Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

«…Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός». Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη, Πάργα 1967 (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ-Αποκλειστικότητα), Α΄ΜΕΡΟΣ

Πηγή:http://www.poiein.gr/archives/17857




Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη με τίτλο «Κώστας Καρυωτάκης: Ο Ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε» πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1967 στην Πάργα Πρεβέζης. Σημειώνει σχετικά ο συγγραφέας:
«…Ήταν αρχές του 1967, όταν ο αείμνηστος […] Αλέξανδρος Μπάγκας, Δήμαρχος Πάργας, με παρουσίασε ως δημιουργό με τα πιο ενθουσιώδη λόγια, στο κατάμεστο χειμωνιάτικο σινεμά, στου «Καρύδη».
Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος.
Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα.
Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από τον Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο.
Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή…»
(Απόσπασμα από το σημείωμα του Άλκη Αλκαίου που διαβάστηκε τον Ιανουάριο του 2012 στην εκδήλωση βράβευσής του από τον Σύλλογο Παργινών Αθήνας στην Αθήνα)
*
Ψηφιακή μεταγραφή ειδικά για το «Ποιείν»: Στρ. Μάστρας
Ευχαριστώ τον Σπ. Αραβανή για την παρακίνηση.
Στ. Μ. , Μάιος 2012
*********
                                                         Η ΔΙΑΛΕΞΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά όταν συναντώ μια προσπάθεια — όποια προσπάθεια, — που βρίσκεται στα πρώτα της βήματα κι ακόμη μια ιδιαίτερη αδυναμία και εσωτερική επιταγή να την υποβοηθώ. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ένα πνευματικό ξεκίνημα, τόσο ελπιδοφόρο και πολλά υποσχόμενο, όπως αυτό του κ. Ευάγγ. Λιάρου.
Την διάλεξί του: «Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε», έθεσα, υπό την προστασία μου — και επραγματοποιήθηκε εδώ στις 22 - 1 - 1967 — και για τον λόγο ότι με τον άτυχο Κώστα Καρυωτάκη, καθώς και με την Μαρία Πολυδούρη με συνέδεσαν προσωπικοί φιλικοί δεσμοί, αλλά και για ένα σπουδαιότερο λόγο, που συμφωνεί με τα πιο πάνω. Γιατί πρόκειται για μια εξαίρετη πνευματική εργασία, θεμελιωμένη γερά πάνω στη ζωή, το έργο και τα αγχώδη ψυχικά συναισθήματα του αλησμόνητου ποιητή.
Το ότι η διάλεξι αυτή θα αποτελέση το πρώτο αυτοτελές έργο του κ. Λιάρου, είναι αφορμή χαράς και προσδοκιών ότι η κατοπινή πνευματική πορεία του θα είναι όπως την προβλέπω και την εύχομαι: σύντομα ανοδική και απέραντα πλατειά και μεγάλη.
Πάργα 3 - 2 - 1967
Αλέξ. Δ. Μπάγκας
Δήμαρχος Πάργας


Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ Λογοτεχνική μας παράδοση και την ίδια τη σύγχρονη, δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται μορφές του ποιητικού λόγου, που κάθε μια, με το δικό της τρόπο, επιτηδευμένο κι ανεπιτήδευτο, βάζει το λιθάρι της Νεοελληνικής ποιητικής ανοικοδόμησης. Κι όσο πλησιάζουμε προς τις μέρες μας, αν ρίξουμε έστω και μια φευγάτη ματιά στη σειρά των ποιητών και τη χρονολογική τοποθέτησή τους στη γραμματεία μας, θα σταματήσουμε, σχεδόν χωρίς καθόλου να το επιθυμούμε, στην πιο απελπισμένη ποιητική ψυχή του 20ου αιώνα, μέσα στον Ελλαδικό χώρο, που καθιερώθηκε πια, και θα μείνει άσβεστη, πικρά ειλικρινής κι αληθινά παραδεδεγμένη, απ’ όλους εκείνους, που όταν κρίνουν τους ποιητές, δεν παύουν να σκέφτονται σαν ποιητές. Ο Κώστας Καρυωτάκης — τι κι αν καταφρονήθηκε — έγινε η πραγματική βάση, πάνω στην οποία ερείδεται, απ’ άκρη σχεδόν σ’ άκρη, η σύγχρονη ποίηση και η σύγχρονη ιδέα. Όχι γιατί το λέμε εμείς. Όχι γιατί το λέει ο κριτικός ή μια μερίδα απ’ τους ειδήμονες. Αλλά για τον απλούστατο λόγο, ότι μονάχο το έργο του μιλάει. Κι ο Ουγκώ μάς πληροφορεί, πως μονάχα η φωνή των ειλικρινών και των μεγάλων, είναι καθάρια και πειστική. Και πρόθεσή μας δεν είναι να στολίσουμε τη φωνή του, αφού αυτόχρημα έχει πια διαμορφωθεί. Μόνο που, από ευγενικά αισθήματα και νεανική επιθυμία, και το σπουδαιότερο από προθέσεις πνευματικής και ανθρώπινης κατανόησης, φτιαγμένες μαζί, θελήσαμε, αύτη τη φωνή, στο πέρασμα του χρόνου, να την ξαναδυναμώσουμε, κινώντας την προσοχή των ανήσυχων και αφυπνίζοντας αποδειχτικά τούς αδιάφορους. Απλή κατανόηση και προσαρμογή στις απαιτήσεις μιας ομιλίας, αρκεί για να μπορέσουμε και σήμερα ακόμα, σαράντα περίπου χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό του και λίγες εβδομάδες μετά τα αποκαλυπτήρια μιας αναμνηστικής πλάκας, να φτάσουμε στα συμπεράσματά μας. Παράκλησή μας δεν είναι η αλλαγή ιδεών, αφού και πάλι, σχεδόν δεν έχουμε τη δύναμη και τα μέσα για να επανδρώσουμε τα όνειρά μας. Ύστατη ευγενική παράκλησή μας στο εκλεκτό κοινό, είναι: Η α ν ο χ ή σ’ όσα θα πούμε. Κι η ηλικία του ομιλούντος είναι τέτοια, που τα λάθη σε μια ποιητική ιδεολογική στάση νάναι αναπόφευκτη, αναγκαία θα λέγαμε.
Υποστηρίξαμε πως ο Καρυωτάκης με τη μορφή της ζωής και της ποίησής του επέσυρε δυο ειδών αισθήματα γι’ αυτόν: Την αγάπη και το μίσος. Τα δύο αυτά αντιθετικά ρεύματα, ο αυθορμητισμός κι η ψυχρότητα, έχουν πολύ απέχουσες τις πηγές τους. Την πρώτη αναβλύζει η διάθεση της καρδιάς. Τη δεύτερη ο επικριτικός νους κι ο ασυνείδητος υπερτροφισμός.
Η αγάπη, η αγάπη μας, πρώτα. Το μάτι και το αίσθημα. Η κατανόηση μ’ όσο ανώμαλο χαρακτήρα κι αν μπλεχτούμε. Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός. Φτάνεις σε μια ψηλή κορφή και γύρω αγναντεύεις την ψυχή του, την υπόστασή του, τη «θεωρία» του. Τον αγκαλιάζεις με τη ματιά του· τον ζωγραφίζεις μ’ αδρές πινελιές, τον παρασταίνεις με μυστικά υπερκόσμια λόγια». Σύμφωνα με τη δική σου ψυχοσύνθεση, τη δική σου ψυχική κατάσταση κι ωριμότητα, το δικό σου νόμο. Μα οι θάλασσες κι οι ουρανοί, τα δάση κι οι ουρανοξύστες δεν γνωρίζονται μόνο με την αποκάλυψη των νόμων που τους διέπουν. Ο κόσμος αυτός, που επιδρά αναπόφευκτα και μοιραία στο πλάσιμο του κόσμου του ποιητή, παίρνει κι ενός άλλου τρόπου ξάνοιγμα· περισσότερο γοητευτικό και ελκυστικό, περισσότερο αγαπητό και σημαντικό. Κι οι φυσικές εκφάνσεις κυριεύονται με τη συνθετική φαντασία και τη μαντική δύναμη. Την ταπεινή ενατένιση των περιστάσεων, το ήσυχο φροντισμένο ψάξιμο, το μυστικό εσωτερικό μόχθο. «Για να ξεδιαλυθεί το σε πολλά σκοτισμένο ακόμα ζήτημα της ψυχής», έγραψε χαρακτηριστικά ο Παλαμάς «ανάγκη να δουλέψει παραπλήσια, στο φιλόσοφο, ο φιλόλογος μαζί με τον ψυχρό εξεταστή των παραμικρών ο αισθηματικός θαυμαστής, μαζί, τέλος, με τον πεζό αποθησαυριστή λεξιλογίων, ο αιθερόλαμνος ιδεαλιστής». Το πρώτο είναι δύσκολο, σπάνιο κι επικίνδυνο. Το δεύτερο έχει μιαν τέλεια σιγουριά, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας καθαρός καθρέφτης προσωπικών συναισθηματικών αληθειών. Κι είναι μεγάλη ανάγκη, περισσότερο από κάθε φορά σήμερα, να λείψουν οι διακυμάνσεις. Για μάς η ακέραια εικόνα του ποιητή θα βγει από το ζωντανό, πηγαία λυρικό αντίκρυσμά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κι αυτές ακόμα τις απορίες, που γεννάν ατέλειωτες συζητήσεις και γίνονται αφορμές γι’ ασύμβατες και φλύαρες αντιλογίες, είμαστε σε θέση να τις σβήσουμε, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στον πλήρη διαφωτισμό μας. Αντίθετα, φτάνοντας ως τα τελευταία ψιλολογήματα της ζωής και της ρίμας, ο κίνδυνος ν’ αποκλίνουμε απ’ τον αρχικό σκοπό μας θάναι άμεσος. Το απαθέστατο κρύο ψάξιμο που αναζωπυρώνει το θορυβώδες δημιουργημένο άλλοθι, για τον ποιητή που μας απασχολεί, αβίαστα μπορεί να φανεί ανόητα σχολαστικό και μικρόχαρο.
Ερχόμαστε όμως στη δεύτερη περίπτωση: Ο Καρυωτάκης — αλοίμονο — δεν είχε μόνον ανθρώπους πού τον αγάπησαν και τον πίστεψαν, φτάνοντας έμμεσα στην δική του τραγική θέση. Είχε κι ανθρώπους που τον επέκριναν. Κι ήταν — κι είναι — πολλοί εκείνοι που μέχρι χτες ακόμα, διασύρουν και αποφεύγουν σαν μαύρη, σατανική κι ανήλιαγη σκιά τη μνήμη του. Και δεν είναι μονάχα εκνευριστική και αφορμή καταγανάκτησης, μα και αφάνταστα λυπηρό το γεγονός ότι αυτές οι τόσο προσβλητικές και μικροπρεπείς ενέργειες, γίνονται από υποτιθέμενους ανθρώπους του π ν ε ύ μ α τ ο ς!.. Σκοπός μας δεν είναι να διασύρωμε τους διασύροντες. Ούτε τόλμημα καν. Ξαναϋπογραμμίζουμε μόνο τούτο: πως στη σκέψη απλώς, πως ο Κώστας Καρυωτάκης λειτούργησε, σαν ποιητής — φιλόσοφος, το πνεύμα, έχει όλο το δικαίωμα να τύχει όχι αντανθρώπινης άλλα ανεπιφύλαχτα ευγενικής συμπάθειας, όπως στη συνέχεια θα δούμε. Γιατί, αν καλοεξετάσουμε στο βάθος τους τις γνώμες των επικριτών, θα δούμε πως χαρακτηρίζονται από μια ωμή ηθικοφροσύνη και μετανοημένη πίστη. Στην ουσία, δηλαδή, το θέμα περιορίζεται ασφυχτικά στον εγκλωβισμένο και αυστηρά συγκροτημένο πυρήνα της άρνησης της ζωής, ποιητικά και πραχτικά. Εσφαλμένη αντίληψη της ζωής, κατήφορος, ανανδρία, απαισιοδοξία, θάνατος. Εδώ, σταματήσανε. Ούτε βήμα πιώ πέρα, ωσάν ν’ ακολουθούσε γκρεμός και διαφθορά, όλεθρος και παρόμοιος θάνατος. Ο άνθρωπος που απ’ την αρχή κατάλαβε σαν πεπρωμένο το αδύνατο κάποιου προσανατολισμού και δεν μπορεί να διευθετηθεί στα λιμνάζοντα κοινωνικά πράγματα, δεν έπεται ότι είναι στερημένος ιχνών ανθρώπινης δίψας. Γιατί κι ο πόνος είναι μια δίψα, που, είτε η αδιάκοπη συρροή ατυχιών, είτε το ενστιχτώδες του ρίγους και της φρίκης που μας κυριεύει με πανουργία, ο πόνος λοιπόν μας αφήνει ερμητικά κλεισμένους στον εαυτό μας, με θολό βλέμμα, πικραμένους. Αν είμαστε απλοί και συνηθισμένοι θα ξεδιψάσουμε με τον καιρό. Αν είμαστε μύστες και δημιουργοί μόνο στο ξέσπασμα το γραφικό θα βρούμε την άκρη και την ανακούφιση και τη ζωή. Γι’ αυτό αν θέλουμε να κρίνουμε αντικειμενικά, τότε, θα ιδούμε πως δεν πρέπει πρώτα - πρώτα να μεταλλάξουμε τα αντικειμενικά, τα ιστορικά, ας πούμε, δεδομένα. Να προσπαθήσουμε να διασώσουμε και διαλευκάνουμε ολάκερο και ατόφιο τον αποχρωστικό κόσμο της ψυχής του προσώπου που καταγινόμαστε, και, καλοζυγίζοντας τη ζωή με τη φύση, την επάρκεια και την ανεπάρκεια — και πάλι — σε αντικειμενικού κύρους ηθικά, ταξικά και κοινωνικά εφόδια, να δώσουμε μια σχετική λύση, έναν κάποιο ορισμό του ατόμου. Το ίδιο και στην περίπτωση — την τόσο κλασσική του Καρυωτάκη. Ας μη φανεί παράξενο, πως δεν είναι λίγοι εκείνοι από τους τυφλά κανοναρχημένους, που τολμούν και άφοβα μηδενίζουν τη διπλή υπόσταση του ποιητή μας — ποιητής και άνθρωπος —, ενώ ακόμα δεν έχουν κατανοήσει παρά μόνο τη ζωή του, κι αυτήν ίσως — ποιος τ’ αποκλείει; — όχι ολοκληρωμένα.
Έχει πολύ δίκιο ένας σύγχρονος Γάλλος σοφός που υποστηρίζει πως τόσο στην πεζογραφία και το θέατρο, όσο περισσότερο, στην ποιητική τέχνη είναι κανόνας το περιβάλλον να επιδρά στον καλλιτέχνη, είναι καλό, πρώτα να τον κρίνουμε από το έργο που μας αφήνει κι ύστερα να ενδιαφερθούμε για τον κύκλο της ζωής του. Πριν από λίγες μέρες ο Β. Βαρίκας έγραφε στο «ΒΗΜΑ» τα εξής: «Ο άνθρωπος και το έργο είναι δυο πράγματα εντελώς διάφορα. Κι η γνώμη μας για το ένα δεν θα πρέπει σε καμμιά περίπτωση να θολώνει την κρίση μας για το άλλο. Η συνέπεια ιδεών και ανθρώπου, που τις εκφράζεται, απαραίτητη ίσως στον θρησκευτικό ή τον πολιτικό ηγέτη, δεν έχει έννοια προκειμένου για τον ποιητή ή τον λογοτέχνη. Ή, όπου εμφανίζεται, αποτελεί κάτι το συμπτωματικό. Κάτι περισσότερο μάλιστα. Όταν κανένας γεύεται τον ώριμο καρπό του δέντρου, θα ήταν κωμικό να προσφεύγει στην ανάλυση εδάφους, που το διέθρεψε. Το ίδιο άχρηστη και περιττή είναι και η γνώμη της ιδιωτικής ζωής του συγγραφέα, προκειμένου να χαρούμε και να εκτιμήσουμε την προσφορά του».


