Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

«Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι» Σαμ Τέιλορ Τζόνσον


γράφει ο Δημήτρης Μπουρνούς

«H σαγήνη βασίζεται στο στοιχείο του αγνώστου, του ακατανόητου, του ασύλληπτου»

Ald Carotenuto, Από το «Έρως και Πάθος», εκδόσεις Ιταμος, Αθήνα 1995.



«Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι»
Σαμ Τέιλορ Τζόνσον- 2015-125΄





Το άγνωστο, το ακατανόητο, το  σαδιστικό( στην περίπτωση μας) είναι εκείνο που –μάλλον- ελκύει τις   εκατοντάδες χιλιάδες των θεατών( κυρίως γυναίκες)  για να δουν την ταινία της 48 άχρονης Αγγλίδας σκηνοθέτιδας που μεταφέρει στην οθόνη το πρώτο μέρος της διάσημης τριλογίας  της E. L. James. Όλα βέβαια ξεκίνησαν από τα δυο τρέιλερ της ταινίας που ενεργοποίησαν τα πουριτανικά -και στις περισσότερες περιπτώσεις καταπιεσμένων σεξουαλικά-  ανακλαστικά,  των υποψήφιων θεατών.
Η Σαμ Τέιλορ Τζόνσον με δουλεμένη σκηνοθεσία κάνει κάτι «έξυπνο». Μας σερβίρει ένα νέο «Pretty woman» αναπαράγοντας το μύθο της Σταχτοπούτας. Όμως ξεφεύγει από το είδος της καλής και ελαφριάς κομεντί του μάστορα στο είδος Γκάρυ Μάρσαλ, παντρεύοντας το ύφος λογοτεχνίας άρλεκιν με το σαδισμό. Η σταχτοπούτα μας,  η Αναστάσια Στιλ   ( Ντακότα Τζόνσον) πέφτει εκστασιασμένη  στην αγκαλιά του πρίγκιπα Κρίστιαν Γκρέυ( Τζέιμς Ντόρναν) του πάμπλουτου και γοητευτικού πλέυ μπόι. 

Όλη η ταινία είναι η σαγήνευση του «φυσιολογικού» από το «σαδιστικό».  Ο ήρωάς μας χρησιμοποιεί τη συνουσία που την διεκπεραιώνει καλά χωρίς να τη θέλει,  για να φτάσει στο στόχο του, στα σαδιστικά του παιχνίδια που είναι η ουσία του ερωτισμού του. Η συγκατοίκηση του ζευγαριού είναι εικονική. Η ηρωίδα πρέπει να υπογράψει στο συμβόλαιο ότι θα ζει στο σπίτι του ήρωα αλλά θα  κοιμάται μόνη της σε άλλο χώρο. 


Ο σαδισμός μυθοποιείται ενεργοποιώντας τα πουριτανικά μας ανακλαστικά( όλα γίνονται στο δωμάτιο του σαδισμού που θυμίζει γυμναστήριο και  διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία –ειδικά μαστίγια κ.α.). Ο φετιχισμός είναι σαν το μαντήλι που υπάρχει  στα ακριβά εστιατόρια, δίπλα στα μαχαιροπήρουνα. Όπως σκουπίζεις το στόμα σου και το αφήνεις στην άκρη για να αρχίσεις ή να συνεχίσεις το γεύμα σου, έτσι και ο ήρωας, στην σκηνή της πρώτης συνουσίας-ξεπαρθενέματος της ηρωίδας,  μυρίζει το εσώρουχο της  και μετά το πετά.
Η σαγήνη της ηρωίδας που είναι ερωτευμένη αλλά  έχει συγκρούσεις διότι έχει τα κλασικά στερεότυπα για τις σχέσεις,  είναι και σαγήνη για το θεατή. Ιδιαίτερα για τις γυναίκες που ονειρεύονται να παντρευτούν κάποιο πλούσιο για να τους ζει.  Δεν έχουμε να κάνουμε με μια ταινία πορνό ούτε με σαδομαζοχισμό που «λογικά» πάνε μαζί. Ούτε οι ερωτικές σκηνές έχουν στόχο να ερεθίσουν. Έχουμε να κάνουμε με πολύ καλά δουλεμένο σκηνοθετικά,  αντιφεμινισμό. Η ηρωίδα μας, εργαζόμενη και συγχρόνως φοιτήτρια, δεν ονειρεύεται καμία καριέρα, δεν συμπεριφέρεται όπως θα συμπεριφερόταν μια  μορφωμένη γυναίκα.  Πέφτει κατευθείαν στα δίχτυα του πλέυ μπόι ήρωα. Αν δεχθεί να βιώσει τον έρωτά της πρέπει να αποδεχθεί ότι θα δίνει ηδονή και ότι δεν μπορεί να πάρει τρυφερότητα και αγκαλιά μετά το σεξ. Όλα αυτά απαγορεύονται σύμφωνα με το συμβόλαιο που παρεμπιπτόντως, από ο, τι γνωρίζω εφαρμόζεται περισσότερο στην Αμερική, πρέπει να υπογράψει για να προχωρήσει η σχέση της με τον ήρωα.

