Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Ο ψηφιδωτός χάρτης της Μάνταμπα


2015-02-24 Detail1



2015-02-24 Detail2.jpg


2015-02-24 Detail3.jpg


Η Μάνταμπα είναι περισσότερο γνωστή για τα ιστορικής σημασίας βυζαντινά μωσαϊκά της εποχής. Είναι ο ψηφιδωτός χάρτης στην εκκλησία του 19ου αιώνα, Ελληνική Ορθόδοξη του Αγίου Γεωργίου.
Το ψηφιδωτό που ήρθε στο φως το 1864, ήταν κάποτε ένας σαφής χάρτης με 157 λεζάντες (στα Ελληνικά), όλων των μεγάλων βιβλικών τόπων από το Λίβανο προς την Αίγυπτο. Το ψηφιδωτό κατασκευάστηκε το 560μ.Χ. και περιείχε πάνω από 2 εκατομμύρια τεμάχια, μόνο το 1/3 του συνόλου τώρα διατηρείται.

Η Madaba, مادبا, είναι μια πόλη πρωτεύουσα της Ιορδανίας, η οποία έχει πληθυσμό περίπου 60,000. είναι η πέμπτη πλέον πυκνοκατοικημένη πόλη στην Ιορδανία. Είναι περισσότερο γνωστή για τη Βυζαντινή και τα Ουμαγιάδων ψηφιδωτά της, ιδίως με τον ψηφιδωτό χάρτη βυζαντινής εποχής- της Παλαιστίνης και του δέλτα του Νείλου. Το Μάνταμπα βρίσκεται 30 μίλια νότια-δυτικά της πρωτεύουσας Αμμάν.



Ο Χάρτης Madaba είναι ο παλαιότερος σωζόμενος χάρτης των Αγίων Τόπων και χρονολογείται στα μέσα του 6ου μ.Χ. αιώνα. Ανακαλύφθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια μιας ανασκαφής και την ανασυγκρότηση του ψηφιδωτού δαπέδου στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Madaba της Ιορδανίας. 
Το μωσαϊκό είναι ένας λεπτομερής χάρτης της Ιερουσαλήμ, όπως φάνηκε στο ύψος της βυζαντινής περιόδου. Ο χάρτης απεικονίζει την δομή διάσημης Παλιάς Πόλης, όπως την Πύλη της Δαμασκού, Πύλη Αγίου Στήβεν, τη Χρυσή Πύλη, την πύλη που οδηγεί στο όρος Σιών, η Ακρόπολη (Πύργος του Δαβίδ), η Εκκλησία του Παναγίου Τάφου, και η Cardo Maximus.



Τα πρώτα ψηφιδωτά βρέθηκαν, εντελώς κατά τύχη, κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης των νέων μόνιμων κατοικιών με τετράγωνες πέτρες από τα παλιά μνημεία. Οι νέοι κάτοικοι της Madaba, έχοντας επίγνωση της σημασίας των ψηφιδωτών από τους ιερείς, φρόντισαν και διατηρούνται όλα τα ψηφιδωτά που ήρθαν στο φως.
Ο ψηφιδωτός χάρτης της Μάνταμπα ανακαλύφθηκε το 1896. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν ένα χρόνο αργότερα. Η ανακάλυψη αυτή επέστησε στην πόλη την προσοχή των επιστημόνων σε όλο τον κόσμο.
Επίσης, επηρέασε θετικά τους κατοίκους οι οποίοι μοιράστηκαν το πάθος του Φ. Giuseppe Manfredi για τις προσπάθειες του οποίου οφείλουμε την ανακάλυψη των περισσοτέρων από τα ψηφιδωτά στην πόλη. Η Μάνταμπα έγινε η "Πόλη των Ψηφιδωτών» στην Ιορδανία.

Ο ψηφιδωτός χάρτης Madaba είναι ένας χάρτης της περιοχής, που χρονολογείται από τον έκτο αιώνα μ.Χ., και φυλάσσεται στο πάτωμα της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Με δύο εκατομμύρια τεμάχια από χρωματιστές πέτρες, ο χάρτης απεικονίζει λόφους και κοιλάδες, χωριά και πόλεις στην Παλαιστίνη και το Δέλτα του Νείλου.
Το ψηφιδωτό περιλαμβάνει την παλαιότερη που σώζεται εκπροσώπηση της βυζαντινής Ιερουσαλήμ, που επισημαίνεται ως η «ιερή πόλη». Ο χάρτης παρέχει σημαντικές λεπτομέρειες, όπως μνημεία απο τον 6ο αιώνα, και τον Πανάγιο Τάφο σαφέστατα ορατό. Αυτός ο χάρτης είναι ένα κλειδί στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης σχετικά με τη φυσική διάταξη της Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή και την ανοικοδόμηση της το 70 μ.Χ..
Άλλα αριστουργήματα μωσαϊκό  βρέθηκαν στην εκκλησία της Παναγίας και των Αγίων Αποστόλων και το Αρχαιολογικό Μουσείο, που απεικονίζουν μια αφθονία λουλουδιών και φυτών, πουλιών και ψαριών, ζώα, εξωτικά ζώα, καθώς και σκηνές από την μυθολογία και τις καθημερινές επιδιώξεις του κυνηγιού, αλιείας και ιχθυοκαλλιέργειας . Εκατό άλλα ψηφιδωτά από το 5ο ως τον 7ο αιώνα βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη Μάνταμπα.



Ανακατασκευή ψηφιδωτού χάρτη των ΑγίωνΤόπων στην Ιερά Μονή Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου

Αβραμίδης Δημοσθένης
Εικαστικός καλλιτέχνης, ειδικός επιστήμονας π.δ. 407/80, Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Η επαναδιαπραγμάτευση-ανακατασκευή του ψηφιδωτού χάρτη των ΑγίωνΤόπων στην Ιερά Μονή Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου,
Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, σύμφωνα με τον αντίστοιχο σωζόμενο στον Ναό του Αγίου Γεωργίου της Μαδηβάς.


