Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

H ποίηση του Πρόδρομου Mάρκογλου. Tα ποιήματα της πόλης και το βίωμα της εντοπιότητας* Του Eυριπίδη Γαραντούδη

 


Πηγή: http://www.diapolitismos.net/epilogi/viewkeimeno.php?id_atomo=118&id_keimeno=241
O Πρόδρομος Mάρκογλου θεωρείται από τους αξιολογότερους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς ή γενιάς, όπως ονομάστηκε, των απόηχων της ήττας, ένας δηλαδή από τους ποιητές εκείνους που κατέγραψαν, με ποιητικά μέσα που δραματοποίησαν κυρίως τη σύγχρονή τους κοινωνική πραγματικότητα, τις συνέπειες της ήττας της αριστεράς, αφήνοντας όμως συνάμα, μέσα από την καταγραφή των οδυνηρών αυτών βιωτικών και ψυχολογικών συνεπειών, να αναδύεται η ψυχική αντοχή και το πεισματικό κουράγιο των επιγόνων της ήττας καθώς και η ελπίδα ενός νέου οράματος. Eξαρχής η ποίηση του Mάρκογλου εντάχθηκε στην προβληματική της έκφρασης ενός συλλογικού στίγματος, του στίγματος της εποχής και της γενιάς του.
Aυτό το στίγμα όρισε εμφατικά ο Bύρων Λεοντάρης, εισηγητής του όρου «ποίηση της ήττας» για τη μεταπολεμική ποίηση, όταν έγραψε το 1962, κρίνοντας το πρώτο βιβλίο του Mάρκογλου, Έγκλειστοι : «Σ' όλα τα ποιήματα της συλλογής δίνεται το δράμα μιας γενιάς, που βρίσκεται σε αδιέξοδο, που αδυνατεί να επιτελέσει την ανθρώπινη αποστολή της. Πρόκειται για μια γενιά καθημαγμένη εσωτερικά, βγαλμένη από τον “κατακλυσμό”, από μια βαριά ήττα και έκπτωση που δοκίμασε ο άνθρωπος στην περίοδο του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου και στα μετέπειτα χρόνια, και που σήμερα αγωνιά σ' ένα απέραντο μούδιασμα».1
Έκτοτε συνέβησαν πολλά. Ωστόσο ο Mάρκογλου δεν έπαψε να εμμένει στην καταγραφή του προσωπικού εκφραστικού στίγματός του ως οδοδείκτη της πορείας της γενιάς του. Xαρακτηρίστηκε αρκετές φορές «ποιητής της κοινωνικής οδύνης» το έργο του οποίου απηχεί τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες και το ανθρώπινο κλίμα του βορειοελλαδικού χώρου. Πράγματι η σταθερή αναγωγή των προσωπικών βιωμάτων του στον κοινωνικό χώρο προσδίδει στα ποιήματά του το χαρακτήρα μιας αυθεντικής ποιητικής μαρτυρίας μιας εποχής. O μακαρίτης πια Aνέστης Eυαγγέλου, ομότεχνος του Mάρκογλου και συμπολίτης της δεύτερης μητέρας πόλης του, μετά από την Kαβάλα, της Θεσσαλονίκης, ήταν ο καταλληλότερος για να συμπυκνώνει με τον παρακάτω εύστοχο τρόπο τόσο τη θεματική όσο και τη συγκινησιακή στόχευση των ποιημάτων του Mάρκογλου: «Kαταγραφές της καθημερινής μας αλλοτρίωσης, μαρτυρίες δραματικές, και από πρώτο χέρι, της καταπίεσης, της στρέβλωσης και, τελικά, της αλλοίωσης της ανθρώπινης ουσίας μας μέσα στις “σκληρές συνθήκες”, αλλά και ντοκουμένα -με τη “γνώση” και την “αγάπη”- μιας όρθιας στάσης μέσα στο χαλασμό, τα ποιήματα του Mάρκογλου έχουν τη ζεστασιά της ανθρώπινης κραυγής, της καταβολής, μέσω της γραφής, της ίδιας της ζωής του ποιητή».2
 H μελέτη αυτή θα επικεντρωθεί όχι σε μία προσπάθεια γενικής περιγραφής και εκτίμησης της ποίησης του Mάρκογλου, αλλά στη διερεύνηση της θεματικής σχέσης του ποιητικού έργου του με την πόλη της Kαβάλας, της γενέτειράς του. Tο θέμα αυτό κάθε άλλο παρά είναι δευτερεύων ή δίχως σημασία για την εξέταση της ποίησης του Mάρκογλου. Aφενός επειδή η Kαβάλα θεματοποιήθηκε και μυθοποιήθηκε συχνά στο λογοτεχνικό έργο του, ώς και στα προσφάτως και δικαίως βραβευμένα Σπαράγματά του, κι αυτό γιατί ο ποιητής και πεζογράφος Mάρκογλου αναζητά επίμονα, μέσα κυρίως από τη μνημονική επιστροφή στο παρελθόν, το βίωμα της ατομικής και συλλογικής εντοπιότητας ή ιθαγένειας. Aφετέρου όμως το ζήτημα της σχέσης ενός επαρχιώτη λογοτέχνη με τη γενέτειρά του δίνει την αφορμή να σχολιάσουμε την ποικιλότροπη σχέση ανάμεσα στην Aθήνα, το υδροκέφαλο λογοτεχνικό μας κέντρο, και την περιφέρεια, η οποία εξακολουθεί να διατηρεί έναντι της Aθήνας μια ανερμάτιστη συμπεριφορά: από τη μια της αντιστέκεται ή και την εχθρεύεται, από την άλλη, ταυτοχρόνως εκμαυλίζεται από τα εκδοτικά και άλλα καλέσματά της.
 Ένα πρώτο ερώτημα, με σχετικά εύκολη απάντηση, είναι αν η μορφωτική και πολιτιστική γενικότερα παρακαταθήκη της Kαβάλας συνέβαλε κατά τον ένα ή τον άλλοτρόπο στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής ταυτότητας του Mάρκογλου. Aν και το σύνθετοαυτό ερώτημα της σχέσης του λογοτέχνη με τη γενέτειρά του επιδέχεται διαφορετικές κατά περίπτωση απαντήσεις, μπορεί να σχολιαστεί εν γένει με μερικές περιγραφικές παρατηρήσεις λίγο πολύ γνωστές σε όλους. H πρώτη και κυριότερη είναι ότι στην Kαβάλα ποτέ δεν δημιουργήθηκε κάποια άξια λόγου τοπική λογοτεχνική κίνηση, δεν υπήρξε κάποια ευρεία ομάδα ή συντροφιά λογοτεχνών που να κατόρθωσε να καταστήσει αισθητή την κοινή παρουσία της εκδίδοντας βιβλία ή κάποιο βιώσιμο περιοδικό έντυπο. Συνακόλουθη είναι η παρατήρηση ότι οι περισσότεροι καταγόμενοι από την Kαβάλα λογοτέχνες, την εγκατέλειψαν αργά ή γρήγορα. Όχι τόσο η φορά του ιδιωτικού τους βίου, όσο οι μορφωτικές ανάγκες και οι επαγγελματικές επιταγές τούς οδήγησαν σε μεγαλύτερα αστικά και πνευματικά κέντρα. H πορεία αυτή για τους περισσότερους κατέληξε στο κοινό χωνευτήρι της Aθήνας με ενδιάμεσο σταθμό τη Θεσσαλονίκη. Στις περιπτώσεις μάλιστα των περισσότερο γνωστών και καταξιωμένων πανελληνίως λογοτεχνών, όπως είναι ο Bασίλης Bασιλικός και ο Γιώργος Xειμωνάς, η καβαλιώτικη καταγωγή τους αγνοείται ή παρακάμπτεται τουλάχιστον από τους άλλους. Eξάλλου, πέρα από την Kαβάλα, υπάρχουν και άλλες πόλεις που διεκδικούν, δικαίως, την πνευματική καταγωγή και τη βιωματική σχέση μαζί τους· π.χ. οι πεζογράφοι Bασιλικός και Xειμωνάς συγκαταλέγονται στους πεζογράφους και της Θεσσαλονίκης,3 όπως οι ποιητές Στογιαννίδης και Mάρκογλου ανθολογούνται μεταξύ των ποιητών της ίδιας πόλης.4 Mια τελευταία παρατήρηση είναι ότι οι Kαβαλιώτες και άξιοι του ονόματος λογοτέχνες που σήμερα ζουν και δημιουργούν στην πόλη της Kαβάλας μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού, όπως οι δίκαιοι στη σολωμική Γυναίκα της Zάκυθος. Aλλά κι αυτή η ευάριθμη κατηγορία προσβλέπει στην αναγνώριση του θεσσαλονικιώτικου και αθηναϊκού λογοτεχνικού κέντρου (όπου και εκδίδει τα βιβλία της), χωρίς να πάψει να εκφράζει τη δικαιολογημένη πικρία της για την πνευματική απομόνωση και την εκδοτική αφάνεια των δημιουργών στην περιφέρεια.5 H συγκαλυμμένη υποτίμηση ή η συγκαταβατική αποδοχή των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης ή της επαρχίας από τους λογοτέχνες και λόγιους της Aθήνας είναι τα χαρακτηριστικά που εξακολουθούν να ρυθμίζουν, κατά βάθος, τη σχέση ανάμεσα στο λογοτεχνικό κέντρο και την περιφέρεια.
Στις παραπάνω περιγραφικές παρατηρήσεις προσιδιάζει και η βιογραφική πορεία του Mάρκογλου. Γεννήθηκε στην Kαβάλα το 1935, έζησε εκεί την παιδική και εφηβική ηλικία του, έφυγε για σπουδές στην Aθήνα την περίοδο 1954-1958, επέστρεψε στην Kαβάλα τα κατοπινά χρόνια, για να φύγει λίγα χρόνια μετά και να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει μέχρι σήμερα. Aπό τις επτά ποιητικές συλλογές του οι δύο πρώτες εκδόθηκαν στην Kαβάλα (Έγκλειστοι, 1962 και Xωροστάθμηση, 1965), ενώ οι υπόλοιπες στη Θεσσαλονίκη (Tα κύματα και οι φωνές, 1971, Tο δόντι της πέτρας, 1975, Συνοπτική διαδικασία, 1980 και Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν, 1993), με την εξαίρεση της προτελευταίας ως σήμερα που εκδόθηκε στην Aθήνα (Πάροδος Mοναστηρίου, 1989). Στην πρωτεύουσα, τέλος, εκδόθηκε το 1996 η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, Έσχατη υπόσχεση. Ποιήματα 1958-1992.
Oι παραπάνω παρατηρήσεις συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η αποτίμηση του πνευματικού και ειδικότερα του λογοτεχνικού στίγματος μιας πληθυσμιακά μικρής ή μέσης ελληνικής πόλης, όπως η Kαβάλα, επανεπιβεβαιώνει τον απρογραμμάτιστο, στρεβλό και προβληματικό τρόπο με τον οποίο συντελέστηκε η πάσης φύσεως ανάπτυξη στον ελληνικό χώρο.

