Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

"ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ" Αντόν Τσέχωφ







ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ, του Αντόν Τσέχωφ

Μετά τον Γλάρο και τον Θείο Βάνια, ο Τσέχωφ γράφει το τετράπρακτο δράμα του Τρεις Αδελφές, το 1901. 

 Το έργο ξεδιπλώνει έναν πίνακα της καθημερινής ζωής κάποιων ανθρώπων της ρωσικής επαρχίας. Τα στοιχεία που απαρτίζουν το μύθο είναι πολύ απλά, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις καθημερινές, σχεδόν συνηθισμένες. Το δράμα αντλεί την ουσία του όχι από εξωτερικά γεγονότα και οριακές συγκρούσεις αλλά από ένα ρεύμα υπόγειο, που του δίνει ζωή και διαποτίζει τα θεμέλια του, αποκαλύ-πτοντας μιαν άλλη πραγματικότητα, πέρα από τα γεγονότα και αναδεικνύει την εσωτερική διάσταση των πραγμάτων.
Οι τρεις αδελφές, η Όλγα, η Μάσα και η Ειρήνα Πραζόρωφ ζουν μαζί με τον Αντρέι τον αδελφό τους σε μια επαρχιακή πόλη. Οι γονείς τους έχουν πεθάνει, και οι τρεις αδελφές νοσταλγούν την εποχή που ζούσαν μαζί με τον στρατιωτικό πατέρα τους στη Μόσχα, σ΄ ένα μεγάλο σπίτι γεμάτο κόσμο και διασκεδάσεις.
Τώρα πια η μοναδική τους διέξοδος είναι να δέχονται στο σπίτι τους αξιωματικούς της τοπικής φρουράς και να προσπαθούν να προσαρμοσθούν σε μια πραγματικότητα κατά πολύ κατώτερη των προσδοκιών τους.

Η Όλγα, η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές είναι δασκάλα στο παρθεναγωγείο της περιοχής. Η Μάσα είναι παντρεμένη με τον Κουλίγκιν, έναν συμβιβασμένο καθηγητή, αδύναμο να της προσφέρει τις συγκινήσεις που ονειρεύεται, και ανυποψίαστο για τις έντονες ψυχικές της ανησυχίες. Η Ειρήνα, η μικρότερη αδελφή είναι εκείνη που περισσότερο από τις άλλες τολμάει να κάνει όνειρα και να φαντάζεται το μέλλον τους στη Μόσχα, στη μεγάλη πολιτεία που για αυτήν σημαίνει πραγμάτωση κάθε ονείρου και ελπίδας.
Ένας αξιωματικός που έρχεται στην πόλη τους, ο αντισυνταγματάρχης Βερσίνιν, ξυπνάει τα κοιμισμένα συναισθήματα της Μάσας. Στερημένοι και οι δύο από αυτό που νομίζουν ότι ένας ιδανικός σύντροφος θα μπορούσε να τους προσφέρει, βρίσκουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, την όψη του ανεκπλήρωτου και ανέφικτου έρωτα.
Ανάμεσα στους αξιωματικούς που αποτελούν τον κύκλο των συναναστροφών των Πραζόρωφ, βρίσκεται και ο υπολοχαγός βαρώνος Τούζεμπαχ, ερωτευμένος με την Ειρήνα την οποία επιθυμεί να παντρευτεί. Όμως τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν ευνοϊκά για τους ήρωες που μέσα από την ακύμαντη χωρίς βιαιότητες και εξάρσεις καθημερινότητα τους, αναζητούν την μεταξύ τους επαφή και λύτρωση.
Ο Βερσίνιν θα φύγει από την επαρχιακή πόλη ακολουθώντας το Σύνταγμα του που αλλάζει έδρα και ο Τούζεμπαχ θα σκοτωθεί σε μονομαχία με τον αντεραστή του Σαλιόνιν. Ο Αντρέι, που έχει παντρευτεί την Νατάσα, μια σκληρή και γειωμένη επαρχιώτισσα, θα αποποιηθεί τα όνειρα του να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, βαλτώνοντας σε μια αδιάφορη οικογενειακή ζωή.

Οι τρεις αδελφές θα μείνουν μόνες. Οι φίλοι τους αξιωματικοί θα φύγουν μακριά, και αυτές θα απομείνουν να ακούν τη μουσική του Συντάγματος που αποχωρεί, να νοσταλγούν και να αναρωτιούνται για τον βαθύτερο σκοπό της ζωής τους.
(Πηγή: από σημειώσεις για την παράσταση του Κακογιάννη στο Εθνικό).
Μετάφραση: Λυκούργος Καλλέργης
Ρ/σκηνοθεσία:  Κώστας Μπάκας

Παίζουν οι ηθοποιοί: Έφη Ροδίτη, Άννα Βενέτη, Λυκούργος Καλλέργης, Κώστας Καστανάς, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Μιράντα Ζαφειροπούλου, Ειρήνη Κουμαριανού, Δημ. Αστεριάδης, Νικήτας Τσακίρογλου, Γιώργος Μοσχίδης, Δημήτρης Χρυσομάλλης, Κλειώ Σκουλούδη, Θόδωρος Σαρρής, Αλμπέρτο Εσκενάζυ


Νίκος Καρούζος " Ὁ Σολωμός στ' ὄνειρό μου"



Πηγή:http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/karouzos_solomos.html

Ἀπὸ τὸν Ὑπνόσακκο. Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ εισαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.


Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους...
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι 
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου 
κλεισμένος ὁλοῦθε ἀπ' τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη 
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της. 
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου 
στοὺς οὐρανοὺς ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος 
μαυροντυμένος μ' ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι 
στὴν παλάμη ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη 
πλάι του σ' ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνια 
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῶα τουφέκια 
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς 
μ' ὅλα τ' ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα μ' ὅλες τὶς ἀχτίδες 
τὴν ἀγαπημένη του πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμὸ της 
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες 
ὥς τὰ κοράσια ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἒρωτα. 
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα 
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα κ' ἕνας σκύλος 
ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς 
μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἒσφαξε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις 
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες.

Φώτης Κόντογλου "Καλοκαίρι στὸ Ὄρος"




Περιοδ. «Νέα Ἐστία», τεῦχος 875, Ἀθῆναι 1963.



Στ’ Ἅγιον Ὄρος πῆγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω ἀπὸ δυὸ μῆνες κ' ἔκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατί ὑπάρχουνε ἐκεῖ πέρα καὶ ἀγωγιάτες ἀρβανῖτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζῆδες ποὺ φορτώνουνε κερεστέ (1) στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ εἶναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ' ἐκεῖ γνωρίσθηκα μὲ τρεῖς Ἀϊβαλιῶτες καὶ περάσαμε πολὺ ἔμορφα. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πῆγα στὸ μοναστῆρι τῶν Ἰβήρων μαζὶ μὲ ἕνα γέροντα ποὺ πουλοῦσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Ἄβέρκιον Κομβολογᾶν. Σ’ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβοῦσε ὁ ἀρσανᾶς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα τῆς ψαρικῆς. Ἄφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα ὅλα καὶ γίνηκα ψαράς.'Ἔτρωγα, ἔπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες ποὺ ἤτανε ὅλο καλόγεροι, οἱ πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τρεῖς. Ὁ ἕνας ἤτανε ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ' εἶχε καλογερέψει ἀπὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαῖο. Ὁ ἄλλος ἤτανε ὡς σαράντα χρονῶν, ψαρὰς ἀπὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, ἁπλός, ἥσυχος, λιγομίλητος, ἄκακος, «πτωχὸς τῷ πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ὁ ἄλλος ἤτανε γέρος σὰν τὸν ἅγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζῆς καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα. Ὁ Βαρθολομαῖος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα εἶχε στὸ κελλί του καὶ τὰ δυὸ τρία βιβλία τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Μ' αὐτὸν ψαρεύαμε ἀστακούς. Ἔβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μοῦ ἔδειχνε πῶς νὰ τὰ ψαρεύω. Ὁ ἀρσανᾶς ἤτανε ἕνα σπίτι μακρύ, χτισμένο ἀπάνω στὴ θάλασσα μέσα σ’ ἕναν κόρφο ποὺ τὸν ἀποσκέπαζε ἕνας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια εἶχε μαῦρες πλάκες. Μπροστὰ εἶχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οἱ θάλασσες ὅποτε ἔπερνε βοριάς, κι ἀπὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε ἄγριο χαμόδεντρό. Ὁ ἀρσανᾶς εἶχε πεντέξη κάβιες (2)ἀραδιασμένες καὶ μπροστὰ εἶχε ἕνα χαγιάτι ποὺ ἀκουμποῦσε σὲ κάτι δοκάρια ἀπὸ ἀγριόξυλα. Ἐκεῖ μέσα κοιμόμαστε. Ἀπὸ κάτω εἶχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ ἁπλώνανε ἀπάνω στὰ μπαρμάκια (3) τοῦ χαγιατιοῦ. Ἐκεῖ ποὺ κοιμόμαστε ἀκούγαμε ἀπὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ ἔμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλοῦσε τὰ χαλίκια καὶ μᾶς νανούριζε. Παλιὰ εἰκονίσματα ἤτανε κρεμασμένα μέσα στὸν ἀρσανᾶ κ' ἔκαιγε ἀκοίμητο καντῆλι.
Ἄφησα ὑγεία στοὺς Ἰβηρῖτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πῆγα στὸ μοναστῆρι τοῦ Καρακάλου. Κ' ἐκεῖ πέρασα πολὺ καλά• οἱ πατέρες μὲ εἴχανε σὰν δικό τους. Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶναι κοινόβιο καὶ τότες εἴχανε ἡγούμενο ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, τὸν Κόδράτο, γέροντα ἥσυχον, εἰρηνικόν, ποιμένα ἀληθινόν, ἡ καταγωγή του ἀπὸ τὰ Ἀλάτσατα. Ὁ ἀρσανᾶς τοῦ Καρακάλου ἤτανε ἐπίσημος, ἕνας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος ἀπάνω σ’ ἕναν βράχο. Κάθησα κ' ἐκειπέρα κάμποσες μέρες. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὸ Μοναστήρι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ' οἱ θαυμαστὲς ἁγιογραφίες τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός.



«Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ πέρνεις καὶ τὴν ράβδαν,
περιπατεῖς καὶ ἔρχεσαι εἰς τὴν ἁγίαν Λαύραν.
Καὶ ἀναπαύεσαι, ἐκεῖ, ὅσον καιρὸν θελήσεις,
ὅσον νὰ εὕρεις συντροφιὰν καὶ πλοῖον νὰ κινήσεις».



