Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ

Πηγή:http://asteropaios.blogspot.gr/2012/03/blog-post_31.html

ΟΡΦΕΑΣ 


Είπα, κανείς μη, μ’ ακλουθήσει, μόνος

Θα πάω, κι αν θα γυρίσω, πάλι μόνος. 

Μ’ αν δεν ξανάρθω πίσω, τ’ όνομά μου 

Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω, για ναστε 

Στη μοναξιά, που θάρτει, ανταμωμένοι, 

Σαν τα παιδιά που εχάσανε πατέρα 

Φτωχό, κι ωσά βραδιάσει, σμίγουν όλα 

Τριγύρα απ’ τη φωτιά βουβά, κι ο νους τους, 

Καρφωμένος ακόμα στην αχνάδα 

Του νεκρού τους, κοιτάει και μεγαλώνει 

Βαθιά του ό,τι τους άφηκε: εν’ αλέτρι, 

Λίγες φούχτες σταριού, δυο ξύλα ακόμα 

Για τη γωνιά. Κι ο πόνος, αγάλι- 

Αγάλι. Ξάφνου υψώνεται μπροστά τους, 

Πιάνει τ’ αλέτρι σα ζευγάς, το στάρι 

Σάμπως σποριάς το συντηρνάει, και λέει: 

Όλη τη γη μ’ αυτά να οργώσω θέλω 

Να σπείρω όλο τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη, 

Να φάει με μας φτωχολογιά, ποτέ της 

Που δε γνώρισε μάνα ουδέ πατέρα, 

Φτάνει η φωτιά να κάψει λίγο ακόμα 

Στο σπίτι, κι ο νεκρός μας να μη λήψει 

Ποτέ απ’ ανάμεσό μας. 

Και τα πλούτη 

Του κόσμου, τα όπλα, οι δόξες, τα χρυσά του 

Παλάτια, όλα τους φαίνονται παιχνίδι 

Μπρος στ’ άλετρι, το στάρι και τη φλόγα, 

Του άγιου νεκρού κληρονομιά, που να ίσως 

Ψωμί δε φτάνουν σήμερα να δώσουν 

Στα ορφανά του, στου πόνου τους τα μάτια 

Γιγαντώνονται, κι αύριο, λες, θα θρέψουν 

Την πείνα ενός λαού. 

Όμοια θα νάναι 

Λίγον καιρό κι η ορφάνια Σας, αν φύγω. 

Μα η μυστική κληρονομιά, που αφήνω 

Σε σας, είν’ άλλη, κι άλλη στράτα ο νους Σας 

Θα πάρει σύντομα απ’ αυτή μ’ ακούτε; 



Α’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 



Κύριε, Σ’ ακούμε. Εσύ μας τώπες πάντα: 

Το μάτι μεγαλώνει στο σκοτάδι, 

Κι η ακοή στη σιωπή. Και Συ το ξαίρεις, 

Πως άρχισε στα φρένα μας να φέγγει 

Ο πατρικός βυθός και πως στ’ αυτί μας 

Επρωτομπήκε ο λόγος Σου. Το ξαίρεις, 

Κύριε, Σ’ ακούμε κι η τραχειά ψυχή μας, 

Που τη φροντίζεις χρόνια, ως ο τοξότης 

Του τόξου τη νευρή, σαν τη αλείβει 

Βράδι και αυγή με λάδι, για να ρίχνει 

Μακρά το βέλος κι ως το χελιδόνι 

Ν’ αντιλαλεί από τ’ άγγιγμα, δονείται 

Συθέμελα, τα χείλη Σου ως ανοίξεις. 

Μα τι είναι τούτο, που μας λες, πως μόνος 

Θα πας, κι αν θα γυρίσεις πάλι μόνος, 

Και πως μπορεί να μην ξανάρθεις τι είναι; 

Ποιός ειν’ εδώ από μας, που τη ζωή του 

Χωρίς Εσέ τη θέλει; Δε θαρθούμε 

Μαζί Σου, Κύριε, πάλι, ανηφορώντας 

Τ’ άγιου βουνού τα πλάγια όλη τη νύχτα, 

Καθώς τότε, που Εσύ μας πρωτοπήρες 

Κι αλαφρός ανηφόριζες προς τα ύψη, 

Ενώ εμείς την καρδιά μας μεσ’ στα στήθη 

Σα βακχεμένο τύμπανο να δένει 

Τη νιώθαμε κρυφά τη γη με τάστρα; 

Γύρα Σου πια δε θάμαστε ολοένα, 

Καθώς στις μύριες μάχες, που η πνοή Σου, 

Σηκώνοντας ενάντια στους τυράννους, 

Με το ρυθμό τις εξετύλιγε όλες 

Σ’ άγιους πυρρίχιους, ενώ Συ μονάχος, 

Δίχως άρματα, μόνο με το βλέμμα 

Ή με το χέρι έδειχνες που είν’ το δίκιο 

Και που είν’ η νίκη, Κύριε; Και πως έτσι 

Να μας αφήσεις συλλογιέσαι τώρα; 



ΟΡΦΕΑΣ 



Ποιός μίλησ’ έτσι; Κι είναι δικά σου 

Τα λόγια, απ’ την καρδιά, που σώχω πλάσει; 

Έλα, Σιωπή, που φανερώνεις όλη 

Τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζεις 

Τα πιο κρυφά μυστήρια στην καρδιά μας! 

Δώρο του Ελέους, που βρίσκεται σε κάθε 

Τραχιό και πλέριο αγώνα, που μαρτύρους 

Δε λαχταρεί, κατέβα και σε τούτον! 

Και Συ, αγριοπερίστερο του θάρρους 

Του μυστικού, φανερωμένο μόνο 

Στην τέλεια πράξη, χτύπα το φτερό Σου 

Στο μέτωπο του μια στιγμή, όπως τόσες 

Φορές του τώχεις άξαφνα δροσίσει! 

Έτσι λοιπόν, γιατί Σας είπα μόνο, 

Πως ορφανοί θα μείνετε, η καρδιά Σας 

Ταράχτηκε και ξέχασε ό,τι χρόνια 

Τη νουθετώ; «Του χωρισμού όποιος σκίσει 

Τα σκοτεινά πελάγη, έχοντας πάντα 

Στο νου, αβασίλευτο άστρο, την Αγάπη, 

Δε θα να σμίξει μόνο αυτός μ’ εκείνους 

Οπώχει χάσει, μα, ιερό γιοφύρι, 

Κι άλλους θα σμίξει ανάμεσό τους, τόπους 

Με τόπους, λαούς με λαούς, οχτρούς με φίλους, 

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες 

Με τους αιώνες». Και συ, μόλις που είπες, 

Πως μεσ’ στα φρένα σου φώτα ολοένα 

Ο πατρικός βυθός, δειλιάζεις τώρα 

Στο χωρισμό; 



Α’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ



Κύριε, το ξαίρω, σφάλλω. 

Τι το πιστό σκυλί καλά γνωρίζει 

Ν’ αγρυπνήσει του κυρίου του τον τάφο. 

Κι όλα αν τα χάσω, ετούτο δεν το χάνω. 

Μα πως να χάσω, Κύριε, τη φωνή Σου, 

Που, ως την ακούω, λέω, πως τότε μόνο 

Το παραπέτασμα του ναού τραβιέται, 

Στ’ άδυτα νάμπω των αδύτων; Πες μου, 

Όλα αν τα χάσω, αυτό πως να το χάσω; 



ΟΡΦΕΑΣ 



Αληθινά συρμένη είναι μπροστά σου 

Βαρειά κατάχνια, μήτε που η φωνή μου 

Μπορεί με μιας να τη διαλύσει. Ελάτε 

Σιμότερα, όχι τη φωνή μου μόνο 

Ν’ ακούστε, μα το χτύπο της καρδιάς μου! 

Ελάτε ακόμα πιο σιμά. 

Κοιτάχτε 

Στα βάθη Σας και πέστε μου: Θυμάστε, 

Πως Σας εδιάλεξα μαζί, κι ένα-ένα; 

Μύριοι μ’ ακλούθααν το γιατί, δεν ξαίραν 

Κι οι ίδιοι, ουδέ το ξαίρουν. Αλλ’ ως, όταν 

Αρχίσει ξάφνου ο ήλιος ν’ αναλιώνει 

Τα χιόνια στα βουνά και στα ποτάμια 

Τους πάγους, τα νερά λευτερωμένα 

Κατρακυλάνε καταρράχτες, όμοια, 

Μόλις ακούστη η λύρα κι η φωνή μου 

Μεσ’ στους λαούς, ωρμήσαν πίσωθέ μου 

Πλήθη πολλα ως ποτάμια κι ως ετούτα, 

Στη θάλασσα αν ορμήσουν, δε μπορούνε 

Να ξαναστρέψουν πίσω ή να σταθούνε, 

Όμοια κι αυτά ακλουθούσαν. 

Μα ήταν κάποιοι 

Στα πλήθη μέσα, που κανείς δε μπόρει 

Γιατί ερχόνταν να πει. Τι μεσ’ στο ρέμα 

Των άλλων εφαντάζαν, σαν οι βράχοι, 

Που τ’ αντισκόβουν κι ήταν μόνοι απ’ όλους, 

Σιωπηλοί, σκοτεινοί, συλλογισμένοι, 

Σα να ρωτιώνταν: Τι γυρεύει ετούτος 

Να κάμει; Είν’ άνθρωπος ή θεός; Δαίμονας είναι; 

Κι απ’ όλους εφαινόντανε σα νάταν 

Στη συμπονιά πρωτόμαθοι, στη γνώμη 

Την καλή σαν κρυφά ν’ αντιστεκόνταν 

Με τράχηλα σταλόν, ενώ στο Νόμο, 

Που προβοδούσε η Λύρα κι ο Χορός μου, 

Μύριες θερίζονταν ζωές. Και τούτοι, 

Σα να μεθούσαν από το αίμα μόνο, 

Που πλημμύραε παντού, πως πλημμυρίζει 

Την άνοιξη τη γην η παπαρούνα, 

Στη μάχη πρώτοι εχύνονταν, να νοιώσουν 

Τη μυρουδιά του, πλούσια που σκορπιώταν 

Τριγύρα τους, κι αλόγιαστα να πάρουν 

Απ’ τον αγώνα μια πληγή σα δώρο, 

Να ξαλαφρώνει το δικό τους. 

Τάχα 

Για ποιούς μιλώ; 



Β’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 



Κύριε, για μας. Κι αν είναι 

Η θελησή Σου, άφησ’ εμένα τώρα 

Να ξακολουθήσω. 



ΟΡΦΕΑΣ 



Λέγε, είν’ η ψυχή σου 

Ψυχή μου. 



