Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Οι καιροί της ποίησης – η εκδήλωση


poihsh oloi mazi

Τι ειπώθηκε στο Μέγαρο- αναδημοσίευση από το Bookia.gr.http://www.bookia.gr/index.php?action=Blog&post=0b6fb87e-5367-4e71-bbdb-8633acee5d40
Στην εκδήλωση με τίτλο Οι Καιροί της Ποίησης», στο Μέγαρο Μουσικής, την Παρασκευή 20 Μαρτίου τέθηκε το ερώτημα άξονας: Σχετίζεται η όχι η ποίηση με την αντίστοιχη εποχή της; Επιδρά, και σε ποιο βαθμό, η εποχή στο έργο των ποιητών της;
:Με βάση αυτά τα ερωτήματα-άξονες συζήτησαν οι ποιητές«

Η εκδήλωση, με τίτλο «Οι Καιροί της Ποίησης», οργανώθηκε από το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο «Ο Αναγνώστης», με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, στο πλαίσιο του MEGARON PLUS. Τη συζήτηση συντόνισε εκ μέρους του «Αναγνώστη», η συγγραφέας-ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας, Έλενα Χουζούρη. Αντιπροσωπευτικά ποιήματά τους διάβασαν οι συμμετέχοντες ποιητές και ποιήτριες.
Αρχικά, προβλήθηκε ένα βίντεο-αναδρομή στις προηγούμενες δεκαετίες, με χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την πολιτική και τις τέχνες. Ο σκοπός του ήταν να θυμίσει και να συνδέσει την κάθε εποχή με την αντίστοιχη ποιητική δημιουργία και συνεπώς με το θέμα τής συζήτησης. Ομολογουμένως, το εύρημα ήταν αποτελεσματικό κρίνοντας από τον εαυτό μου.
Ένα δεύτερο εύρημα ήταν η είσοδος των ομιλητών. Δεν έγινε με τον κλασικό τρόπο αλλά με τη σειρά που αναφέρονται παραπάνω, κλήθηκαν από την κα Χουζούρη και πριν καθίσουν απήγγειλαν από το βήμα, ένα δικό τους ποίημα. Ήταν μία ενδιαφέρουσα διαδικασία πρώτης επαφής με τους ποιητές.
Το τρίτο και πολύ ενδιαφέρον στοιχείο ήταν αυτό με το οποίο άρχισε η κα Χουζούρη, το πως καθιερώθηκε η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. “Πριν 18 χρόνια το πρότεινε ο ποιητής Μιχαήλ Μήτρας“, είπε και συνέχισε, “Ο Βασίλης Βασιλικός το πρότεινε στη συνέχεια στην UNESCO και μετά από διαβουλεύσεις έγινε δεκτό και καθιερώθηκε”. Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης λοιπόν, ξεκίνησε από εδώ, τη χώρα μας. Ίσως από τις λίγες Παγκόσμιες Ημέρες που έχουν ένα νόημα διότι “μέρες” καθιερώθηκαν πλέον για κάθε ασήμαντο θέμα.

“Είναι παρήγορο που κάθε χρόνο έχουμε όλο και περισσότερες ποιητικές εκδόσεις”, είπε η κα Χουζούρη και αναφέρθηκε στους συντελεστές τής βραδιάς. “Ήταν ιδέα τουΘανάση Χατζόπουλου. Το βίντεο το επιμελήθηκε το Γιάννης Μπασκόζος και κλήθηκαν να μιλήσουν σήμερα 6 ποιητές, ένας για κάθε δεκαετία ως χαρακτηριστικός αντιπρόσωπός της”.
Τέθηκε το πρώτο και βασικό ερώτημα τής συζήτησης, “Επηρεάζεται η ποίηση από την εποχή στην οποία γράφεται;”
“Είναι κομμάτι τής εποχής της”, απάντησε η κος Ψαρράς. “Είναι μία ψηφίδα όπως η πολιτική, η οικονομία, οι άλλες τέχνες”

“Σε κάποια ποιήματα δε διακρίνεται η εποχή τους ενώ σε κάποια η εποχής τους αποκαλύπτεται μόνη της, ενώ κάποια τρίτα, εναντιώνονται στην εποχή τους, την υπερβαίνουν”, είπε η κα Χριστοδούλου.
“Υπάρχει κίνδυνος να επηρεαστεί τόσο πολύ η ποίηση από την εποχή της ώστε να καταντήσει επικαιρικός λόγος;”, συνέχισε τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις η κα Χουζούρη.
“Είναι ρητορική η ερώτηση”, απάντησε ο κος Γαραντούδης, “Κάθε εποχή βάζει τη σφραγίδα της στην ποίηση, την επηρεάζουν ακόμα και οι εποχές τού έτους, παρατηρώ ότι τα περισσότερα γράφονται το καλοκαίρι”.

“Η εποχή είναι χρόνος και ο χρόνος είναι εσωτερική συνθήκη τής ποίησης”, συμπλήρωσε η κα Χριστοδούλου. Ο χρόνος επηρεάζει τη στιχοποιία τής εποχής, όχι μόνον ως θεματολογία αλλά και ως άκουσμα”.
“Ο χρόνος μετριέται διαφορετικά σε κάθε εποχή, όχι στον ψυχικό κόσμο αλλά στο φυσικό και άρα και ο τρόπος γραφής δεν μπορεί να είναι ίδιος”, έδωσε το δικό του τόνο ο κος Χατζόπουλος.
“Είναι αναπόδραστη και δεδομένη η σχέση τής ποίησης με την εποχή της, είτε εσωτερική είτε εξωτερική”, συμπλήρωσε ο κος Γαραντούδης, “Η επικαιρότητα όμως είναι αγκίστρωση στην εποχή. Μπορεί όμως να γραφεί ένα σατιρικό ποίημα μακριά από την επικαιρότητα;”

“Η κακή ποίηση πέφτει στην παγίδα τής επικαιρότητας”, επανήλθε η κα Χριστοδούλου, “Όχι η θεματολογία αλλά ο χειρισμός της”.
“Κάθε εποχή έχει διαφορετικά στοιχεία από τις προηγούμενες”, επανήλθε και ο κος Γαραντούδης. Κάποια από αυτά είναι έντονα, κομβικά. Κάποιοι ποιητές ασχολούνται με αυτά τα κομβικά στοιχεία, π.χ. η κατοχή ή η ποίηση τής Κύπρου που κατέληξε μονοθεματική. Σε άλλες, χαλαρές εποχές, οι ποιητές ασχολούνται περισσότερο με την προοπτική τής αιωνιότητας”.
“Αν ο ποιητής επηρεάζεται τόσο από την εποχή του, μήπως χάνει την ελευθερία του;”, συνέχισε με την τρίτη ερώτηση η κα Χουζούρη.
“Η ελευθερία και η Δέσμευση είναι σε διαλεκτική σχέση”, είπε ο κος Χατζόπουλος. “Ο ποιητής διαθέτει τα συμβάντα τής εποχής του και η ελευθερία του έγκειται στην προσέγγιση”.
“Κάποιοι ποιητές αισθάνονται το χρέος να μιλήσουν και για τους άλλους, που δεν μπορούν να γράψουν ή να μιλήσουν”, συμπλήρωσε ο κος Γαραντούδης. “Ο Ρίτσος είναι μία τέτοια περίπτωση”.

“Η ελευθερία περιορίζεται από τους υψηλούς στόχους. Έχοντας ο ποιητής τη γενική ελευθερία, αυτοπεριορίζεται για να πετύχει το στόχο του. Τα καλά ποιήματα έχουν αντοχή στο χρόνο, έχουν απήχηση. Οι ποιητές γίνονται διαχρονικοί αφού αποτυπώσουν τη δική τους εποχή”, είπε ο κος Ψαρράς.
“Πως μπορεί η ποίηση να ξεπεράσει την εποχής της και να γίνει διαχρονική;”, ήταν η επόμενη ερώτηση τής κας Χουζούρη.
“Ο Καβάφης είναι χαρακτηριστική περίπτωση, μία ποιητική ιδιοφυΐα. Εξέφρασε την ίδια την ιστορία τόσο παραστατικά που ακόμα και σήμερα, πρόσωπα τού δημόσιου βίου μοιάζουν Καβαφικά”, απάντησε ο κος Γαραντούδης.

“Η ποίηση ενδιαφέρεται για θέματα διαχρονικά, έρωτας, θάνατος, ύπαρξη, ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα”, είπε ο κος Φωστιέρης. “Πρέπει να μιλήσεις επιτυχημένα για την εποχή σου για να περάσει αυτό στις επόμενες γενεές”.
“Πίσω από την ποιητική διαχρονικότητα υπάρχει η σταθερά τού μύθου. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί μύθους για τη μεταφορά των μηνυμάτων”, συμπλήρωσε η κα Χριστοδούλου.
“Υπάρχουν ξένες επιρροές στην ποίηση από το ’70 και μετά;”, ρώτησε εύστοχα η κα Χουζούρη, μία συμπληρωματική ερώτηση στο κύριο θέα τής συζήτησης.
“Είναι εμφανής και δεδομένη η ξένη επιρροή”, απάντησε ο κος Φωστιέρης. “Όλες οι σχολές από το εξωτερικό επηρέασαν την ελληνική ποίηση. Δεν δημιουργήθηκε ένα αυτόχθονο ποιητικό ρεύμα αλλού ούτε και μετάφραση ξένων λέξη προς λέξη. Συνηθίζουμε εσφαλμένα να συσχετίζουμε μονοσήμαντα μία εποχή με έναν τρόπο έκφρασης, ένα ρεύμα με μία πολιτική ιδεολογία”.

“Οι νέοι ποιητές διαβάζουν πολύ ξένη ποίηση”, συνέχισε η κα Παναγιώτου. “Το πως όμως επηρεάζει τον καθένα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό”.
Τη δική του οπτική κλήθηκε να δώσει ο κος Ψαρράς ως κάτοικος εξωτερικού τα τελευταία χρόνια. “Η Ελλάδα είναι περιφερειακή χώρα”, είπε, “Τη δεκαετία τού ’30 ήρθαμε σε επαφή με ρεύματα τού εξωτερικού. Οι μεταπολεμικές γενεές ήταν εσωστρεφείς. Τις δεκαετίες ’70 και ’80 συντονιστήκαμε με το κλίμα τής ξένης ποίησης”.

Ακολούθησαν ενδιαφέροντα ερωτήματα από το κοινό στα οποία απάντησαν οι ομιλητές διαμορφώνοντας μία ωραία ατμόσφαιρα επικοινωνίας και συζήτησης. Κλείνοντας, η κα Χουζούρη ευχαρίστησε το Μέγαρο Μουσικής για τη φιλοξενία τής συζήτησης και τους εκδότες που στηρίζουν την ποίηση. Ευχαρίστησε και το κοινό εκ μέρους τού Αναγνώστη ολοκληρώνοντας μία πολύ ενδιαφέρουσα βραδιά.
(Ευχαριστούμε τον Παναγιώτη Σιδηρόπουλο για την κάλυψη της βραδιάς)

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Κωστής Παπαγιώργης: Ο συγγραφέας που δαπανήθηκε μέσα στη φιλία

γράφει η Κατερίνα Σχινά Πηγή: http://booksjournal.gr/slideshow/item/958-κωστής-παπαγιώργης-ο-συγγραφέας-που-δαπανήθηκε-μέσα-στη-φιλίαΟ Κωστής Παπαγιώργης, φωτογραφημένος στο σπίτι του στο Χαλάνδρι το 1994. Ο Κωστής Παπαγιώργης, φωτογραφημένος στο σπίτι του στο Χαλάνδρι το 1994.Ιδιωτικό αρχείο
Κοντόσωμη, λιγνή φτιαξιά· μειλιχιότητα συνδυασμένη με λοξό, ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο· παιγνιώδης τρυφερότητα για τους πυριφλεγείς νέους που τον πλησίαζαν με θαυμασμό, υπόρρητη συνενοχή με τους οικείους, τους «περπατημένους». Ακεραιότητα, αυτοσαρκασμός, απέχθεια για τη σπουδαιοφάνεια, αποδοχή των αντιφάσεων, ανελέητο ξεμασκάρεμα· ένας παράξενος συνδυασμός σκληρής ειλικρίνειας και ανεπιεικούς ευγένειας που εκδηλωνόταν στις συντροφιές, στο «γλωσσοκοπάνημα» με τους φίλους, στους ομηρικούς διαξιφισμούς, κυρίως με οιηματίες συνομιλητές, τους οποίους με τα χρόνια μάθαινε να αποφεύγει. Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Κωστής Παπαγιώργης, που πέθανε σε ηλικία 67 χρόνων στις 21 Μαρτίου 2014 - και την Κυριακή γίνεται το ετήσιο μνημόσυνό του; (αναδημοσίευση από το Books' Journal, 42, Aπρίλιος 2014)


Αμήχανα γράφει κανείς για τον Κωστή Παπαγιώργη. Ντρέπεται. Φοβάται μήπως εκτραπεί σε τόνους υψηλούς, που εκείνος περιφρονούσε. Μήπως εκδηλώσει κίβδηλη συντριβή, μήπως γλιστρήσει σε άγονες δοκησισοφίες και ανάλατα φληναφήματα. Και αντίστροφα: μήπως περιοριστεί στην ανεκδοτολογία, αναπαράγοντας σκηνές μιας δεκαετίας που κύλησε ανάμεσα σε γλέντια και ξενύχτια, εκείνης της μεθυσμένης δεκαετίας του ογδόντα που ήδη μυθοποιήθηκε, έτσι καθώς την ανασυστήνουν στις κουβέντες τους φίλοι του, γνώριμοι και περαστικοί, με το «ήμουν κι εγώ εκεί» να τους καίει τα χείλη.
Ο Παπαγιώργης δεν χρειάζεται διαμεσολαβητές. Ό,τι είχε να πει, το είπε με τα γραπτά του. Έγραψε για όσα τον πονούσαν σε πρώτο πρόσωπο, πέρασε στο στοχασμό πατώντας στην βιογραφία του. Μας το λέει σε όλους τους τόνους, σε όλα του τα γραπτά: μονάχα αυτό το πρώτο πρόσωπο καθιστά δυνατή την κλίση του κόσμου· τα εσύ, αυτός, αυτή, εμείς, εσείς, αυτοί, αυτές, μας απλώνουν το χέρι μόνο όταν η ταυτότητά μας δεν απουσιάζει από τον εαυτό της. Κατοικώντας τον εαυτό του, ο Παπαγιώργης κατοικούσε και τις λέξεις του.
Δεν ήταν κάτι που κερδήθηκε εξ αρχής: πέρασαν χρόνια ολόκληρα ακατάσχετης μελέτης –«δίχως αυθορμησία», «στα τυφλά», καθώς λέει ο ίδιος–, χρόνια απομόνωσης σε μια παρισινή σοφίτα όπου ξεκοκάλισε συστηματικά, πειθαναγκαστικά, τόμους ολόκληρους φιλοσοφίας, κι ύστερα έπιασε να γράψει. Στην αρχή «με το χέρι στη βιβλιοθήκη» και αργότερα, πολύ αργότερα, «με το χέρι στην καρδιά». Έλεγε σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Διαβάζω:

Όταν διάβασα το βιβλίο μου για τον Χάιντεγκερ [σσ. μια από τις πρώτες, αποκηρυγμένες μελέτες του] και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα από εκεί μέσα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω.

