέλευτον δεν το έκαμα εκ προθέσεως.) Ο τοκογλύφος, βίαιος επαίτης, (και ενίοτε ο επαίτης, ύπουλος τοκογλύφος· ― ποίον εκ των δύο θηρίων είναι το χαλεπώτερον;) με τα «θαλασσοδάνεια», και με το 36 τοίς %, είχε καταστρέψει προ πολλού το ναυτικόν του τόπου των, και είχεν εξανδραποδίσει όλον τον λαόν. Κλήρος και μοίρα και προορισμός των δύο αδελφών, όπως και τόσων άλλων, ήτο να θαλασσώνουν, να παραδέρνουν, να βασανίζωνται χειμώνα καιρόν με την ψυχήν στα δόντια, να «θανατούνται όλην την ημέραν, ως πρόβατα σφαγής». Τέλος… εσώθηκαν τα βάσανά του. Μίαν νύκτα, την προτελευταίαν του Νοεμβρίου, ημέραν του φεγγαριού, όπου ήτο φοβερά ταραχή και τρικυμία… και το μεν πρώτον κύμα εσάλευσεν εκ βάθρων, δηλ. εκ της τρόπιδος, την βάρκαν, το δεύτερον κύμα την εγέμισε νερά, διά να πλέη ίσα με την επιφάνειαν της θαλάσσης, το δε τρίτον κύμα, το σφοδρότερον, την εσπλαγχνίσθη, και της έδωκεν τον τελειωτικόν κτύπον, την κατεπόντισε.
*
* *
Δεν απείχε μίλια από την στεριάν το μέρος όπου κατεποντίσθησαν. Ο Γιάννης ήτο δεινός κολυμβητής. Με το υποκάμισον και με την «σκελέαν» έπλευσεν, έπλευσε, κ᾿ έφθασεν εις τους βράχους του γιαλού, εις μίαν απότομον ακτήν της Αγυιάς. Εκτύπησεν, εμωλωπίσθη, επρήσθη, και μισοπνιγμένος, παγωμένος, επάτησεν επί της ξηράς. Ήτο λυκαυγές ήδη. Αφού εβυθίσθη η βάρκα, ύστερον ήρχισε να γλυκοχαράζη ο ουρανός, διά να «μετανοήση όποιος επνίγη», ή ίσως, διά να φωτισθούν τα ναυάγια. Ο Γιάννης εκοίταξε παντού, δεξιά, αριστερά, προς τα άνω, προς τα κάτω· δεν είδε πουθενά καλύβην, ούτε άνθρωπον. Μισοπαγωμένος, ζαλισμένος όπως ήτον, ως αλλόκοτον όνειρον αισθανόμενος την ζωήν, μη βλέπων αλλού που δρόμον ούτε μονοπάτι, ήρχισε ν᾿ αναρριχάται την κρημνώδη ακτήν. Εγλίστρα, επιάνετο μανιωδώς από τους θάμνους, έπιπτεν, εσηκώνετο. Τέλος έφθασεν εις την κορυφήν της ακτής. Οι άνθρωποι, όσοι είδαν ύστερον τα ίχνη του, διά να πιστεύσουν οφθαλμοφανώς εις την απεγνωσμένην αναρρίχησίν του, έκαμναν τον σταυρόν των. Εις δε νεαρός διδάσκαλος του γείτονος χωρίου, συγκινηθείς, έκλαιε μετά λυγμών. Ο ίδιος ο σωθείς ναυτίλος έβλεπε τα ίχνη του ιδίου εαυτού του και δεν επίστευεν.
Εύρε φιλανθρώπους βοσκούς και ξενίαν πρόθυμον εις την καλύβην των. Τον έθαλψαν, τον ανεζωογόνησαν, του έδωκαν μίαν κάπαν και βλαχόκαλτσες και τσαρούχια. Οι καλοί άνθρωποι έψαξαν εις όλους τους γείτονας αιγιαλούς, μήπως εύρωσι πτώμα ναυαγού ή ναυάγιον, ή άνθρωπον ζώντα ακόμη. Πουθενά τίποτε. Ο έμπορος του φορτίου, ο κυρ Στάθης ο πραματευτής, «ούτε ήτον, ούτ᾿ εφάνη». Ο αδελφός του Γιάννη, ο Κώστας, ήτο καλός ναύτης, σχεδόν όσον και ο αδελφός του, κ᾿ εκολύμβα εξ ίσου καλά. Πώς δεν εφάνη; Κατά πού έβαλε πλώρην τάχα; Όπως και αν έχη, αν τυχόν επνίγη, κ᾿ εσώθη αυτός (διελογίζετο ακουσίως, θρηνών μέσα του, ο Γιάννης ο διασωθείς) η θάλασσα φαίνεται να έκαμεν επιεικώς καλήν κρίσιν την φοράν αυτήν· διότι αυτός είχε γυναίκα και πέντε ή εξ παιδιά, κ᾿ εκείνος δεν είχε «κανένα στον κόσμον!» Τον συλλογισμόν δε τούτον έκαμαν μεγαλοφώνως πλέον ή χίλιοι άνθρωποι, ύστερον, όσοι ήκουσαν το δράμα, κ᾿ εγνώριζον τας περιστάσεις των προσώπων.