Το συμβόλαιο δεν υπογράφεται ποτέ, όμως ο ήρωάς μας κατορθώνει να φτάσει την ηρωίδα στα δικά του νερά, στην προ-τελευταία «κανονική» σαδιστική σκηνή που  απολαμβάνει(εκείνος)  το χτύπημα με μαστίγιο.  Βέβαια, μετά έχουμε το φινάλε της ταινίας  που η ηρωίδα μαζεύει τα πράγματά της για να αφήσει τον ήρωα, ο οποίος μας εξομολογείται ότι είναι «άρρωστος» και ότι είχε άσχημη παιδική ηλικία με μητέρα πόρνη, όμως μάλλον τον συμπαθούμε παρά τον λυπόμαστε. Φινάλε που είναι «ανοιχτό». Δηλαδή η σοκαρισμένη ηρωίδα φεύγει όμως δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα ξαναδεί τον «ερωμένο» της.
Θα έλεγα, καταλήγοντας, ότι η ταινία είναι  πουριτανικό σινεμά άρλεκιν που εικονικά θυμίζει και λίγο διαφήμιση, με τόσα ιλουστρασιόν πλάνα,  η οποία   «παίζει» με τα ερωτικά απωθημένα και τις φαντασιώσεις μας  -μέχρι ένα σημείο θεμιτές- σε αντίθεση, για να κάνω και τις συγκρίσεις μου,  με το καθαρό σινεμά- μελέτη του Λανς Φον Τρίερ που στο Νυμφομάνιακ 2 σαν ψυχρός αναλυτής συνδέει αριστουργηματικά τον πόνο( σαδισμό) με την ηδονή.





Παύλος Καλλιγάς

Ο Παύλος Καλλιγάς,
ελαιογραφία του Νικηφόρου Λύτρα

Το αφήγημα Θάνος Βλέκας είναι το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα που αντλεί το θέμα του από τη σύγχρονη πραγματικότητα της πρώιμης οθωνικής περιόδου. Σε αντίθεση με τους συγχρόνους του συγγραφείς ρομαντικών μυθιστορημάτων, τόλμησε να παρουσιάσει ρεαλιστικά τα προβλήματα που μάστιζαν τη χώρα: την αναρχία, τη ληστοκρατία, την κακή οργάνωση της δικαιοσύνης και του φορολογικού συστήματος, την ανισοκατανομή των γαιών, την αγραμματοσύνη του λαού και του κλήρου κ.α.