Για τους συμβατικώτερους όμως, δεν μπορεί, νομίζω, να συμβαίνει το ίδιο. Πολλές φορές η προσωπική περιπέτεια αναβιβάζεται στην περιωπή της ανθρώπινης περιπέτειας, της καθολικής υψιπέτειας, είτε γιατί αποτελεί πηγή διδάγματος δύσκολα καταφρονητού, είτε επειδή γεννάει προβλήματα που υπερβαίνουν τον μικρόστενο ατομικό χώρο και φτάνουν στη σφαίρα του πανανθρώπινου. Προσωπική μας γνώμη είναι, πως αυτός ό προβληματισμός, στον οποίο πολλές φορές δίνεται μια βεβιασμένη και σκοτεινή λύση, ναι μεν δεν είναι τόσο άρτιος και συγκρατημένος, ενέχει όμως, μαζί με την αλγεινή διάθεση, συμπύκνωμα γνώσης και πείρας, μαζί με το φόβο τη διαπίστωση. Άρα, όσο ζοφερότατη κι αν είναι η περίσταση, η αποστροφή που δείχτηκε και εξακολουθεί παράδοξα να δείχνεται απόνα μεγάλο πλήθος «μικρών και μεγάλων» είναι οπωσδήποτε α λ ό γ ι σ τ η και α β ά σ ι μ η.
Το πάθος κι ο υποτονισμός, η ρέμβη κι η μελαγχολία ο καυσίγελως κι η αποσιωπημένη θέληση, είναι και καλλιέργεια εκτός από κατάσταση. Κι’ η φιλολογική καλλιέργεια και συνέπεια του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, είναι, νομίζω, αρκετή και ικανή, για να τον κρατήσει τόσο ψηλά, κι ακόμα πιο ψηλά, απ’ όσο μέχρι σήμερα τον ανέβασε.


ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ στο έργο του Καρυωτάκη και την αποστολή του, ανάγκη να ξαναθυμηθούμε τη ζωή του.
Η ζωή ενός ποιητή έχει κάτι το προσωπικό, το ιδιόμορφο και το δικό της. Το πέρασμα των στιγμών κρύβει μια υποβλητική μαγεία, μια πνοή ζωής, ένα παρακίνημα στην ονειροπόληση, ένα βήμα στην τελετουργική πράξη. Το εξωτερικό αισθηματικό ερέθισμα, η θεά Μούσα, άλλοτε ασπροντυμένη και ανοιξιάτικη κι αισιόδοξη, άλλοτε πνιγμένη στο μαύρο, που κι’ αυτό, λες κι έχει υπόσταση, απαιτεί να θεωρηθεί σαν μια ανέκλητη προσταγή, που ταιριάζει στο κλίμα του ιδεατή.
Όλες εκείνες οι λεπτές περισυλλογές, ποτισμένες με το αόριστο και το βαθύ, άλλοτε χάνονται ή μεταμορφώνονται κ’ άλλοτε με μια ριζική αναγέννηση του νου και της ψυχής, τείνουν, πάνω στις ίδιες βάσεις ανανεωμένες, να προσαρμοσθούν στους τύπους μιας ωριμότερης τεχνικής επιμέλειας και αρμοδιότητας. Κι’ ή αρμοδιότητα αυτή είναι το μέσο που θα φανερώσει τις πτυχές, την αξία, την προσωπικότητα, το ύφος.
Ο Καρυωτάκης ανήκει στη χορεία εκείνων των θολωμένων ποιητών, που θύματα της πικρόχολης αναγκαιότητας, ποτέ δεν ξέφυγαν και δεν δυνήθηκαν να ξεκολλήσουν από την αρχική τους ιδεολογική και ποιητική θέση.
Το μαύρο εκείνο σύγνεφο που απ’ τα παιδιά μας χρόνια βαραίνει τη φαντασία και την ψυχή, εξακολουθεί αδήριτο κι ανεξάχνωτο να αμαυρώνει το ποιητικό κλίμα ενός δημιουργού μέχρι τις ύστερες στιγμές του. Γιατί οι πρώτες αγκαθερές ρίζες προχωρούν τόσο βαθιά μέσα μας πού, όσο κι αν προσπαθούμε να τις εξαλείψουμε, αντί να πάμε στο Καλύτερο έχουμε επιδεινώσει την κατάσταση, με αποτέλεσμα να καταφύγουμε αναγκαία σε μιαν άλλη ανύπαρκτη ελπίδα και καθαρή ουτοπία. Ο πεσσιμισμός που συνήθως ακολουθεί ακάθεκτος, είναι το προηγούμενο στάδιο πριν από τον ολοκληρωτικό, απρόσκοφτο εκτροχιασμό. Γίνεται μια καλοδεχούμενη θεότητα κι’ απλησίαστη να πολεμηθεί, όπως παλιά συνέβαινε με τη φωτιά.
Κι η αναγκαία τύχη τούτο επιβάλλει: να μην της φέρουμε καμμιά αντίσταση. Να τη δεχτούμε σαν κάτι το φυσικό και το ανεύθυνο πούρχεται από άλλον καθοδηγό και διακανονιστή. Οι πολλοί υποχωρούν συμβατικά κι ησυχάζουν. Οι λίγοι και διαλεκτοί, που τους καίει η φωτιά του αυθαίρετου, αγωνιστές και ήρωες, εραστές του απόλυτου και πολέμιοι στο αίτημα της αλλαγής. Αναστέλλουν με καρτερία κι αν ακόμη είναι ταμένοι στο βωμό ενός ολοκαυτώματος. Κι άλλοι υποκύπτουν, άλλοι ανακύπτουν προσωρινά ή τελικά. Θα χρειάζονταν νομίζω διαφορετική περίσταση, για να τονιστεί αυτός ο τραγικός αγώνας, και πλατύτερος χρόνος. Γιατί ο πόλεμος αυτός, με τις συνθήκες και τα πρόσωπα, είναι ατελείωτα ακατάληπτος και θα χρειάζονταν απαρχής ένας άλλος, διαφορετικός πολύμορφος, σκεπτικός και εμπειρικός αγώνας, για να φτάσουμε έστω και ψευδαίσθητα στην εκπλήρωση του μεγάλου πόθου.

Η συνάρτηση του καιρού προς τη σπουδή του ανθρώπου ή του έργου του, σε παρασύρει σαν χείμαρρος μανιασμένος να μεροληπτήσεις, άρα και να χαθείς και να αχρηστευθεί η προσπάθεια κι ο κόπος όπου υποβλήθηκες. Οι ποιητές των καιρών θα βρουν καθένας μόνος του μέσα στην εσωτερική συμφωνία και μία νέα ανάγκη αναζήτησης (μέσ’ τη γαλήνη ή τη θύελλα) . Κοινό τους γνώρισμα είναι ο οίστρος που πυργώνει τη θέση στο αχανές. Το γνώριμο και το ξένο εξαρτά τη μορφή που θα λάβει από την κράση καθενός απ’ τους αγωνιζομένους. Σε δεύτερο πλάνο, οι απαιτήσεις των ανθρώπων, παραμορφωμένες φαίνονται και ανισοζύγιστες με την πολιτιστική ανέλιξη ή κοινωνική εξαθλίωση. Στο δεύτερο τούτο μονοπάτι έταξε σαν ποιητή τον Καρυωτάκη το αίτημα του καιρού του και η αδημονία στην επιφάνεια και η ενυπάρχουσα τάση γίγνεσθαι, να καθιερωθεί στην συνείδηση όσων τον άκουσαν, σαν ποιητής περισσότερο και σαν άνθρωπος λιγότερο. Εμείς ίσα και στα δύο θα τον εξετάσουμε. Κι’ απ’ αυτή τη σύνθετη σκοπιά θα τον κρίνουμε.



 Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη. Η χρονολογία της γέννησής του μαθαίνουμε πως είναι: 30 Οχτώβρη 1896. Ο πατέρας του, μ’ επάγγελμα πολιτικού μηχανικού, ήταν διαρκώς σε κίνηση περιοδεύοντας στις περισσότερες Ελληνικές πόλεις, όπου αναγκαστικά τον ακολουθούσε ο μικρός Κώστας: Κεφαλληνιά, Λευκάδα, Πάτρα, Καλαμάτα, Αθήνα, Τρίπολη, Χανιά, ήταν οι κύριοι σταθμοί του. Μάλιστα τα Χανιά ήταν ο τόπος όπου περισσότερο από κάθε άλλον παρέμεινε, ζώντας εκεί το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας. Τελειώνοντας τις σπουδές του στο Γυμνάσιο, έρχεται στην Αθήνα στις αρχές του Σεπτέμβρη 1913 και γράφεται στη Νομική Σχολή, με μελλοντική πρόθεση ν’ ακολουθήσει το διπλωματικό στάδιο. Στην Ιόνιο Σχολή μένει ένα χρόνο, γεμάτο κατάθλιψη και μοναξιά και περιορισμούς στη μελέτη. Λίγο αργότερα, μη αντέχοντας την αποξενωτική ατμόσφαιρα της Σχολής, αποφασίζει και νοικιάζει δωμάτιο στη Νεάπολη. Έτσι έχει όλες τις ευχέρειες και ελευθερίες να επιδοθεί σ’ εκδηλώσεις φάρσας, αμείλικτου σαρκασμού και τρελλών επινοημάτων.
Στα 1917 παίρνει το πτυχίο από τη Νομική και αναχωρεί για τη Μακεδονική, πρωτεύουσα, όπου είχαν προ πολλού εγκατασταθεί οι γονείς του.
Για να πετύχει αναστολή στράτευσης έρχεται ξανά στην Αθήνα και γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Στα 1919 περίπου κατόρθωσε να πάρει την άδεια για να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, χωρίς όμως αύτη τη φορά να αποφύγει και πάλι τη στράτευση. Έτσι, ως το τέλος του 1920 ζει ως στρατιώτης ενώ στις 31 Οχτώβρη 1920 διορίζεται υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Με συνεχείς μεταθέσεις έρχεται στη συνέχεια στις αντίστοιχες Νομαρχίες της Σύρας, της Άρτας και της Αθήνας, οπού θα υπηρετήσει υπό την ηγεσία του Νομάρχη και ποιητή Ν. Πετιμεζά — Λαύρα και με συναδέλφους τον Πάνο Ταγκόπουλο και τη Μαρία Πολυδούρη.
Το έτος 1923 μετατίθεται στο Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας και καταφέρνει έτσι ν’ αποφύγει τις ταλαιπωρίες στην Επαρχία. Παράλληλα οι περιοδικές του άδειες, του δίνουν την ευκαιρία να ταξιδέψει στο εξωτερικό: στα 1924 στη Γερμανία και την Ιταλία, δύο χρόνια, αργότερα στη Ρουμανία και τέλος στα 1928 στο Παρίσι. Το τελευταίο ταξίδι του είχε δυσάρεστο απροσδόκητο, τη μετάθεσή του στην Πάτρα, και πριν καλά - καλά επιστρέφει βρίσκεται ήδη εξορισμένος στην Πρέβεζα τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου δηλ. στα 1928. Ένα μήνα αργότερα, στις 21 Ιουλίου κάνει την οριστική του αποδημία με τη θορυβημένη αυτοκτονία του.