*
* *
Όταν, μετά εννέα ή δέκα ημέρας, επέστρεψεν ο ναυαγός εις την πατρίδα του, και απήλαυσεν, ως «υστερόποτμος», οιονεί από τον άλλον κόσμον ερχόμενος, το θάλπος της πτωχικής του εστίας, την ιδίαν ημέραν, προς εσπέραν, πράγμα οπωσούν παράδοξον συνέβη.
Οδοιπόροι διαβάται, από τους αγρούς επανερχόμενοι, περνώντες την μακράν άμμον, πέραν του δυτικού ναυπηγείου, και κάτω από τον περίβολον του Κοιμητηρίου της πολίχνης, είδαν νεκρόν πνιγμένον, πτώμα φουσκωμένον, μισοσφιγμένον από την άλμην, και όχι πολύ οδωδός. Ποίος ήτο; Ξένος τις, άγνωστος; Όχι. Ήτο πατριώτης, γνωστός· όλοι οι ιδόντες τον ανεγνώρισαν. Ήτον ο Κωσταντής, υιός του Σταματάκη, από τον Επάνω Μαχαλάν.
Επήγαν και είπαν την είδησιν εις τους αδελφούς του· εις τον Γιάννην, τον μόλις ανασωθέντα ναυαγόν, κ᾿ εις τον νεώτερον Γιώργην τον εσχάτως παλιννοστήσαντα εκ της Αμερικής. Οι άνθρωποι έτρεξαν, τον ανεγνώρισαν, τον έκλαυσαν. Έκειτο επί του ρηχού αιγιαλού, σιμά εις τους χαμηλούς βράχους της ακτής· οι πόδες του είχον αναπαυθή επί της άμμου, η κεφαλή και το στήθος του ελικνίζοντο ακόμη εις το κύμα. Έστειλαν είδησιν εις τας αρχάς, πριν τον θίξουν, παρήγγειλαν εις τους οικείους των να φέρωσι σινδόνια και φορέματα διά να συστείλωσι τον νεκρόν.
Τέλος ήλθαν ο Νωματάρχης της αστυνομίας, κι ο Ειρηνοδίκης του πάλαι ποτέ ειρηνοδικείου. Και πλήθος περιέργων, ή και ενδιαφερομένων ηκολούθησε τους εν τέλει. Τότε ήρχισεν έκαστος να εκφέρη τας εικασίας του. Μήπως ο Γιάννης ο αδελφός του είχε φέρει τον νεκρόν μαζί του, όταν έφθασε χθες πρωί, με το βαποράκι τον «Καφηρέα», και τον είχε ρίψει λάθρα εκεί εις τον αιγιαλόν; Πρώτη άτοπος υπόθεσις. Δευτέρα πιθανή υποψία· κάποιος ναυβάτης, αλιεύς ή πορθμεύς, με πέραμα ή με βάρκαν, κάποια ψαροπούλα ή τράτα, θα εύρεν ίσως τον πνιγμένον πλέοντα εις το πέλαγος, μίλια μακράν, τον ώκτειρε, και ηθέλησε να τον φέρη έως εδώ, διά να τύχη χριστιανικής ταφής ο ατυχής ποντοπόρος. Και αφού τον έφερεν έως εδώ, τον άφησε σιμά εις τον γιαλόν, έκθετον. Ιδού και νεκρός έκθετος, ως να έλεγέ τις, βρέφος νόθον διά τον άλλον κόσμον.