Είναι γνωστή η σημασία του σωζόμενου τμήματος του επιδαπέδιου ψηφιδωτού χάρτη της Παλαιστίνης και ενός τμήματος της Αιγύπτου, που βρίσκεται σήμερα στον Ιερό Ναό του Αγ. Γεωργίου της Μαδηβάς στην Ιορδανία. Αν και δεν είναι το μοναδικό ψηφιδωτό δάπεδο που απεικονίζει γεωγραφική περιοχή, η σημασία του έγκειται στο γεγονός της  απόδοσης της περιοχής κατά τη βυζαντινή περίοδο με μεγάλη γεωγραφική ακρίβεια και στο ότι είναι ίσως η πρώτη φορά που απεικονίζονται πόλεις ως κάτοψη.

Η κατασκευή του χρονολογείται κατά τον 6ο αιώνα., περίπου το 565 μ.Χ., με βάση τα πραγματολογικά στοιχεία που περιέχονται στο Χάρτη. Η αρχική του θέση ήταν στο δάπεδο ενός μεγάλου καθεδρικού Ναού, όπου και ανακαλύφθηκε το 1848 από Χριστιανούς που είχαν εκτοπιστεί από το al-Karak κι εγκαταστάθηκαν στη Μαδηβά. Αμέσως διαπιστώθηκε η σπουδαιότητα του ευρήματος, αποκολλήθηκαν τα διασωθέντα περίπου 30 τετραγωνικά μέτρα και επανατοποθετήθηκαν στο δάπεδο του νεοανεγερθέντος τότε και μικρότερου από τον αρχικό, Ναού του Αγ. Γεωργίου, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών ερευνητών η ακρίβεια των τοπωνυμιών, αλλά και κάθε γεωγραφικής πληροφορίας της τοπογραφίας και της ιστορίας της Βυζαντινής Παλαιστίνης, γραμμένη στην ελληνική γλώσσα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο δημιουργός του σχεδίου του χάρτη γνώριζε τις σχετικές πηγές, όπως της Αγίας Γραφής κατά τους εβδομήκοντα,, του περίφημου γεωγραφικού λεξικού, γραμμένο στα ελληνικά από τον επίσκοπο Ευσεβίο Καισαρείας, Ονομαστικόν των Βιβλικών τοπωνυμιών, των έργων του Φλάβιου Ιώσιππου για την περιοχή, όπως και συγγραμμάτων που καταγράφουν πληροφορίες για το οδικό δίκτυο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Με βάση το σωζόμενο τμήμα του χάρτη εκτιμάται ότι το αρχικό συνολικό μέγεθος του, καταλάμβανε έκταση περί τα 93 τετραγωνικά μέτρα, έγινε με την μέθοδο της άμεσης ψηφοθέτησης, οι ψηφίδες είναι επί το πλείστον από πετρώματα της περιοχής, ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί σε μικρότερη έκταση ψηφίδες από υαλόμαζα.

Τέλος εκτιμάται πως αν υποτεθεί ότι εργάστηκαν τρεις εργάτες με έναν εργοδηγό επικεφαλή, χρειάστηκαν περίπου 186 ημέρες εργασίας για την ψηφοθέτηση και χρησιμοποιήθηκαν περίπου 1.160.000 ψηφίδες.

Αποτελεί πρόκληση για ένα σύγχρονο ψηφιδογράφο να αναμετρηθεί με ένα τέτοιο παρελθόν στις ίδιες συνθήκες, με τα ίδια υλικά, αλλά και το ίδιο θέμα. Την ευκαιρία αυτή πρόσφερε η απόφαση του ηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου, Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Ταβουλαρέα, να αναθέσει σε Έλληνες καλλιτέχνες την επαναδιαπραγμάτευση και ανακατασκευή ενός νέου ψηφιδωτού χάρτη των Αγίων Τόπων, για το δάπεδο του νάρθηκα στο καθολικό της Μονής.
Με βάση το πνεύμα του σωζόμενου τμήματος της Μαδηβάς, ο ζωγράφος και ψηφιδογράφος Αντώνης Λιώνης ανέλαβε την επανασχεδίαση ολόκληρου του χάρτη, όπως και του σχεδίου στις πραγματικές διαστάσεις του νάρθηκα. Την αρχαιολογική και γεωγραφική ακρίβεια των τοπωνυμιών ανέλαβε ο ερευνητής του εθνικού ιδρύματος ερευνών Κωνσταντίνος Μεϊμάρης, ενώ την υλοποίηση της ψηφοθέτησης ανέλαβε ο ομιλών.

Το Μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, βρίσκεται μεταξύ της πόλεως Ιεριχούς και της Νεκράς Θαλάσσης στα σύνορα με την Ιορδανία, στα 386 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Μεσογείου.

Στην Μονή λειτουργεί ένα καλά οργανωμένο εργαστήριο ψηφιδωτού, όπως και εργαστήριο κοπής φυσικών πετρωμάτων σε μορφή ψηφίδων διαφόρων μεγεθών.

Να σημειωθεί εδώ ότι ο γέροντας Χρυσόστομος έχει αναλάβει με ομάδα συντηρητών ψηφιδωτού της αρχαιολογικής υπηρεσίας του Ισραήλ, την διάσωση ψηφιδωτών δαπέδων από παρακείμενα εγκαταλελειμμένα κελιά και επιδεικνύει εμπράκτως μεγάλο ενδιαφέρον για την τέχνη του ψηφιδωτού.

Έτσι δέχτηκε με μεγάλη χαρά την πρόταση να αναληφθεί το έργο από φοιτητές που έχουν παρακολουθήσει το εργαστήριο ψηφιδωτού του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών, του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, δίνοντας την ευκαιρία σε νέες και νέους φοιτητές, αλλά και σε όποιον άλλο ψηφοθέτη θα το επιθυμούσε, να εργαστούν και να αμειφθούν σε πραγματικές συνθήκες.