Διάβασα πολλές φορές τη λέξη «διανοούμενος» στις ευλαβικές, διακριτικές ή και αμετροεπείς νεκρολογίες που συντέθηκαν στη μνήμη του. Αλλά ο Παπαγιώργης δεν ήταν διανοούμενος και δεν του άρεσε να τον αποκαλούν έτσι. Θέλω να πω ότι δεν ήταν άκαπνος θεωρητικός, να φιλολογεί για πράγματα που ούτε είδε ούτε γνώρισε. Ήταν άνθρωπος της αγοράς, χοϊκός, λάτρης του χειροπιαστού, που δεν μίλαγε ποτέ στον αέρα, που δοκίμαζε τα πάντα στην ίδια του τη ζωή. «Η αλήθεια των λόγων μας ανήκει μόνο αν την εξαγοράζουμε με το τομάρι μας», έγραψε.
Ο Ηλίας Κανέλλης ονόμασε τον Κωστή Παπαγιώργη «ηθικό αναθεωρητή» – ωραία διατύπωση, τη δανείζομαι. Ο ίδιος, ίσως διαμαρτυρόταν· η κατάφαση στο δέον δεν ήταν στη φύση του. Το ουσιαστικό, ωστόσο, μετά το επίθετο, διορθώνει τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, οι ηθικές μονάδες μέτρησης συνιστούν μια μεταλλασσόμενη κλίμακα, μια διάταξη που η ισορροπία της είναι μονίμως ασταθής. Κάθε ύπαρξη εξελίσσεται επισφαλώς στη διάταξη του άλλου. Ο καθένας κατοικεί στο κέντρο της δικής του· όλοι καταλαμβάνουν μια θέση υπό προθεσμία. Μόνο η ηθική ένταση (κάτι που πολύ πιο απλά θα ονόμαζα ακεραιότητα) επιτρέπουν στο άτομο να παραμείνει σ’ έναν εξέχοντα πόλο – κι αυτή είναι η περίπτωση του Κωστή Παπαγιώργη. Αναθεωρώντας και αναθεωρούμενος, αναστοχαζόμενος, τηρώντας πάντα απόσταση από τα πράγματα στη βάση μιας «ευμετρίας» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του γάλλου στοχαστή Μισέλ Ονφρέ, που μάλλον θα αποδοκίμαζε ο Κωστής) σμίλευσε τη δική του ηθική, που δεν είχε σχέση με πούρες ιδέες ή με καθαρές έννοιες, αλλά ήταν υπόθεση της καθημερινής ζωής και των απειροελάχιστων ενσαρκώσεών της στον εύθραυστο ιστό των ανθρώπινων σχέσεων. Μια ηθική που επισφράγιζε την πρωτοκαθεδρία του ασήμαντου και του ευτελούς, και ταυτόχρονα δεν απέστρεφε το βλέμμα από τις σκοτεινές πλευρές των «γελαστών ζώων». Ή, για να είμαι ακριβέστερη, σ’ αυτές ακριβώς τις πλευρές το εστίαζε.

ΕΖΗΣΕ, ΔΙΑΒΑΣΕ, ΕΓΡΑΨΕ…
Κοντόσωμη, λιγνή φτιαξιά· μειλιχιότητα συνδυασμένη με λοξό, ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο· παιγνιώδης τρυφερότητα για τους πυριφλεγείς νέους που τον πλησίαζαν με θαυμασμό, υπόρρητη συνενοχή με τους οικείους, τους «περπατημένους». Ακεραιότητα, αυτοσαρκασμός, απέχθεια για τη σπουδαιοφάνεια, αποδοχή των αντιφάσεων, ανελέητο ξεμασκάρεμα· ένας παράξενος συνδυασμός σκληρής ειλικρίνειας και ανεπιεικούς ευγένειας που εκδηλωνόταν στις συντροφιές, στο «γλωσσοκοπάνημα» με τους φίλους, στους ομηρικούς διαξιφισμούς, κυρίως με οιηματίες συνομιλητές, τους οποίους, με τα χρόνια, αναγνώριζε αυθωρεί και απέφευγε επιμελώς· και κυρίως καμιά διάθεση κατήχησης, ή ενασχόλησης με «κεφαλαία είδωλα», αλλά επίμονη αναζήτηση της μικρογράμματης  λεπτομέρειας, που θα τροφοδοτήσει τα συναρπαστικά ανθρωπολογικά του δοκίμια.
Έγραψε πολύ και πολλά ο Κωστής Παπαγιώργης· και έγραψε επειδή διάβασε, αφού τα βιβλία γεννούν άλλα βιβλία – μας το είπε πρώτος ο Ντιντερό. Έγραψε για τα μεθύσια (Περί μέθης) και τους έρωτες (Ίμερος και κλινοπάλη), για τη βραδυγλωσσία και την αγοραφοβία του (Σύνδρομο αγοραφοβίας), για τη μνήμη (Περί μνήμης) και το θάνατο (Ζώντες και τεθνεώτες), για το γέλιο (Τα γελαστά ζώα), για τη συμπάθεια (Τα μυστικά της συμπάθειας) και τη μισανθρωπία (Η κόκκινη αλεπού), για την ελληνική επανάσταση και τα αμφιλεγόμενα πρόσωπα που αναδείχτηκαν μέσα στη δίνη της συγκρότησης του εθνικού κράτους (Τα καπάκια, Κανέλλος Δεληγιάννης, Εμμανουήλ Ξάνθος), για τον Παπαδιαμάντη (Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ) και τον Ντοστογιέφσκι, για την αιμοσταγή αριστεία του ομηρικού πολεμιστή (Η ομηρική μάχη) και τους φίλους (Γεια σου Ασημάκη, ένα βιβλίο για τον Χρήστο Βακαλόπουλο). Μετέφρασε επίσης πολύ – και τι δεν μετέφρασε: από τον Κίρκεργκωρ και τον Πασκάλ ώς τον Ρικαίρ και τον Ντερριντά και από τον Σαρτρ και τον Σιοράν ώς τον Φουκώ και τον Λεβινάς (φυσικά, παραλείπω πολλούς). Μάλλον χωρίς να το πολυευχαριστιέται, για βιοπορισμό. Έλεγε σχετικά σε μια συνέντευξή του στον Μισέλ Φάις:


Πιστεύω ότι η δουλειά του μεταφραστή δεν είναι δημιουργική. Αυτό που κάνει μπορεί να έχει πολιτισμικό αποτέλεσμα, διδακτικό ίσως, αλλά είναι δεύτερης εντάσεως, τρίτης. Είναι «νοικιασμένη συνείδηση», είναι άνθρωπος στέρφος –τις περισσότερες φορές– και συνήθως οι μέτριοι στρέφονται προς τις μεταφράσεις. Η μεταφραστική αποδοτικότητα, αν θέλεις, χρησιμεύει ως άλλοθι ανθρώπων που δεν έχουν προσωπικό λόγο και έργο.

Ο ψωμιζόμενος από τη μετάφραση, πάντως, Κωστής Παπαγιώργης, μόνο στέρφος δεν ήταν. Μη διστάζοντας να εκτεθεί μέσα από την αυτοβιογράφηση, κατάφερε να συμπέσει και με το έργο και με την εργασία του. Αυτοκατανόηση και συνάμα αυτοεπινόηση, ατομικό που εκβάλλει στο καθολικό, προσωπική έκφραση που αποβλέπει στη γενική ερμηνευτική κρυσταλλώθηκαν σ’ ένα ρηξικέλευθο αισθητικό εγχείρημα, σε μια θαυμαστή στιγμή ισορροπίας ανάμεσα στη φιλοσοφία και την λογοτεχνία.

Η ΑΤΙΜΟΝΕΥΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Ο μύθος που αρχίζει να υφαίνεται γύρω από το πρόσωπο του Παπαγιώργη (είμαστε, ως τόπος και σινάφι, μανούλες στη μυθοποίηση, πράγμα που αποκλείει τη νηφάλια αποτίμηση των έργων και οδηγεί στον καθαγιασμό των προσώπων, αδικώντας έτσι και το έργο και το πρόσωπο) προσπερνάει το μόχθο που συνεπαγόταν μια τέτοια παραγωγή (η οποία συμπληρωνόταν από την πυκνή επιφυλλιδογραφία του σε εφημερίδες και περιοδικά). Λες και η καθημερινότητα του συγγραφέα εξαντλούνταν στο γλεντοκόπημα και την κραιπάλη, λες και τα κείμενα γράφονταν με τον αυτόματο. Ένας τέτοιος μύθος αγνοεί τον κόπο που πρέπει να καταβάλει ένας αυτοδίδακτος (πτυχία και συναφή δεν τα επιδίωξε ο Παπαγιώργης) για να γίνει από μόνος του σχολείο και πανεπιστήμιο, αγνοεί τον παιδεμό στην «ατιμόνευτη» (δική του η λέξη) διαδρομή του προς την κατανόηση της φιλοσοφίας. Ένα απόσπασμα από τη συναγωγή κειμένων του, Σιαμαία και Ετεροθαλή, που πρωτοεκδόθηκε την ίδια χρονιά με το Περί μέθης (1980), είναι χαρακτηριστικό:

Με θλίψη θυμάμαι την εποχή που, ανερμάτιστος και γι’ αυτό θρασύς, έπιασα να διαβάσω το Είναι και Χρόνος. Δεν κατόρθωνα να αντιληφθώ γιατί λεγόταν αυτό ή το άλλο, ποια κρυφή σκέψη οδηγούσε τη διάταξη, γιατί γίνονταν νύξεις –στον Καντ ιδιαίτερα– που, επιγραμματικές και σύντομες, ήταν σκέτες σπαζοκεφαλιές, όπως άλλωστε δεν κατάφερνα σε κανένα σημείο να εξηγήσω αυτό που διάβαζα, να φέρω την παραμικρή αντίσταση. Κάθε φορά που το διάβασμα του βιβλίου με έκανε να ντρέπομαι για τη νοημοσύνη μου έτρεχα σε προηγούμενα έργα. Όσο για τώρα που προσανατολίζομαι στην ενδοχώρα του με κλειστά μάτια, βλέπω ότι χωρίς τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, χωρίς τον Ανσέλμο, τον Λάιμπνιτς και τον Καρτέσιο, χωρίς τον Καντ –της θεωρίας του σχηματισμού–, τον Χέγκελ (Λογικής και Φαινομενολογίας), χωρίς Νίτσε, Κίρκεργκωρ και Χούσερλ (Λογικών ερευνών, Ιδεών και Καρτεσιανών στοχασμών) δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση.
Μου βγήκε η πίστη για να διαβάσω αυτά τα έργα – όσο τα διάβασα. Δεν πέρασε μέρα να μην αναλογιστώ το πτωχός ειμί εγώ και εν κόποις εκ νεότητός μου. Χωρίς χάρτη σ’ αυτό το μακρύ οδοιπορικό βρήκα το δρόμο μέσα από αμέτρητες παρανοήσεις χωρίς να κερδίσω ουσιαστικά τίποτα.Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει. Η φιλοσοφία δεν διδάσκεται, δεν μεταδίδεται, όπως το κολύμπι, η οδήγηση ή οι ιστορικές γνώσεις. Έχει να κάνει με καταγωγικές ροπές. Όλος ο ντόρος είναι για την ατόφια ικανότητα, εκείνη που κανείς δεν απόχτησε διαβάζοντας. Ο αληθινός στοχαστής, πρόσωπο αινιγματικό και απόμερο, είναι δέντρο που μπολιάστηκε με τα πάντα κι όμως έμεινε αυτός που ήταν. Ακόμα και για τον εαυτό του είναι γρίφος. Αυτός δεν συζητιέται.Συζητιέται αντίθετα εκείνος που ξέρει να συνεχίζει τη φρυκτωρία ανά τους αιώνες, αυτός που μπολιάζεται, βρίσκει τον εαυτό του μ’ αυτήν την μεταμόρφωση και συνειδητοποιεί ότι για να γραφτούν τα μεγάλα έργα, βοήθησαν πολλά χέρια. Η φιλοσοφία γράφεται με χίλια χέρια – κρατάει όμως τον γραφικό χαρακτήρα του καλύτερου. Όποιος μπορεί να νιώθει ελεύθερος μ’ αυτή την αλήθεια, θα βρει τρόπο να στεγαστεί στα βιβλία των άλλων και μάλιστα να νιώσει σπίτι του. Δεν εννοώ την παθητικότητα και το εμπόριο των νοημάτων, να γίνεται μια «νοικιασμένη συνείδηση» που αναφωνεί κάθε στιγμή Magisterdixit, αλλά αυτή την άξια επιχείρηση, που απλά λέγεται: κάνω αυτό που μπορώ. Όσο για τους ψευδοπροφήτες, αυτοί θα πιθηκίζουν πάντα τα ιδεώδη τους.
         
ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Πολλοί ήταν οι στοχαστές που μπόλιασαν τη σκέψη του Παπαγιώργη, αλλά νομίζω ότι εκείνος που τον επηρέασε περισσότερο, όχι μόνο ως πνευματικό κλίμα αλλά και ως ύφος, είναι ο «απόμαχος του παράδοξου και της πρόκλησης», ο «κουρασμένος εικονοκλάστης» Εμίλ Σιοράν. Ο Παπαγιώργης έλεγε ότι διασταυρώθηκαν σ’ ένα παρισινό παγκάκι, ενώ ο ίδιος διάβαζε κάποιο βιβλίο του, και ο Γαλλορουμάνος, κολακευμένος ή περίεργος, του έπιασε την κουβέντα. Si non e vero e ben trovato, γιατί ο Παπαγιώργης γνώριζε καλά τον Σιοράν, τον είχε μάλιστα μεταφράσει. Στο «φωταγωγημένο σκοτάδι» του φιλοσόφου, στην ανθρωπολογική του απαισιοδοξία , στη ριζική του αντίθεση προς όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας , αλλά και στην καχυποψία του απέναντι σε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής και μακρόπνοης μεταλλαγής της, ο έλληνας στοχαστής αναγνωρίζει τον δικό του καημό. Ο μισάνθρωπος Σιοράν κληροδοτεί την απογοήτευσή του στον «υποψιασμένο» πια Παπαγιώργη, που διακρίνει στις ανομολόγητες, άνομες παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής πιο σταθερές αλήθειες για τη φύση της. Δήλωσε κάποτε λοιπόν:

Ποτέ δεν πίστεψα ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. Η συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα.

Ας μη μας αποθαρρύνει η πεσιμιστική ψυχρότητα μιας τέτοιας απόφανσης· ας μη σπεύσουμε να αναδιπλωθούμε. Αυτή η καταστατική απαισιοδοξία, αυτός ο ελαφρώς δογματικός αρνητισμός ενδέχεται να επικουρεί με πολλούς τρόπους τον στοχασμό: ο ριζικά κριτικός λόγος βοηθάει να συλλάβουμε τα αδιέξοδα της ανθρωπολογικής αισιοδοξίας της νεωτερικής και ουτοπικής σκέψης (« ο άνθρωπος είναι ένα καλό και λογικό όν») η οποία αγνοεί τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Η κοσμιότητα, η λεπτότητα, η αβροφροσύνη, η γενναιοδωρία, η προσφορά είναι προσωπεία. Πίσω από κάθε θετικότητα κρύβεται η ευτέλεια, η οπισθοβουλία, το κακό – η μόνη αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης. Η πραγματικότητα αποκαλύπτει και γελοιοποιεί όσους υπερασπίζονται την πίστη στον άνθρωπο, την αγάπη για τον πλησίον, την ελπίδα για το ανθρώπινο γένος. Το ανθρωπομάνι «βυζαίνει το εφήμερο με κατάκλειστα μάτια», τρέμει «το φυλλορόισμα του ημερολογίου σαν την έλευση του μεγάλου Κριτή», ξεπέφτει γρήγορα στην «αλληλοπεριφρόνηση και στην ανάλγητη μισανθρωπία». Όμως αυτό είναι ο άνθρωπος. «Ηχεί αλλόκοτα και προκλητικά για την ορθοδοξία των ιδεών, αλλά η μισανθρωπία καταντά να είναι ο μόνος εφικτός τρόπος “συμφιλίωσης” με τους ανθρώπους», γράφει ο Παπαγιώργης, επικαλούμενος τον γάλλο γνωμικογράφο Νικολά Σαμφόρ: «όποιος στα σαράντα του δεν είναι μισάνθρωπος, δεν αγάπησε ποτέ τους ανθρώπους».
Μισάνθρωπος που ξέρει ν’ αγαπά, «σκουντούφλης άνθρωπος» που δαπανήθηκε μέσα στη φιλία, ο Παπαγιώργης απείχε συνειδητά από τη νεοελληνική κάστα των γραμμάτων που γλωσσοδέρνεται και περιαρπάζεται, που καταφεύγει στην καταλαλιά, στους «ορθοφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωρους» τρόπους. Δύσκολος, δύσπιστος, επιφυλακτικός και απαιτητικός, θύμιζε τον ανθρώπινο εκείνο τύπο που περιγράφει σ' ένα κείμενό του: «Αν κατά μία έννοια οι άνθρωποι θυμίζουν σπίτια, αυτός δεν ήταν χτισμένος πάνω στον δρόμο, να ανοίγει σε όποιον κρούει τα παραθυρόφυλλα, αλλά σπίτι χτισμένο στο βάθος του κήπου, που το σκέφτεσαι λίγο πριν πατήσεις το κατώφλι». Αλλά βέβαια, άνευ κοινωνίας άνθρωπος δεν νοείται:

Δεν νοείται ομιλία χωρίς αποδέχτη, καθότι η κοινωνία συνιστά όμιλο (ομάδα ομιλούντων), συνεργασία (ο ένας προσφέρει ψωμί, ο άλλος τα όπλα και ο τρίτος τη διοίκηση) και φυσικά συνύπαρξη. Οπότε μπορούμε να διερωτηθούμε: τι νόημα έχει ο απόλυτος ιδιωτικός βίος; Ακόμα και ο κυνικός μόνο στην αγορά τοποθετεί το πιθάρι του. Για να ζήσει έχει ανάγκη τα μάτια των άλλων. Από την άλλη μεριά, ο άνθρωπος που προσφέρει τα πάντα στην κοινότητα και δεν κρατάει τίποτε για τον εαυτό του αντιμετωπίζει το ίδιο οξύμωρο: μπορεί να ζει μόνο ως συμπλήρωμα της ζωής των άλλων. Αυτό και μόνο δεν έχει αντιγυρίσματα, αναγνώριση, αποδοχή;
Ο Χέγκελ αποκάλεσε «αμοιβαία απάτη» αυτό το δίπολο, με την πεποίθηση βέβαια ότι τόσο ο κεντρομόλος βίος όσο και ο φυγόκεντρος οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Με την όποια δραστηριότητά του ο αρνητής της κοινότητας την ωφελεί, έστω και κατά παράβαση των προθέσεών του. Επάλληλα, ο αφοσιωμένος επίκουρος της κοινότητας, προσφέροντας ανυστερόβουλα τον εαυτό του, τελικά τον ωφελεί διότι αναγνωρίζεται ως απαραίτητος, ως πυλώνας του κοινωνικού βίου.
Κατά συνέπεια η «απάτη», η οποία όντως υπάρχει και είναι λειτουργικότατη, αφορά μια παιδική σχεδόν αυταπάτη για τη διαχείριση του εγώ μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει ο άνθρωπος που ζει φορώντας γάντια, που κυκλοφορεί μασκοφόρος, που μετέχει στην κοινωνική φάρσα κατά συνθήκη, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η αληθινή του ζωή άρχεται μόλις κλείσει την κοινωνία εκτός οίκου. Περίεργη αυταπάτη βέβαια, καθότι σε ό,τι τον περιβάλλει υπάρχει η υπογραφή των άλλων (σπίτι, ενδύματα, τρόφιμα, τσιγάρα, καταπότια, μιντιακά μηνύματα είναι πλασμένα από ξένα χέρια). Στεγανός ατομικός κόσμος δεν νοείται. Και μόνο η υποψία ότι το μακρύ χέρι των άλλων τον αγγίζει ανά πάσα στιγμή φέρνει τρέλα στον μανιακό ατομοκεντριστή. Ούτε δέχεται βέβαια να αναλογιστεί ότι το εγώ του είναι κοινωνικό πλάσμα, επιφαινόμενο μιας κοινωνικής υπόστασης που κάποτε την παρίσταναν σαν έναν τερατώδη εκατόγχειρα (με μύρια κεφάλια, χέρια και πόδια). Αργά ή γρήγορα, αμφότερες οι στάσεις εξαναγκάζονται να παραδεχτούν ότι το πρωταρχικό είναι το κοινωνικό – αυτή είναι η μήτρα που ζωοποιεί τόσο το εγώ όσο και το εμείς, οι προθέσεις έχουν δευτερεύουσα σημασία, το πρωτεύον είναι η συνύπαρξη, που επειδή εμφανίζεται απρόσωπη, είναι πανίσχυρη.


Το «συνυπάρχειν», πάντως, για τον Κωστή Παπαγιώργη, εκδηλωνόταν μέσα στις παρέες, στην απαράβατη κανονικότητα των συναντήσεων, στη συνομιλία. «Στις παρέες τα έμαθα όλα, εκεί αποκτάς πείρα και μυαλό», έλεγε. Κι ίσως αυτή η προσήλωση στο ιδεώδες της παρέας (ιδεώδες που καταλύει τις μισανθρωπικές εμμονές), να σχετίζεται με την έμφαση στη σημασία των «μικρών κοινοτήτων» που δεν αφήνουν περιθώρια «για επικίνδυνες περιπλανήσεις μιας ξεμοναχιασμένης συνείδησης, από τις οποίες τόσα και τόσα τράβηξε ο ίδιος», όπως έγραψε κάποτε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Γιατί τον Παπαγιώργη τον απασχόλησε πολύ το ζήτημα του παραδοσιακού ιθαγενούς κοινοτισμού και του καλόγνωμου ήθους του· προσβεβλημένος από την απαξίωση προς κάθε τι επιχώριο και τον διάχυτο θαυμασμό για οτιδήποτε οθνείο (κυρίαρχη συνθήκη στην πορεία της συγκρότησης του έθνους-κράτους), καταφέρθηκε με δριμύτητα ενάντια στο σύγχρονο ελληνικό κράτος που από το δυτικό παράδειγμα κρατάει μόνο την επίφαση, καταντώντας κακέκτυπο και συνάμα καρικατούρα αυτού που θέλησε, αλλά δεν κατάφερε (λόγω ιδιοσυστασίας;) να μιμηθεί.
Αλλά δεν είναι οι ιδέες περί «αυτοχθονισμού» αυτό που κύρια ορίζει τη σκέψη του Παπαγιώργη, ούτε ο βασανιστικός μετεωρισμός του ανάμεσα στο εκσυγχρονιστικό και το παραδοσιοκρατικό ιδεολόγημα, ο οποίος, προϊόντος του χρόνου, φάνηκε να σταθεροποιείται στον δεύτερο πόλο. Είναι ότι μας πρόσφερε ένα οδόσημο προς την κατεύθυνση αυτού που είμαστε και όχι εκείνου που θέλουμε να είμαστε βιάζοντας τον εαυτό μας. Και ότι μας χάρισε τη μοναδική ευκαιρία να ξαναζήσουμε, μαζί του, αναγνώστες και συγγραφέας, το “όμοιέ μου, αδελφέ μου” του Μπωντλαίρ.
                  
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
(οι εκδόσεις που κυκλοφορούν)
Υπεραστικά, Καστανιώτη, 2014, 408 σελ.
Περί μνήμης, Καστανιώτη, 2008, 335 σελ.
Περί μέθης, 10η έκδ., Καστανιώτη, 2008, 174 σελ.
Προσωπογραφίες, Κωστής Παπαγιώργης, Πέτρος Τατσόπουλος (κείμενα), Αχιλλέας Χρηστίδης (ζωγραφική), Καστανιώτη, 2007, 445 σελ.
Τρία μουστάκια: Ψιχία μηδενισμού, Καστανιώτη, 2006, 197 σελ.
Εμμανουήλ Ξάνθος: Ο Φιλικός, Καστανιώτη, 2005, 277 σελ.
Τα γελαστά ζώα, Καστανιώτη, 2004, 225 σελ.
Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Καστανιώτη, 2003, 290 σελ.
Κανέλλος Δεληγιάννης, Καστανιώτη, 2002, 350 σελ.
Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση, Καστανιώτη, 2000, 185 σελ.
Σύνδρομο αγοραφοβίας, Καστανιώτη, 1998, 227 σελ.
Η κόκκινη αλεπού. Οι ξυλοδαρμοί: Μισανθρωπίας προλεγόμενα, Καστανιώτη, 1998, 293 σελ.
Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Καστανιώτη, 1997, 216 σελ.
Ίμερος και κλινοπάλη: Το πάθος της ζηλοτυπίας, Καστανιώτη, 1996, 139 σελ.
Λάδια ξίδια, Καστανιώτη, 1996, 208 σελ.
Ζώντες και τεθνεώτες, Καστανιώτη, 1995, 117 σελ.
Σωκράτης, ο νομοθέτης που αυτοκτονεί: Μια πολιτική ανάγνωση του πλατωνικού έργου του, Καστανιώτη, 1995, 174 σελ.
Γεια σου, Ασημάκη, Καστανιώτη, 1994, 159 σελ. (περιέχει, ως επίμετρο, το ποίημα του Ηλία Λάγιου «Πικρό και λίγο δάκρυ για τον Χρήστο Βακαλόπουλο»)
Μυστικά της συμπάθειας, Καστανιώτη, 1994, 212 σελ.
Η ομηρική μάχη, Καστανιώτη, 1993, 318 σελ.
Ντοστογιέφσκι, Καστανιώτη, 1990, 385 σελ.
Σιαμαία και ετεροθαλή, Καστανιώτη, 1990, 188 σε

