Πηγή:http://www.poiein.gr/archives/17857
A΄
Η συνάρτηση του καιρού προς τη σπουδή του ανθρώπου ή του έργου του, σε παρασύρει σαν χείμαρρος μανιασμένος να μεροληπτήσεις, άρα και να χαθείς και να αχρηστευθεί η προσπάθεια κι ο κόπος όπου υποβλήθηκες. Οι ποιητές των καιρών θα βρουν καθένας μόνος του μέσα στην εσωτερική συμφωνία και μία νέα ανάγκη αναζήτησης (μέσ’ τη γαλήνη ή τη θύελλα) . Κοινό τους γνώρισμα είναι ο οίστρος που πυργώνει τη θέση στο αχανές. Το γνώριμο και το ξένο εξαρτά τη μορφή που θα λάβει από την κράση καθενός απ’ τους αγωνιζομένους. Σε δεύτερο πλάνο, οι απαιτήσεις των ανθρώπων, παραμορφωμένες φαίνονται και ανισοζύγιστες με την πολιτιστική ανέλιξη ή κοινωνική εξαθλίωση. Στο δεύτερο τούτο μονοπάτι έταξε σαν ποιητή τον Καρυωτάκη το αίτημα του καιρού του και η αδημονία στην επιφάνεια και η ενυπάρχουσα τάση γίγνεσθαι, να καθιερωθεί στην συνείδηση όσων τον άκουσαν, σαν ποιητής περισσότερο και σαν άνθρωπος λιγότερο. Εμείς ίσα και στα δύο θα τον εξετάσουμε. Κι’ απ’ αυτή τη σύνθετη σκοπιά θα τον κρίνουμε.
Από τους βιογράφους του μαθαίνουμε, πως ο Καρυωτάκης από μικρός ήταν ένα παιδί δειλό κι’ ασθενικό, συνεσταλμένο και φοβισμένο — εύκολη λεία των ομηλίκων του. Ένα παιδί σιωπηλό μ’ ονειροπόλα μάτια που τ’ άρεσε να μένει μόνος, να οπτασιάζεται και ν’ αφαιρείται. Προ πάντων αυτό. Παράλληλα με τη μελέτη και τα όνειρα για μια μελλούμενη αυτοδημιουργία, η ζωγραφική ήταν το μέσο που τον οιστρηλατούσε και παρηγορούσε μέσα στη μοναξιά του. Κι’ ενώ αυτός εμπνέεται, όσο προχωράει, νοιώθει αυτό το κοινωνικό κενό γύρω του να τον κυκλώνει πιο παγερά με την πλήξη και την εγκατάλειψη. Και δεν έφτανε αυτό. Στα Χανιά, στα δεκαεφτά του μόλις χρόνια, γνωρίζει την πρώτη αισθηματική αποκαρδίωση, που εβάρυνε και τυραννούσε περισσότερο την ελαττωματική και μειονεκτική του φύση, όταν τα καλοκαίρια ερχόταν απ’ την Πρωτεύουσα στην Κρήτη για διακοπές. Κι αυτό το πρώιμο τραύμα τον έκανε πιο έγκλειστο κι απόκοσμο, «ένα παράξενο παιδάκι γερασμένο» όπως συνήθιζε ο ίδιος ν’ αποκαλείται. Η κατάσταση τότε χειροτέρεψε, όταν, φοιτητής όντας, μαθαίνει το γάμο της κόρης των ονείρων του και δεν θέλει να το πιστέψει. Ήτανε τόση η ευθιξία του και τόσο αχαλίνωτη η Φαντασία του, ώστε σχημάτισε μόνος του τη δραματική εντύπωση για ένα ανύπαρκτο δράμα, όπου ο ίδιος δικιολογούσε, πως ο γάμος ήταν απόρροια σκληρής βίας και όχι αυτοπροαίρετη πράξη. Βέβαια, η επαναφορά σε μια τόσο σκληρή πραγματικότητα είχε σαν οδυνηρή συνέπεια την όξυνση του ολοφυρμού του, που χειροτέρεψε τον ακραιφνή παροξυσμό σε μια τόσο πονεμένη, άρρωστη ψυχή και οδήγησε σε πεισιθάνατη ροπή, πιο δυνατή από την Καβαφική νιχιλιστική έφεση, πιο δυνατή κι’ ισχυρή απ’ την αντίστοιχη του Κοτζιούλα, πιο τελειοποιημένη και γινόμενη από του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Μα αυτό ήταν το πρώτο ακόμα στάδιο.
Ένα δεύτερο στάδιο είναι η συνάντηση δυο απελπισμένων στην Νομαρχία της Αθήνας. Είναι αλήθεια πως — αν και πολλοί μένουν μονάχα στα όρια μιας απλής φιλίας — ο έρωτας της Πολυδούρη αποτέλεσε για τον Καρυωτάκη την απαρχή μιας νέας δραματικής εποχής. Εκείνη μια απεγνωσμένη μ’ ευαίσθητη ποιητική προδιάθεση. Εκείνος ένας άρρωστος κι’ ανήσυχος πού ενέκλεισε απεγνωσμένα μέσα στις κοχλιώσεις της ψυχής του τό μεγάλο αίσθημα, που τόσο επέδρασε στην κοινή γνώμη, κ’ εξύψωσε ταυτόχρονα τον ποιητή και το έργο του.
Οι σχέσεις, από την ελαφρή φιλολογία πήραν διαστάσεις απρόσμενες. Μια εφημερίδα κείνης της εποχής κάνει μιθυστόρημα το δεσμό του και το δημοσιεύει με τίτλο:
Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη με τίτλο «Κώστας Καρυωτάκης: Ο Ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε» πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1967 στην Πάργα Πρεβέζης. Σημειώνει σχετικά ο συγγραφέας:
«…Ήταν αρχές του 1967, όταν ο αείμνηστος […] Αλέξανδρος Μπάγκας, Δήμαρχος Πάργας, με παρουσίασε ως δημιουργό με τα πιο ενθουσιώδη λόγια, στο κατάμεστο χειμωνιάτικο σινεμά, στου «Καρύδη».
Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος.
Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα.
Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από τον Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο.
Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή…»
Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος.
Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα.
Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από τον Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο.
Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή…»
(Απόσπασμα από το σημείωμα του Άλκη Αλκαίου που διαβάστηκε τον Ιανουάριο του 2012 στην εκδήλωση βράβευσής του από τον Σύλλογο Παργινών Αθήνας στην Αθήνα)
*
Ψηφιακή μεταγραφή ειδικά για το «Ποιείν»: Στρ. Μάστρας
Ευχαριστώ τον Σπ. Αραβανή για την παρακίνηση.
Στ. Μ. , Μάιος 2012
Στ. Μ. , Μάιος 2012
*********
Η ΔΙΑΛΕΞΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά όταν συναντώ μια προσπάθεια — όποια προσπάθεια, — που βρίσκεται στα πρώτα της βήματα κι ακόμη μια ιδιαίτερη αδυναμία και εσωτερική επιταγή να την υποβοηθώ. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ένα πνευματικό ξεκίνημα, τόσο ελπιδοφόρο και πολλά υποσχόμενο, όπως αυτό του κ. Ευάγγ. Λιάρου.
Την διάλεξί του: «Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε», έθεσα, υπό την προστασία μου — και επραγματοποιήθηκε εδώ στις 22 - 1 - 1967 — και για τον λόγο ότι με τον άτυχο Κώστα Καρυωτάκη, καθώς και με την Μαρία Πολυδούρη με συνέδεσαν προσωπικοί φιλικοί δεσμοί, αλλά και για ένα σπουδαιότερο λόγο, που συμφωνεί με τα πιο πάνω. Γιατί πρόκειται για μια εξαίρετη πνευματική εργασία, θεμελιωμένη γερά πάνω στη ζωή, το έργο και τα αγχώδη ψυχικά συναισθήματα του αλησμόνητου ποιητή.
Το ότι η διάλεξι αυτή θα αποτελέση το πρώτο αυτοτελές έργο του κ. Λιάρου, είναι αφορμή χαράς και προσδοκιών ότι η κατοπινή πνευματική πορεία του θα είναι όπως την προβλέπω και την εύχομαι: σύντομα ανοδική και απέραντα πλατειά και μεγάλη.
Την διάλεξί του: «Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε», έθεσα, υπό την προστασία μου — και επραγματοποιήθηκε εδώ στις 22 - 1 - 1967 — και για τον λόγο ότι με τον άτυχο Κώστα Καρυωτάκη, καθώς και με την Μαρία Πολυδούρη με συνέδεσαν προσωπικοί φιλικοί δεσμοί, αλλά και για ένα σπουδαιότερο λόγο, που συμφωνεί με τα πιο πάνω. Γιατί πρόκειται για μια εξαίρετη πνευματική εργασία, θεμελιωμένη γερά πάνω στη ζωή, το έργο και τα αγχώδη ψυχικά συναισθήματα του αλησμόνητου ποιητή.
Το ότι η διάλεξι αυτή θα αποτελέση το πρώτο αυτοτελές έργο του κ. Λιάρου, είναι αφορμή χαράς και προσδοκιών ότι η κατοπινή πνευματική πορεία του θα είναι όπως την προβλέπω και την εύχομαι: σύντομα ανοδική και απέραντα πλατειά και μεγάλη.
Πάργα 3 - 2 - 1967
Αλέξ. Δ. Μπάγκας
Δήμαρχος Πάργας
Δήμαρχος Πάργας
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ Λογοτεχνική μας παράδοση και την ίδια τη σύγχρονη, δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται μορφές του ποιητικού λόγου, που κάθε μια, με το δικό της τρόπο, επιτηδευμένο κι ανεπιτήδευτο, βάζει το λιθάρι της Νεοελληνικής ποιητικής ανοικοδόμησης. Κι όσο πλησιάζουμε προς τις μέρες μας, αν ρίξουμε έστω και μια φευγάτη ματιά στη σειρά των ποιητών και τη χρονολογική τοποθέτησή τους στη γραμματεία μας, θα σταματήσουμε, σχεδόν χωρίς καθόλου να το επιθυμούμε, στην πιο απελπισμένη ποιητική ψυχή του 20ου αιώνα, μέσα στον Ελλαδικό χώρο, που καθιερώθηκε πια, και θα μείνει άσβεστη, πικρά ειλικρινής κι αληθινά παραδεδεγμένη, απ’ όλους εκείνους, που όταν κρίνουν τους ποιητές, δεν παύουν να σκέφτονται σαν ποιητές. Ο Κώστας Καρυωτάκης — τι κι αν καταφρονήθηκε — έγινε η πραγματική βάση, πάνω στην οποία ερείδεται, απ’ άκρη σχεδόν σ’ άκρη, η σύγχρονη ποίηση και η σύγχρονη ιδέα. Όχι γιατί το λέμε εμείς. Όχι γιατί το λέει ο κριτικός ή μια μερίδα απ’ τους ειδήμονες. Αλλά για τον απλούστατο λόγο, ότι μονάχο το έργο του μιλάει. Κι ο Ουγκώ μάς πληροφορεί, πως μονάχα η φωνή των ειλικρινών και των μεγάλων, είναι καθάρια και πειστική. Και πρόθεσή μας δεν είναι να στολίσουμε τη φωνή του, αφού αυτόχρημα έχει πια διαμορφωθεί. Μόνο που, από ευγενικά αισθήματα και νεανική επιθυμία, και το σπουδαιότερο από προθέσεις πνευματικής και ανθρώπινης κατανόησης, φτιαγμένες μαζί, θελήσαμε, αύτη τη φωνή, στο πέρασμα του χρόνου, να την ξαναδυναμώσουμε, κινώντας την προσοχή των ανήσυχων και αφυπνίζοντας αποδειχτικά τούς αδιάφορους. Απλή κατανόηση και προσαρμογή στις απαιτήσεις μιας ομιλίας, αρκεί για να μπορέσουμε και σήμερα ακόμα, σαράντα περίπου χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό του και λίγες εβδομάδες μετά τα αποκαλυπτήρια μιας αναμνηστικής πλάκας, να φτάσουμε στα συμπεράσματά μας. Παράκλησή μας δεν είναι η αλλαγή ιδεών, αφού και πάλι, σχεδόν δεν έχουμε τη δύναμη και τα μέσα για να επανδρώσουμε τα όνειρά μας. Ύστατη ευγενική παράκλησή μας στο εκλεκτό κοινό, είναι: Η α ν ο χ ή σ’ όσα θα πούμε. Κι η ηλικία του ομιλούντος είναι τέτοια, που τα λάθη σε μια ποιητική ιδεολογική στάση νάναι αναπόφευκτη, αναγκαία θα λέγαμε.