Επίσης ανέλαβε να περιηγηθούν με έξοδα της Μονής σε όλα, στην κυριολεξία, τα Ιερά προσκυνήματα των Αγίων Τόπων, στην Νεκρά Θάλασσα, με αποκορύφωμα την επίσκεψη στο Αμμάν και στην ίδια την Μαδηβά.

32 Έλληνες φοιτητές των καλών τεχνών, 2 ζωγράφοι καθώς και 3 εμπειροτέχνες έζησαν κατά τους θερινούς μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 2009 στο Μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου, εργαζόμενοι ταυτοχρόνως για την εφαρμογή της ψηφοθέτησης του ψηφιδωτού δαπέδου. Παράλληλα εργάστηκαν 7 Παλαιστίνιοι εργάτες κοπής μαρμάρου, οι οποίοι προμήθευαν με ψηφίδες τις εργασίες ψηφοθέτησης.

Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν ψηφίδες μόνο από πετρώματα της περιοχής, με εξαίρεση 2 γρανίτες τεχνητά χρωματισμένους που απέδιδαν τα χρώματα του γαλάζιου και της καρμίνας. Έτσι λοιπόν κόπηκαν και μεταφέρθηκαν περίπου τέσσερεις τόνοι πέτρας από λατομείο της Ραμάλας.

Οι διαστάσεις του αρχικού ψηφιδωτού δαπέδου ήταν όσο και ο νάρθηκας, δηλ. 4 επί 12 μέτρα. Το σχέδιο κόπηκε σε μικρότερα τμήματα, ώστε να διευκολυνθεί η ταυτόχρονη εργασία πολλών ατόμων, αλλά και η μετέπειτα τοποθέτηση. Η ψηφοθέτηση έγινε με τον έμμεσο τρόπο, αντίστροφα, πάνω σε βαμβακερό ύφασμα με βινυλική κόλλα.

Κατά τη διάρκεια των εργασιών ψηφοθέτησης αποφασίστηκε από τον γέροντα Χρυσόστομο να εγκαταλειφθεί η τοποθέτηση του χάρτη στο δάπεδο του νάρθηκα και αντ’ αυτού να γίνει επιτοίχιο μνημείο, το οποίο βρίσκεται εν εξελίξει. Η απόφαση είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο περιορισμός των διαστάσεων του νάρθηκα κι έτσι αποφασίστηκε να προστεθούν στο χάρτη άλλα δώδεκα τετραγωνικά μέτρα που αναπαριστούν το όρος Σινά, την Ερυθρά Θάλασσα καθώς και ένα τμήμα των εκβολών του Νείλου, με βάση και πάλι τον χάρτη της Μαδηβάς. Στη συμπλήρωση του αρχικού σχεδίου απεικονίζονται οι περιοχές κατ’ οικονομία τόσο κόντα στην Παλαιστίνη. Η πραγματική τους απόσταση είναι σχεδόν οκταπλάσια από την εικονιζόμενη. Πέρα από το γεγονός ότι ο ενδιάμεσος χώρος είναι έρημος, οι περιοχές αυτές παριστάνονται με την βιωματική αντίληψη του χώρου κι όχι όπως είναι στην πραγματικότητα.

Το έργο της ψηφοθέτησης ολοκληρώθηκε σε 48 ημέρες, με ρυθμό εργασίας περίπου ενάμιση τετραγωνικό μέτρο την ημέρα και χρησιμοποιήθηκαν περίπου 800.000 ψηφίδες.

Προκειμένου να υπάρχει εποπτεία του συνολικού τελικού αποτελέσματος κατασκευάστηκε καβαλέτο ικανό να φέρει το φορτίο μιας ολοκληρωμένης σειράς από τα τμήματα του χάρτη, ώστε βλέποντας τα από απόσταση, να διορθώνονται οι τυχόν παραλήψεις της ψηφοθέτησης.

Τέλος, μετά την ολοκλήρωση όλων των τμημάτων, συνενωθήκαν μεταξύ τους και συμπληρώθηκαν οι παρυφές τους αφήνοντας ανάμεσά τους περίπου 2 εκατοστά, τα οποία θα συμπληρωθούν με άμεσο τρόπο μετά την τελική τοποθέτηση τους.

Οι συνθήκες εργασίας στα 386 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Μεσογείου με 48 βαθμούς υπό σκιά την ημέρα και 39 κατά τη διάρκεια της νύχτας ήταν συγκλονιστικές.

Είναι παροιμιώδης ο καύσωνας της περιοχής  κατά τους θερινούς μήνες, αναφέρεται ακόμα και στο τροπάριο του Αγίου Γερασίμου «…τον καύσωνα έφερες εν καρτερία σοφέ…».

Παρ’ όλ’ αυτά, η Αβραμιαία φιλοξενία του μοναστηριού, οι τακτικές γιορτές, τα πανηγύρια, τα γλέντια, οι εκδρομές στα προσκυνήματα, δημιούργησαν ένα κλίμα συναδελφοσύνης αλλά και αδελφοσύνης στο συνεργείο που υπερνίκησε κάθε δυσκολία.

Ας μου επιτραπεί, ως συνάδελφο σας, να επισημάνω ένα γεγονός που σας είναι γνωστό. Τα μεγάλης κλίμακας έργα ψηφιδωτού απαιτούν ένα στοιχείο στον ψυχισμό του συνεργείου ψηφοθετών που σήμερα, ζώντας σε εποχή εξατομίκευσης, τείνει να χαθεί.