Ἀπὸ κεῖ λοιπὸν ἐπῆρα κ' ἐγὼ τὴν ράβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ἦρθε κ' ἕνας ἁπλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι ἀδύνατος μ' ὅλο ποὺ ἤτανε ψωμᾶς στὸ μοναστῆρι. Τὸ μονοπάτι περνᾶ ἀπὸ ἅγια κ’ ἔμορφα μέρη, ὥς ποὺ φτάνει ἀπάνω ἀπὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ' ἀνοιχτὸ πέλαγο. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς στεριᾶς στέκεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου ὁ Ἄθωνας. Σ' ἕνα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ στέκεται κοφτὴ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, σὰν νἆναι κομένη μὲ τὸ μαχαῖρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ὥρα ἕνα κομάτι βουνὸ κ' ἔπεσε στὴ θάλασσα. Κι ἀληθινά, ὅπως μοῦ εἴπανε πιὸ ὕστερα οἱ Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ' ἔπεσε μονοκόματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ὁ σεισμὸς κούνησε ὅλη τὴ Μακεδονία.



Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ ἀπὸ τ’ ἄλλα τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ εἴχανε οἱ πατέρες, ποὺ ὅποτε κάνανε σύναξη ἔπρεπε νὰ καθήσω κ' ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ τῆς σκήτεως». Μ' ἔχουνε γράψει καὶ στοὺς ἱδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ τῆς συμβίας καὶ τῶν τέκνων. Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τὸν πάτερ Ἰσίδωρο, ποὺ μ' εἶχε στὸ κελλί του. Ἄλλη φορὰ ἔγραψα πολλὰ γιὰ δαῦτον. Τότες ἤτανε ὡς τριανταπέντε χρονῶν κ' εἶχε γιὰ δόκιμο τὸν μπάρμπα Χαράλαμπο ἀπὸ τὸ Καστελόριζο, ὡς ἑβδομῆντα χρονῶν, τελώνιο τῆς θάλασσας, ποὺ ἔζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ἴσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ τῆς Κίνας.
Εἶχε ἔρθει μιὰ μέρα στὰ Καψοκαλύβια ἕνας καλόγερος ἀπὸ κάποιο ψαραδόσπιτο ποὺ ἤτανε ἀνάμεσα στὸν κάβο Σμέρνα καὶ στὰ Καψοκαλύβια, καὶ τὸν φιλοξένησε ὁ πάτερ Ἰσίδωρος καὶ γνωρισθήκαμε. Τὸν λέγανε Νεῖλο, κ’ἤτανε Μυτιληνιὸς. Φεύγοντας μὲ προσκάλεσε νὰ πάγω στὸ κελλί του. Σὲ δυὸ τρεῖς μέρες, πῆγα. Στὸ Ὄρος βλέπει κανένας πολλὰ ἀσυνήθιστα πράγματα καὶ χτίρια, πλὴν ταὸ κελλὶ τοῦ πἀτερ Νείλου ἤτανε ἀπὸ τὰ πιὸ παράξενα. Σ’αυτὀ τὸ μέροςκατεβαίνανε δυὸ ραχοκοκαλιὲς ἀπὸ βράχια καὶ κάνανε δυὸ κάβους ποὺ τραβούσανε βαθειὰ στὴ θάλασσα, ὁ ἕνας πολὺ κοντὰ στὸν ἄλλον, ταὀσο, ποὺ ἔλεγες πως τὸ νερὸ ποὺ βρισκότανε ἀνάμεσά τους ἤτανε ποτάμι κι ὄχι θάλασσα. Ἐκεῖ ποὺ ἔσμιγε ὁ ἕνας κάβος μὲ τὸν ἄλλον σηκωνόντανε δυὸ ράχες ἀπὸ βράχια κ’ἤτανε τόσο κοντά, ποὺ σκοτεινιάζανε ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἄς ἔλαμπε ὁ ἥλιος το καλοκαῖρι. Σ’αὐτὸ τὸ μέρος, μέσα σ’αὐτὴ ταὴν τρύπα, ἤτανε χτισμένος ὁ ἀρσανᾶς τοῦ πάτερ Νείλου. Τὰ νερὰ ἤτανε ἄπατα καὶ σκοτεινὰ μέσα σὲ κεῖνο ταὸ κανάλι. Τὸ σπίτι ταὄχανε χτισμένο λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, θεμελιωμένο στὸ βράχο, μὲ χαγιάτια καὶ μὲ καμάρες, ὅπως συνηθίζεται στὸ Ὄρος ἀπὸ τὰ παληὰ χρόνια, μὲ μαῦρες πλάκες ἀντὶ γιὰ κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησιά, μικρή, μὲ σκαλιστὸ τέμπλο καὶ μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα. Ἀποπάνω κρεμότανε ἕνα βουνὸ δασωμένο καὶ στὴν κορφὴ εἶχε ἕνα βράχο ἀπότομο, μ’ἕνα σπήλαιο. Σ’αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἀσκήτευε πρὸ λίγα χρόνια ἕνας γέροντας ποὺ στάθηκε στὰ νιάτα του ὁπλαρχηγὸς στὴ Μακεδονία. Τώρα εἴχανε φωλιάσει ὄρνια μέσα στὴ σπηλιὰ καὶ τἄβλεπα ποὺ πέρνανε βόλτες γύρω στὴ ράχη. Ὁ Νεῖλος καὶ ἡ συνοδεία του εἴχανε δυὸ τράτες καὶ δυὸ βάρκες. Ἤτανε ἑφτὰ-ὀχτὼ νοματαῖοι, πέντε μεγάλοι καὶ δυὸ-τρία καλογεροπαίδια. Ὅλοι τους ἤτανε ἡλιοκαμένοι, μαῦροιθ σὰν ἀραπάδες. Ὁ πάτερ Νεῖλοςεἶχε ἀπάνω του μιὰ ἡσυχία καὶ μιὰν ἁπλότητα ποὺ σὲ ἔκανε νὰ τὸν ἀγαπήσεις καὶ νὰ τὸν σεβαστεῖς. Λιγόλογος, μὰ ὁλοένα ἤτανε χαμογελαστὸ ταὸ πρόσωπό του, μὲ κάτι χείλια χοντρὰ σὰν τοῦ ἀράπη, μὲ μαῦρα καὶ πυκνά γένεια, ποὺ φυτρώνανε κάτω ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ σκεπάζανε τὰ μάγουλά του. Μὲ τὴ σκούφια ποὺ φοροῦσε ἤτανε ἴδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλυτος, ὅπως δὰ ἤτανε ὅλοι τους, φοροῦσε ἀπάνω ἕνα σκοῦρο πουκάμισο καὶ κάτω ἕνα βρακί ανατολίτικο ἴσαμε τὰ γόνατα. Τὶς μέρες ποὺ κάθησα ἐκειπέρα, ¨ο Νεῖλος κ’ἕνας δόκιμος δὲν πξγαίνανε μὲ ταὴν τράτα γιὰ νὰ μοῦ κρατήσουνε συντροφιά. Ἤτανε κ’ἕνας γέρος, πάτερ Ἀθανάσιος, ποὺ φύλαγε πάντα τὸ σπίτι. Σὰν γυρίζανε ἀπὸ τὸ ψάρεμα, βγάζανε τὰ ψάρια ἔξω κι ἀφοῦ διαλέγανε λἰγα χοντρὰ γιὰ νὰ φᾶμε, κι ἄλλα γιὰ πάστωμα, τὰ ψιλὰ ταὰ κάνανε ἕνα σωρὸ καὶ τ’ἀφήνανε νὰ σιτέψουνε γιὰ νὰ τ’ ἁλατίσουνε. Ἀπὸ τὰ χοντρά παστώνανε πολλούς ροφούς, νἄχουνε τὸ χειμῶνα. Ψιλά, μαρίδα καὶ σαρδέλλα, παστώνανε πολλὰ βαρέλια καὶ τὰ στέλνανε στὴ Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στὸ σωρὸ καὶ παστώνανε. Ὅλο τὸ σπίτι μύρζε μιὰ τέτοια ψαρίλα, ποὺ στὴν ἀρχὴ γυρίζανε ἄνω κάτω τὰ στομάχια μου. Μὰ σιγὰ σιγὰ συνήθισα καὶ δὲν καταλάβαινα τὴν ψαρίλα σχεδὸν ὁλότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πὼς ἔτσι θὰ μυρίζανεκι ὁ Χριστὸς κ’οἱ απόστολοι. Οἱ ἀνθρῶποι κι ὅ,τι ἔπιανες, ὅλα μυρίζανε ψαρίλα. Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐκκλησιὰ ἔνιωθες αὐτὴ τὴ μυρουδιά. Τὶς ὧρες ποὺ λείπανε οἱ ἄλλοι στὸ ψάρεμα, κουβεντιάζαμε μὲ τὸν πάτερ Νεῖλο γιὰ θρησκευτικὰ καὶ γιὰ τὰ ἱστορικὰ τοῦ σπιτιοῦ του, τι φουρτοῦνες περάσανε, τι θεριόψαρα συναντήσανε, τι καΐκια βουλιάξανε ἀπὸ τότες ποὺ κάθησε σ’ αὐτὸ τὸ μέρος κι ἄλλα λογιῶ-λογιῶν. Ἄλλη φορὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ καλαφάτιζε μιὰ βάρκα τραβηγμένη ἔξω,ἔψελνε μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του, κ’ ἔκανε τὸν δεξιὸ ψάλτη κι ἐγὼ τὸν ἀριστερόν. Λέγαμε τὶς Καταβασίες τῆς Μεταμορφώσεως (γιατὶ ἤτανε κεῖνες οἱ μέρες τοῦ Αυγούστου) «Χοροὶ Ἰσραὴλ ἀήκμοις ποσί, πόντον ἐρυθρὸν καὶ ὑγρὸν βυθὸν διελάσαντες», Τὰ Πασαπνοάρια μὲ τὸ δοξαστικὸ «Παρέλαβεν ὁ Χριστὸς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καἰ Ἰωάννην», κ’ὕστερα λέγαμε ἀργῶς καἰ μετά μέλους τὸ κοινωνικὸ «Ἐν τῷ φωτὶ ταῆς δόξης τοῦ προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα». Στὸ τέλος ὅμως ψέλναμε πάντα τὸ «Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι' αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δὲν μπορῶ νὰ παραστήσω τὸ πόσο συγκινημένη ἤτανε ἡ καρδιά μου σὰν ἄκουγα νὰ ψέλνει ὁ ψαρὰς ὁ πάτερ Νεῖλος, ξυπόλητος, μὲ τὸ κατραμωμένο βρακί, μὲ τὰ φύκια κολλημένα ἀπάνω στὰ γυμνὰ ποδάρια του, νὰ ψέλνει μὲ κείνη τὴν ἀρχαία μελῳδία καὶ νὰ λέγει στίχους ἰαμβικούς, καὶ παραπέρα ν' ἀφρίζουνε τὰ παμπάλαια ἑλληνικὰ κύματα κι ὁ ἀγέρας νὰ βουΐζει πανηγυρικὰ ἀπάνω στὰ θεόχτιστα βράχια καὶ στὰ δέντρα! Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ' ἔπιανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψαρᾶς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν' ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του! Καὶ στὴ λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελόνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λάου ἀγνοημάτων», «ὡς ἐνδυόμενος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν». Ὤ! Τί ἐξαίσια καὶ φρικτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ ὀρθοδοξία μας! Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ' εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῷ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα. Κ' ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνὴ του ὁ πάτερ Νεῖλος «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησαν τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτὶ ἅγιος εἶ πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῷ μας ἀποσκίαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κ' ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο.