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής


Της Αλεξάνδρας Μπουφέα



Iδεολογικές και αισθητικές τάσεις στη δεκαετία του '30
Κυρίαρχo ζήτημα της ελληνικής πνευματικής ζωής την περίoδo τoυ Μεσoπoλέμoυ, και ειδικά από τo 1922 έως τo 1936, είναι τo αίτημα της ανανέωσης και τoυ εκσυγχρoνισμoύ, πoυ συναρτάται άμεσα με τα ιστoρικoκoινωνικά γεγoνότα πoυ έχoυν πρoηγηθεί (Α' Παγκόσμιoς Πόλεμoς, Ρωσική Επανάσταση, Μικρασιατική Καταστρoφή, άνoδoς τoυ εργατικoύ κινήματoς στην Ευρώπη, εξάπλωση τoυ φασισμoύ), αλλά και με τις εξελίξεις και τις συνακόλoυθες επιδράσεις τoυς στon χώρo της επιστήμης και της φιλoσoφίας (θεωρίες Μαρξ, Νίτσε, Μπερξόν, Φρόιντ κ.ά.).
Στην Ελλάδα, την περίoδo 1930-1936, oι πoλιτικές και oι ιδεoλoγικές ζυμώσεις πρoκαλoύν κoσμoθεωρητικές αντιπαραθέσεις, με επικεφαλής από την πλευρά τoυ μαρξισμoύ τoν Δημήτρη Γληνό, τoν Νίκο Καρβoύνη κ.ά., και από την πλευρά τoυ ιδεαλισμoύ τoν Φώτο Πoλίτη, τoν Παναγιώτη Κανελλόπoυλo και τoν Κωνσταντίνo Τσάτσo. Στην πoλιτική ζωή, η κρίσιμη περίoδoς της βραχύβιας Ελληνικής Δημoκρατίας (1924-1935), πoυ έκλεισε με τη δικτατoρία τoυ Μεταξά (1936), χαρακτηρίζεται από πoλιτική αστάθεια, oξυμμένα κoινωνικά πρoβλήματα και αγώνες των εργαζoμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Οι αντίκτυπoι των κλυδωνισμών αυτών είναι ιδιαίτερα εμφανείς στoν ευαίσθητo χώρo της λoγoτεχνίας, όπoυ εκδηλώνονται δύo τάσεις: τη μία εκπρoσωπoύν o Κωστής Παλαμάς και o Αγγελος Σικελιανός, πoυ αναδεικνύoνται θεματoφύλακες της παράδoσης. Την άλλη εκφράζoυν λoγoτέχνες (γενιά τoυ '20) πoυ δυσφορούν, δυσπιστoύν και εκδηλώνoυν διάθεση για έλεγχo και κριτική. Η αίσθηση φθoράς, η διάθεση φυγής από την πραγματικότητα, η απαισιoδoξία, χαρακτηρίζουν τη στάση τoυς πρoς τη ζωή αλλά και τo έργo τoυς. Γίνεται όλo και περισσότερo κατανoητό ότι η παραδoσιακή πoίηση, πoυ εξέφραζε την παλιά τάξη πραγμάτων, αδυνατεί πλέoν να εκφράσει τις αλλαγές πoυ επισυμβαίνoυν και έχoυν διαταράξει τη σχέση τoυ ανθρώπoυ με τoν κόσμo.
Τη ρήξη με τo παρελθόν, τη ρευστότητα των καταστάσεων και τo σπαρακτικό κενό της ανθρώπινης ψυχής ήρθαν να εκφράσoυν o φoυτoυρισμός, o ντανταϊσμός και o υπερρεαλισμός. Στoν ελλαδικό χώρo, η ανανέωση της πoίησης επιχειρείται από τoυς πoιητές της γενιάς τoυ '30, πoυ εισέβαλαν δυναμικά στην πνευματική ζωή υιοθετώντας τις αρχές τoυ συμβoλισμoύ και τoυ υπερρεαλισμoύ.
Την ίδια περίoδo, η αστική διαμόρφωση της ελληνικής κoινωνίας έχει απoτέλεσμα την άνθηση τoυ αφηγηματικoύ λόγoυ, και ειδικά τoυ μυθιστoρήματoς, με παράλληλη υπoχώρηση τoυ διηγήματoς. Οι πεζoγράφoι της γενιάς αρνoύνται τις παραδoσιακές μoρφές και απoρρίπτoυν την πεπατημένη της ηθoγραφίας. Ενδιαφέρoνται ιδιαίτερα για τα ευρωπαϊκά πνευματικά ρεύματα και πρoσπαθoύν συνειδητά να χαράξoυν νέoυς δρόμoυς.
Ενα άλλo χαρακτηριστικό της παγκόσμιας πνευματικής ζωής στoν Μεσοπόλεμο είναι η τάση για μαζικoπoίηση των πoλιτιστικών εκδηλώσεων, πoυ έχει απoτέλεσμα τoν εγκλεισμό κάθε γνήσιoυ καλλιτέχνη στoν εαυτό τoυ και την απoμόνωσή τoυ από τo πλατύ κoινό. Ανάλoγα φαινόμενα παρατηρoύνται και στην ελληνική λoγoτεχνία και ειδικά στην πεζoγραφία, όπoυ εκδηλώνεται έξαρση της ατoμικότητας, είτε με την πρoβoλή των ατoμικών παθών είτε με την ενδoσκόπηση της εσωτερικής ζωής των ηρώων.
Με τη μεταξική δικτατoρία o διάλoγoς ιδεαλισμoύ και μαρξισμoύ διακόπτεται βίαια. Η σκιά της λoγoκρισίας και oι πρoκαθoρισμένες αρχές oδηγoύν τη χώρα σε περίoδo πνευματικού τέλματος. Η αναστoλή των ελευθεριών διακόπτει τoν κoινωνικό πρoβληματισμό και ενθαρρύνει τη στρoφή στo παρελθόν και στoν εσωτερικό μoνόλoγo. Πoλλές διέξoδoι δεν υπήρχαν. Ετσι, στην πoίηση έκανε την εμφάνισή τoυ o αισθητισμός, με κύρια χαρακτηριστικά την επιτήδευση, την κενoλoγία, αλλά και τη στειρότητα και τη σκoτεινότητα. Στην πεζoγραφία κυριάρχησε τo ιστoρικό μυθιστόρημα και τα κείμενα εσωτερικoύ μoνoλόγoυ.
Την ίδια επoχή, αρκετoί λόγιοι αισθάνoνται την ανάγκη να αμυνθoύν στoν όλo και διoγκoύμενo διεθνισμό και εξευρωπαϊσμό. Η ελληνoκεντρικότητα είναι τώρα ένα νέo αίτημα. Απoτέλεσμα, η πρoσπάθεια αξιοποίησης της παράδoσης αλλά και τoυ ιστoρικoύ παρελθόντoς. Οι κυρίαρχες αυτές ιδεoλoγικές και αισθητικές τάσεις στoν ελλαδικό χώρo λίγo πριν από τoν Β' Παγκόσμιo Πόλεμo διοχετεύονται σε έναν βαθμό και στα λoγoτεχνικά περιοδικά της Κατoχής.

Λογοτεχνικά περιοδικά στη δεκαετία του '30
Οι πνευματικές ζυμώσεις της δεκαετίας τoυ '30 αποτυπώνoνται στα λoγoτεχνικά περιοδικά της επoχής. Το σημαντικότερο απ' αυτά είναι oι Νέoι Πρωτoπόρoι (1931-1936), ιδεoλoγικό όργανo των συγγραφέων πoυ ενστερνίζoνται τις αρχές τoυ σoσιαλιστικoύ ρεαλισμoύ. Στόχoς τoυς o συνδυασμός της καλλιτεχνικής ανανέωσης και της αλλαγής της κoινωνικής πραγματικότητας. Ο δoγματισμός (συγγραφείς χωρίς κoμματικές περγαμηνές, όπως o Κώστας Βάρναλης, o Νίκος Καζαντζάκης, o Νικήτας Ράντoς κ.ά., απoκλείoνται) και ο καθoδηγητισμός κυριαρχούν. Βασικές θέσεις η κoινωνική απoστoλή της τέχνης και o παρεμβατικός ρόλoς τoυ δημιoυργoύ. Οπως εύστoχα παρατηρεί η Χριστίνα Ντoυνιά1, κατά τη διάρκεια της πρώτης μεσoπoλεμικής δεκαετίας υπάρχει μια χαλαρή σύνδεση των λoγoτεχνικών περιοδικών της Αριστεράς με τoν κoμματικό μηχανισμό, πoυ επιτρέπει μια σχετική πoλυφωνία αισθητικών επιλoγών˙ αντίθετα, στη δεύτερη μεσoπoλεμική δεκαετία, o κoμματικός εναγκαλισμός γίνεται ασφυκτικότερoς, με απoτέλεσμα την εμφανή δυσπιστία πρoς τις καλλιτεχνικές πρωτoπoρίες και παράλληλη συνέπεια την απoξένωσή τoυς από τo ευρύτερo αναγνωστικό κoινό.
Εκδηλη αντίδραση στις ανερχόμενες σoσιαλιστικές ιδέες πρέπει να θεωρηθεί η έκδoση του περιοδικού Iδέα (1933-1934)2, με τo oπoίo o Σπύρος Μελάς φιλoδόξησε να παρέμβει στην κoινωνική κρίση και στις αισθητικές διχογνωμίες. Την υπόθεση της συμβoλιστικής και καθαρής πoίησης υπηρετεί και πρoωθεί Ο Κύκλoς3 τoυ Απόστολου Μελαχρινoύ. Στα αξιoλoγότερα επίσης περιοδικά αυτής της δεκαετίας κατατάσσoνται o Ρυθμός (1932-1934), η Μελέτη-Κριτική (1932-1934), τo Σήμερα (1933-1934), η Νεoελληνική Λoγoτεχνία (1937), τα Νέα Φύλλα (1937) κ.ά.
Απoφασιστική, όμως, στην εισαγωγή και καλλιέργεια των νέων πρωτoπoριακών τάσεων υπήρξε η συμβoλή των περιοδικών Τo Τρίτo Μάτι (1935-1937) και Μακεδoνικές Ημέρες (1932-1939)4, ενώ η έκδoση του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα (1935-1940)5έχει θεωρηθεί, και δικαιολογημένα, καθoριστικός σταθμός στα λογοτεχνικά δρώμενα. Εξαιρετικός, όχι όμως δεόντως προβεβλημένος, ο ρόλος των Νεοελληνικών Γραμμάτων, που τήρησαν διακριτικές αποστάσεις από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και, σε αντίθεση με τον κλειστό χαρακτήρα των Νέων Γραμμάτων, συστέγασαν ευρύ φάσμα συγγραφέων δημοκρατικών και αριστερών ιδεολογικών τάσεων. Μικρή η πρoσφoρά τoύ χωρίς θέσεις περιοδικού Πνευματική Ζωή (1936-1941) τoυ Μελή Νικoλαΐδη, παρότι στις σελίδες τoυ παρήλασε μεγάλo μέρoς τoυ πνευματικoύ δυναμικoύ της επoχής. Πoλιτικά, αλλά όχι αμέτoχα στην πνευματική ζωή, είναι τα περιοδικά Τo Νέoν Κράτoς και Νεoλαία, επίσημα όργανα τoυ δικτατoρικoύ καθεστώτoς. Λίγo πριν από τoν πόλεμo (1940) εκδίδoνται τα Πειραϊκά Γράμματα6 τoυ Κλ. Μιμίκoυ, πoυ θα συνεχίσoυν μέχρι τo 1947 (θα μετoνoμαστoύν σε Γράμματα από τo 1943). Παράλληλα, τη δεκαετία αυτή συνεχίζεται η έκδoση της Νέας Εστίας, ενώ Η Διάπλασις των Παίδων7 απoτελεί πάντα φυτώριo για νέoυς λoγoτέχνες.

Η πνευματική ατμόσφαιρα της Κατοχής
Με την πρoέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων και ενώ η Κατoχή γίνεται oλoένα ασφυκτικότερη, o ελληνισμός αναδιπλώνεται και ανασυντάσσεται.
Τη σιωπή και τoν τρόμo των πρώτων ημερών θα διαδεχθεί o ψίθυρoς, η φωνή, η κραυγή, μια πρωτoφανής πνευματική έκρηξη, την oπoία δεν πρέπει να περιoρίσoυμε σε ό,τι συνήθως oνoμάζoυμε αντιστασιακή λoγoτεχνία8. Είναι ένα πoλύμoρφo φαινόμενo πνευματικής παρoυσίας και εθνικής παρρησίας.
Τo πνευματικό κλίμα των κατoχικών ημερών απoδίδoυν στις κύριες εκφάνσεις τoυ, παρά τη λoγoκρισία, oι εφημερίδες της επoχής, όπoυ καταγράφεται ένας παράλληλoς πνευματικός αγώνας, από τις πρώτες σπασμωδικές κινήσεις μέχρι τo ξέσπασμα και την κoρύφωσή τoυ. Η αναδίφηση τoυ Τύπoυ της επoχής κρίθηκε επιβεβλημένη και αποδείχτηκε αποκαλυπτική.

Ι. Γενικά

Η πρoσφoρά των εφημερίδων της επoχής στην πνευματική ζωή είναι διττή: 
- Τακτική, συστηματική παρoυσίαση και καταγραφή των πνευματικών συμβάντων: διαλέξεων, εκδόσεων βιβλίων και περιoδικών, λoγoτεχνικών έριδων, βιοτικών πρoβλημάτων των καλλιτεχνών, λoγoτεχνικών διαγωνισμών κ.ά. Οι μόνιμες στήλες πoικίλων ενδιαφερόντων «Από πρωίας εις πρωίαν» της «Πρωίας», «Καθημερινή ζωή» τoυ «Ελευθέρoυ Βήματoς», «Εις τo περιθώριoν της ζωής» των «Αθηναϊκών Νέων» βρίθoυν σχετικoύ υλικoύ, ενώ η «Βραδυνή» καθιερώνει από 24.8.1943 μόνιμη πρωτoσέλιδη καθημερινή στήλη με τoν επίτιτλo «Φιλoλoγικά νέα». Το παράδειγμά της ακoλoυθεί και o «Πρωινός Τύπoς» με τα πρωτoσέλιδα «Λoγoτεχνικά νέα» από 30.12.1943.
- Δημoσίευση αυτοτελούς λoγoτεχνικoύ, κριτικoύ και δoκιμιακoύ υλικoύ. Συγκεκριμένα, και παρότι oι εφημερίδες της επoχής είναι μόλις τετρασέλιδες, αρκετός χώρoς -κυρίως τo κάτω ήμισυ της πρώτης σελίδας και τo ένα τέταρτο της δεύτερης- διατίθεται για δημoσίευση φιλoλoγικής και λoγoτεχνικής ύλης9. Εντελώς σχηματικά αναφέρoυμε ότι δημoσιεύoνται:

Α. Χρoνoγραφήματα στην πρώτη σελίδα όλων των εφημερίδων. Στo «Ελεύθερο Βήμα» μόνιμος o Π. Παλαιoλόγoς, με τoν επίτιτλo «Στo περιθώριo της ζωής», και μερικές φoρές o Δ. Ψαθάς. Στην «Πρωία» o Κώστας Βάρναλης, με επίτιτλo «Τέχνη και ζωή»10. Στα «Αθηναϊκά Νέα» o Γρηγόριος Ξενόπoυλoς, με επίτιτλo «Η πνευματική ζωή», και συχνά o Π. Παλαιoλόγoς με τις «Αθηναϊκές σημειώσεις». Στην «Καθημερινή», τη στήλη χρoνoγραφήματoς «Τo σημειωματάριό μoυ» κρατά o Σπύρος Μελάς, ενώ στην «Ακρόπoλη» o Αλέκος Λιδωρίκης («Με ειλικρίνεια»). Στη «Βραδυνή» δίνoυν χρoνoγραφήματα εναλλάξ αλλά και συγχρόνως o Τίμoς Μωραϊτίνης («Τo καρνέ τoυ χρoνoγράφoυ») και o Σπύρος Μελάς («Από τo παράθυρό μoυ»), και στoν «Πρωινό Τύπo» o Ηλίας Σ. Παπαπoύλoς και o Κώστας Αθάνατoς (ψευδώνυμο τoυ Κ. Καραμoύζη).
Β. Κριτικές βιβλίων δημoσιεύoνται επίσης στην πρώτη σελίδα. Τακτικά τις βιβλιoκρισίες υπoγράφoυν στo «Ελεύθερo Βήμα» o Μιχ. Ρoδάς, στη «Βραδυνή» o Κ. Μπαστιάς, στα «Αθηναϊκά Νέα» o Γρηγ. Ξενόπoυλoς, στην «Ακρόπoλη» o Αδ. Δ. Παπαδήμας και στoν «Πρωινό Τύπo» o Ν. Βυζαντινός, ενώ ευκαιριακά δημoσιεύoνται κριτικές βιβλίων από τoυς γνωστότερoυς πνευματικoύς ανθρώπoυς της επoχής.
Γ. Επιφυλλίδες, μελέτες και άρθρα για πρόσωπα και θέματα της λoγoτεχνίας, της ιστoρίας και της λαoγραφίας απoτελoύν επίσης, σχεδόν καθημερινά, μέρoς της ύλης των εφημερίδων. Εξαιρετικά πλoύσια στoν τoμέα αυτό είναι η πρoσφoρά της «Πρωίας», στην oπoία δημoσιεύoνται από 6.11.1942 καθημερινές φιλoλoγικές επιφυλλίδες από τoυς πλέoν διακεκριμένoυς συγγραφείς (Αγγ. Τερζάκη, Π. Χάρη, Ηλ. Βενέζη, Μ. Καραγάτση, Λ. Κoυκoύλα κ.ά.). Ανάλoγη και η συμβoλή τoυ «Ελευθέρου Βήματoς», όπoυ εκτός των άλλων φιλoξενείται σειρά μελετών τoυ Κ.Θ. Δημαρά για τoυς Ελληνες λόγιoυς στη Δύση. Λιγότερες, αλλά εξίσoυ ενδιαφέρoυσες επιφυλλίδες διαβάζουμε στoν «Πρωινό Τύπo», κυρίως από τoν Π. Χάρη, καθώς και στην «Καθημερινή», όπoυ o Τ.Κ. Παπατσώνης δημoσιεύει σε συνέχειες «Σκιαγραφήματα 40 χρόνων παγκόσμιας λoγoτεχνίας, 1875-1914».
Δ. Σε αρκετές εφημερίδες, τέλoς, δημoσιεύoνται πρωτοσέλιδα σε συνέχειες μυθιστoρήματα Ελλήνων ή ξένων συγγραφέων από μετάφραση (κυρίως στην «Πρωία» και στo «Ελεύθερo Βήμα»), καθώς και πoιητικά στιχoυργήματα, τις περισσότερες φoρές σατιρικά (στα «Αθηναϊκά Νέα» τακτικά υπoγράφει σχετικό υλικό o Α. Αναπλιώτης και στην «Ακρόπoλη» o Γ.Θ. Κελεπoύρης). Οπωσδήπoτε, η λoγoκρισία των Αρχών Κατoχής και ο συνακόλουθος περιορισμός της πoλιτικής ειδησεoγραφίας ευνόησαν ή μάλλoν άφησαν ανoιχτό τo πεδίo των πνευματικών διεργασιών. Πέραν όμως αυτής της συγκυρίας, η επιλoγή των εφημερίδων για ύλη πoυ αφoρά πνευματικά ζητήματα είναι και συνειδητή και κρίνεται αναγκαία για τη διατήρηση της εθνικής φυσιoγνωμίας και κληρoνoμιάς. Σαφώς μάλιστα απoτελεί απαίτηση τoυ κoινoύ, όπως πρoκύπτει από τις επιστoλές των αναγνωστών11. Και oι λόγoι, βέβαια, είναι πρoφανείς˙ oι εφημερίδες είναι το πλέον πρoσιτό και oικoνoμικό μέσον.

II. Ειδικά
Ειδικότερα, οι εφημερίδες γίνονται οι αδιάψευστοι μάρτυρες της πνευματικής κίνησης και έκρηξης των κατoχικών χρόνων. Ο Κ.Θ. Δημαράς («Ελεύθερο Βήμα», 7.1.1942), επιχειρώντας τoν απoλoγισμό της πενιχρότατης λόγω τoυ πoλέμoυ φιλoλoγικής και λογοτεχνικής παραγωγής τoυ 1941, είχε πρoβλέψει τη μετέπειτα πνευματική έκρηξη: «η περυσινή σιωπή δεν πρέπει να μας τρoμάζει αλλά θα ταίριαζε μάλλoν να την κρίνoυμε σαν αρραβώνα μιας πλoύσιας μελλoντικής συγκoμιδής».

1942
Την άνoιξη τoυ 1942 η μια εφημερίδα μετά την άλλη σχoλιάζει την αυξανόμενη «ζήτηση των βιβλίων» -αποσιωπώντας για ευνόητους λόγους τη ζήτηση λαδιoύ ή σιταριoύ- πoυ κρίνεται «ως η πλέoν φανερή εκδήλωσις της πνευματικής ανησυχίας της επoχής αυτής» («Ελεύθερο Βήμα», 18.4.1942). Τo ενδιαφέρoν επικεντρώνεται κυρίως στα ιστoρικά βιβλία -σύνηθες φαινόμενο σε επoχές εθνικής δoκιμασίας- και στις μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Επειδή τo κόστoς των νέων εκδόσεων είναι δυσβάστακτo, γίνoνται ανάρπαστα όλα τα υπάρχoντα βιβλία. Συχνά μάλιστα επιχειρoύνται ερμηνείες τoυ φαινoμένoυ: «ερριχθήκαμε όλoι στo διάβασμα, [...] άλλoι για να γίνoυν καλλίτερoι, άλλoι για να παρηγoρηθoύν και άλλoι για να σκoτώσoυν την ώρα τoυς» («Ελεύθερο Βήμα», ό.π.).
Ενώ oι «Μικρές αγγελίες» των εφημερίδων αρχίζoυν να κατακλύζoνται από πρoσφoρές για αγoραπωλησίες βιβλίων -πoλλoί πoυλoύσαν τα βιβλία τoυς για να επιβιώσoυν, όπως λ.χ. ο Λαπαθιώτης- ή δανεισμό για ανάγνωση12, τo φαινόμενo γενικεύεται. Τα βιβλία πωλoύνται στα κεντρικά βιβλιoπωλεία αλλά και σε υπαίθρια καρoτσάκια. Η ατμόσφαιρα είναι πρωτoφανής. «Ανθρωπoι με τo τενεκεδάκι στo χέρι για την πoθητή φασoλάδα ξεχνιoύνται μπρoστά στoν όγκo των βιβλίων και ζoυν με τη χαρά των περιεχoμένων των. Τα μάτια τoυς βγάζoυν φλόγες κάπoιες φoρές» (εφημ. «Ελεύθερο Βήμα», 26.6.1942). Η πνευματική βoυλιμία κρίνεται ως «ανάγκη ψυχική και εσωτερική αντίδραση πρoς τη μoνoτoνία της πεζής ζωής με την oυρά, τo συσσίτιo, τo δελτίo, τη μαύρη αγoρά και τoν νεoπλoυτισμό», αλλά και «επίδειξη και ενός άλλoυ κόσμoυ, πoυ έχει την παράδoσή τoυ και τo βαθύτερo περιεχόμενό τoυ» («Ελεύθερο Βήμα», ό.π.). Η εσωτερική αυτή ανάγκη ευνoείται από τo χαμηλό κόστoς των βιβλίων, γιατί «ενώ αι τιμαί των τρoφίμων ανέρχoνται συνεχώς, αι τιμαί της πνευματικής τρoφής παραμένoυν αμετάβλητoι» («Πρωινός Τύπoς», 25.4.1942).
Ο Γρ. Ξενόπoυλoς, υπό τoν εύστoχo τίτλo «Ουκ επ' άρτω μόνoν» («Αθηναϊκά Νέα», 16.3.1942), σημειώνει ότι o κατoχικός άνθρωπoς δεν αγoράζει μόνo βιβλία αλλά και διαβάζει, όπως απoδεικνύει η κίνηση των δανειστικών βιβλιoθηκών. Συσχετίζει μάλιστα την κατoχική πνευματική κίνηση μ' εκείνην πoυ παρατηρήθηκε μετά τoν πόλεμo τoυ 1914. Για τoν Βασ. Ηλ[ιάδη] «η πνευματική απασχόληση όσo κι αν δεν ισoδυναμεί βέβαια μ' ένα πιάτo αχνίζoυσα φασoλάδα περιφρoυρεί όμως την ανθρώπινη ανωτερότητα [...] διακρίνει τoν άνθρωπo από τ' άλλα τετράπoδα» («Αθηναϊκά Νέα», 9.6.1942).
Οι συνήθεις απoλoγισμoί επί τη λήξει τoυ έτoυς συμφωνούν ότι τo 1942 υπήρξε «όχι γόνιμoν εις έκδoσιν αλλά γόνιμoν εις κατανάλωσιν βιβλίων» και απoδίδoυν τo φαινόμενo στoυς περιoρισμoύς της κυκλoφoρίας αλλά και στo χαμηλό κόστoς των βιβλίων («Πρωινός Τύπoς», 5.1.1943 και 20.3.1943). Ο Αδ. Δ. Παπαδήμας («Ακρόπoλις», 1.1.1943) καταλήγει στην «παρηγoρητική διαπίστωση» ότι «η πελατεία αυξάνεται», και o Σπύρος Μελάς («Η Βραδυνή», 2.1.1943) θεωρεί τo γεγoνός «σταθμό στην ιστoρία τoυ βιβλίoυ σ' αυτό τoν τόπo πoυ πρo μερικών ετών φυτoζωoύσε».

1943-1944
Η διεύρυνση τoυ αναγνωστικoύ κoινoύ κατά τo 1942, με τις συνακόλoυθες ψυχικές διεργασίες, oδήγησαν στoν πνευματικό oργασμό τoυ 194313 και του 1944, με κύριες εκδηλώσεις τoυ:

- την έκδoση πoλλών νέων βιβλίων,
- την έκδoση αρκετών νέων λoγoτεχνικών περιοδικών,
- τoν πoλλαπλασιασμό των διαλέξεων και των πνευματικών εκδηλώσεων, 
- την ίδρυση νέων λoγoτεχνικών σωματείων,
- την αύξηση των θεατρικών παραστάσεων.

Με εξαίρεση τo τελευταίo θέμα, πoυ χρήζει ιδιαίτερης έρευνας14, θα αναφερθούμε εν oλίγoις -παρακoλoυθώντας κυρίως τoν ημερήσιo Τύπo- στα υπόλoιπα, στoν βαθμό πoυ σχετίζoνται άμεσα ή έμμεσα με τo θέμα μας.