Rose:

Β’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ



Και μια μέρα, που ο αγώνας 

Ο αιματερός σα να ξεχάστη, κι όλα, 

Γη κι ουρανός και πέλαγα και γύρω 

Τα βουνά σαν τ’ αγριόκρινα γαλάζια, 

Ανασαίναν στον όρθρο αναπαμένα- 

Και Συ είχες τραβηχτεί στη μυστική Σου 

Σπηλιά, τους καθαρμούς για να οργιάσεις 

Των θεών και της ψυχής Σου-ανταμωμένοι 

Κρυφά, βαδίσαμε μαζί, ως βαδίζουν 

Στα νύχια αλαφροκυνηγοί στο δάσο 

Το σύθαμπο, μονάχο να Σε βρούμε 

Και δολερά, με μιας, σαν οι Τιτάνες, 

Που, με πηλό τα πρόσωπα αλειμμένοι, 

Να σπαράξουνε ωρμήσαν το Ζαγρέα, 

Για να λυθούν τα μάγια του, που δέναν 

Και τα θεριά στο θώρι του, παρόμοια 

Να Σε σπαράξουμε και μεις, να πέσουν 

Τα δεσμά της γητειάς Σου και να μείνει 

Στα χέρια μας η δύναμη, που ακέρια 

Με το Χορό, τη Λύρα και το Λόγο 

Απ’ τους λαούς μας έκλεβες. 

Και ξάφνου, 

Εκεί που ψάχναμε μ’ αυτί ασκημένο, 

Αφουκραστήκαμε αναπνιάν ανθρώπου, 

Που του ανεβοκατέβαζε τα στέρνα 

Ύπνος πρωινός. Κι αργά σιμώσαμε όλοι. 

Και να, εκοιμώσουν ήσυχα, ως κοιμάται 

Μπρος στη σπηλιά του ένα ξανθό λιοντάρι. 

Κι ίδια ως αυτό ξαρμάτωτος κοιτόσουν 

Με μοναχά τη χαίτη Σου, και μόνο 

Τον πλούτο του άγιου ανασασμού. Και μήτε 

Δόρυ στο πλάι Σου μηδ’ η Λύρα μόνο, 

Στο χέρι Σου είδαμε κατάπληχτοι όλοι, 

Πιθωμένο στο στήθος Σου, να σφίγγεις 

Ένα εκατόφυλλο μεγάλο ρόδο, 

Που, ως ανάπνεες, ανάπνεε, λες, μαζί Σου. 

Κύριε, λιγάκι να σταθώ. Τι κοίτα, 

Το ήπιο δάκρυ ανάβρυσε στα μάτια 

Των αδερφών μου η μνήμη τους ζεστάθη 

Και του πρώτου τα χείλη σιγοτρέμουν 

Να πάρουνε το λόγο απ’ τα δικά μου. 

Σωστό είναι, Κύριε, να μιλήσει πάλι. 



ΟΡΦΕΑΣ 



Μια είν’ η ψυχή και μια η καρδιά, ας μιλήσει. 



Α’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 



Κύριε, είν’ αλήθεια, πως μου τρέμει τώρα 

Το χείλη κι η καρδιά μου μέσα τρέμει 

Γιατί, το ξαίρεις κι όμως θα μιλήσω 

Έτσι λοιπόν, σκυμμένοι βλέπαμε όλοι 

Τον ύπνο Σου, κι αυτό το μέγα Ρόδο, 

Όπου ανεβοκατέβαινε στην πνοή Σου 

Και κάποιος από μας, χωρίς καθόλου 

Να φυλαχτεί μήπως ξυπνήσεις, είπε: 

«Ανάξιο γι’ άντρες είναι να ριχτούμε 

Σ’ ένα παιδί ως ετούτο, μεσ’ στον ύπνο 

Ας πιάσουμε καλύτερα τ’ αλάφι 

Ζωντανό». Και γυρνώντας προς εμένα, 

«Κέντα τον», μούπε, «λίγο με το δόρυ 

Για να ξυπνήσει, γιατί αλήθεια μοιάζει 

Ο ύπνος του αδέρφι νάναι του θανάτου 

Κέντα τον λίγο». Κι έτσι, όπως επήρα 

Τυφλά τη διαταγή, μεσ’ στο πλευρό Σου 

Το δόρυ μου έσπρωξα αλαφρά, κι αμέσως 

Λίγο πορφύρισε ο χιτώνας. Τότε 

Τα μάτια ανύποπτα άνοιξες μεγάλα, 

Κι μ’ αλαφρό αναστέναγμα σηκώθης 

Στην κοίτη καθιστός, κι όπως μας είδες 

«Τι», είπες, «είναι παιδιά; Πόσο κοιμώμουν 

Βαθιά μεσ’ του Διονύσου την αγκάλη! 

Και τι ήταν ξάφνου ετούτος στο πλευρό μου 

Ο γλυκός πόνος, που με πήγε ακόμα 

Σιμότερα, θαρρώ, προς την ψυχή μου, 

Για να ξυπνήσω βλέποντάς τη; Τι είναι;» 

Έτσ’ είπες κι ως κατάλαβες το γαίμα, 

Που λιγοστόν εγλίστραε στο πλευρό Σου, 

«Παιδιά, γιατί», μας ρώτησες, «ετούτο»; 

Κι όπως κράταες το ρόδο, στο πλευρό Σου 

Το πίθωσες σφιχτά και με το νέμα 

Τριγύρα Σου μας κάλεσες «ελάτε», 

Σα νάλεες, «μη δειλιάζετε, καθήστε». 

Κι εμείς στο νέμα αυτό καθήσαμε όλοι 

Τριγύρα Σου κι ουδ’ ένας μας το στόμα 

Για να μιλήσει εσάλεψε μα πλέρια 

Σιγή ακολούθησε πολλιώρα, ωσότου 

Απ’ του Παγγαίου την κορυφήν αιφνίδια 

Εφάνη ο Ήλιος και, το ματωμένο 

Ρόδο ανασκώνοντας μπροστά του, άρχισες έτσι: 

«Δικό Σου το αίμα είν’, Ήλιε, και δικό Σου 

Είναι το Ρόδο και δικός Σου είμαι όλος 

Και δικοί Σου είναι τούτοι, τη ζωή μου 

Που αν ήρταν για να πάρουνε, τους σμίγει 

Τις καρδιές τους σε μια η ανατολή Σου 

Με τη δική μου από την ώρα τούτη. 

Ο τέλειος πια χρησμός είναι μπροστά Σου, 

Απόλλων! 

Των θεών η Μάνα, η Νύχτα 

Με το χέρι μου στο στέλνει, 

Κορφή του ανασασμού, το τέλειο Ρόδο. 

Για να το υψώσω ομπρός στα βλέφαρά Σου, 

Αγνάντια απ’ τη χρυσήν ειδή Σου, κάτου 

Απ’ τα δροσανοιγμένα Σου ρουθούνια, 

Πόσο επόνεσα μ’ όλους μου τους πόνους! 

Η λεύκα ή ο κυπάρισσος, κλεισμένα 

Σε φαράγγι, ζητώντας να Σε ιδούνε, 

Δεν πήγαν σε τόσο ύψος, 

Όσο εγώ για τούτο, 

Που, ωσά δροσοκομμένος βόστυχός Σου, 

Μοιάζει χυμένο στο ίδιο Σου χρυσάφι. 

Μόνο, τ’ άγιο Μυστήριο δος μου τώρα 

Να φανερώσω και σε τούτους, όπως 

Μου το φανέρωσες βαθιά και μένα 

Στον ύπνο και στον ξύπνο μου, στη μάχη 

Και στην ειρήνη, στη φιλιά ή στην έχτρα, 

Στη ζωή και στο θάνατο, αυτό δός μου». 



Rose:

Έτσι ύμνησες, και μεις ολόγυρά Σου, 

Στα δόρατα ακουμπώντας και στον Ήλιο 

Μπροστά σκυμμένοι, ακούαμε, κι η καρδιά μας 

Στον ύμνο εχόρευε όλη ακούγοντάς Σε 

Και πια δεν εθυμούμαστε το λόγο, 

Που για να Σ’ εύρουμε ήρταμε, αλλά, μ’ όλη 

Την ακοήν ορθάνοιχτη, η ψυχή μας 

Το μυστήριο του Ρόδου καρτερούσε 

Να της ξηγήσεις, κι είχαμε έναν κύκλο 

Γύρα Σου κάμει ασάλευτο, ως την ώρα, 

Που κοιτώντας μας άνοιξες το στόμα. 



ΟΡΦΕΑΣ 



Και τώρα πάλι εγώ θα να τ’ ανοίξω, 

Τι άλλος κανείς, το ξαίρετε, δεν πρέπει 

Του Μυστηρίου τα λόγια να τ’ αγγίξει 

Στα χείλη του, όσο ζω. Εγώ και πάλι 

Στερνή φορά βαθιά Σας θα ξυπνήσω, 

Πριν χωριστώ από Σας, την τέλεια Μνήμη. 

Ήλιε, από Σένα εγύρεψα βοήθεια – 

Έτσι ξανάρχισα -, όμως πίσωθέ Σου, 

Κι αν τήνε σκέπει ακέρια για τους άλλους 

Το φως Σου, εγώ τη Μάνα Σου τη βλέπω 

Να Σ’ αγκαλιάζει Εσέ, την άγια Νύχτα 

Και πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει 

Το γιο, αν τη μάνα πρώτα δε γνωρίσει; 

Τι κι εγώ γιός της είμαι, κι από βρέφος 

Ορφανός κι εγώ πιάστηκα στη ρω΄γα 

Της συμπονιάς της, κάτου από το μαύρο 

Τον πέπλο της που μ’ έκλειε, κι ως κρατούσα 

Το άγιο βυζί, σκιρτούσα ως το κατσίκι 

Στο θείο σκοτάδι κι εγώ γιός της είμαι. 