Ο Παύλος Καλλιγάς (1814 - 16 Σεπτεμβρίου 1896[1]) ήταν Έλληνας νομικός, οικονομολόγος, ιστορικός, λογοτέχνης και πολιτικός. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας του διετέλεσε βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις, πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη και ήταν γιος του Παναγή Άννινου,( Κεφαλλονίτης έμπορος) γόνου αρχοντικής οικογένειας από τα Καλλιγάτα της Κεφαλονιάς, και της Σοφίας Μαυρογορδάτου από τη Σμύρνη. Είχε μία αδελφή, τη Μαρία, σύζυγο τουΝικολάου Κωστή, η οποία διατήρησε το επώνυμο Άννινος, ενώ ο Παύλος προτίμησε το προσωνύμιο Καλλιγάς. Μεγάλωσε στην Τεργέστη, όπου κατέφυγε η οικογένειά του, μετά το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821. Φοίτησε στην Φλαγγίνειο Σχολή της Βενετίας και στο Λύκειο Heyer της Γενεύης και το 1834 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο για να σπουδάσει νομικά, φιλοσοφία και ιστορία στο τοπικό πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια συμπλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, του οποίου αναγορεύθηκε διδάκτωρ Νομικών Επιστημών.
Απεβίωσε τον Σεπτέμβριο του 1896 στο Νέο Φάληρο και ενταφιάστηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν παντρεμένος με την Μαρία Μανούση από τη Σιάτιστα, την οποία γνώρισε στην Τεργέστη, και είχαν αποκτήσει τρεις γιους: τον Πέτρο Καλλιγά, πολεοδόμο & πολιτικό, τον Γεώργιο Καλλιγά, δικηγόρο, και τον Αλέξανδρο Καλλιγά, αξιωματικό του Ιππικού. Εγγονοί του ήταν ο βυζαντινολόγος Μαρίνος Καλλιγάς και ο ζωγράφος Παύλος Π. Καλλιγάς και τρισέγοννός του ο Παύλος Γερουλάνος.
Το 1838 εξελέγη υφηγητής του Φυσικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1845, οπότε και απολύθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη. Κατά τη διάρκεια της μικρής αυτής θητείας δίδαξε διεθνές δίκαιο και το 1842 έγινε επίτιμος καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου. Μετά την απόλυσή του εισήλθε στον δικαστικό κλάδο διατελώντας αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου (1851 - 1854). Το 1854 επανήλθε στην θέση του στο Πανεπιστήμιο και το 1862 διορίστηκε τακτικός καθηγητής. Το 1879 μετά την συνταξιοδότησή του από το πανεπιστήμιο, η σύγκλητος τον αναγόρευσε σε επίτιμο καθηγητή. Χρημάτισε κοσμήτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών (1844 - 18451865 - 18661872 - 18731877 - 1878) ενώ την περίοδο 1869 - 1870 χρημάτισε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως νομικός συμμετείχε στην επιτροπή σύνταξης του Αστικού Κώδικα (1849).
Παράλληλα με την ακαδημαϊκή του καριέρα άσκησε το δικηγορικό επάγγλεμα αναλαμβάνοντας σημαντικές υποθέσεις της εποχής. Υπήρξε νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Είχε πλούσιο συγγραφικό έργο. Εξέδωσε μεταξύ άλλων το Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου καθ' ά εν Ελλάδι πολιτεύεται (5 τόμοι, 1848 - 1855), τη Νεαρά περί εξυβρίσεων και περί τύπου, το Περί συντάξεως πολιτικού κώδικος εις την Ελλάδα και έγραψε ιστορικές και φιλοσοφικές μελέτες.