Υποστηρίξαμε πως ο Καρυωτάκης με τη μορφή της ζωής και της ποίησής του επέσυρε δυο ειδών αισθήματα γι’ αυτόν: Την αγάπη και το μίσος. Τα δύο αυτά αντιθετικά ρεύματα, ο αυθορμητισμός κι η ψυχρότητα, έχουν πολύ απέχουσες τις πηγές τους. Την πρώτη αναβλύζει η διάθεση της καρδιάς. Τη δεύτερη ο επικριτικός νους κι ο ασυνείδητος υπερτροφισμός.
Η αγάπη, η αγάπη μας, πρώτα. Το μάτι και το αίσθημα. Η κατανόηση μ’ όσο ανώμαλο χαρακτήρα κι αν μπλεχτούμε. Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός. Φτάνεις σε μια ψηλή κορφή και γύρω αγναντεύεις την ψυχή του, την υπόστασή του, τη «θεωρία» του. Τον αγκαλιάζεις με τη ματιά του· τον ζωγραφίζεις μ’ αδρές πινελιές, τον παρασταίνεις με μυστικά υπερκόσμια λόγια». Σύμφωνα με τη δική σου ψυχοσύνθεση, τη δική σου ψυχική κατάσταση κι ωριμότητα, το δικό σου νόμο. Μα οι θάλασσες κι οι ουρανοί, τα δάση κι οι ουρανοξύστες δεν γνωρίζονται μόνο με την αποκάλυψη των νόμων που τους διέπουν. Ο κόσμος αυτός, που επιδρά αναπόφευκτα και μοιραία στο πλάσιμο του κόσμου του ποιητή, παίρνει κι ενός άλλου τρόπου ξάνοιγμα· περισσότερο γοητευτικό και ελκυστικό, περισσότερο αγαπητό και σημαντικό. Κι οι φυσικές εκφάνσεις κυριεύονται με τη συνθετική φαντασία και τη μαντική δύναμη. Την ταπεινή ενατένιση των περιστάσεων, το ήσυχο φροντισμένο ψάξιμο, το μυστικό εσωτερικό μόχθο. «Για να ξεδιαλυθεί το σε πολλά σκοτισμένο ακόμα ζήτημα της ψυχής», έγραψε χαρακτηριστικά ο Παλαμάς «ανάγκη να δουλέψει παραπλήσια, στο φιλόσοφο, ο φιλόλογος μαζί με τον ψυχρό εξεταστή των παραμικρών ο αισθηματικός θαυμαστής, μαζί, τέλος, με τον πεζό αποθησαυριστή λεξιλογίων, ο αιθερόλαμνος ιδεαλιστής». Το πρώτο είναι δύσκολο, σπάνιο κι επικίνδυνο. Το δεύτερο έχει μιαν τέλεια σιγουριά, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας καθαρός καθρέφτης προσωπικών συναισθηματικών αληθειών. Κι είναι μεγάλη ανάγκη, περισσότερο από κάθε φορά σήμερα, να λείψουν οι διακυμάνσεις. Για μάς η ακέραια εικόνα του ποιητή θα βγει από το ζωντανό, πηγαία λυρικό αντίκρυσμά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κι αυτές ακόμα τις απορίες, που γεννάν ατέλειωτες συζητήσεις και γίνονται αφορμές γι’ ασύμβατες και φλύαρες αντιλογίες, είμαστε σε θέση να τις σβήσουμε, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στον πλήρη διαφωτισμό μας. Αντίθετα, φτάνοντας ως τα τελευταία ψιλολογήματα της ζωής και της ρίμας, ο κίνδυνος ν’ αποκλίνουμε απ’ τον αρχικό σκοπό μας θάναι άμεσος. Το απαθέστατο κρύο ψάξιμο που αναζωπυρώνει το θορυβώδες δημιουργημένο άλλοθι, για τον ποιητή που μας απασχολεί, αβίαστα μπορεί να φανεί ανόητα σχολαστικό και μικρόχαρο.
Ερχόμαστε όμως στη δεύτερη περίπτωση: Ο Καρυωτάκης — αλοίμονο — δεν είχε μόνον ανθρώπους πού τον αγάπησαν και τον πίστεψαν, φτάνοντας έμμεσα στην δική του τραγική θέση. Είχε κι ανθρώπους που τον επέκριναν. Κι ήταν — κι είναι — πολλοί εκείνοι που μέχρι χτες ακόμα, διασύρουν και αποφεύγουν σαν μαύρη, σατανική κι ανήλιαγη σκιά τη μνήμη του. Και δεν είναι μονάχα εκνευριστική και αφορμή καταγανάκτησης, μα και αφάνταστα λυπηρό το γεγονός ότι αυτές οι τόσο προσβλητικές και μικροπρεπείς ενέργειες, γίνονται από υποτιθέμενους ανθρώπους του π ν ε ύ μ α τ ο ς!.. Σκοπός μας δεν είναι να διασύρωμε τους διασύροντες. Ούτε τόλμημα καν. Ξαναϋπογραμμίζουμε μόνο τούτο: πως στη σκέψη απλώς, πως ο Κώστας Καρυωτάκης λειτούργησε, σαν ποιητής — φιλόσοφος, το πνεύμα, έχει όλο το δικαίωμα να τύχει όχι αντανθρώπινης άλλα ανεπιφύλαχτα ευγενικής συμπάθειας, όπως στη συνέχεια θα δούμε. Γιατί, αν καλοεξετάσουμε στο βάθος τους τις γνώμες των επικριτών, θα δούμε πως χαρακτηρίζονται από μια ωμή ηθικοφροσύνη και μετανοημένη πίστη. Στην ουσία, δηλαδή, το θέμα περιορίζεται ασφυχτικά στον εγκλωβισμένο και αυστηρά συγκροτημένο πυρήνα της άρνησης της ζωής, ποιητικά και πραχτικά. Εσφαλμένη αντίληψη της ζωής, κατήφορος, ανανδρία, απαισιοδοξία, θάνατος. Εδώ, σταματήσανε. Ούτε βήμα πιώ πέρα, ωσάν ν’ ακολουθούσε γκρεμός και διαφθορά, όλεθρος και παρόμοιος θάνατος. Ο άνθρωπος που απ’ την αρχή κατάλαβε σαν πεπρωμένο το αδύνατο κάποιου προσανατολισμού και δεν μπορεί να διευθετηθεί στα λιμνάζοντα κοινωνικά πράγματα, δεν έπεται ότι είναι στερημένος ιχνών ανθρώπινης δίψας. Γιατί κι ο πόνος είναι μια δίψα, που, είτε η αδιάκοπη συρροή ατυχιών, είτε το ενστιχτώδες του ρίγους και της φρίκης που μας κυριεύει με πανουργία, ο πόνος λοιπόν μας αφήνει ερμητικά κλεισμένους στον εαυτό μας, με θολό βλέμμα, πικραμένους. Αν είμαστε απλοί και συνηθισμένοι θα ξεδιψάσουμε με τον καιρό. Αν είμαστε μύστες και δημιουργοί μόνο στο ξέσπασμα το γραφικό θα βρούμε την άκρη και την ανακούφιση και τη ζωή. Γι’ αυτό αν θέλουμε να κρίνουμε αντικειμενικά, τότε, θα ιδούμε πως δεν πρέπει πρώτα - πρώτα να μεταλλάξουμε τα αντικειμενικά, τα ιστορικά, ας πούμε, δεδομένα. Να προσπαθήσουμε να διασώσουμε και διαλευκάνουμε ολάκερο και ατόφιο τον αποχρωστικό κόσμο της ψυχής του προσώπου που καταγινόμαστε, και, καλοζυγίζοντας τη ζωή με τη φύση, την επάρκεια και την ανεπάρκεια — και πάλι — σε αντικειμενικού κύρους ηθικά, ταξικά και κοινωνικά εφόδια, να δώσουμε μια σχετική λύση, έναν κάποιο ορισμό του ατόμου. Το ίδιο και στην περίπτωση — την τόσο κλασσική του Καρυωτάκη. Ας μη φανεί παράξενο, πως δεν είναι λίγοι εκείνοι από τους τυφλά κανοναρχημένους, που τολμούν και άφοβα μηδενίζουν τη διπλή υπόσταση του ποιητή μας — ποιητής και άνθρωπος —, ενώ ακόμα δεν έχουν κατανοήσει παρά μόνο τη ζωή του, κι αυτήν ίσως — ποιος τ’ αποκλείει; — όχι ολοκληρωμένα.
Υποστηρίξαμε πως ο Καρυωτάκης με τη μορφή της ζωής και της ποίησής του επέσυρε δυο ειδών αισθήματα γι’ αυτόν: Την αγάπη και το μίσος. Τα δύο αυτά αντιθετικά ρεύματα, ο αυθορμητισμός κι η ψυχρότητα, έχουν πολύ απέχουσες τις πηγές τους. Την πρώτη αναβλύζει η διάθεση της καρδιάς. Τη δεύτερη ο επικριτικός νους κι ο ασυνείδητος υπερτροφισμός.