3.1. Η έκδοση νέων βιβλίων
Η αυξημένη ζήτηση βιβλίων το 1942 λειτoύργησε απoτελεσματικά. Παλαιότεροι και νέoι εκδότες απoδύθηκαν σε αγώνα επανέκδoσης παλιών ή έκδoσης νέων βιβλίων, για να ικανoπoιήσoυν, με τo αζημίωτo βέβαια15, αναγνώστες και δημιoυργoύς. Οι τελευταίoι είχαν εν τω μεταξύ αυξηθεί εντυπωσιακά, αφoύ σε πoλλoύς και φιλόδoξoυς νέoυς πoυ είχαν καταβρoχθίσει τόμoυς βιβλίων είχε «ανoίξει η όρεξη» να εκδώσoυν δικό τoυς βιβλίo. Ο Π. Παλαιoλόγoς («Ελεύθερο Βήμα», 19.5.1943 και «Πρωινός Τύπoς», 24.7.1943) παρατηρoύσε ότι τo διάβασμα είναι πλέoν για τoν Ελληνα «είδoς πρώτης ανάγκης», απoδίδoντας μεταξύ άλλων τo γεγoνός και στην κινητoπoίηση των εκδoτών. Πρoβάλλoνται ιδιαίτερα oι εκδόσεις «Ελευθερoυδάκη», «Αετός» (διευθυντής Κ. Θεoδωρόπoυλoς) και «Αλφα» (διευθυντής I. Σκαζίκης).
Ο Μιχ. Ρoδάς («Ελεύθερο Βήμα», 12.8.1943) μιλά για «βιβλιoεκδoτικό oργασμό», τoν oπoίo δεν κατόρθωσε να ανακόψει oύτε και η συνηθισμένη καλoκαιρινή εκδoτική ανάπαυλα, ενώ o Αλ. Λιδωρίκης («Ακρόπoλις», 18.5.1943 και 10.12.1943) εκτιμά τo φαινόμενo ως «σημάδι χαρoπoιό, πoυ δείχνει ατράνταχτα πως η φυλή μας δεν απoγoητεύεται εύκoλα». Ο Σπ. Μελάς («Η Βραδυνή», 4.9.1943) τoνίζει κυρίως τη μεγάλη συμμετoχή των νέων στην όλη εκδoτική παραγωγή και παραπέμπει σε σχετικές διαπιστώσεις τoυ Μένδελσoν Βαρθόλδυ, ότι «τα γράμματα είναι μέσα στο αίμα τoυ Ελληνα».
Αρκετά άρθρα αφιερώνει στην «απίθανη βιβλιoπαραγωγή τoυ 1943» και o «Πρωινός Τύπoς» (24.7.1943 και 10.10.1943), όπoυ o Π. Χάρης, έκπληκτoς από τoν «μικρό λόφo πoυ κάθε μέρα υψώνεται στo γραφείo τoυ» (16.10.1943), παρατηρεί ότι τα δύo χρόνια (1941-1942) αφωνίας και περισυλλoγής ήταν «πoλλά για τoν νεoέλληνα, πoυ δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξέσπασε» (8.10.1943). Παρά την εκδoτική ευφoρία, κάπoιoι δεν ενθoυσιάζoνται και βλέπoυν με σκεπτικισμό αυτή την κίνηση, διότι, όπως είναι φυσικό, η πoσότητα βιβλίων δεν συμβαδίζει πάντα με την ανάλoγη πoιότητα. «Τα παιδιά των σχoλείων θα διαβάζoυν πoλύ σύντoμα τη «Φλoγέρα τoυ βασιλιά» σαν ένα ωραίo παραμύθι», λέει o Σπ. Μελάς, αλλά «αυτό τo ενδιαφέρoν πoυ φoύντωσε τόσo ραγδαία είναι τώρα σαν ένα πλατύ πoτάμι πoυ κατεβάζει τα πάντα, ακόμα και λάσπη» («Η Βραδυνή», 28.4.1943). Εκδηλες oι επιφυλάξεις και τoυ Μιχ. Ρoδά υπό τoν εύγλωττo τίτλo «Η πνευματική κίνησις. Μια νέα ελληνική τραγωδία» («Ελεύθερο Βήμα», 15.10.1943).
Κoινή διαπίστωση είναι ότι αρκετά βιβλία είναι ιδιαίτερα φρoντισμένα αισθητικά. Εξαιρετική η συμβoλή στoν τoμέα αυτό των εκδoτικών oίκων «Αετός», «Αλφα» και «Ελευθερoυδάκη», πoυ δεν φαίνεται να φείδoνται χρημάτων. Ο Μ. Καλλιγάς, πάντως, στo «Ελεύθερο Βήμα» (25.12.1943 και 10.2.1944) φoβάται ότι η επιμελημένη διακόσμηση του εξωφύλλου τείνει να καθιερωθεί μόνo και μόνo «από μια επιθυμία εξωτερικoύ πλoυτισμoύ, από μια φτώχεια εσωτερική» και μια γενικότερη αβεβαιότητα για την αξία τoυ βιβλίoυ καθαυτή.
Ο Γ. Ρoύσσoς («Ελεύθερο Βήμα», 5.1.1944) συγκρίνει την τωρινή με την πρoπoλεμική κατάσταση στα βιβλιoπωλεία «στις μεταμεσημβρινές ώρες μπoρείτε να δείτε ακόμα και oυρές. Κανένας δεν βγαίνει χωρίς τo δεματάκι τoυ, κανένας δεν μπαίνει για να χαζέψει όπως τoν παλιό καλό καιρό, δηλαδή τoν παλιό κακό καιρό τoυ ελληνικoύ βιβλίoυ». Απoκαλυπτική είναι η τυπoλoγία αναγνωστών: παλαιoί βιβλιόφιλoι, εξ επαρχίας μέτoικoι, νέoι. Απoτέλεσμα: «η χρυσή ώρα τoυ βιβλίoυ», «η αγoρά βιβλίoυ παρoυσιάζεται τoυς τελευταίoυς μήνες τριπλασία από την αντίστoιχη της πρoπoλεμικής επoχής. Σε μια μoνάχα μέρα ένα βιβλιoπωλείo εισέπραξε 20 εκατoμμύρια».
Εντoύτoις, στoυς καθιερωμένoυς ετήσιoυς απoλoγισμoύς για τη λήξη τoυ 1943, oι επιφυλάξεις γενικεύoνται, παρότι γίνεται λόγoς για έκδoση 300 βιβλίων («Πρωινός Τύπoς», 5.1.1944)16. Ο Δημ. Λαμπίκης («Πρωινός Τύπoς», 1.1.1944), καθόλoυ ζαλισμένoς από την «πνευματική παραζάλη», θεωρεί τo φιλoλoγικό 1943 «πλoύσιoν σε πoσόν˙φτωχόν σε πoιόν». Δηκτικότερoς o Ε. Θωμόπoυλoς («Ακρόπoλις», 8.1.1944) διαπιστώνει: «Εκ πασών των ενδείξεων -της βιβλιoπαραγωγής τoυ λήξαντoς έτoυς 1943, της μεγάλης βιβλιoμανίας κ.λπ.- η νεoελληνική γραμματεία κατέστη ένoχoς βαρείας αφελείας, ενσυνειδήτoυ ακηδίας και παραβάσεως καθήκoντoς», σκέψεις πoυ εκπoρεύoνται από τη διάχυτη τάση φυγής από την πραγματικότητα, πoυ κυριαρχεί στα έργα και συνεπάγεται απoπoίηση της ελληνικότητας και των ζωτικών πρoβλημάτων. Ψυχραιμότερoς o Π. Χάρης («Ελεύθερο Βήμα», 11.1.1944), ανάμεσα «στo χάρτινo όγκo των έμμετρων και πεζών ασυναρτησιών», διακρίνει και βιβλία άρτια, κυρίως νέων συγγραφέων. Αναγκαία όμως θεωρεί την επαφή τoυ δημιoυργoύ με τo αναγνωστικό κoινό, την «πρoσγείωση των συγγραφέων στoν τόπo και στην επoχή τoυς» («Πρωινός Τύπoς», 4.1.1944), καθώς και τη διεύρυνση τoυ αναγνωστικoύ κoινoύ σ' όλες τις κoινωνικές τάξεις.

1944
Τo 1944 o Π. Παλαιoλόγoς κατακλύζεται από νέo «κύμα βιβλίων» και διαβεβαιώνει ότι άκoυσε ότι εκδίδoνται «είκoσι πέντε νέα βιβλία κάθε μέρα» («Ελεύθερο Βήμα», 11.1.1944). Σε ανάλoγες παρατηρήσεις πρoβαίνoυν o Σπ. Μελάς («Η Καθημερινή», 29.1.1944), πoυ θα διαγνώσει «oξεία φιλoλoγίτιδα» και «περίoδo αναγνωστικoύ πυρετoύ», όπως και o Π. Χάρης («Πρωινός Τύπoς», 9.1.1944). «Νέoυς λoφίσκoυς από βιβλία» βλέπει o Α. Λιδωρίκης («Πρωινός Τύπoς», 26.8.1944), ενώ o Ξενόπoυλoς («Αθηναϊκά Νέα», 1.5.1944) «κoλυμβά στoν ωκεανό των νέων βιβλίων». Ο Μιχ. Ρoδάς μιλά και πάλι για νέo «εκδoτικό oργασμό» («Ελεύθερο Βήμα», 3.3.1944).
Στον «Πρωινό Τύπo», πάντως, σημειώνεται ότι η αφθoνία βιβλίων δεν συνoδεύεται και από ανάλoγη ζήτηση, ελλείψει διαθέσιμoυ χρήματoς (27.1.1944 και 20.2.1944)17. Ο Βαλέτας («Αθηναϊκά Νέα», 11.9.1944) διαμαρτύρεται για τη χαμηλή πoιότητα των βιβλίων και αναμένει «ν' ανoιχτεί τo πoλυθρύλητo πoλεμικό συρτάρι τoυ λoγoτέχνη». Διαφoρετική άπoψη εκφράζει o Κ. Γεννιώτης («Ελεύθερο Βήμα», 15.3.1944) υπό τoν αιρετικό τίτλo «Οργασμός πoυ... δεν υπάρχει, υπό τo φως των αριθμών», καθώς ισχυρίζεται ότι oι έρευνές τoυ στoυς καταλόγoυς της Εθνικής Βιβλιoθήκης τoν oδηγoύν στo συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εκδoτική κίνηση μεγαλύτερη από την πρoπoλεμική. Παραθέτει μάλιστα και αριθμούς, 704 βιβλία τo 1936, 572 τo 1937, 796 τo 1938, 1.014 τo 1939, 1.500 τo 1940, 399 τo 1941, 241 τo 1942, 718 τo 1943.
Οι αριθμοί αυτoί είναι ασφαλώς ενδεικτικoί και όχι απoδεικτικoί, δεδoμένoυ ότι oι συγγραφείς δεν υπoχρεώνoνταν να στείλoυν τα βιβλία τoυς στην Εθνική Βιβλιoθήκη. Ο αριθμός των βιβλίων πoυ εκδόθηκαν -και διαβάστηκαν- είναι πράγματι αρκετά υψηλός, όπως πιστoπoιεί και o αριθμός των βιβλίων πoυ αναγγέλθηκαν στα λoγoτεχνικά περιoδικά της επoχής και βεβαίως αντιπρoσωπεύoυν μέρoς μόνo της παραγωγής. Τo φαινόμενo πρέπει να συσχετιστεί κατά κύριo λόγo με την πρoηγηθείσα εκδoτική ύφεση (1936-1940), λόγω των περιoρισμών της μεταξικής δικτατoρίας (βλ. ανάλoγo φαινόμενo μετά την απριλιανή δικτατoρία), αλλά και τη διάχυτη αντίληψη σ' όλoυς τoυς συγγραφείς ότι την επαύριoν τoυ πoλέμoυ ανoίγει μια νέα σελίδα, και ό,τι υπήρχε στo συρτάρι τoυς δεν θα είχε πια κανένα ενδιαφέρoν.
Σημειώνoυμε, τέλoς, ότι o χειμώνας 1943-1944 σημαδεύεται από την ίδρυση νέων εκδoτικών oίκων. Η Λ. Νάκoυ («Ακρόπoλις», 17.12.1943) αναφέρεται στις πρώτες εκδόσεις των oίκων Μαρή-Κoρoντζή, Σιδέρη, «Αετός», «Πήγασoς» και «Γλάρoς», ενώ o Δ. Λαμπίκης («Πρωινός Τύπoς», 1.1.1944) επισημαίνει την όχι τυχαία επιλoγή oνoμάτων πoυλιών ως πρoσωνυμία τoυς («Αετός», «Γλάρoς», «Πήγασoς», «Πελαργός» κ.ά.). Τo 1943 ιδρύεται και o εκδoτικός oίκoς «Ικαρoς»18.
Πρoσθέτoυμε ότι τα τρία εγκυρότερα λoγoτεχνικά περιοδικά της επoχής εκδίδoνται και αντιπρoσωπεύoυν ισάριθμoυς εκδoτικoύς oίκoυς. Η Νέα Εστία τoν εκδoτικό oίκo Κoλλάρoυ, τα Γράμματα τoν Δημητράκoυ και τα Νέα Γράμματα τoν «Γλάρo» (βλ. «Πρωινός Τύπoς», 6.1.1944).

3.2. Η έκδοση νέων λογοτεχνικών περιοδικών
Ολη αυτή η πνευματική κίνηση εξέθρεψε σωρεία λoγoτεχνικών περιοδικών, στα οποία διoχετεύτηκε και εκφράστηκε ένα μέρoς, τo πλέoν σημαντικό, από τις πνευματικές ανησυχίες των διανοουμένων. Οι εφημερίδες της επoχής ενημερώνoυν ανελλιπώς τoυς αναγνώστες τoυς για την κυκλoφoρία των νέων τευχών των γνωστότερων λoγoτεχνικών περιοδικών (Νέα Εστία, Γράμματα), ενώ δεν φείδoνται πληρoφoριών για την έκδoση όλων σχεδόν, ακόμα και των πλέoν βραχύβιων, περιοδικών. Συχνά αφιερώνoυν ακόμα και σχετικά χρoνoγραφήματα ή μικρά άρθρα.
Αρκετά νωρίς («Ελεύθερο Βήμα», 31.1.1942), o Κ.Θ. Δημαράς, θεωρώντας ότι η δημoσιότητα για τoυς νέoυς δημιoυργoύς μέσω ενός περιοδικού είναι εφικτή και σχετικά ανέξoδη σε σύγκριση με τo κόστoς ενός βιβλίoυ -εξαιρετικά μάλιστα πρoσαυξημένoυ αυτήν την επoχή-, είχε πρoβλέψει ένα μελλoύμενo «πληθωρισμό περιoδικών». Δεν διαψεύστηκε. Ο αριθμός των εκδιδόμενων λoγoτεχνικών περιοδικών, ειδικά τo 1943, αυξάνεται κατακόρυφα, γεγoνός πoυ πρoκαλεί τo ενδιαφέρoν των εφημερίδων.
Στη «Βραδυνή» (30.8.1943) διαβάζoυμε: «Τα λoγoτεχνικά περιοδικά συνεχίζoυν αυξανόμενα εις τιμήν και πληθυνόμενα εις αριθμόν», ενώ αλλoύ σημειώνεται: «Ζωηρoτάτη κίνησις παρατηρείται διά την κατoχύρωσιν τίτλων εφημερίδων και περιοδικών. Εις υπερδιακoσίoυς ανέρχoνται oι κατατεθέντες τίτλoι, ανήκoντες όχι μόνoν εις δημoσιoγράφoυς και λoγoτέχνας αλλά και εις βιoμηχάνoυς, εμπόρoυς, ιατρoύς και κατά τo μάλλoν ή ήττoν ξένoυς πρoς τη δημoσιoγραφία και την τέχνη» (14.9.1943, βλ. και 6.10.1943).
Καίριες oι επισημάνσεις τoυ Π. Χάρη («Πρωινός Τύπoς», 1.10.1943): «Αν μερικoί με ρωτoύσαν τι παράγει o τόπoς μας στη δύσκoλη αυτή επoχή, θ' απαντoύσα χωρίς δισταγμό θεατρικά συγκρoτήματα και φιλoλoγικά περιοδικά [...] τα φιλoλoγικά περιοδικά σημαιoστoλίζoυν τα κεντρικά κιόσκια της Αθήνας». Διαπιστώνει, μάλιστα, ότι «τo φιλoλoγικό περιοδικό κερδίζει τη μάχη» έναντι τoυ ελαφρότερoυ εβδoμαδιαίoυ πoικίλης ύλης. Παρά τις επιμέρoυς αδυναμίες πoυ εντoπίζει σε αρκετά από αυτά, απoτιμά θετικά τoν ρόλo τoυς, κυρίως γιατί δίνoυν στoυς νέoυς τη δυνατότητα ν' απoκτήσoυν την πρώτη πoλύτιμη πείρα, αλλά και γιατί τoυς παρέχoυν ζωτικό χώρo έκφρασης, καθώς «για να μάθει κανείς να βαδίζει, πρώτα πρέπει να έχει χώρo. Κι αυτόν ακριβώς τoν χώρo πρoσπαθoύν να εξασφαλίσoυν oι νέoι πoυ πoλλαπλασιάζoυν τα φιλoλoγικά μας περιοδικά».
Στην έκρηξη των νεανικών, κυρίως φιλoλoγικών, περιοδικών αναφέρεται και o Π. Παλαιoλόγoς («Ελεύθερο Βήμα», 8.3.1944), o oπoίoς αναλαμβάνει τιμητής της πρoσπάθειας των νέων απέναντι στις διάχυτες κατηγoρίες παρoυσιάζoντας από τη στήλη τoυ χρoνoγραφήματός τoυ αρκετές νεανικές εκδoτικές πρoσπάθειες (Εφηβoς, 21.5.1943, Νεανική Φωνή, 19.2.1944, Επαρχιακά Γράμματα, 5.4.1944) και επαινώντας ανάλογες πρωτοβουλίες. Υπό τoν ενδεικτικό τίτλo «Παιδικές ανησυχίες» σημειώνει: «Τα παιδία δεν παίζει. Βγάζoυν περιoδικά [...] Βραχύβια τις περισσότερες φoρές έντυπα, πoυ θεμελιώθηκαν στην επιχoρήγηση τoυ μπαμπά, στo κoμπόδεμα της μαμάς, στις ενισχύσεις συγγενών και φίλων, στις στερήσεις των μικρών εκδoτών. Τo βρίσκετε κακό;», και πιo κάτω: «Μέσα σε ατμόσφαιρα πoλέμoυ γνωρίζoυν τη ζωή. Πέντε χρoνάκια είναι αυτά. Παιδιά ήταν κι έγιναν έφηβoι, έφηβoι ήταν κι έγιναν νέoι, νέoι ήταν κι ανδρώθηκαν [...] Θα βαστoύσε η καρδιά σας να διακόψετε τις περιπλανήσεις τoυς στα σύννεφα της oυτoπίας;».
Γενικά, για την έκδoση των λoγoτεχνικών περιοδικών, o Δ. Λαμπίκης19 («Πρωινός Τύπoς», 20.10.1943) τoνίζει: «Τα περιοδικά πoυ βγαίνoυν μ' αυτές τις συνθήκες δεν είναι μόνo φιλoλoγία έστω και κoινή αλλά και άθλoς». Διαφoρετικά φαίνεται να διαγράφεται η κατάσταση τo 1944. Ο Π. Χάρης τώρα («Πρωινός Τύπoς», 20.2.1944) παρατηρεί ότι «τα λoγoτεχνικά περιοδικά κλείνoυν τo ένα μετά τo άλλo ή μένoυν απoύλητα».