Το 1843 εξελέγη πληρεξούσιος του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Εθνοσυνέλευση του 1843 και το 1862 πληρεξούσιος Αττικής στην Β΄ Εθνοσυνέλευση. Στις εκλογές του 1879 επανεξελέγη βουλευτής Αττικής, όπως και σε αυτές του 1881, απέτυχε όμως να εκλεγεί σε αυτές του 1885. Μετά την αποτυχία του στις εθνικές εκλογές αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας κλήθηκε να αναλάβει αρκετές φορές υπουργικά χαρτοφυλάκια. Διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης στις κυβερνήσεις Μαυροκορδάτου (1854) και Κουμουνδούρου (1865), υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις του 1862Μπενιζέλου Ρούφου (1863) και Ζηνοβίου Βάλβη (1864) καθώς και υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Τρικούπη (1882). Υπήρξε από τους στενότερους συνεργάτες του Χ. Τρικούπη.
Τον Νοέμβριο του 1883 εξελέγη πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και επενεξελέγη το 1884 παραμένοντας μέχρι την λήξη της θητείας του, το 1885. Ως πληρεξούσιος της Εθνοσυνέλευσης του 1862 συνέβαλε σημαντικά στην διαμόρφωση του Συντάγματος του 1864, ανήκε δε στην παράταξη των Πεδινών. Μετά την αποτυχία του στις εκλογές του 1885 διορίστηκε το ίδιο έτος υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ανερχόμενος το 1890 στην θώκο του διοικητή, στον οποίο και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, το 1896.
Υπήρξε δραστήριο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας συμμετέχοντας σε φιλολογικούς και επιστημονικούς συλλόγους. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος (1875 - 1881) της Αθηναϊκής Λέσχης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (1851 - 1885), αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας των Φίλων της Επιστήμης (Κέρκυρα), πρόεδρος του σωματείου Εθνική Άμυνα καθώς και ιδρυτής, μαζί με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, του Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων. Με τον τελευταίο διαφωνούσε ως προς την ενότητα του Μεσαιωνικού και του Νέου Ελληνισμού. Ο Καλλιγάς εμφορούμενος απόπολιτειοκρατικές απόψεις σχετικά με τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, στη διαμάχη Φαρμακίδη και Οικονόμου υποστήριξε τον Φαρμακίδη. Μάλιστα στα προλεγόμενα της μετάφρασης του έργου του Φρειδερίκου Wiener Περί των συλλογών και κανόνων της Εκκλησίας, υποστήριξε την υπαγωγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία όπως ενός κοινού σωματείου. Δεχόταν ως θεμελιώδες αξίωμα το αυτοκέφαλο, αλλά και την μη ανάμιξη της θρησκείας και της πολιτικής.[2]
Ο Παύλος Καλλιγάς παρ' όλη την πολιτική του δραστηριότητα, ανέπτυξε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα στον τομέα της ιστορίας, του δικαίου και της λογοτεχνίας. Δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, το «Οι τρεις ιεαρατικοί βαθμοί της Εκκλησίας» κ.ά. Στον τομέα της ιστορίας εξέδωσε το «Η εξάντλησις των κομμάτων, ήτοι ηθικά γεγονότα της κοινωνίας μας» (1842), «Μελέται βυζαντινής ιστορίας από της πρώτης μέχρις της τελευταίας αλώσεως 1204-1453» (1894) ενώ δημοσίευσε στο περιοδικό Πανδώρα το μυθιστόρημά του Θάνος Βλέκας το οποίο θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της πεζογραφίας της περιόδου 1830-1880[3]. Υπήρξε πάντοτε στην ζωή του Φιλελεύθερος και Ευρωπαϊστής.