Από τους βιογράφους του μαθαίνουμε, πως ο Καρυωτάκης από μικρός ήταν ένα παιδί δειλό κι’ ασθενικό, συνεσταλμένο και φοβισμένο — εύκολη λεία των ομηλίκων του. Ένα παιδί σιωπηλό μ’ ονειροπόλα μάτια που τ’ άρεσε να μένει μόνος, να οπτασιάζεται και ν’ αφαιρείται. Προ πάντων αυτό. Παράλληλα με τη μελέτη και τα όνειρα για μια μελλούμενη αυτοδημιουργία, η ζωγραφική ήταν το μέσο που τον οιστρηλατούσε και παρηγορούσε μέσα στη μοναξιά του. Κι’ ενώ αυτός εμπνέεται, όσο προχωράει, νοιώθει αυτό το κοινωνικό κενό γύρω του να τον κυκλώνει πιο παγερά με την πλήξη και την εγκατάλειψη. Και δεν έφτανε αυτό. Στα Χανιά, στα δεκαεφτά του μόλις χρόνια, γνωρίζει την πρώτη αισθηματική αποκαρδίωση, που εβάρυνε και τυραννούσε περισσότερο την ελαττωματική και μειονεκτική του φύση, όταν τα καλοκαίρια ερχόταν απ’ την Πρωτεύουσα στην Κρήτη για διακοπές. Κι αυτό το πρώιμο τραύμα τον έκανε πιο έγκλειστο κι απόκοσμο, «ένα παράξενο παιδάκι γερασμένο» όπως συνήθιζε ο ίδιος ν’ αποκαλείται. Η κατάσταση τότε χειροτέρεψε, όταν, φοιτητής όντας, μαθαίνει το γάμο της κόρης των ονείρων του και δεν θέλει να το πιστέψει. Ήτανε τόση η ευθιξία του και τόσο αχαλίνωτη η Φαντασία του, ώστε σχημάτισε μόνος του τη δραματική εντύπωση για ένα ανύπαρκτο δράμα, όπου ο ίδιος δικιολογούσε, πως ο γάμος ήταν απόρροια σκληρής βίας και όχι αυτοπροαίρετη πράξη. Βέβαια, η επαναφορά σε μια τόσο σκληρή πραγματικότητα είχε σαν οδυνηρή συνέπεια την όξυνση του ολοφυρμού του, που χειροτέρεψε τον ακραιφνή παροξυσμό σε μια τόσο πονεμένη, άρρωστη ψυχή και οδήγησε σε πεισιθάνατη ροπή, πιο δυνατή από την Καβαφική νιχιλιστική έφεση, πιο δυνατή κι’ ισχυρή απ’ την αντίστοιχη του Κοτζιούλα, πιο τελειοποιημένη και γινόμενη από του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Μα αυτό ήταν το πρώτο ακόμα στάδιο.
Ένα δεύτερο στάδιο είναι η συνάντηση δυο απελπισμένων στην Νομαρχία της Αθήνας. Είναι αλήθεια πως — αν και πολλοί μένουν μονάχα στα όρια μιας απλής φιλίας — ο έρωτας της Πολυδούρη αποτέλεσε για τον Καρυωτάκη την απαρχή μιας νέας δραματικής εποχής. Εκείνη μια απεγνωσμένη μ’ ευαίσθητη ποιητική προδιάθεση. Εκείνος ένας άρρωστος κι’ ανήσυχος πού ενέκλεισε απεγνωσμένα μέσα στις κοχλιώσεις της ψυχής του τό μεγάλο αίσθημα, που τόσο επέδρασε στην κοινή γνώμη, κ’ εξύψωσε ταυτόχρονα τον ποιητή και το έργο του.
Οι σχέσεις, από την ελαφρή φιλολογία πήραν διαστάσεις απρόσμενες. Μια εφημερίδα κείνης της εποχής κάνει μιθυστόρημα το δεσμό του και το δημοσιεύει με τίτλο:
«ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΔΥΟ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΩΝ»


 Αργότερα, όταν ο Καρυωτάκης μετατέθηκε, ή, όπως είπαν εξορίστηκε στην απόμερη Πρέβεζα, ο ψυχικός του κόσμος δεν μπορεί πια να χωρέσει την ομορφιά της φύσης και τα κάλλη που τον περιζώνουν. Η αλληλογραφία με την Μαρία Πολυδούρη όχι μονάχα δεν απετέλεσε πηγήν ελπίδας, αλλά αντίθετα συνεδαύλιζε πιο πολύ την πένθιμη δίψα του, εξουθένωνε τις δυνάμεις του. Γινόταν η στυγνή τυράγνια, ένα όνειρο ανεκπλήρωτο και σκοτεινό και καταδικασμένο. Κι’ η εξοχική πόλη της Πρέβεζας, ο τόπος της ξεγνιασιάς για τον κουρασμένο, έγινε γι’ αυτόν ο τόπος της απελπισίας. Η έπαρχιακότητα ήταν μηχάνημα που αδιάκοπα τον βελόνιαζε. Και τ’ αποτέλεσμα δεν άργησε να φτάσει:
Κάτω από ένα ευκάλυπτο, ο ποιητής των Νηπενθών κάνει το τραγικό του εγχείρημα κι αποδημεί, λυτρωμένος, από τ’ ανίκητο άγχος, μ’ αιμόφυρτο το σαρκίο του, κάτω απ’ τον λαμπρό πρωινό καλοκαιριάτικο ήλιο. Διηγείται με πόνον ο προσωπικός του φίλος και βιογράφος Χαρίλαος Σακελλαριάδης: «Αποφασισμένος αμετάκλητα να πετάξει από πάνω του το φορτίο που τον βάραινε καταθλιπτικά, έφυγε το βράδυ στις 20 Ιουλίου έξω από τον κόλπο της Πρέβεζας προς την παραλία του Ιονίου, άφησε τα ρούχα του στην αμμουδιά κι ανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα ολόκληρες ώρες, μας λέει το σημείωμα πού άφησε, πάλευε να πνιγεί· άδικα όμως, γιατί κάθε φορά που το κουρασμένο του σώμα βυθίζονταν στο κύμα, η κλωστή, που τον κρατούσε ακόμα στη ζωή τον ξανάφερνε στην επιφάνεια. Αποφασισμένος οπωσδήποτε να τελειώσει και μη μπορώντας να βρει το θάνατο στο κύμα, βγήκε το πρωινό της άλλης μέρας μακρυά από το μέρος πούχε πέσει, κι αφού ζήτησε τα ρούχα του, που κάποια παιδιά, παίζοντας στην αμμουδιά, είχαν βρει, τράβηξε για την πόλη. Γυρίζει στο σπίτι του, πίνει ένα γάλα και φεύγει· αγοράζει ένα περίστροφο, ξεμακραίνει από την πολιτεία προς τ’ αντίθετο μέρος κάθεται σ’ ένα καφενεδάκι ώρες ολόκληρες, καπνίζει απανωτά τσιγάρα, γράφει το στερνό του σημείωμα· πηγαίνοντας κατόπι μακρύτερα, ξαπλώνει κάτου από έναν ευκάλυπτο και φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του».
Μετά απ’ αυτά, αξίζει νομίζω να μεταφέρουμε εδώ το σημείωμα —το τελευταίο πού άφησε πριν πάρει τη στερνή του θαρραλέα απόφαση: «Είναι αυτό: να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αιστανθώ. Κάθε πραγματικότης μού είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο σαν ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους χωρίς ουσία».
Τι ιπποτική φιλοφροσύνη! Τι τραγικός ανθρωπισμός! Τι διαυγής καταδίκη!
Και συνεχίζει το σημείωμα: «Τους βλέπω να έρχωνται ολοένα περισσότεροι μαζί με τούς αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές, είμαι έτοιμος τώρα για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τούς δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά… Και για να αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη τη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το σώμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια…».
Λίγο αργότερα, με την αγγελία του θανάτου του, η Μαρία ΙΙολυδούρη θα γράψει μέσα απ’ τη «Σωτηρία», όπου κλείστηκε για να γιατρέψει την ανίατη αρρώστεια της, με κραυγαλέα καλεστικά λόγια:
Ο ποιητής της «Πρέβεζας» δεν υπήρχε πια. Ή καλύτερα, ο άνθρωπος. Γιατί ζει και θα ζει ακόμα, άπειρα, στη μνήμη και τη συνείδηση των ανθρώπων ο ποιητής. Των ανθρώπων θέλω να πω που τον πρόσεξαν πρώτα, και τον πίστεψαν δεύτερα. Πολύς ο θόρυβος που ακολούθησε γύρω απ’ την αυτοχτονία του. Γνώμες ειπώθηκαν πολλές. Άλλες μ’ αυστηρότητα κι άλλες με συγκατάβαση. Άλλες μόνιμες κι άλλες αμφισβητητές, έγκυρες κι άκυρες. Ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει στα «Πρόσωπα και τα κείμενα» πως «οι αυτοκτόνοι δεν είναι σπάνιοι σ’ αυτή τη φυλή των ανθρώπων, που πλάθει με τη δύναμή της και με τη θλίψη της το αμάραντο λουλούδι της έκφρασης. Μα η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, συμπληρώνει, ήταν για μένα ένα περιστατικό βαρυσήμαντο, σα να μου έδειχνε, πώς ένας ποιητής της γενιάς μου, μπορεί ο καλύτερος, έφτυνε την αηδία του καταπρόσωπο του περίγυρου, γιατί δεν του στάθηκε άλλο βολετό ν’ ανθέξει στην εναντίωση και το περιγέλασμα της καθημερινής χαμοζωής». Όπως είδαμε, τα ίδια γράφει κι ο ποιητής στο σημείωμά του. Κι αλήθεια, με την αυτοχτονία ο Καρυωτάκης ξέφυγε τις πλεχτάνες μιας μεγάλης παγίδας, που σ’ όλα, τα λίγα χρόνια της ζωής του τού παρέστεκε ύπουλα, έτοιμη να δαμάσει τον ανίσχυρο ρεαλισμό του. Κι η παγίδα αυτή, ήταν: το πνεύμα του Κινδύνου και της αγωνίας, που τον σκέπαζε.

«Είμαι τρελλή να σ’ αγαπώ
αφού έχεις πια πεθάνει»
(Ηχώ στο Χάος).