Σημειώσεις



1. Ξυλεία


2. Κάβια = κελλί, κάμαρα.


3. Ξύλινα κάγκελα.

Έλληνες λόγιοι εν Pωμαϊκαίς οικίαις


Aνεγίνωσκα εσχάτως εκ νέου την πραγματεία του Λουκιανού την επιγραφομένην Περί των επί Mισθώ Συνόντων, και με εφάνη τόσω ευφυής, και προ πάντων τόσω χαρακτηριστική των ηθών μιας εποχής, ώστε ενόμισα ότι μία περίληψις του έργου θα ελκύση το ενδιαφέρον των αναγνωστών του Kόσμου.
     Ως γνωστόν, πριν έτι κατακτήσουν την Eλλάδα οι Pωμαίοι, Έλληνές τινες ρήτορες και γραμματικοί μετέβησαν εις Pώμην και εδίδασκον. Kατά τους τελευταίους δε χρόνους της δημοκρατίας και με την αποκατάστασιν της αυτοκρατορίας, η επικράτησις των ελληνικών ιδεών εν Pώμη επαγιώθη και επλημμυρίσθη η κοσμοκράτωρ πόλις υπό των Eλλήνων λογίων.
     Eν Pώμη οι Έλληνες φιλόσοφοι ή σοφισταί ετύγχανον φιλοφρονεστάτης υποδοχής. Eις τας σχολάς των εφοίτα η Pωμαϊκή νεολαία. Eίχον θρόνον σοφιστικής. Aι ακροάσεις του Eρμογένους, του Aδριανού, του Φιλάγρου, του Φαβωρίνου, του Hρώδου είλκυον πάσαν την πεπαιδευμένην και εκλεκτήν κοινωνίαν.
     O Φιλόστρατος και ο Eυνάπιος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς μάς δίδουν μίαν ιδέαν της μεγάλης θέσεως ην κατείχον οι Έλληνες λόγιοι εν Pώμη, και των υψηλών πολιτικών αξιωμάτων άτινα πολύ συχνά επεδαψίλευεν εις αυτούς η Pωμαϊκή πολιτεία. Aλλά δυστυχώς η επιτυχία των μεγάλων σοφιστών είλκυσεν εις Pώμην πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι εγνώριζον μεν ολίγα γράμματα, δεν ήσαν όμως ούτε ρήτορες, ούτε φιλόσοφοι διακεκριμένοι. Aυτοί δε πενόμενοι εν τη μεγάλη πόλει προσεκολλώντο εις τους Pωμαϊκούς οίκους ως παιδαγωγοί ή φιλολογικοί σύντροφοι.
     Περί τούτων γράφει ο Λουκιανός εν τη πραγματεία Περί των επί Mισθώ Συνόντων και περιγράφει τας πικρίας και τους εξευτελισμούς των.
     H πρώτη δυσκολία του ζητούντος θέσιν φιλολογικού συντρόφου ήτο να τύχη συστάσεως εις τον άρχοντα εν τη οικία του οποίου επεθύμει να προσληφθή. Eξυπνών ενωρίς ώφειλε να περιμένη παρά την θύραν του άρχοντος επί μακρόν, ωθούμενος και αποκλειόμενος. O θυρωρός τον μεταχειρίζεται ως οχληρόν και αναίσχυντον και πολλάκις τον φορολογεί ― ο δε υποψήφιος τον υποφέρει διότι τρέχει μέγαν κίνδυνον να αποτύχη του σκοπού αν ο θυρωρός λησμονήση το όνομά του. Προς τούτους έχει να εξοδεύεται διά να περιποιηθή την ενδυμασίαν του και παρουσιάση πρόσωπον οπωσούν αρεστόν. Kαι μ’ όλα ταύτα παρήρχοντο πολλαί ημέραι χωρίς καν ο άρχων να τον παρατηρήση. Όταν τέλος συγκατένευε να τον λάβη υπ’ όψιν ήρχιζεν εν μέσω πολλού πλήθους οικετών και φίλων να τω απευθύνη ερωτήσεις τινάς φιλολογικάς. Yπό τόσα βλέμματα εστραμμένα προς αυτόν ο φιλόσοφος πολλάκις εδειλίαζε και έλεγεν άλλα αντ’ άλλων, εαυτόν «πάντα ενδεώς ειρηκέναι νομίζοντα, φοβούμενον δε και ελπίζοντα και προς το εκείνου πρόσωπον ατενίζοντα και ει μεν εκφαυλίζοι τι των λεγομένων, απολλύμενον, ει δε μειδιών ακούοι, γεγηθότα και εύελπιν καθιστάμενον». Aγανακτεί δε ο Λουκιανός επί τη ιδέα ανδρός εν βαθεί πώγωνι και πολιά τη κόμη εξεταζομένου «εί τι οίδεν ωφέλιμον, και τοις μεν δοκούντα ειδέναι, τοις δε μη». Kαι δεν εξητάζοντο μόνον αι γνώσεις του υποψηφίου, αλλά και η χρηστότης των ηθών του «και πολυπραγμονείταί σου άπας ο παρεληλυθώς βίος».
     Aλλά εάν έτι υποτεθή ότι αντί κακής έκαμνε καλήν εντύπωσιν ο άνθρωπος των γραμμάτων και προσελαμβάνετο υπό του Pωμαίου άρχοντος είχεν ακόμη αρκετά να τραβήξη.
     Tα βάσανά του ήρχιζον με το πρώτον συμπόσιον. «Eυθύς ουν πρόσεισι παραγγέλλων τις ήκειν επί το δείπνον, ουκ ανομίλητος οικέτης, ον χρη πρώτον ίλεων ποιήσασθαι, παραβύσαντα ες την χείρα, ως μη αδέξιος είναι δοκής, τουλάχιστον πέντε δραχμάς». O θεράπων κατ’ αρχάς προσποιείται ότι διστάζει να λάβη. «Άπαγε, παρά σου δ’ εγώ; και, Hράκλεις μη γένοιτο», αλλά τέλος καταπείθεται. «Συ1 δ’ εσθήτα καθαράν προχειρισάμενος και σεαυτόν ως κοσμιώτατα σχηματίσας λουσάμενος ήκεις δεδιώς μη προ των άλλων αφίκοιο, απειρόκαλον γάρ, ώσπερ και το ύστατον ήκειν φορτικόν». Θαυμασμός καταλαμβάνει τον λόγιον επί τω πλούτω της τραπέζης, είναι και πολύ όμως στενοχωρημένος μη γνωρίζων την εθιμοτυπίαν αυτών των μεγάλων δείπνων. H άγνοιά του σκανδαλίζει τους συνδείπνους οίτινες φθάνουν εις το συμπέρασμα ότι δεν ευρέθη ποτέ άλλοτε εις ευγενούς ανθρώπου τράπεζαν. O δυστυχής φιλόσοφος δειλιάζει τόσον ώστε πίνει και τρώγει μετά πολλού δισταγμού, φοβούμενος μη κάμη λάθος τι, υποβλέπει δε τον πλησίον και μιμείται τας κινήσεις του πιστώς. Tον εκπλήττουν τα πραττόμενα και είναι «θορύβου πλέως την ψυχήν». Kαι πότε ευδαιμονίζει τον πλούσιον διά τον χρυσόν του και την τόσην τρυφήν, και πότε οικτείρει τον εαυτόν του και την πενίαν του ήτις τώρα εκ παραθέσεως τον φαίνεται έτι δεινοτέρα. Aλλά ενίοτε «κακείνο εισέρχεταί σε, ως ζηλωτόν τινα βιώση τον βίον άπασιν εκείνοις εντρυφήσων και μεθέξων αυτών εξ ισοτιμίας». Eν τω μεταξύ γίνεται πρόποσις προς τιμήν του φιλοσόφου ήτις πάλιν τον πληροί τρόμου και αμηχανίας διότι δεν γνωρίζει ακριβώς τι απαιτεί η κοινωνική συμπεριφορά να απαντήση. «Eπίφθονος δ’ ουν από της προπόσεως εκείνης πολλοίς των παλαιών φίλων γεγένησαι, και πρότερον επί τη κατακλίσει ελύπησάς τινας αυτών, ότι τήμερον ήκων προυκρίθης ανδρών πολυετή δουλείαν ηντληκότων. Eυθύς ουν και τοιούτός τις εν αυτοίς περί σου λόγος. Tούτο ημών προς τοις άλλοις δεινοίς ελείπετο, και των άρτι εσεληλυθότων ες την οικίαν δευτέρους είναι· και Mόνοις τοις Έλλησι τούτοις ανέωκται η Pωμαίων πόλις. Kαίτοι τι εστιν εφ’ ότω προτιμώνται ημών; ου ρημάτια δύστηνα λέγοντες οίονταί τι παμμέγεθες ωφελείν; Άλλος δε, Oυ γαρ είδες όσα μεν έπιεν, όπως δε τα παρατεθέντα συλλαβών κατέφαγεν; απειρόκαλος άνθρωπος και λιμού πλέως, ουδ’ όναρ λευκού ποτε άρτου εμφορηθείς, ούτι γε Nομαδικού ή Φασιανού όρνιθος, ων μόλις τα οστά ημίν καταλέλοιπε». Aλλά τρίτος άλλος φρονιμώτερος, «ω μάταιοι», λέγει, «πέντε ουδ’ όλων ημερών όψεσθε αυτόν ενταύθά που εν ημίν τα όμοια ποτνιώμενον· νυν μεν γαρ ώσπερ τα καινά των υποδημάτων εν τιμή τινι και επιμελεία εστίν, επειδάν δε πατηθή πολλάκις και υπό του πηλού αναπλασθή, υπό τη κλίνη αθλίως ερρίψεται κόρεων ώσπερ ημείς ανάπλεως». Eν τοσούτω ενώ γίνεται τόσος λόγος περί του λογίου ο πτωχός αυτός ευρίσκεται εις λίαν δυσάρεστον θέσιν. O φίλος, με όλην την δειλίαν του παρέπιεν αρκετά, και τώρα η γαστήρ του αρχίζει να τον πειράζη και ουδέ να σηκωθή τολμά, ουδέ με ασφάλειαν ειμπορεί να μείνη. «Aποτεινομένου τοίνυν του πότου και λόγων επί λόγοις γιγνομένων και θεαμάτων επί θεάμασι παριόντων ―άπαντα γαρ επιδείξασθαί σοι τα αυτού βούλεται― κόλασιν ου μικράν υπομένεις μήτε ορών τα γιγνόμενα μήτε ακούων εί τις άδει ή κιθαρίζει… άλλ’ επαινείς μεν υπ’ ανάγκης, εύχη δε ή σεισμώ συμπεσείν εκείνα πάντα ή πυρκαϊάν τινα προσαγγελθήναι, ίνα ποτέ και διαλυθή το συμπόσιον».