  1.  Βιογραφικό στην Εγκυκλοπαίδεια του Μείζονος Ελληνισμού.
  2. Άλμα πάνω
     Παναγιώτης Μπρατσιώτης, «Ο Παύλος Καλλιγάς ως χριστιανός επιστήμων (1814-1896)», Θεολογία τομ.22 (1951), σελ.34
  3. Άλμα πάνω
     Τ. Καγιαλής, «Παύλος Καλλιγάς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας τ. Δ΄, εκδ. Σοκόλη, σελ. 173
  • Marie-Paule MASSON-VINCOURT, Paul Calligas (1814-1896) et la fondation de l'État grec (Paris, Éditions L'Harmattan, 2000).
  • Κονιδάρης, Ι. Μ.,«Ο «Θάνος Βλέκας» του Παύλου Καλλιγά. Μια ιστορικονομική θεώρηση» στον τόμο Αφιέρωμα στον Ανδρέα Α. Γαζή, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή,1994, σελ. 291-312

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΧΑΡΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ

Μάνος Χατζιδάκις

Παγανός Γ. Δ., Αναζητήσεις στη σύγχρονη πεζογραφία. Κριτικά μελετήματα, «Δημήτρης Χατζής. Απόπειρα αποτίμησης»

Πηγή φωτο;http://bibliothiras.blogspot.gr/2014/03/blog-post.html


Πηγή:http://www.potheg.gr/ProjectDetails.aspx?Id=706&lan=1
Αθήνα 1984, Καστανιώτης, σσ. 75-76, 80-82
 
 
 
Κέρδισα αυτή τη μεγάλη ταπεινοσύνη να το ξέρω
πως δεν έχω τίποτα, δεν είμαι τίποτα. Και δεν 
έφυγα, δεν αποσύρθηκα και δεν αρνήθηκα. Κατόρθωσα
να μείνω πιστός και συγκινημένος θαυμαστής
αυτής της ανθρώπινης νίκης, όπου την
είδα, όπου τη βρήκα — στην κοινωνία, το πνεύμα,
την τέχνη.

(«Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ»)