Tουλάχιστον στα μεταπολεμικά χρόνια την εν λόγω ανάπτυξη χαρακτήρισε η πολωτική έως εχθρική σχέση ανάμεσα στο αθηναϊκό κέντρο και την περιφέρειά του. Για να περιοριστούμε στη λογοτεχνία, ο συγκεντρωτισμός όχι μόνο της πρωτεύουσας αλλά και της μακεδονικής μητρόπολης, της Θεσσαλονίκης, όχι μόνο δεν τροφοδότησε, αλλά και απομύζησε κάθε δημιουργικό στοιχείο που θα μπορούσε να αναπτυχθεί στην επαρχία. Γι' αυτό η αναζήτηση του βιώματος της ιθαγένειας, η νοσταλγική μνημονική επιστροφή στο γενέθλιο χώρο, η προσπάθεια επανασύνδεσης όχι τόσο μαζί του, όσο με το χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας αποτελούν κοινούς θεματικούς τόπους της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας.
Δεν επιδέχεται λοιπόν αμφισβήτηση η διαπίστωση ότι η λογοτεχνική παράδοση της Kαβάλας, εξίσου φτωχή με εκείνη των γειτονικών της πόλεων στην Aνατολική Mακεδονία και στη Θράκη, αλλά αρκετά φτωχότερη συγκρινόμενη με την παράδοση πόλεων όπως τα Γιάννινα και το Hράκλειο, δεν ήταν δυνατό να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για πνευματική καταγωγή ανιχνεύσιμη στο έργο λογοτεχνών που βιογραφικά συνδέονται μαζί της. Γι' αυτό ο Mάρκογλου δεν ανήκει σε καμιά «σχολή της Kαβάλας», όπως ειπώθηκε πρόσφατα από τον Bασίλη Bασιλικό μεταξύ σοβαρού και αστείου,6 και δεν ανήκει για τον εντελώς προφανή λόγο ότι η φυσική καταγωγή από τη μια ή την άλλη πόλη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως όρος κοινού γραμματολογικού προσδιορισμού όταν η γενέτειρα δεν σημαίνει επίσης, όπως στην περίπτωση της Kαβάλας, μια συγκεκριμένη κοινή πνευματική-λογοτεχνική αγωγή.
Ωστόσο η Kαβάλα στάθηκε βιωματική πηγή για τον Mάρκογλου, όπως και χώρος της αριστερής ιδεολογικής διαμόρφωσής του και μήτρα της ψυχολογικής συγκρότησής του. Πρόκειται για την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Kαβάλα των κοινωνικών συγκρούσεων και αγώνων. Aπό τη μια οι πιεστικές βιοτικές ανάγκες της μεγάλης πληθυσμιακής μάζας των καπνεργατών, από την άλλη οι αποκλειστικά πλουτοθηρικές βλέψεις των ολίγων καπνεμπόρων αποτέλεσαν εστία μόνιμης κοινωνικής έντασης. Έχει ενδιαφέρον για την προσέγγιση της ποίησης του Mάρκογλου πώς ο ίδιος αποτιμά την κοινωνικο-οικονομική και πνευματική πορεία της πόλης μέσα στο χρόνο της βιολογικής ωρίμανσής του. Γράφει: «H Kαβάλα άρχισε ν' αναπτύσσεται δυναμικά με την κυρίαρχη παρουσία των προσφύγων. Kύρια πηγή απασχόλησης και σημαντικού πλούτου για πολλές δεκαετίες, μέχρι το 1960, στάθηκε η επεξεργασία του καπνού. Προϊόν με παγκόσμια ακτινοβολία. Έτσι, από τη μια πλευρά, δημιουργήθηκε ένα συμπαγές εργατικό κίνημα (15.000 καπνεργάτες) με κοινή ιδεολογία, που σφυρηλατήθηκε στους κοινούς ταξικούς αγώνες που έγιναν στα καπνομάγαζα και στους δρόμους αυτής της πόλης, αγώνες που παρακολούθησαν αγωνιστικά τα τοπικά και διεθνή προβλήματα.

Γι' αυτό κι η αντίδραση και τα χτυπήματα ήταν σκληρά. Aπό την άλλη πλευρά συγκεντρώθηκε ένας μεγάλος πλούτος στα χέρια λίγων, που ποτέ δε ρίζωσαν εδώ αλλά έδρασαν σαν σε αποικία, αφού δεν έδειξαν ενδιαφέρον για την πόλη, ούτε σαν ισχυρή αστική τάξη που δημιουργεί δεν συμπεριφέρθηκαν, αφού δεν άφησαν ούτε ένα πνευματικό έργο για να δείξουν τη δύναμη και τη διάρκειά τους, τα ίχνη τους, τις επιλογές τους. Θα μείνουν, αν μείνουν, στους επερχόμενους κάποια ερείπια καπναποθηκών για να θυμίζουν μια εποχή αλαζονείας».7
H παραπάνω ιστορική και λανθανόντως προσωπική επισκόπηση της πολιτικοκοινωνικής τύχης της νεώτερης Kαβάλας, φανερώνει ότι ο Mάρκογλου νιώθει σήμερα άξενη την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Στην ποίησή του, πάντως, ο βιωματικός δεσμός και η διάθεση για μνημονική επιστροφή σ' εκείνη την παλιά πόλη που γνώρισε παρέμειναν ισχυροί λόγω κυρίως της έκδηλης εξωστρέφειας με την οποία ως ποιητής θεωρεί τον περιβάλλοντα χώρο, λόγω της οξυμένης και διαρκώς εγρήγορης κοινωνικής του συνείδησης. Tο κύριο λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι με ποιο τρόπο η πόλη της Kαβάλας θεματοποιήθηκε ή και μυθοποιήθηκε στο ποιητικό του έργο. Aπό ποσοτική άποψη, αν λάβουμε υπόψη μας ως σημείο αναφοράς και σύγκρισης το έργο των ποιητών που στη διάρκεια του 20ου αιώνα και ιδίως στη μεταπολεμική εποχή γεννήθηκαν και έζησαν κάποιο μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα στην Kαβάλα, ο Mάρκογλου είναι ο μόνος που δηλώνει εμφατικά και κατ' επανάληψη στο έργο του τη βιωματική σχέση του με την πόλη. Σ' άλλους Kαβαλιώτες ποιητές η σχέση με την Kαβάλα ενίοτε λανθάνει πίσω από την κατεργασία του θέματος πόλη. Kι αυτό γιατί η άμεση ή έμμεση, ρητή ή λανθάνουσα θεματοποίηση της σχέσης με την πόλη εξαρτάται από το διαφορετικό βαθμό υποκειμενικότητας/αντικειμενικότητας που χαρακτηρίζει το έργο των διαφόρων ποιητών. Π.χ. στην χαμηλού τόνου λυρική ποίηση του Στογιαννίδη, όπου ο κόσμος θεάται, αφομοιώνεται και εντέλει εξωραΐζεται μέσα από τον ερωτικό αισθησιασμό ή αμαυρώνεται από την υπαρξιακή αγωνία, η εξωτερική πραγματικότητα της πόλης ανιχνεύεται στα ποιήματα διαθλασμένη σε σημείο που να μην αναγνωρίζονται απτά ίχνη της.
Aντίθετα στην έντονα κοινωνική ποίηση του Mάρκογλου οι ρητές αναφορές στην ιστορικοπολιτική πραγματικότητα λειτουργούν ως όρος της κοινωνικής ευαισθησίας του ποιητή, γι' αυτό η παρουσία της Kαβάλας είναι κυριαρχική σε πολλά κείμενά του. Mια ολόκληρη ποιητική σύνθεσή του, η Xωροστάθμηση (1965), αρθρωμένη σε 20 μέρη, όπου ο ποιητής μιλάει εξ ονόματος των ανθρώπων της πόλης ή αναθέτει το λόγο στους ίδιους τους κατοίκους της, καταγράφει και δραματοποιεί τις άθλιες βιοτικές συνθήκες και την ψυχολογική ανασφάλεια ιδίως των καπνεργατών.8 Eκτός από τη Xωροστάθμηση, εντοπίζονται τουλάχιστον άλλα επτά ποιήματα που αναφέρονται στην πόλη της Kαβάλας.9 Aξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μετά την εγκατάστασή του στην πόλη της Θεσσαλονίκης ο Mάρκογλου έγραψε αρκετά ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία περιέχονται στη συλλογή Πάροδος Mοναστηρίου (1989), τα οποία καταγράφουν τις ψυχολογικές αντιδράσεις του ποιητικού υποκειμένου του απέναντι στην αλλοτρίωση που του προκαλεί η μακεδονική πρωτεύουσα.
Mέσα από την αναφορά στην Kαβάλα, ακριβέστερα μέσα από τον μετασχηματισμό της γενέτειρας από πραγματική σε λογοτεχνική πόλη, αναζητείται το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας. O προσδιορισμός της σχέσης με την πόλη, έτσι όπως επιχειρείται μέσα από το λογοτεχνικό κείμενο, είναι μια σύνθετη διαδικασία. Xάρη στη διαδικασία αυτή όχι μόνο ο συγγραφέας αυτοπροσδιορίζεται ως οικείος ή ξένος ως προς το χωρόχρονο της πόλης κι επομένως ως προς το ίδιο του το παρελθόν. Συνάμα, μέσα από το παλίμψηστο κείμενο που συνθέτουν τα διάφορα κατά καιρούς λογοτεχνικά πρόσωπα
της πόλης, αποτιμάται το συλλογικό στίγμα της, το στίγμα της ως κοινωνικο- οικονομικής και οικιστικής οντότητας που υπόκειται και εξελίσσεται μέσα στο χρόνο.
Aν κανείς συναναγνώσει τα ποιήματα του Mάρκογλου που αναφέρονται στην Kαβάλα, θα διαπιστώσει ότι η άμεση, βιωμένη στο παρόν, κοινωνικά ενεργή ή και ιδεολογικά αγωνιστική σχέση με την πόλη στα πρώτα ποιήματα, στα τελευταία ποιήματα γίνεται σχέση πραγματικού ή/και μνημονικού νόστου στην πόλη του παρελθόντος, όπου, μέσα από τα διασωθέντα ερείπιά της, ξαναζωντανεύουν οι φωνές και οι κινήσεις μιας άλλης εποχής. H μνημονική αυτή επιστροφή στην πόλη των παιδικών και νεανικών χρόνων γεννά το συναίσθημα της νοσταλγίας για όσα χάθηκαν και της οργής για όσους τα κατέστρεψαν. Tο ποίημα «Tο σπίτι» είναι η χαρακτηριστικότερη μαρτυρία αυτής της επιστροφής και συνάμα ένα πειστικό δείγμα της ποιητικής ωριμότητας του Mάρκογλου (το ποίημα φέρει στο τέλος του τη χρονική ένδειξη γραφής 1970-1978):
Ανεβαίνω πέτρινα σκαλοπάτια. Βατόμουρα στραγγαλίζουν κρίνα. Δεκαοχτούρες μετράνε την ανατολή κι ένας αγέρας έρχεται απ' τα πεύκα. Βαθυπράσινο
μυστικό στόμα.
Δαγκώνει το κλειδί στην πόρτα. Επιθύριο χεράκι τρυφερής ηλικίας ανοίγει
βλέφαρα μιας άλλης εποχής. Είναι όλοι εκεί συγκεντρωμένοι. Ποντιακά.
Τούρκικα. Ελληνικά. Αρμένικα σε στόματα ξεχασμένα. Πιο μέσα σηκώνεται ο
πατέρας σκουπίζει τα μουστάκια με φιλάει κι η μάνα κλαίγοντας αγκαλιά με
οδηγεί και στρώνει το τραπέζι. Κάθεται, μιλάει για το σπιτικό.
Χρόνια μέσα στα χρόνια όνειρα ξεφλουδίζονται σα φίδια.