Και διατί να λάβη τον κόπον να τον φέρη έως εδώ, κ᾿ ύστερα να τον αφήση λαθραίως και να φύγη; Τι είδους λαθρεμπόριον ήτον αυτό; Προφανώς, κατά την συλλογιστικήν μέθοδον των ούτω σκεπτομένων, διότι εφοβείτο μην εύρη ο άνθρωπος τον μπελά του με τας αρχάς και εξουσίας που έχομεν εις τον τόπον αυτόν· «Έλα δω, βρε. Και πού τον ηύρες αυτόν; Και πώς τον έφερες εδώ; Και τι ξέρεις να μας πης; Και από τι θάνατον πάει; Και εις ποίον μέρος τον είδες, ακριβώς; Δεν ηύρες άλλο τίποτε; Και μην τον έψαξες; Τι ηύρες επάνω του; Δεν είδες άλλον άνθρωπον εκεί κοντά; Μήπως τον εσκότωσε κανείς; Άλλο τίποτε ξέρεις;… Μα πώς τον έφερες εδώ, επί τέλους;» Όλαι αι αλλεπάλληλοι ερωτήσεις θα εφαίνοντο να κρύπτουν περίπου την ενδόμυχον σκέψιν· «Μην τον εσκότωσες, ή μην τον έπνιξες;… και τώρα μας τον εκουβάλησες εδώ διά να βγης λάδι;… Κοίταξε καλά. Μη θαρρής πως θα μας γελάσης. Όλοι Ρωμιοί είμαστε», κτλ.
*
* *
Η απορία δεν ελύθη. Όλοι οι πονηρευόμενοι δεν επείσθησαν. Το γνησιώτερον μέρος του απλού λαού επίστευσεν εις το θαύμα. «Καλός άνθρωπος ήτον. Μέγα πράγμα δεν εζήτησε. Καθώς επνίγετο, παρεκάλεσε μόνον την Μητέρα του Θεού να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της πατρίδος του, και να μην επιτρέψη να τον φαν τα ψάρια. Κ᾿ η Παναγία, η θαματουργιά, όπου αντίκρυζεν ο πνιγμένος το παλαιόν μοναστηράκι της, και τον βαθυπράσινον λόφον με τα πεύκα τα γιγαντιαία όπου την εύρον ποτέ επί αιώρας, να λικνίζεται ως αθώα παιδίσκη, του παρεχώρησε το ταπεινόν αίτημά του».
Ο άνθρωπος αφήκε την τελευταίαν πνοήν υπό το κύμα, όπου εβυθίσθη κατ᾿ αρχάς, είτα το νεκρόν σώμα ανέδυ εις την επιφάνειαν, κ᾿ έβαλε πλώρην, καθώς είπεν ο αδελφός του, φερόμενον υπό των κυμάτων, κατά την νοτιάν· και αρμένισεν, αρμένισε πολλά μίλια εωσότου έφθασεν εις το θαλάσσιον τρίστρατον, τον πλατύν πορθμόν, τον μεταξύ του Αρτεμισίου, της Σηπιάδος άκρας του Παγασαίου κόλπου, και των Σποράδων. Εκεί εταλαντεύθη πολύ, συρόμενον πότε από τα ρεύματα, πότε ωθούμενον από τ᾿ απόγεια της ξηράς και από τας θαλασσίας αύρας, τέλος έβαλε πλώρην κατά τον λεβάντην και τον σορόκον. Διαπόντιος νεκρός, χωρίς ποτέ να γίνη υποβρύχιος. Τα κύματα ως να ώκτειρον τον ποτέ ναύτην, μαλακά μαλακά τον προέπεμπον εις τον πένθιμον δρόμον του. Τα ψάρια του αφρού επήδων τριγύρω του, εδοκίμαζον να τον πλησιάσουν, και πάλιν, ως να ηλαύνοντο από αόρατον δύναμιν, έφευγον μακράν του. Τα δελφίνια τον παρέκαμπτον ευλαβώς, αι φώκαι εκρύπτοντο εις τα υποβρύχια άντρα των, τα σκυλόψαρα υπεχώρουν εις την διάβασίν του. Ο θαλασσοπόρος νεκρός, ως να είχεν ακόμη πυξίδα και πηδάλιον εις αυτό το σκέλεθρόν του, δεν έχασε ποτέ την κατεύθυνσίν του. Διέπλευσεν ακόμη οκτώ ή δέκα μίλια, όλον το νότιον πλάτος της μικράς νήσου του, και είτα εστράφη πάλιν. Έβαλε πλώρην κατά τον βορράν, και ήρχισε να εισπλέει τον λιμένα της πατρίδος του…