Η αγάπη, η αγάπη μας, πρώτα. Το μάτι και το αίσθημα. Η κατανόηση μ’ όσο ανώμαλο χαρακτήρα κι αν μπλεχτούμε. Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός. Φτάνεις σε μια ψηλή κορφή και γύρω αγναντεύεις την ψυχή του, την υπόστασή του, τη «θεωρία» του. Τον αγκαλιάζεις με τη ματιά του· τον ζωγραφίζεις μ’ αδρές πινελιές, τον παρασταίνεις με μυστικά υπερκόσμια λόγια». Σύμφωνα με τη δική σου ψυχοσύνθεση, τη δική σου ψυχική κατάσταση κι ωριμότητα, το δικό σου νόμο. Μα οι θάλασσες κι οι ουρανοί, τα δάση κι οι ουρανοξύστες δεν γνωρίζονται μόνο με την αποκάλυψη των νόμων που τους διέπουν. Ο κόσμος αυτός, που επιδρά αναπόφευκτα και μοιραία στο πλάσιμο του κόσμου του ποιητή, παίρνει κι ενός άλλου τρόπου ξάνοιγμα· περισσότερο γοητευτικό και ελκυστικό, περισσότερο αγαπητό και σημαντικό. Κι οι φυσικές εκφάνσεις κυριεύονται με τη συνθετική φαντασία και τη μαντική δύναμη. Την ταπεινή ενατένιση των περιστάσεων, το ήσυχο φροντισμένο ψάξιμο, το μυστικό εσωτερικό μόχθο. «Για να ξεδιαλυθεί το σε πολλά σκοτισμένο ακόμα ζήτημα της ψυχής», έγραψε χαρακτηριστικά ο Παλαμάς «ανάγκη να δουλέψει παραπλήσια, στο φιλόσοφο, ο φιλόλογος μαζί με τον ψυχρό εξεταστή των παραμικρών ο αισθηματικός θαυμαστής, μαζί, τέλος, με τον πεζό αποθησαυριστή λεξιλογίων, ο αιθερόλαμνος ιδεαλιστής». Το πρώτο είναι δύσκολο, σπάνιο κι επικίνδυνο. Το δεύτερο έχει μιαν τέλεια σιγουριά, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας καθαρός καθρέφτης προσωπικών συναισθηματικών αληθειών. Κι είναι μεγάλη ανάγκη, περισσότερο από κάθε φορά σήμερα, να λείψουν οι διακυμάνσεις. Για μάς η ακέραια εικόνα του ποιητή θα βγει από το ζωντανό, πηγαία λυρικό αντίκρυσμά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κι αυτές ακόμα τις απορίες, που γεννάν ατέλειωτες συζητήσεις και γίνονται αφορμές γι’ ασύμβατες και φλύαρες αντιλογίες, είμαστε σε θέση να τις σβήσουμε, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στον πλήρη διαφωτισμό μας. Αντίθετα, φτάνοντας ως τα τελευταία ψιλολογήματα της ζωής και της ρίμας, ο κίνδυνος ν’ αποκλίνουμε απ’ τον αρχικό σκοπό μας θάναι άμεσος. Το απαθέστατο κρύο ψάξιμο που αναζωπυρώνει το θορυβώδες δημιουργημένο άλλοθι, για τον ποιητή που μας απασχολεί, αβίαστα μπορεί να φανεί ανόητα σχολαστικό και μικρόχαρο.
Ερχόμαστε όμως στη δεύτερη περίπτωση: Ο Καρυωτάκης — αλοίμονο — δεν είχε μόνον ανθρώπους πού τον αγάπησαν και τον πίστεψαν, φτάνοντας έμμεσα στην δική του τραγική θέση. Είχε κι ανθρώπους που τον επέκριναν. Κι ήταν — κι είναι — πολλοί εκείνοι που μέχρι χτες ακόμα, διασύρουν και αποφεύγουν σαν μαύρη, σατανική κι ανήλιαγη σκιά τη μνήμη του. Και δεν είναι μονάχα εκνευριστική και αφορμή καταγανάκτησης, μα και αφάνταστα λυπηρό το γεγονός ότι αυτές οι τόσο προσβλητικές και μικροπρεπείς ενέργειες, γίνονται από υποτιθέμενους ανθρώπους του π ν ε ύ μ α τ ο ς!.. Σκοπός μας δεν είναι να διασύρωμε τους διασύροντες. Ούτε τόλμημα καν. Ξαναϋπογραμμίζουμε μόνο τούτο: πως στη σκέψη απλώς, πως ο Κώστας Καρυωτάκης λειτούργησε, σαν ποιητής — φιλόσοφος, το πνεύμα, έχει όλο το δικαίωμα να τύχει όχι αντανθρώπινης άλλα ανεπιφύλαχτα ευγενικής συμπάθειας, όπως στη συνέχεια θα δούμε. Γιατί, αν καλοεξετάσουμε στο βάθος τους τις γνώμες των επικριτών, θα δούμε πως χαρακτηρίζονται από μια ωμή ηθικοφροσύνη και μετανοημένη πίστη. Στην ουσία, δηλαδή, το θέμα περιορίζεται ασφυχτικά στον εγκλωβισμένο και αυστηρά συγκροτημένο πυρήνα της άρνησης της ζωής, ποιητικά και πραχτικά. Εσφαλμένη αντίληψη της ζωής, κατήφορος, ανανδρία, απαισιοδοξία, θάνατος. Εδώ, σταματήσανε. Ούτε βήμα πιώ πέρα, ωσάν ν’ ακολουθούσε γκρεμός και διαφθορά, όλεθρος και παρόμοιος θάνατος. Ο άνθρωπος που απ’ την αρχή κατάλαβε σαν πεπρωμένο το αδύνατο κάποιου προσανατολισμού και δεν μπορεί να διευθετηθεί στα λιμνάζοντα κοινωνικά πράγματα, δεν έπεται ότι είναι στερημένος ιχνών ανθρώπινης δίψας. Γιατί κι ο πόνος είναι μια δίψα, που, είτε η αδιάκοπη συρροή ατυχιών, είτε το ενστιχτώδες του ρίγους και της φρίκης που μας κυριεύει με πανουργία, ο πόνος λοιπόν μας αφήνει ερμητικά κλεισμένους στον εαυτό μας, με θολό βλέμμα, πικραμένους. Αν είμαστε απλοί και συνηθισμένοι θα ξεδιψάσουμε με τον καιρό. Αν είμαστε μύστες και δημιουργοί μόνο στο ξέσπασμα το γραφικό θα βρούμε την άκρη και την ανακούφιση και τη ζωή. Γι’ αυτό αν θέλουμε να κρίνουμε αντικειμενικά, τότε, θα ιδούμε πως δεν πρέπει πρώτα - πρώτα να μεταλλάξουμε τα αντικειμενικά, τα ιστορικά, ας πούμε, δεδομένα. Να προσπαθήσουμε να διασώσουμε και διαλευκάνουμε ολάκερο και ατόφιο τον αποχρωστικό κόσμο της ψυχής του προσώπου που καταγινόμαστε, και, καλοζυγίζοντας τη ζωή με τη φύση, την επάρκεια και την ανεπάρκεια — και πάλι — σε αντικειμενικού κύρους ηθικά, ταξικά και κοινωνικά εφόδια, να δώσουμε μια σχετική λύση, έναν κάποιο ορισμό του ατόμου. Το ίδιο και στην περίπτωση — την τόσο κλασσική του Καρυωτάκη. Ας μη φανεί παράξενο, πως δεν είναι λίγοι εκείνοι από τους τυφλά κανοναρχημένους, που τολμούν και άφοβα μηδενίζουν τη διπλή υπόσταση του ποιητή μας — ποιητής και άνθρωπος —, ενώ ακόμα δεν έχουν κατανοήσει παρά μόνο τη ζωή του, κι αυτήν ίσως — ποιος τ’ αποκλείει; — όχι ολοκληρωμένα.
Έχει πολύ δίκιο ένας σύγχρονος Γάλλος σοφός που υποστηρίζει πως τόσο στην πεζογραφία και το θέατρο, όσο περισσότερο, στην ποιητική τέχνη είναι κανόνας το περιβάλλον να επιδρά στον καλλιτέχνη, είναι καλό, πρώτα να τον κρίνουμε από το έργο που μας αφήνει κι ύστερα να ενδιαφερθούμε για τον κύκλο της ζωής του. Πριν από λίγες μέρες ο Β. Βαρίκας έγραφε στο «ΒΗΜΑ» τα εξής: «Ο άνθρωπος και το έργο είναι δυο πράγματα εντελώς διάφορα. Κι η γνώμη μας για το ένα δεν θα πρέπει σε καμμιά περίπτωση να θολώνει την κρίση μας για το άλλο. Η συνέπεια ιδεών και ανθρώπου, που τις εκφράζεται, απαραίτητη ίσως στον θρησκευτικό ή τον πολιτικό ηγέτη, δεν έχει έννοια προκειμένου για τον ποιητή ή τον λογοτέχνη. Ή, όπου εμφανίζεται, αποτελεί κάτι το συμπτωματικό. Κάτι περισσότερο μάλιστα. Όταν κανένας γεύεται τον ώριμο καρπό του δέντρου, θα ήταν κωμικό να προσφεύγει στην ανάλυση εδάφους, που το διέθρεψε. Το ίδιο άχρηστη και περιττή είναι και η γνώμη της ιδιωτικής ζωής του συγγραφέα, προκειμένου να χαρούμε και να εκτιμήσουμε την προσφορά του».
Για τους συμβατικώτερους όμως, δεν μπορεί, νομίζω, να συμβαίνει το ίδιο. Πολλές φορές η προσωπική περιπέτεια αναβιβάζεται στην περιωπή της ανθρώπινης περιπέτειας, της καθολικής υψιπέτειας, είτε γιατί αποτελεί πηγή διδάγματος δύσκολα καταφρονητού, είτε επειδή γεννάει προβλήματα που υπερβαίνουν τον μικρόστενο ατομικό χώρο και φτάνουν στη σφαίρα του πανανθρώπινου. Προσωπική μας γνώμη είναι, πως αυτός ό προβληματισμός, στον οποίο πολλές φορές δίνεται μια βεβιασμένη και σκοτεινή λύση, ναι μεν δεν είναι τόσο άρτιος και συγκρατημένος, ενέχει όμως, μαζί με την αλγεινή διάθεση, συμπύκνωμα γνώσης και πείρας, μαζί με το φόβο τη διαπίστωση. Άρα, όσο ζοφερότατη κι αν είναι η περίσταση, η αποστροφή που δείχτηκε και εξακολουθεί παράδοξα να δείχνεται απόνα μεγάλο πλήθος «μικρών και μεγάλων» είναι οπωσδήποτε α λ ό γ ι σ τ η και α β ά σ ι μ η.
Το πάθος κι ο υποτονισμός, η ρέμβη κι η μελαγχολία ο καυσίγελως κι η αποσιωπημένη θέληση, είναι και καλλιέργεια εκτός από κατάσταση. Κι’ η φιλολογική καλλιέργεια και συνέπεια του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, είναι, νομίζω, αρκετή και ικανή, για να τον κρατήσει τόσο ψηλά, κι ακόμα πιο ψηλά, απ’ όσο μέχρι σήμερα τον ανέβασε.