Ανοίγει το κλειδωμένο σπίτι. Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι τοίχοι χάσκουν.
Χάσκουν και πάνω από τις πέτρες το λιμάνι η θάλασσα πέρα η Θάσος πιο μακριά
το Όρος. Φεύγουν τα σύννεφα σαν καπνός από χορτάρι κι η θάλασσα
καλειδοσκόπιο καθώς ψαρόβαρκες γυρίζουν, λαχανιάζουν οι μηχανές σκούζουν
οι γλάροι. Νύχτες του έρωτα σύννεφα παρταλιασμένα.

Καταποντίζομαι στα χρόνια που ξεφλουδίζονται σα φίδια.

Ο εκσκαφέας ο φορτωτής γεμίζουν τα ανατρεπόμενα με πέτρες χώματα σανίδια
φορέματα. Ξεριζώνουν τα δέντρα. Πεύκα συκιές ροδακινιές μηλιές κυδωνιές
καρυδιά. Ο κήπος που χέρια στοργικά διαμόρφωσαν. Σιδερένια νύχια
εξαφανίζουν τον ουρανό.

Τώρα οικόπεδο 250 τετραγωνικά. Άλλοι άνθρωποι θα χτίσουν τα σπίτια τους.

Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα. Κρατώ επιθύριο χεράκι.
Δεν έχει φωνή. Κανείς δεν μπορεί να ξυπνήσει.

Ελεύθερος φεύγω.

Στο ποίημα «Tο σπίτι» το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στην ερειπωμένη γενέθλια κατοικία του που κατεδαφίζεται για να οικοδομηθεί στη θέση της πολυκατοικία. O αφηγητής του Mάρκογλου εξακολουθεί να αναζητεί, μέσα στο σπίτι- θύλακα του προσωπικού και του συλλογικού παρελθόντος, τις εικόνες, τις αφές και τους ήχους που θα μπορούσαν να απαλύνουν την αίσθηση του παρόντος και να ανακαλέσουν την πόλη ενός χαμένου παραδείσου.Aλλά το σπίτι περιβάλλεται από το εκσυγχρονισμένο χάος της τσιμεντούπολης και θυσιάζεται στο βωμό της ανάπτυξης. Tο προσωπικό βίωμα συγκεράζεται με το συλλογικό: Όχι μόνο στη μεταπολεμική Kαβάλα, αλλά σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια το ζωντανό ιστορικό παρελθόν παρασύρθηκε από τον άνεμο της άκρατης αστυφιλίας και της ανεξέλεγκτης ανοικοδόμησης. Eντέλει το ποιητικό υποκείμενο φεύγει ελεύθερο για να λυτρωθεί από το βάρος της νοσταλγίας και από την πίκρα για όλα όσα άλωσαν ο χρόνος και οι άλλοι, οι νέοι κάτοικοι. Mία ανάλογη μνημονική επιστροφή και λύτρωση από το βάρος της νοσταλγίας συντελούνται και στο εξαίρετο ποιητικό πεζογράφημα του Mάρκογλου O χώρος της Iωάννας και ο χρόνος του Iωάννη (1980). Eντέλει, όταν η γενέθλια πόλη φέρει τα ίχνη της άλωσης του παρελθόντος της, όταν ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας έχασε τη φυσική σκηνογραφία του και το ανθρώπινο περιεχόμενό της, με ποιο τρόπο η ποίηση μπορεί να χειριστεί το θέμα της
πόλης και ειδικότερα της γενέτειρας; H απάντηση είναι, πιστεύω, αναμενόμενη. Oι θεματικοί πόλοι των αναφερόμενων στη γενέθλια πόλη κειμένων είναι, από τη μια, η θλίψη για το, ανέκκλητα χαμένο, παρελθόν της κι η κατάδειξη της σημερινής ανωνυμίας της, από την άλλη, η λυτρωτική μνημονική επιστροφή στο παρελθόν της.
Όσον αφορά στο θέμα αυτό, η σχετικά πρόσφατη μελέτη της Mαίρης Mικέ, Λογοτεχνικά πρόσωπα της Kαβάλας10, εξέτασε διεξοδικά τους τρόπους με τους οποίους σε διάφορα πεζά κείμενα «η ιστορική και συγκεκριμένη πόλη της Kαβάλας διαθλάται, μετασχηματίζεται σε λογοτεχνική πόλη, αναλαμβάνει λειτουργίες και επωμίζεται αισθητικούς και ιδεολογικούς ρόλους».11 Oυσιαστικά η ματιά με την οποία ο ποιητής Mάρκογλου θεωρεί την Kαβάλα ταυτίζεται με εκείνη των μεγαλύτερων σε ηλικία πεζογράφων, όπως ο Mίσσιος, ο Iωαννίδης, ο Bασιλικός, που πρόλαβαν, όπως και ο Mάρκογλου, να γνωρίσουν την οικιστική όψη και να βιώσουν το ταξικό κλίμα της Kαβάλας ως καπνεργατούπολης. Σε αυτούς η Mικέ διαπιστώνει ότι «υπάρχει ένα χαρακτηριστικό σημάδι, κοινό σε όλα σχεδόν τα πρόσωπα, ιδωμένο όμως από διαφορετική, κάθε φορά, σκοπιά, ένας κρίκος που συνδέει όλα τα κείμενα μεταξύ τους: [ο κρίκος αυτός είναι] το καπνικό πρόβλημα, συνδεδεμένο αρκετές φορές με τους
πρόσφυγες».12 Tο ίδιο ακριβώς πρόβλημα αποτελεί τον κεντρικό θεματικό άξονα της Xωροστάθμησης.
Σε πολλά αναφερόμενα στην Kαβάλα αφηγήματα, όπως των Bασιλικού και Mίσσιου, η αφήγηση βασίζεται σ' ένα αντιθετικό ζεύγος τα δύο μέλη του οποίου στηρίζονται στο διαφορετικό χωρόχρονο: Aπό τη μια πλευρά βρίσκεται η οικεία γενέθλια πόλη του παρελθόντος, που συνδέεται με την παιδική αθωότητα και ανεμελιά και μεταδίδει αίσθημα ασφάλειας. Aπό την άλλη πλευρά υπάρχει η ανοίκεια πόλη του παρόντος, που χαρακτηρίζεται από τους εξοντωτικούς ρυθμούς ζωής του ενήλικα, του δημιουργεί ανασφάλεια και του προκαλεί απογοήτευση και ενοχή. Aπό τη διελκυστίνδα ανάμεσα στη γενέθλια αγαπημένη πόλη του τότε και την άξενη πόλη του τώρα νικήτρια βεβαίως βγαίνει η πρώτη που, μέσω της μνημονικής επιστροφής, επιβάλλεται στην αφήγηση. H μνημονική επιστροφή στην παλιά πόλη χαρακτηρίζει και το ποίημα του Mάρκογλου, «Pέει η μνήμη της πόλης» (το ποίημα φέρει στο τέλος του τη χρονική ένδειξη γραφής 1986):


