γράφει ο Δημήτρης Μπουρνούς
«H σαγήνη βασίζεται στο στοιχείο του αγνώστου, του ακατανόητου, του ασύλληπτου»
Ald Carotenuto, Από το «Έρως και Πάθος», εκδόσεις Ιταμος, Αθήνα 1995.
«Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι»
Σαμ Τέιλορ Τζόνσον- 2015-125΄
Το άγνωστο, το ακατανόητο, το σαδιστικό( στην περίπτωση μας) είναι εκείνο
που –μάλλον- ελκύει τις εκατοντάδες
χιλιάδες των θεατών( κυρίως γυναίκες) για να δουν την ταινία της 48 άχρονης Αγγλίδας
σκηνοθέτιδας που μεταφέρει στην οθόνη το πρώτο μέρος της διάσημης τριλογίας της E. L. James. Όλα βέβαια ξεκίνησαν από τα
δυο τρέιλερ της ταινίας που ενεργοποίησαν τα πουριτανικά -και στις περισσότερες
περιπτώσεις καταπιεσμένων σεξουαλικά- ανακλαστικά, των υποψήφιων θεατών.
Η Σαμ Τέιλορ Τζόνσον με δουλεμένη
σκηνοθεσία κάνει κάτι «έξυπνο». Μας σερβίρει ένα νέο «Pretty woman»
αναπαράγοντας το μύθο της Σταχτοπούτας. Όμως ξεφεύγει από το είδος της καλής
και ελαφριάς κομεντί του μάστορα στο είδος Γκάρυ Μάρσαλ, παντρεύοντας το ύφος
λογοτεχνίας άρλεκιν με το σαδισμό. Η σταχτοπούτα μας, η Αναστάσια Στιλ ( Ντακότα Τζόνσον) πέφτει εκστασιασμένη στην αγκαλιά του πρίγκιπα Κρίστιαν Γκρέυ(
Τζέιμς Ντόρναν) του πάμπλουτου και γοητευτικού πλέυ μπόι.
Όλη η ταινία είναι η σαγήνευση του
«φυσιολογικού» από το «σαδιστικό». Ο
ήρωάς μας χρησιμοποιεί τη συνουσία που την διεκπεραιώνει καλά χωρίς να τη
θέλει, για να φτάσει στο στόχο του, στα
σαδιστικά του παιχνίδια που είναι η ουσία του ερωτισμού του. Η συγκατοίκηση του
ζευγαριού είναι εικονική. Η ηρωίδα πρέπει να υπογράψει στο συμβόλαιο ότι θα ζει
στο σπίτι του ήρωα αλλά θα κοιμάται μόνη
της σε άλλο χώρο.
Ο σαδισμός μυθοποιείται ενεργοποιώντας τα πουριτανικά μας ανακλαστικά( όλα γίνονται στο δωμάτιο του σαδισμού που θυμίζει γυμναστήριο και διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία –ειδικά μαστίγια κ.α.). Ο φετιχισμός είναι σαν το μαντήλι που υπάρχει στα ακριβά εστιατόρια, δίπλα στα μαχαιροπήρουνα. Όπως σκουπίζεις το στόμα σου και το αφήνεις στην άκρη για να αρχίσεις ή να συνεχίσεις το γεύμα σου, έτσι και ο ήρωας, στην σκηνή της πρώτης συνουσίας-ξεπαρθενέματος της ηρωίδας, μυρίζει το εσώρουχο της και μετά το πετά.
Η σαγήνη της ηρωίδας που είναι ερωτευμένη αλλά έχει συγκρούσεις διότι έχει τα κλασικά στερεότυπα για τις σχέσεις, είναι και σαγήνη για το θεατή. Ιδιαίτερα για τις γυναίκες που ονειρεύονται να παντρευτούν κάποιο πλούσιο για να τους ζει. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια ταινία πορνό ούτε με σαδομαζοχισμό που «λογικά» πάνε μαζί. Ούτε οι ερωτικές σκηνές έχουν στόχο να ερεθίσουν. Έχουμε να κάνουμε με πολύ καλά δουλεμένο σκηνοθετικά, αντιφεμινισμό. Η ηρωίδα μας, εργαζόμενη και συγχρόνως φοιτήτρια, δεν ονειρεύεται καμία καριέρα, δεν συμπεριφέρεται όπως θα συμπεριφερόταν μια μορφωμένη γυναίκα. Πέφτει κατευθείαν στα δίχτυα του πλέυ μπόι ήρωα. Αν δεχθεί να βιώσει τον έρωτά της πρέπει να αποδεχθεί ότι θα δίνει ηδονή και ότι δεν μπορεί να πάρει τρυφερότητα και αγκαλιά μετά το σεξ. Όλα αυτά απαγορεύονται σύμφωνα με το συμβόλαιο που παρεμπιπτόντως, από ο, τι γνωρίζω εφαρμόζεται περισσότερο στην Αμερική, πρέπει να υπογράψει για να προχωρήσει η σχέση της με τον ήρωα.
Το συμβόλαιο δεν υπογράφεται ποτέ,
όμως ο ήρωάς μας κατορθώνει να φτάσει την ηρωίδα στα δικά του νερά, στην προ-τελευταία
«κανονική» σαδιστική σκηνή που
απολαμβάνει(εκείνος) το χτύπημα
με μαστίγιο. Βέβαια, μετά έχουμε το
φινάλε της ταινίας που η ηρωίδα μαζεύει
τα πράγματά της για να αφήσει τον ήρωα, ο οποίος μας εξομολογείται ότι είναι «άρρωστος»
και ότι είχε άσχημη παιδική ηλικία με μητέρα πόρνη, όμως μάλλον τον συμπαθούμε
παρά τον λυπόμαστε. Φινάλε που είναι «ανοιχτό». Δηλαδή η σοκαρισμένη ηρωίδα
φεύγει όμως δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα ξαναδεί τον «ερωμένο» της.
Θα έλεγα, καταλήγοντας, ότι η ταινία
είναι πουριτανικό σινεμά άρλεκιν που
εικονικά θυμίζει και λίγο διαφήμιση, με τόσα ιλουστρασιόν πλάνα, η οποία «παίζει» με τα ερωτικά απωθημένα και τις
φαντασιώσεις μας -μέχρι ένα σημείο
θεμιτές- σε αντίθεση, για να κάνω και τις συγκρίσεις μου, με το καθαρό σινεμά- μελέτη του Λανς Φον Τρίερ
που στο Νυμφομάνιακ 2 σαν ψυχρός αναλυτής συνδέει αριστουργηματικά τον πόνο(
σαδισμό) με την ηδονή.