     Tην επαύριον γίνεται η ομιλία περί του μισθού εν παρουσία δύο ή τριών φίλων. O άρχων αρχίζει να εξηγή εις το λόγιον ότι διάγει, ως προφανές, βίον απλούν και άνευ κομπασμού ή υπερηφανείας. Eν τη οικία του θα ζη ως στενός φίλος και τα πάντα θα τω ήναι κοινά· «επεί δε», προσθέτει, «και ωρίσθαι τι δει, ορώ μεν το μέτριον και αύταρκες του σου τρόπου και συνίημι ως ουχί μισθού ελπίδι προσελήλυθας ημών τη οικία, των δε άλλων ένεκα, της ευνοίας της παρ’ ημών και τιμής, ην παρά πάσιν έξεις· όμως δ’ ουν και ωρίσθω τι. Συ δ’ αυτός ό,τι και βούλει λέγει μεμνημένος, ω φίλτατε, κακείνων, άπερ εν εορταίς διετησίοις εικός ημάς παρέξειν· ου γαρ αμελήσομεν ουδέ των τοιούτων, ει και μη νυν αυτά συντιθέμεθα· πολλαί δε, οίσθα, του έτους αι ταιαύται αφορμαί. Kαι προς εκείνα τοίνυν αποβλέπων, μετριώτερον δήλον ότι επιβαλείς ημίν τον μισθόν». Kαι τελειώνει λέγων ότι είναι άλλως τε και πρέπον εις τους πεπαιδευμένους να ήναι ανώτεροι χρημάτων. O λόγιος, αφού ήκουσεν όλα αυτά, δεν θέλει ο ίδιος να είπη τας απαιτήσεις του και αφίνει τον οικοδεσπότην να ορίση τον μισθόν, ο δε και αυτός δεν θέλει να είπη τι, αλλά νομίζων ότι τρίτον πρόσωπον είναι το αρμοδιώτερον να αποφασίση στρέφεται προς ένα των περί αυτόν κολάκων και ζητεί την γνώμην του. H γνώμη του διαιτητού τούτου υποτίθεται ευκόλως. «Ως μεν ουκ ευδαιμονέστατος ει, φησί, των εν τη πόλει απάντων, ω ούτος, ουκ αν είποις, ω γε τούτο πρώτον υπήρχεν, ο πολλοίς πάνυ γλιχομένοις μόλις αν γένοιτο παρά της Tύχης, λέγω δη, ομιλίας αξιωθήναι και εστίας κοινωνήσαι και ες την πρώτην οικίαν των εν τη Pωμαίων αρχή καταδεχθήναι. Eιδώς δε πολλούς των ευδοκίμων εθελήσαντας αν, ει και προσδιδόναι δέοι, μόνης της δόξης ένεκα συνείναι τούτω και οράσθαι περί αυτόν εταίρους και φίλους είναι δοκούντας, ουκ έχω όπως σε της ευποτμίας μακαρίσω, ος και προσλήψη μισθόν της τοιαύτης ευδαιμονίας. Aρκείν ουν νομίζω, ει μη πάνυ άσωτος ει, τοσόνδε τι» και ορίζει ποσόν ελάχιστον.
     Ήδη αι περί πλούτου ελπίδες του ατυχούς επέταξαν, παρηγορείται δε μόνον με την προσδοκίαν της καλοζωίας. Aλλά και αυτή είναι όνειρον. Όσον η παρουσία του εφαίνετό τι νέον εν τη οικία τον ελάμβανον υπό σημείωσιν, αλλά μόλις τον εσυνείθησαν κανείς πλέον δεν εγύριζε να τον ίδη. Ως και εις την τράπεζαν τον δίδουν να φάγη ό,τι είναι χειροτέρας ποιότητος ― «ούτε η όρνις ομοία ταις άλλαις, αλλά τω μεν πλησίον παχεία και πιμελής, σοι δε νεοττός ημίτομος ή φάττα τις υπόσκληρος, ύβρις άντικρυς και ατιμία. Πολλάκις δε ην επιλίπη άλλου τινός αιφνιδίως επιπαρόντος, αράμενος ο διάκονος τα σοι παρακείμενα φέρων εκείνω παρατέθεικεν υποτονθορύσας. Σύ γαρ ημέτερος ει· τεμνομένου μεν γαρ εν τω μέσω ή συός υπογαστρίου ή ελάφου, χρη εκ παντός ή τον διανέμοντα ίλεων έχειν ή την Προμηθέως μερίδα φέρεσθαι, οστά κεκαλυμμένα τη πιμελή...... των άλλων ήδιστόν τε και παλαιότατον οίνον πινόντων μόνος συ πονηρόν τινα και παχύν πίνεις, θεραπεύων αεί εν αργύρω ή χρυσώ πίνειν, ως μη ελεγχθείης υπό του χρώματος ούτως άτιμος ων ξυμπότης». Πολύ περισσότερον αυτού εκτιμώνται ο χοροδιδάσκαλος ή ο καθαριστής της δεσποίνης.
     Bαθμηδόν αηδία διά τον τοιούτον βίον και μαύραι σκέψεις τον κυριεύουν. «Ω δείλαιος εγώ», αναλογίζεται, «και άθλιος, οίας τας πάλαι διατριβάς απολιπών και εταίρους και βίον απράγμονα και ύπνον μετρούμενον τη επιθυμία και περιπάτους ελευθερίους εις οίον βάραθρον φέρων εμαυτόν ενσέσεικα. Tίνος ένεκα, ω θεοί, ή τίς ο λαμπρός ούτος μισθός έστιν.... Tο πάντων οίκτιστον, ουκ ευδαιμονείν ειδώς ουδέ κεχαρισμένος είναι δυνάμενος· ιδιώτης γαρ έγωγε των τοιούτων και άτεχνος… Ως δε και αχάριστός ειμι, και ήκιστα συμποτικός, ουδ’ όσον γέλωτα ποιήσαι δυνάμενος· συνίημι δε ως και ενοχλώ πολλάκις βλεπόμενος, και μάλισθ’ όταν ηδίων αυτός αυτού είναι θέλω· σκυθρωπός γαρ αυτώ δοκώ, και όλως ουκ έχω όπως αρμόσωμαι προς αυτόν. Hν μεν γαρ επί του σεμνού φυλάττω εμαυτόν, αηδής έδοξα και μονονουχί φευκτέος, ην δε μειδιάσω και ρυθμίσω το πρόσωπον εις το ήδιστον, κατεφρόνησεν ευθύς και διέπτυσε, και το πράγμα όμοιον δοκεί ώσπερ αν εί τις κωμωδίαν υποκρίναιτο τραγικόν προσωπείον περικείμενος».
     Oγρήγορα δε ανακαλύπτει ότι εν τη Pωμαϊκή οικία το άτομόν του δεν έχει την ελαχίστην ανδρικήν σπουδαιότητα και ότι είναι απλούν νευρόσπαστον χρησιμεύον εις την φιλαυτίαν του οικοδεσπότου όστις διά παν άλλο τον παρέλαβεν ή διά την επιστημονικήν του αξίαν. Oυδέ περί Πλάτωνος και φιλοσοφίας, ουδέ περί Δημοσθένους και ρητορικής φροντίζει «δείται δη σου επ’ εκείνα μεν ουδαμώς, επεί δε πώγωνα έχεις βαθύν και σεμνός τις ει την πρόσοψιν και ιμάτιον Eλληνικόν ευσταλώς περιβέβλησαι και πάντες ίσασί σε γραμματικόν ή ρήτορα ή φιλόσοφον, καλόν αυτώ δοκεί αναμεμίχθαι και τοιούτόν τινα τοις προϊούσι και προπομπεύουσιν αυτού· δόξει γαρ εκ τούτου και φιλομαθής των Eλληνικών μαθημάτων… ώστε κινδυνεύεις, ω γενναίε, αντί των θαυμαστών λόγων τον πώγωνα και τον τρίβωνα μεμισθωκέναι. Xρη ουν σε αεί συν αυτώ οράσθαι και μηδέποτε απολείπεσθαι, αλλ’ έωθεν εξαναστάντα παρέχειν σεαυτόν οφθησόμενον εν τη θεραπεία και μη λιπείν την τάξιν. O δ’ επιβάλλων ενίοτέ σοι την χείρα, ό,τι αν τύχη, ληρεί τοις εντυγχάνουσιν επιδεικνύμενος ως ουδέ οδώ βαδίζων αμελής εστι των Mουσών… Συ δ’ ο άθλιος τα μεν παραδραμών, τα δε βάδην άναντα πολλά και κάταντα ―τοιαύτη γαρ, ως οίσθα, η πόλις― περιελθών ίδρωκάς τε και πνευστιάς, κακείνου ένδον τινί των φίλων, προς ον ήλθε, διαλεγομένου, μηδέ όπου καθίζης έχων ορθός υπ’ απορίας αναγιγνώσκεις το βιβλίον προχειρισάμενος». Eνθυμείται ο αναγνώστης τα δώρα τα υποσχεθέντα υπό του άρχοντος επ’ ευκαιρία των εορτών. Iδού λοιπόν έφθασε μία εορτή και αποφασίζεται να χαρισθή εις τον λόγιον «εφεστρίδιον άθλιον ή χιτώνιον υπόσαθρον». Nομίζεις ότι θα τω δοθή θησαυρός από την ταραχήν την οποίαν το δώρον προκαλεί. «...Πολλήν δει και μεγάλην γενέσθαι την πομπήν· και ο μεν πρώτος ευθύς έτι σκεπτομένου παρακούσας του δεσπότου προδραμών και προμηνύσας απέρχεται μισθόν ουκ ολίγον της αγγελίας προλαβών, έωθεν δε τρισκαίδεκα ήκουσι κομίζοντες, έκαστος ως πολλά είπε και ως υπέμνησε και ως επιτραπείς το κάλλιον επελέξατο διεξιών. Άπαντες δ’ ουν απαλλάττονται λαβόντες, έτι και βρενθυόμενοι ότι μη πλείω έδωκας».
     Aλλά και τον ταπεινόν του μισθόν να λάβη είναι ιστορία ολόκληρος. «Bαρύς αιτών συ και οχληρός δοκείς. Ίνα δ’ ουν λάβης, κολακευτέος μεν αυτός και ικευτέος, θεραπευτέος δε και οικονόμος… ουκ αμελητέος δε ουδέ ο ξύμβουλος και φίλος. Kαι το ληφθέν ήδη προωφείλετο ιματιοκαπήλω ή ιατρώ ή σκυτοτόμω τινί. Άδωρα ουν σοι τα δώρα και ανόνητα».
     Tο δε τέλος του κακόν και οικτρόν είναι. Όταν γηράση και δεν είναι πλέον χρήσιμος, αιτία ζητείται διά να τον αποπέμψουν. H πρώτη διαβολή εναντίον του γίνεται πιστευτή, και τον αποδιώκουν υβριστικώς νύκτωρ πένητα και υπέργηρων, ίνα αντικατασταθή υπό νεωτέρου ανθρώπου. Kανείς δε πλέον τώρα δεν τον παίρνει διά το πολύ γήρας, και επίσης διά τας παρ’ αυτού κατηγορίας αίτινες εξέρχονται από την οικίαν του άρχοντος προς δικαιολόγησιν της αποπομπής του.
     H πραγματεία του Λουκιανού τελειώνει με μιαν εύμορφον αλληγορικήν εικόνα την οποίαν λυπούμαι ότι χάριν συντομίας υποχρεούμαι να παραλείψω. Aλλά παρέθεσα αρκετά διά να εκτιμήση ο αναγνώστης την ζωηρότητα των περιγραφών και το αλατισμένον ύφος του μεγάλου Έλληνος καλλιτέχνου.
     Δεν αμφιβάλλω ότι εις την πραγματείαν ταύτην θα παρεισέδυε πού και πού η υπερβολή, και βεβαίως θα υπήρχον πολλαί Pωμαϊκαί οικίαι εν ταις οποίαις οι επί μισθώ προσλαμβανόμενοι Έλληνες λόγιοι θα ετύγχανον και τιμής και περιποιήσεως. Eν γένει όμως ειμπορούμεν να πιστεύσωμεν ότι των περισσοτέρων φιλολογικών συντρόφων τούτων ο βίος ήτο αρκετά πικρός και ταπεινωτικός.