Το στοιχείο αυτό είναι η συλλογική ψυχή της ομάδας, ή της συντεχνίας αν θέλετε. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι είναι σαν αυτό που στη θεολογική γλώσσα λέγεται αλληλοπεριχώρηση, που διαπνέει το σύνολο και κάνει την ομάδα να κινείται αρμονικά, ώστε στο τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς  να φαίνεται σαν η εργασία να έγινε όλη από ένα χέρι.

Η εμπειρία της ζωής και εργασίας του συνεργείου στο κλίμα του μοναστηριού, η συμμετοχή στη λατρεία, η κοινή καθημερινή τράπεζα, η ποιμαντική παρουσία των μοναχών, αλλά και η ευλογία που αναδύεται από το Θεοβάδιστο τόπο, βοήθησαν εντυπωσιακά το συντονισμό του συνεργείου.
Δεν θα ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες στιλιστικού περιεχομένου, το έργο σύντομα θα εντοιχιστεί και θα είναι επισκέψιμο.

Το σημαντικό για μένα προσωπικά είναι ότι μετά από 15 αιώνες μια ομάδα νέων από την Ελλάδα, δούλεψε εκ νέου ένα θέμα του 6ου αιώνα, με παρόμοιο στυλιστικά τρόπο, έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, εργάστηκε συλλογικά, με τα ίδια υλικά και στον ίδιο τόπο, όπου επί αιώνες ασκείτο η τέχνη του ψηφιδωτού.

Κλείνοντας, θα ήθελα να ομολογήσω ότι κατά τη διάρκεια του έργου αιφνιδιάστηκα με την απόφαση του γέροντα Χρυσόστομου να μην τοποθετήσει τελικά το χάρτη στο δάπεδο του νάρθηκα του καθολικού, γεγονός που αν ήταν γνωστό εξ’ αρχής θα μείωνε δραστικά το πάχος των ψηφίδων.

Είναι προφανές ότι ο χάρτης της Μαδηβάς χρησίμευε στο προσανατολισμό των προσκυνητών εξ Ανατολών στην Αγία Γη. Επιστρέφοντας από την εκδρομή μας στην Μαδηβά κάναμε μια στάση στο όρος Νεβώ, στον τόπο όπου κατά την παράδοση έχει ταφεί ο προφήτης Μωυσής. Από το υψηλό σημείο αυτό αντικρίζει κανείς ολόκληρη τη γη της Επαγγελίας, από τα υψίπεδα του Γκολάν μέχρι και τις εκβολές του Νείλου. Έχοντας κρατήσει στη μνήμη μερικά τοπωνυμία μπορεί κανείς εύκολα να προσανατολιστεί.

Σήμερα η χρηστική αξία ενός παρόμοιου χάρτη είναι πολύ μικρή. Εννοείται ότι η αναγραφή των τοπωνυμιών στην ελληνική γλώσσα, βοηθά εύκολα τον συσχετισμό τους  με την αναφορά τους μέσα στην Αγία Γραφή κατά τους εβδομήκοντα και ως προς αυτό είναι αυτονόητη η παιδαγωγική αξία του χάρτη.
Εκ παραλλήλου, η ύπαρξη ενός χάρτη των Αγίων Τόπων με κέντρο την Ιερουσαλήμ, της γης της επαγγελίας,  σε ένα χριστιανικό ναό ενισχύει την αίσθηση στους εκκλησιαζόμενους να περπατήσουν επάνω του ανυπόδητοι, όπως και ο Μωυσής σύμφωνα με το χωρίο στην Έξοδο 3 : 5: «Λύσε τον ιμάντα των υποδημάτων σου, ο τόπος εν ω συ έστηκες γη αγία εστί». Και όπως μου ανέφερε κάποια στιγμή ο πατέρας Χρυσόστομος: «πόσοι νομίζετε σήμερα θα πατούσαν πάνω του με λυμένο τον ιμάντα των υποδημάτων τους…». Αναλογιζόμενος την φράση αυτή του γέροντα, πιστεύω ότι η παιδαγωγική αξία του χάρτη αλλά και το ενδιαφέρον που διαπιστώσαμε ήδη κατά την κατασκευή του από πιστούς και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, δικαιολογεί όντως την τελική επιτοίχια τοποθέτησή του, γεγονός που αναμένεται να ολοκληρωθεί πολύ σύντομα από συνεργείο της αρχαιολογικής υπηρεσίας του Ισραήλ.

Για την επιτέλεση του έργου της ψηφοθέτησης εργάστηκαν:

Από το τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας οι φοιτητές:

Τραπτσιώτη Όλγα, Θεοδώρου Ευαγγελία, Ναούμ Σιμόν, Χατζή Γεσθημανή, Διαμαντής Ορέστης, Αθανασιάδη Ελένη, Ντάλλα Πέτρούλα, Τσαρουχάς Απόστολος, Ντεγίδης Φίλιππος, Καραμαύρου Ιουλίτα, Κορωνιού Παναγιώτα, Καραφουλίδου Μάρω, Χαραλαμπίδου Ευγενία, Μιχαηλίδου Αλίκη, Μάιπα Ηλέκτρα, Χριστοφίδου Ναταλία, Ξενοδοχίδης Βασίλης, Τζαβάρα Στέλλα, Μονάχου Αντιγόνη, Κεφαλάς Μίνωας, Βλάχου Χρυσάνθη, Λεσσέ Αννέτα, Ρόμπου Μαργαρίτα, Μήτση Ειρήνη, Προβατά Ελένη, Αβραμοπούλου Ιφιγένεια, Τζέλη Φωτεινή, Κλεοπάτρα Χριστοφίδη, Κασαπάκη Αριάδνη

Από την Α.Σ.Κ.Τ. Αθηνών η φοιτήτρια Αστερία Ζηρογιάννη.

Οι εικαστικοί καλλιτέχνες Μαρία Παπαδοπούλου και Μπερεδήμας Παναγιώτης.

Οι ψηφιδογράφοι Τοπαλίδης Γιώργος, Πριφτάκη Χριστίνα και Νικόλαος Πρίφτη.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Αναζητώντας τον Ιησού!