Ήλιε, από σένα εγύρεψα βοήθεια, 

Τι είσαι αδερφός μου κι είμαι εγώ δικός Σου, 

Τι πρώτα Συ γεννήθης από μένα, 

Μα ανθρωπομίμητοι είναι, όσο και νάναι, 

Μεγάλοι οι δρόμοι Σου, τρανέ αδερφέ μου 

Μα πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει 

Το γιο, αν τη Μάνα πρώτα δε γνωρίσει; 

Ω Μάνα Νύχτα, ω μυστική, ω μεγάλη, 

Κι αν τώρα είσαι κρυμμένη από τη λάμψη 

Του γιούΣου, σα μια χήρα που τη φτάνει 

Ν’ ακούει τους άθλους του παιδιού της, κι είναι 

Μακρά απ’ αυτό στα πένθη της ντυμένη, 

Μα ευφρόσυνο είν’ το πένθος της, γιατί όλη 

Κρυφά αγρυπνάει στους άθλους του, ω Μητέρα 

Νύχτα, που μέσα κι απ’ το φως Σε βλέπω 

Πιο καθαρά, ω θεμέλιο του Προφήτη, 

Που δεν ποιμαίνει διόλου με τα μάτια 

Τους στοχασμούς του, αλλά με την καρδιά του, 

Σάμπως λάγιο σγουρόμαλλο κοπάδι, 

Που τις πηγές του βρίσκει στα σκοτάδια 

Και πίνει αχόρταγα απ’ το ρέμα, ω Μάνα, 

Δος μου και Συ τη δύναμη να μπάσω 

Σε τούτων τις ψυχές, που δε Σε ξαίρουν, 

Το Μυστήριο του Ρόδου, φέρνοντάς τους 

Σκαλί-σκαλί απ΄τη βάση του ως την άγια 

Κορφή, που πια και Συ δε φαίνεσαι ίδια, 

Σκοτεινή, θλιβερή, μαυροντυμένη, 

Παρά χλωμή, βουβή και λευκοφόρα, 

Τι απ’ του βυθού του πατρικού τα μαύρα 

Κι αξεδιάλυτα πλούτη βλέπεις πάντα 

Εκεί πάνω, χορεύοντας αγάλι- 

Αγάλι πάνω απ’ της μουγγής αβύσσου 

Τα πλάτη, σάμπως γλάρος να προβαίνει 

Ο Αρματωμένος Έρωτας, και πάντα 

Τον καρτερείς. Και φτάνει του φτερού του 

Το διάβα απάνωθέ Σου, για ν’ ανθίσουν 

Καινούργιοι κόσμοι μέσα Σου, καινούργια! 

Μα εμείς, εδώ ‘μαστε στη γη κι, ω Μάνα, 

Πολλά ‘ναι τα σκαλιά ως που ν’ ανεβούμε 

Στην άγια κορυφή, που όλα τα σμίγει 

Σε μια πνοή. Κι αρχίζει από τον Άδη 

Το πρώτο το σκαλί και το πιο πάνω 

Η άγια το χτίζει Δήμητρα. Γιατί όπως 

Όλοι στον Άδη εμπρός οι άνθρωποι είν’ όμοιοι, 

Όμοια είν’ ίδιοι κι αγνάντια από το Στάχι 

Το Μυστικό, που η Ελευσίνα υψώνει, 

Και σ’ όλους πλάι η Περσεφόνη, το ίδιο 

Ξάγρυπνη για όλους, την ψυχή χωρίζει, 

Σαν το μωρό απ’ τη μήτρα, απ’ το κορμί τους. 

Μα ποιός αυτός, που δίπλα από την Κόρη, 

Πριν κι απ’ το θάνατο κι ολοένα απάνω 

Κι από το θάνατο, βοηθάει το σώμα 

Και την ψυχή βοηθάει, ανταμωμένα, 

Μέσα απ’ τον πόνο, πέρα από τον πόνο, 

Ν’ ανεβαίνουν χορεύοντας τα πλάγια 

Του βουνού, τα πολλά που γίνονται Ένα; 

Ποιός απ’ τα βάθη του Άδη με την πνοή του 

Χορεύει τις ψυχές, σα μύρια φύλλα 

Γύρα από δρυ ξερό, να σαρκωθούνε 

Σε νέες γενιές, και ποιός σε τούτες μπάζει 

Την άγια ορμή τ’ ανήφορου; Ποιός άλλος, 

Πλούτωνα-Διόνυσε, από Σε, απ’ τα βάθη 

Τα σκοτεινά της γης σαν ανεβάζεις, 

Θεία μαρτυρία της δύναμής Σου, το Άγιο 

Το Κλήμα, που, ως βυζαίνει τα σκοτάδια 

Της γης και πίνει απ’ τα ουράνια δρόσο, 

Συνταιριάζει στις φλέβες του το σκότος 

Με το φως σ’ αίμα πύρινο, δοσμένο 

Την άγια Μέθη να κερνά απ’ το χέρι 

Των θείων Μουσών, που η καθεμιά της στέκει 

Κάθε σκαλί, για ν’ ανεβεί μαζί Σου 

Στην κορυφή, κι αλλάζει τ’ όνομά της 

Καθώς αλλάζει το δικό Σου; Κι έτσι, 

Από μέθη σε μέθη, ο λογισμός μας 

Κι οι αιστήσεις και το θάρρος μας κι η πνοή μας, 

Κι από τον ένα Διόνυσο στον άλλο, 

Ξάφνου ανεβαίνουμε, ως που πια δε φτάνει 

Τ’ άγιο Κρασί, τι ανοίγεται στο νου μας 

Η ανάπνια, που όλα πια τα σμίγει σ’ Ένα, 

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη 

Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους, 

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες 

Με τους αιώνες. Κι είναι τούτη η ώρα 

Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά μας, 

Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα 

Και λυτρωμός απέραντος, μας μπάζει 

Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει, 

Γιατί είναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση 

Της καρδιάς μας για πάντα αναστημένη! 

Έτσι είπα και βοηθούσεν ο παλμός μου 

Και της ψυχής το σκίρτημα το λόγο. 



Rose:

Και Σεις, ως Σας εκοίταξα, είχατε όλοι 

Την όψη και τον τρόπο Σας αλλάξει 

Καθώς και τώρα. Κι ένας είχε γύρει, 

Πως γέρνει ο δισκοβόλοςτο κορμί του 

Σα φεύγει ο δίσκος, όλος ν’ ακλουθήσει 

Νους και κορμί το νόημα κι άλλος είχε 

Στη γη απλωθεί, ως να βύθιζε τα μάτια, 

Τις ρίζες νάβρει του Άδη κι είχε ο τρίτος 

Στην όψη του μια φλόγα, ως να συγκράτει 

Μ’ αγώνα την ορμή, να ξεκινήσει 

Προς την κορφή κι ο τέταρτος κρατούσε 

Κλειστά τα μάτια, ως νάρχιζε από τώρα 

Ν’ ανασαίνει το Ρόδο, κι η ψυχή του 

Σιγά-σιγά από μέσα του λυνόταν. 

Κι όλων μαζί μια ζέστη Σας περνούσε 

Τις φλέβες μυστικιά, που σταματούσε 

Την αναπνιά Σας στα ρουθούνια, κάποιοι 

Που τ’ άνοιγαν πλατιά κι είχαν κλεισμένα 

Τα χείλη τους σφιχτά. Και ξάφνου εκείνος, 

Που ως δισκοβόλος έγερνε να πάρει 

Το νόημα, το κεφάλι του τανυώντας 

Προς τα πίσω, ως να τίναζε ένα βάρος 

Τρανό, μου φώναξε έτσι: «Ορφέα, δόσε 

Το Ρόδο και σ’ εμάς και δόστο σ’ όλους, 

Τι είν’ η ζωή πικρή απ’ την ώρα τούτη 

Που ο ανασασμός του εδιάβη από μπροστά μας 

Και δεν απλώθη στην γην όλη. Δόστο 

Το Ρόδο στους λαούς, Ορφέα. Τι άγιος 

Είναι ο αγώνας του Κρασιού, που, ως λιγοστεύουν 

Τα θάρρη της ψυχής, τη σπρώχνει πάλι 

Στους ζωντανούς ανήφορους. Μα τώρα 

Δος τον αγώνα για το Ρόδο, Ορφέα, 

Στους λαούς, για να κινήσουνε όλοι αντάμα 

Προς την κορφή, που όλα τα σμίγει σ’ Ένα, 

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη 

Μ’ αγάπη, τόπους μ’ άλλους τόπους, τάστρα 

Με τάστρα, ζωή με θάνατο, τους αιώνες 

Με τους αιώνες. Δος στους λαούς το Ρόδο, 

Ορφέα!» 



Έτσ’ είπε αυτός και μένανε η καρδιά μου 

Μώτρεμε πια, και μώτρεμε το χέρι, 

Τέτια φωνή ανεπάντεχη ν’ ακούσω 

Κι έτσι χλωμός το ματωμένο Ρόδο 

Το σήκωσα στο χέρι μου, ρωτώντας: 



«Και που, παιδιά, το Ρόδο θέτε πρώτα 

Να το φυτέψουμε στη γη, που θέτε;» 



Κι άργιε η απόκριση νάρθει μα αιφνίδια 

Αυτός πούχε τα βλέφαρα κλεισμένα, 

Ανοίγοντας τα, με φωνή που ερχόταν 

Απ’ άλλον κόσμο, κι όμως κύλησε όμοια 

Με μια βροντή, αποκρίθη: «Στην Ελλάδα!». 



Και τα γκρεμά, οι πλαγιές, τα κορφοβούνια, 

Σα στήθη που ανασαίνοντας πλαταίνουν, 

Θαρρέψαμε, αντηχήσαν: «Στην Ελλάδα!». 



Και τότε πια μας τύλιξε ο Παιάνας, 

Μας γέμισε ο Παιάνας, μας επήρε 

Στα διάπλατα του τα φτερά ο Παιάνας. 



«Το Ρόδο, όλοι το Ρόδο στην Ελλάδα!», 



Φωνάξαμε κι ωρμήσαμε κι ώ, πόσοι 

Μας έχουν σμίξει από τότε αγώνες! 

Τι να τους λέω; 



Β’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ 



Και αν δεν τους πεις, πιο λίγο 

Θα λάμπουνε για τούτο μεσ’ στους αιώνες 

Και στην καρδιά μας, Κύριε; Έτσι αλήθεια 

Φωνάξαμε, κι ωρμήσαμε και πίσω 

Απ’ την ορμή μας ακλουθούσαν πλήθη, 

Που εσπάζανε με μιας τις αλυσίδες, 

Που οι τύραννοι παντού τους είχαν βάλει, 

Στην ψυχή και στα πόδια και στα χέρια, 

Και τώρα με της Λύρας Σου το Νόμο 

Χορευτικά αρχινούσαν να σαλεύουν 

Με το Ρυθμό. Και Σούφερναν μπροστά Σου 

Με τα χέρια δετά τους βασιλιάδες 

Και Συ τα χέρια λύνοντας τους, μ’ ένα 

Χαμόγελο τους έλεγες : «Σηκώστε 

Στον ουρανό τα μάτια και κοιτάχτε 

Κάθ’ αστέρι φωτάει κι απώναν κόσμο 

Να, κόσμοι για κατάχτηση». Κι εκείνοι 

Μικροί στη Νύχτα εμπρός και στο δικό Σου 

Το Λόγο, ζαλισμένοι από την άπλα 

Της λευτεριάς Σου, έσκυβαν το κεφάλι. 

Κι έλεες στα πλήθη γύρω: «Φυλαχτήτε 

Από του πλούσιου το τραπέζι τι άλλο 

Πλατύ τραπέζι από της Γης δεν είναι. 