Το πάθος κι ο υποτονισμός, η ρέμβη κι η μελαγχολία ο καυσίγελως κι η αποσιωπημένη θέληση, είναι και καλλιέργεια εκτός από κατάσταση. Κι’ η φιλολογική καλλιέργεια και συνέπεια του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, είναι, νομίζω, αρκετή και ικανή, για να τον κρατήσει τόσο ψηλά, κι ακόμα πιο ψηλά, απ’ όσο μέχρι σήμερα τον ανέβασε.
A΄
ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ στο έργο του Καρυωτάκη και την αποστολή του, ανάγκη να ξαναθυμηθούμε τη ζωή του.
Η ζωή ενός ποιητή έχει κάτι το προσωπικό, το ιδιόμορφο και το δικό της. Το πέρασμα των στιγμών κρύβει μια υποβλητική μαγεία, μια πνοή ζωής, ένα παρακίνημα στην ονειροπόληση, ένα βήμα στην τελετουργική πράξη. Το εξωτερικό αισθηματικό ερέθισμα, η θεά Μούσα, άλλοτε ασπροντυμένη και ανοιξιάτικη κι αισιόδοξη, άλλοτε πνιγμένη στο μαύρο, που κι’ αυτό, λες κι έχει υπόσταση, απαιτεί να θεωρηθεί σαν μια ανέκλητη προσταγή, που ταιριάζει στο κλίμα του ιδεατή.
Όλες εκείνες οι λεπτές περισυλλογές, ποτισμένες με το αόριστο και το βαθύ, άλλοτε χάνονται ή μεταμορφώνονται κ’ άλλοτε με μια ριζική αναγέννηση του νου και της ψυχής, τείνουν, πάνω στις ίδιες βάσεις ανανεωμένες, να προσαρμοσθούν στους τύπους μιας ωριμότερης τεχνικής επιμέλειας και αρμοδιότητας. Κι’ ή αρμοδιότητα αυτή είναι το μέσο που θα φανερώσει τις πτυχές, την αξία, την προσωπικότητα, το ύφος.
Ο Καρυωτάκης ανήκει στη χορεία εκείνων των θολωμένων ποιητών, που θύματα της πικρόχολης αναγκαιότητας, ποτέ δεν ξέφυγαν και δεν δυνήθηκαν να ξεκολλήσουν από την αρχική τους ιδεολογική και ποιητική θέση.
Το μαύρο εκείνο σύγνεφο που απ’ τα παιδιά μας χρόνια βαραίνει τη φαντασία και την ψυχή, εξακολουθεί αδήριτο κι ανεξάχνωτο να αμαυρώνει το ποιητικό κλίμα ενός δημιουργού μέχρι τις ύστερες στιγμές του. Γιατί οι πρώτες αγκαθερές ρίζες προχωρούν τόσο βαθιά μέσα μας πού, όσο κι αν προσπαθούμε να τις εξαλείψουμε, αντί να πάμε στο Καλύτερο έχουμε επιδεινώσει την κατάσταση, με αποτέλεσμα να καταφύγουμε αναγκαία σε μιαν άλλη ανύπαρκτη ελπίδα και καθαρή ουτοπία. Ο πεσσιμισμός που συνήθως ακολουθεί ακάθεκτος, είναι το προηγούμενο στάδιο πριν από τον ολοκληρωτικό, απρόσκοφτο εκτροχιασμό. Γίνεται μια καλοδεχούμενη θεότητα κι’ απλησίαστη να πολεμηθεί, όπως παλιά συνέβαινε με τη φωτιά.
Κι η αναγκαία τύχη τούτο επιβάλλει: να μην της φέρουμε καμμιά αντίσταση. Να τη δεχτούμε σαν κάτι το φυσικό και το ανεύθυνο πούρχεται από άλλον καθοδηγό και διακανονιστή. Οι πολλοί υποχωρούν συμβατικά κι ησυχάζουν. Οι λίγοι και διαλεκτοί, που τους καίει η φωτιά του αυθαίρετου, αγωνιστές και ήρωες, εραστές του απόλυτου και πολέμιοι στο αίτημα της αλλαγής. Αναστέλλουν με καρτερία κι αν ακόμη είναι ταμένοι στο βωμό ενός ολοκαυτώματος. Κι άλλοι υποκύπτουν, άλλοι ανακύπτουν προσωρινά ή τελικά. Θα χρειάζονταν νομίζω διαφορετική περίσταση, για να τονιστεί αυτός ο τραγικός αγώνας, και πλατύτερος χρόνος. Γιατί ο πόλεμος αυτός, με τις συνθήκες και τα πρόσωπα, είναι ατελείωτα ακατάληπτος και θα χρειάζονταν απαρχής ένας άλλος, διαφορετικός πολύμορφος, σκεπτικός και εμπειρικός αγώνας, για να φτάσουμε έστω και ψευδαίσθητα στην εκπλήρωση του μεγάλου πόθου.
Η ζωή ενός ποιητή έχει κάτι το προσωπικό, το ιδιόμορφο και το δικό της. Το πέρασμα των στιγμών κρύβει μια υποβλητική μαγεία, μια πνοή ζωής, ένα παρακίνημα στην ονειροπόληση, ένα βήμα στην τελετουργική πράξη. Το εξωτερικό αισθηματικό ερέθισμα, η θεά Μούσα, άλλοτε ασπροντυμένη και ανοιξιάτικη κι αισιόδοξη, άλλοτε πνιγμένη στο μαύρο, που κι’ αυτό, λες κι έχει υπόσταση, απαιτεί να θεωρηθεί σαν μια ανέκλητη προσταγή, που ταιριάζει στο κλίμα του ιδεατή.
Όλες εκείνες οι λεπτές περισυλλογές, ποτισμένες με το αόριστο και το βαθύ, άλλοτε χάνονται ή μεταμορφώνονται κ’ άλλοτε με μια ριζική αναγέννηση του νου και της ψυχής, τείνουν, πάνω στις ίδιες βάσεις ανανεωμένες, να προσαρμοσθούν στους τύπους μιας ωριμότερης τεχνικής επιμέλειας και αρμοδιότητας. Κι’ ή αρμοδιότητα αυτή είναι το μέσο που θα φανερώσει τις πτυχές, την αξία, την προσωπικότητα, το ύφος.
Ο Καρυωτάκης ανήκει στη χορεία εκείνων των θολωμένων ποιητών, που θύματα της πικρόχολης αναγκαιότητας, ποτέ δεν ξέφυγαν και δεν δυνήθηκαν να ξεκολλήσουν από την αρχική τους ιδεολογική και ποιητική θέση.
Το μαύρο εκείνο σύγνεφο που απ’ τα παιδιά μας χρόνια βαραίνει τη φαντασία και την ψυχή, εξακολουθεί αδήριτο κι ανεξάχνωτο να αμαυρώνει το ποιητικό κλίμα ενός δημιουργού μέχρι τις ύστερες στιγμές του. Γιατί οι πρώτες αγκαθερές ρίζες προχωρούν τόσο βαθιά μέσα μας πού, όσο κι αν προσπαθούμε να τις εξαλείψουμε, αντί να πάμε στο Καλύτερο έχουμε επιδεινώσει την κατάσταση, με αποτέλεσμα να καταφύγουμε αναγκαία σε μιαν άλλη ανύπαρκτη ελπίδα και καθαρή ουτοπία. Ο πεσσιμισμός που συνήθως ακολουθεί ακάθεκτος, είναι το προηγούμενο στάδιο πριν από τον ολοκληρωτικό, απρόσκοφτο εκτροχιασμό. Γίνεται μια καλοδεχούμενη θεότητα κι’ απλησίαστη να πολεμηθεί, όπως παλιά συνέβαινε με τη φωτιά.
Κι η αναγκαία τύχη τούτο επιβάλλει: να μην της φέρουμε καμμιά αντίσταση. Να τη δεχτούμε σαν κάτι το φυσικό και το ανεύθυνο πούρχεται από άλλον καθοδηγό και διακανονιστή. Οι πολλοί υποχωρούν συμβατικά κι ησυχάζουν. Οι λίγοι και διαλεκτοί, που τους καίει η φωτιά του αυθαίρετου, αγωνιστές και ήρωες, εραστές του απόλυτου και πολέμιοι στο αίτημα της αλλαγής. Αναστέλλουν με καρτερία κι αν ακόμη είναι ταμένοι στο βωμό ενός ολοκαυτώματος. Κι άλλοι υποκύπτουν, άλλοι ανακύπτουν προσωρινά ή τελικά. Θα χρειάζονταν νομίζω διαφορετική περίσταση, για να τονιστεί αυτός ο τραγικός αγώνας, και πλατύτερος χρόνος. Γιατί ο πόλεμος αυτός, με τις συνθήκες και τα πρόσωπα, είναι ατελείωτα ακατάληπτος και θα χρειάζονταν απαρχής ένας άλλος, διαφορετικός πολύμορφος, σκεπτικός και εμπειρικός αγώνας, για να φτάσουμε έστω και ψευδαίσθητα στην εκπλήρωση του μεγάλου πόθου.
Η συνάρτηση του καιρού προς τη σπουδή του ανθρώπου ή του έργου του, σε παρασύρει σαν χείμαρρος μανιασμένος να μεροληπτήσεις, άρα και να χαθείς και να αχρηστευθεί η προσπάθεια κι ο κόπος όπου υποβλήθηκες. Οι ποιητές των καιρών θα βρουν καθένας μόνος του μέσα στην εσωτερική συμφωνία και μία νέα ανάγκη αναζήτησης (μέσ’ τη γαλήνη ή τη θύελλα) . Κοινό τους γνώρισμα είναι ο οίστρος που πυργώνει τη θέση στο αχανές. Το γνώριμο και το ξένο εξαρτά τη μορφή που θα λάβει από την κράση καθενός απ’ τους αγωνιζομένους. Σε δεύτερο πλάνο, οι απαιτήσεις των ανθρώπων, παραμορφωμένες φαίνονται και ανισοζύγιστες με την πολιτιστική ανέλιξη ή κοινωνική εξαθλίωση. Στο δεύτερο τούτο μονοπάτι έταξε σαν ποιητή τον Καρυωτάκη το αίτημα του καιρού του και η αδημονία στην επιφάνεια και η ενυπάρχουσα τάση γίγνεσθαι, να καθιερωθεί στην συνείδηση όσων τον άκουσαν, σαν ποιητής περισσότερο και σαν άνθρωπος λιγότερο. Εμείς ίσα και στα δύο θα τον εξετάσουμε. Κι’ απ’ αυτή τη σύνθετη σκοπιά θα τον κρίνουμε.