ΣHMEIΩΣH
1. O λόγος του Λουκιανού απευθύνεται προς φίλον μελετώντα να ασπασθή τον περί ου ο λόγος βίον.
(Κ.Π. Καβάφης, Τα πεζά (1882;-1931), Φιλολογική επιμέλεια Mιχάλης Πιερής, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003)

Πηγή

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΟΙΗΣΗΣ,


ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑ ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ 


1.Ο δημιουργός Καβάφης. Ο Καβάφης ζει σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου συναντιούνται γλώσσες, λαοί και πολιτισμοί. Η ελληνική καταγωγή και τα βιώματά του ως έλληνα της περιφέρειας δεν μπορούν να αγνοηθούν κατά τη μελέτη του έργου του, ιδιαίτερα, η Αλεξάνδρεια, ως χώρος της πόλης κλειστός και ως τόποι μέσα στην πόλη. Η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου είναι ο χώρος όπου κινείται σκηνοθετικά ο ποιητής. Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι αλεξανδρινοί χρόνοι με την εποχή των διαδόχων, το βυζάντιο και λιγότερο ο ομηρικός κόσμος αποτελούν τις πηγές της ποιητικής του έμπνευσης. Έτσι, το ιστορικό βίωμα και η ζωή του συγκροτούν τα υπερκειμενικά και εξωκειμενικά στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της ποίησής του.
Ο ποιητής δουλεύει πολύ το έργο του, συλλέγει πηγές, μελετάει, διερευνά τις σκέψεις και στάσεις των ηρώων του σε εποχές κρίσης, σε ιστορικά σταυροδρόμια, καθώς όλα παίζονται σε μια εποχή μεταίχμιο, που έχει πολλά κοινά στοιχεία mutatis mutandis με την εποχή του ποιητή . Ο ρόλος της ανάμνησης , της μνήμης και της φαντασίας είναι σημαντικός, άμεσος και βιωματικός. Ανακαλούνται καθημερινές προσωπικές εμπειρίες μέσα στο χρόνο -συχνά παρελθόντα- και γίνονται ποίηση. Οι αναγνωστικές εμπειρίες από ιστορικές πηγές και από τη λογοτεχνία ανοίγουν ένα πεδίο πλούσιας δεξαμενής και συγχρόνως σκληρής εργασίας ώστε το κείμενο να δώσει έμπνευση για ένα νέο κείμενο. Έτσι, διακειμενικότητα και διαλογικότητα με τα κειμενικά, ιστορικά και άλλα συμφραζόμενα αποτελούν το υπόβαθρο, που στη συνέχεια ζυμώνεται με άλλα στοιχεία στη συνείδηση του ποιητή και αναβλύζει μια νέα και πρωτότυπη ποίηση. Αυτή η ποίηση σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται απλή και καθημερινή, εμπεριέχει γλωσσικά στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου και των βιωμάτων του ποιητή πέρα από τις συμβάσεις δημοτικής και καθαρεύουσας, αλλά σε μια δεύτερη ανάγνωση αποκαλύπτει όλο το βάθος και το πλάτος της ανθρώπινης ύπαρξης και της δημιουργίας, καθώς στο ατομικό εμπεριέχεται το συλλογικό. Το γλωσσικό σύμπαν της καβαφικής ποίησης αγκαλιάζει την ελληνικότητα, οι πηγές έμπνευσής του, ο ελεύθερος πεζολογικός στίχος και το ύφος του προφορικού καθημερινού λόγου καταδεικνύουν ότι ο Καβάφης διέρρηξε τη σχέση του με την παράδοση και άνοιξε το δικό του δρόμο, ένα δρόμο μοντέρνας ποίησης , ορόσημο για την Ελλάδα και την παγκόσμια λογοτεχνία. 
2. Διακειμενικότητα. Όλα τα στοιχεία που προηγούνται της γραφής και εκείνα που υπάρχουν κατά και μετά τη γραφή μπορούμε να τα θεωρήσουμε υλικό προς διερεύνηση σε μια πλατιά διακειμενική και διαλογική ανάγνωση του έργου του Καβάφη. Μπορούμε να θεωρήσουμε ως καθαρά διακειμενικά στοιχεία τα κείμενα ή τους στίχους άλλων δημιουργών, που εντοπίζονται στο έργο του. Διακειμενικά στοιχεία με μια ευρύτερη έννοια είναι τόσο τα παρά το κείμενο, τα παρακειμενικά στοιχεία, όπως είναι οι προμετωπίδες, οι τίτλοι των ποιημάτων, οι χρονολογίες και οι σημειώσεις του ποιητή, όσο και τα υπερκειμενικά στοιχεία ή περικείμενα, όπως είναι οι πηγές έμπνευσης και άλλα βιογραφικά στοιχεία, ατομικά και κοινωνικά, που φωτίζουν και βοηθούν στην ερμηνεία και κατανόηση του κειμένου. Η διαλογική σχέση των κειμένων (Μπαχτίν) οδήγησε σε πολλές και διαφορετικές μελέτες διακειμενικής τάξεως, όπως στη διακειμενικότητα της Julia Kristeva και του Genette, στη διακειμενική φύση της ποίησης και της λογοτεχνίας κατά τον H. Bloom κ. ά. Κάθε κείμενο κατά την Julia Kristeva «συγκροτείται ως μωσαϊκό παραθεμάτων, κάθε κείμενο είναι απορρόφηση και μετασχηματισμός ενός άλλου κειμένου.[…]» . Ο Todorov «επεξεργάζεται μια διάκριση μεταξύ της διαλογικότητας ως μεθόδου ερμηνείας και της διακειμενικότητας ως αναγκαίας συνιστώσας του σχήματος της επικοινωνίας». Ο G. Genette στο βιβλίο του, Palimpsestes , θεμελιώνει τη λογοτεχνικότητα με τη διακειμενικότητα, που σχετίζεται στον υψηλότερο βαθμό με την καθολική πλευρά της λογοτεχνικότητας, μ΄ αυτό που συναρτά ένα κείμενο με άλλα κείμενα, κατά τρόπο συνειδητό ή όχι. Η διακειμενικότητα μπορεί να διερευνηθεί στο έργο του Καβάφη ως παραπεμπτικές αναφορές, ως σύμβολα, ως δημιουργικός τρόπος μετασχηματισμού του υπερκειμένου (ονόματα , τοπωνύμια, κ.ά.) ή με όρους της αρχικειμενικότητας ( G. Genette) ως πηγές έμπνευσης (Όμηρος, Ιστορικές πηγές, επιτύμβιες στήλες, μελέτες βιβλίων).
Τα παρακειμενικά στοιχεία μπορούν να μελετηθούν τόσο σε σχέση με το κείμενο, όσο και σε σχέση με το εξωκειμενικό καθεστώς και την επίδρασή τους στον αναγνώστη με ή χωρίς την πρόθεση του συγγραφέα. Ενδιαφέρει ο τρόπος που ο ποιητής εντάσσει το διακείμενο στο ποίημα ως διασκευή, ως γόνιμο μετασχηματισμό, ως φαντασιακή προέκταση λεπτομερειών του μύθου, της ιστορίας και του ερωτικού-αισθητικού βιώματος ή ως διακείμενο που λειτουργεί με όρους αληθοφάνειας. Συχνά το ιστορικό ή μυθολογικό διακειμενικό στοιχείο αποκτά την καθολική και συγχρόνως αντιπροσωπευτική διάσταση του συμβόλου, π.χ. τα ποιήματα, Ιθάκη, Θερμοπύλες, Αλεξάνδρεια, Απιστία-Θέτις κ.ά. Η διακειμενικότητα δεν μπολιάζει απλά για να μπολιάζει, αλλά παράγει νέο κείμενο καθώς φράσεις, λέξεις ή χωρία αποκτούν άλλη σήμανση στο νέο γλωσσικό περιβάλλον και αναδίδουν νέο αισθητικό αποτέλεσμα. Τη μέθοδο της παράθεσης στίχων, προμετωπίδων ή και ολόκληρων μικροκειμένων τη χρησιμοποίησαν ήδη οι επιγραμματικοί της Ανθολογίας, οι Γάλλοι Παρνασσικοί, οι Ezra Pound, T.S.Eliot, Auden, Baudelaire, Joyce και οι έλληνες: Καβάφης, Σεφέρης, Παπατσώνης, Ρίτσος και άλλοι. Επίσης, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται αυτό που είπε ο Καβάφης ότι το έργο του είναι η ζωή του , καθώς τα βιώματα και οι μελέτες του συγκροτούν ένα πεδίο διακειμενικών αλληλεπιδράσεων. 
Ο Καβάφης είναι ολοφάνερο ότι επιλέγει το απλό και το καθημερινό, οι ήρωές του είναι άνθρωποι απλοί, άγνωστοι συχνά, που τους ανασύρει στο φως και, όπως γράφει ο Σαρεγιάννης , «Μεγάλη μέρα θα ήταν για τον Καβάφη εκείνη που θα ανακάλυψε ότι η ιστορία μπορεί να αντιμετωπιστεί και σα μια ανθολογία από ζωές αγνώστων ή μισοαγνώστων ανθρώπων». Ποιητές και πεζογράφοι, έλληνες και ξένοι, όπως οι: Πλούταρχος, Σουητώνιος, Φιλόστρατος, Λουκιανός, Πολύβιος, Πετρώνιος, Βυζαντινοί συγγραφείς κ.ά., όπως και η εκμετάλλευση παλαιών θεμάτων είναι κοινός τόπος και αποτέλεσαν ερέθισμα ποιητικής δημιουργίας στην καλλιτεχνική ευαισθησία του Κ. Καβάφη, όπως επισημαίνει και ο Filippo M. Pontani . Κείμενα, επιγραφές, επιστολές, νομίσματα, προφορικές παραδόσεις, άλλα γραπτά κείμενα ή μνημεία και βιώματα επιδρούν στην ποιητική έμπνευση του Καβάφη, θεματικά και γλωσσικά, και γίνονται ποιήματα «τρόποι δράσης και επιθυμίας» κατά την έκφραση του Η. Bloom. 
Η γλώσσα στην ποίηση του Καβάφη είναι μια γλώσσα εσωτερικής διανοητικής επεξεργασίας, παραπεμπτική, στο επίπεδο της καθημερινής ομιλίας, που δημιουργεί αμεσότητα στο δέκτη. Ο ποιητής με τη μνήμη και την ανάμνηση ανασυνθέτει συχνά σκέψεις, γεγονότα και καταστάσεις του παρελθόντος σε πολλά χρονικά επίπεδα μ΄ ένα δικό του τρόπο δυνατό και πρωτότυπο. Η μνήμη στον Καβάφη δεν είναι απλή ανακλητική διαδικασία, αλλά ενέχει το ατομικό και το συλλογικό, που ακόμα και στα πιο προσωπικά του ποιήματα αφήνονται οι δείκτες του χώρου, των βιωμάτων και της ελλειπτικότητας ώστε ο αναγνώστης να συμπληρώσει τα «κενά» με τη δική του αναγνωστική εμπειρία. Η πόλη, η αγορά, δηλαδή το σκηνικό στήνεται σύμφωνα με όσα επικρατούν στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου ως ιστορικό πλαίσιο της ποιητικής έμπνευσης και δράσης των ηρώων του. Έτσι, ο ποιητής δημιουργεί τον δικό του ποιητικό κόσμο στον οποίο συνένοχος ή παρών -απών είναι και ο δέκτης (χρήση β΄ προσώπου). Ο ποιητής ομολογεί ότι η έμπνευσή του, αν δεν είναι βιωματική, είναι βιβλιακή- έμμεσο βίωμα-, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα αποσπάσματα, που είναι ποιήματα ποιητικής του Καβάφη και συνομιλούν με την Ιστορία και τη δημοτική μας ποίηση:
Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
τη νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω…
(Καισαρίων,1914)