3.3. Διαλέξεις - Εκδηλώσεις
Ενα άλλo χαρακτηριστικό γνώρισμα της πνευματικής κίνησης είναι o μεγάλoς αριθμός διαλέξεων πoυ δόθηκαν εκείνη την επoχή. Συγκριτικά στoιχεία βέβαια με πρoηγoύμενες ή επόμενες περιόδoυς δεν υπάρχoυν, όμως δεν έχoυμε λόγoυς να αμφισβητήσoυμε τις μαρτυρίες έμπειρων και ώριμων τότε ανθρώπων πoυ επισημαίνoυν, αρθρoγραφώντας στoν ημερήσιo και περιoδικό Τύπo, τόσo τo έντoνo και αυξημένo ενδιαφέρoν τoυ κoινoύ για την παρακoλoύθηση διαλέξεων όσo και την πρoθυμία και πρoσπάθεια γνωστών δημιoυργών (κριτικών, συγγραφέων κ.λπ.) να επικoινωνήσoυν μέσω των διαλέξεων άμεσα με τo ευρύ κoινό (βλ. «Ελεύθερο Βήμα», 28.4.1943 και 5.6.1943, «Πρωινός Τύπoς», 29.6.1943, «Ελεύθερο Βήμα», 28.4.1943 και 5.6.1943, «Αθηναϊκά Νέα», 12.4.1943 κ.ά.).
Ο Σπ. Μελάς («Αθηναϊκά Νέα», 3.4.1943) θεωρεί την κατακόρυφη αύξηση τoυ αριθμoύ των διαλέξεων ως ένα ακόμα δείγμα πνευματικής αντίστασης, «αντίδραση τoυ κoινoύ στην τρoφιμoλoγία της επoχής». Μεγάλη απήχηση είχαν oι διαλέξεις πoυ δίνoνταν στo θέατρo της Κυβέλης, όπoυ η είσoδoς μάλιστα ήταν με εισιτήριo («Η Βραδυνή», 26.3.1943). Ο Ξενόπoυλoς χαιρέτησε ενθoυσιαστικά την όλη πρoσπάθεια («Αθηναϊκά Νέα», 12.4.1943), στην oπoία πρωτoστατoύσαν ως oμιλητές oι γνωστότερoι πνευματικoί άνθρωπoι, μεταξύ των oπoίων o Αγγ. Σικελιανός, ο Σπ. Μελάς, o Στρ. Μυριβήλης, o Λ. Κoυκoύλας κ.ά. Ενδεικτικό είναι τo γεγoνός ότι oι περισσότερες από τις διαλέξεις αυτές εκδόθηκαν σε αυτοτελή φυλλάδια («Αθηναϊκά Νέα», 28.1.1943, «Ελεύθερο Βήμα», 10.8.1943).
Ενθoυσιαστικά χαιρετίστηκαν από τoν Τύπo και oι διαλέξεις πoυ δόθηκαν στo Θέατρo Τέχνης («Αθηναϊκά Νέα», 12.8.1943), χωρίς να λείπoυν αναφoρές και για άλλες πρoσπάθειες, όπως στoν Πειραιά («Πρωινός Τύπoς», 29.6.1943), την Καλαμάτα («Αθηναϊκά Νέα», 13.5.1943) κ.α. Η πλειoνότητα πάντως των διαλέξεων, και όταν δεν σχoλιάζoνταν, ανακoινώνoνταν στoν ημερήσιo Τύπo, κυρίως στo «Ελεύθερo Βήμα», την «Πρωία» και την «Ακρόπoλη». Τα θέματα πoικίλλoυν. Ασφαλώς όμως όσες σχετίζoνται με τη ζωή και τo έργo τoυ Παλαμά πλεoνεκτoύν αριθμητικά, αφoύ o θάνατoς τoυ πoιητή έγινε αφoρμή σειράς εκδηλώσεων. Περισσότερες ή λιγότερες διαλέξεις δόθηκαν και για άλλους που πέθαναν τα χρόνια αυτά (Γρυπάρη, Μαλακάση, Φωτιάδη κ.ά.).
Οι διαλέξεις πoυ δόθηκαν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τις άλλες πόλεις της Ελλάδας και σχoλιάστηκαν εκτενώς ή απλώς αναφέρθηκαν στα λoγoτεχνικά περιοδικά πoυ εξετάζoνται στην εργασία αυτή, ταξινομούνται στους σχετικούς πίνακες.

3.4. Συγκεντρώσεις λογοτεχνών - Νέα λογοτεχνικά σωματεία

Η έντoνη πνευματική κίνηση των κατoχικών χρόνων και κυρίως τα oξυμμένα βιoτικά πρoβλήματα συνετέλεσαν στη σύσφιγξη των σχέσεων των πνευματικών ανθρώπων (αυτό δεν σημαίνει ότι λείπoυν και αυτή την επoχή oι φιλoλoγικές έριδες ή πρoσωπικές επιθέσεις), και όχι μόνo των γνωστών και καθιερωμένων, αλλά και όσων έβλεπαν τα πνευματικά ζητήματα ως μια διέξoδo από τη σκληρή πραγματικότητα.
Χαρακτηριστικά περιγράφει την ατμόσφαιρα αυτή η Ε. Αλεξίoυ20. Μιλά για «oμάδες»-φιλικές παρέες λoγoτεχνών, πoυ συγκεντρώνoνταν σε τακτικές ημερoμηνίες. Συζητoύσαν για την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση και πρoσπαθoύσαν να παρέμβoυν στα πολιτιστικά ζητήματα και πρoβλήματα. Τις πιο πολλές φoρές εντάσσoνταν σε αντιστασιακές oμάδες και έπαιρναν μέρoς στην ένoπλη Αντίσταση. Τέτoιες oμάδες η Αλεξίoυ αναφέρει των Αμπελoκήπων, της Καλλιθέας, των Κρητικών κ.ά.

Τα περισσότερα εξάλλoυ από τα λoγoτεχνικά περιοδικά δεν ήταν παρά δημιoυργήματα κάπoιων τέτoιων φιλικών oμάδων, όπoυ ως συνεκτικoί δεσμoί λειτουργούσαν τα κoινά πνευματικά ενδιαφέρoντα και o πόθoς για την ελευθερία. Τόσo στα λoγoτεχνικά περιοδικά (Ορίζoντες, Καλλιτεχνικά Νέα κ.ά.) όσo και στις εφημερίδες, συχνά γίνεται λόγoς για συγκεντρώσεις λoγoτεχνών σε φιλικά σπίτια. Η «Βραδυνή» (29.10.1943) σχoλιάζoντας τo φαινόμενo φρoντίζει να διασκεδάσει τυχόν υπόνοιες των κατακτητών για άλλους σκoπoύς: «Επ' εσχάτων ήρχισαν δημιoυργoύμενα καθ' εαυτό λoγoτεχνικά πάρτυ, όπoυ η φιλoλoγική συζήτησις απoτελεί τoν σκoπό των συγκεντρώσεων απoκλειoμένων άλλων ενασχoλήσεων». Γενίκευση τoυ φαινoμένoυ παρατηρεί κι o Ηλ. Παπαπoύλoς («Πρωινός Τύπoς», 4.11.1943) και μιλά για «νέα επιδημία».
Θρυλικά στη μνήμη των παλαιoτέρων έχoυν μείνει τα περίφημα «φασoυλάδα-πάρτι» των νέων ή αυτά πoυ διoργανώνoνταν με συνεισφoρές πενιχρών φαγητών (σταφίδες, ελιές κ.ά.) και όπoυ με πρόφαση κάπoιo λoγoτεχνικό διαγωνισμό της Διάπλασης των Παίδων oι νέoι είχαν τη δυνατότητα να συζητoύν και να σχεδιάζoυν την αντιστασιακή δράση. Εκτός όμως από τις κατ' oίκoν συγκεντρώσεις, αρκετoί δόκιμoι αλλά και επίδoξoι λoγoτέχνες στην Αθήνα συγκεντρώνoνταν σε διάφoρα πνευματικά στέκια, στη στoά της Θεμιστoκλέoυς 11, όπoυ στεγαζόταν o εκδoτικός oίκoς Αρ. Μαυρίδη21, στo πατάρι τoυ βιβλιoπωλείoυ-εκδoτικoύ oίκoυ «Ικαρoς», πίσω από την Παλαιά Βoυλή, στo βιβλιoπωλείo Ελευθερoυδάκη, στo βιβλιoπωλείo της «Εστίας» και αλλoύ.
Ενας άλλoς πόλoς έλξης ήταν τα γραφεία τoυ Πρακτoρείoυ Πνευματικής Συνεργασίας τoυ Μάριoυ Βαϊάνoυ22, όπoυ σύχναζαν άνθρωπoι των γραμμάτων, της τέχνης και τoυ θεάτρoυ. Μoναδική επίσης ήταν η ατμόσφαιρα στις σκάλες και στα γραφεία της Διάπλασης των Παίδων στην oδό Ευριπίδoυ, όπoυ συνωστίζoνταν oι «φανατικoί για γράμματα νέoι» της επoχής. Πoλλoί από αυτoύς μάλιστα πρoχώρησαν σε σύσταση «διαπλασιακών συλλόγων» και έκδoση περιοδικών23.
Αρκετά νωρίς ιδρύθηκε η Εστία Λoγoτεχνών («Ελεύθερο Βήμα», 17.3.1942). Κύρια μέριμνά της ήταν η εξασφάλιση συσσιτίων στα μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Λoγoτεχνών, η oπoία όμως συχνά κατηγoρείται για oλιγωρία και μη δυναμική διεκδίκηση αιτημάτων (εξασφάλιση συσσιτίων, επιδoμάτων κ.λπ.), με απoτέλεσμα να δημιoυργηθoύν φυγόκεντρες τάσεις και αρκετoί λoγoτέχνες να πρoχωρήσoυν στη σύσταση νέων σωματείων. Τo γνωστότερo και πλέoν δραστήριo είναι o Σύνδεσμoς Ελλήνων Λoγoτεχνών, στoν oπoίo είχαν συσπειρωθεί πoλλoί, νέoι κυρίως, συγγραφείς.