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη. Η χρονολογία της γέννησής του μαθαίνουμε πως είναι: 30 Οχτώβρη 1896. Ο πατέρας του, μ’ επάγγελμα πολιτικού μηχανικού, ήταν διαρκώς σε κίνηση περιοδεύοντας στις περισσότερες Ελληνικές πόλεις, όπου αναγκαστικά τον ακολουθούσε ο μικρός Κώστας: Κεφαλληνιά, Λευκάδα, Πάτρα, Καλαμάτα, Αθήνα, Τρίπολη, Χανιά, ήταν οι κύριοι σταθμοί του. Μάλιστα τα Χανιά ήταν ο τόπος όπου περισσότερο από κάθε άλλον παρέμεινε, ζώντας εκεί το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας. Τελειώνοντας τις σπουδές του στο Γυμνάσιο, έρχεται στην Αθήνα στις αρχές του Σεπτέμβρη 1913 και γράφεται στη Νομική Σχολή, με μελλοντική πρόθεση ν’ ακολουθήσει το διπλωματικό στάδιο. Στην Ιόνιο Σχολή μένει ένα χρόνο, γεμάτο κατάθλιψη και μοναξιά και περιορισμούς στη μελέτη. Λίγο αργότερα, μη αντέχοντας την αποξενωτική ατμόσφαιρα της Σχολής, αποφασίζει και νοικιάζει δωμάτιο στη Νεάπολη. Έτσι έχει όλες τις ευχέρειες και ελευθερίες να επιδοθεί σ’ εκδηλώσεις φάρσας, αμείλικτου σαρκασμού και τρελλών επινοημάτων.
Στα 1917 παίρνει το πτυχίο από τη Νομική και αναχωρεί για τη Μακεδονική, πρωτεύουσα, όπου είχαν προ πολλού εγκατασταθεί οι γονείς του.
Για να πετύχει αναστολή στράτευσης έρχεται ξανά στην Αθήνα και γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Στα 1919 περίπου κατόρθωσε να πάρει την άδεια για να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, χωρίς όμως αύτη τη φορά να αποφύγει και πάλι τη στράτευση. Έτσι, ως το τέλος του 1920 ζει ως στρατιώτης ενώ στις 31 Οχτώβρη 1920 διορίζεται υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Με συνεχείς μεταθέσεις έρχεται στη συνέχεια στις αντίστοιχες Νομαρχίες της Σύρας, της Άρτας και της Αθήνας, οπού θα υπηρετήσει υπό την ηγεσία του Νομάρχη και ποιητή Ν. Πετιμεζά — Λαύρα και με συναδέλφους τον Πάνο Ταγκόπουλο και τη Μαρία Πολυδούρη.
Το έτος 1923 μετατίθεται στο Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας και καταφέρνει έτσι ν’ αποφύγει τις ταλαιπωρίες στην Επαρχία. Παράλληλα οι περιοδικές του άδειες, του δίνουν την ευκαιρία να ταξιδέψει στο εξωτερικό: στα 1924 στη Γερμανία και την Ιταλία, δύο χρόνια, αργότερα στη Ρουμανία και τέλος στα 1928 στο Παρίσι. Το τελευταίο ταξίδι του είχε δυσάρεστο απροσδόκητο, τη μετάθεσή του στην Πάτρα, και πριν καλά - καλά επιστρέφει βρίσκεται ήδη εξορισμένος στην Πρέβεζα τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου δηλ. στα 1928. Ένα μήνα αργότερα, στις 21 Ιουλίου κάνει την οριστική του αποδημία με τη θορυβημένη αυτοκτονία του.
Για να πετύχει αναστολή στράτευσης έρχεται ξανά στην Αθήνα και γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Στα 1919 περίπου κατόρθωσε να πάρει την άδεια για να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, χωρίς όμως αύτη τη φορά να αποφύγει και πάλι τη στράτευση. Έτσι, ως το τέλος του 1920 ζει ως στρατιώτης ενώ στις 31 Οχτώβρη 1920 διορίζεται υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Με συνεχείς μεταθέσεις έρχεται στη συνέχεια στις αντίστοιχες Νομαρχίες της Σύρας, της Άρτας και της Αθήνας, οπού θα υπηρετήσει υπό την ηγεσία του Νομάρχη και ποιητή Ν. Πετιμεζά — Λαύρα και με συναδέλφους τον Πάνο Ταγκόπουλο και τη Μαρία Πολυδούρη.
Το έτος 1923 μετατίθεται στο Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας και καταφέρνει έτσι ν’ αποφύγει τις ταλαιπωρίες στην Επαρχία. Παράλληλα οι περιοδικές του άδειες, του δίνουν την ευκαιρία να ταξιδέψει στο εξωτερικό: στα 1924 στη Γερμανία και την Ιταλία, δύο χρόνια, αργότερα στη Ρουμανία και τέλος στα 1928 στο Παρίσι. Το τελευταίο ταξίδι του είχε δυσάρεστο απροσδόκητο, τη μετάθεσή του στην Πάτρα, και πριν καλά - καλά επιστρέφει βρίσκεται ήδη εξορισμένος στην Πρέβεζα τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου δηλ. στα 1928. Ένα μήνα αργότερα, στις 21 Ιουλίου κάνει την οριστική του αποδημία με τη θορυβημένη αυτοκτονία του.
Από τους βιογράφους του μαθαίνουμε, πως ο Καρυωτάκης από μικρός ήταν ένα παιδί δειλό κι’ ασθενικό, συνεσταλμένο και φοβισμένο — εύκολη λεία των ομηλίκων του. Ένα παιδί σιωπηλό μ’ ονειροπόλα μάτια που τ’ άρεσε να μένει μόνος, να οπτασιάζεται και ν’ αφαιρείται. Προ πάντων αυτό. Παράλληλα με τη μελέτη και τα όνειρα για μια μελλούμενη αυτοδημιουργία, η ζωγραφική ήταν το μέσο που τον οιστρηλατούσε και παρηγορούσε μέσα στη μοναξιά του. Κι’ ενώ αυτός εμπνέεται, όσο προχωράει, νοιώθει αυτό το κοινωνικό κενό γύρω του να τον κυκλώνει πιο παγερά με την πλήξη και την εγκατάλειψη. Και δεν έφτανε αυτό. Στα Χανιά, στα δεκαεφτά του μόλις χρόνια, γνωρίζει την πρώτη αισθηματική αποκαρδίωση, που εβάρυνε και τυραννούσε περισσότερο την ελαττωματική και μειονεκτική του φύση, όταν τα καλοκαίρια ερχόταν απ’ την Πρωτεύουσα στην Κρήτη για διακοπές. Κι αυτό το πρώιμο τραύμα τον έκανε πιο έγκλειστο κι απόκοσμο, «ένα παράξενο παιδάκι γερασμένο» όπως συνήθιζε ο ίδιος ν’ αποκαλείται. Η κατάσταση τότε χειροτέρεψε, όταν, φοιτητής όντας, μαθαίνει το γάμο της κόρης των ονείρων του και δεν θέλει να το πιστέψει. Ήτανε τόση η ευθιξία του και τόσο αχαλίνωτη η Φαντασία του, ώστε σχημάτισε μόνος του τη δραματική εντύπωση για ένα ανύπαρκτο δράμα, όπου ο ίδιος δικιολογούσε, πως ο γάμος ήταν απόρροια σκληρής βίας και όχι αυτοπροαίρετη πράξη. Βέβαια, η επαναφορά σε μια τόσο σκληρή πραγματικότητα είχε σαν οδυνηρή συνέπεια την όξυνση του ολοφυρμού του, που χειροτέρεψε τον ακραιφνή παροξυσμό σε μια τόσο πονεμένη, άρρωστη ψυχή και οδήγησε σε πεισιθάνατη ροπή, πιο δυνατή από την Καβαφική νιχιλιστική έφεση, πιο δυνατή κι’ ισχυρή απ’ την αντίστοιχη του Κοτζιούλα, πιο τελειοποιημένη και γινόμενη από του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Μα αυτό ήταν το πρώτο ακόμα στάδιο.
Ένα δεύτερο στάδιο είναι η συνάντηση δυο απελπισμένων στην Νομαρχία της Αθήνας. Είναι αλήθεια πως — αν και πολλοί μένουν μονάχα στα όρια μιας απλής φιλίας — ο έρωτας της Πολυδούρη αποτέλεσε για τον Καρυωτάκη την απαρχή μιας νέας δραματικής εποχής. Εκείνη μια απεγνωσμένη μ’ ευαίσθητη ποιητική προδιάθεση. Εκείνος ένας άρρωστος κι’ ανήσυχος πού ενέκλεισε απεγνωσμένα μέσα στις κοχλιώσεις της ψυχής του τό μεγάλο αίσθημα, που τόσο επέδρασε στην κοινή γνώμη, κ’ εξύψωσε ταυτόχρονα τον ποιητή και το έργο του.
Οι σχέσεις, από την ελαφρή φιλολογία πήραν διαστάσεις απρόσμενες. Μια εφημερίδα κείνης της εποχής κάνει μιθυστόρημα το δεσμό του και το δημοσιεύει με τίτλο:
«ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΔΥΟ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΩΝ»
Αργότερα, όταν ο Καρυωτάκης μετατέθηκε, ή, όπως είπαν εξορίστηκε στην απόμερη Πρέβεζα, ο ψυχικός του κόσμος δεν μπορεί πια να χωρέσει την ομορφιά της φύσης και τα κάλλη που τον περιζώνουν. Η αλληλογραφία με την Μαρία Πολυδούρη όχι μονάχα δεν απετέλεσε πηγήν ελπίδας, αλλά αντίθετα συνεδαύλιζε πιο πολύ την πένθιμη δίψα του, εξουθένωνε τις δυνάμεις του. Γινόταν η στυγνή τυράγνια, ένα όνειρο ανεκπλήρωτο και σκοτεινό και καταδικασμένο. Κι’ η εξοχική πόλη της Πρέβεζας, ο τόπος της ξεγνιασιάς για τον κουρασμένο, έγινε γι’ αυτόν ο τόπος της απελπισίας. Η έπαρχιακότητα ήταν μηχάνημα που αδιάκοπα τον βελόνιαζε. Και τ’ αποτέλεσμα δεν άργησε να φτάσει:
Κάτω από ένα ευκάλυπτο, ο ποιητής των Νηπενθών κάνει το τραγικό του εγχείρημα κι αποδημεί, λυτρωμένος, από τ’ ανίκητο άγχος, μ’ αιμόφυρτο το σαρκίο του, κάτω απ’ τον λαμπρό πρωινό καλοκαιριάτικο ήλιο. Διηγείται με πόνον ο προσωπικός του φίλος και βιογράφος Χαρίλαος Σακελλαριάδης: «Αποφασισμένος αμετάκλητα να πετάξει από πάνω του το φορτίο που τον βάραινε καταθλιπτικά, έφυγε το βράδυ στις 20 Ιουλίου έξω από τον κόλπο της Πρέβεζας προς την παραλία του Ιονίου, άφησε τα ρούχα του στην αμμουδιά κι ανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα ολόκληρες ώρες, μας λέει το σημείωμα πού άφησε, πάλευε να πνιγεί· άδικα όμως, γιατί κάθε φορά που το κουρασμένο του σώμα βυθίζονταν στο κύμα, η κλωστή, που τον κρατούσε ακόμα στη ζωή τον ξανάφερνε στην επιφάνεια. Αποφασισμένος οπωσδήποτε να τελειώσει και μη μπορώντας να βρει το θάνατο στο κύμα, βγήκε το πρωινό της άλλης μέρας μακρυά από το μέρος πούχε πέσει, κι αφού ζήτησε τα ρούχα του, που κάποια παιδιά, παίζοντας στην αμμουδιά, είχαν βρει, τράβηξε για την πόλη. Γυρίζει στο σπίτι του, πίνει ένα γάλα και φεύγει· αγοράζει ένα περίστροφο, ξεμακραίνει από την πολιτεία προς τ’ αντίθετο μέρος κάθεται σ’ ένα καφενεδάκι ώρες ολόκληρες, καπνίζει απανωτά τσιγάρα, γράφει το στερνό του σημείωμα· πηγαίνοντας κατόπι μακρύτερα, ξαπλώνει κάτου από έναν ευκάλυπτο και φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του».