Και μη χωρίστε από τη Γη, θαρρώντας 

Ψηλότερα από τούτη να καθήστε 

Σε θρόνο δόξας ψεύτικης, το θρόνο 

Της Γης σαν έχετε όλο αλλ’ ό,τι βγαίνει 

Από τη Γη, στυλώστε το, είτ’ αμπέλι 

Είτε δεντρί κι αν γέρνει, δοσετέ του 

Και το ίδιο Σας ραβδί να το στεριώσει, 

Το ίδιο Σας δόρυ. Έτσι που μια μέρα 

Ο Όρθιος Σκοπός να λάμψει απ’ άκρη σ’ άκρη 

Της γης, και, απέραντου βασίλειου σκήπτρο, 

Το Ρόδο νάχει κάθε λαός στο χέρι!» 

Έτσι έλεες και τα πλήθη Σε κοιτάζαν, 

Καθώς κοιτάζει αμάλαγη παρθένα 

Τον τέλειον άντρα, που άξαφνα μπροστά της 

Εστάθη σαν κολώνα κι η καρδιά της 

Τη σπρώχνει στο πλευρό του ν’ ακουμπήσει, 

Γιατί δεν έχει ξεδιαλύνει ακόμα 

Βαθιά της, τι της είναι, αν αδερφός της, 

Αν μάνα, ή αν πατέρας, ή αν κρυμμένος 

Κάποιος θεός. Παρόμοια και τα πλήθη 

Για Σε. 



Αλλ’ ως ο Λόγος Σου ξαπλώθη 

Στην Ελλάδα κι εσπάσαν οι αλυσίδες, 

Που εδώ κι εκεί την είχαν περιδέσει, 

Κι ανάσαινε όλη, ως ανασαίνουν κάθε 

Πρωί τα γαλάζια βουνοπέλαγά της, 

Απ’ το Παγγαίο όσοι είχαμε κινήσει, 

Τώρα γοργά τα πλάγια ανηφορώντας 

Του Παρνασσού, μια αυγήν εμπήκαμε όλοι 

Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο 

Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι. 

Και τότ’ εκεί, τα σκορπισμένα μέλη 

Καλώντας της Ελλάδας πρώτα, ως νάρθουν 

Σιγά-σιγά τα μέλη όλου του κόσμου 

Το παγκόσμο στη γη να δέσουν Ρόδο, 

Στο αγνό του το παράδειγμα Δωρίδα, 

Ιωνία, Φωκίδα, Βοιωτία, Λοκρίδα, 

Την Αρκαδία, την Αργολίδα, όλες 

Τις χώριες της φυλές, φωνάζοντάς τις 

Μαζί, καθώς ο Απόλλωνας τις Μούσες, 

Την ώρα τούτη, κι, ως πληγή, που μόλις 

Ανοίχτη κι έμοιαζε πως είναι η βρύση 

Της ίδιας μου καρδιάς, τώρα που αρχίζει, 

Καθώς μιλάς, να κρυώνει, μου γεμίζει 

Πόνο κρυφό τα φρένα μου κι ως μέσα 

Στα βάθη της ψυχής! 

Μα τι με τούτο; 

Απ’ την Αδράστεια θρέφεται ο Προφήτης, 

Με την Ανάγκη ζει και την καθάρια 

Γεννά Ειμαρμένη. Κι όμως είν’ ο πόνος 

Σκληρός, αν άσκοπα τη γη ποτίζει 

Το αίμα και το σφάγιο το μεγάλο 

Σπαρνά, χωρίς κανένας να του πάρει 

Την ύστερη ματιά. 

Το ξαίρεις τάχα, 

Ποιά μου άνοιξες πληγή; Και γιατί φεύγω, 

Παιδιά; Δε με ρωτήσατε; Κι ως τώρα, 

Το θάρρος μόνο να μη χάσετε, είπα, 

Στο χωρισμό. Μα τώρα ελάτε, ελάτε 

Κι ακόμα πιο σιμά, από την πληγή μου 

Να πιείτε ν’ αλαφρώσει. Γιατί φεύγω 

Να Σας το πω, κι αν φεύγω, γιατί μόνος, 

Κι αν δεν ξανάρθω πίσω, τ’ όνομά μου 

Γιατί Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω, 

Στη μοναξιά Σας νάστε ανταμωμένοι 

Κι Ένα με με για πάντα. 

Όχι, δεν είναι 



Rose:

Η τάξη η σαρκική, δεν είν’ η δόξα 

Όπου μετριέται, που μπορούν να δώσουν 

Το πλήρωμα του πόθου, που ο Προφήτης 

Το βλέπει μόνος μεσ’ απ’ τους αιώνες 

Στα σκοτεινά να λάμπει, τι η ψυχή του, 

Ριζωμένη στη θλίψη ωσά σε βράχο, 

Βυζαίνει όλη τη νύχτα από τη ρώγα 

Των άστρων και τη μέρα από τον ήλιο, 

Και προχωρεί ως εκεί, που πια κι η μέρα 

Κι η νύχτα φέγγουν γύρα του σα γάλα 

Δεν είν’ η τάξη η σαρκική κι ο χρόνος 

Οπού μετριέται, που θα δώσουν τούτο 

Το πλήρωμα, είν’ ο Έρωτας, που λέει 

Και δε σιγάει στιγμή μεσ’ στην καρδιά μας: 

«Όλο ν’ αθλείς και να μην πείς ποτέ σου 

Πως νίκησες τι όσο τρανά και νάναι 

Ο άθλος και η νίκη, αληθινά είναι πάντα 

Μικρά μπροστά στον Έρωτα». 

Και τούτο 

Τον Νόμο, κρύφιο στύλο του Όρθιου Λόγου, 

Σαν την αυγήν εκείνη μπήκαμε όλοι 

Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο 

Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι, 

Τον παραδίνω ακέριο, με το Μέτρο 

Και το Ρυθμό, σκαλί-σκαλί απ’ την κούνια 

Του μόχτου, εξηγημένο ένα προς ένα, 

Στους ιερείς, και αδρά τους θωρακίζω 

Με δύναμη διπλή, ζωή και γνώση, 

Τη διπλή κορυφή για ν’ ανεβούνε 

Των δυο τρανών Θεών και τη Συνθήκη 

Τη μυστική τους να τη φέρουν πλέρια 

Χαραγμένη σε πλάκες στα έρμα πλήθη, 

Που καρτερούν ακόμα τ’ άγιο Μέτρο 

Να τα στυλώσει όλα μαζί. Κι ακόμα, 

Το Ρόδο το εκατόφυλλο τους δίνω, 

Το σύμμετρο εκατόφυλλο, όπου όλα 

Τα φύλλα του ένα, και καθένα είν’ όλα, 

Της μύησης το στεφάνωμα. Και κείνοι, 

Με τη ζωή μεθούν τους λαούς κι ολοένα 

Στρέφουν τη γνώση ενάντια τους, κι αφήνουν 

Της αγίας συμμετρίας τ’ Ολύμπιο δώρο, 

Το μυστικό εκατόφυλλο, να ρέψει 

Πότε σ’ αυτό και πότε πάνω στ’ άλλο 

Σκαλί της Μέθης κι ο καθένας στέκει 

Σε κείνο το σκαλί και λέει: «Είν’ όλος 

Ο Διόνυσος δικός μου» και θαρρώντας, 

Στην κορυφή πως έφτασε, με λόγο, 

Με πράξη ή τρόπο κλείνει και στους άλλους 

Τους δρόμους τ’ άγιου ανήφορου, όπου λάμπει 

Η αγνή ψυχή του απάνω κόσμου ακέρια, 

Που η Λευτεριά είναι Γνώση, η Γνώση Αγάπη, 

Και πια, απ’ τη Γνώση τούτη, δεν είν’ άλλη. 

Και να, αδερφοί μου! Αύριο ξημερώνει 

Η αυγή, που στου Παγγαίου το κορφοβούνι 

Τ’ Όργιο τ’ αγνό να λειτουργήσω μέλλω, 

Στο βωμό πώχω στήσει απάνω-απάνω 

Του Απόλλωνα, κομίζοντας το Ρόδο, 

Που ζωής και γνώρας είδωλο, στους κάμπους 

Με τόσην αναστήσαμε άγρυπνη έννια! 

Το Ρόδο θέλω να του πάω, και ξαίρω, 

Πως στου βουνού τα πλάγια καρτερούνε 

Οι Μαινάδες, που μόλις εγευτήκαν 

Του Βασσαρέα Διόνυσου τη χάρη 

Και του Σαβάζιου του ρυθμούς, κι «ειν’ όλος», 

Φωνάζουνε, «ο Διόνυσος δικός μας, 

Και το δικό μας το Ρόδο» και προσμένουν 

Να μου το πάρουν απ’ τα χέρια, κι όλα 

Σκορπίζοντας τα φύλλα του, κι εμένα 

Σφάγιο τ’ Οργίου τους να με σύρουν. Κι όμως 

Το Ρόδο πρέπει αυγή στο κορφοβούνι 

Να φέρω του Παγγαίου, και να το φέρω 

Δίχως οργή, αλαφρός, γαλήνιος, μόνος,’ 

Γεμάτος απ’ το θάμα του, γεμάτος 

Από την πλέρια του ευωδιά, γεμάτος 

Από την άγια συμμετρία του, όλος 

Γεμάτος απ’ τη γνώρα του και μόνο. 

Και τι να πω αύριο στον Ήλιο; «Σήκω, 

Σαΐτεψε το φίδι, πώχει αφήκει 

Η παλιά φιδομάνα και που τώρα 

Πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει 

Στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει»; 

«Ξύπνα», να πω, «Τιτάνα Εσύ, και πάλι, 

Κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου, 

Τα θεία Σου τα σκιρτήματα τριγύρω 

Στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει 

Τη γη κι ο οσκρός του αρχίνισε να τρέχει 

Στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»; 

Τέτια να πω τη μέρα, που να πάω 

Μπροστά του πρέπει ανόργιστος, γαλήνιος, 

Γεμάτος απ’ τη γνώρα του, γεμάτος 

Από την άγια λάμψη του, γεμάτος 

Από το φως το μάγο του, γεμάτος 

Ακέριος απ’ το θάμα του και μόνο; 

Τι αλλοίμονο, αν δεν πάω εγώ το Ρόδο 

Στου μυστικού του γυρισμού τη μέρα, 

Που, διασκελώντας τα υπερβόρεια πλάτη, 

Παντέχει μόνο αγνάντια του ένα χέρι 

Να του γνέψει: «Είμαι εδώ και Σε προσμένω»! 

Και πως, το Ρόδο αν αύριο δεν του πάω, 

Κατόπιν από με κανείς θ’ ανέβει, 

Άντρας ή λαός, το χάος για να μαγέψει 

Με την κρυφή του λάτρα κι από πάνω 

Να γυρίσει γαλήνιος και μεγάλος 

Στα σκοτεινά τα βάραθρα; 

Ω καλοί μου, 

Όλο ν’ αθλεί και να μη λέει ποτέ του 

Κανένας πως νικά γιατί, όση νάναι 

Η νίκη και η θυσία, θα νάναι πάντα 

Μικρά μπροστά στον Έρωτα. 