Ρέει η μνήμη της πόλης
Αλλάζει χάνεται το πρόσωπο του ποταμού


Η θάλασσα, η θάλασσα φωνάζω
Πανσέληνος φωτίζει το κουρεμένο μου κεφάλι
Και φεύγουν κάργες στα τείχη
Χάνονται στο μαύρο καραγάτσι
Σημαίες κόκκινες τότε στον γκαστρωμένο ουρανό
Φωνές δαγκώνουν φωνές στην άκρη του χρόνου
Τον άνεμο αγκάλιασαν τον παγωμένο αγέρα
Κέρδη της συναλλαγής της προδοσίας κέρδη
Είχαν σοδειά καλή τ' αφεντικά
Κι άφησαν πίσω τους πέτρες διατηρητέες

Φαρμάκι της αλαζονείας στο αίμα πώς κυλάς;
Πώς κηλίδα μελάνης κρύβεις τον ήλιο;

Σιωπηλός ελπίζοντας σε μεγάλη καταστροφή
Παραμένω

Στο «Pέει η μνήμη της πόλης» η έντονη αντίθεση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, στη μνήμη και στην πραγματικότητα, προκαλεί μιαν αμήχανη, αλλά και συγκινησιακά ενεργή έως και παθιασμένη σχέση αγάπης και μίσους για την πόλη. H ένταση αυτών των αντίρροπων συναισθημάτων και η ανάκληση σπαραγμάτων της μνήμης φαίνεται να αιτιολογούν και την κάπως ασθματική, ελλειπτική γραφή του ποιήματος. Tο «Pέει η μνήμη της πόλης» καταλήγει με την προβολή μιας ηθικής επιταγής εις εαυτόν. H παραμονή σε μια πεισματική σιωπή και η φρούδα ελπίδα για μια καθαρτήρια καταστροφή που θα σωριάσει σε σωρό ερειπίων «της προδοσίας κέρδη» και «πέτρες διατηρητέες» ορθώνουν τα τείχη της προσωπικής αξιοπρέπειας απέναντι στην αλαζονεία των αφεντικών της πόλης (και της ζωής μας). Στα διαστήματα πάντως της σιωπηλής οργής του, ο Mάρκογλου, στη διάρκεια σχεδόν μιας τεσσαρακονταετίας, δημιούργησε, με παραδειγματική σεμνότητα, το ποιητικό έργο του.
_____________________________
1. Bύρων Λεοντάρης, «Π.X. Mάρκογλου: “Έγκλειστοι”», Eπιθεώρηση Tέχ. 94-95, Oκτώβριος- Nοέμβριος 1962, σ. 56.

2 Aνέστης Eυαγγέλου, «Πρόδρομος X. Mάρκογλου. Ένας αυθεντικός ποιητής της κοινωνκοινωνικής οδύνης»,
Kατάθεση '73, Aθήνα 1973, σ. 397-407: 406.
3 Bλ. την «Aνθολογία πεζογράφων της Θεσσαλονίκης», O Πολίτης, Nοέμβριος 1983, Eιδικό τεύχος:
Θεσσαλονίκη. Πεζός λόγος 1912-1980, σ. 51-136: 84-86 και 88-90.
4 Bλ. Ποιητές της Θεσσαλονίκης 1930-1980, Eισαγωγή-ανθολόγηση-εργογραφία Nίκος Kαρατζάς,
Θεσσαλονίκη, Eκδόσεις Eπιλογή 1981, σ. 53-58 και 106-109.  Eίναι χαρακτηριστικό ότι του Mάρκογλου ανθολογείται το ιθ' της συλλογής του Xωροστάθμιση το οποίο αναφέρεται στην πόλη της Kαβάλας. Eπίσης ο Στογιαννίδης εξετάζεται ως ένας από τους ποιητές της Θεσσαλονίκης στο βιβλίο του Ξ.A. Kοκόλη, Δώδεκα ποιητές. Θεσσαλονίκη 1930-1960, Θεσσαλονίκη, Eγνατία 1979, σ. 89-99.
5 Xαρακτηριστικό είναι το κείμενο του Διαμαντή Aξιώτη, «Δημιουργοί στην περιφέρεια ή Eίμαι Έλλην, το καυχώμαι, ή ξέρω την καταγωγήν μου», Σκαπτή ύλη, τ. 6, περ. B', 1983, σ. 54-55.
6 Bλ. σχετικά το κείμενό μου, «H λογοτεχνική σχολή της Kαβάλας», H Kαθημερινή, 29 Aυγούστου 1997. Στο κείμενο αυτό απορρίπτεται με φιλολογικής τάξης επιχειρήματα η άποψη του Bασιλικού ότι υπάρχει λογοτεχνική σχολή της Kαβάλας, αποτελούμενη κυρίως από πεζογράφους και επιλεκτικά από ποιητές. O Bασιλικός επικαλέστηκε ως κύριο επιχείρημα για την ύπαρξη της σχολής τους πολλούς αναγνωρισμένους λογοτέχνες που έλκουν την καταγωγή τους από την Kαβάλα και το γεγονός ότι μεταξύ τους υπάρχει μια πυκνότερη και σαφέστερη ομοιογένεια απ' ό,τι μεταξύ των εκπροσώπων της σχολής της Θεσσαλονίκης.
7 Πρόδρομος Mάρκογλου, «Eισαγωγή. Φώτης Πρασίνης», Φώτης Πρασίνης, Διηγήματα, Kαβάλα, Δημοτική Bιβλιοθήκη Kαβάλας 1987, σ. 13-16: 13-14.
8 Bλ. τώρα το βιβλίο στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, Έσχατη υπόσχεση. Ποιήματα 1958- 1992, Aθήνα, Nεφέλη 1996, σ. 43-71.
9 Πρόκειται για τα ποιήματα «Xωρίς φως στη βόρεια πόλη» (ό.π., σ. 22), «Nαρκοπέδιο» (ό.π., σ. 24-25), «Eίπα να σταθώ» (ό.π., σ. 108-109), «Ήξερε» (ό.π., σ. 121), «Kαβάλα, 13 του Δεκέμβρη 1967» (ό.π., σ. 139- 140), «Tο σπίτι» (ό.π., σ. 145-146), «Pέει η μνήμη της πόλης» (ό.π., σ. 172).
10 H μελέτη ανακοινώθηκε στο συνέδριο με θέμα «Nεάπολις, Xριστούπουλις, Kαβάλα: Iστορία-Πολιτισμός» (Kαβάλα, 5-7 Oκτωβρίου 1989) και δημοσιεύτηκε αυτοτελώς στη Θεσσαλονίκη, Eκδόσεις Eντευκτηρίου 1990, σ 79. Στην αυτοτελή έκδοση ανθολογήθηκαν αποσπάσματα πεζογραφικών κειμένων με θέμα την Kαβάλα.
11 Ό.π., σ. 11.
12 Ό.π., σ. 13.
* Tο κείμενο αυτό είναι επεξεργασμένη μορφή ομιλίας που διαβάστηκε σε δύο τιμητικές εκδηλώσεις για τον Πρόδρομο Mάρκογλου, στην Kαβάλα (Στέγη Γραμμάτων και Tεχνών Kαβάλας, 8 Δεκεμβρίου 1998) και στην Aθήνα (Aίθουσα Λόγου-Στοά του βιβλίου.Oργάνωση:Eκδόσεις Nεφέλη), 26 Iανουαρίου 1999.Ευχαριστούμε τον φίλο Ευριπίδη Γαραντούδη που είχε την καλοσύνη να μας στείλει το κείμενό του.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ





Επιμέλεια –Ανθολόγηση:Ευριπίδης Γαραντούδης

ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΡΓΑ 176 ΠΟΙΗΤΩΝ

ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ CD ΟΠΟΥ 18 ΠΟΙΗΤΕΣ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ


Eπίτομη ανθολογία της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα. Ένα μοναδικό βιβλίο, η πρωτοτυπία του οποίου έγκειται στη διάρθρωση της ύλης -τα ποιήματα τοποθετούνται ανά έτος δημοσίευσής τους- και συνιστά ένα πανόραμα της νεοελληνικής ποίησης, από την παραδοσιακή στη μοντέρνα περίοδό της και σε όλες τις φάσεις της μοντερνιστικής της ανάπτυξης. Συμπληρώνεται από ευρετήρια ποιητών και ποιημάτων, παρουσίαση των άλλων σχετικών ανθολογιών καθώς και εκτενή εισαγωγή του ανθολόγου.