 Β΄

ΜΕΡΙΚΟΙ από τους ποιητές μας, μα και πολλοί ξένοι, συνήθισαν — ή καλύτερα έδειξαν έφεση σε τούτο: Να μιλήσουν από νωρίς. Ο κόσμος στο πρώτο του αντίκρυσμα έχει για την ευαίσθητη ποιητική φύση προδιαγράψει τα χαρακτηριστικά του. Οι πρώτες όμως ιδέες δε μένουν άθικτες κι απέλαστες. Ζυμώνονται, πλάθονται, ζωηρεύονται. Πλατύνονται τα όρια της φαντασίας. Σιγά - σιγά, σε στενή συνάφεια με τα ατομικά και καθολικά γεγονότα, αρχίζει ένας κόσμος να προβάλλεται στη συνείδηση. Ο κόσμος με τη μυθική ύλη που θα συντροφεύσει το δημιουργό του στα πρώτα πατήματα στο χώρο της προσπάθειας για μια έγκυρη και θαυμαστή υλοποίηση. Αρχικά, τα ποιητικά προϊόντα σπάνια μπορούν να διαφύγουν το περιπότισμα από τ’ ασυνάρτητο, το ατελές ή το ασταθές. Θεωρητικά, πρόκειται γι’ απλά δονίσματα που καθόλου δεν πρέπει να καταπατηθούν, αφού σπάνια ο ρυθμός τους στα κατοπινά χρόνια μπορεί ν’ αλλάξει εντελώς χρόνο και λυρική ουσία. Τα παραπροϊόντα συνθέτουν μια δεύτερης αξίας εικόνα, που τα ορατά χαρακτηριστικά της — με το μάτι του νου — απέχουν πολύ από τα οριστικά τελειότυπα. Στην περίπτωση γενικά της νεανικής επίδοσης οι γνώμες των μελετητών διχάζονται. Άλλοι θα μας πουν πως δεν πρέπει καθόλου να φροντίζουμε ν’ αναζητήσουμε το πνεύμα των ποιητών στις σκόρπιες παλιές πηγές, όταν εύκολα μπορούμε από τα παρόντα ολοκληρωμένα στοιχεία ν’ αποκρυσταλλώσουμε γνώμην γι’ αυτούς. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως η ενσωματωμένη — γιατί τέτοια είναι η πρώτη που αναφέραμε — ποιητική έρευνα αποκλείει τον παράγοντα: ακρίβεια ή λεπτομέρεια. Χωρίς να μονομεριάσουμε το ζυγό, λέμε ξεκάθαρα και ρητά, πως στη δεύτερη μονάχα γνώμη θα σιγουρεύαμε την καλή έκβαση της έρευνας, στο συγκεκριμένο τούτο θέμα της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη. Σ’ αυτόν, το ξετύλιγμα της λυρικής ενέργειας αρχίζει από τα δεκάξη μόλις χρόνια, ενώ, κατά όλως παράξενο τρόπο, ο Καρυωτάκης ως τα δεκαπέντε του χρόνια δεν είχε δείξει το ελάχιστο ενδιαφέρον για τον ποιητικό μας λόγο. Η πληροφορία ταύτη είναι αναμφισβήτητη, αφού προέρχεται από το βιογράφο του, που μας παρουσιάζει ξεσκονισμένη και εγγυημένη κάθε λεπτομέρεια της ζωής του. Ωστόσο το πρόβλημα έχει και την ερμηνία του: η επαγγελματική ιδιότητα και τάση του πατέρα του ήταν τέτοια, που σχεδόν αποκλείεται η υπόνοια να του δόθηκε η ευκαιρία παραμικρής διατριβής πάνω στην ποίηση. Μόνον όταν άρχισε να ωριμάζει η προσωπική ανεξαρτησία, δημιουργήθηκαν κι οι προϋποθέσεις να εκδηλωθεί η οπωσδήποτε ενυπάρχουσα σχετική τροπή. Προσθέτουμε πώς εξ άλλου δεν ήταν καθόλου αναγκαίο να γίνει αυτό που λεν «ποιητική προκατήχηση» σ’ έναν αυτοσχεδιαστή και ηγετικό στοχαστή σαν κι αυτόν. Υπεισήλθε μονάχα ο παράγων—ώθηση. Κατά τ’ άλλα, ο ψυχικός ερμηνευτής έμεινε από την πρώτη στιγμή ο ίδιος, με ζωηρότερη παραλλαγή και πρωτοτυπία πολύ αργά φανερωμένη.
Το πρώτο ποίημα του Καρυωτάκη γράφεται στα 1912 μ’ αφορμή το ναυάγιο του «Τιτανικού». Το τραγικό τούτο περιστατικό είχε ριζική απήχηση στην ψυχή του νέου ακόμα παιδιού κι απετέλεσε το σκληρό όνειρο ως τα τελευταία του, με αθόλωτες τις δαχτυλιές. Από δω και μπρος δεν παύει να στέλνει στίχους κατά καιρούς σε περιοδικά, την «Ελλάδα», τον «Παιδικό Αστέρα», για ν’ αρκεστούμε στα αντιπροσωπευτικώτερα της εποχής του. Κι ακριβώς στα 1919 τυπώνεται η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων». Ο βιογράφος του μάς πληροφορεί πως: «βγήκε σ’ εκατό μόνο αντίτυπα κ’ είκοσι σ’ έκδοση πολυτελή. Άδικα όμως περίμεναν στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων· δεν πουλήθηκε σχεδόν κανένα». Θόρυβο προκάλεσε η διένεξη Καρυωτάκη—Νουμά. Ο συγγραφέας έστειλε τρία αντίτυπα στον Νουμά, με την ελπίδα να αγγελθή η έκδοση μέσω του περιοδικού. Μάταια όμως περίμενε, γιατί ο Νουμάς αγνόησε το βιβλίο. Ο Καρυωτάκης καταφεύγει… στη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με υποσχέσεις του Νουμά έπρεπε κάθε βιβλίο που λάβαιναν να κάνουν κοινοποίηση. Τ’ αποτέλεσμα ήταν η συμφιλίωση που απόφερε μια εξώδικη πρόσκληση. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου δημοσιεύει στην «Εστία» την εξής αγγελία: «Λόγοι εσπευσμένης αναχωρήσεως ενοικιάζεται εντός τριών ήμερων πολυτελής οικία αντί 100 μόνον δραχμών και πωλούνται έπιπλα… Style Louis XIV και πιάνο εις το 1/100 της σημερινής των αξίας. Πληροφορίαι παρά τω κυρίω… Ώραι επισκέψεως 2—4 μ.μ. Η φράση ετούτη, που την εντάσσουμε στα… γραφόμενά του, όσο κι αν φαίνεται από την πρώτη της όψη χαριτολογική και απαλλαγμένη σοβαρότητας και λογικής, έγινε εν τούτοις αίτια να συρρεύσουν στο σπίτι του οι συνηθισμένοι «απόστολοι εκ περάτων» που κυνηγούνε την ευκαιρία, κι’ η φασαρία να λάβει ακανόνιστες διαστάσεις. Η δικαιολογία του όμως μάς τη διέσωσε ο βιογράφος του είναι: «θέλοντας να γελάσει σε βάρος ενός γνωστού του ανύπαρκτου συμπληρώνουμε εμείς. Στα 1921 βγαίνουν τα «Νηπενθή» που βραβεύτηκαν στον Β΄ Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό με βραβείο δεύτερο. Γράφει σχετικά ο Τέλλος Άγρας: «Στα 1919 από τις εφημερίδες μάθαμε οι άλλοι πως η ποιητική συλλογή η δεύτερη, τα Νηπενθή, του Κώστα Καρυωτάκη βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό—σ’ εκείνον άλλως τε πάλι, που ου συνομίληκοί του «très respecteux de leurs vers…», όπως θάλεγε ο Βερλαίν, αλλά και συγχρόνως μεστοί από την έπαρση των μελετών τους και της ηλικίας τους, τον αγνοούσαν, δηλαδή τον περιφρονούσαν». Γύρω στα 1923, ο «Κακοήθης φαρσέρ» όπως τον έλεγε ο Νιρβάνας σοφίζεται την δεύτερη αγγελία, που δημοσιεύτηκε και πάλι από την «Εστία»: «Νέος στην ηλικίαν, διοικητικός υπάλληλος, τοποθετηθείς εις Σύρον, ζητεί επίσης νεαράν σύντροφον του βίου του, όπως ποικίλλη την εν τη επαρχία μονότονον ζωήν του. Απευθυνθήτε: Κον Κωστάκην, Φαβιέρου 54». Αφήνεται να εννοηθεί πόσα δυστυχισμένα πλάσματα έτρεξαν να πληροφορηθούν περί του κ. Κωστάκη που, όπως είπεν, «Κατέστη σπανίζων». Τον ίδιον καιρό υποβοηθούμενος από φανατικούς του φίλους βγάζει το λιγόζωο περιοδικό «Η γ ά μ π α» που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και απειλητικών εκδηλώσεων της αυστηρής μερίδας. Στα 1925 περίπου γράφει την τιτλοφορούμενη επιθεώρηση «Πέλ—Μέλ» που δυστυχώς δε βρέθηκαν θιασάρχες πρόθυμοι να την ανεβάσουν σε σκηνή. Το τελευταίο του έργο η περίφημη συλλογή «Ε λ ε γ ε ί α κ α ι Σ ά τ ι ρ ε ς» τυπώνεται στα 1927. Η συλλογή αυτή αποτελεί την τελειότερη και ωριμότερη από τις δύο προηγούμενες. Γράφει ο βιογράφος του: «Στη Δημητσάνα που ήμουν το καλοκαίρι του 1927 κι όπου είχεν έρθει κι αυτός και ταξινομούσε το υλικό, θυμάμαι πως πολλά (ενν. ποιήματα) —και ανέκδοτα και δημοσιευμένα σε περιοδικά— δεν τα έκρινε άξια να συμπεριληφθούν στην έκδοση· τα έσβηνε με σταυρωτές γραμμές και έγραφε τη λέξη «ανάξιο». Αυτά ίσως έχουν χαθεί διά πάντα». Μερικά άλλα δημοσιεύτηκαν κι έτσι διασώθηκαν απ’ την αφάνεια. Λίγα πεζά και στίχοι συναπαρτίζουν τα «Άπαντά» του, που εξεδόθηκαν από το βιογράφο του X. Σακελλαριάδη, στα 1938. Ανάμεσα στα ποιήματα της τελευταίας κατηγορίας ξεχωρίζουν η «Αισιοδοξία» η «Κυριακή» το «Όταν κατέβουμε τη σκάλα» και η «Πρέβεζα» μαζί μ’ ένα άτιτλο που είναι και τα τελευταία του ποιήματα, πριν απ’ το θάνατό του. Από τις μεταφράσεις του ξεχωρίζουν το «Ultima» του Emile Despax, οι «Σκιές της κόμησσας Ντέ Νοάϊγ» και ο «επιτάφιος» του Mathurin Régnier. Η έκδοση των απάντων απετέλεσε αντικείμενο εκδηλώσεων, μελετών, σχολίων, συζητήσεων, πούχαν σαν αποτέλεσμα να καταστεί ξανά επίκαιρο και ζωντανό και απαραίτητο στα πινάκλ το πρόσωπο με την πικρή ζωή και τον κακό μα δοξοποιό θάνατο.


—«Κ υ ρ ί α ρ χ η φιλοδοξία του Καρυωτάκη ήταν να γίνει καλός ποιητής» τονίζει ο Σακελλαριάδης. Και την προσπάθεια αυτή αν και δυσδιάκριτα, βλέπουμε ανάμεσα στις τρεις συλλογές του. Η καλλιέργεια μορφής και περιεχομένου, η έφεση για τη διαμόρφωση του ύψους, η αδιόρατη ανάλωση πνευματικών και ψυχικών αποθεμάτων, γίνονται φανερά και αισθητά, στην προσπάθειά του να συμπυκνώει σε απέριττο φραστικό πλαίσιο τις ακρότητες της φαντασίας και του υποθαλπόμενου απελπισμού «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων», γραμμένο στην πρώτη χρονιά του μεσοπολέμου, είναι καταδίκη. Ατομική. Αυτοκαταδίκη. Αμετάκλητη καταδίκη, που δεν περιορίζει τη σκέψη στη δική της ειρκτή, αλλά αντίθετα για αντιπερισπασμό θα λέγαμε, εξοστρακίζει τελείως τα μαύρα σύνορα που την περιβάλλουν. Κι ή σκέψη είναι ελεύθερη να δεσμεύσει τους αντιπάλους της καρδιάς, να επισημάνει το άγχος και τα πάθη της ψυχής και να διοχετεύσει σε λίγους στίχους το μεγάλο πόθο:

«Μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόμα ιστορήστε μου
τον πόνο των πραγμάτων και τ’ ανθρώπου»

(Πρόλογος συλλογής…)

Τόσο στον «πόνο του ανθρώπου» (Α΄ μέρος) όσο και στον αντίστοιχο των πραγμάτων (Β΄ μέρος), κυριαρχεί το πνεύμα του καταδικασμένου. Το πεπρωμένο και ο ανίατος πόνος, η θλίψη και το παράπονο…
…Το μεγάλο παράπονο, που ποτέ δε θα βρει απάντηση κι ούτε καν θα δεχθεί την απάντηση που ζητάει, απλώς και μόνον γιατί είναι ανυπόστατη. Υπογραμμίζουμε εδώ την εμφάνιση, το ξέσπασμα μιας προδιάθεσης που, μη ζητώντας θέση μέσα στις απαιτήσεις των αισθηματικών κανόνων, γίνεται πεζό υπότιτλο, απελεύθερο, σκιά ή ήλιος που φωτίζει και αποκαλύπτει ή κάνει ακόμα πιο αβυσσαλέο το νόημα των κυρίων στίχων με τον επιγραμματικό της στόμφο. Αναφέρουμε τέτοιες χαρακτηριστικές φράσεις: «Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε, ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει, ίσως γιατί οι συφορές Έ ρ χ ο ν τ α ι» «Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή» «Κι έτσι πάνε και σβήνουν όπως πάνε» «Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα» «Μες απ’ το βάθος των καιρών οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε» «Κι ήμουν σκοτάδι κι ήμουν σκοτάδι, και με είδε μια αχτίδα» «Όμως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο θανάσιμο βάρος ποτέ δε θα γαληνέψουν» και τέλος το πεζό υπότιτλο της «Αμυγδαλιάς»: «Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται».
Από τα χρόνια του Άγρα και δώθε, η πρώτη συλλογή ενός ποιητή κατάντησε κανόνας ν’ αποτελεί θεωρία του κόσμου, να βιοθεωρεί. Αλλιώς δεν αποτελεί ποίηση, αφού δεν προσφέρει κάτι καινούργιο στο φιλοσοφικό, στοχασμό, από τήν ποιητική σκοπιά. Ο ποιητής δηλαδή, είτε για τη γη μιλάει είτε για τον ουρανό, πρέπει αυτά τα δύο να τα συσχετίσει και να βγάλει την πίστη του. Τα τεκμήρια από την πρώτη έρευνα που κάνει ο Καρυωτάκης, είναι γεννήματα μιας κλειστής, συνεσταλμένης βιοθεωρίας. Η θεώρηση εξ άλλου γίνεται περιπτωσιακή. Ο πόνος είναι που κυριαρχεί Το βραδυνό με το σκοτάδι πρώτα, ναι μεν γεννάει το φόβο, φέρνει όμως και μιαν απόβαθη αντιδιαστολή:

Καθημερινών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.
(Νύχτα).