Ώ καλοί μου, 

Σε λίγο Σας αφήνω, και τι τάχα 

Για παρηγόρια να Σας πω; Είστε οι λίγοι 

Σπόροι μιας άμετρης σποράς, νανθίσει 

Που θα ν’ αργήσει αιώνες; Μα είστε οι σπόροι 

Ενός ακέριου λυτρωμού, και φτάνει. 

Κι, ω αγαπημένοι, αν θα δειπνήσω απόψε, 

Σ’ ομοφαγία κρυφά μαζί Σας τ’ άγιο 

Ψωμί και το Κρασί, τα φύλλα ακόμα 

Του πρώτου του εκατόφυλλου, που σ’ Ένα 

Την αναπνιά μας έσμιξε, κι αν τώρα 

Ξερό ‘ναι, όλο και πιότερο ευωδάει, 

Πηγή της τέλειας Μνήμης και του Πόνου 

Και του Σκοπού, να Σας τ’ αφήσω θέλω, 

Να Σας θυμίζει, κι απ’ τα βάθη του Άδη, 

Τα μυστικά σκαλιά, που η κάθε Μούσα 

Φυλάει κρυφά κι αλλάζει τ’ όνομά της 

Καθώς του Διόνυσου και να, από μνήμη 

Σε μνήμη, ο λογισμός Σας ν’ ανεβαίνει, 

Και οι αιστήσεις και το θάρρος Σας κι η πνοή Σας, 

Ως την ψηλή κορφή, που πια δε φτάνει 

Τ’ άγιο Κρασί, τι ανοίγει πια στο νου Σας 

Η ανάπνια, που όλα Σας τα δίνει σ’ Ένα, 

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη 

Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους, 

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες 

Με τους αιώνες. Κι αυτή νάναι η ώρα 

Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά Σας, 

Κι η ώρα του Ορφέα νάναι σε Σας για πάντα, 

Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα 

Και λυτρωμός τεράστιος, θα Σας μπάζει 

Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει, 

Τι θάναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση 

Της καρδιάς Σας για πάντα αναστημένη! 

Μα να, βραδιάζει ο Έσπερος εφάνη 

Στον ουρανό κι είναι μακρύς ο δρόμος 

Ως την κορφή. Τα χέρια δόστε τώρα 

Ανάμεσό Σας και στεριώστε πάλι 

Τη μαγικήν ασύντριφτη αλυσίδα, 

Που με τον Όρκο εδέσατε τη νύχτα 

Την πρώτη, που ολοφάνερα μπροστά Σας 

Μέσα στα ουράνια δούλευε ο Πατέρας, 

Τα σκότη οργώνοντας βαθιά, κι ο νους Σας 

Δέχτη τα πρώτα φέγγη του κι ο πόθος 

Ο μυστικός, από τη μαύρη βάση 

Της γης, τινάχτη ως δόρυ πέρα απ’ τάστρα! 

Κι εγώ τη Λύρα θα κρατήσω ακόμα 

Για Σας απόψε μια φορά. Σκωθήτε, 

Τι σκοτεινιάζει ο Έσπερος εφάνη 

Χτυπάτε τις ασπίδες Σας κι αρχίστε 

Το μυστικό πυρρίχιο το στερνό μου. 

Τις ασπίδες χτυπάτε. Όρθιοι στον Όρθιο 

Της ψυχής Σας Σκοπό. Κι αρχίστε αγάλι 

Το φοβερό Χορό του Τέλειου Νόμου. 

Τραγουδήστε τον Όρκο. Αυτόν αφήνω 

Στον τόπο μου. Κι ακέρια την ψυχή Σας 

Μεσ’ στον τιτάνα αιθέρα ριζωμένη 

Κρατείτε πια. Ορφανά παιδιά, χορεύτε! 

Την άγια Λύρα εχτύπησα. Ορκιστήτε! 



(Όρθιος ο Ορφέας κρούει τη λύρα. Οι πολεμιστές σηκώνουν τις ασπίδες τους και αρχούνται γύρωθέν του. Τραγουδάν). 



ΧΟΡΟΣ 



Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων, 

Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός 

Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ’ ως το χνάρι 

Το πρώτο του αχνοχάραξεν η χάρη 

Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη, 

Γέμισε αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι, 

Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως. 

Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων, 

Με θεούς κι ανθρώπους δένουμε τα χέρια εδώ, 

Τι πάνω από των χρόνων και των τόπων 

Τα σύνορα την άγια Σου επωδό 

Μας χάρισες. Απ’ τ’ άραχλο σκοτάδι 

Του πόνου μας ελέησες τη χαρά, 

Μονάκριβη σα νάβγαινε απ΄τον Άδη 

Με κρύφια παντοδύναμα φτερά. 

Κι απ’ το βαθύ Σου αμέτρητο βασίλειο, 

Ακούραστο Τιτάνα κάθε αυγή, 

Απάνω από τις έχθρητες τον Ήλιο, 

Ν’ αγκαλιάζει στα χέρια του τη Γη. 

Κι από τη γην εμείς, που η άγια μέθη 

Μας ύψωσε ως το μέγα μυστικό, 

Που απ’ ουρανό και γην αντάμα εδέθη 

Το Ρόδο, ω Νύχτα, τούτο το Ορφικό, 

Της πιο κρυφής φροντίδας μας το θρέμα, 

Τ’ ορκιζόμαστε, πάνω από ναούς, 

Να το ποτίσουμε όλο μας το γαίμα, 

Για να το δώσουμε αύριο στους λαούς. 

Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων, 

Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός 

Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ’ ως το χνάρι 

Το πρώτο του αλαφρόγραψεν η χάρη 

Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη, 

Γιομίζει αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι, 

Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως! 

Ο Καβάφης στην Κίνα

Ο κινέζος μεταφραστής, από τα ελληνικά, που ακούει στο όνομα Λεωνίδας, η Διεθνής Εκθεση του Πεκίνου και η (καλή) τύχη του αλεξανδρινού ποιητή στη Χώρα του Δράκου

Ο Καβάφης στην Κίνα


Ο Καβάφης στην Κίνα
Ο Κ. Π. Καβάφης και (κάτω) η κινεζική μετάφραση του ποιήματος «Ζωγραφισμένα»