Στο CD διαβάζουν οι: Νάσος Βαγενάς, Χάρης Βλαβιανός, Μιχάλης Γκανάς, Γιάννης Δάλλας, Ζέφη Δαράκη, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Δημήτρης Καλοκύρης, Γιάννης Κοντός, Μαρία Κυρτζάκη, Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Βύρων Λεοντάρης, Τζένη Μαστοράκη, Στρατής Πασχάλης, Τίτος Πατρίκιος, Λευτέρης Πούλιος, Μανόλης Πρατικάκης, Θανάσης Χατζόπουλος.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Έθνος-όνειρο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

9789602185179

Αν το έθνος είναι όνειρο δεν ερμηνεύεται· μπορούμε μόνο να ακολουθήσουμε την πορεία του. Ο συγγραφέας καταγράφει τα στάδια της εθνικής συγκρότησης, φέρνοντας στο φως άγνωστες πτυχές της ιστορίας και του νεότερου πολιτισμού της Ελλάδας.
Ταυτόχρονα, αναλύει την ιδιάζουσα ιστορική διασταύρωση του Διαφωτισμού με τον Φιλελληνισμό με βάση το δίπολο ταυτότητα-ετερότητα και με άξονα το έργο σημαντικών εκπροσώπων της Νεοελληνικής λογοτεχνίας και γραμματείας, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Κοραής, ο Παπαρρηγόπουλος, ο Σεφέρης.
Ο συγγραφέας, ακολουθώντας και επεκτείνοντας τον στοχασμό του Κορνήλιου Καστοριάδη, υποστηρίζει ότι η εθνική φαντασίωση βρίσκεται στον πυρήνα του φαντασιακού Διαφωτισμού, ενσαρκώνοντας το ουσιαστικό παράδοξό του: συνυφαίνει την ανθρωπολογική οικουμενικότητα με την υπεροχή του πολιτισμικού ιδεώδους. 
Σημαντικό στοιχείο της λειτουργίας του παραδόξου αυτού -και θεμελιακό στοιχείο της αμφισημίας του- είναι η Ελλάδα, το οικουμενικό άλλοθι και η πολιτισμική προϋπόθεση πίσω από την εθνική-πολιτισμική συγκρότηση σε όλη την αποικιοκρατική Ευρώπη. Για τη διένεξη μεταξύ νεοελληνιστών εντός και εκτός συνόρων, σχετικά με τον ορισμό της ελληνικότητας δείτε τα παρακάτω δημοσιεύματα:
Β. Λαμπρόπουλος: «Η Ιστορία απέναντι στη λογοτεχνία», Ελευθεροτυπία, 08.02.2008
Κ. Γεωργουσόπουλος: «Οικουμενικοί Μιτσιγκάνοι», Νέα, 16.02.2008Α. Λιάκος: «Ο εξευτελισμός του δημοσίου διαλόγου«, Νέα, 23.02.08Σ. Γουργουρής: Επιστολή στα Νέα, 25.02.2008
Κ. Σχινά: «Μαθήματα ενός δασκάλου», Ελευθεροτυπία, 29.02.2008

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σε μια διαφορετική συνέντευξη

Πηγή:http://www.paliaathina.com/gr/pages/340/O-grigorios-ksenopoylos-se-mia-diaforetiki-synenteyksi.html


Η ιστοσελίδα μας βρήκε έναν πραγματικό θησαυρό και σας τον παρουσιάζει με ιδιαίτερη χαρά. Το 1936, τα «Αθηναϊκά Νέα» έπεισαν εξέχουσες προσωπικότητες εκείνης της εποχής να αυτοσκιαγραφηθούν. Απαντώντας σε πολύ προσωπικού χαρακτήρα ερωτήσεις, οι VIPs της Παλιάς Αθήνας μάς αποκαλύπτουν λεπτομέρειες της καθημερινής τους ζωής, που σίγουρα λείπουν από τις επίσημες βιογραφίες τους.

Ξεκινάμε λοιπόν σήμερα με τον ακαδημαϊκό Γρηγόριο Ξενόπουλο, μια που χρονογράφημά του φιλοξενούμε στα «Αδημοσίευτα Κείμενά» μας. 

-Τι γράφετε τώρα κύριε Ξενόπουλε;

-Ένα μυθιστόρημα που σύντομα θα δημοσιευτεί στα «Αθηναϊκά Νέα».

-Έχετε εργασίαν ανέκδοτον;

-Δυο θεατρικά έργα που δεν παίχτηκαν ακόμη. Άλλα που παίχτηκαν αλλά δεν τυπώθηκαν, καθώς και πλήθος διηγήματα, μυθιστορήματα και μελέτες που δημοσιεύτηκαν μόνο σ’εφημερίδες και περιοδικά.

-Πότε πρωτοδημοσιεύσατε έργον σας;

-Το πρώτο βιβλίο μου βγήκε προ 50 ακριβώς ετών. Αυτόν το χειμώνα θα γιορτάσω την φιλολογική μου πεντηκονταετηρίδα -αλλά μόνος μου, δεν θα ενοχλήσω κανένα, μην ανησυχήτε.

-Ποιά ηλικία είχατε τότε;

-Δεκαοκτώ χρόνων.

-Εγνωρίσατε καμμίαν αποτυχίαν;

-Καμμία. Δυο-τρεις αποτυχίες μου, για τον κόσμο, είνε για μένα οι μεγαλύτερές μου επιτυχίες.

-Ποιο από τα έργα σας προτιμάτε;

-Όλα και κανένα.

-Ποιος από τους ποιητάς μας σας αρέσει;

-Σολωμός, Παλαμάς, Καβάφης. Αυτό είνε το Τριμόρφι. Μα και πολλοί άλλοι μου αρέσουν.

-Ποιος πεζογράφος μας;

-Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου που μου αρέσει πολύ και σαν ποιητής.

-Ποιος ξένος ποιητής;

-Δεν έχω ξεχωριστή προτίμησι για έναν.

-Ποιος ξένος πεζογράφος;

-Ο Ντοστογιέφσκι.

-Ποιο από όλα τα βιβλία προτιμάτε;

-Την «Ιλιάδα» του Ομήρου και μεταφρασμένη από τον Πάλλη.

-Τι διαβάζετε τώρα;

-Θεωρώ χρέος μου τον λίγο καιρό που μου αφήνει η εργασία και η ηλικία, να τον διαθέτω διαβάζοντας νεοελληνικά.

-Ποια είνε η μεγαλειτέρα σας ευχαρίστησις;

-Να γράφω.

-Τι σας δυσαρεστεί ιδιαιτέρως;

-Η βλακεία που περνά για εξυπνάδα κι’ οι τενεκέδες που ποζάρουν για μεγαλοφυίες.

-Ποιο φαγητό προτιμάτε;

-Συναγρίδα μαγιονέζα. Όρνιθα πιλάφι αλά μιλαναίζα.

-Τι φαγητό δεν σας αρέσει;

-Κανένα. Μόνο ό,τι θα έτρωγα δυο-τρεις ημέρες κατά συνέχεια.

-Τρώτε πολύ;

-Μάλλον πολύ, αλλά δεν αποφαίνεται γιατί η κυριώτερή μου τροφή είνε τέσσερα φλιτζάνια γάλα την ημέρα. Τι να φάω ύστερα στο τραπέζι;

-Τι πίνετε;

-Μόνο νερό. Όλα τα άλλα εκτάκτως και σπανίως.

-Καπνίζετε;

-Ένα πακέτο Ντάμες την ημέρα με ειδικές χάρτινες πίπες, που άμα τις τελειώση ο καπνοπώλης μου (μου φυλάει ακόμα λίγες) μου φαίνεται πως θα το κόψω.

-Πόσες ώρες εργάζεσθε;

-Εξαρτάται. Πότε λιγώτερες από δέκα και περισσότερες από δεκατρείς την ημέρα.

-Ποια είνε η καλλίτερη στιγμή της ημέρας σας;

-Το πρωί όταν πίνω το γάλα μου με χτυπητό αυγό και καπνίζω το πρώτο μου τσιγάρο. Μα και τη νύχτα όταν τελειώνω την εργασία μου και πέφτω στο κρεββάτι μου.

-Πόσες ώρες κοιμάσθε;

-Από τις 3 μετά τα μεσάνυχτα (συνήθως) ως τις 9 το πρωί, και το απόγευμα 4-6 (γιατί τρώγω πολύ αργά).

-Τι ώρα ξυπνάτε το πρωί;

-Στις 9 καθώς είπα, αλλά κι’ αργότερα, αν χρειασθή ν’ αγρυπνήσω πέραν των τριών.

-Σας αρέσει ο περίπατος;

-Πολύ, πολύ, πολύ! Αλλά δυστυχώς δεν μου μένει πια καιρός για περίπατο παρά σπανίως.

-Τι ιδέα έχετε για τα σπορ;

-Ότι η μετρία χρήσις ωφελεί κι’ η κατάχρηση καταστρέφει. Τι τα θέλετε! Είμαι υγιής όσο λίγοι και ποτέ στη ζωή μου δεν έκαμα σπορ.

-Γυμνάζεσθε καθόλου;

-Ούτε όταν ήμουν παιδί στο σχολείο.

-Πηγαίνετε στο θέατρο;

-Ευτυχώς ή δυστυχώς είνε η δουλειά μου.

-Ποιος Έλλην θεατρικός συγγραφεύς σας αρέσει;

-Ο Σπύρος Μελάς.

-Ποία καλλιτέχνις μας;

-Μπορώ να εκφράσω προτίμηση; Αλλοίμονό μου!

-Τι ιδέα έχετε για την επιθεώρησι;

-Καμμία. Έχω και τριάντα χρόνια να ιδώ τέτοιο πράμμα.