Το έργο με το οποίο ο Δημήτρης Χατζής αξιώθηκε να πλουτίσει τα ελληνικά γράμματα, κατέχει πια μια από τις σημαντικότερες θέσεις στη σύγχρονη πεζογραφία μας. Μας ξανασυνδέει με την παράδοση που μας κληροδότησε η καλύτερη ρεαλιστική πεζογραφία μας· και η παράδοση αυτή ξεκίνησε από τον Γ. Βιζυηνό, συνεχίστηκε με τον Αλέξ. Παπαδιαμάντη και σταμάτησε στον Κων. Θεοτόκη, γιατί έσπασε κάπου στην πεζογραφία του μεσοπολέμου.        
                Ο Δημήτρης Χατζής δεν δένει μόνο την κομμένη εκείνη αλυσίδα, αλλά ανανεώνει την πεζογραφία μας μπολιάζοντάς την με νεότερες τάσεις. Δεν πρόκειται, φυσικά, για αισθητικούς πειραματισμούς που οδηγούν στην εκζήτηση και συρρικνώνουν το αναγνωστικό κοινό στο μικρό κύκλο «των μυημένων». Η ιδεολογική τοποθέτηση του συγγραφέα αποστρεφόταν τέτοιου είδους αναζητήσεις. Γι' αυτό ακριβώς ήθελε —και το κατόρθωσε— όλα τα κείμενά του να έχουν το δικό τους μήνυμα το καθένα, που να είναι προσιτό σε κάθε είδος αναγνώστη, χωρίς όμως και να ζημιώνεται το αισθητικό αποτέλεσμα. Και δεν ήταν μικρή η κατάκτηση.
                Στη δεύτερη και τελική —για τα δημοσιευμένα τουλάχιστον βιβλία— φάση της πεζογραφίας του Δημήτρη Χατζή ανήκουν τα σημαντικότερα έργα του: Το τέλος της μικρής μας πόλης. (Η πρώτη έκδοση έγινε το 1953 στη Ρουμανία και περιελάμβανε πέντε από τα εφτά διηγήματα· έλειπαν «Ο Τάφος» και «Ο Ντεντέκτιβ». Η δεύτερη έγινε το 1963 στην Αθήνα), Ανυπεράσπιστοι (πρώτη έκδοση 1965) και Το διπλό βιβλίο (πρώτη έκδοση 1976). Πρόκειται για ώριμα λογοτεχνικά έργα, που προσδιορίζουν ένα νέο ιδεολογικό και αισθητικό στίγμα του συγγραφέα τους σε σύγκριση με τα κείμενα της αγωνιστικής περιόδου. Συγκρινόμενα μεταξύ τους τα τρία αυτά βιβλία παρουσιάζουν μια προϊούσα εξέλιξη. Ενώ στον πυρήνα της θεματολογίας τους εξακολουθούν να υπάρχουν τα δύο βασικά θέματα, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος, ένας κριτικά κοινωνιολογικός προβληματισμός, σχετικός με την ελληνική πραγματικότητα, φαίνεται να αποσπά τον πεζογράφο από το μανιχαϊσμό της πρώτης περιόδου. Αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι η γραφή του βρίσκει το κανάλι να επικοινωνήσει με το αίσθημα και τη σκέψη του αναγνώστη.
                Ο λόγος του γίνεται καίρια λειτουργικός, ενώ η γνωριμία του με ό,τι γνησιότερο έχει να παρουσιάσει η λογοτεχνική μας παράδοση κατά την εικοσιεξάχρονη εξορία του, καλλιέργησε στο έπακρο την αισθητική του εμπειρία. Ανάμεσα στους παράγοντες που συνέργησαν στην καλλιτεχνική του ωρίμανση πρέπει να λογαριάσουμε και το χρόνο. Το διπλό βιβλίο π.χ. απέχει από τη Φωτιά τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η μεγάλη αύτη χρονική απόσταση από τις δραματικές εμπειρίες ευνόησε την καλλιτεχνικότερη ανάπλασή τους. Κι αν λογαριάσουμε ακόμη και τον ψυχολογικό παράγοντα, που οφείλεται είτε στην προσωπική περιπέτεια είτε στην προσφυγιά είτε στη νοσταλγία είτε στις ιδεολογικές διαφωνίες και αποκλίσεις είτε σε όλα αυτά μαζί, θα καταλάβουμε γιατί η πρόζα του Δημήτρη Χατζή είναι ποτισμένη με το καταστάλαγμα του πιο πικρού αισθήματος.