Για όσους Ελληνες επισκέφθηκαν πρόσφατα τη 15η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου στην πόλη Τιεντζίν (120 χιλιόμετρα από το Πεκίνο), το όνομα Liu Rui Hong δεν λέει τίποτε. Ο ευγενικός Κινέζος όμως από τη Σανγκάη με το όνομα Λεωνίδας τούς είναι γνωστός. Το όνομα Λεωνίδας δεν είναι ψευδώνυμο. «Ημουν πολύ μεγάλος όταν βαφτίστηκα χριστιανός» μου είπε «δεν χωρούσα σε κολυμπήθρα, γι' αυτό και ο παππούλης (κάποιος αγιορείτης μοναχός)με βάφτισε στη θάλασσα της Χαλκιδικής». Ο Λεωνίδας έμαθε ελληνικά και σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη, αλλά τώρα είναι γενικός διευθυντής σε κατασκευαστική εταιρεία της Σανγκάης. Μαζί με τον Λεωνίδα βρέθηκε στην Εκθεση, πολύτιμος επίσης αρωγός, ο μεγαλύτερος σε ηλικία Λι Τζενγκ Γκουί, ο οποίος έμαθε ελληνικά στην Αλβανία, την πάλαι ποτέ σύμμαχο και προγεφύρωμα της Κίνας στην Ευρώπη. Ο Λι λατρεύει τον Καζαντζάκη και εφέτος μετέφρασε το Ταξιδεύοντας: Κίνα«Οι περισσότερες μεταφράσεις του Καζαντζάκη στα κινεζικά, που είναι πολλές, έχουν γίνει από τα αγγλικά ή τα γαλλικά. Γι' αυτό και υπάρχουν παρανοήσεις. Ο δικός μου Καζαντζάκης είναι γνήσιος» με διαβεβαίωσε.
Ο ίδιος ο Λεωνίδας δημοσίευσε στα μέσα του 2008 έναν τόμο με επιλεγμένα ποιήματα του Σεφέρη, με Εισαγωγή και Επίλογο (σελ. 204), και Το Αξιον Εστί του Ελύτη, πάλι με Εισαγωγή και Επίλογο. Συνήθως οι κινέζοι εκδότες δεν αποκαλύπτουν τον αριθμό των αντιτύπων ενός βιβλίου, σύμφωνα όμως με τον Λεωνίδα, κάθε τόμος εκδόθηκε τουλάχιστον σε 10.000 αντίτυπα. Σήμερα είναι εξαντλημένοι και οι δύο και ετοιμάζεται δεύτερη έκδοση. Στα κινεζικά κυκλοφορούν ακόμη η Κίχλη του Σεφέρη και το Ασμα ηρωικό και πένθιμο του Ελύτη. Η εξήγηση είναι απλή: είναι δύο νομπελίστες ποιητές και είναι φυσικό να προκαλούν το παγκόσμιο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Τι γίνεται όμως με τον Κ. Π. Καβάφη, τον πιο πολυμεταφρασμένο και πολυδιαβασμένο έλληνα ποιητή στην υφήλιο;
Το ποίημα που συγκινεί
Στην καβαφική βιβλιογραφία (1886-2000) του Δ. Δασκαλόπουλου δεν αναφέρεται καμία κινεζική μετάφραση. Είναι φυσικό, αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, ο πρώτος τόμος με επιλεγμένα ποιήματα του Καβάφη (σελ. 323) εμφανίζεται στα κινεζικά από τον εκπαιδευτικό εκδοτικό οίκο Hei Bei με μεταφραστή τον Huang Chan Rang το 2002. Δύο χρόνια αργότερα ο εκδοτικός οίκος Chong Qing θέτει σε κυκλοφορία έναν δεύτερο τόμο με επιλεγμένα καβαφικά ποιήματα (σελ. 166), σε μετάφραση των Dong Tiping και Yu Yang. Και οι δύο τόμοι φαίνεται να έχουν εξαντληθεί και κάθε προσπάθεια να αποκτήσω ένα αντίτυπο απέτυχε. Τέλος, σε μια Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης από τον Ομηρο ως σήμερα (παραγγελία του ΕΚΕΒΙ), που κυκλοφόρησε μόλις τώρα στα κινεζικά από τον εκδοτικό οίκο Lijiang, δημοσιεύονται τέσσερα ποιήματα του Αλεξανδρινού: «Ενας γέρος», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Ιθάκη» και «Θερμοπύλες».
Το δίχως άλλο θα ήταν καλοδεχούμενη μια μετάφραση του Καβάφη στα κινεζικά από το πρωτότυπο. Αλλά από το να παραμένει αμετάφραστος και άγνωστος (όπως λ.χ. συμβαίνει με τον Ρίτσο) οι μεταφράσεις του από τα αγγλικά δεν βλάπτουν. Ο ποιητής συγκινεί, όπως θα δούμε, τους Κινέζους που διαβάζουν και ενδιαφέρονται για ποίηση. Εξάλλου οι περίπου ογδόντα (80) τόμοι με έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που κυκλοφορούν στα κινεζικά έχουν το δίχως άλλο προκύψει από ενδιάμεσες μεταφράσεις, αγγλικές, γαλλικές ή γερμανικές. Υστερα δεν είναι και λίγοι οι Ελληνες που μεταφράζουν και τώρα ακόμη αρχαία τραγωδία (για να μείνουμε εκεί) από τα αγγλικά ή τα γαλλικά!
Ο τόνος της φωνής
Προτού δούμε κάποια στοιχεία για την πρόσληψη του Καβάφη στην Κίνα, να σημειώσουμε ότι η μετάφραση του 2002 πρέπει να στηρίζεται στην αγγλική έκδοση της Rae Dalven (The Complete Poems of Cavafy, 1961), με Εισαγωγή του W. Η. Auden, μεταφρασμένη στα ελληνικά και από τον Τσίρκα. Αυτό συνάγεται από τα εξής: πρώτον, σε σχετικά με τον Καβάφη κινεζικά ιστολόγια (bloggs) παρατίθεται κάποτε μαζί με το μεταφρασμένο ποίημα (όπως λ.χ. τα «Τείχη») και η αγγλική μετάφραση της Dalven. Δεύτερον, σε σχετικές κρίσεις και συζητήσεις για την καβαφική ποίηση αναφέρεται συχνά και ο Auden. Η άποψή του λ.χ. για τον μοναδικό «τόνο της φωνής» του ποιητή ή για το γεγονός ότι, ενώ τα ποιήματά του ηχούν οικεία, κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν κι αυτόν είναι θέματα που εμφανίζονται στα ιστολόγια (βλ., λ.χ., blog. sina. com. cn/moodoor). Σε αυτά λοιπόν τα ιστολόγια καταφεύγουμε, αφού για την ώρα αποτελούν τον μοναδικό τρόπο για να ελέγξουμε την πρόσληψη του Καβάφη στην Κίνα. Με όλα όσα, θετικά ή αρνητικά, συνεπάγεται αυτού του είδους η έρευνα. Και πρωτίστως με τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της γλώσσας. Τα στοιχεία μου έχουν προκύψει μέσα από ποικίλους και χρονοβόρους συνδυασμούς του Google και είναι, ελπίζω, ακριβή, μολονότι περιορισμένης εκτάσεως. Μας δίδουν ωστόσο μια πρώτη εικόνα.
Ο Καβάφης του Διαδικτύου είναι αχανής. Και κυριολεκτικά πρωτεϊκός. Αλλάζει από λεπτό σε λεπτό. Αυτό άλλωστε συμβαίνει και με άλλους διάσημους έλληνες συγγραφείς, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη ή τον Ελύτη. Αναρίθμητες είναι οι σελίδες και οι αναφορές στο όνομά τους, κάτι που δείχνει πόσο μας βοηθά το Διαδίκτυο για να ελέγξουμε (τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο) τη διάδοση και τη διείσδυση ενός συγγραφέα στο εγχώριο ή στο διεθνές αναγνωστικό κοινό. Θυμάμαι τη σχετική παρατήρηση του Peter Mackridge σε πρόσφατη διάλεξή του σχετικά με τη χρήση του καβαφικού τίτλου «Περιμένοντας τους βαρβάρους» στο Διαδίκτυο. Ως τη στιγμή της αναζήτησής του ο τίτλος εμφανίζεται τουλάχιστον 64.800 φορές στα αγγλικά («Waiting for the barbarians») - στα ελληνικά 1.320 φορές! Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται στο Διαδίκτυο η λέξη «Ithaca», που δεν σχετίζεται πάντοτε και αποκλειστικά με τον Καβάφη, είναι αποτρεπτική. Συνιστώ ωστόσο ανεπιφύλακτα το video (Ithaca, youtube) όπου o Σον Κόνερι διαβάζει το ποίημα με υπόκρουση τη μουσική του Vangelis!
Αναγνωστικές ομάδες
Τα σχετικά λήμματα με το όνομα του Καβάφη στα κινεζικά είναι (ήταν πριν από 10 ημέρες) 756. Αυτός ο αριθμός όμως υπερπολλαπλασιάζεται από άλλες συναφείς ή παράλληλες αναφορές. Εξ όσων μου έλεγε ο Λεωνίδας, υπάρχουν 24 αναγνωστικές ομάδες που αναφέρονται στον Καβάφη. Δεν μπόρεσα να το ελέγξω. Προσωπικά εντόπισα δύο: το blogg που ανέφερα παραπάνω και δύο σελίδες από ελεύθερους bloggers. Το blog. sina. com. cn είναι πασίγνωστο (υπάρχει και η αγγλική έκδοσή του) με χιλιάδες καθημερινές επισκέψεις. Το ιστολόγιο του Moodoor αποτελεί ένα ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό υψηλής ποιότητας με κείμενα, κρίσεις, συζητήσεις και φωτογραφίες διάσημων δυτικών συγγραφέων, όπως των Τ. Σ. Ελιοτ, Γέιτς, Καλβίνο, Μπαρτ, Μπόρχες, Γκαίτε, Μπέντζαμιν κ.ά. Εδώ εμφανίζεται και ο Καβάφης - και μάλιστα με την κλασική του φωτογραφία. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι κάποια ποιήματά του (όπως τα «Τείχη» και «Μέρες του 1896») εμφανίζονται σε διαφορετικές μεταφράσεις και συνοδεύονται από παρατηρήσεις σχετικά με τις απώλειες που προκύπτουν από τη μετάφραση. Κάποιος αναρωτιέται αν αυτές οι διαφορές στις μεταφράσεις των καβαφικών ποιημάτων οφείλονται στην αγγλική μετάφραση ή στην αμφισημία του πρωτοτύπου! Μια σελίδα (αναρτημένη πριν από δύο χρόνια) είχε στις αρχές του Σεπτεμβρίου 15.509 επισκέψεις. Δέκα ημέρες αργότερα είχαν προστεθεί άλλες 190.
Μάστορας του είδους
Τα όσα συνάγονται από την άλλη ομάδα των bloggers είναι εξίσου ενδιαφέροντα. Στις 9.3.2007 ένας αναγνώστης ξαναδιαβάζει, όπως λέει, «λίγο» Καβάφη. Τον αποκαλεί μάστορα του είδους και αισθάνεται να συμπάσχει με τον «γερασμένο άνδρα που κάθεται μόνος σε ένα τραπέζι». Ενας δεύτερος παραθέτει ένα κινεζικό ποίημα και αναρωτιέται αν ο συντάκτης του έχει επηρεασθεί από τον Καβάφη. Κάποιος τρίτος προβαίνει σε εμπεριστατωμένη ανάλυση του τρόπου με τον οποίο ο Καβάφης οργανώνει τον (μνημονικό) ποιητικό χρόνο φέρνοντας ως παράδειγμα το ποίημα του 1919 «Να μείνει». Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν τα ψευδώνυμα (ή ονόματα;) των συζητητών. Μια ωραιότατη νεαρά (υπάρχει φωτογραφία της) υπογράφει «Ομορφη και σιωπηλή». Σχολιάζει ένα ποίημα του Καβάφη και λέει: «Το διάβασα και το εννόησα πλήρως!».
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΚΡΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1967-1990



Στην πρωτοποριακή αυτή μελέτη της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, η Κάρεν Βαν Ντάυκ ερευνά την ποιητική του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού στις παρυφές της Ευρώπης. Ανιχνεύει τον σημαίνοντα ρόλο γυναικών συγγραφέων στην Ελλάδα ξεκινώντας από την πολιτική της λογοκρισίας στα χρόνια της δικτατορίας. Μέσα από την ανάγνωση των συνεπειών της λογοκρισίας - σε γελοιογραφίες, μυθιστορήματα, ομιλίες του δικτάτορα, στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και στο έργο της νεότερης γενιάς ποιητών - δείχνει τους τρόπους με τους οποίους οι ποιήτριες χρησιμοποιούν στρατηγικές γραφής που, μολονότι αρχικά καθιερώθηκαν ως αντίδραση στο νόμο του καθεστώτος περί Τύπου, αποδείχθηκαν στη συνέχεια χρήσιμες για την άρθρωση μιας φεμινιστικής κριτικής. Στην ποίηση της Ρέας Γαλανάκη, της Τζένης Μαστοράκη και της Μαρίας Λαϊνά, μεταξύ άλλων, η Βαν Ντάυκ αναλύει τους τρόπους με τους οποίους οι τακτικές των λογοκριτών για την επίτευξη της σταθεροποίησης του νοήματος επιστρατεύονται εκ νέου με σκοπό να αναστατώσουν και να αποδιαρθρώσουν παγιωμένα νοήματα και ρόλους φύλων. Το βιβλίο της, τόσο ως λογοτεχνική ανάλυση πολιτισμού όσο και ως πολιτισμική ανάλυση λογοτεχνίας, ερευνά το πώς η λογοκρισία, ο καταναλωτισμός και ο φεμινισμός επηρεάζουν τη σύγχρονη ελληνική γυναικεία ποίηση, καθώς και το πώς η αντίσταση στη σαφήνεια, σε αυτή την ποίηση, ασκεί τον αναγνώστη στην αναθεώρηση διαφόρων πολιτισμικών πρακτικών. Η συγκριτική εξέταση που κάνει η Βαν Ντάυκ στην αμερικανική ποίηση των μπήτνικς, στην Κασσάνδρα της Christa Wolf και στο Κλεμμένο γράμμα του Edgar Allan Poe, αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των υπερεθνικών ανταλλαγών. Μόνο αν στρέψουμε περισσότερο την προσοχή μας στην πολιτισμική και μορφική ιδιαιτερότητα του γραψίματος, ισχυρίζεται η Βαν Ντάυκ, είναι δυνατόν να γίνουν θεωρία τα μαθήματα που παίρνουμε από τη λογοκρισία και τη γυναικεία γραφή. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Περιεχόμενα