φωτο: Yorgos Kyriakopoulos, Λέρος


Gavin Bryars Feat. Tom Waits - Jesus Blood Never Failed Me Yet 



http://www.gavinbryars.com/work/disc/jesus-blood-never-failed-me-yet

Οι καθολικές έννοιες της λογοτεχνίας"

Schönbrunn Palace (GermanSchloss Schönbrunn [ʃøːnˈbʁʊn]) is a former imperial summer residence located in ViennaAustria. The 1,441-room Baroque palace


Venice Veduta




Veniceboats-and-shipsmoles-and-embankmentsDoge's-Palace Rococo

The Circus, a street in Bath, England, was designed by John Wood the Elder and completed by his son, John Wood the Younger, in 1764.
the Palladian school, a style named after the sixteenth-century Italian architect, Andrea Palladio,

Δεν τίθεται θέμα διαφοράς ως προς την πολιτισμική συμβολική. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τους παραπάνω αρχιτεκτονικούς κήπους καθώς η διαφορά τους είναι μία από τις πιαθανές διφορές τους. Έτσι, το "εκτός" κειμένου ως οντότητα διακριτή σε σχέση με το "εντός" δεν υπάρχει. (Derrida)

Hans-George Ruprecht: "Εικασίες και λογικοί συμπερασμοί: Οι καθολικές έννοιες της λογοτεχνίας"

Θεωρία της λογοτεχνίας
Πηγή:http://filosofiatheoritikis.blogspot.com/2014/08/blog-post.html
Αναζητώντας το νόημα των λέξεων, προβληματιζόμαστε γύρω από...
                Η γλώσσα αποτελείται από λέξεις. Το μικρότερο τμήμα της γλώσσας είναι η λέξη, ένας συνδυασμός από ήχους ή σημάδια στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή, που έχει νόημα. Κατά την αναζήτηση του νοήματος των λέξεων, ανακύπτουν ερωτήματα γύρω από τη σχέση ανάμεσα στη μορφή τους (σημαίνον) και στο περιεχόμενό τους (σημαινόμενο).
                Οι λέξεις είναι σύμβολα ενός κώδικα επικοινωνίας, που στο λόγο μας γίνονται ετικέτες συγκεκριμένων πραγμάτων ή καταστάσεων: βιβλίο, βουνό, δένδρο, αρετή, δικαιοσύνη. «Όνομα είναι ένας ήχος της φωνής που έχει σημασία κατά συνθήκη (Αριστοτέλης, Περί ερμηνείας)Το νόημα των λέξεων, λοιπόν, καθορίζεται από τη συμβατική σχέση που έχει προκύψει ως αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ των ανθρώπων που μιλούν την ίδια φυσική γλώσσα π.χ. η λέξη βιβλίο σημαίνει το πραγματικό βιβλίο.
Αναζητώντας το νόημα των λέξεων στα πράγματα...
                Αν δεχτούμε ότι οι λέξεις αποκτούν το νόημά τους από τα πράγματα που ονοματίζουν,  θα ανακύψουν άπειρα ερωτήματα, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν λέξεις που δεν αναφέρονται σε πράγματα. Υπάρχουν λέξεις  που αποκτούν το νόημά τους  σε συνδυασμό με άλλες λέξεις, όπως τα ρήματα(είναι , λέει), τα επιρρήματα(σχεδόν, πριν), ή οι σύνδεσμοι(και, ούτε) , αλλά και λέξεις που νοηματοδοτούνται, όταν ορίζονται από άλλες λέξεις, όπως αυτές που αναφέρονται σε ιδιότητες (λευκός, μαύρος) ή σε αφηρημένες καταστάσεις (δικαιοσύνη, αγάπη).
                Ερωτήματα όμως δημιουργούνται και στην περίπτωση που οι λέξεις αναφέρονται σε πράγματα, γιατί η σχέση λέξης-πράγματος ποτέ δεν είναι ξεκάθαρη. Ενώ δηλαδή αντιλαμβανόμαστε ότι ανάμεσα στη γλώσσα και την πραγματικότητα υπάρχει σχέση, είναι δύσκολο να οριστεί αυτή ως άμεση αντιστοιχία. Το νόημα των λέξεων είναι περισσότερο ευρύ και πιο σύνθετο απ’ ό,τι είναι τα πράγματα π.χ. το νόημα της  λέξης «θάλασσα» είναι διαφορετικό στο λόγο ενός ποιητή απ’ ό,τι στο λόγο ενός ειδικού επιστήμονα. Επιπλέον, το νόημα των λέξεων είναι περισσότερο γενικό από τα ίδια τα πράγματα π.χ.  η λέξη «βιβλίο» αναφέρεται σε κάθε βιβλίο που υπήρξε ή θα υπάρξει, είτε το έχουμε δει, είτε όχι. Τέλος, τα πράγματα υφίστανται ανεξάρτητα από τις λέξεις που τα ονοματίζουν π.χ. το βιβλίο ως αντικείμενο παραμένει πάντα βιβλίο, είτε ονοματίζεται από κάποιον Άγγλο με τη λέξη book, είτε κάποιος Γάλλος με τη λέξη livre. Επομένως, οι λέξεις δε σχετίζονται με συγκεκριμένα πράγματα, αλλά με έννοιες , δηλαδή με σύνολα ομοειδών πραγμάτων, οπότε το νόημα των λέξεων έχει καθολικότητα. Έτσι εξηγείται πώς μπορούμε να μεταφράζουμε κείμενα από τη μια γλώσσα στην άλλη.
Αναζητώντας το νόημα των λέξεων στις έννοιες...
                Αν οι λέξεις δεν αναφέρονται σε πράγματα, αλλά σε έννοιες σημαίνει ότι το νόημά τους βρίσκεται στους ορισμούς που σχηματίζει για τα πράγματα ο νους μας. Συχνά, όμως, οι ορισμοί των εννοιών διατυπώνονται με λέξεις που κι αυτές πρέπει να οριστούν , οπότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υπάρχουν κάποιες λέξεις το νόημα των οποίων αναδύεται άμεσα, για να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε και το νόημα των άλλων λέξεων.
                Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με τη σχέση ανάμεσα στις έννοιες και στα πράγματα. Για να αποκτήσει, για παράδειγμα  νόημα η λέξη «δέντρο», πρέπει να εντοπίσουμε το σταθερό γνώρισμα που είναι κοινό σε όλα τα δέντρα και με σημείο αναφοράς το γνώρισμα αυτό , να γενικεύσουμε και να διατυπώσουμε τη συγκεκριμένη έννοια. Το θέμα γίνεται περίπλοκο, όταν πρόκειται να διατυπώσουμε τον ορισμό εννοιών που αναφέρονται σε ιδιότητες ή χαρακτηριστικά πραγμάτων ή πράξεων, όπως για παράδειγμα , όταν θέλουμε να ορίσουμε τις έννοιες δικαιοσύνη και λευκότητα.
                Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι είναι ανάγκη να υπάρχει κάπου, ανάμεσα στις έννοιες και στην εμπειρική πραγματικότητα, η «καθαρή ουσία» των πραγμάτων, από την οποία θα εξασφαλίζεται και η απόλυτη τιμή του νοήματος των λέξεων. Το νόημα, δηλαδή, εξαρτάται από τη σχέση των εννοιών με τον εξωτερικό κόσμο΄η σχέση αυτή εξασφαλίζεται , επειδή τα πράγματα έχουν μια «καθαρή ουσία», που συλλαμβάνει ο ανθρώπινος νους. Το θέμα αυτό απασχόλησε τους φιλοσόφους από την αρχαιότητα, με αποτέλεσμα να διατυπωθούν διάφορες θεωρίες.

