Διαφώνησα με κάποιον φίλο που ισχυρίζονταν πως η «Ελένη» είναι ένα ερωτικό ποίημα, δεν το έκανα όμως με μεγάλη πίστη. Κατά βάθος μπορεί και να διαφώνησα από πείσμα αντιλογίας. Είναι αυτό το άρωμα που μένει στα ματόκλαδα όταν διαβάζει κανείς Σεφέρη,όταν έστω χαζεύει φωτογραφίες του, που λες πως όλα του τα έργα είναι αντίλαλοι από παλμούς καρδιάς.
Φυσικά έχει όλη την αντιπολεμική κραυγή να σε σπαράσσει βήμα-βήμα, να σου ξυπνά μνήμες, να ταρακουνά συνειδήσεις. Είναι κι οι φορτωμένες ενοχές του ποιητή, κάπως απολογητικός, σχεδόν εξομολογητικός, κάνει λογαριασμούς ζωής μιλώντας φωναχτά. Πρόσφυγας ο ίδιος, μα το φόντο του είναι η γυναίκα με την απάτη της : «Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι. Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία«. Στην Τροία βρισκόταν μόνο το είδωλό της, ένα φάντασμα, εκείνη στην Αίγυπτο βρισκόταν. Ο Πάρις πλάγιαζε τόσα χρόνια μ’ ένα φάντασμα κι οι `Ελληνες πολεμούσαν δέκα ολόκερα χρόνια μάταια, για ένα σύννεφο.
Εντούτοις, γύρω από τον Σεφέρη, υπάρχει κι ένα συναρπαστικό βογραφικό, ένα εκρηκτικό ερωτικό ταμπεραμέντο, μια λατρεία για τη Μαρώ που την έκλεψε από την άντρα της, και δεν ήταν φυσικά ούτε η πρώτη του «τρέλα», ούτε η τελευταία. Τον συγκινούσε «ο τύπος της μεγαλύτερης γυναίκας, της καλλονής, της γυναίκας με ισχυρό χαρακτήρα». Η Μέλπα, που «τον ξαπόστειλε», η παριζιάνα Σουζόν, που «τον εξευτέλισε», η νορβηγίδα Κίρστεν, με την οποία κατ’ εξαίρεση «φάνηκε σκληρόκαρδος». Ακολουθεί η γαλλιδούλα Ζακλίν, που όμως «ήθελε γάμο», η αισθησιακή Λου που χωρισμένη σχετίζεται «με γυναίκες όπως και με άντρες και προστατεύει με σθένος την ερωτική ελευθερία της».
Η Μαρίκα Ζάννου (πέθανε το 2000 – στα 102 της !), σύζυγος Ανδρέα Λόντου, και μετέπειτα Μαρώ Σεφέρη, είναι η Θεότητά του. Ακόμη όμως και στη διάρκεια αυτή της ερωτικής θύελλας μαζί της, μπερδεύτηκε και με μια βολιώτισσα, μιαν άλλη νεαρά υπάλληλο της πρεσβείας, μιαν ακόμη ρωσίδα, κι ίσως η αδημοσίευτη αλληλογραφία του δείξει κι άλλα τινά σκιρτήματα, ώσπου μια κρίση προστάτη έβαλε τέρμα στις δοσοληψίες των νυκτών του.
Η Μαρώ ήταν μια γοητευτική κυρία της καλής κοινωνίας των Αθηνών. Παντρεμένη με τον Ανδρέα Λόντο είχαν δύο κόρες. Στα 38 της (αρχές του ’36) ερωτεύεται τον 36άρη διπλωμάτη συγκλονίζοντας την κοσμική και πνευματική Αθήνα. Παρά τις απειλές του Λόντου ότι δεν θα ξαναδεί τις κόρες της, εκείνη φεύγει με το Σεφέρη για την Αίγυπτο, και τελικά σήμερα τα παιδιά της γίναν προμάχοι για τηνπνευματική ζωή του τόπου μας, αρκεί να βοηθήσει και το ΥΠΠΟ, διατηρώντας το σπίτι των δυό τους ως μουσείο και εκθετήριο. Τελικά μήπως όντως είναι πρώτιστα ερωτική η «Ελένη» ;
«Ελένη«, Ποιήματα, Αθήνα, Ικαρος, 151985, σσ. 239-242.
ΕΛΕΝΗ
Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ‘βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου, την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα, το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη
xartografos