Πρόλογος για την ελληνική έκδοση
Ευχαριστίες
Εισαγωγή
1. Εξουσία, γλώσσα και ο λόγος περί δικτατορίας
Η Ελλάδα σαν ασθενής σε γύψο
Η λογοκρισία και το ζήτημα της σιωπής
Ύφη λόγου και πολιτικές πρακτικές
Λέγοντας την αλήθεια στα Δεκαοχτώ κείμενα
Η πλαστική σημαία του Διονύση Σαββόπουλου
2. Ποίηση, πολιτική και η γενιά του '70
Η λεγόμενη γενιά του '70
Το πολιτικό μπητ του Λευτέρη Πούλιου
Τα ποιητικά κόμικ-στριπ του Βασίλη Στεριάδη
3. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑΣ
Το σχήμα της γυναίκας στα χρόνια της δικτατορίας
Η Λυσιστράτη του Κυρ
Ο λύκος της Κασσάνδρας και η Κασσάνδρα της Wolf
Η κοινωνία ως κείμενο της γυναικείας ποίησης μετά τη δικτατορία
Σεξουαλική πολιτική και ποιητική γραφή
4. Το Κέικ της Ρέας Γαλανάκη και η αναβολή της γέννησης
Αναπαριστώντας (και αποκρυπτογραφώντας) τη γυναίκα 
Το Κέικ είναι ροζ
Η σεξουαλική πολιτική της μίμησης
Γράφοντας ως έγκυος γυναίκα
5. Οι Ιστορίες για τα βαθιά της Τζένης Μαστοράκη και το κλεμμένο γράμμα
Ο τόπος όπου συμβαίνουν τα φοβερά
Γράφοντας την εργασία του ονείρου
Η έκθεση της απαγόρευσης
Το κλεμμένο γράμμα και η γυναίκα - αναγνώστης
6. Το «Δικό της» της Μαρίας Λαϊνά και η ματιά χωρίς ανταπόδοση
Η ματιά της λογοκρισίας
Προς μια εναλλακτική γραμματική του εαυτού
Βρίσκοντας αλλού το έδαφος του έρωτα
Επίλογος
Βιβλιογραφία
Ευρετήριο κυρίων ονομάτων
Ευρετήριο τίτλων

Εντμουντ Κίλι: Είμαι ένας αγράμματος με φάτσα νεοελληνιστή

  • Ο άνθρωπος ο οποίος μετέφρασε, μαζί με τον Φίλιπ Σέραρντ, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο στον αγγλοσαξονικό χώρο, ονομάζεται Εντμουντ Κίλι. Ο 82χρονος συνομιλητής μας είναι μία σύνθετη προσωπικότητα: δεν είναι μόνον ο νεοελληνιστής που πέρασε από τη θέση του διευθυντή του Προγράμματος Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Παράλληλα, είναι ένας αξιόλογος συγγραφέας, ο οποίος αναπλάθει μυθιστορηματικά τη σύγχρονη Ιστορία, κι ένας μάχιμος δοκιμιογράφος για θέματα των καιρών μας.
 

Πρόσφατα τον τίμησε το Μουσείο Μπενάκη με εκδήλωση, στην οποία μίλησαν οι Αγγελος Δεληβορριάς, Θανάσης Βαλτινός, Νάσος Βαγενάς, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Δημήτρης Δασκαλόπουλος και Ντίνος Σιώτης. Με πρόλογο του Τζον Ιατρίδη, ομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, επανακυκλοφόρησε ο «Φόνος στον Θερμαϊκό» («Ελληνικά Γράμματα»), μία ιστορική έρευνα, σε ελληνικά και αμερικανικά αρχεία, της υπόθεσης του δολοφονημένου Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ. Στην Αμερική, αυτόν τον καιρό, κυκλοφόρησε η ποιητική ανθολογία «The Greek Poets: Homer to the Present», την οποία ο Εντμουντ Κίλι συνυπογράφει με τους Πίτερ Κόνσταντιν, Ρέιτσελ Χάντας και Κάρεν Βαν Ντάικ. 