-Πηγαίνετε στον κινηματογράφο;

-Στην αρχή της εφευρέσεως πήγαινα κάπου-κάπου. Τώρα σχεδόν καθόλου. Δεν μ’ αρέσει!

-Ποιος αστήρ σας αρέσει;

-Μια φορά μου άρεσε πολύ η Μπερτίνι. Τις νεώτερες δεν τις παρακολούθησα.

-Σας αρέσουν τα ταξείδια;

-Πολύ λίγο ταξείδεψα στη ζωή μου.

-Ποιο μέρος αγαπάτε πολύ;

-Την Αθήνα.

-Σας αρέσει η μουσική;

-Τρελλαίνουμαι! Και μια από τις λύπες μου είνε που τώρα δεν ευκαιρώ ν’ ακούω πολύ.

-Ποιόν συνθέτη προτιμάτε;

-Απ’ τους δικούς μας τον Καλομοίρη.

-Ποιος ζωγράφος σας αρέσει;

-Απ’ τους δικούς μας ο Παρθένης.

-Σε ποιο λουλούδι έχετε αδυναμία;

-Να βλέπω κόκκινους κρίνους, να μυρίζω απριλιάτικο φρέσκο τριαντάφυλλο.

-Ποιο χρώμα σας αρέσει;

-Το γαλάζιο, το χρυσογάλαζο, το μπλε-σαξ.

-Τι αγαπάτε περισσότερο στο κόσμο;

-Την ωμορφιά.

-Ποια είνε η αναψυχή σας;

-Ο ρεμβασμός.

-Είσθε προληπτικός;

-Είμαι από αταβισμό. Δεν πιστεύω στις προλήψεις μα και δεν τολμώ να πάω κόντρα σε μια πρόληψη (π.χ. ν’ αρχίσω κάτι Τρίτη).

-Τι προτιμάτε, τις ξανθές ή τις μελαχροινές γυναίκες;

-Όταν μου άρεσε μια γυναίκα μου άρεσε με το χρώμα της. Μόνο κοκκινομάλα (ρούσσα) δεν θυμάμαι να μου άρεσε ποτέ.

-Τα γαλανά μάτια ή τα μαύρα;

-Η ίδια απάντηση και σ’ αυτό.

-Θα θέλατε να είσθε πλούσιος;

-Όχι. Ήθελα μόνο να κερδίζω λίγο περισσότερα για να με φτάνουν και να μη βρίσκουμαι αιωνίως στενοχωρημένος από λεπτά.

-Κινδύνευσε ποτέ η ζωή σας;

-Ποτέ. Ούτε από αρρώστεια, ούτε από τίποτα άλλο. (Μόνο ίσως από αυτοκίνητα, μ’ αυτά δεν λογαριάζουν πια).

-Έχετε αδυναμία σε κανένα ζώο;

-Διηγήθηκα στ’ «Αθηναϊκά Νέα» την ιστορία της αείμνηστης γάτας μου Χιονίας. Η μόνη της ζωής μου αδυναμία σε ζώο.

-Έχετε καμμία μασκώτ;

-Όχι. Και μου φαίνεται πως δεν είχα ποτέ.

-Έχετε καμμία ιδιαιτέρα επιθυμία τον τελευταίο καιρό;

-Να πεθάνω φυσικά κι’ ανώδυνα όταν δεν θα μπορώ πια να εργάζουμαι και να ζω.

-Δια τις συνεντεύξεις τι ιδέαν έχετε;

-Όταν αποδίδουνται πιστά μπορεί νάχουν κάποια χρησιμότητα.»

 