Κι άλλου γράφει:

Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον Άδη
 (Gala)

Κι αυτή η συνείδηση της ματαιότητας, ο «Εφιάλτης», το τρυφερό πένθος άγουν τις χορδές της ψυχής του ποιητή, ακόμα και μέσα στην καρδιά της άνοιξης:

«Και πάνε πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λιτάνιες ύψωσαν μες την απελπισιά τους
τα χέρια. Κ’ είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.»

Αυτή η αδιάκοπη, αδιόρατη ροή θλίψης, σε λίγα ποιήματα βρίσκεται αποδιωγμένη. Ανάμεσα όμως στην πάλη του σκότους με το φως παρεμβάλλεται ένας άλλος γυάλινος θεός: Ο Έρωτας, που είναι για τον Καρυωτάκη γεμάτο χαμόγελο —ένας κρίκος που δένει αναπόσπαστα τον πόθο και τη μελαγχολία με μια μυστική τρυφερότητα, την έκσταση του φιλιού με τα μάτια της Κίρκης:

Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασταίνει
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη. (Χαμόγελο).
Τη βλέπω—στα μαλλιά σου πνέει—την αύρα
Είναι βαθιά τα μάτια σου όπως νά ’βρα
το δρόμο της ζωής μου, τον Απρίλη.
(Χαρά).

Η ψυχική κατεύθυνση μέσα στον «Πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων» έχει βέβαια διακυμαντικές δίνες, που για να θεμελιωθούν οι σταθερές μας γνώμες πάνω τους, προαπαιτείται μια σχετική προσοικείωση κι ευελιξία ανάμεσά τους. Ο Καρυωτάκης δεν ξέρει μονάχα να γράφει απλά. Είναι ο μοναδικός ειδήμονας της γενιάς του που μπορεί και συλλαμβάνει τα και τα αιθέρινα, τα βατά και τ’ άφραστα, τα ενδόμυχα και τα μακρινά. Γιατί παντού αναζητώντας κάτι το βαρυσήμαντο και πολυπρόσωπο και θλιβερό, ψάχνει να βρει τον στοιχειοκομμένο εαυτό, που χάνεται στην παλίρροια των καιρών. Και γράφοντας στίχους, σαν άνθρωπος και σα λυρικός, απλά και σύνθετα, τούτο ζητά να πετύχει: Να βρει— συντεθειμένο κι αληθινό — τον εαυτό του.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

ΑLLEN GINSBERG ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ, ΚΑΝΤΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ






Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί σαξοφωνική κραυγή, για να δείτε αν είχα ένα όραμα να βρω την Αιωνιότητα, που μέσα της ονειρεύομαι αγγέλους



Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα, με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη και πεταμένη έξω απ’ τα κορμιά τους καλή για φάγωμα για χίλια χρόνια… Οράματα, οιωνοί, παραισθήσεις, θαύματα, εκστάσεις, τα πήρε τα’ αμερικάνικο ποτάμι


[Ο ποιητής γράφει την ιστορία του σώματός του… Κι όταν βάζει τις φωνές, δεν του αρκεί πια αν οι πόρτες ανοίγουν. Σπάει τις κλειδαριές, ξετινάζει ολόκληρη την πόρτα, ξορκίζει την ντροπή και το φόβο, έρχεται με την αυτοκαταστροφή και το μεγαλείο της έμπνευσης, φρενήρης, με υπερβολές, μεγάλου διασκελισμούς και εκτινάξεις. Σηκώστε τον ποδόγυρό σας, Κυρίες μου, μπαίνουμε στην Κόλαση…]









ΑLLEN GINSBERG

ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ, ΚΑΝΤΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΕΚΔΟΣΗ)
Παρουσίαση


«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα, 
λιμασμένα υστερικά γυμνά…»
Το βιβλίο Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα πρωτοκυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1956 στις εκδόσεις City Lights Books, δεν άργησε όμως να κατασχεθεί από τις τελωνειακές αρχές των ΗΠΑ και την αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο, για να αποτελέσει το αντικείμενο μιας μακράς δικαστικής αντιπαράθεσης, στην πορεία της οποίας δεκάδες ποιητές και καθηγητές κατέθεσαν υπέρ του Γκίνσμπεργκ, πείθοντας το δικαστήριο ότι το περιεχόμενο του βιβλίου δεν ήταν άσεμνο. ΤοΟυρλιαχτό έγινε αμέσως ένα από τα εμβληματικά κείμενα της μπήτ-γενιάς και της εποχής του.
Η παρούσα δίγλωσση έκδοση περιέχει μια επιλογή ποιημάτων από τα βιβλίαΟυρλιαχτό και άλλα ποιήματα (1956) και Καντίς και άλλα ποιήματα (1961) στη γνωστή μετάφραση του ΑΡΗ ΜΠΕΡΛΗ, που πρωτοκυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1978. 



«Οι ποιητές είναι καταραμένοι, τυφλοί όμως δεν είναι, βλέπουν με τα μάτια των αγγέλων. Ο ποιητής αυτός ζει ολοκληρωτικά τη φρίκη των πιο απόκρυφων λεπτομερειών της ποίησής του. Δεν αποφεύγει τίποτα, δοκιμάζει το καθετί όσο παίρνει. Το οικειοποιείται. Το διεκδικεί και, νομίζω, ταυτόχρονα το περιγελά, και βρίσκει τον καιρό και την τόλμη ν’ αγαπά έναν σύντροφο της εκλογής του και να καταγράφει αυτή την αγάπη σ’ ένα καλογραμμένο ποίημα.
Σηκώστε τον ποδόγυρό σας, Κυρίες μου, μπαίνουμε στην Κόλαση.»
ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΚΑΡΛΟΣ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ
(Από τον πρόλογο στο Ουρλιαχτό)
…δεν μούρχονται στο νου, ούτε του ενός, ούτε του άλλου οι στίχοι, μα επάνω από τους ουρλιαχτούς, τους ολολύζοντας του «Χάουλ» ανέμους…
Α.ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Οι «βαρείς και αποκλειστικοί σωρείται», οι «ολολύζοντες άνεμοι» του Ουρλιαχτού. Χρησιμοποιώντας μεταφορική γλώσσα, ο Εμπειρίκος διατύπωσε δύο εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις. «Σωρείτες» είναι τα βαριά νέφη που είναι λευκά στα άκρα και σκοτεινά στο κέντρο∙ είναι ακόμη οι σύνθετοι συλλογισμοί όπου παραλείπονται τα επιμέρους συμπεράσματα και προβάλλεται μόνο το τελικό. Κατά διαστολή και συνδυασμό των εννοιών θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για εκφραστικούς σωρείτες – οι όγκοι, τα κυλιόμενα κατεβατά της μαύρης απελπισίας του Ουρλιαχτού. Και ως προς τους «ολολύζοντες ανέμους» ας επισημάνουμε ότι η αγγλική λέξη “howl” αποδίδεται στην ωρυγή, την άγρια κραυγή σκύλων, λύκων, ή ανθρώπων που κλαίνε ή γελούν ή φωνάζουν οργισμένοι, αλλά και στο δυνατό βουητό του ανέμου. Ο Γκίνσμπεργκ έδειξε ότι και τις φωνές βάζοντας μπορεί κανείς να κάνει ποίηση.
ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ



Βιογραφικά στοιχεία
Ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1926 στο Πάτερσον του Νιού Τζέρσυ, από τη Ναόμι Γκίνσμπεργκ, Ρωσίδα μετανάστρια και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος ΗΠΑ, και τον Λιούις Γκίνσμπεργκ, λυρικό ποιητή και δημοδιδάσκαλο. Ο ίδιος ο Άλλεν προσθέτει στα προσωπικά του στοιχεία τις εξής πληροφορίες: «Γυμνάσιο και λύκειο στο Πάτερσον ώς τα 17, Κολέγιο της Κολούμπια, εμπορικό ναυτικό, Τέξας και Ντένβερ, χειριστής φωτοτυπικού, Τάιμς Σκουαίρ, φίλοι πίσω από τα σίδερα, λαντζιέρης, βιβλιοκριτικές, Μέξικο Σίτυ, έρευνα αγοράς, Σατόρι στο Χάρλεμ, Γιουκατάν και Τσιάπας 1954, Δυτική Ακτή τρία χρόνια. Αργότερα ταξίδι στην Αρκτική θάλασσα, Ταγγέρη, Βενετία, Άμστερνταμ, Παρίσι, ανάγνωση σε Οξφόρδη Χάρβαρντ Κολούμπια Σικάγο, τα παράτησε, έγραψε το Καντίς το 1959, ηχογράφησε μια κασέτα για να λένε ότι άφησε κάτι πίσω του & χάθηκε στην Ανατολή πρόσκαιρα. Ο Κάρλ Σόλομον, στον οποίο απευθύνεται το Ουρλιαχτό, είναι ενορατικός ντανταϊστής από το Μπρόνξ και πεζοποιητής».
Ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ πέθανε στις 5 Απριλίου 1997.


Περιεχόμενα
Howl 
Ουρλιαχτό
Footnote to Howl 
Υποσημείωση στο Ουρλιαχό
A Supermarket in California 
Ένα σουπερμάρκετ στην Καλιφόρνια 
Sunflower Sutra 
Το δίδαγμα του ηλιοτρόπιου
America 
Αμερική
Kaddish for Naomi Ginsberg , 1894-1956
Καντίς για τη Ναομί Γκίνσμπεργκ, 1894-1956
Poem Rocket 
Ποίημα Ρουκέτα
Europe! Europe!
Ευρώπη! Ευρώπη!
To Aunt Rose 
Στη θεία Ρόζα 
At Apollinaire’s Grave
Στον τάφο του Απολλιναίρ
The Lion for Real 
Το λιοντάρι στ’ αλήθεια
Ignu 
Άγνοος
Death to Van Gogh’s Ear!
Θάνατος στ’ αυτί του Βαν Γκογκ
Mescaline 
Μεσκαλίνη
Magic Psalm 
Μαγικός Ψαλμός






Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Γκέοργκ Τρακλ: Ο Σεβαστιανός στο όνειρο [Sebastian im Traum, 1915]. Επιλεγόμενα ποιήματα

[TRAKL+1.bmp]

Πηγή:http://mixalispapantonopoulos.blogspot.com/2008/10/sebastian-im-traum-1915.html


ΤΟΠΙΟ 

(Δεύτερο Σχεδίασμα) 

Βράδυ Σεπτέμβρη· θλιμμένες ηχούν οι σκοτεινές φωνές των 
βοσκών 
στο μισοσκότεινο χωριό· φωτιά στο σιδεράδικο σπιθίζει. 
Άλογο μαύρο σηκώνεται δυνατό· οι υακίνθινες μπούκλες 
της υπηρέτριας 
κυνηγούν την πνοή των πορφυρών του ρουθουνιών. 
Ήσυχα κοκαλώνει η κραυγή της ελαφίνας στην άκρη του 
δάσους 
και τα κίτρινα λουλούδια του φθινοπώρου 
γέρνουν βουβά πάνω απ’ τη γαλάζια όψη της λιμνούλας. 
Μες στην κόκκινη φλόγα κάηκε ένα δέντρο· με πρόσωπα 
σκοτεινά πετούν οι νυχτερίδες.