Μετά απ’ αυτά, αξίζει νομίζω να μεταφέρουμε εδώ το σημείωμα —το τελευταίο πού άφησε πριν πάρει τη στερνή του θαρραλέα απόφαση: «Είναι αυτό: να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αιστανθώ. Κάθε πραγματικότης μού είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο σαν ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους χωρίς ουσία».
Τι ιπποτική φιλοφροσύνη! Τι τραγικός ανθρωπισμός! Τι διαυγής καταδίκη!
Και συνεχίζει το σημείωμα: «Τους βλέπω να έρχωνται ολοένα περισσότεροι μαζί με τούς αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές, είμαι έτοιμος τώρα για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τούς δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά… Και για να αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη τη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το σώμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια…».
Λίγο αργότερα, με την αγγελία του θανάτου του, η Μαρία ΙΙολυδούρη θα γράψει μέσα απ’ τη «Σωτηρία», όπου κλείστηκε για να γιατρέψει την ανίατη αρρώστεια της, με κραυγαλέα καλεστικά λόγια:
Μετά απ’ αυτά, αξίζει νομίζω να μεταφέρουμε εδώ το σημείωμα —το τελευταίο πού άφησε πριν πάρει τη στερνή του θαρραλέα απόφαση: «Είναι αυτό: να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αιστανθώ. Κάθε πραγματικότης μού είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο σαν ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους χωρίς ουσία».
Τι ιπποτική φιλοφροσύνη! Τι τραγικός ανθρωπισμός! Τι διαυγής καταδίκη!
Και συνεχίζει το σημείωμα: «Τους βλέπω να έρχωνται ολοένα περισσότεροι μαζί με τούς αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές, είμαι έτοιμος τώρα για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τούς δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά… Και για να αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη τη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το σώμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια…».
Λίγο αργότερα, με την αγγελία του θανάτου του, η Μαρία ΙΙολυδούρη θα γράψει μέσα απ’ τη «Σωτηρία», όπου κλείστηκε για να γιατρέψει την ανίατη αρρώστεια της, με κραυγαλέα καλεστικά λόγια:
Ο ποιητής της «Πρέβεζας» δεν υπήρχε πια. Ή καλύτερα, ο άνθρωπος. Γιατί ζει και θα ζει ακόμα, άπειρα, στη μνήμη και τη συνείδηση των ανθρώπων ο ποιητής. Των ανθρώπων θέλω να πω που τον πρόσεξαν πρώτα, και τον πίστεψαν δεύτερα. Πολύς ο θόρυβος που ακολούθησε γύρω απ’ την αυτοχτονία του. Γνώμες ειπώθηκαν πολλές. Άλλες μ’ αυστηρότητα κι άλλες με συγκατάβαση. Άλλες μόνιμες κι άλλες αμφισβητητές, έγκυρες κι άκυρες. Ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει στα «Πρόσωπα και τα κείμενα» πως «οι αυτοκτόνοι δεν είναι σπάνιοι σ’ αυτή τη φυλή των ανθρώπων, που πλάθει με τη δύναμή της και με τη θλίψη της το αμάραντο λουλούδι της έκφρασης. Μα η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, συμπληρώνει, ήταν για μένα ένα περιστατικό βαρυσήμαντο, σα να μου έδειχνε, πώς ένας ποιητής της γενιάς μου, μπορεί ο καλύτερος, έφτυνε την αηδία του καταπρόσωπο του περίγυρου, γιατί δεν του στάθηκε άλλο βολετό ν’ ανθέξει στην εναντίωση και το περιγέλασμα της καθημερινής χαμοζωής». Όπως είδαμε, τα ίδια γράφει κι ο ποιητής στο σημείωμά του. Κι αλήθεια, με την αυτοχτονία ο Καρυωτάκης ξέφυγε τις πλεχτάνες μιας μεγάλης παγίδας, που σ’ όλα, τα λίγα χρόνια της ζωής του τού παρέστεκε ύπουλα, έτοιμη να δαμάσει τον ανίσχυρο ρεαλισμό του. Κι η παγίδα αυτή, ήταν: το πνεύμα του Κινδύνου και της αγωνίας, που τον σκέπαζε.
«Είμαι τρελλή να σ’ αγαπώ
αφού έχεις πια πεθάνει»
αφού έχεις πια πεθάνει»
(Ηχώ στο Χάος).
Β΄
ΜΕΡΙΚΟΙ από τους ποιητές μας, μα και πολλοί ξένοι, συνήθισαν — ή καλύτερα έδειξαν έφεση σε τούτο: Να μιλήσουν από νωρίς. Ο κόσμος στο πρώτο του αντίκρυσμα έχει για την ευαίσθητη ποιητική φύση προδιαγράψει τα χαρακτηριστικά του. Οι πρώτες όμως ιδέες δε μένουν άθικτες κι απέλαστες. Ζυμώνονται, πλάθονται, ζωηρεύονται. Πλατύνονται τα όρια της φαντασίας. Σιγά - σιγά, σε στενή συνάφεια με τα ατομικά και καθολικά γεγονότα, αρχίζει ένας κόσμος να προβάλλεται στη συνείδηση. Ο κόσμος με τη μυθική ύλη που θα συντροφεύσει το δημιουργό του στα πρώτα πατήματα στο χώρο της προσπάθειας για μια έγκυρη και θαυμαστή υλοποίηση. Αρχικά, τα ποιητικά προϊόντα σπάνια μπορούν να διαφύγουν το περιπότισμα από τ’ ασυνάρτητο, το ατελές ή το ασταθές. Θεωρητικά, πρόκειται γι’ απλά δονίσματα που καθόλου δεν πρέπει να καταπατηθούν, αφού σπάνια ο ρυθμός τους στα κατοπινά χρόνια μπορεί ν’ αλλάξει εντελώς χρόνο και λυρική ουσία. Τα παραπροϊόντα συνθέτουν μια δεύτερης αξίας εικόνα, που τα ορατά χαρακτηριστικά της — με το μάτι του νου — απέχουν πολύ από τα οριστικά τελειότυπα. Στην περίπτωση γενικά της νεανικής επίδοσης οι γνώμες των μελετητών διχάζονται. Άλλοι θα μας πουν πως δεν πρέπει καθόλου να φροντίζουμε ν’ αναζητήσουμε το πνεύμα των ποιητών στις σκόρπιες παλιές πηγές, όταν εύκολα μπορούμε από τα παρόντα ολοκληρωμένα στοιχεία ν’ αποκρυσταλλώσουμε γνώμην γι’ αυτούς. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως η ενσωματωμένη — γιατί τέτοια είναι η πρώτη που αναφέραμε — ποιητική έρευνα αποκλείει τον παράγοντα: ακρίβεια ή λεπτομέρεια. Χωρίς να μονομεριάσουμε το ζυγό, λέμε ξεκάθαρα και ρητά, πως στη δεύτερη μονάχα γνώμη θα σιγουρεύαμε την καλή έκβαση της έρευνας, στο συγκεκριμένο τούτο θέμα της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη. Σ’ αυτόν, το ξετύλιγμα της λυρικής ενέργειας αρχίζει από τα δεκάξη μόλις χρόνια, ενώ, κατά όλως παράξενο τρόπο, ο Καρυωτάκης ως τα δεκαπέντε του χρόνια δεν είχε δείξει το ελάχιστο ενδιαφέρον για τον ποιητικό μας λόγο. Η πληροφορία ταύτη είναι αναμφισβήτητη, αφού προέρχεται από το βιογράφο του, που μας παρουσιάζει ξεσκονισμένη και εγγυημένη κάθε λεπτομέρεια της ζωής του. Ωστόσο το πρόβλημα έχει και την ερμηνία του: η επαγγελματική ιδιότητα και τάση του πατέρα του ήταν τέτοια, που σχεδόν αποκλείεται η υπόνοια να του δόθηκε η ευκαιρία παραμικρής διατριβής πάνω στην ποίηση. Μόνον όταν άρχισε να ωριμάζει η προσωπική ανεξαρτησία, δημιουργήθηκαν κι οι προϋποθέσεις να εκδηλωθεί η οπωσδήποτε ενυπάρχουσα σχετική τροπή. Προσθέτουμε πώς εξ άλλου δεν ήταν καθόλου αναγκαίο να γίνει αυτό που λεν «ποιητική προκατήχηση» σ’ έναν αυτοσχεδιαστή και ηγετικό στοχαστή σαν κι αυτόν. Υπεισήλθε μονάχα ο παράγων—ώθηση. Κατά τ’ άλλα, ο ψυχικός ερμηνευτής έμεινε από την πρώτη στιγμή ο ίδιος, με ζωηρότερη παραλλαγή και πρωτοτυπία πολύ αργά φανερωμένη.