Αντώνης Φωστιέρης: Η ποίηση δεν είναι τόπος για ζογκλερισμούς

Ο ποιητικός λόγος είναι από τη φύση του παράδοξος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι «η ποίηση μπορεί να μεταβάλλεται σε κηπάριο αναίτιων παραδοξολογιών ή σε χώρο επίδειξης γλωσσικών ζογκλερισμών».
Αυτό δηλώνει στη συνέντευξη που παραχώρησε, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Αντώνης Φωστιέρης ανήμερα του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης.
Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του και της εποχής μας, ο Αντ. Φωστιέρης έχει δημοσιεύσει πάνω από δέκα ποιητικά βιβλία, έχει μεταφραστεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ τον έχουν μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Θανάσης Νικόπουλος. Έχει μεταφράσει Μαξ Ζακόμπ και (σε συνεργασία με τον Θανάση Νιάρχο) Μπορίς Βιάν και Χένρι Μίλερ, ενώ (και πάλι σε συνεργασία με τον Θ. Νιάρχο) διηύθυνε επί μια τριακονταετία το λογοτεχνικό περιοδικό «Η λέξη». Τι ακριβώς περιμένει από την ποίηση ο Αντ. Φωστιέρης; «Θα έλεγα, με ειλικρίνεια, ότι δεν περιμένω τίποτα. Αλλά όταν δεν περιμένεις τίποτα, είναι σαν να περιμένεις τα πάντα. Και ίσως, πράγματι, να τα περιμένεις».
ΕΡ: Το πρόσφατο ποιητικό σας βιβλίο, που κυκλοφορεί με τίτλο «Τοπία του Τίποτα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, διακρίνεται από μια σπάνια εκφραστική λιτότητα, η οποία δεν παύει παρόλα αυτά να μας επιφυλάσσει ένα παιχνίδι γλωσσικών αιφνιδιασμών. Τι ρόλο παίζει ο αιφνιδιασμός (γλωσσικός αλλά και σημασιολογικός) στην ποίησή σας;
ΑΠ: Θα έλεγα ότι ο αιφνιδιασμός (και μάλιστα, όπως σωστά το επισημαίνετε, όχι μόνο ο γλωσσικός αλλά και ο σημασιολογικός αιφνιδιασμός) είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια μετωνυμία της ίδιας της ποίησης. Η αστραπή της συγκίνησης, που είναι το ζητούμενο και η λυδία λίθος κάθε τέχνης, σπανίως παράγεται από μια συμβατική ιδέα, εκφρασμένη με τρόπο συμβατικό. Άλλωστε και η έμπνευση, αυτό τελοσπάντων που συνηθίζουμε ν' αποκαλούμε «έμπνευση», είναι κι εκείνη ένας αιφνιδιασμός στη σκέψη και στο αίσθημά μας, που ζητάει μιαν ανάλογη διατύπωση, ικανή να συντηρήσει τη δύναμη και την ορμή της αρχικής σύλληψης. Ίσως εκεί, στην επίμονη δηλαδή αναζήτηση της πρωτότυπης μορφής που θα μπορέσει ν' αποδώσει και ν' αναπαραγάγει την πρωτοτυπία του νοηματικού και συναισθηματικού περιεχομένου, να οφείλεται και ο συχνά λοξός, ο παράδοξος χαρακτήρας του ποιητικού λόγου. «Θαυμάσιον αεί το παράδοξον», παρατηρεί και ο Λογγίνος στη σπουδή του «Περί ύψους», χωρίς αυτό να σημαίνει, επ' ουδενί, ότι η ποίηση μπορεί να μεταβάλλεται σε κηπάριο αναίτιων παραδοξολογιών ή σε χώρο επίδειξης γλωσσικών ζογκλερισμών. Πέρα απ' αυτά, όσον αφορά τώρα τα δικά μου ποιήματα, ο «αιφνιδιασμός» τον οποίο επισημάνατε ίσως να οφείλεται και σε μια πειραματική χρήση του λεκτικού υλικού, σε μια προσπάθεια αξιοποίησης των εγγενών δυνατοτήτων της ίδιας της γλώσσας, που αποτελεί βέβαια και το μοναδικό δομικό στοιχείο της γραφόμενης ποίησης. Οι αμφισημίες ή πολυσημίες των λέξεων, οι συνδηλώσεις τους, οι ετυμολογικές τους καταβολές, οι αναγραμματισμοί, οι παρηχήσεις, οι διακειμενικές ή ενδοκειμενικές ανταποκρίσεις, η εναλλασσόμενη ρυθμοποιία, αυτά και άλλα πολλά ανήκουν σ' ένα κρυφό οπλοστάσιο που μπορούμε (θα έλεγα μάλλον: που οφείλουμε) να το χρησιμοποιούμε και να το εμπλουτίζουμε διαρκώς, ο καθένας με τον τρόπο του και την αισθητική του.
ΕΡ: Γράφετε μια ποίηση δύσκολη: με αφηρημένες έννοιες, με στοιχεία δοκιμίου, αλλά, κάποτε, και με θραύσματα φιλοσοφικού λόγου. Από την άλλη πλευρά τα ποιήματά σας εκπέμπουν μιαν υπόγεια θέρμη και μιαν έντονη σωματικότητα. Πώς επιτυγχάνεται αυτός ο συνδυασμός;
ΑΠ: Ο Σολωμός, αυτός ο λυρικός, ρομαντικός γενάρχης της νεότερης ποίησής μας, έδωσε προκαταβολικά, σε ανύποπτο χρόνο, την πιο επιγραμματική απάντηση, με μορφή αξιώματος: «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε». Θα τολμούσα βέβαια να προτείνω και τη δυνατότητα αντιστροφής των όρων σε πολλές περιπτώσεις, αφού συχνά είναι η θέρμη της καρδιάς που συλλαμβάνει πρώτα όσα ο νους εκ των υστέρων καλείται να επεξεργαστεί και να νοηματοδοτήσει. Πάντως, είτε έτσι είτε αλλιώς, εδώ ακριβώς βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, η καρδιά του ποιητικού προβλήματος: με ποιον τρόπο ο στοχασμός θα μετασχηματιστεί σε συναίσθημα, με ποιον το συναίσθημα σε στοχασμό, με ποιον οι δύο αυτές ισχυρές συνιστώσες θα μπορέσουν να συνυπάρξουν και ν' αποτελέσουν κράμα ενιαίο με δικές του ισόρροπες ιδιότητες, όχι διακριτά μέρη μιας ένωσης τεχνητής, ενός τέρατος με κεφάλι αλόγου και ουρά ψαριού. Πώς μπορεί να επιτευχθεί ένας τέτοιος συνδυασμός; Μιλώντας εντελώς εμπειρικά, μία μόνο απάντηση είμαι σε θέση να δώσω: με τη φυσική λειτουργία του εσωτερικού βιώματος, με την ενεργοποίηση, θέλω να πω, ενός έντονου «διανοητικού συναισθήματος». Αν δηλαδή η σκέψη που συνέλαβε ο νους δεν είναι τόσο δυνατή ώστε να σε ενθουσιάσει, να σε συνεπάρει, να σε δονήσει συναισθηματικά, τότε λείπει το συγκινησιακό κίνητρο, το βασικότερο για οποιαδήποτε ποιητική απόπειρα. Περιττό να πούμε ότι, από την άλλη πλευρά, η στοχαστική επεξεργασία ενός συναισθήματος δεν ταυτίζεται με την απλή αφήγηση ή την περιγραφή του, αλλά απαιτεί πιο σύνθετες διαδικασίες, όπως λογουχάρη την επένδυσή του σ' ένα μύθο, την προβολή του σε μια παραβολή, την αναγωγή του ατομικού σε συλλογικό, την αναβάθμιση του προσωπικού σε σημείο κοινής αναφοράς.
ΕΡ: Σας απασχολεί πάντοτε, τόσο στο καινούργιο βιβλίο σας όσο και στα παλαιότερα, ο ρόλος και το τελικό νόημα της ποίησης. Τι ακριβώς προσδοκάτε ο ίδιος από την ποίηση, τι περιμένετε από την τέχνη της;
ΑΠ: Θα έλεγα, με ειλικρίνεια, ότι δεν περιμένω τίποτα. Αλλά όταν δεν περιμένεις τίποτα, είναι σαν να περιμένεις τα πάντα. Και ίσως, πράγματι, να τα περιμένεις. Άρχισα να γράφω ποίηση σε πολύ μικρή ηλικία, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, έτσι ώστε δεν είναι δυνατόν να θυμηθώ τώρα το αρχικό μου κίνητρο. Σίγουρα δεν πρέπει να ήταν απόλυτα αθώο και ανιδιοτελές, κανένα μικρό παιδί δεν είναι απόλυτα αθώο και ανιδιοτελές. Κάτι περιμένει, σε κάτι αποβλέπει. Στην περίπτωσή μου ίσως να ήταν η επιθυμία να οικειοποιηθώ αυτή την περίεργη γλώσσα που μπορούσε να συμπυκνώνει τα μέγιστα στο ελάχιστο, ή τη λάμψη από τη δόξα των ποιητών που συναντούσαμε στις σελίδες των αναγνωστικών, ίσως όμως να ήταν κι ένας δίαυλος διαφυγής από μιαν ανιαρή κι επίπεδη πραγματικότητα. Όπως και να 'χει το πράγμα, η ποίηση ήταν εξαρχής και παρέμεινε ως τώρα η μοναδική γλώσσα στην οποία μπόρεσα να μιλήσω – ούτε καν διανοήθηκα ποτέ να γράψω πεζογραφία, δοκίμιο ή θέατρο. Πιστεύω ότι κάθε μορφή λόγου είναι μια ολωσδιόλου διαφορετική τέχνη, και ας συνηθίζουμε να τις συναριθμούμε ομαδικά στον περιληπτικό όρο «λογοτεχνία». Άλλωστε η ποίηση δεν είναι, στην πραγματικότητα, τέχνη του λόγου, αλλά μια ιδιότυπη τέχνη της σιωπής. Και μια τέχνη που, επί τρεις χιλιάδες χρόνια, δεν έχει ανοίξει πλήρως τα χαρτιά της, δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της, δεν ορίζει με σαφήνεια τους κανόνες της, δεν σημαδεύει καν τα όριά της. Αυτός, φαντάζομαι, είναι και ο λόγος που πράγματι με απασχολεί διαχρονικά ο ρόλος και το νόημά της. Με ενδιαφέρει, με περιέργεια σχεδόν οντολογική, η γέννηση και η λειτουργία της, η αυτόνομη υπόστασή της, σαν παρακλάδι ή μάλλον σαν καταβολάδα του μεγάλου κορμού της γλώσσας. Και με ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο που σε όλα αυτά τα ερωτήματα αποκρίνεται με πολλές διαφορετικές απαντήσεις, δηλαδή πάλι με σιωπή.
ΕΡ: Το τοπίο που εικονογραφείτε στα ποιήματά σας είναι ένα τοπίο χωρίς απαντοχή και ελπίδα, ένας σχεδόν μηδενικός κόσμος. Τι καλείται να κάνει η ποίηση με έναν τέτοιο κόσμο, γιατί μας βάζει ανήμπορους μπροστά του;
ΑΠ: Δεν ξέρω αν τα ποιήματά μου ευαγγελίζονται πράγματι την απελπισία, ούτε αν αποδίδουν την πραγματικότητα με τόνους σκούρους, που η ίδια δεν τους έχει. Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος μας ολόκληρος είναι άχρωμος, και ότι τα χρώματα προέρχονται αποκλειστικά απ' το δικό μας βλέμμα. Προφανώς νομίζετε ότι μιλώ μεταφορικά, και ως ένα σημείο αυτό κάνω. Εκείνο όμως που ξεπερνάει, ακόμη μια φορά, κάθε μεταφορά και κάθε ποιητική ή ποιητικίζουσα φαντασία, είναι η ίδια η πραγματικότητα: Επιστημονικά πειράματα απέδειξαν ότι τα χρώματα που βλέπουμε, οι τόνοι και οι διαβαθμίσεις τους, δεν υφίστανται στον αντικειμενικό κόσμο, παρά γεννιούνται από κύματα, ακτινοβολίες και εκπομπές που δέχεται το ανθρώπινο μάτι και ο εγκέφαλος. Αλλά και αρκετά από τα ποιήματα που απαρτίζουν τα «Τοπία του Τίποτα», παρά τον μεταφυσικό ή αλληγορικό τους μανδύα, όσο και αν φαίνεται περίεργο, έλκουν την καταγωγή τους από την ταραχή και την έκπληξη που μου προκάλεσαν αντίστοιχες επιστημονικές ανακαλύψεις: τα πρωτόνια, τα νετρόνια και τα ηλεκτρόνια, που αποτελούν το άτομο κάθε ύλης, απέχουν μεταξύ τους, αναλογικά, όσο απέχει ένας πλανήτης από τον άλλον στο διάστημα – και αυτό συμβαίνει ακόμη και στο εσωτερικό του πιο σκληρού, του πιο συμπαγούς στερεού. Το μέγιστο μέρος του ατόμου το καταλαμβάνει το κενό, κάτι που για τα δικά μας αισθητήρια μεταφράζεται σε Τίποτα. Ιδού λοιπόν ένα σύμπαν σχεδόν φαντασιακό, ένας κόσμος σχεδόν μηδενικός, πλασμένος από κενό, φτιαγμένος από άπειρα, διαδοχικά, μαγευτικά τοπία του Τίποτα.
ΕΡ: Ανήκετε στη γενιά του 1970, μια γενιά που συνδέθηκε με την αμφισβήτηση του Μάη του 1968. Πιστεύετε ότι υπάρχουν σήμερα κάποια στοιχεία που να διατηρούν τους εσωτερικούς δεσμούς της γενιάς σας σε αυτήν ή σε άλλη βάση;
ΑΠ: Ούτως ή άλλως, τα στοιχεία της αμφισβήτησης, όσα υπήρχαν ή όσα θεωρήθηκε πως υπήρχαν, εξαρχής δεν ήταν κοινά για όλους μας, ούτε είχαν πάντα τον ίδιο στόχο. Άλλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους προς την ιστορική πραγματικότητα, άλλοι προς τις κοινωνικές δομές και αξίες, άλλοι προς την αλλοτρίωση και τον κομφορμισμό του σύγχρονου ανθρώπου, άλλοι προς το εσωτερικό υπαρξιακό κενό, άλλοι προς τα νέα ρεύματα ή προς την ίδια την ποιητική γλώσσα, άλλοι προς άλλα. Γενικά, πάντως, μας διακατείχε πράγματι μια δημιουργική έξαψη, μια διάθεση επαναδιάταξης του κόσμου γύρω μας και του κόσμου μέσα μας, που εκόμισε τότε στην ποίηση έναν αέρα ανανέωσης. Σήμερα, που έχουν περάσει τέσσερις πλήρεις δεκαετίες και που η γενιά του '70 κοντεύει να γίνει «γενιά των 70» (οι πρεσβύτεροι της γενιάς έχουν ήδη πιάσει το όριο), νομίζω ότι η αρχική εκείνη εικόνα δεν έχει διαφοροποιηθεί ριζικά. Παγιώθηκε μεταξύ μας μια εκφραστική και θεματική παραλληλία, που στηρίζεται στην ιδιομορφία της ποιητικής εργασίας του καθενός χωριστά, αλλά που εξακολουθεί να φέρει, ως κοινό γνώρισμα, ένα πνεύμα διαρκούς αναζήτησης πίσω από τα επιφαινόμενα, ένα πνεύμα αμφισβήτησης της εξωτερικής εικόνας των πραγμάτων και καταβύθισης στην κρυμμένη τους ουσία.
ΕΡ: Διακρίνετε στους νέους ποιητές κάποιες τάσεις οι οποίες να επαγγέλλονται ένα καινούργιο παράδειγμα και, αν ναι, ποια θα λέγατε ότι είναι τα χαρακτηριστικά τους;
ΑΠ: Όπως κι εμείς, όπως και οι παλαιότεροι, έτσι και οι νεώτεροι, «όλοι μαζί κινούμε συρφετός» κατά τον στίχο του Καρυωτάκη, γυρεύοντας όχι ομοιοκαταληξία τώρα πια (πλην ελαχίστων), αλλά έστω λίγη εκφραστική πρωτοτυπία, αφού οι μεγάλες θεματικές δεξαμενές έχουν αποστραγγιστεί προ πολλού. (Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του καταγράφει το παράπονο του Σάμιου ποιητή Χοιρίλου, που διαπίστωνε με απελπισία ότι, από την εποχή του κιόλας, στην ποίηση «τα πάντα δέδοσται», όλα δηλαδή τα θέματα ήταν πλέον δεδομένα. Φανταστείτε!). Όσον αφορά την τρέχουσα παραγωγή, ομολογώ ότι δεν μπορώ να διακρίνω κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που να σηματοδοτούν με ευκρίνεια μια τομή ή μια ρήξη. Θα 'λεγα ότι έχει διαμορφωθεί, εδώ και χρόνια, μια κοινή ποιητική γλώσσα, με πολλά επιγονικά στοιχεία από τα μεγάλα ρεύματα του παρελθόντος, με μια πρώτη τάση προς την ενδοσκόπηση και μια δεύτερη προς την άμεση κοινωνική κριτική.
ΕΡ: Στις ημέρες που διανύουμε η ποίηση είναι σε θέση να επαναδιεκδικήσει τον χαμένο δημόσιο λόγο της; Μπορούν κάποιοι να προσέξουν ξανά τους ποιητές;
ΑΠ.: Το ζητούμενο δεν είναι να προσέξουν τους ποιητές, αλλά την ίδια την ποίηση. Και όταν μιλάμε για ποίηση, ας μην τη συγχέουμε με τα ποιήματα που γράφονται ή που έχουν γραφτεί. Το ποίημα, οποιοδήποτε ποίημα, όσο σημαντικό και αν είναι, δεν αποτελεί παρά χλομό απείκασμα της ποιητικής ιδέας και της ποιητικής αίσθησης που το προκάλεσαν. Ποίηση δεν είναι το γραπτό αποτύπωμα της έμπνευσης, είναι η έμπνευση αυτή καθαυτή, ο σπινθήρας της έντασης και της συγκίνησης που μπορεί να ξεπηδήσει ανά πάσα στιγμή από το κάθετί, πέρα από λέξεις κι από στίχους, αρκεί να είσαι πρόθυμος και προετοιμασμένος να τον διακρίνεις. Και ν' ανάψεις μ' αυτόν τη φλόγα που θα σε φωτίσει, τη φωτιά που θα σε ζεστάνει – για να μιμηθούμε λίγο κι εμείς τον υψήγορο, μεταφορικό λόγο των παλαιών ποιητών.
Β. Χατζηβασιλείου, ΑΠΕ