Ευδιάθετος, χαμογελαστός, φιλόξενος και γεμάτος ιρλανδικό χιούμορ, μας υποδέχτηκε στο πατρικό σπίτι της γυναίκας του, Μαίρης, στο Κολωνάκι, όπου μπορείς να δεις έπιπλα εποχής και εξαιρετικά έργα τέχνης. Μιλήσαμε κυρίως στα ελληνικά, και όταν χρειάστηκε να διευκρινίσει κάποιες έννοιες, χρησιμοποίησε τ' αγγλικά. «Εμαθα την ελληνική γλώσσα του ποδοσφαιρικού γηπέδου και του δρόμου», μας εξομολογήθηκε.
  • Θυμάστε κάτι από τον τόπο γέννησής σας, τη Δαμασκό;
«Από τα παιδικά μου χρόνια στη Δαμασκό δεν θυμάμαι τίποτα. Οι πρώτες μου αναμνήσεις αρχίζουν από τον Καναδά, όπου γνώρισα τη ζωή στο χιόνι και ταξίδεψα συχνά στην αμερικανική ήπειρο. Οταν μετατέθηκε ο πατέρας μου, με τον βαθμό του προξένου, στην όμορφη Θεσσαλονίκη, βρήκα έναν παράδεισο στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Δεν κατάφερα ποτέ να μάθω τα ελληνικά σε σχολείο. Δυστυχώς, γι' αυτό δεν γράφω τόσο εύκολα όσο θα ήθελα. Αντιθέτως, έχω ευχέρεια στο να διαβάζω και να μιλάω. Μ' αυτή την έννοια, είμαι αυτοδίδακτος. Εχετε μπροστά σας έναν αγράμματο, που έχει φάτσα νεοελληνιστή (γελάει)».
  • Από τη Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής, τέλη της δεκαετίας του '30, τι έχει χαραχτεί μέσα σας;
«Πήγα Δημοτικό, για τρία χρόνια, στη Γερμανική Σχολή, η οποία είχε δημιουργήσει χιτλερική νεολαία. Στα αδέλφια μου και σ' εμένα, επειδή ήμασταν Αμερικανοί πολίτες, μαζί με άλλους ξένους συμμαθητές μας, μας απαγόρευαν να πάρουμε μέρος στις φιέστες τους. Οι περισσότεροι καθηγητές μας εκπροσωπούσαν τα ιδεώδη του ναζισμού. Τη στιγμή που οι υπόλοιποι συμμαθητές μας έκαναν στρατιωτικές ασκήσεις, εμείς παίζαμε!»
  • Πότε αρχίσατε να έχετε στενή σχέση με τη νεοελληνική λογοτεχνία, μεταφράζοντας τους μεγάλους ποιητές;
«Είχα τελειώσει τις σπουδές μου πάνω στην αγγλική και αμερικανική λογοτεχνία, στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, και ήθελα να ακολουθήσω μεταπτυχιακά στην Αγγλία, με θέμα τον Γέιτς και το ιρλανδικό θέατρο, αφού από τη μεριά του πατέρα μου έχω ιρλανδικές ρίζες. Κάποια στιγμή, ανακαλύπτω στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ότι διδάσκεται το μάθημα του νεοελληνικού διηγήματος. Ενα απόγευμα κατάφερα να εντοπίσω τον λέκτορα Ρόμπιν Φλέτσερ, έναν πολύ ευχάριστο και βολικό νεαρό κύριο, ύστερα από συστάσεις της Μαίρης Σταθάτου-Κύρη, φοιτήτριας του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών - και μελλοντικής γυναίκας μου. Οταν ο Φλέτσερ ανακοίνωσε στον επικεφαλής του Τμήματος Κ. Α. Τρυπάνη ότι "ένα παιδί από την Αμερική θέλει να σπουδάσει νέα ελληνικά", εκείνος αντέδρασε, λέγοντας: "Θα τον αποθαρρύνουμε σύντομα"».
  • Ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης σάς παρακίνησε να ασχοληθείτε και με τη μετάφραση;
«Οχι. Η αλήθεια είναι πως όταν ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης ανακάλυψε ότι μιλούσα πράγματι καλά ελληνικά -αν και με μπόλικους βορειοελλαδίτικους ιδιωματισμούς- και ότι σπούδαζα Αγγλική Φιλολογία, με προσκάλεσε αμέσως για τσάι με τη σύζυγό του και τη νεαρή της φίλη, τη δεσποινίδα Κύρη, κι έπειτα, σε μια σειρά από ιδιωτικές συζητήσεις για τη σύγχρονη ποίηση. Αποφάσισα, κατόπιν προτροπής του, να εκπονήσω διδακτορική διατριβή με θέμα τις επιδράσεις της αγγλικής και της αμερικανικής ποίησης στο έργο του Καβάφη και του Σεφέρη. Περιορίστηκα στον Μπράουνινγκ και στον Ουίτμαν για τον Καβάφη, και στον Ελιοτ για τον Σεφέρη. Ο άνθρωπος ο οποίος έστρεψε το ενδιαφέρον μου προς τη μετάφραση Ελλήνων ποιητών, είναι ο καθηγητής και μεταφραστής τού Τσόσερ, Νέβιλ Κόχιλ».
  • Τον Γιώργο Σεφέρη πότε τον γνωρίζετε και πώς επέδρασε πάνω σας;
«Το 1950, όταν υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου, του έστειλα δυο-τρία γράμματα. Δύο χρόνια αργότερα, όταν επέστρεψε, του ξανάγραψα και του ανέφερα ότι γράφω τη διατριβή. Συναντηθήκαμε και του ζήτησα να μου λύσει ορισμένες απορίες σχετικά με το έργο του. "Μην τα βλέπεις όλα συμβολικά, επειδή, καμιά φορά, οι εικόνες πατούν γερά στην πραγματικότητα. Τα αγάλματα στην Ελλάδα, όταν πάρεις ένα καράβι και ταξιδέψεις στο Αιγαίο, θα τα δεις παντού. Οι αρχαίες πέτρες είναι κάτω από τα πόδια σου, μπορείς να σκύψεις, να τις πάρεις στα χέρια σου και να τις χαϊδέψεις. Πώς είναι ζωντανή η γυναίκα σου, που μόλις παντρεύτηκες;", μου είπε. Ηταν καλός άνθρωπος και τον αγαπούσα πολύ. Ηταν σοφός, πολυμαθής και είχε χιούμορ».
  • Από τον Νίκο Γκάτσο της «Αμοργού» τι σας έκανε εντύπωση;
«Ηταν πολύ ευφυής και ανοιχτόκαρδος. Αν ήταν στο πανεπιστήμιο, θα ήταν ίσως ο μεγαλύτερος καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Διέθετε γούστο, είχε βλέμμα, γνώριζε την ποίηση και τι ήθελε να πει, διέκρινε τι ήταν σωστό και τι ψεύτικο. Το δικό του πανεπιστήμιο ήταν στου "Φλόκα". Με βοήθησε να καταλάβω αυτά που δεν ήξερα για τον υπερρεαλισμό, ο οποίος ήταν βασικό στοιχείο της ποίησής του».
  • Με τον Οδυσσέα Ελύτη πώς συνεργαστήκατε στη μετάφραση του «Αξιον Εστί»;
«Ηταν πολύ ευγενής. Μιλούσαμε σπάνια για ποιητικά θέματα, όταν, όμως, εργαστήκαμε με τον Γιώργο Π. Σαββίδη στην απόδοση του "Αξιον Εστί", μας βοήθησε σε ορισμένα μεταφραστικά προβλήματα. Αυτό που μας ζήτησε ο Ελύτης ήταν να έχει ο ήχος των λέξεων μια μουσική στην ξένη γλώσσα».
  • Γιατί ασχοληθήκατε συστηματικά με τον Γιάννη Ρίτσο;
«Οταν είχα έρθει στην Ελλάδα για να ετοιμάσω με τον Φίλιπ Σέραρντ την πρώτη ποιητική ανθολογία "Six poets of modern Greece", ο θείος της γυναίκας του, ο πνευμονολόγος Σταθάτος μού λέει: "Εξι ποιητές; Και πού είναι ο Ρίτσος;". Είχα γνωρίσει όλη την παρέα του Κατσίμπαλη και τον κύκλο του και κανείς τους δεν μου είχε αναφέρει το όνομα του Ρίτσου. Αργότερα κατάλαβα πως υπήρχε πρόβλημα, γιατί ορισμένα από τα ποιήματά του ήταν προπαγανδιστικά. Από την άλλη μεριά, είχε και ποιήματα γερά, τα οποία, σχεδόν από το ξεκίνημά του, ήταν πρωτότυπα. Εχει γράψει και κάτι μικρά, που είναι αριστουργήματα, όπως είναι οι "Μαρτυρίες" και οι "Επαναλήψεις". Φαίνεται ότι ένα μέρος από την πνευματική κοινωνία εκείνης της εποχής ήταν εναντίον του, επειδή ήταν κομμουνιστής διανοούμενος. Αυτό που μου άρεσε στον Ρίτσο, ήταν ο νέος τρόπος με τον οποίο αξιοποιούσε την αρχαία ποίηση και την αρχαία μυθολογία, για να φτιάξει μια ποίηση σημερινή και ζωντανή».
  • Ποιος Ελληνας ποιητής του 20ού αιώνα στέκεται ψηλότερα απ' όλους;
«Ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Από το 2000 έχουν κυκλοφορήσει επτά διαφορετικές εκδόσεις "Collected poems" του Καβάφη στην Αμερική! Μυθοποίησε την πόλη της Αλεξάνδρειας κι έφτιαξε ως μυθιστοριογράφος μια ποιητική πόλη, η οποία έχει μια βάση ιστορική αλλά είναι βυθισμένη στο ανθρώπινο πνεύμα. Φαίνεται απλός, χωρίς να είναι απλός».
  • Ενα μεγάλο κομμάτι της δημιουργικής σας δραστηριότητας το έχετε αφιερώσει στην πρωτότυπη συγγραφή. Ακολουθήσατε τη μακρά αμερικανική πεζογραφική παράδοση ή διαφοροποιηθήκατε;
«Πάντα ήθελα να με χαρακτηρίζουν μυθιστοριογράφο. Εγραψα οκτώ μυθιστορήματα, τα οποία τυπώθηκαν στην Αμερική, κι άλλα δύο, που δεν εκδόθηκαν ποτέ. Δεν θέλω μόνο να διασκεδάσω τον αναγνώστη, που το χρειάζεται κι αυτό, γιατί διαφορετικά το βιβλίο θα είναι "πεθαμένο". Κυρίως προσπαθώ να ακολουθήσω τα διδάγματα των μεγάλων Αμερικανών δασκάλων μου στη λογοτεχνία, του Φόκνερ, του Χέμινγουεϊ, προπαντός του Φιτζέραλντ. Κυρίως αυτό που πρέπει να δείξεις είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Στο μυθιστόρημα πρέπει να ξεπεράσεις τον ρεαλισμό, με τον οποίο περιγράφεται η σύγχρονη ζωή, και να φτάσεις στην ανθρώπινη περίπτωση. Ενα παράδειγμα είναι το "Περιμένοντας τους βαρβάρους" του Νοτιοαφρικανού νομπελίστα Κουτσί. Σ' αυτό, η βάση είναι η σύγχρονη ιστορία της Νότιας Αφρικής, που ήταν ακόμη υπό τη σκιά του απαρτχάιντ. Γράφει μία συγκινητική ιστορία, και μέσα σ' αυτή φτιάχνει έναν μύθο για τη χώρα του. Τι σημαίνει, δηλαδή, να είσαι σ' αυτή την κατάσταση και με τη δική σου ανθρώπινη θέληση να εναντιωθείς στο καθεστώς της δουλείας».
  • Και εσείς κάτι ανάλογο δεν επιχειρείτε; Να μιλήσετε με μυθιστορηματικό τρόπο για την Ιστορία των τελευταίων πενήντα χρόνων;
«Αυτό που λέτε είναι σωστό. Αν έμενα μόνο στην Ιστορία, θα ήμουν ιστορικός. Εγώ πήρα μόνον ως βάση την Ιστορία. Οι ήρωές μου είναι συνήθως άνθρωποι που βρίσκονται σε κρίση. Κυρίως είναι γυναίκες, γιατί η ψυχή τους είναι πολλές φορές πιο μεγάλη από αυτή των αντρών».
  • Τι εννοείτε;
«Διαθέτουν ανθρωπισμό, κουράγιο και δύναμη».
  • Με τον «Φόνο στον Θερμαϊκό» προσπαθείτε να ισορροπήσετε μεταξύ Ιστορίας και λογοτεχνίας;
«Η υπόθεση Πολκ είναι μια προσπάθεια να γράψω καθαρή ιστορία, μ' έναν ρυθμό μυθιστορηματικό. Δεν μπορώ να πω με ακρίβεια ποιος έχει σκοτώσει τον Πολκ. Ωστόσο, μπορώ να υποστηρίξω ότι ήταν μια δίκη - σκευωρία, με θύμα τον Στακτόπουλο, ο οποίος ήταν αθώος».
  • Η Αλβανία, πριν από δεκαπέντε χρόνια, που σας έδωσε το ταξιδιωτικό «Αλβανικό ημερολόγιο», πώς σας φάνηκε;
«Ανακάλυψα μια χώρα η οποία είχε πλέον ανοίξει τα σύνορά της. Πήγα ως μέλος μιας ομάδας Αμερικανών συγγραφέων για να συναντήσουμε Αλβανούς συγγραφείς, δημοσιογράφους και εκδότες. Μας πήγαν σ' ένα χωριό για να μας δείξουν πώς περνούσαν οι χωρικοί. Ηταν συγκλονιστική εμπειρία. Σαν να βρισκόμουν σε μια Ελλάδα που έζησα όταν ήμουν παιδί. Είδα ένα αμπαζούρ που το "καπέλο" του ήταν φτιαγμένο από χαρτιά με τυπωμένες διαταγές του Χότζα! Εχτισε όλα αυτά τα γελοία πολυβολεία: μια σειρά τους κοιτούσε προς την Αμερική και άλλη μία προς τη Ρωσία. Οταν έπεσε το καθεστώς, άλλοι έριξαν την ιδέα να τα κάνουν μπουρδέλα, άλλοι να τα μετατρέψουν σε φούρνους (γελάει)». * 
info Αλλα έργα του στα ελληνικά: «Πρώτα βήματα» («Ελληνικά Γράμματα»), «Αναπλάθοντας τον παράδεισο» («Ωκεανίδα»), «Γιώργος Σεφέρης - Edmund Keeley: Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947», «Συζήτηση με τον Γιώργο Σεφέρη» («Αγρα»), «Η σπονδή», «Η σιωπηλή κραυγή της μνήμης», «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας» («Εξάντας»), «Αλβανικό ημερολόγιο: Ο δρόμος προς το Ελμπασάν» («Καστανιώτης»), «Η καβαφική Αλεξάνδρεια» («Ικαρος»).
Ο Ομπάμα έχει μπλέξει άσχημα
  • Πώς βλέπετε την πορεία της Ελλάδας από εδώ και πέρα, με την οικονομική κρίση που περνάει;
«Βλέπω εδώ ένα είδος κυνισμού στην πολιτική ζωή, όπως και στην Αμερική. Σε σας πληρώνουν κιόλας, είδατε τι έγινε με τη Ζίμενς (γελάει). Εμείς έχουμε το πρόβλημα με τα λόμπι, τα οποία πιέζουν, όταν είναι να περάσει ένας νόμος. Δημοκρατία είναι αυτό; Ψευτοδημοκρατία είναι. Τα πράγματα είναι δύσκολα για τον Ομπάμα, γιατί άλλα υποσχόταν. Τώρα, που έχει μπλέξει άσχημα και δέχεται πιέσεις από τους στρατηγούς και τα οικονομικά συμφέροντα, παίρνει το μεγάλο μάθημα. Το πιθανότερο είναι ότι θα λέει στον εαυτό του: "Πώς θα το σκάσω απ' εδώ;"».
  • Εχει να αντιμετωπίσει επιπλέον και την καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού...
«Φαίνεται ότι θα συντελεσθεί μία οικολογική καταστροφή που δεν την έχει καταλάβει ο κόσμος, ούτε, όμως, κι εμείς οι Αμερικανοί. Μοιάζει να είναι φρικτό, να είναι τρομερό. Ισως δεν θα μπορείς να πατήσεις σε ορισμένα σημεία της παράκτιας ζώνης, ενώ η αλιεία θα γνωρίσει μεγάλη καταστροφή. Είμαι πολύ στενοχωρημένος, παρά πολύ...».

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΠΑΡΟΚ (1600 -1750)





γράφει η Γιούλα Ζωγράφου


1. Εδραιώνεται η χρήση του μείζονα και του ελάσσονα τρόπου που αντικαθιστά τους εκκλησιαστικούς τρόπους   

 2. Εμφανίζονται τα μουσικά είδη (ορατόριο, σουίτα, κοντσέρτο 

3. Εμφανίζεται το basso continuo 

 4. Γεννιέται η όπερα




 Σπουδαίος συνθέτης της μπαρόκ μουσικής ειναι και ο Georg Friedrich Haendel , γεννημένος στο Halle της Γερμανιας το 1685.
Ο πατέρας του ηταν κουρέας , χειρουργός και αυλάρχης του Δούκα Saxe-Weissenfeld.
Τον γέννησε δέ οταν ηταν 63 χρονών.
Η αγάπη του μικρού Φρειδερίκου ηταν προφανής απο τα πολύ μικρά του χρόνια, που όμως του απαγορεόταν απ τόν πατέρα του να παίζει όποιο όργανο και τον προόριζε για νομικό.
Ομως στην αυλή του Δούκα ήταν υπηρέτης ο ετεροθαλής αδελφός του (36 χρόνια μεγαλύτερος) ο οποίος κρυφά τον άφησε να παίξει στο αρμόνιο της εκκλησίας της Αυλής.
Ο κάντορας Krieger ενθουσιάστηκε και του δίνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής.
Στην αρχή εγραψε κάποιες καντάτες (δεν σώθηκαν) και προχωρώντας συνθέτει τις δύο όπερες του Almira k Nero.
Συνέθεσε αναριθμητες άριες και καντάτες, σονάτες, κοντσερτα, ορατορια.
Έζησε στην Ιταλία αλλα κυρίως στο Λονδίνο
Το ωραιότερο Ορατόριο του, το Messiah