Είχε διανύσει περί τα σαράντα μίλια, εις τόσας πολλάς ημέρας. Δεν ήτο ταχύς, αλλά βραδύς εις τον πλουν του. Δεν εβάδιζεν εις την χαράν του, έβαινεν εις την κηδείαν του. Και δεν ηδυνήθη να προσεγγίσει εις καμμίαν μεμακρυσμένην θαλασσίαν αγκάλην, δεν επήγε να σταματήση εις κανένα απόκεντρον όρμον, εις κανένα έρημον αιγιαλόν της νήσου του. Δεν εστάθη ν᾿ αναπαυθή εις καμμίαν ύφαλον, εις καμμίαν σύρτιν ή άμμον. Επήγε κατ᾿ ευθείαν προς τον θαλάσσιον λόφον του Κοιμητηρίου εις τα δυτικά της πολίχνης, και προσωρμίσθη εις την μικρήν ακτήν, κ᾿ εκεί έμεινε. Η ζωή του αθόρυβος, ταπεινή και μετριόφρων. Εις τον θάνατόν του δεν ήθελε να δώση κόπον εις τους ανθρώπους. Προς τι να τον κουβαλούν εις οικίαν, εις εκκλησίαν, και να τον πομπεύουν διά της αγοράς; Αγοραίαν κηδείαν δεν ήθελεν. Ήρκει να ευρεθούν δύο χριστιανοί να τον ανεβάσουν ολίγα βήματα παραπάνω, ήρκει να σκάψουν δυο τρείς σπιθαμές εις το χώμα να τον καλύψουν, και θα εύρισκον το έλεος εις την ψυχήν των. Αν ο παπα-Στάμος ή ο παπα-Γληόρης ή και ο πάτερ Ιωακείμ ακόμη, ο μοναχός ο περιπλανώμενος, ήρχετο να είπε το Μετά πνευμάτων, καλώς θα είχεν· άλλως ο Θεός τα ήξευρε.
*
* *
Εντούτοις, αφού μετεφέρθη ο νεκρός εντός του περιβόλου των Μνημάτων, αι αρχαί απεφάνθησαν ότι, επειδή ήτο περί δύσιν ηλίου, δεν ήτο καιρός να γίνη νεκροψία, διά να βεβαιωθή αν ήτο πράγματι πνιγμένος ο νεκρός. Όθεν έπρεπε να μείνη όλην την νύκτα άταφος μέχρι της πρωίας.
Την νύκτα, εις το καφενεδάκι του Αλέξη του Μπαρμπαδήμου μία παρέα εύθυμος συνεζήτει περί τάφων και νεκρών. Ο Ντάκης του Αγγούδη έβαλε στοίχημα με τον Τάκην του Πατάκη, αν ο πρώτος ήτο ικανός να υπάγη περί τα μεσάνυκτα εις το Νεκροταφείον, να εισέλθη ολομόναχος, και να μείνη επί μίαν ώραν εις το ύπαιθρον, πλησίον του πνιγμένου, του ατάφου νεκρού. Διότι ο άτυχος είχε, βλέπετε, μετά θάνατον την μοίραν του Αίαντος του Μαστιγοφόρου. Μετά το δράμα του θανάτου, νέον δράμα επλέκετο περί της ταφής. Ευτυχώς η παρέα ήτο από εκείνας όπου μέχρι λόγων φθάνουσιν, αλλά και δεν νοούσιν οπόση ασέβεια ενυπάρχει εις τους λόγους.
Τέλος ανέτειλεν η πρωία, κ᾿ επήγαν οι ιατροί… «Μη τοις νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια; ή ιατροί αναστήσουσι, και εξομολογήσονταί σοι;» Μάτην διεμαρτύροντο οι οικείοι του νεκρού, ότι η αιτία του θανάτου ήτο εδώ φανερά, αυταπόδεικτος και μεμαρτυρημένη.
Μετά δύο ώρας έλαβε τέλος το ανωφελές βάσανον, και ο νεκρός απεδόθη εις την γην. Ετάφη εις την εσχάτην γωνίαν του περιβόλου, την πλησιεστέραν προς την θάλασσαν.
Μή μ᾿ ἄκλαυτον, ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν…
σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης.
                                                                                                                                                                                                                                                             (1910)
[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ.4, κριτ. έκδ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 2005, σ. 341-348]