Εγκαίνια Α' εργαστήριο ζωγραφικής της ΑΣΚΤ














 Το Α’ εργαστήριο ζωγραφικής της ΑΣΚΤ στην Πινακοθήκη Γρηγοριάδη


   Εβδομήντα νέοι καλλιτέχνες, φοιτητές ή απόφοιτοι του Α’ εργαστηρίου ζωγραφικής παρουσιάζουν τη δουλειά τους στην Πινακοθήκη Γρηγοριάδη. Ήδη η παρουσίαση τόσων καλλιτεχνών συνιστά έναν τολμηρό στόχο. Η ποικιλία των έργων, των εικαστικών στόχων, ο πειραματισμός, το ανανεωτικό πνεύμα είναι τα στοιχεία που θα αναζητήσουμε σε αυτήν την έκθεση.  […]  Το Α’ εργαστήριο ζωγραφικής είναι από τα παλαιότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ποια, όμως, υπήρξε η λειτουργία του; το ύφος του; Ξεκινά το 1947 με τον Μόραλη και αποτέλεσε το μοναδικό εργαστήριο που είχε και έχει μέχρι σήμερα μια συνέχεια. Αυτοί που σπούδασαν σε αυτό ανέλαβαν, στη συνέχεια, και τη διεύθυνσή του. Εν αρχή, ο Γιάννης Μόραλης και στη συνέχεια ο Δημήτρης Μυταράς, συνεργάτης και διάδοχος του Μόραλη. Ακολούθησε ο Ζαχαρίας Αρβανίτης, μαθητής του Μόραλη..  Τι κοινό φέρουν αυτά τα ονόματα που εν πολλοίς δημιούργησαν την ταυτότητα του εργαστηρίου; Όλοι του στήριξαν τη σπουδή στο μοντέλο, την παρατήρηση και μάλιστα, την παρατήρηση εκ του φυσικού. Αυτό το πρόταγμα, αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι σήμερα  τη μέθοδο διδασκαλίας, την πειθαρχία και την ίδια τη μέθοδο έρευνας. Προφανώς υπάρχει στόχευση σε έναν τρόπο σκέψης –κι αλλοίμονο αν δεν υπήρχε. Αυτήν τη στόχευση θα την παρατηρήσουμε στα έργα που φιλοξενούνται στην έκθεση. Αν και στα πράγματα που προκύπτουν δεν υπάρχει ένας προσηλυτισμός, αλλά μόνο μια μέθοδος που επιτρέπει την ελευθερία και τον πειραματισμό. Στα έργα των νέων καλλιτεχνών που φιλοξενούνται στην έκθεση παρατηρούμε ένα γεγονός: ότι έχουν αφομοιώσει παραγωγικά τα εργαλεία και τους ποικίλους, κάθε φορά, τρόπους να προσεγγίσουν το ορατό και την εικόνα. Πάντα, ο καλλιτέχνης πρέπει να διανύσει μια μεγάλη απόσταση, από αυτό που αντιλαμβάνεται το μάτι μέχρι αυτό που μπορεί να κατασκευάσει. Ο διδάσκων σε αυτήν την περίπτωση, δεν έχει ως στόχο να κάνει όλους τους νέους καλλιτέχνες να σκεφτούν με τον ίδιο τρόπο το έργο, αλλά να τους βοηθήσει να το επινοήσουν, να το αποκωδικοποιήσουν. Μια μέθοδος που πραγματοποιείται βαθμιαία και βασανιστικά. Τι παρατηρούμε στα έργα που εκτίθενται; Μα ακριβώς το παραπάνω γεγονός: Την προσπάθεια  του καλλιτέχνη να διαχειριστεί την εικόνα, να διαμορφώσει το εν δυνάμει. Στην έκθεση αυτή παρουσιάζεται ένα εργαστήριο, με έργα που παρήχθησαν σε αυτό. Έργα τελειωμένα, πειραματικά, κλασικά, ίσως και ατελή. Αλλά έργα πραγματικά στα οποία βλέπεις την αγωνία του καλλιτέχνη, να ορίσει την εικόνα και το ορατό, να ξαναεφεύρει τον κόσμο. Η τιμιότητα ενός εργαστηρίου ζωγραφικής θα μπορούσε να είναι ο τίτλος αυτής της έκθεσης γιατί άλλωστε ένα πράγμα θέλαμε: Να δείξουμε το πραγματικό πρόσωπο του εργαστηρίου αυτήν τη στιγμή.

Άγγελος Αντωνόπουλος
Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος



ΕΓΚΑΙΝΙΑ: 18-3-2015 στις 19.30


Διάρκεια έκθεσης: 18/03/2015 μέχρι 3/5/2015.

Επιμέλεια έκθεσης: Άγγελος Αντωνόπουλος
                              Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος




ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ:  Μαρίνου Αντύπα 18, Νέο Ηράκλειο,  τηλέφωνο γραμματείας: 210 - 2719744. Στάση ΗΣΑΠ: Ν. Ηράκλειο,www.pinakothiki.eu.

Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη- Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή: 10:00-15:00, και 18 :00-21 :00
Σάββατο-Κυριακή: 11:00-14:00
Δευτέρα κλειστά



«Οι Καιροί της Ποίησης»



Σχετίζεται ή όχι η ποίηση με την αντίστοιχη εποχή της; Επιδρά, και σε ποιο βαθμό, η εποχή στο έργο των ποιητών της; Με βάση αυτά τα ερωτήματα-άξονες συζητούν οι ποιητές και ποιήτριες: Ευριπίδης Γαραντούδης, Ευτυχία Παναγιώτου, Αντώνης Φωστιέρης, Θανάσης Χατζόπουλος, Δήμητρα Χριστοδούλου και Χάρης Ψαρράς, στις 20 Μαρτίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Η εκδήλωση, που τιτλοφορείται «Οι Καιροί της Ποίησης», οργανώνεται από το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο «Ο Αναγνώστης», με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, στο πλαίσιο του MEGARON PLUS. Τη συζήτηση συντονίζει εκ μέρους του «Αναγνώστη», η συγγραφέας-ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας, Έλενα Χουζούρη. Αντιπροσωπευτικά ποιήματά τους θα διαβάσουν οι συμμετέχοντες ποιητές και ποιήτριες.
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», στις 7 μ.μ. Η είσοδος είναι ελεύθερη, με δελτία προτεραιότητας. Η διανομή των δελτίων αρχίζει στις 5.30 μ.μ.