ΣΤΟ ΑΓΟΡΙ ΕΛΙΣ[1] 

Όταν ο κότσυφας φωνάζει στο μαύρο δάσος, Έλις· 
αυτός είναι ο χαμός σου. 
Τα χείλη σου πίνουν το ψύχος της γαλάζιας πηγής στον βράχο. 

Άφησε, όταν το μέτωπο ήσυχα ματώνει, 
θρύλους πανάρχαιους 
και σκοτεινούς οιωνούς πουλιών. 

Μα εσύ πηγαίνεις με βήματα απαλά κατά τη νύχτα 
που κρέμεται σταφύλια πορφυρά γεμάτη, 
και τα χέρια σαλεύεις ομορφότερος μες στο γαλάζιο. 

Εκεί που βρίσκονται οι σελήνες των ματιών σου, 
μια βάτος ηχεί.
Ω Έλις, πόσον καιρό είσαι πεθαμένος! 

Ένας υάκινθος το σώμα σου· 
μέσα του ένας μοναχός βυθίζει τα κέρινά του δάχτυλα. 
Μαύρη σπηλιά η σιωπή μας, 

απ’ όπου κάποτε ένα ήρεμο ζώο προβάλλει 
και χαμηλώνει αργά τα βαριά βλέφαρά του. 
Μαύρη δροσιά στους κροτάφους σου στάζει, 

ο τελευταίος χρυσός έκπτωτων άστρων. 



ΕΛΙΣ 

(Τρίτο σχεδίασμα) 



Απόλυτη η γαλήνη της χρυσής αυτής ημέρας. 
Κάτω από γέρικες βελανιδιές 
προβάλεις εσύ, Έλις, ήρεμος με στρογγυλά μάτια. 

Στο γαλάζιο τους καθρεφτίζεται ο ύπνος των ερωτευμένων. 
Στο στόμα σου 
βουβάθηκαν οι ρόδινοι στεναγμοί τους. 

Το βράδυ ο ψαράς μάζεψε βαριά τα δίχτυα. 
Ένας καλός βοσκός 
οδηγεί το κοπάδι του στην άκρη του δάσους. 
Ω Έλις, πόσο δίκαιες είναι όλες σου οι μέρες! 

Σε γυμνά τείχη 
βυθίζεται σιγανά η γαλάζια γαλήνη της ελιάς, 
το σκοτεινό άσμα ενός γέροντα σβήνει. 

Βάρκα χρυσή 
λικνίζεται, Έλις, η καρδιά σου μες στον έρημο ουρανό. 



Ένα απαλό χτύπημα καμπάνας ηχεί στο στήθος του Έλις 
το βράδυ, 
όταν το κεφάλι του βυθίζεται στο μαύρο μαξιλάρι. 

Ένα γαλάζιο αγρίμι 
ήσυχα ματώνει στα βάτα. 

Ένα σκούρο δέντρο στέκεται μονάχο· 
έπεσαν οι γαλάζιοι καρποί του. 

Σημεία κι άστρα 
βυθίζονται σιγά στη βραδινή λιμνούλα. 

Χειμώνιασε πίσω απ’ τον λόφο. 

Γαλάζια περιστέρια 
πίνουν, τη νύχτα, τον παγερό ιδρώτα που κυλά 
απ’ το κρυστάλλινο μέτωπο του Έλις. 

Διαρκώς ηχεί 
σε μαύρα τείχη ο έρημος άνεμος του Θεού. 



Ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ[2] ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ 

Του Άντολφ Λόος 



Η μητέρα πήγαινε το βρέφος μες στο λευκό φεγγάρι, 
και τον αφιονισμένο θρήνο της τσίχλας 
στης καρυδιάς και της πανάρχαιας κουφοξυλιάς τον ίσκιο· 
γαλήνια 
έγερνε πάνω τους, με συμπόνια, στο σκοτεινό παράθυρο 

μια όψη γενειοφόρα· και τα παλιά οικιακά σκεύη 
των πατέρων 
κείτονταν ρημαγμένα· αγάπη κι ονειροπόλημα φθινοπωρινό. 

Λοιπόν η μέρα σκοτεινή, θλιβερή η παιδική ηλικία, 
όταν αγόρι σιγανά κατέβηκε στα παγωμένα νερά και τ’ ασημένια 
ψάρια, 
όψη κι ησυχία· 
όταν πέτρινος ρίχτηκε μπρος στ’ άγρια μαύρα άλογα, 
σε γκρίζα νύχτα ήρθε τ’ άστρο από πάνω του· 

ή όταν πιασμένος από το παγωμένο χέρι της μητέρας 
διάβηκε, βράδυ, το φθινοπωρινό κοιμητήρι του Άγιου Πέτρου[3], 
γαλήνια στο σκοτεινό δωμάτιο κείτονταν πτώμα τρυφερό 
κι εκείνος καταπάνω του σήκωσε τα κρύα βλέφαρα. 

Μα αυτός ήταν πουλάκι σε γυμνό κλαδί, 
μακρόσυρτο, τον βραδινό Νοέμβρη, το χτύπημα καμπάνας 
κι ο πατέρας γαλήνιος, όταν αυτός στον ύπνο του κατέβηκε 
την κυκλική μισοσκότεινη σκάλα. 



Ειρήνη της ψυχής. Έρημο βράδυ του χειμώνα 
και των βοσκών οι σκοτεινές μορφές στη γέρικη λιμνούλα· 
βρέφος στην αχυρένια καλύβα· τι σιγανά 
βυθίστηκε στον μαύρο πυρετό η όψη. 
Άγια νύχτα. 

Ή όταν πιασμένος από το σκληρό χέρι του πατέρα 
ανέβηκε γαλήνια ο άνθρωπος τον σκοτεινό Γολγοθά 
και μέσα από τον θρύλο του, σε κόχες βράχων μισοσκότεινες, 
πήγαινε η γαλάζια μορφή του, 
κάτω απ’ την καρδιά η πληγή έτρεξε πορφυρό το αίμα. 
Τι σιγανά υψώθηκε στη σκοτεινή ψυχή ο σταυρός! 

Αγάπη· όταν σε μαύρες γωνίες έλιωσε το χιόνι, 
χαρούμενο στη γέρικη κουφοξυλιά και στη θολωτή σκιά της 
καρυδιάς 
μπλέχτηκε γαλάζιο αεράκι· 
και φανερώθηκε στο αγόρι σιγανά ο ρόδινος άγγελός του. 

Χαρά· όταν σε παγωμένα δωμάτια αντήχησε μια βραδινή 
σονάτα, 
στο σκούρο δοκάρι 
μία γαλάζια πεταλούδα γδύθηκε τ’ ασημένιο κουκούλι. 

Ω, η εγγύτητα του θανάτου! Σε τοίχο πέτρινο 
έγερνε ένα κίτρινο κεφάλι, και το παιδί σιωπηλό, 
όταν εκείνο τον Μάρτη ρήμαξε το φεγγάρι. 



Πασχαλινές καμπάνες ρόδινες στον θολωτό τάφο της νύχτας 
κι οι ασημοφωνές των άστρων, 
ώστε βυθίστηκε σε ρίγη η σκοτεινή παραφροσύνη από το 
μέτωπο του αποκοιμισμένου. 

Τι γαλήνια κατάβαση βήμα βήμα πλάι στο γαλάζιο ποτάμι 
με τον νου στα ξεχασμένα, όταν στο πράσινο κλαδί 
κάλεσε η τσίχλα κάτι ξένο στον χαμό. 

Ή όταν πιασμένος απ’ του γέροντα το σκελετωμένο χέρι 
βάδιζε, βράδυ, μπρος στα πεσμένα τείχη της πόλης 
κι εκείνος πήγαινε σε μαύρο παλτό ένα ρόδινο βρέφος, 
στης καρυδιάς τον ίσκιο πρόβαλε το Πνεύμα του Κακού. 

Ψηλάφημα στα πράσινα σκαλοπάτια του καλοκαιριού. Τι ήσυχα 
ρήμαξε ο κήπος μέσα στη σκούρα γαλήνη του φθινοπώρου· 
ευωδιά και μελαγχολία της γέρικης κουφοξυλιάς, 
όταν στον ίσκιο του Σεβαστιανού έσβησε η ασημοφωνή του 
αγγέλου. 



ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ[4] 

Της Μπέσι Λόος 

Αυτός αλήθεια αγαπούσε τον ήλιο που πορφυρός κατέβαινε 
τον λόφο, 
τους δρόμους του δάσους, το μαύρο πουλί που τραγουδούσε 
και την αγαλλίαση του πράσινου. 

Αυστηρή η διαμονή του στον ίσκιο του δέντρου 
κι η όψη του καθαρή. 
Ο Θεός μίλησε μιαν ήρεμη φλόγα στην καρδιά του: 
ω άνθρωπε! 

Γαλήνιο το βήμα του βρήκε την πόλη το βράδυ· 
το στόμα του μίλησε το σκοτεινό παράπονο: 
θέλω να γίνω ιππέας. 

Ωστόσο θάμνος και ζώο τον ακολουθούσε, 
σπίτι και μισοσκότεινος κήπος λευκών ανθρώπων· 
κι ο φονιάς του τον αναζητούσε. 

Άνοιξη, καλοκαίρι κι όμορφο το φθινόπωρο 
του δίκαιου ανθρώπου, σιγανός ο βηματισμός του 
στα σκοτεινά δωμάτια εκείνων που ονειρεύονται. 
Τη νύχτα έμεινε μόνος με το άστρο του. 

Χιόνι είδε να πέφτει σε γυμνό κλαδί 
και τον ίσκιο του φονιά στον μισοσκότεινο διάδρομο. 

Ασημένιο έπεσε του αγέννητου ανθρώπου το κεφάλι. 



ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ 

(Δεύτερο σχεδίασμα) 
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ 

(Δεύτερο σχεδίασμα) 

Φθινόπωρο· μαύρος βηματισμός στην άκρη του δάσους· στιγμή βουβής καταστροφής· το μέτωπο του λεπρού κρυφακούει κάτω απ’ το γυμνό δέντρο. Βράδυ τώρα, περασμένο προ πολλού, πέφτει πάνω απ’ τα βρυώδη σκαλοπάτια· Νοέμβρης. Καμπάνα ηχεί και ο βοσκός ένα κοπάδι μαύρα, κόκκινα άλογα στο χωριό οδηγεί. Κάτω απ’ τις αγριοφουντουκιές ο πράσινος κυνηγός ξεκοιλιάζει ένα αγρίμι. Τα χέρια του αίμα αχνίζουν κι ο ίσκιος του ζώου, σκούρος και σιωπηλός, μες στο φύλλωμα στενάζει, πάνω απ’ τα μάτια του ανδρός· το δάσος. Κάργιες σκορπίζουν· τρεις. Το πέταγμά τους μοιάζει με σονάτα, γεμάτη ακόρντα που σβήνουν κι ανδρική μελαγχολία· σιγά διαλύεται σύννεφο χρυσό. Κοντά στον μύλο αγόρια ανάβουνε φωτιά. Φλόγα: ο αδελφός του κάτωχρου ανθρώπου κι εκείνος γελάει κρυμμένος στα πορφυρά μαλλιά του· ή είναι ο τόπος του εγκλήματος· μέσα του ένας πέτρινος δρόμος περνάει. Οι βερβερίτσες χάθηκαν, εδώ και χρόνια υπάρχει κάτι που ονειρεύεται στο μολυβένιο αέρα κάτω απ’ τα πεύκα· αγωνία, πράσινο σκοτάδι, γουργουρητό ενός που πνίγεται: από την έναστρη λιμνούλα μεγάλο μαύρο ψάρι τραβάει ο ψαράς· όψη γεμάτη ωμότητα και παραφροσύνη. Οι φωνές των καλαμιών· στα νώτα ανδρών που φιλονικούν, πηγαίνει αυτός με κόκκινη βάρκα, στα παγωμένα νερά του φθινοπώρου, ζώντας σε σκοτεινά παραμύθια της γενιάς του· και πέτρινα τα μάτια ανοίγουν πάνω από νύχτες και παρθενικούς τρόμους. Κακό.
Τι σ’ αναγκάζει να σταθείς αμίλητος στη ρημαγμένη σκάλα του πατρικού σου; Μολυβένιο μαύρο. Τι σηκώνεις προς τα μάτια με χέρι ασημένιο και σαν αφιονισμένα τα βλέφαρα χαμηλώνουν; Αλλά μέσα από το πέτρινο τείχος, βλέπεις τον έναστρο ουρανό, τον γαλαξία, τον Κρόνο· κόκκινο. Με λύσσα χτυπάει το γυμνό δέντρο στο πέτρινο τείχος. Εσύ στα ρημαγμένα σκαλοπάτια: δέντρο, αστέρι, πέτρα! Εσύ: ζώο γαλάζιο, που ήσυχα τρέμει· εσύ: ο χλωμός ιερέας, που το σφάζει στον μαύρο βωμό. Ω το χαμόγελό σου στο σκοτάδι, θλιμμένο και κακό, ώστε ένα παιδί στον ύπνο του χλομιάζει. Μια κόκκινη φλόγα σηκώθηκε απ’ το χέρι σου· μέσα της κάηκε μια νυχτοπεταλούδα. Ω η φλογέρα του φωτός· ω η φλογέρα του θανάτου. Τι σε ανάγκασε να σταθείς αμίλητος στη ρημαγμένη σκάλα του πατρικού σου; Κάτω ένας άγγελος με δάχτυλο κρυστάλλινο χτυπάει την πύλη.
Ω η κόλαση του ύπνου· δρομάκι σκοτεινό, σκούρος μικρός κήπος. Η μορφή της νεκρής σιγά ηχεί μες στο γαλάζιο βράδυ. Πράσινα λουλουδάκια την ξεγελούν κι η όψη της την έχει εγκαταλείψει. Ή γέρνει χλωμή στο σκοτάδι του διαδρόμου πάνω απ’ το κρύο μέτωπο του δολοφόνου· λατρεία, φλόγα πορφυρή της ηδονής· ξεψυχώντας έπεσε ο αποκοιμισμένος πάνω από μαύρα σκαλοπάτια στο σκοτάδι.
Κάποιος σ’ εγκατέλειψε στο σταυροδρόμι κι ώρα πολλή κοιτάζεις πίσω. Ασημένιο το βήμα στον ίσκιο από μικρές ανάπηρες μηλιές. Πορφυρός λάμπει ο καρπός στο μαύρο κλαδί και στο χορτάρι το φίδι αλλάζει το δέρμα του. Ω, το σκοτάδι· ο ιδρώτας που κυλά από το παγερό μέτωπο και τα θλιβερά όνειρα του κρασιού, στο καπηλειό του χωριού, κάτω από μαυροκαπνισμένα δοκάρια. Εσύ: ακόμη αγριότοπος, που μαγεύει ρόδινα νησιά από σκούρα σύννεφα καπνού κι από μέσα του βγάζει την άγρια κραυγή του γύπα, όταν, πάνω από μαύρους σκοπέλους, κυνηγά στη θάλασσα, στη θύελλα και στον πάγο. Εσύ: μέταλλο πράσινο κι από μέσα πρόσωπο πυρωμένο, που θέλει να φύγει και να τραγουδήσει απ’ τον κοκάλινο λόφο τους ζοφερούς καιρούς και τη φλεγόμενη πτώση του αγγέλου. Ω η απόγνωση, που πέφτει στα γόνατα βγάζοντας άλαλη κραυγή.
Ένας νεκρός σ’ επισκέπτεται. Το από μόνο του χυμένο αίμα τρέχει από την καρδιά κι ανείπωτη στιγμή φωλιάζει σε μαύρο φρύδι· συνάντηση σκοτεινή. Εσύ: ένα φεγγάρι πορφυρό, όταν εκείνος φαίνεται στον πράσινο ίσκιο της ελιάς. Αιώνια νύχτα τον ακολουθεί. 



ΕΝΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΒΡΑΔΥ 

(Δεύτερο σχεδίασμα) 

Όταν το χιόνι στο παράθυρο πέφτει 
μακρόσυρτα η βραδινή καμπάνα σημαίνει· 
το σπίτι πλούσια εφοδιασμένο 
και το τραπέζι στρωμένο· κόσμο περιμένει. 

Περιπλανήθηκε, χάθηκε στους δρόμους· 
φτάνει στην πύλη από μονοπάτι σκοτεινό. 
Χρυσό το δέντρο της Χάρης ανθίζει 
απ’ της γης τον παγωμένο χυμό. 

Γαλήνιος μπαίνει μέσα ο οδοιπόρος· 
πόνος το κατώφλι έχει πετρώσει. 
Λάμπουν σε διάφανο φως: 
ψωμί και κρασί· το τραπέζι έχουν στρώσει. 



ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΨΥΧΗ 

(Δεύτερο σχεδίασμα) 

Φωνή του κυνηγού και γάβγισμα αιμοβόρο· 
πίσω από σκούρο λόφο και σταυρό 
αργά τυφλώνεται ο καθρέφτης της λιμνούλας 
και κράζει το γεράκι: σκληρό και φωτεινό. 

Πάνω από μονοπάτι και θερισμένο αγρό 
ήδη μία μαύρη σιωπή τρομάζει· 
καθαρός στα κλαδιά ουρανός· 
και μόνο το ρυάκι ανάλαφρα, μονότονα παφλάζει. 

Σε λίγο ξεγλιστρούν ψάρι κι αγρίμι· 
ψυχή γαλάζια, σκοτεινή στους δρόμους βόλτα. 
Γρήγορα από άλλους, αγαπημένους, μας χωρίζει. 
Το βράδυ αλλάζει νόημα κι εικόνα. 

Άρτος και Οίνος δίκαιης ζωής· 
στα γαλήνια χέρια σου και μόνο 
αφήνει ο άνθρωπος, Θεέ, το σκοτεινό τέλος, 
όλο το χρέος και τον κόκκινο πόνο. 



ΓΕΝΝΗΣΗ 

Βουνά: μαύρο, σιωπή και χιόνι. 
Κόκκινο κατεβαίνει το θήραμα απ’ το δάσος· 
Ω, τα βρυώδη μάτια του θηρίου. 

Η γαλήνη της μητέρας· όταν προβάλλει έκπτωτη 
η παγωμένη σελήνη κι ανοίγουν τ’ αποκοιμισμένα χέρια 
κάτω απ’ τα μαύρα έλατα. 

Ω, η γέννηση του ανθρώπου· σκοτεινά παφλάζουν 
τα γαλάζια νερά στον βραχώδη βυθό. 
Στενάζοντας κοιτάζει την εικόνα του ο έκπτωτος άγγελος, 

στο πνιγηρό δωμάτιο ξυπνάει κάτι χλωμό. 
Δύο φεγγάρια λάμπουνε 
τα μάτια της πέτρινης γριάς. 

Αλίμονο, η κραυγή της γέννας· με μαύρη φτερούγα 
η νύχτα αγγίζει τον κρόταφο του αγοριού, 
χιόνι, που πέφτει σιγανά από πορφυρό σύννεφο. 



Ο ΧΑΜΟΣ 

Στον Καρλ Μπορομέους Χάινριχ 

(Τρίτο σχεδίασμα) 

Χάθηκαν τ’ άγρια πουλιά 
πάνω απ’ την άσπρη λίμνη. 
Το βράδυ φυσά από τ’ άστρα μας ένας παγερός αέρας. 

Πάνω απ’ τους τάφους μας 
γέρνει το κομματιασμένο μέτωπο της νύχτας. 
Κάτω από βελανιδιές πηγαίνουμε με ασημένια βάρκα. 

Διαρκώς ηχούν τ’ άσπρα τείχη της πόλης. 
Κάτω από αψίδα αγκάθινη, 
αδερφέ μου, αναρριχόμαστε δείκτες τυφλοί προς τα μεσάνυχτα. 



Σ’ ΕΝΑΝ ΠΡΩΙΜΑ ΝΕΚΡΟ 

Ω ο μαύρος άγγελος, που φάνηκε σιγά μέσα απ’ το δέντρο, 
πράοι όταν μαζί, το βράδυ, παίζαμε 
στο χείλος του γαλάζιου πηγαδιού. 
Ήσυχο ήταν το βήμα μας και τα στρογγυλά μάτια μες 
στη σκούρα παγωνιά του φθινοπώρου, 
κι αχ η πορφυρή γλυκύτητα των άστρων. 

Αυτός όμως κατέβηκε τα πέτρινα σκαλιά του Μένχσμπεργκ[5]· 
γαλάζιο χαμόγελο στην όψη και παράξενα κουκουλωμένος 
στα πιο ήσυχα παιδικά του χρόνια· και πέθανε· 
κι απέμεινε η ασημένια όψη του φίλου στον κήπο 
να κρυφακούει στη φυλλωσιά ή στο παλιό πέτρωμα. 

Η ψυχή τραγούδησε τον θάνατο, την πράσινη σήψη 
της σάρκας, 
κι ήταν το θρόισμα του δάσους, 
κι ο φλογερός ο θρήνος του αγριμιού. 
Διαρκώς ηχούσαν από μισοσκότεινους πύργους οι γαλάζιες 
καμπάνες του βραδινού. 

Κι ήρθε η ώρα, όταν εκείνος είδε στον πορφυρό ήλιο τους 
ίσκιους, 
τους ίσκιους της σαπίλας στο γυμνό κλαδί· 
βράδυ, όταν σε μισοσκότεινα τείχη τραγούδησε ο κότσυφας, 
γαλήνια στο δωμάτιο φάνηκε το πνεύμα του πρώιμα νεκρού. 

Ω το αίμα, που τρέχει απ’ το λαρύγγι εκείνου που ακούστηκε, 
γαλάζιο λουλούδι· ω το πύρινο 
δάκρυ μες στη νύχτα. 

Σύννεφο χρυσό και χρόνος. Συχνά στο έρημο δωμάτιο 
προσκαλείς τον νεκρό, 
βαδίζεις κάτω από φτελιές κι εμπιστευτικά συνομιλείς 
κατεβαίνοντας τον πράσινο ποταμό. 



ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ 

Ω της ψυχής νυχτερινό φτεροκόπημα: 
κάποτε πηγαίναμε βοσκοί σε μισοσκότεινα δάση 
κι ακολουθούσε το κόκκινο αγρίμι, το πράσινο λουλούδι 
και η πηγή ψελλίζοντας 
όλο ταπεινοσύνη. Ω, ο πανάρχαιος τόνος του γρύλου, 
αίμα ανθίζοντας στον πέτρινο βωμό 
κι η κραυγή του έρημου πουλιού πάνω απ’ την πράσινη 
γαλήνη της λιμνούλας. 

Ω, εσείς σταυροφορίες και φλογερά μαρτύρια 
της σάρκας, πτώσεις πορφυρών καρπών, 
το βράδυ, στον κήπο που βάδιζαν, καιρό πριν, ευσεβείς 
μαθητές· 
τώρα πολεμιστές, ξυπνώντας από πληγές κι αστρόνειρα. 
Ω, η απαλή δέσμη των κυανών ανθών της νύχτας. 

Ω, καιροί εσείς της γαλήνης και των χρυσών φθινοπώρων, 
όταν φιλήσυχοι μοναχοί πατούσαμε τα πορφυρά σταφύλια· 
κι έλαμπαν λόφοι και δάση γύρω. 
Ω, εσείς θηράματα και πύργοι· ησυχία του βραδινού· 
όταν ο άνθρωπος στοχαζόταν το δίκαιο μες στο δωμάτιο του 
πάλευε σε άλαλη προσευχή για του Θεού τη ζώσα Κεφαλή. 

Ω, η πικρή ώρα του χαμού, 
σαν αντικρίζουμε στα μαύρα νερά μια πέτρινη όψη. 
Όμως ακτινοβολώντας σηκώνουν –ένα φύλο– τ’ ασημένια 
βλέφαρα 
οι ερωτευμένοι. Λιβάνι ξεχύνεται από ρόδινα προσκέφαλα 
και το γλυκό άσμα αυτών που αναστήθηκαν. 



Σ’ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΒΟΥΒΑΘΕΙ 

Ω, η παραφροσύνη της μεγάλης πόλης, όταν το βράδυ 
κοκαλώνουν δέντρα ανάπηρα στο μαύρο τείχος, 
από ασημένια μάσκα το Πνεύμα του Κακού κοιτάζει· 
φως με μάστιγα μαγνητική απωθεί την πέτρινη νύχτα. 
Ω, ο βυθισμένος ήχος, το βράδυ, της καμπάνας. 

Πόρνη, που μες σε ρίγη παγερά γεννάει ένα νεκρό παιδί. 
Με λύσσα μαστιγώνει ο θυμός του Θεού το μέτωπο του 
δαιμονισμένου, 
πορφυρός λοιμός, πείνα, που πράσινα μάτια κομματιάζει. 
Ω, το φριχτό γέλιο του χρυσού. 


Γαλήνια όμως σε σκοτεινή σπηλιά μια ακόμα πιο βουβή 
ανθρωπότητα ματώνει 
και συναρμολογεί από μέταλλα σκληρά την λυτρωτική Κεφαλή. 



Ο ΗΛΙΟΣ 

Κάθε μέρα έρχεται ο κίτρινος ήλιος πάνω απ’ τον λόφο. 
Ωραίο είναι το δάσος, το ζώο σκοτεινό, 
ο άνθρωπος: κυνηγός ή βοσκός. 

Κοκκινωπό ανεβαίνει το ψάρι στην πράσινη λίμνη. 
Κάτω απ’ τον στρογγυλό ουρανό 
περνάει σιγά σε γαλάζια βάρκα ο ψαράς. 

Αργά ωριμάζει το σταφύλι, το στάρι. 
Όταν η μέρα γαλήνια γέρνει 
κάτι καλό και κακό έτοιμο περιμένει. 