Πότε τέλειωσε ιστορικά ο Ελληνισμός

Του Χρηστου Γιανναρα




Πότε τελειώνει ιστορικά ένας λαός που σημάδεψε με την παρουσία του την πορεία της ανθρωπότητας; Προφανώς, όταν πάψει να παράγει ή να συντηρεί καινοτόμο ιδιαιτερότητα. Οταν χάσει ακόμα και την επίγνωση της κάποτε προσφοράς του, όταν εκπέσει σε ρητορικές μόνο καυχήσεις για κατορθώματα που δεν μπορεί πια να κατανοήσει τη σημασία τους.

Αν είναι αυτό το κριτήριο του ιστορικού τέλους, πότε τέλειωσε ιστορικά ο Ελληνισμός;

Στο σχολείο μαθαίναμε τη δόλια απάντηση της δυτικής ιστοριογραφίας που είχε υιοθετήσει και ο Κοραής: Ο Ελληνισμός τέλειωσε το 529, όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε και τυπικά τα τελευταία απομεινάρια φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η απροκατάληπτη έρευνα άρχισε να κατεδαφίζει τη μεθοδική κατασυκοφάντηση του ψευδωνύμως, για χλεύη, λεγόμενου «Βυζαντίου»: να καταδείχνει τα ιλιγγιώδη επιτεύγματα πολιτισμού, με ακραιφνή ελληνική ιδιαιτερότητα, που το χαρακτηρίζουν και σημαδεύουν την ανθρώπινη Ιστορία. Τότε μεταθέσαμε το τέλος του Ελληνισμού στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453.