Αυτές τις μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ΄ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά• δικά μας, γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για το χαμό της Πόλης
“Πήραν την Πόλιν, πήραν την• πήραν την Σαλονίκη”

“Σιτ αναγνώθ΄σιτ ανακλαίγ΄ σιτ ανακρούγ΄την κάδριαν.
Ναϊλί εμάς να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν”. 
( Πάρθεν 1921).
Παρατηρούμε ότι ο ποιητής συμπληρώνει αυτά που η λαϊκή μούσα θεωρεί αυτονόητα. Έτσι, το διακείμενο γίνεται συγκείμενο και η όλη οργάνωση του ποιήματος συγκροτείται από το κείμενο και τα διακείμενα, που αναβαπτίζονται στο νέο γλωσσικό περιβάλλον και δημιουργούν ένα νέο ύφος γραφής με ξεχωριστό αισθητικό αποτέλεσμα. Το διακείμενο είναι και γλώσσα που με την ένταξή του στο κείμενο γίνεται αμέσως και άμεσα λειτουργικό και επικοινωνιακό, καθώς όχι μόνο δεν καταστρέφει το συνεκτικό ιστό του ποιήματος, αλλά επαυξάνει και προεκτείνει τους κειμενογλωσσολογικούς παράγοντες (συνοχή, συνεκτικότητα, προθετικότητα, αποδεκτότητα). Το διακείμενο αυξάνει την πληροφορητικότητα και το αρχικά ανοίκειο κείμενο γίνεται οικείο με όρους της πολιτισμικής ελληνικής κοινότητας και του ευρύτερου ελληνισμού. 
Η διακειμενικότητα και η ποιητική της αξιοποίηση από τον Καβάφη επιβεβαιώνει και από αυτή την οπτική ότι ο Καβάφης ήταν ένας από τους πιο άξιους τεχνίτες του Λόγου. Αυτό δε σημαίνει ότι απουσιάζουν τα παραδοσιακά μοτίβα, που μπορούν να θεωρηθούν και διακειμενικές φράσεις ή λέξεις, όπως είναι οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες, οι Σειρήνες, η Ιθάκη και άλλα μοτίβα-σύμβολα παρμένα από τα ομηρικά έπη ή από άλλα κείμενα. Ο στίχος είναι πεζολογικός και ελεύθερος με ή χωρίς στροφές, με ή χωρίς ισορροπία στίχων και στροφών, αλλά δεν απουσιάζουν και οι παραδοσιακοί τρόποι στην ποίηση του Καβάφη. Έτσι, εντοπίζεται ομοιοκαταληξία στα ποιήματα “Η δόξα των Πτολεμαίων», «Η συνοδεία του Διονύσου», «ο Οράτιος εν Αθήναις». 
3.α. Παρακειμενικά στοιχεία. Προμετωπίδες. Τα παρακειμενικά στοιχεία (προμετωπίδες, τίτλοι) έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο έργο του Καβάφη. Μελετώντας τις προμετωπίδες του καβαφικού έργου κατά τη σειρά των τόμων παρατηρούμε τα ακόλουθα. Ανάμεσα στο ποίημα με τίτλο, «ΣΟΦΟΙ ΔΕ ΠΡΟΣΙΟΝΤΩΝ» και το κειμενικό σώμα του ποιήματος παρεμβάλλεται η προμετωπίδα- χωρίς εισαγωγικά- με την πηγή προέλευσής της ως ένα ενδιάμεσο κείμενο-οδοδείκτης για το περιεχόμενο του ποιήματος, όπως: Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνο-
μένων, σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται. 
Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, VIII,7, (τ.α΄, σελ. 17).
Το ποίημα γράφτηκε το 1915 και δεν μπορεί να μελετηθεί χωρίς να «συνομιλήσει» με την εποχή του. Η πηγή από το Φιλόστρατο θέτει το θέμα της αγωνίας για το μέλλον, που οι θεοί το γνωρίζουν (υπερανθρώπινο επίπεδο), οι λαοί-άνθρωποι το αγνοούν και οι σοφοί ως διαμεσολαβητές διαισθάνονται όσα πρόκειται να γίνουν στο κοντινό μέλλον και ως ενδιάμεσοι έχουν κάποια ευθύνη. Οι άλλοι «ουδέν ακούουν», καθώς ασχολούνται με τα του βίου και της καθημερινότητας. Στην προμετωπίδα και το ποίημα καταγράφεται μια στάση απραξίας, που επισημαίνεται ποιητικά, όπως: «Και την προσέχουν ευλαβείς.». 
Η προμετωπίδα που εντοπίζεται στο ποίημα «Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ» (σελ.27, τ. α΄),είναι χωρίς εισαγωγικά και λέει τα εξής:
«Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ΄ υποκριτής,
μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί
της τραγικής εκείνης, και διαλαθών
υπεχώρησεν». Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου 
Πρόκειται για το Δημήτριο τον Πολιορκητή (337-283 π.Χ.), που οι στρατιώτες του αυτομόλησαν στον εχθρό του, το βασιλιά Πύρρο της Ηπείρου, γιατί κουράστηκαν να πολεμούν για να αυξάνουν τη χλιδή του Δημητρίου. Το ποίημα φέρεται ότι δημοσιεύθηκε το 1906. Ο Ph. Pontani επισημαίνει ότι το ποίημα αποτελεί παράφραση από τον Πλούταρχο. Πάντως η προμετωπίδα αποτελεί στοιχείο συνοχής και συνεκτικότητας με το ποίημα. Στην ποιητική εκμετάλλευση δεν υπάρχει αξιολογική κρίση, αλλά μια στάση που «νιώθεται» κατά την έκφραση του ποιητή. Από κοινωνιολογική και ψυχολογική θεώρηση (Goldman, Ricoeur) μπορούμε να πούμε ότι στις λεκτικές επιλογές «τον παραίτησαν, όμοια σαν ηθοποιός, η παράστασις» ανιχνεύονται κάποια στοιχεία κατανόησης από τον Καβάφη προς τον ήρωά του ως άνθρωπο και όχι ως φορέα εξουσίας, ως βασιλιά. Σε μια άλλη ανάγνωση θα μπορούσε η ποιητική μετάπλαση να ενέχει σαρκασμό για τον «υποκριτή» βασιλιά που παίζει τη ζωή ως θεατρική παράσταση. Βέβαια, στην ιστορική πηγή η πρόταξη της φράσης «Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ΄ υποκριτής/ μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν» λειτουργεί ως κατάκριση για το βασιλιά. Το διακείμενο στον Καβάφη μεταπλάθεται δημιουργώντας, εσκεμμένα, αμφισημία.
Στο ποίημα, «ΑΠΙΣΤΙΑ», δημοσιεύτηκε το 1904, η προμετωπίδα προέρχεται από τον Πλάτωνα με αφορμή τη ραψωδία Β΄ στην Ομήρου Ιλιάδα, όπου ο Όνειρος στέλνεται στον Αγαμέμνονα παρακινώντας τον να ομονοήσει με τον Πηλείδη. Ο Πλάτων φαίνεται ότι πήρε την πηγή από τον Αισχύλο, οπότε έχομε ένα παλίμψηστο «από φωνές, μνήμες και κείμενα», όπως ενδεικτικά γράφει ο Δ.Τζιόβας . Ο Καβάφης, που σύμφωνα με το Δ. Τζιόβα «παίζει με τα προσωπεία και τους αφηγηματικούς καθρέφτες», δε δίνει πάντα πλήρως την πηγή (Πλάτωνος Πολιτεία, Β, 383 α-β), αλλά αφαιρεί ή τροποποιεί στοιχεία του αποσπάσματος. Έτσι, προσθέτει εισαγωγικά στο παράθεμα από το «ενδατείσθαι» και μπαίνει ανάμεσα σε παύλες το κείμενο από τη λέξη «νόσων» ως «εμόν», π.χ. «–νόσων […] εμόν-». Επίσης, η λέξη «παιάν’» είναι γραμμένη ως «παιών’» και κεφαλαιοποιούνται τα αρχικά γράμματα στις λέξεις «Ξύμπαντα», «Καγώ», «Ο δ’ ». Αυτές οι αλλαγές για έναν τόσο προσεκτικό ποιητή δεν είναι τυχαίες. Η λέξη «παιάν΄» έγινε «παιών’» ίσως για εσωτερική συνήχηση με τη μετοχή «ευθυμών». Η κεφαλαιοποίηση του αρχικού γράμματος, χαρακτηριστικό της μοντέρνας και της υπερρεαλιστικής ποίησης, δηλώνει, γραφολογικά, την αυτονομία των στίχων ανά δύο και καθοδηγεί την αναπνοή του αναγνώστη. Σε μια άλλη ανάγνωση η κεφαλαιοποίηση του αρχικού γράμματος στην έναρξη του στίχου μπορεί να υποδηλώνει και τις αφηγηματοποιημένες φωνές, που συνομιλούν με το νέο ποιητικό κείμενο. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι τα εκτός εισαγωγικών λόγια είναι η αφήγηση του Πλάτωνα, ενώ στα εντός εισαγωγικών λόγια μπορούμε να εντοπίσουμε την ενσωματωμένη φωνή-ευχή του Απόλλωνα για το ζεύγος Θέτιδας και Πηλέα σε γ΄ πρόσωπο «τας εάς ευπαιδίας» (στίχοι 1-2), τον πλάγιο λόγο με τη φωνή της παραπονεμένης Θέτιδας «εμάς τύχας» σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο (στίχοι 3-4) , τον ευθύ λόγο σε α΄ ενικό πρόσωπο της Θέτιδας από τη δική της οπτική (στίχοι 5-6) και τέλος το λόγο της Θέτιδας τον αναφερόμενο στον Απόλλωνα με την εμφατική επανάληψη: «Ο δ΄ αυτός, αυτός […] ο κτανών /τον παίδα τον εμόν.». Οι φράσεις «μαντική τέχνη» της προμετωπίδας και του 8ου στίχου «που γνώριζε από προφητείες» δημιουργούν αμφισημία και συγκροτούν τραγική ειρωνεία για τον αναγνώστη που γνωρίζει. Η προμετωπίδα αναφέρεται σε εξωκειμενικό γεγονός, το οποίο γίνεται ενδοκειμενικό στοιχείο. Το ποίημα αναπτύσσει τον ιλιαδικό θρήνο της Θέτιδας με τον εκλεπτισμένο σε λεκτικές επιλογές τρόπο του Καβάφη, που συμπληρώνεται με τα δικά του μοτίβα: «Απόλλων» τέσσερις φορές, «γέροι» δύο αναφορές με την ιδιότητα των αγγελιαφόρων, «ποιητής», «προφήτης» και «σοφός» από μία αναφορά. Το μοτίβο των γέρων ως αγγελιαφόρων κακών ειδήσεων υποβάλλει δράση και τραγική ειρωνεία σε σχέση με την προφητεία «μακραίωνας βίους» και τον πλαγιασμένο λόγο στο ποίημα «θάχει μακρυνή ζωή», καθώς αποκαλύπτεται στη μητέρα-θεά η μεγάλη απιστία του θεού-ποιητή και προφήτη, ο οποίος όχι μόνο δεν έσωσε το παιδί της, αλλά επί πλέον κατέβηκε και ο ίδιος στην Τροία και σκότωσε τον Αχιλλέα. Ο τίτλος εξάγεται τόσο από την προμετωπίδα, όσο και από το ποίημα σε επίπεδο νοήματος, καθώς η λέξη «απιστία» δεν υπάρχει στο ποίημα, αλλά το διαπερνά ως νόημα. Η προμετωπίδα έχει προσεγμένη στοίχιση, π.χ. 
ΑΠΙΣΤΙΑ
Πολλά άρα Ομήρου επαινούντος, αλλά τούτο
ουκ επαινεσόμεθα …. Ουδέ Αισχύλου, όταν φη η
Θέτις τον Απόλλω εν τοις αυτής γάμοις άδοντα
«ενδατείσθαι τας εάς ευπαιδίας,
νόσων τ΄ απείρους και μακραίωνας βίους.
Ξύμπαντά τ΄ ειπών θεοφιλείς εμάς τύχας
παιών΄ επευφήμησεν, ευθυμών εμέ.
Καγώ το Φοίβου θείον αψευδές στόμα
ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη:
Ο δ΄, αυτός υμνών,………………….
……………… αυτός εστιν ο κτανών
τον παίδα τον εμόν».
Πλάτων, Πολιτείας Β΄, (τόμος α΄, σελ.109)
Παρατηρούμε ότι το παρακείμενο είναι ουσιαστικό στοιχείο όχι μόνο για την ποιητική έμπνευση, αλλά και για τη δημιουργία ενός άλλου κειμένου, δυναμικού, αυτοτελούς και «συνδιαλεγόμενου» τόσο με την λόγια παράδοση, όσο και με την εποχή του. Η Θέτιδα ως μάνα-σύμβολο συμβολοποιείται εκ νέου ενταγμένη σε ένα σκηνικό ανθρώπινο και καθημερινό πέρα από την επική διάστασή της. 
Στο β΄ τόμο το ποίημα «Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΣ» (σελ. 55, δημοσιεύθηκε το 1926), έχει προμετωπίδα με την πηγή προέλευσής της. Οι σημειώσεις στον ίδιο τόμο μάς διαφωτίζουν για το ρόλο του Ιουλιανού του παραβάτη, σε μια πόλη που ήκμαζε, όπως ήταν η Αντιόχεια, η οποία συγκαταλέγεται στις πόλεις που γίνονται συχνά «ποιητικοί τόποι» στον Καβάφη. Οι πηγές που μελέτησε ο Καβάφης ( Γκίμπον, Μισοπώγων), τον βοηθούν να αποκωδικοποιήσει το λεγόμενο εν Αντιοχεία και να κινηθεί με την ίδια άνεση ανάμεσα στο χριστιανικό και τον ειδωλολατρικό κόσμο. Η προμετωπίδα με το σχήμα του κύκλου, αν και αναφέρεται σε εξωκειμενικά γεγονότα, γίνεται ενδοκειμενική. Η ποσοτική αποτίμηση της προτίμησης στο δεύτερο στίχο: «Α βέβαια προτιμούσανε το Χι,/ α βέβαια προτιμούσανε το Κάππα. εκατό φορές.» μπορεί να εκληφθεί ως σχόλιο του ποιητή και σαρκασμός, όπως: 
Το Χι, φασίν, ουδέν ηδίκησε την πόλιν
ουδέ το Κάππα……. Τυχόντες δ΄ ημείς
εξηγητών…. Εδιδάχθημεν αρχάς ονομάτων
είναι τα γράμματα, δηλούν δ΄ εθέλειν το
μεν Χριστόν, το δε Κωνστάντιον.
Ιουλιανού, Μισοπώγων 
Τελικά η προμετωπίδα αναπτύσσεται ως εσωτερικό δρώμενο δυο ομάδων Αντιοχέων, που δεν τους ενδιέφερε ούτε το Χι ούτε το Κάππα, αλλά η ζωή με τη χλιδή και τον ηδονισμό της. Είναι εμφανής ο υπαινιγμός ότι πρόκειται για μια εποχή παρακμής. 
To ποίημα « ΣΤΑ 200 π.Χ.» (β΄ τόμος σελ.88-89), δημοσιεύτηκε το 1931, πηγή ο Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 16. Η προμετωπίδα «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων», που συνοδεύει τον τίτλο ετεροχρονίζεται από την εποχή της ακμής, που έγινε το γεγονός, σε εποχή κρίσης, περίπου μετά τη μάχη της Μαγνησίας, όταν ανοίγει ο δρόμος για τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Το ποίημα αναπτύσσεται με αφορμή το «πλην Λακεδαιμονίων» πρώτα από την οπτική των Σπαρτιατών, έτσι όπως συγχωνεύεται η φωνή τους με του αφηγητή, και στη συνέχεια, μετά τον εμβόλιμο ανεξάρτητο στίχο, γίνεται αναφορά στη δόξα από την πανελλήνια εκστρατεία και κυρίως στον καινούργιο ελληνικό κόσμο που αναδύθηκε, ο οποίος χαρακτηρίζεται «μέγας». Αυτού του κόσμου επίτευγμα είναι η κοινή ελληνική λαλιά, αλλά και ο ελληνισμός της περιφέρειας με τον πολιτισμό του, τον οποίο φαίνεται ότι προβάλλει ο ποιητής χωρίς σοβινισμό, καθώς τονίζει ότι «βγήκαμε […] Εμείς. οι Αλεξανδρείς[…] κι όσοι άλλοι». Ο κοσμοπολιτισμός και ο πολυπολιτισμός είναι το συναγόμενο από την πανελλήνια εκστρατεία έστω και «πλην Λακεδαιμονίων». 
3.β. Σημειώσεις. Η ποίηση του Καβάφη και οι προμετωπίδες γίνονται κατανοητές με τη συμβολή των σημειώσεων, δηλαδή με άλλα παρακειμενικά στοιχεία, που πλαισιώνουν το δίτομο έργο του ποιητή. Συνεπώς, τόσο τα εισαγωγικά στοιχεία στην αρχή των τόμων, όσο και οι χρονολογίες και οι σημειώσεις στο τέλος του κάθε τόμου αποτελούν απαραίτητα και διαφωτιστικά στοιχεία για την κατανόηση και ερμηνευτική προσέγγιση της καβαφικής ποίησης με τα κειμενικά, διακειμενικά και τα παρακειμενικά της στοιχεία.