                Στη συλλογή Το τέλος της μικρής μας πόλης το πάθος καίει ακόμη. Αυτό φαίνεται στα σημεία των διηγημάτων, όπου απεικονίζει ο συγγραφέας τα ήθη των ανθρώπων εκείνων της μικρής γενέθλιας πόλης του, οι όποιοι είναι «τα στηρίγματα της κοινωνίας και της πατροπαράδοτης τάξης» ξεγυμνώνοντας, μαστιγώνοντας, σαρκάζοντας τη διαφθορά και την ανηθικότητα. Μέσω αυτής της κατηγορίας των ανθρώπων ο συγγραφέας λυτρώνεται από τα «οικεία δεινά» μεταθέτοντάς τα στο χώρο της τέχνης, αλλά υπηρετεί συγχρόνως και τον προγραμματικό του στόχο. Υπάρχει ακόμη και η κατηγορία των ανθρώπων που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής που δημιουργούνται, εξαιτίας των οικονομικών μετασχηματισμών στη μικρή πόλη. Γι' αυτούς τους παραιτημένους, τους νικημένους ανθρώπους ο συγγραφέας βρίσκει τους πιο λυρικούς τόνους, για να μεταγγίσει στην ψυχή του αναγνώστη του τον καθαρτήριο «έλεον» και να διδάξει.
                «Ο Σιούλας ο ταμπάκος» ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Το κλειστό σινάφι των ταμπάκων διαμόρφωσε και τη νοοτροπία του. Ήταν άνθρωπος «με την ψυχή του γεμάτη κλειστή περηφάνια, ατράνταχτη αυτάρκεια και αδυσώπητη καταφρόνια για κάθε καινούριο». Το δράμα για τη μικρή ομάδα αρχίζει με την εξάπλωση στην αγορά των βιομηχανικών προϊόντων. Το μικρό σινάφι πέφτει σε οικονομικό μαρασμό. Υποχωρώντας στην πίεση της οικονομικής ανάγκης ο Σιούλας ο ταμπάκος θα θάψει την περηφάνια του και θα ανακαλύψει τον άλλο άνθρωπο, τον παρακατιανό. Αυτό είναι το μήνυμα του διηγήματος.
                «Ο τάφος» περιέχει και τους δύο τύπους ανθρώπων. Τον Αντώνη Τσιάγαλο, που ανήκει στα «στηρίγματα της κοινωνίας και της πατροπαράδοτης τάξης», και το γείτονά του τον Σπούργο, «που και να μάθει δεν μπόρεσε πώς διαφεντεύουν οι άνθρωποι το βιός τους». Ο «φιλήσυχος» και «ευυπόληπτος» Τσιάγαλος δεν θα διστάσει να εξοντώσει το γείτονά του Σπούργο, για να ικανοποιήσει την απληστία του. Ο τελευταίος θα υποκύψει αδιαμαρτύρητα στη μοίρα του. Και το επιμύθιο: ο Τσιάγαλος όχι μόνο δεν πέτυχε στους σκοπούς του, αλλά έχασε και τη δυνατότητα, όταν ο ίδιος αισθανόταν την ερημιά του, να προσεγγίσει φιλικά τον άνθρωπο, που τόσο κατάτρεξε. Σχηματοποιημένο διήγημα, που προχωρεί όμως σταδιακά σε δραματική πύκνωση.
                «Σαμπεθάι Καμπιλής»· μια άλλη μορφή νικημένου σε ένα από τα ωραιότερα νεοελληνικά διηγήματα. Ο ομώνυμος ήρωάς του, ηγέτης της ισραηλιτικής κοινότητας στη μικρή πόλη, είναι μια μορφή που έρχεται κατευθείαν από την πανάρχαια ιουδαϊκή παράδοση. Ο αταλάντευτος αυτός υπηρέτης του άτεγκτου θεού του, χρησιμοποιώντας το πιο ισχυρό όπλο, το κεφάλαιο, κρατάει γερά τη μικρή κοινότητα στις αναχρονιστικές παραδόσεις της φυλής του· δεν θα διστάσει και να θυσιάσει ακόμη γι' αυτό το σκοπό το μοναδικό άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο από καθετί στη ζωή του, το νέο Γιοζέφ Ελιγιά. Και η συνέπεια αυτής της τακτικής ήταν να βρεθεί εντελώς απροετοίμαστη η μικρή κοινότητα στην Κατοχή και να συρθεί από τις φασιστικές ορδές στα κολαστήρια της Γερμανίας, όπου εξοντώθηκε με τον ηγέτη της επικεφαλής. Το παθητικότατο αυτό διήγημα μόνο με τον «Μοσκώβ Σελήμ» του Βιζυηνού θα μπορούσε να συγκριθεί.