Η λεγόμενη «Γενιά του '30» μας έδειξε ότι ακόμα και κάτω από τον ζυγό των Τούρκων οι Ελληνες, φτωχοί, αγράμματοι, σκλάβοι, συνέχισαν να παράγουν ιδιαιτερότητα πολιτισμού, Τέχνη και θεσμούς με τους ίδιους άξονες αναφοράς και τις ίδιες ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων που χαρακτήριζαν ανέκαθεν την ελληνικότητα. Και τότε μεταθέσαμε το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού στο 1833, όταν Βαυαροί και Κοραϊκοί συγκρότησαν το νεωτερικό ελλαδικό κρατίδιο, προγραμματικά αποκομμένο από την οργανική ιστορική του συνέχεια, με πολιτιστικές επιδόσεις μόνο στη μίμηση των δυτικών προτύπων και την ελληνική ταυτότητα μεταποιημένη σε φολκ λορ και ιδεολόγημα.

Αποδίδεται στον ηπειρώτη πατριάρχη Αθηναγόρα η εκτίμηση ότι ο Ελληνισμός τέλειωσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922: Μπορεί το ελλαδικό κρατίδιο των Αθηνών να ήταν καταγωγικά αφελληνισμένο, να κατανοούσε τον Ελληνισμό με τους όρους του νεωτερικού εθνικισμού, δηλαδή να τον καταδίκαζε να είναι βαλκανική επαρχία. Ομως, υπήρχε παράλληλα η πληθυσμική πραγματικότητα εκατομμυρίων Ελλήνων της Μικρασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης, της Ανατολικής Ρωμηλίας, Ελληνισμός με συνείδηση κοσμοπολίτικης αρχοντιάς και ταυτότητα πολιτισμού, όχι κρατικής εθνότητας.

Με ποια κριτήρια πιστοποιούμε τη συνέχεια ή την ασυνέχεια (το ιστορικό τέλος) της ελληνικής ιδιαιτερότητας; Οχι βέβαια με τη συντήρηση και παγίωση των ίδιων πάντα σχημάτων του βίου και της έκφρασης. Η συνέχεια της ταυτότητας (δημιουργικής ετερότητας) ενός λαού γίνεται φανερή στη διατήρηση των ίδιων προτεραιοτήτων, της ίδιας ιεράρχησης αναγκών, της ίδιας αξιολόγησης ποιοτήτων.

Το πέρασμα από την «κοινωνία της χρείας» στην «πολιτική κοινωνία» (από την ατομοκεντρική χρησιμοθηρία στο κοινό «άθλημα αληθείας») είναι σταθερό γνώρισμα ελληνικότητας. Τόπος και τρόπος του αθλήματος στην Αρχαία Ελλάδα ήταν η αυτόνομη πόλις - κράτος, πραγμάτωση και φανέρωση του τρόπου η «εκκλησία του δήμου». Τόπος και τρόπος του αθλήματος στον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό (Βυζάντιο και Τουρκοκρατία) ήταν η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα - ενορία και φανέρωση του τρόπου η «εκκλησία των πιστών».

Ο στόχος στον οποίο απέβλεπε η πόλις (ο τρόπος του όντως αληθούς) αποτυπώνεται στη λογική αρμονία των αρχιτεκτονικών μελών του Παρθενώνα, στην αφαιρετική υποδήλωση του καθολικού λόγου της ουσίας (όχι του εφήμερου ατόμου) που σαρκώνει το άγαλμα, στην τραγωδική δραματουργία της θεατρικής εκφραστικής. Αντίστοιχα, ο στόχος της ευχαριστιακής κοινότητας αποτυπώνεται στο αρχιτεκτονικό (στατικής) ρίσκο της διαδοχής θόλων, ημιθολίων, σφαιρικών τριγώνων που λογοποιεί την ύλη, παραπέμπει στην «κένωση» - σάρκωση του Λόγου ως τρόπο τής όντως υπάρξεως. Αποτυπώνεται στη «διάβαση επί το πρωτότυπον» που κατορθώνει (με την ίδια αφαιρετική επιδίωξη του αγάλματος) η βυζαντινή Εικόνα ή στην «αποκαλυπτική» δραματουργία (με πιστότητα στο αρχαίο σκηνικό υπόδειγμα) της εκκλησιαστικής Ευχαριστίας.