Το πρώτο ποίημα του Καρυωτάκη γράφεται στα 1912 μ’ αφορμή το ναυάγιο του «Τιτανικού». Το τραγικό τούτο περιστατικό είχε ριζική απήχηση στην ψυχή του νέου ακόμα παιδιού κι απετέλεσε το σκληρό όνειρο ως τα τελευταία του, με αθόλωτες τις δαχτυλιές. Από δω και μπρος δεν παύει να στέλνει στίχους κατά καιρούς σε περιοδικά, την «Ελλάδα», τον «Παιδικό Αστέρα», για ν’ αρκεστούμε στα αντιπροσωπευτικώτερα της εποχής του. Κι ακριβώς στα 1919 τυπώνεται η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων». Ο βιογράφος του μάς πληροφορεί πως: «βγήκε σ’ εκατό μόνο αντίτυπα κ’ είκοσι σ’ έκδοση πολυτελή. Άδικα όμως περίμεναν στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων· δεν πουλήθηκε σχεδόν κανένα». Θόρυβο προκάλεσε η διένεξη Καρυωτάκη—Νουμά. Ο συγγραφέας έστειλε τρία αντίτυπα στον Νουμά, με την ελπίδα να αγγελθή η έκδοση μέσω του περιοδικού. Μάταια όμως περίμενε, γιατί ο Νουμάς αγνόησε το βιβλίο. Ο Καρυωτάκης καταφεύγει… στη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με υποσχέσεις του Νουμά έπρεπε κάθε βιβλίο που λάβαιναν να κάνουν κοινοποίηση. Τ’ αποτέλεσμα ήταν η συμφιλίωση που απόφερε μια εξώδικη πρόσκληση. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου δημοσιεύει στην «Εστία» την εξής αγγελία: «Λόγοι εσπευσμένης αναχωρήσεως ενοικιάζεται εντός τριών ήμερων πολυτελής οικία αντί 100 μόνον δραχμών και πωλούνται έπιπλα… Style Louis XIV και πιάνο εις το 1/100 της σημερινής των αξίας. Πληροφορίαι παρά τω κυρίω… Ώραι επισκέψεως 2—4 μ.μ. Η φράση ετούτη, που την εντάσσουμε στα… γραφόμενά του, όσο κι αν φαίνεται από την πρώτη της όψη χαριτολογική και απαλλαγμένη σοβαρότητας και λογικής, έγινε εν τούτοις αίτια να συρρεύσουν στο σπίτι του οι συνηθισμένοι «απόστολοι εκ περάτων» που κυνηγούνε την ευκαιρία, κι’ η φασαρία να λάβει ακανόνιστες διαστάσεις. Η δικαιολογία του όμως μάς τη διέσωσε ο βιογράφος του είναι: «θέλοντας να γελάσει σε βάρος ενός γνωστού του ανύπαρκτου συμπληρώνουμε εμείς. Στα 1921 βγαίνουν τα «Νηπενθή» που βραβεύτηκαν στον Β΄ Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό με βραβείο δεύτερο. Γράφει σχετικά ο Τέλλος Άγρας: «Στα 1919 από τις εφημερίδες μάθαμε οι άλλοι πως η ποιητική συλλογή η δεύτερη, τα Νηπενθή, του Κώστα Καρυωτάκη βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό—σ’ εκείνον άλλως τε πάλι, που ου συνομίληκοί του «très respecteux de leurs vers…», όπως θάλεγε ο Βερλαίν, αλλά και συγχρόνως μεστοί από την έπαρση των μελετών τους και της ηλικίας τους, τον αγνοούσαν, δηλαδή τον περιφρονούσαν». Γύρω στα 1923, ο «Κακοήθης φαρσέρ» όπως τον έλεγε ο Νιρβάνας σοφίζεται την δεύτερη αγγελία, που δημοσιεύτηκε και πάλι από την «Εστία»: «Νέος στην ηλικίαν, διοικητικός υπάλληλος, τοποθετηθείς εις Σύρον, ζητεί επίσης νεαράν σύντροφον του βίου του, όπως ποικίλλη την εν τη επαρχία μονότονον ζωήν του. Απευθυνθήτε: Κον Κωστάκην, Φαβιέρου 54». Αφήνεται να εννοηθεί πόσα δυστυχισμένα πλάσματα έτρεξαν να πληροφορηθούν περί του κ. Κωστάκη που, όπως είπεν, «Κατέστη σπανίζων». Τον ίδιον καιρό υποβοηθούμενος από φανατικούς του φίλους βγάζει το λιγόζωο περιοδικό «Η γ ά μ π α» που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και απειλητικών εκδηλώσεων της αυστηρής μερίδας. Στα 1925 περίπου γράφει την τιτλοφορούμενη επιθεώρηση «Πέλ—Μέλ» που δυστυχώς δε βρέθηκαν θιασάρχες πρόθυμοι να την ανεβάσουν σε σκηνή. Το τελευταίο του έργο η περίφημη συλλογή «Ε λ ε γ ε ί α κ α ι Σ ά τ ι ρ ε ς» τυπώνεται στα 1927. Η συλλογή αυτή αποτελεί την τελειότερη και ωριμότερη από τις δύο προηγούμενες. Γράφει ο βιογράφος του: «Στη Δημητσάνα που ήμουν το καλοκαίρι του 1927 κι όπου είχεν έρθει κι αυτός και ταξινομούσε το υλικό, θυμάμαι πως πολλά (ενν. ποιήματα) —και ανέκδοτα και δημοσιευμένα σε περιοδικά— δεν τα έκρινε άξια να συμπεριληφθούν στην έκδοση· τα έσβηνε με σταυρωτές γραμμές και έγραφε τη λέξη «ανάξιο». Αυτά ίσως έχουν χαθεί διά πάντα». Μερικά άλλα δημοσιεύτηκαν κι έτσι διασώθηκαν απ’ την αφάνεια. Λίγα πεζά και στίχοι συναπαρτίζουν τα «Άπαντά» του, που εξεδόθηκαν από το βιογράφο του X. Σακελλαριάδη, στα 1938. Ανάμεσα στα ποιήματα της τελευταίας κατηγορίας ξεχωρίζουν η «Αισιοδοξία» η «Κυριακή» το «Όταν κατέβουμε τη σκάλα» και η «Πρέβεζα» μαζί μ’ ένα άτιτλο που είναι και τα τελευταία του ποιήματα, πριν απ’ το θάνατό του. Από τις μεταφράσεις του ξεχωρίζουν το «Ultima» του Emile Despax, οι «Σκιές της κόμησσας Ντέ Νοάϊγ» και ο «επιτάφιος» του Mathurin Régnier. Η έκδοση των απάντων απετέλεσε αντικείμενο εκδηλώσεων, μελετών, σχολίων, συζητήσεων, πούχαν σαν αποτέλεσμα να καταστεί ξανά επίκαιρο και ζωντανό και απαραίτητο στα πινάκλ το πρόσωπο με την πικρή ζωή και τον κακό μα δοξοποιό θάνατο.
Το πρώτο ποίημα του Καρυωτάκη γράφεται στα 1912 μ’ αφορμή το ναυάγιο του «Τιτανικού». Το τραγικό τούτο περιστατικό είχε ριζική απήχηση στην ψυχή του νέου ακόμα παιδιού κι απετέλεσε το σκληρό όνειρο ως τα τελευταία του, με αθόλωτες τις δαχτυλιές. Από δω και μπρος δεν παύει να στέλνει στίχους κατά καιρούς σε περιοδικά, την «Ελλάδα», τον «Παιδικό Αστέρα», για ν’ αρκεστούμε στα αντιπροσωπευτικώτερα της εποχής του. Κι ακριβώς στα 1919 τυπώνεται η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων». Ο βιογράφος του μάς πληροφορεί πως: «βγήκε σ’ εκατό μόνο αντίτυπα κ’ είκοσι σ’ έκδοση πολυτελή. Άδικα όμως περίμεναν στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων· δεν πουλήθηκε σχεδόν κανένα». Θόρυβο προκάλεσε η διένεξη Καρυωτάκη—Νουμά. Ο συγγραφέας έστειλε τρία αντίτυπα στον Νουμά, με την ελπίδα να αγγελθή η έκδοση μέσω του περιοδικού. Μάταια όμως περίμενε, γιατί ο Νουμάς αγνόησε το βιβλίο. Ο Καρυωτάκης καταφεύγει… στη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με υποσχέσεις του Νουμά έπρεπε κάθε βιβλίο που λάβαιναν να κάνουν κοινοποίηση. Τ’ αποτέλεσμα ήταν η συμφιλίωση που απόφερε μια εξώδικη πρόσκληση. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου δημοσιεύει στην «Εστία» την εξής αγγελία: «Λόγοι εσπευσμένης αναχωρήσεως ενοικιάζεται εντός τριών ήμερων πολυτελής οικία αντί 100 μόνον δραχμών και πωλούνται έπιπλα… Style Louis XIV και πιάνο εις το 1/100 της σημερινής των αξίας. Πληροφορίαι παρά τω κυρίω… Ώραι επισκέψεως 2—4 μ.μ. Η φράση ετούτη, που την εντάσσουμε στα… γραφόμενά του, όσο κι αν φαίνεται από την πρώτη της όψη χαριτολογική και απαλλαγμένη σοβαρότητας και λογικής, έγινε εν τούτοις αίτια να συρρεύσουν στο σπίτι του οι συνηθισμένοι «απόστολοι εκ περάτων» που κυνηγούνε την ευκαιρία, κι’ η φασαρία να λάβει ακανόνιστες διαστάσεις. Η δικαιολογία του όμως μάς τη διέσωσε ο βιογράφος του είναι: «θέλοντας να γελάσει σε βάρος ενός γνωστού του ανύπαρκτου συμπληρώνουμε εμείς. Στα 1921 βγαίνουν τα «Νηπενθή» που βραβεύτηκαν στον Β΄ Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό με βραβείο δεύτερο. Γράφει σχετικά ο Τέλλος Άγρας: «Στα 1919 από τις εφημερίδες μάθαμε οι άλλοι πως η ποιητική συλλογή η δεύτερη, τα Νηπενθή, του Κώστα Καρυωτάκη βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό—σ’ εκείνον άλλως τε πάλι, που ου συνομίληκοί του «très respecteux de leurs vers…», όπως θάλεγε ο Βερλαίν, αλλά και συγχρόνως μεστοί από την έπαρση των μελετών τους και της ηλικίας τους, τον αγνοούσαν, δηλαδή τον περιφρονούσαν». Γύρω στα 1923, ο «Κακοήθης φαρσέρ» όπως τον έλεγε ο Νιρβάνας σοφίζεται την δεύτερη αγγελία, που δημοσιεύτηκε και πάλι από την «Εστία»: «Νέος στην ηλικίαν, διοικητικός υπάλληλος, τοποθετηθείς εις Σύρον, ζητεί επίσης νεαράν σύντροφον του βίου του, όπως ποικίλλη την εν τη επαρχία μονότονον ζωήν του. Απευθυνθήτε: Κον Κωστάκην, Φαβιέρου 54». Αφήνεται να εννοηθεί πόσα δυστυχισμένα πλάσματα έτρεξαν να πληροφορηθούν περί του κ. Κωστάκη που, όπως είπεν, «Κατέστη σπανίζων». Τον ίδιον καιρό υποβοηθούμενος από φανατικούς του φίλους βγάζει το λιγόζωο περιοδικό «Η γ ά μ π α» που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και απειλητικών εκδηλώσεων της αυστηρής μερίδας. Στα 1925 περίπου γράφει την τιτλοφορούμενη επιθεώρηση «Πέλ—Μέλ» που δυστυχώς δε βρέθηκαν θιασάρχες πρόθυμοι να την ανεβάσουν σε σκηνή. Το τελευταίο του έργο η περίφημη συλλογή «Ε λ ε γ ε ί α κ α ι Σ ά τ ι ρ ε ς» τυπώνεται στα 1927. Η συλλογή αυτή αποτελεί την τελειότερη και ωριμότερη από τις δύο προηγούμενες. Γράφει ο βιογράφος του: «Στη Δημητσάνα που ήμουν το καλοκαίρι του 1927 κι όπου είχεν έρθει κι αυτός και ταξινομούσε το υλικό, θυμάμαι πως πολλά (ενν. ποιήματα) —και ανέκδοτα και δημοσιευμένα σε περιοδικά— δεν τα έκρινε άξια να συμπεριληφθούν στην έκδοση· τα έσβηνε με σταυρωτές γραμμές και έγραφε τη λέξη «ανάξιο». Αυτά ίσως έχουν χαθεί διά πάντα». Μερικά άλλα δημοσιεύτηκαν κι έτσι διασώθηκαν απ’ την αφάνεια. Λίγα πεζά και στίχοι συναπαρτίζουν τα «Άπαντά» του, που εξεδόθηκαν από το βιογράφο του X. Σακελλαριάδη, στα 1938. Ανάμεσα στα ποιήματα της τελευταίας κατηγορίας ξεχωρίζουν η «Αισιοδοξία» η «Κυριακή» το «Όταν κατέβουμε τη σκάλα» και η «Πρέβεζα» μαζί μ’ ένα άτιτλο που είναι και τα τελευταία του ποιήματα, πριν απ’ το θάνατό του. Από τις μεταφράσεις του ξεχωρίζουν το «Ultima» του Emile Despax, οι «Σκιές της κόμησσας Ντέ Νοάϊγ» και ο «επιτάφιος» του Mathurin Régnier. Η έκδοση των απάντων απετέλεσε αντικείμενο εκδηλώσεων, μελετών, σχολίων, συζητήσεων, πούχαν σαν αποτέλεσμα να καταστεί ξανά επίκαιρο και ζωντανό και απαραίτητο στα πινάκλ το πρόσωπο με την πικρή ζωή και τον κακό μα δοξοποιό θάνατο.