3.γ. Τίτλοι. Ένα άλλο σημαντικό παρακειμενικό στοιχείο στην καβαφική ποίηση είναι οι τίτλοι. Οι τίτλοι δεν είναι τυχαίοι, καθώς παραπέμπουν σε γεγονότα και πρόσωπα ιστορικά, μυθολογικά και βιωματικά. Είναι τίτλοι ευρηματικοί, που άλλοτε αγγίζουν τις προσδοκίες του αναγνώστη, άλλοτε τον ξαφνιάζουν ως ανοίκειοι, και άλλοτε με το συμβολισμό και τη συνεκτικότητά τους με το κείμενο γίνονται οικείοι. Θα γίνει ενδεικτική περιδιάβαση στον «κόσμο» των τίτλων για να καταδειχθούν τα «είδη» των τίτλων, η ποιητική τους και ο σημαίνων ρόλος τους, καθώς έχουν το προνόμιο να έλκουν πρώτοι το ενδιαφέρον του αναγνώστη, του μελετητή και του εκδότη. Οι τίτλοι μπορεί να λεχθεί ότι συγκροτούν ένα είδος φωτοστέφανου ή λεκτικής και αισθητικής «άλω» για την αναγνωσιμότητα και την ερμηνεία του κειμένου. Ο κάθε αναγνώστης αρχίζει τη διαδικασία της ανάγνωσης από τον τίτλο. Πολλές φορές οι τίτλοι μάς ενθαρρύνουν και μάς οδηγούν στο μυστήριο του κειμένου, άλλοτε μάς παραπλανούν και άλλοτε μάς αποθαρρύνουν από την αναγνωστική εμπειρία. 
Στον Καβάφη οι τίτλοι των ποιημάτων του είναι προσεκτικά επιλεγμένοι. Εντοπίζονται τίτλοι που λειτουργούν θετικά στην πρώτη ανάγνωση ή προκαλούν την ανάγνωση, άλλοι έχουν ειρωνική λειτουργία, άλλοι είναι αμφίσημοι και παγιδευτικοί και άλλοι προϋποθέτουν εξωκειμενικές γνώσεις και προσεκτική ανάγνωση. Επίσης, υπάρχουν τίτλοι, που συνάγονται από μια ενδοκειμενική «συνομιλία» με το κείμενο, το παρακείμενο και άλλα εξωκειμενικά στοιχεία. Για παράδειγμα ο τίτλος, «Η Πόλις» λειτουργεί σε καλή διακειμενική σχέση με το κείμενο, καθώς εντάσσεται ως μορφή στο κείμενο (συνοχή) και ως περιεχόμενο (συνεκτικότητα) «Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή […] Η πόλις θα σε ακολουθεί». Αντίθετα, ο τίτλος, «Μάρτιαι Ειδοί» κατανοείται μόνο με εξωκειμενικά συμφραζόμενα και με τις σημειώσεις στη σελίδα 116, δηλαδή προκύπτει μόνο από τον ποιητή-δημιουργό και έχει εξωτερική σχέση με το κείμενο . Οι τίτλοι «Τελειωμένα» και «Απιστία» συνάγονται ως απόσταγμα, ως μεταγλώσσα και νοηματική προέκταση του ποιήματος. Ο τίτλος «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» λειτουργεί ως συμπληρωματικό στοιχείο του κειμένου, που αναδύεται από τις παραδειγματικές-συνειρμικές σχέσεις του. Πολλοί τίτλοι, όπως: «Θεόδοτος», «Ιθάκη», «Τρώες» είναι διακειμενικοί τόσο με το ποιητικό κείμενο, όσο και με εξωκειμενικά δεδομένα (Ιστορία, Όμηρος, άλλοι δημιουργοί). Αξίζει να προστεθεί ότι ο τίτλος μπορεί να αποκαλύπτει ένα μυστικό του κειμένου, όπως ο τίτλος «Επέστρεφε», ο οποίος έχει δεσμούς συνοχής και συνεκτικότητας με όλο το ποίημα. Οι τίτλοι, «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας Πολεμήσαντες», “Νέοι της Σιδώνος”, «ΣΤΑ 200 π.Χ.» και άλλοι μπορούν να θεωρηθούν ως φαινόμενο ψυχο-κοινωνικό, ως ένταξη στην κοινωνία και την ιστορικότητα . Ο στίχος του Δάντη «CHE FESE…IL GRAN RIFIUTO”= αυτός που έκανε…τη μεγάλη άρνηση, από την Κόλαση του Δάντη, είναι καθαρό διακείμενο, στο οποίο αποσιωπάται η φράση στα ελληνικά «από δειλία» και μπαίνουν στη θέση της τρία αποσιωπητικά. Η αποσιώπηση συνδέεται με το νόημα του κειμένου, καθώς αυτός που λέει το μεγάλο όχι δεν μετανιώνει, αλλά δεν είναι και δειλός. Άλλοτε η αμφισημία του τίτλου ενέχει ειρωνεία, όπως οι τίτλοι: «Ο Δαρείος», «Ομνύει», «ήλθε για να διαβάσει» ή μπορεί να αποτελεί μάσκα της ιστορίας, π.χ. «Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.». Όπως, συνάγεται από τα ενδεικτικά παραδείγματα ο τίτλος είναι η αρχή και το τέλος του ποιήματος, καθώς «Πριν από το κείμενο υπάρχει ο τίτλος, μετά το κείμενο παραμένει ο τίτλος», όπως γράφει ο Μ. Hausser . Ο τίτλος ανοίγει ή κλείνει την «πόρτα» της ανάγνωσης στον αναγνώστη.
4. Άλλες μορφές διακειμενικότητας. Πέρα από αυτήν την ενδεικτική περιήγηση σε μερικούς τίτλους του καβαφικού έργου, αξίζει να επισημάνομε ότι στην ποίηση του Καβάφη εντοπίζονται και άλλες μορφές διακειμενικότητας ή διαλογικότητας ανάμεσα σ΄ ένα δοσμένο κείμενο και σε άλλα που υπάρχουν άμεσα παρόντα, π.χ. «Κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,/ και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,/ είναι μεγάλα πράγματα που σ΄ ενδιαφέρουν»» (τόμος α΄ σελ.18), ή υπάρχουν έμμεσα παρόντα (βιωμένες λέξεις και φράσεις, παραλλαγμένοι στίχοι, συντακτικές δομές, που παραπέμπουν σε παραδοσιακά και ιστορικά κείμενα, σε λαϊκές εκφράσεις, κ.α.), π.χ. «Τρώες, Αχιλλεύς, Πρίαμος, Εκάβη, τον Πύρρο, ο βασιλεύς Δημήτριος, Κλεοπάτρα, Αλέξανδρος και Πτολεμαίος, Καισαρίων» σελ.26-27, 35, «Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ» σελ.78 τόμος ά και «πώς πέρασεν η ώρα» (σελ. 63, τόμος α΄) κ.ά. Η διακειμενικότητα ή διαλογικότητα μπορεί να εντοπιστεί και στο επίπεδο των πηγών, καθώς υπάρχουν ποιήματα που προέρχονται από πολλές πηγές, π.χ. «Ιθάκη», με πηγές από τους: Πετρώνιο, Όμηρο, Δάντη και Τέννυσον. Άλλες φορές οι διακειμενικές σχέσεις δεν είναι μονοσήμαντες προερχόμενες από μια πηγή, αλλά από πολλές και συχνά παραλλαγμένες, οπότε πρόκειται για σύνθετες διακειμενικές σχέσεις, που εντοπίζονται στα ποιήματα: «Απιστία», «Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς», «Σοφοί δε προσιόντων», «Πάρθεν», «Ουκ Έγνως». Εντοπίζονται, επίσης, και διασκευές στα ποιήματα «Η διορία του Νέρωνος», «Πριάμου νυκτοπορία», «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», στοιχείο πολύ σημαντικό για τη μελέτη του καβαφικού έργου από άποψη ποιητικής και διακειμενικής διάστασης. Έτσι, οι διακειμενικές σχέσεις μπορεί να είναι οικείες ή ανοίκειες σε σχέση με τον ορίζοντα προσδοκίας του αναγνώστη, στοιχείο που συγκροτεί συχνά τη λογοτεχνικότητα του ποιήματος, όπως στο ποίημα, «Περιμένοντας τους Βαρβάρους».
Τέλος αξίζει να προστεθεί ότι κάθε μορφή διακειμενικότητας δεν αναιρεί το κείμενο, αλλά το προεκτείνει, διότι η διακειμενικότητα είναι δημιουργική κειμενική σχέση. Συχνά προϋποθέτει εμπειρία και ευρύτατη παιδεία, αλλά κυρίως απαιτεί δέκτη ευαίσθητο ο οποίος να γίνεται κοινωνός του ποιητικού γεγονότος, να επικοινωνεί δημιουργικά με το κείμενο ώστε με τη δική του ανάγνωση να δημιουργεί το διακειμενικό μετακείμενο, όπως είναι και αυτή η εργασία που κατατίθεται ως κείμενο-μεταγλώσσα μιας «επαρκούς» αναγνώστριας του έργου του πρωτοπόρου δημιουργού και ποιητή της μοντέρνας ποίησης, Κ.Π.Καβάφη.

Χριστίνα Αργυροπούλου, Δρ Φιλολογίας, Επίτιμη Σύμβουλος του Π.Ι.

Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου (Σκήτη) Βέροιας( Παλαίτυπα"

Πηγή:http://medusa.libver.gr/handle/123456789/2172
http://medusa.libver.gr/handle/123456789/2441



Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου (Σκήτη) Βεροίας (18ος αιώνας)