Χατζής Δημήτρης «Σαμπεθάι Καμπιλής», Το τέλος της μικρής μας πόλης


Highslide JS



Το τέλος της μικρής μας πόλης: Διηγήματα, Εκδόσεις Το Ροδακιό 1999, Σσ.41-72, Πρώτη Έκδοση Έργου:1963


Στη μικρή μας πόλη είχαμε κάπου τέσσερις χιλιάδες Εβραίους - περισσότερους, όχι λιγότερους. Είταν όλοι τους μαζεμένοι γύρω απ' τη Συναγωγή τους - το Συναγώι, που το λέγανε και κείνοι και μεις, μέσα στο παλιό Κάστρο της πόλης και σε μερικούς δρόμους ολόγυρά του. Οι χριστιανοί, που καθότανε μέσα στο Κάστρο και σ' αυτούς τους οβραίικους δρόμους ολόγυρα, είχαν στην οξώπορτά τους ένα σταυρό ζωγραφισμένο μ' ασβέστη. Είταν όμως λιγοστοί, πολύ λιγοστοί, τόσο πολύ, που σ' αυτούς τους δρόμους είτανε συνήθειο παλιό να βγαίνει την Παρασκευή το βράδι άνθρωπος της Συναγωγής, μόλις έπεφτε ο ήλιος και τελαλούσε δυνατά:
- Ω.. ω.. ρα για Σαμπά!… Ω… ρ… ααα για Σαχρί!… Τελαλούσε πως έπεσε ο ήλιος κι άρχισε Σάββατο και κανένας τους να μη πιάνει φωτιά μες στα σπίτια τους ως τ' άλλο το βράδυ. Παναπεί δηλαδή πως είταν πέρα για πέρα οβραίικοι δρόμοι. Είταν ο δικός τους μαχαλάς - τα οβραίικα.
Ταπεινοί, τόσο ταπεινοί σαν να' τανε φοβισμένοι και φουκαράδες είταν οι πλιότεροι - οι πιο φουκαράδες μέσα στην πόλη μας είταν αυτοί. Αλήθεια πως κ' οι δρόμοι τους μέσα στο Κάστρο είταν απ' τους πιο βρώμικους και τα παιδιά τους απ' τα πιο αρρωστιάρικα - όλο σπυριά. Κάνανε το χαμάλη, το λούστρο, το μεροκαματιάρη - τέτοιες δουλειές. Και δουλεύαν και τα παιδιά τους από μικρά, μαζί τους ή κάναν θελήματα κ' οι γυναίκες τους ξενοδούλευαν, πλένανε, σφουγγαρίζανε στα ξένα τα σπίτια, ακόμα και στα πορνεία της πόλης - τόσο μικρή και τέσσερα-πέντε τα είχε - αυτές καθαρίζανε, τόσο είτανε φτωχές. Εργάτες ωστόσο να πάνε, να μάθουνε τέχνες, ραφτάδες να πούμε, μαραγκοί, σιδεράδες - τέτοια πράματα - κανένας δεν πήγαινε. Δεν θέλανε, λέγαν, να σκλαβωθούν με το μεροκάματο και την τέχνη. Μερικοί τενεχτσήδες - δηλαδή τενεκετζήδες - τσαγκαράδες - και καλύτερα να πω μερεμετιτζήδες των παπουτσιών - κι ένας-δυο χασάπηδες, που δεν πούλαγαν ποτέ γουρουνίσιο κρέας, είχαν κάτι μικρομάγαζα. Μα στα οβραίικα μέσα κι αυτοί - δεν πηγαίνανε παραπέρα.
Είταν ύστερα οι γυρολόγοι του δρόμου, πραματευτάδες δηλαδή, μεταπράτες και παλιατζήδες, το δικό τους το οβραίικο είδος, το πάππου προς πάππου. Δεν είτανε και πολλοί μα γιόμιζαν όλη την πόλη με τη μεγάλη φασαρία που κάνανε. Γυρνούσαν τους μαχαλάδες από το πρωί ως το βράδυ με μια τάβλα κρεμασμένη μπροστά στην κοιλιά τους ή μια μεγάλη σακούλα στην πλάτη, κάνε σέρνοντας το μικρό καροτσάκι τους και φώναζαν ακούραστα - τελαλούσανε την πραμάτεια τους με έναν τρόπο ξεχωριστό και δικό τους, κάπως σαν τραγουδιστά, σα να σέρνανε τη φωνή τους στο τέλος των λέξεων - καθώς συνήθαγαν όλοι τους.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.



Βηλαράς Ιωάννης «Ω τρυφερώτατ’ Έρωτα», Ποιήματα και πεζά



Ω τρυφερώτατ’ Έρωτα



Ποιήματα, Εκδόσεις Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 1995, Σσ.230-233, Πρώτη Έκδοση Έργου:1827


Ερωτικά

Σ' εμένα ό Έρως είναι 
Το αίμα κι' η ψυχή, 
Γιατί 'ναι της καρδιάς μου 
Το τέλος κι' η αρχή.

[1. Ω τρυφερώτατ' Έρωτα...]

Ω τρυφερώτατ' Έρωτα, 
Γλυκύ ψυχής μου πάθος? 
Θνητός δεν έχει λάθος 
Εσέ να προσκυνάει.

Εσύ στιγμή να λειψής 
Μαραίνεται όλη η φύση? 

Νεκρόνει πάσα χτίση, 
Το παν διαλιέται, σβιεί.

Το δυνατό του χέρι 
Νομοθετάει, μορφόνει, 
Τον κόσμον εμψυχόνει, 
Κινεί και κυβερνάει.

Εσύ 'σαι που λαμπρύνεις 
Των ουρανών τους θόλους 
Με τους αχτινοβόλους 
Αστέρες φωτεινούς?

Της θάλασσας τα βάθη 
Μακριά οχ τ' εσέ δε μνήσκουν, 

Και η στερριαίς ευρίσκουν, 
Ζωής αναπνοή.

Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.