Οι θεωρίες που αναζητούν το νόημα των λέξεων στην «καθαρή ουσία» των πραγμάτων είναι...
                Σύμφωνα με τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, το νόημα των λέξεων προκύπτει από μια πραγματική και αναλλοίωτη ουσία που υπάρχει πριν από τα πράγματα (ιδέες).
                Ο Πλάτωνας  διέκρινε την πραγματικότητα σε δύο επίπεδα: στον αισθητό κόσμο της εμπειρίας, κυρίαρχο γνώρισμα του οποίου είναι η μεταβλητότητα των πραγμάτων και των γεγονότων που τον συγκροτούν  και στον ιδεατό (νοητό) κόσμο των ιδεών, ο οποίος διέπεται από την σταθερότητα των οντοτήτων που τον συνθέτουν.
                 Τα αισθητά πράγματα είναι αντικείμενα, τα οποία αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε, όχι εξαιτίας κάποιας δικής μας ατέλειας, αλλά γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Είναι, όπως οι σκιές ή οι εικόνες στον καθρέφτη, που, καθώς τις βλέπεις από κάποια απόσταση, σου φαίνονται σαν αληθινά πράγματα, αλλά όταν τις πλησιάσεις και τις αγγίξεις, διαπιστώνεις ότι είναι φαντάσματα, ανύπαρκτες οντότητες, καπνός. Σκιές, απεικάσματα και είδωλα, όμως, τίνων; Των ιδεών, απαντά ο Πλάτων.
                Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα πράγματα, οι έννοιες και συνεπώς οι λέξεις που τους δίνουν νόημα δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα, διότι βρίσκονται σε αδιάκοπη ροή και αλλάζουν συνεχώς. Ο κόσμος της εμπειρίας, όμως, αποκτά νόημα , επειδή ο νους μπορεί να συλλάβει την ουσία των ιδιοτήτων του. Κάθε υλικό υποκείμενο, δηλαδή, αλλάζει. Ό,τι απομένει σταθερό είναι οι ιδιότητές του, γιατί αναφέρονται  σε απόλυτα καθαρές ουσίες που είναι αιώνιες και αναλλοίωτες. Τις καθαρές αυτές ουσίες ο Πλάτωνας τις ονόμασε ιδέες.
                Οι ιδέες είναι η αρχή και η ουσία των εμπειρικών όντων, όχι όμως κατασκευάσματα του νου, είναι αιώνιες, αναλλοίωτες οντότητες μέσα στο χρόνο και στο χώρο και συνιστούν τα αρχέτυπα των αισθητών αντικειμένων.  Βρίσκονται έξω από τα αισθητά όντα, περιγράφουν τις καθαρές ουσίες και γίνονται αντιληπτές, όχι με τις αισθήσεις, αλλά με τη νόηση. Υποστήριξε ότι ο αισθητός κόσμος αποκτά νόημα, επειδή αναφέρεται στις ιδέες, τις προϋπάρχουσες νοητές και αναλλοίωτες ουσίες των πραγμάτων. Για κάθε κατηγορία αισθητών πραγμάτων υπάρχει μια ιδέα' παραδείγματος χάριν, για όλα τα τραπέζια, που υφίστανται στην γη, υπάρχει στον ουρανό η ιδέα του τραπεζιού, για όλες τις δίκαιες πράξεις, που εκδηλώνονται στον πλανήτη μας, υπάρχει η ιδέα της δικαιοσύνης -και ούτω καθεξής.
                Η θεωρία του Πλάτωνος για τις ιδέες προβλήθηκε από μελετητές του σαν μια προσπάθεια ερμηνείας των γενικών όρων που χρησιμοποιούμε, όταν εκφραζόμαστε. Κατά τον Πλάτωνα, λοιπόν, οι γενικοί όροι -«λευκό», «δίκαιο», «μεγάλο» κ.ά.- έχουν νόημα, καθόσον αναφέρονται σε καθολικές οντότητες, οι οποίες πράγματι δεν υπάρχουν μέσα στον επίγειο κόσμο μας και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συγχέονται με τα συγκεκριμένα αισθητά πράγματα. Η λευκότητα, που αποδίδομε στο άγαλμα απέναντί μας, όταν λέμε ότι «το άγαλμα αυτό είναι λευκό», δεν γεννήθηκε μόλις κατασκευάστηκε το άγαλμα αυτό, ούτε και θα εξαλειφθεί μόλις καταστραφεί το άγαλμα αυτό. Η λευκότητα, όπως και κάθε άλλη καθολική οντότητα, είναι αιώνια και, ως εκ τούτου, υπάρχει έξω από τον γήινο κόσμο, κάπου στον ουρανό. Οι καθολικές οντότητες, στις οποίες αναφέρονται οι γενικοί όροι, κατά τον Πλάτωνα, είναι οι ιδέες.