Όταν νυχτώνει, 
σιγανά ο οδοιπόρος σηκώνει τα βαριά βλέφαρα του· 
ήλιος ξεσπάζει από φαράγγι ζοφερό. 



ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 

Το βράδυ σωπαίνει ο θρήνος 
του κούκου στο δάσος. 
Βαθύτερα γέρνει το στάχυ 
κι η κόκκινη παπαρούνα. 

Πάνω απ’ τον λόφο απειλεί 
μαύρη καταιγίδα. 
Το παλιό τραγούδι του γρύλου 
ξεψυχά στον αγρό. 

Το φύλλωμα της καστανιάς 
πια δεν σαλεύει. 
Το φόρεμά σου θροΐζει 
στο γύρισμα της σκάλας. 

Γαλήνια φέγγει το κερί 
στο σκοτεινό δωμάτιο· 
ένα ασημένιο χέρι 
το ’σβησε· 

άπνοια, νύχτα δίχως άστρα. 



ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ 

Κραυγή μέσα στον ύπνο· σε μαύρα σοκάκια ο άνεμος ξεσπά, 
το γαλανό της άνοιξης πίσω από κλαδιά που σπάζουν γνέφει, 
πορφυρή δροσιά νυχτερινή και σβήνουν τ’ άστρα γύρω. 
Πρασινωπό ξημερώνει το ποτάμι, ασημένιες οι γέρικες 
δεντροστοιχίες 
κι οι πύργοι της πόλης. Ω μέθη απαλή 
σε βάρκα που γλιστρά κι οι σκοτεινές φωνές του κότσυφα 
σε παιδικούς κήπους. Ήδη η ρόδινη άνθιση αραιώνει. 

Γιορτινά παφλάζουν τα νερά. Ω οι νοτισμένοι ίσκιοι του 
λιβαδιού, 
το ζώο που βαδίζει· κλαδί ανθισμένο που πρασινίζει 
αγγίζει το κρυστάλλινο μέτωπο· βάρκα λαμπερή λικνίζεται. 
Σιγά στον λόφο ηχεί μέσα σε ρόδινα σύννεφα ο ήλιος. 
Μεγάλη η γαλήνη στο ελατόδασος, αυστηροί οι ίσκιοι στο 
ποτάμι. 

Αγνότητα! Αγνότητα! Πού είναι τα φρικτά μονοπάτια 
του θανάτου, 
της γκρίζας πέτρινης σιωπής, οι βράχοι της νύχτας 
κι οι ανήσυχοι ίσκιοι; Ακτινοβόλα η άβυσσος του ήλιου. 

Όταν σε βρήκα στο έρημο ξέφωτο, αδελφή, 
ήταν μεσημέρι κι η σιωπή του ζώου μεγάλη· 
λευκή κάτω από άγριες βελανιδιές εσύ, κι ασημένιο άνθιζε 
τ’ αγκάθι. 
Σφοδρός ο θάνατος· κι η φλόγα μες στην καρδιά που 
τραγουδάει. 

Σκοτεινότερα κυκλώνουν τα νερά των ψαριών τα όμορφα 
παιχνίδια. 
Ώρα του πένθους, θέα του ήλιου σιωπηλή· 
Κάτι ξένο είναι η ψυχή επί γης. Δαιμονικά σκοτεινιάζει 
το γαλάζιο πάνω απ’ το ξυλοκόπημα του δάσους και στο χωριό 
χτυπά μακρόσυρτα μια σκοτεινή καμπάνα· ειρηνική συνοδεία. 
Γαλήνια ανθίζει η μυρτιά πάνω απ’ τα λευκά βλέφαρα του 
νεκρού. 

Σιγά ηχούν τα νερά μέσα στο απόγευμα που πέφτει 
και πρασινίζει σκοτεινότερος στην όχθη ο αγριότοπος, χαρά 
στον ρόδινο άνεμο· 
το απαλό άσμα του αδελφού, το βράδυ, στον λόφο. 



ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΟΥ 

Στον Καρλ Μπορομέους Χάινριχ 

Γεμάτο αρμονίες το πέταγμα των πουλιών. Το βράδυ 
μαζεύτηκαν σε πιο ήσυχες καλύβες τα πράσινα δάση· 
τα κρυστάλλινα βοσκοτόπια του ζαρκαδιού. 
Κάτι σκοτεινό ησυχάζει το μουρμουρητό του ρυακιού, 
τους νοτισμένους ίσκιους 

και τ’ άνθη του καλοκαιριού, που όμορφα στον άνεμο ηχούν. 
Ήδη το μέτωπο του σκεπτικού ανθρώπου σκοτεινιάζει. 

Κι ένα καντήλι, το Καλό, φωτίζει μέσα στην καρδιά του 
και του δείπνου η ειρήνη· γιατί αγιασμένος ο Άρτος και ο Οίνος 
απ’ τα χέρια του Θεού, 
κι ο αδελφός, που ξεκουράζεται από αγκάθινη πορεία, με μάτια 
νυχτερινά, ήσυχα, σε κοιτάζει. 
Ω η διαμονή στης νύχτας το έμψυχο γαλάζιο. 

Και μ’ αγάπη αγκαλιάζει στο δωμάτιο η σιωπή τους ίσκιους των 
γέρων, 
τα πορφυρά μαρτύρια· θρήνος μιας μεγάλης γενιάς, 
που μ’ ευλάβεια περνά στον έρημο εγγονό. 

Γιατί πάντα αυτός που υποφέρει ξυπνά πιο λαμπερός 
από μαύρες στιγμές παραφροσύνης σε πετρωμένο κατώφλι 
και δριμύ τον αγκαλιάζει το ψυχρό γαλάζιο και το φωτεινό 
γέρμα του φθινοπώρου· 

το ήσυχο σπίτι κι οι μύθοι του δάσους, 
μέτρο και νόμος και τα σεληνιακά μονοπάτια των Απομονωμένων. 



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Συμβολική μορφή αγοριού στην ποίηση του Τρακλ.
2. Χριστιανός μάρτυρας· αξιωματικός στη Ρώμη του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ.
3. Νεκροταφείο στο Σάλτσμπουργκ, κάτω από βράχους απόκρημνους.
4. Μορφή αινιγματική ως και σήμερα· πλην όμως ιστορική. Εμφανίστηκε στη Νυρεμβέργη το 1828· ένας έφηβος, δεκαέξι περίπου ετών, ντυμένος σαν αγρότης. Οι πρώτοι άνθρωποι που τον συνάντησαν και του μίλησαν, νόμισαν πως ήταν μουγκός ή μεθυσμένος. Είχε ένα γράμμα για τον λοχαγό της 4ηςίλης ιππικού του 6ου συντάγματος. Ένας παπουτσής τον οδήγησε στο σπίτι του λοχαγού· το αγόρι επαναλάμβανε διαρκώς: «Θέλω να γίνω ιππέας, σαν τον πατέρα μου». Σε καμία από τις ερωτήσεις που του έκαναν δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει με σαφήνεια. Το πνευματικό του επίπεδο ήταν παιδιού τριών-τεσσάρων ετών. Όταν του έδωσαν χαρτί και μολύβι, έγραψε το όνομα «Κάσπαρ Χάουζερ». Το γράμμα, αγνώστου αποστολέα, ζητούσε από τον λοχαγό να πάρει υπό την προστασία του το αγόρι, παράκληση στην οποία ανταποκρίθηκε ο λοχαγός και κράτησε σπίτι του τον Κάσπαρ. Το αγόρι ήταν υγιές· ένα αθώο χαμόγελο ήταν η μοναδική έκφραση του προσώπου του, αλλά δεν ήξερε να χρησιμοποιεί τα χέρια του και βάδιζε με τρομερή αστάθεια, σαν παιδί που μόλις είχε αρχίσει να περπατάει. Τραύλιζε σαν μικρό παιδί·τρεφόταν μόνο με ψωμί και νερό (ο οργανισμός του δε δεχόταν άλλη τροφή) κι έμοιαζε να μην έχει επίγνωση της διαφοράς των δύο φύλων. Με τη βοήθεια κάποιου γιατρού Ντάουμερ, που ανέλαβε την εκπαίδευσή του, ο ίδιος ο Κάσπαρ κατόρθωσε να ρίξει λίγο φως στο μυστηριώδες παρελθόν του. Πριν έρθει στη Νυρεμβέργη, είχε δει μονάχα έναν άνθρωπο. Ζούσε σ’ ένα πολύ μικρό σκοτεινό παράπηγμα. Κοιμόταν σε αχυρένιο κρεβάτι. Φορούσε πουκάμισο και δερμάτινο παντελόνι. Κάθε πρωί έβρισκε ψωμί και νερό δίπλα στο κρεβάτι. Καμιά φορά το νερό είχε πικρή γεύση. Αποκοιμιόταν κι όταν ξυπνούσε κάποιος του είχε αλλάξει ρούχα και του είχε κόψει τα νύχια. Ποτέ δεν υπήρχε φως στην αποθηκούλα. Κάποια μέρα ήρθε ένας άντρας. Του έμαθε να γράφει «Κάσπαρ Χάουζερ» και να λέει «Θέλω να γίνω ιππέας, σαν τον πατέρα μου». Ύστερα τον έβγαλε έξω απ’ τη μικρή αποθήκη. Το αγόρι λιποθύμησε απ’ το φως και τον αέρα. Το επόμενο που θυμόταν ήταν να περπατάει προς την Νυρεμβέργη.
Κόσμος απ’ όλη την Ευρώπη ενδιαφέρθηκε για τον Κάσπαρ. Εξαιτίας της εκπληκτικής του ομοιότητας με μέλη της οικογένειας του Μεγάλου Δούκα του Μπάντεν, συνδέθηκε μαζί τους. Περίπου τον ίδιο καιρό που γεννήθηκε ο Κάσπαρ, είχαν πεθάνει δυο νήπια, διάδοχοι του θρόνου του Μεγάλου Δούκα. Αμέσως μετά το θάνατο του Μεγάλου Δούκα, το Μάρτιο του 1830, ο Βρετανός Λόρδος Στάνχοπ, προσποιούμενος τον φίλο του διαδόχου, Μεγάλου Δούκα Λεοπόλδου, ανέλαβε την κηδεμονία του Κάσπαρ. Μάλιστα, δήλωσε δημόσια πως ο Κάσπαρ ήταν ουγγρικής καταγωγής και δεν είχε καμιά συγγένεια με την οικογένεια του Μεγάλου Δούκα· τον κατηγόρησε για απάτη. Ο Γερμανός νομικός, Άνσελμ Ρίττερ φον Φόυερμπαχ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Κάσπαρ ήταν νόμιμος γιος του Μεγάλου Δούκα κι ότι κάποιος άλλος διάδοχος-διεκδικητής του θρόνου προσπάθησε να τον απομακρύνει από την οικογένεια. Ο Φόυερμπαχ πέθανε το 1833· φήμες έλεγαν πως τον δηλητηρίασαν, γιατί είχε βρει αποδείξεις για την πραγματική καταγωγή του Κάσπαρ. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδείχθηκε ποτέ. Το 1833, κάποιο απόγευμα του Δεκεμβρίου, ο Κάσπαρ οδηγήθηκε στο πάρκο Ανσμπάχερ Χοφγκάρτεν να συναντήσει κάποιον άντρα, που θα του έδινε, όπως του είχε υποσχεθεί, πληροφορίες για την μυστηριώδη γέννηση και καταγωγή του. Ο άντρας τον μαχαίρωσε στο στήθος. Ο Κάσπαρ κατόρθωσε, αν και τραυματισμένος, να φτάσει σπίτι του, όμως τρεις μέρες αργότερα πέθανε. Διαδόθηκε πως η Μεγάλη Δούκισσα Στεφανία του Μπάντεν, η υποτιθέμενη μητέρα του Κάσπαρ, θρήνησε πικρά για τον χαμό του. Ο σύζυγος της, Καρλ Φρήντριχ, ήταν ο τελευταίος διάδοχος,όμως δεν είχε παιδιά κι ο θρόνος περνούσε στην κοντέσα φον Χόχμπεργκ, τη δεύτερη σύζυγο του Φρήντριχ. Φήμες λένε πως η κοντέσα είχε αλλάξει το πρώτο παιδί της Στεφανίας με το νεκρό παιδί ενός αγρότη· ο Κάσπαρ Χάουζερ δόθηκε σε κάποιον λοχαγό ονόματι Χεννενχόφερ κι αυτός με τη σειρά του το έδωσε σ’ έναν πρώην στρατιώτη. Λέγεται πως ο λοχαγός Χεννενχόφερ, τα παραδέχτηκε όλα αυτά όταν ρωτήθηκε απ’ τον Μεγάλο Δούκα Λεοπόλδο.
5. Ονομασία απόκρημνης βουνοπλαγιάς, που περιβάλλεται σχεδόν κυκλικά από το Σάλτσμπουργκ, αφού η πόλη χτίστηκε τον 7ο αιώνα με κέντρο το μοναστήρι του Μένχσμπεργκ.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