—«Κ υ ρ ί α ρ χ η φιλοδοξία του Καρυωτάκη ήταν να γίνει καλός ποιητής» τονίζει ο Σακελλαριάδης. Και την προσπάθεια αυτή αν και δυσδιάκριτα, βλέπουμε ανάμεσα στις τρεις συλλογές του. Η καλλιέργεια μορφής και περιεχομένου, η έφεση για τη διαμόρφωση του ύψους, η αδιόρατη ανάλωση πνευματικών και ψυχικών αποθεμάτων, γίνονται φανερά και αισθητά, στην προσπάθειά του να συμπυκνώει σε απέριττο φραστικό πλαίσιο τις ακρότητες της φαντασίας και του υποθαλπόμενου απελπισμού «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων», γραμμένο στην πρώτη χρονιά του μεσοπολέμου, είναι καταδίκη. Ατομική. Αυτοκαταδίκη. Αμετάκλητη καταδίκη, που δεν περιορίζει τη σκέψη στη δική της ειρκτή, αλλά αντίθετα για αντιπερισπασμό θα λέγαμε, εξοστρακίζει τελείως τα μαύρα σύνορα που την περιβάλλουν. Κι ή σκέψη είναι ελεύθερη να δεσμεύσει τους αντιπάλους της καρδιάς, να επισημάνει το άγχος και τα πάθη της ψυχής και να διοχετεύσει σε λίγους στίχους το μεγάλο πόθο:
«Μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόμα ιστορήστε μου
τον πόνο των πραγμάτων και τ’ ανθρώπου»
(Πρόλογος συλλογής…)
τον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόμα ιστορήστε μου
τον πόνο των πραγμάτων και τ’ ανθρώπου»
(Πρόλογος συλλογής…)
Τόσο στον «πόνο του ανθρώπου» (Α΄ μέρος) όσο και στον αντίστοιχο των πραγμάτων (Β΄ μέρος), κυριαρχεί το πνεύμα του καταδικασμένου. Το πεπρωμένο και ο ανίατος πόνος, η θλίψη και το παράπονο…
…Το μεγάλο παράπονο, που ποτέ δε θα βρει απάντηση κι ούτε καν θα δεχθεί την απάντηση που ζητάει, απλώς και μόνον γιατί είναι ανυπόστατη. Υπογραμμίζουμε εδώ την εμφάνιση, το ξέσπασμα μιας προδιάθεσης που, μη ζητώντας θέση μέσα στις απαιτήσεις των αισθηματικών κανόνων, γίνεται πεζό υπότιτλο, απελεύθερο, σκιά ή ήλιος που φωτίζει και αποκαλύπτει ή κάνει ακόμα πιο αβυσσαλέο το νόημα των κυρίων στίχων με τον επιγραμματικό της στόμφο. Αναφέρουμε τέτοιες χαρακτηριστικές φράσεις: «Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε, ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει, ίσως γιατί οι συφορές Έ ρ χ ο ν τ α ι» «Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή» «Κι έτσι πάνε και σβήνουν όπως πάνε» «Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα» «Μες απ’ το βάθος των καιρών οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε» «Κι ήμουν σκοτάδι κι ήμουν σκοτάδι, και με είδε μια αχτίδα» «Όμως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο θανάσιμο βάρος ποτέ δε θα γαληνέψουν» και τέλος το πεζό υπότιτλο της «Αμυγδαλιάς»: «Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται».
Από τα χρόνια του Άγρα και δώθε, η πρώτη συλλογή ενός ποιητή κατάντησε κανόνας ν’ αποτελεί θεωρία του κόσμου, να βιοθεωρεί. Αλλιώς δεν αποτελεί ποίηση, αφού δεν προσφέρει κάτι καινούργιο στο φιλοσοφικό, στοχασμό, από τήν ποιητική σκοπιά. Ο ποιητής δηλαδή, είτε για τη γη μιλάει είτε για τον ουρανό, πρέπει αυτά τα δύο να τα συσχετίσει και να βγάλει την πίστη του. Τα τεκμήρια από την πρώτη έρευνα που κάνει ο Καρυωτάκης, είναι γεννήματα μιας κλειστής, συνεσταλμένης βιοθεωρίας. Η θεώρηση εξ άλλου γίνεται περιπτωσιακή. Ο πόνος είναι που κυριαρχεί Το βραδυνό με το σκοτάδι πρώτα, ναι μεν γεννάει το φόβο, φέρνει όμως και μιαν απόβαθη αντιδιαστολή:
…Το μεγάλο παράπονο, που ποτέ δε θα βρει απάντηση κι ούτε καν θα δεχθεί την απάντηση που ζητάει, απλώς και μόνον γιατί είναι ανυπόστατη. Υπογραμμίζουμε εδώ την εμφάνιση, το ξέσπασμα μιας προδιάθεσης που, μη ζητώντας θέση μέσα στις απαιτήσεις των αισθηματικών κανόνων, γίνεται πεζό υπότιτλο, απελεύθερο, σκιά ή ήλιος που φωτίζει και αποκαλύπτει ή κάνει ακόμα πιο αβυσσαλέο το νόημα των κυρίων στίχων με τον επιγραμματικό της στόμφο. Αναφέρουμε τέτοιες χαρακτηριστικές φράσεις: «Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε, ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει, ίσως γιατί οι συφορές Έ ρ χ ο ν τ α ι» «Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή» «Κι έτσι πάνε και σβήνουν όπως πάνε» «Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα» «Μες απ’ το βάθος των καιρών οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε» «Κι ήμουν σκοτάδι κι ήμουν σκοτάδι, και με είδε μια αχτίδα» «Όμως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο θανάσιμο βάρος ποτέ δε θα γαληνέψουν» και τέλος το πεζό υπότιτλο της «Αμυγδαλιάς»: «Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται».
Από τα χρόνια του Άγρα και δώθε, η πρώτη συλλογή ενός ποιητή κατάντησε κανόνας ν’ αποτελεί θεωρία του κόσμου, να βιοθεωρεί. Αλλιώς δεν αποτελεί ποίηση, αφού δεν προσφέρει κάτι καινούργιο στο φιλοσοφικό, στοχασμό, από τήν ποιητική σκοπιά. Ο ποιητής δηλαδή, είτε για τη γη μιλάει είτε για τον ουρανό, πρέπει αυτά τα δύο να τα συσχετίσει και να βγάλει την πίστη του. Τα τεκμήρια από την πρώτη έρευνα που κάνει ο Καρυωτάκης, είναι γεννήματα μιας κλειστής, συνεσταλμένης βιοθεωρίας. Η θεώρηση εξ άλλου γίνεται περιπτωσιακή. Ο πόνος είναι που κυριαρχεί Το βραδυνό με το σκοτάδι πρώτα, ναι μεν γεννάει το φόβο, φέρνει όμως και μιαν απόβαθη αντιδιαστολή:
Καθημερινών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.
(Νύχτα).
Κι άλλου γράφει:
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον Άδη
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον Άδη
(Gala)
Κι αυτή η συνείδηση της ματαιότητας, ο «Εφιάλτης», το τρυφερό πένθος άγουν τις χορδές της ψυχής του ποιητή, ακόμα και μέσα στην καρδιά της άνοιξης:
«Και πάνε πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λιτάνιες ύψωσαν μες την απελπισιά τους
τα χέρια. Κ’ είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.»
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λιτάνιες ύψωσαν μες την απελπισιά τους
τα χέρια. Κ’ είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.»
Αυτή η αδιάκοπη, αδιόρατη ροή θλίψης, σε λίγα ποιήματα βρίσκεται αποδιωγμένη. Ανάμεσα όμως στην πάλη του σκότους με το φως παρεμβάλλεται ένας άλλος γυάλινος θεός: Ο Έρωτας, που είναι για τον Καρυωτάκη γεμάτο χαμόγελο —ένας κρίκος που δένει αναπόσπαστα τον πόθο και τη μελαγχολία με μια μυστική τρυφερότητα, την έκσταση του φιλιού με τα μάτια της Κίρκης:
Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασταίνει
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη. (Χαμόγελο).
Τη βλέπω—στα μαλλιά σου πνέει—την αύρα
Είναι βαθιά τα μάτια σου όπως νά ’βρα
το δρόμο της ζωής μου, τον Απρίλη.
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασταίνει
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη. (Χαμόγελο).
Τη βλέπω—στα μαλλιά σου πνέει—την αύρα
Είναι βαθιά τα μάτια σου όπως νά ’βρα
το δρόμο της ζωής μου, τον Απρίλη.
(Χαρά).
Η ψυχική κατεύθυνση μέσα στον «Πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων» έχει βέβαια διακυμαντικές δίνες, που για να θεμελιωθούν οι σταθερές μας γνώμες πάνω τους, προαπαιτείται μια σχετική προσοικείωση κι ευελιξία ανάμεσά τους. Ο Καρυωτάκης δεν ξέρει μονάχα να γράφει απλά. Είναι ο μοναδικός ειδήμονας της γενιάς του που μπορεί και συλλαμβάνει τα και τα αιθέρινα, τα βατά και τ’ άφραστα, τα ενδόμυχα και τα μακρινά. Γιατί παντού αναζητώντας κάτι το βαρυσήμαντο και πολυπρόσωπο και θλιβερό, ψάχνει να βρει τον στοιχειοκομμένο εαυτό, που χάνεται στην παλίρροια των καιρών. Και γράφοντας στίχους, σαν άνθρωπος και σα λυρικός, απλά και σύνθετα, τούτο ζητά να πετύχει: Να βρει— συντεθειμένο κι αληθινό — τον εαυτό του.