Σήμερα δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από τις προτεραιότητες αναγκών και στόχων που εξασφάλιζαν τη συνέχεια του τρόπου της ελληνικότητας, δεν μπορέσαμε να διασώσουμε στο ελλαδικό κρατίδιο αυτόν τον τρόπο ούτε ως μνήμη, θησαύρισμα παιδείας. Μας είναι αδύνατο να κατανοήσουμε (δεν έχουμε προσλαμβάνουσες παραστάσεις), πώς μπορεί μια συλλογικότητα να οργανώθηκε κάποτε με προτεραιότητα ανάγκης την υπαρκτική γνησιότητα και όχι τη χρησιμότητα. Ερμηνεύουμε την Αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία με τα κριτήρια και τα δόγματα του Ιστορικού Υλισμού ή με τις προ-πολιτικές ατομοκεντρικές αξιώσεις του Διαφωτισμού - μιλάμε για την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία σαν το προανάκρουσμα «αυτοθεσμιζόμενης» κολλεκτίβας ή «κομμούνας».

Ο Ελληνισμός τέλειωσε ιστορικά με αργό και βασανιστικό (ταπεινωτικό) ψυχορράγημα που ξεκίνησε το 1833 και συνεχίζεται, άγνωστο για πόσο ακόμη. Παλεύουμε να πιθηκίσουμε με συνέπεια τα «φώτα» της Εσπερίας, την παραχάραξη του αθλήματος της σχέσης σε μονοτροπία της χρήσης. Και ούτε αυτό δεν καταφέρνουμε, ο μεταπρατισμός μάς καθηλώνει σε τριτοκοσμικά επίπεδα υπανάπτυξης, διαφθοράς, οργανωτικής διάλυσης, απαιδευσίας, βαναυσότητας στην καθημερινή συμπεριφορά.

Αν συνεχίζουμε κωμικά να καυχώμαστε για την Αρχαία Ελλάδα, είναι επειδή μάς μάθανε ότι στο δικό της κληροδότημα βασίστηκε, και αυτό αξιοποίησε ο καταναλωτικός πολιτισμός της Δύσης, που εμείς αποκλειστικά θαυμάζουμε και είναι το ίνδαλμά μας. Ωσάν να ήταν ποτέ δυνατό η ταύτιση του «αληθεύειν» με το «κοινωνείν» να γεννήσει τον ατομοκεντρισμό του cogito ή της αισθησιοκρατίας, η μεταφυσική στόχευση της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας να παραγάγει το όνειδος της σημερινής εμπορευματοποιημένης κομματοκρατίας.

Το ιστορικό ψυχορράγημα του Ελληνισμού είναι βασανιστικό και ταπεινωτικό, γιατί συνεχίζουμε να υπάρχουμε χωρίς πια να είμαστε Ελληνες και χωρίς να μπορούμε να γίνουμε «Ευρωπαίοι». Και απομνημείωση αρχιτεκτονική του χαμένου προσώπου μας είναι η βλάσφημη αισχρουργία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης: Αυτάρεσκη αναίδεια μιας αφελληνισμένης κοινωνίας, που χρυσοπληρώνει Αμερικανοελβετό για να φιλοτεχνήσει «μοδέρνο» νεοπλουτίστικο πορτραίτο της αμάθειας και ασχετοσύνης της.


Σε κάθε παραμικρή πτυχή του το σημερινό ελληνώνυμο κρατίδιο είναι μια ύβρις της ελληνικότητας.

ΑΙΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΩ : Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΤΡΑΓΙΚΟΥ ΕΡΩΤΑ

 Πηγή:http://gerontakos.blogspot.gr

Aeneas filius Anchisae est. Patria Aeneae Troia est. Graeci Troiam oppugnant et dolo expugnant. Aeneas cum Anchisa, cum nato et cum sociis ad Italiam navigat. Sed venti pontum turbant et Aenean in Africam portant. Ibi Dido regina novam patriam fundat. Aeneas reginae insidias Graecorum renarrat. Regina Aenean amat et Aeneas reginam.Denique Aeneas in Italiam navigat et regina exspirat. 

 Μετάφραση

Ο Αινείας είναι γιος του Αγχίση. Πατρίδα του Αινεία είναι η Τροία. Οι Έλληνες πολιορκούν την Τροία και την κυριεύουν με δόλο. Ο Αινείας πλέει προς την Ιταλία με τον Αγχίση, με το γιο του και με τους συντρόφους του. Οι άνεμοι όμως αναταράζουν το πέλαγος και φέρνουν τον Αινεία στην Αφρική. Εκεί η βασίλισσα Δίδω θεμελιώνει μια καινούργια πατρίδα. Ο Αινείας διηγείται στη βασίλισσα από την αρχή τους δόλους των Ελλήνων. Η βασίλισσα ερωτεύεται τον Αινεία και ο Αινείας τη βασίλισσα. Τελικά ο Αινείας πλέει στην Ιταλία και η βασίλισσα ξεψυχάει.

 Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΚΑΤΑΛΟΙΠΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΦΟΔΟΤΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ


*Αινείας - Βικιπαίδεια

**Διδώ - Βικιπαίδεια

File:Low ham mosaic.jpg
Μωσαϊκό από τη ρωμαϊκή βίλα του 4ου αι.  Low Ham στη Βρετανία, που δείχνει τον Αινεία και τη Διδώ σε ερωτική περίπτυξη.
Sir Nathaniel Dance-Holland (1735 – 1811): "Η συνάντηση της Διδούς και του Αινεία" (1766).





             Giovanni Battista Tiepolo:  "Ο Αινείας συστήνει στη Διδώ την Αφροδίτη, που έχει πάρει τη μορφή του Ασκάνιου" .Έργο του 1757, 
που βρίσκεται στη Villa Valmarana, της Vicenza


 

 "Η Διδώ στην πυρά": έργο του  Johann Heinrich The Elder Tischbein (1775).


 

  Η αυτοκτονία της Διδούς , όπως την εμπνεύστηκε  ο Simone Vouet (1590-1649).



 Γ/ ΑΚΟΥΣΤΕ ΚΑΙ ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΤΡΙΠΡΑΚΤΗ ΟΠΕΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΣΕΛ "ΔΙΔΩ ΚΑΙ ΑΙΝΕΙΑΣ"


Η Όπερα του Henry Purcell (Χένρι Πέρσελ - Βικιπαίδεια«Διδώ και Αινείας»  (Dido and Aeneas - Wikipedia) βασίζεται στον έρωτα των δύο πρωταγωνιστών, της βασίλισσας της Καρχηδόνας, Διδούς, και του Αινεία που φιλοξενείται στα ανάκτορά της, μετά την καταστροφή της Τροίας. Μάγισσες και πνεύματα προσπαθούν να καταστρέψουν τη βασίλισσα, διώχνοντας μακριά τον Αινεία, δήθεν κατ΄εντολή του Δία, και οδηγώντας τη Διδώ να διώξει τον αγαπημένο της, καθώς πιστεύει ότι την εγκαταλείπει σκόπιμα, και στη συνέχεια να αυτοκτονήσει. Μετά το θρήνο της Διδούς –ένα από τα πιο συγκινητικά κομμάτια της Μπαρόκ Μουσικής– το δράμα ολοκληρώνεται με το χορό, που σχολιάζει την τραγική μοίρα του ανθρώπου.


Μπορείτε να διαβάσετε το λιμπρέτο της όπερας , πατώντας εδώ: PURCELL DIDO AND AENEAS LYRICS