                Σύμφωνα με τη θεωρία των καθολικών εννοιών του Αριστοτέλη, το νόημα των λέξεων προκύπτει από μια πραγματική και αναλλοίωτη ουσία που αποκαλύπτεται με νοητική διεργασία, έπειτα από τα πράγματα (καθολικές έννοιες).
                Απορρίπτοντας τη θεωρία των ιδεών του δασκάλου του, ο Αριστοτέλης  στρέφεται στο πραγματικό και γενικά στην αντικειμενική πραγματικότητα. Δε δέχεται λοιπόν πως η ουσία της πραγματικότητας βρίσκεται έξω απ’ αυτή, σ’ έναν άλλο κόσμο, αλλά στον κόσμο των αισθητών. Δεν απορρίπτει δηλαδή την ιδέα (το νοητό στοιχείο) ως ουσία του κόσμου, αλλά τη σχέση των αισθητών προς αυτήν. Κανένα ον, επομένως, δεν μπορεί να χωριστεί από την ουσία του, που είναι η σημαντικότερη κατηγορία από τα γνωρίσματα του όντος, γιατί απ’ αυτήν εξαρτάται η ύπαρξή του. Κατεβάζει , λοιπόν, τις ιδέες από τον ουρανό στη γη και τις ονομάζει είδος, δηλαδή μορφή, που εμπεριέχει τις ιδιότητες κάθε πράγματος , την καθαρή ουσία του. Η καθαρή ουσία, επομένως, δεν προϋπάρχει ως αυτοτελής οντότητα, αλλά ενυπάρχει ως συστατικό των πραγμάτων, οπότε ο νους τη συλλαμβάνει με τον τρόπο που δίδαξε ο Σωκράτης, δηλαδή με νοητική αφαίρεση των επιμέρους ιδιοτήτων και τη διατυπώνει ως έννοια που έχει καθολική εμβέλεια. Αυτές είναι τα «καθόλου» ή οι καθολικές έννοιες (= κοινά γνωρίσματα των πραγμάτων), που αποτυπώνουν γενικές ιδιότητες (λευκότητα, δικαιοσύνη) και που εξαιτίας της γενικότητας τους, προσδίδουν στα πράγματα νόημα αναγνωρίσιμο από όλους.

                Σύμφωνα με τη θεωρία του εμπειρισμού, το νόημα των λέξεων προκύπτει από μια ατομική-υποκεμενική εικόνα των πραγμάτων  που διαμορφώνουμε με τις αισθήσεις μας και βρίσκεται μόνο στη σκέψη μας.
                Οι εμπειριστές φιλόσοφοι (Τζον Λοκ – Ντέιβιντ Χιουμ) επηρεάστηκαν από τη θεωρία των καθολικών εννοιών του Αριστοτέλη. Υποστήριξαν ότι η ουσία –άρα και το νόημα-των πραγμάτων προκύπτει από την εικόνα που σχηματίζουμε γι’ αυτά στο νου μας. Όταν σκεφτόμαστε μία έννοια, χρησιμοποιούμε τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των εκδοχών της. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία του εμπειρισμού, που αναπτύχθηκε από το 17ο αιώνα και μετά, η αντικειμενική πραγματικότητα υπάρχει στο νου μας ως παράσταση, που διαμορφώνουμε με τις αισθήσεις μας. Οι εμπειριστές ονομάζουν τις παραστάσεις αυτές ιδέες, που όμως δεν έχουν καμία σχέση με τις ιδέες του Πλάτωνα. Αντίθετα, σχηματίζονται όπως ακριβώς οι καθολικές έννοιες, δηλαδή με νοητική αφαίρεση. Οι ιδέες των εμπειριστών διαφέρουν από τα «καθόλου» του Αριστοτέλη, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο, παρά οι ατομικές-υποκειμενικές –εικόνες των πραγμάτων, που βρίσκονται στη σκέψη και μόνον. Αν, όμως, οι καθολικές έννοιες είναι συστατικά της σκέψης, τότε πώς διασφαλίζεται η αντικειμενικότητά τους, αφού οι σκέψεις διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο; Αυτό σημαίνει ότι οι εικόνες αυτές δεν αντιπροσωπεύουν μια «καθαρή ουσία», οπότε δεν μπορούν να έχουν καθολική εμβέλεια και νόημα αναγνωρίσιμο από όλους.