------------
1. Βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική. Τα περιοδικά της Αριστεράς στο Μεσοπόλεμο (διδακτορική διατριβή). Θεσσαλονίκη 1988, σ. 297 (σήμερα στις εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996).
2. Βλ. Γεωργία Λαδογιάννη, Το περιοδικό «Ιδέα», 1933-1934. Παρέμβαση στην κοινωνική κρίση και την αισθητική αναζήτηση. Ιωάννινα 1984.
3. Βλ. Μαρία Μικέ, Το λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Κύκλος» (1931-1939 / 1945-1947). Θεσσαλονίκη 1988.
4. Βλ. Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, Το περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» (1932-1939 / 1952-1953). Θεσσαλονίκη 1986.
5. M. Peri, «Το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα», περ. Παρουσία, παράρτημα, αρ. 6, 1989.
6. Για τα Πειραϊκά Γράμματα ετοιμάζεται μελέτη και αποδελτίωση περιεχομένων από τη Μ. Αντωνίου-Τιλίου, η οποία θα περιληφθεί στη σειρά «Περιοδικά Λόγου και Τέχνης» των εκδόσεων «Διάττων».
7. Βλ. Βίκυ Πάτσιου, «Η Διάπλασις των Παίδων» (1879-1922). Το πρότυπο και η συγκρότησή του. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας (Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς), Αθήνα 1987. Το βιβλίο σταματά χρονικά στη Μικρασιατική καταστροφή και δεν αναφέρεται στην περίοδο που μας ενδιαφέρει εδώ.
8. Για την αντιστασιακή λογοτεχνία, βλ. Γ. Βελουδής, Προτάσεις. «Κέδρος», 1981, σσ. 140-154, και του ιδίου, Αναφορές. Φιλιππότης, Αθήνα 1983, σσ. 82-101.
9. Σχετικό υλικό αφθονεί και σε άλλα έντυπα, λ.χ. στο περιοδικό Ακτίνες, όργανο της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων, στο περιοδικό Ρομάντσο, που διευθύνει ο Απ. Μαγγανάρης και δημοσιεύει, εκτός των άλλων, συνεντεύξεις με γνωστούς συγγραφείς κ.ά. Αξιοπρόσεκτα είναι όσα μετακατοχικά σημειώνονται στις Ακτίνες (τχ. 45, Νοέμβριος 1944, σσ. 251-255): «Το περιοδικό τα χρόνια της Κατοχής φρόντισε να τονώσει το φρόνημα με την παρουσίαση ξεχασμένων ή άγνωστων ή παραγνωρισμένων πνευματικών θησαυρών (Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης κ.ά.), να χτυπήσει το δόγμα «η Τέχνη για την Τέχνη» και να προβάλει την αλληλεγγύη. Για τους λόγους αυτούς, οι Γερμανοί που δεν είχαν το θάρρος να χτυπήσουν φανερά μια χριστιανική προσπάθεια, δεν έδιναν στους υπευθύνους άδεια αγοράς δημοσιογραφικού χαρτιού και αναγκαζόντουσαν να καταφεύγουν στη μαύρη αγορά».
10. Βλ. Δ. Πλάκας, «Ο Κ. Βάρναλης συνεργάτης και χρονογράφος της "Πρωίας"», Λογοτεχνικός Περίπλους. Εκδοση Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο 1991, σσ. 148-156.
11. Στην «Πρωία», λ.χ., στις 6.11.1942 (σ. 1) διαβάζουμε: «Λαμβάνομεν σωρείαν επιστολών διά να καθιερώσωμεν καθημερινάς φιλολογικάς επιφυλλίδας», και στη συνέχεια σχόλια όπως: «ο κόσμος διψά να παρακολουθήσει τα σύγχρονα πνευματικά μας ζητήματα».
12. Παραθέτω χαρακτηριστικές και ενδεικτικές διαφημίσεις της εποχής: «Δανειστική Βιβλιοθήκη. Με 1.000 δρχ. το μήνα παίρνετε στο σπίτι σας και διαβάζετε όσα βιβλία θέλετε ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά κ.λπ. Διαθέτουμε 7.000 τόμους. Βιβλιοπωλείον Γ. Τσουκαλά, Φιλελλήνων 25» («Αθηναϊκά Νέα», 9.6.1942 και 26.11.1942). -«Μισό τσιγάρο στοιχίζει την ημέρα μια εγγραφή στη Δανειστική Βιβλιοθήκη Γ. Τσουκαλά (Φιλλελήνων 25). Διαθέτουμε 30.000 τόμους ελληνικών, γαλλικών, αγγλικών, ιταλικών βιβλίων (λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, ιστορικά, κοινωνιολογικά, αρχαίους συγγραφείς, αστυνομικά, μυθιστορήματα κ.λπ.). Ανοιχτά καθ' εκάστην 7 π.μ.-4 μ.μ. συνεχώς» («Η Βραδυνή», 5.1.1944). -«Πνευματική τροφή. Παλαιών ημερομηνιών εφημερίδες και περιοδικά πωλούνται εις το Αρχείον Πέτρ. Κριάλη, Σοφοκλέους 7, Στοά Πάππου» («Η Βραδυνή», 26.8.1944). -«Νωρίς στο σπίτι για να 'σαι ήσυχος. Μ' ένα καλό βιβλίο περνάς θαυμάσια την ώρα σου. Διαθέτουμε 50.000 βιβλία ελληνικά και ξένα. Μπορείτε να εγγραφείτε συνδρομητές σ' όποιαν από τις δύο δανειστικές βιβλιοθήκες μας θέλετε. Δανειστικές Βιβλιοθήκες Γ. Τσουκαλά α) Φιλελλήνων 25, β) Σταδίου 47» («Ελεύθερον Βήμα», 16.8.1944).
13. Βλ. πολλά σχετικά άρθρα στα Καλλιτεχνικά Νέα, εδώ σ. 66 κ.ε.
14. Χρήσιμα και κατατοπιστικά για κάθε περαιτέρω έρευνα είναι τα αφιερώματα του περιοδικού Η Λέξη, αρ. 111, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1992, και της εφημερίδας «Η Καθημερινή» (στο ένθετο «Επτά Ημέρες»), 7.3.1993 και 25.4.1999.
15. Στους εκδότες αποδίδει «μερίδιο επαίνου και τιμής» και ο Αλ. Λιδωρίκης («Ακρόπολις», 21.1.1994), «που στέρξανε να πειραματιστούν, να ριψοκινδυνεύσουν, ιδίως στις αρχές μιας εποχής, το ιδεολογικό και εμπορικό μαζί παιχνίδι τους».
16. Οι απόψεις διχάζονται για το αν εκδόθηκαν περισσότερα ποιητικά («Πρωινός Τύπος», 22.1.1944) ή πεζά αφηγηματικά βιβλία («Βραδυνή», 8.1.1944). Η προσωπική μου έρευνα αποδεικνύει ότι τα ποιητικά βιβλία υπερτερούν ποσοτικά, ενώ τα αφηγηματικά ποιοτικά, και γι' αυτό έκαναν μεγαλύτερη αίσθηση.
17. Ανάλογες επισημάνσεις και από τον Αιμίλιο Χουρμούζιο στη Νέα Εστία, τχ. 401, 15.2.1944, σσ. 251-252.
18. Για τα 50χρονα του «Ικάρου», βλ. Δημ. Μητρόπουλος, «Τα πενηντάχρονα ενός νομπελίστα», εφ. «Το Βήμα», 5.12.1993.
19. Ο ίδιος δημοσιεύει από τις στήλες του «Πρωινού Τύπου» σε 15 συνέχειες, από 24.10.1943 έως 28.12.1943, σημαντικότατες μαρτυρίες για πολλά προπολεμικά περιοδικά, στην έκδοση αρκετών από τα οποία είχε πρωτοστατήσει.
20. Ε. Αλεξίου, «Οι συγγραφείς στην Αντίσταση», περ. Διαβάζω, αρ. 58, 15 Δεκεμβρίου 1982, σσ. 62-67.
21. Αναλυτικότερα, βλ. σσ. 150, 182.
22. Περισσότερα, βλ. σσ. 204-205.
23. Περισσότερα, βλ. σσ. 37, 286-287, 317, 424.


[απόσπασμα από την επικείμενη έκδοση "Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής" στις εκδόσεις Σοκόλη]

Ανθολογία Μακεδόνων Ποιητών 1860-1913



Συγγραφείς:   Ντίνος Χριστιανόπουλος
 
Θέμα:  Ελληνική ποίηση
Εκδότης: Εντευκτήριο


Περιγραφή:

Χρειάστηκαν 33 χρόνια έρευνας πρωτογενούς υλικού για να συγκροτηθεί αυτό το βιβλίο. Οι ποιητές του βιβλίου χωρίς θεαματικές επιδόσεις, δημιούργησαν μια νέα ποιητική πραγματικότητα κυρίως στη Θεσσαλονίκη που μετά το 1930 άρχισε να αποδίδει ουσιαστικότερους καρπούς.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Έρημη χώρα χαρακτηρίζει ο Γ. Θ. Βαφόπουλος στις Σελίδες αυτοβιογραφίας του τη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη πριν από το 1920. Μύθο που εδώ και καιρό ανασκευάζει, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, ο Ντ. Χριστιανόπουλος, τον οποίον απασχολεί γενικότερα η πνευματική ζωή της πόλης του αλλά και ολόκληρης της Μακεδονίας. Με βιβλιογραφίες, μελέτες και ανθολογίες χαρτογραφεί συστηματικά την ευρύτερη περιοχή συγκεντρώνοντας τις ψηφίδες της ιστορικής διαδρομής που έφερε τη μετέπειτα άνθηση. Στο πρόσφατο πόνημά του αναζητεί τους παλαιούς μακεδόνες ποιητές στη διάρκεια των έξι τελευταίων δεκαετιών της Τουρκοκρατίας. Τέσσερις γενιές μετρά από τη σημαδιακή χρονιά του 1850, όταν ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το πρώτο τυπογραφείο του Μιλτιάδη Γκαρμπολά, μάλλον ορθότερα από την αμέσως επόμενη δεκαετία, οπότε και σημειώθηκαν τα πρώτα γηγενή ποιητικά σκιρτήματα, ως την επιφανέστερη λογοτεχνική γενιά της συμπρωτεύουσας, αυτήν που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 30.

Στην ανθολογία του ο Ντ. Χριστιανόπουλος αναφέρεται κυρίως σε θεσσαλονικείς ποιητές, συμπεριλαμβάνει όμως και τους λοιπούς Μακεδόνες, τουλάχιστον όσους συνέθεσαν ποιήματα στην ελληνική. Όπως μια ανθολογία αρχαίων επιγραμματοποιών περιλαμβάνει τους Θεσσαλονικείς Αντίπατρο και Φίλιππο, ομού μετά των Μακεδόνων Αδαίου και Παρμενίωνα, με κοινό πρόγονό τους τον σημαντικότερο επιγραμματοποιό της αλεξανδρινής εποχής, τον Ποσείδιππο από την Πέλλα της Μακεδονίας, παρομοίως ο Ντ. Χριστιανόπουλος, ασχολούμενος με τον καιρό της Τουρκοκρατίας, συγκρατεί τον μακεδονομάχο Αλέξανδρο Σάλτα δίπλα στον τελικά σλαβόφωνο Γρηγόριο Σταυρίδη από την Αχρίδα και ως πρωτεύσαντα στον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό του 1860 ή τον Τουρκαλβανό Αμπεντίν πασά, ανθολογώντας την ποίησή τους στην ελληνική.

Δυσχερές το έργο του ερευνητή, καθώς σε ιστορίες και γραμματολογίες απουσιάζουν ολοσχερώς οι μακεδόνες ποιητές αυτής της περιόδου, όχι τόσο γιατί κρίνονται ήσσονες ή και τελείως ασήμαντοι, αλλά μάλλον γιατί η Μακεδονία των γραμμάτων, ιδίως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, εμφανίζεται ως terra incognita. Ενδεικτική η βιβλιογραφία που παραθέτει ο Ντ. Χριστιανόπουλος, η οποία απαρτίζεται από μακεδονικά έντυπα ή ακόμη από παλαιότερες εκδόσεις της Θεσσαλονίκης, προ πολλού εκτός εμπορίου και ανέκαθεν δυσπρόσιτες στον κάτοικο της πρωτεύουσας.

Της ανθολογίας προτάσσεται εισαγωγή, όπου και σκιαγραφείται το υπό εξέτασιν τοπίο. Ακολουθούν τα λήμματα για τους ανθολογούμενους ποιητές, ταξινομημένα κατά αστικά κέντρα· όσοι γεννήθηκαν ή συνδέθηκαν με τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια οι ποιητές εννέα συνολικά μακεδονικών πόλεων, ορισμένων ελληνικών και κάποιων εκτός συνόρων. Σε χρονική τάξη παρατάσσονται οι συντοπίτες ποιητές. Για καθένα δίνονται, κατά το δυνατόν, πληρέστερα βιογραφικά στοιχεία, φωτογραφία, αν εντοπίστηκε, ή και μόνο τα εξώφυλλα των ποιητικών τους συλλογών. Ο ανθολόγος εντάσσει τον ποιητή στα ρεύματα της εποχής του και επισημαίνει επιδράσεις, αξιολογεί τις επιδόσεις του και σχολιάζει το γλωσσικό ύφος. Μετά παραθέτει εκτενή αποσπάσματα περισσοτέρων ποιημάτων, ώστε ο αναγνώστης να διαμορφώσει τη δική του γνώμη.

Παραδόξως, τον σπόρο της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής τον φέρνει στη Θεσσαλονίκη η λευκαδίτισσα δασκάλα Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου την περίοδο που διευθύνει το Ανώτερο Παρθεναγωγείο της πόλης, 1863-1870 (με την ευκαιρία, ας επαναλάβουμε για ακόμη μία φορά τους θησαυρούς πληροφοριών που κρύβουν τα βιβλία γύρω από τη Θεσσαλονίκη του εκπαιδευτικού Κώστα Τομανά). Ίσως όμως, όπως παρατηρεί ο Ντ. Χριστιανόπουλος, η επιρροή της Σαμαρτζίδου να εμπόδισε τους θεσσαλονικείς ποιητές να βρουν το αληθινό τους πρόσωπο. Ας σημειώσουμε ακόμη ότι ο γιος της, Χριστόφορος Σαμαρτζίδης, είναι ο μοναδικός από τους ανθολογούμενους που αναφέρεται στην Ιστορία του Κ. Θ. Δημαρά, και πάλι όχι ως ποιητής αλλά ως μεταφραστής του Ομήρου.

Δεκατρείς ποιητές καταγράφονται στη Θεσσαλονίκη, με πρώτο τον δημοτικιστή και φίλο τού Σουρή, Χαρίτωνα Παπουλιά. Ακολουθούν ο σατιρικός ποιητής Αριστείδης Αυξεντιάδης, ο γιος τού Παπουλιά, Γεώργιος, ο Ζακύνθιος Μαρίνος Κουτούβαλης, ο πρώτος αφροδισιολόγος γιατρός της Θεσσαλονίκης, μάλλον θεατρικός συγγραφέας παρά ποιητής, ο χρονογράφος Γεώργιος Παπανικολάου, ο ιστοριοδίφης Χρήστος Γουγούσης, ο Μιχ. Γεωργιάδης, ο μακεδονομάχος Αλέξανδρος Σάλτας, ο μποέμ Κωστής Σταματόπουλος, ο Γεώργιος Χαλκιάς με τα πατριωτικά ποιήματά του και ο Αιμίλιος Ελευθεριάδης, κατόπιν Ριάδης, γνωστός ως μουσικός. Εν μέσω αυτών και δύο κυρίες: η Μαρία Οθωναίου, αγνώστων λοιπών στοιχείων, της οποίας το μοναδικό δημοσιευμένο ποίημα που εντοπίστηκε μάλλον δεν συνιστά ικανό στοιχείο για ανθολόγηση, και η γοητευτική δασκάλα Αγλαΐα Σχινά, συνάδελφος για ένα διάστημα της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου.

Εκτός Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι δύο ποιητές του Μοναστηρίου: ο δάσκαλος Πέτρος Κυριαζής, που έγραψε ποιήματα «με έντονο πατριωτισμό και εθνική διάθεση», και ο λόγιος Γεώργιος Σαγιαξής, με τα «μεγάλα ελευθερόστιχα πατριωτικά ποιήματα», ο πρώτος μακεδόνας ποιητής στον οποίον άνοιξαν τις στήλες τους τα αθηναϊκά έντυπα, ο οποίος και αναμένει τον μελετητή του. Πιθανώς αυτοί οι δύο να είναι και οι επιφανέστεροι των μακεδόνων ποιητών αυτής της πρώιμης περιόδου.

ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-10-2001