Οι θεωρίες που αναζητούν το νόημα των λέξεων μέσα στις ίδιες τις λέξεις είναι...
                Ο νομιναλισμός ή ονοματοκρατία , που πρωτοδιατυπώθηκε από στοχαστές του Μεσαίωνα, με αφορμή ένα σχόλιο του Βοήθιου στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη,  υποστηρίζει ότι η σχέση των εννοιών με τα πράγματα ενυπάρχει μόνο στο όνομά τους. Οι καθολικές έννοιες δεν είναι ουσίες, αλλά διανοητικά δημιουργήματα του καθενός , οπότε υπάρχουν μόνο στο μυαλό μας και εξαφανίζονται πολύ εύκολα. Η μόνη πραγματικότητα που μένει πίσω τους είναι το όνομα που τα χαρακτηρίζει.  Υπάρχουν δηλαδή λέξεις- ονόματα που χρησιμοποιούμε, για να ονομάσουμε π.χ. τα πράγματα λευκά, αλλά δεν υπάρχει η λευκότητα ως κοινή ουσία.  Η θεωρία αυτή, αρχικά, καταδικάστηκε από την Εκκλησία ως αίρεση. Στη συνέχεια, όμως, υιοθετήθηκε από τους δομινικανούς μοναχούς που μελετούσαν τη Λογική του Αριστοτέλη ως πλήρης φιλοσοφική θεωρία.
                Εκείνος που έδωσε στο νομιναλισμό ακραίο προσανατολισμό ήταν κυρίως ο Γουλιέλμος Όκαμ, που αρνήθηκε την ύπαρξη σε οτιδήποτε γενικό και αφηρημένο. Εδώ όμως εντοπίζεται και το μειονέκτημα του νομιναλισμού. Αν θεωρήσουμε ότι κάποιο πράγμα είναι λευκό, επειδή μοιάζει με κάποιο άλλο λευκό πράγμα του οποίου την εικόνα έχουμε στο μυαλό μας, σημαίνει ότι υιοθετούμε την ύπαρξη της ομοιότητας. Τα πράγματα, δηλαδή, ανήκουν σε ορισμένη κατηγορία λόγω της ομοιότητάς τους.  Η έννοια όμως της ομοιότητας συνιστά καθολική έννοια, οπότε η θεωρία του νομιναλισμού αναιρείται.

Η θεωρία που αναζητά το νόημα των λέξεων στη χρήση τους μέσα στη γλώσσα ...
                Η θεωρία που αναζητά το νόημα των λέξεων στη χρήση τους μέσα στη γλώσσα  διατυπώθηκε από το φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Επικεντρώνεται  στη χρήση των λέξεων και φράσεων και όχι σε θεωρίες για το νόημά τους. Προτάσσει την αναζήτηση των συνθηκών χρήσης της γλώσσας και των κανόνων εφαρμογής της. («Δεν είναι οι λέξεις που εκφέρεις εκείνο που μετράει, μήτε κι εκείνο που έχεις στο μυαλό σου την ώρα που τις εκφέρεις. Είναι η πράξη που δίνει στις λέξεις το νόημά τους»). α)Η άποψη αυτή ξεκινά από τη βάση ότι η γλώσσα είναι κοινωνικό φαινόμενο που προορίζεται για επικοινωνία. Η γλώσσα δεν είναι μόνο μέσο πληροφόρησης και περιγραφής, αλλά χώρος δράσης (επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας). Δεν αποτελεί, δηλαδή, προσωπική δημιουργία. Ταυτόχρονα με τη γλώσσα επιτελούνται διάφορες  λειτουργίες : διατάζουμε, παρακαλούμε, ευχόμαστε και πραγματοποιούμε ένα ευρύ φάσμα πράξεων. Σκεφτείτε τις επιπτώσεις της φράσης : «Το Ειδικό Στρατοδικείο κρίνει εν ονόματι του Λαού και του Έθνους τους κατηγορουμένους ενόχους εσχάτης προδοσίας κατά του Έθνους και τους καταδικάζει εις θάνατον !». Για τους παραπάνω λόγους αρκετοί φιλόσοφοι, όπως ο Τζων Ώστιν μιλούν για την επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας. Οι λέξεις, δηλαδή, είναι τα επικοινωνιακά μας εργαλεία, οπότε το νόημά τους καθορίζεται από το πόσο αποτελεσματικές είναι στη επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας.
                β)Επιπλέον, η γλώσσα είναι ένα πολιτισμικό δημιούργημα, ένα κοινωνικό φαινόμενο στο οποίο μετέχουμε όλοι μέσα από την καθημερινή χρήση. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να μάθουμε μια γλώσσα μέσω της χρήσης της, οπότε αποκτούν νόημα και οι λέξεις –εργαλεία της π.χ. η λέξη «βιβλίο» έχει νόημα, επειδή χρησιμοποιείται, για να ονοματίσει το αντικείμενο βιβλίο.
                Η συγκεκριμένη θεωρία έχει λογική βάση, αλλά δεν καλύπτει όλες τις παραμέτρους γύρω από το νόημα των λέξεων, που είναι ευρύτερο από τη χρήση τους. Πολλές φορές, δηλαδή, δύο λέξεις μπορεί να έχουν το ίδιο νόημα, χωρίς να έχουν την ίδια χρήση (π.χ. διαβάζω, μελετώ) ή η ίδια λέξη, με το ίδιο νόημα μπορεί να έχει διαφορετικές χρήσεις (π.χ.ξέρω τι θέλω/ξέρεις τι λες;). Έτσι, κινδυνεύουμε να νομιμοποιήσουμε το γλωσσικό λάθος, με το επιχείρημα ότι κάθε γλωσσικό στοιχείο που καθιστά δυνατή την επικοινωνία είναι και σωστό, πράγμα που δεν ευσταθεί. Το βασικό μειονέκτημα της θεωρίας αυτής, όπως και γενικά της θεωρίας των νομιναλιστών, εντοπίζεται στο γεγονός ότι αναιρεί  την ύπαρξη καθολικών εννοιών, οπότε αφήνει αναπάντητα δύο βασικά ζητήματα:  α) Αν η χρήση των λέξεων τις σηματοδοτεί, τότε οι διάφορες γλώσσες θα ήταν μεταξύ τους ασύμβατες και αμετάφραστες. β)Πώς εξηγείται ότι αυτοί που μιλούν την ίδια γλώσσα αναγνωρίζουν το νόημα των λέξεων και τις χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο.