Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

«Ελένη» του Σεφέρη. Ερωτικό ή αφήγηση ;

Διαφώνησα με κάποιον φίλο που ισχυρίζονταν πως η «Ελένη» είναι ένα ερωτικό ποίημα, δεν το έκανα όμως με μεγάλη πίστη. Κατά βάθος μπορεί και να διαφώνησα από πείσμα αντιλογίας. Είναι αυτό το άρωμα που μένει στα ματόκλαδα όταν διαβάζει κανείς Σεφέρη,όταν έστω χαζεύει φωτογραφίες του, που λες πως όλα του τα έργα είναι αντίλαλοι από παλμούς καρδιάς.
Γιώργος και Μαρώ Σεφέρη
Φυσικά έχει όλη την αντιπολεμική κραυγή να σε σπαράσσει βήμα-βήμα, να σου ξυπνά μνήμες, να ταρακουνά συνειδήσεις. Είναι κι οι φορτωμένες ενοχές του ποιητή, κάπως απολογητικός, σχεδόν εξομολογητικός, κάνει λογαριασμούς ζωής μιλώντας φωναχτά. Πρόσφυγας ο ίδιος, μα το φόντο του είναι η γυναίκα με την απάτη της :  «Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι. Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία«. Στην Τροία βρισκόταν μόνο το είδωλό της, ένα φάντασμα, εκείνη στην Αίγυπτο βρισκόταν. Ο Πάρις πλάγιαζε τόσα χρόνια μ’ ένα φάντασμα κι οι `Ελληνες πολεμούσαν δέκα ολόκερα χρόνια μάταια, για ένα σύννεφο.
Μαρώ Σεφέρη, κτήμα Τομπάζη '38, σε πόζα σαγήνης
Εντούτοις, γύρω από τον Σεφέρη, υπάρχει κι ένα συναρπαστικό βογραφικό, ένα εκρηκτικό ερωτικό ταμπεραμέντο, μια λατρεία για τη Μαρώ που την έκλεψε από την άντρα της, και δεν ήταν φυσικά ούτε η πρώτη του «τρέλα», ούτε η τελευταία. Τον συγκινούσε «ο τύπος της μεγαλύτερης γυναίκας, της καλλονής, της γυναίκας με ισχυρό χαρακτήρα». Η Μέλπα, που «τον ξαπόστειλε», η παριζιάνα Σουζόν, που «τον εξευτέλισε», η νορβηγίδα Κίρστεν, με την οποία κατ’ εξαίρεση «φάνηκε σκληρόκαρδος». Ακολουθεί η γαλλιδούλα Ζακλίν, που όμως «ήθελε γάμο», η αισθησιακή Λου που χωρισμένη σχετίζεται «με γυναίκες όπως και με άντρες και προστατεύει με σθένος την ερωτική ελευθερία της».
Η Μαρίκα Ζάννου (πέθανε το 2000 – στα 102 της !), σύζυγος Ανδρέα Λόντου, και μετέπειτα Μαρώ Σεφέρη, είναι η Θεότητά του. Ακόμη όμως και στη διάρκεια αυτή της ερωτικής θύελλας μαζί της, μπερδεύτηκε και με μια βολιώτισσα, μιαν άλλη νεαρά υπάλληλο της πρεσβείας, μιαν ακόμη ρωσίδα, κι ίσως η αδημοσίευτη αλληλογραφία του δείξει κι άλλα τινά σκιρτήματα, ώσπου μια κρίση προστάτη έβαλε τέρμα στις δοσοληψίες των νυκτών του.
Μαρώ Σεφέρη
Η Μαρώ ήταν μια γοητευτική κυρία της καλής κοινωνίας των Αθηνών. Παντρεμένη με τον Ανδρέα Λόντο είχαν δύο κόρες. Στα 38 της (αρχές του ’36) ερωτεύεται τον 36άρη διπλωμάτη συγκλονίζοντας την κοσμική και πνευματική Αθήνα. Παρά τις απειλές του Λόντου ότι δεν θα ξαναδεί τις κόρες της, εκείνη φεύγει με το Σεφέρη για την Αίγυπτο, και τελικά σήμερα τα παιδιά της γίναν προμάχοι για τηνπνευματική ζωή του τόπου μας, αρκεί να βοηθήσει και το ΥΠΠΟ, διατηρώντας το σπίτι των δυό τους ως μουσείο και εκθετήριο.  Τελικά μήπως όντως είναι πρώτιστα ερωτική η «Ελένη» ;
«Ελένη«, Ποιήματα, Αθήνα, Ικαρος, 151985, σσ. 239-242.
ΕΛΕΝΗ
Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ‘βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου, την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.

Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα, το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη

xartografos

Θράσος Καστανάκης

Πηγή:https://logomnimon.wordpress.com/θ-καστανάκης/


Θράσος Καστανάκης (1901-1967)

Τον άνθρωπο που δεν αγαπά τίποτα της ζωής, να τον τρέμεις!    
- Αλήθεια, υπάρχει τίποτα πιο χυδαίο, πιο κατώτερο από τον άνθρωπο;
– Ναι, ο άνθρωπος!   

Τα τζάμπα εγκλήματα τα κάνουν οι άρρωστοι ή οι ηλίθιοι!   
Ό,τι κι αν συμβεί μέσα στη ζωή μας, θα έρθει μια καλή ώρα, μια περηφάνια, μια στοργή που θα σου τα ξεπληρώσει όλα.   
 Την πείρα τη φτιάνουν μόνο τα παθήματα, ποτέ οι επιτυχίες.   
ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ “Η ΠΑΓΙΔΑ”   
   
“Ο Θρ. Καστανάκης και η μαγειρική” 
 Ο Θρ. Καστανάκης αφιέρωνε ένα μέρος από τον πολύτιμο χρόνο του,  με ιδιαίτερη χαρά, στο χόμπι του: Από τα νεανικά του χρόνια, πολύ του άρεσε να μαγειρεύει. Οι ώρες που βρισκόταν στο μαγεριό με την κατάλευκη ποδιά και τον κατάλευκο σκούφο στο κεφάλι ήταν για τον Καστανάκη μια μεταμόρφωση ευτυχισμένη! Ήτανε μια ώρα ψυχικής ευφορίας! Όρθιος μπρος στις κατσαρόλες, λες και ιερουργούσε… Συγκεντρωμένος, αμίλητος, επινοούσε, αυτοσχεδίαζε!… Άπειρες καστανάκειες παραλλαγές, στις γνωστές πατροπαράδοτες συνταγές φαγητών ελάμπρυναν τον τομέα της μαγειρικής του δεινότητας.
Συχνά μου έλεγε: «Η μαγειρική, αγαπητή μου, δεν είναι δουλειά απλή. Είναι κι αυτή μία δημιουργία! Δεν πρέπει να ξεκινάς με τη σκέψη πως κάνεις αγγαρεία, και πως το γρηγορότερο θα την ξεφορτωθείς… Όπως κάθε τέχνη έτσι κι αυτή δε θέλει βιασύνη. Δε θέλει προχειρότητες. Για να την κατακτήσεις θέλει – σαν τη γυναίκα – χάδι!». Ολόκληρος φεγγοβολούσε από ικανοποίηση όταν η επιτυχία της νέας παραλλαγής του φαγητού του έφτανε στην «έκπληξη»! Κι αυτή τη μεγάλη έκπληξη επιθυμούσε να τη μοιραστεί με φίλους για να καθρεφτίσει στα πρόσωπά τους την ικανοποίησή του. Αλίμονο αν κάποιος από τους καλεσμένους του έκανε καμιά γκριμάτσα απαρέσκειας ή αποτολμούσε έστω και την παραμικρότερη παρατήρηση. Για το λογοτεχνικό του έργο δεχότανε συζήτηση, (κι αυτό, εννοείται, με το στανιό), όμως για τη μαγειρική του ούτε λέξη. Πολύ ανέβαινες στην εκτίμησή του αν έδειχνες κι εσύ παρόμοια κλίση, όπως λ.χ. η κυρία Κυβέλη, η Κατίνα Παξινού, η Τατιάνα Σταύρου, η ανεπανάληπτη Σαπφώ Αλκαίου και τόσες άλλες διασημότητες του καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου που αγαπούσαν με πάθος τη μαγειρική.   

ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ απόσπασμα από το άρθρο της «ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ – Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ»περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.106, 1/8/1973 

  
Να τη μετράς σαν ασυχώρετη αμαρτία σου την ώρα όπου έτυχε και πίκρανες ένα σου φίλο.    
Δεν είμαι από κείνους που λένε “ξέρω”, αλλά από κείνους που λένε “μαθαίνω”.    
Κάποτε καλό να φοβάσαι τον ανόητο περισσότερο από τον ξυπνό.    
Έτσι είναι πάντα η νίκη ή ο χαμός σου, μισή πιθαμή απόσταση.    
Ο πιο ζημιωμένος είναι πάντα εκείνος που μιλάει πολύ.    
ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ “Η ΠΑΓΙΔΑ”    
      
“Ο Καστανάκης, ο Καζαντζάκης και ο θάνατος του Σικελιανού”
Όταν τέλειωσε ο τελευταίος πόλεμος, με κάλεσαν να με φιλοξενήσουν στην ιδιόκτητη βίλα τους στην Αντίμπ. Εκεί για τελευταία φορά είδα και το Νίκο Καζαντζάκη. Κατοικούσε τότε με τη γυναίκα του στη βίλα Μανολίτα (ένα παλιό διώροφο σπίτι). Έκανε πολύ μεγάλη χαρά που με είδε. «Η Ελένη, μου λέει, έφυγε λίγο πριν με το ποδήλατο. Πάει στο βουνό να μαζέψει χόρτα. Μα δε θ’ αργήσει να ‘ρθει». Η Ελπίδα στο μεταξύ γυρίζει και μου λέει σιγαλόφωνα: «Αυτά τα χόρτα που μαζεύει η Ελένη είναι η βασική τροφή τους, και κανένα αυγό, τυρί ή ελιές που τους στέλνουν απ’ την Ελλάδα. Τα οικονομικά των Καζαντζάκηδων ήτανε τότε πολύ σφιγμένα. Ο Καζαντζάκης μου έδειξε μεγάλη λύπη γιατί το πρωί ήτανε υποχρεωμένος να αφήσει τη βίλα Μανολίτα και να τραβήξει με τη γυναίκα του για κάποιο μικρό ισπανικό χωριό που η ζωή εκεί ήτανε πολύ φτηνότερη. Το σπίτι τους στην Αντίμπ το είχανε νοικιάσει για τους καλοκαιρινούς μήνες στον καθηγητή Αγγελόπουλο, που την επόμενη μέρα θα ‘ρχονταν με την οικογένειά του να εγκατασταθεί.
Ο Καζαντζάκης άρχισε με πολύ ενδιαφέρον να με ρωτάει για πρόσωπα και για καταστάσεις του τόπου μας. Μα σαν έφτασε στο «θέμα» Σικελιανού, πήρε την καρέκλα του, κάθισε πολύ κοντά μου και, μέσα από τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του, μου λέει:
-Μα πώς; Πες μου, σε παρακαλώ. Εσύ και ο Σκαζίκης ήσαστε σχεδόν κάθε μέρα κοντά του. Πώς βρέθηκε ένας Άγγελος Σικελιανός μόνος; Πώς μέσα σε μια ολόκληρη πρωτεύουσα πέθανε αβοήθητος; Πώς; Ποιοι βρέθηκαν πλάι του κείνη την καταραμένη ώρα που πήρε το δηλητήριο αντίς το φάρμακο; Ποιοι; Πες μου. Κανένας δεν τον βοήθησε; Θέλω να μου τα πεις όλα.
Ο Καστανάκης μου έκανε νόημα να σταματήσω. Ήρθε ο ίδιος κοντά μας και άλλαξε την κουβέντα γιατί ο Καζαντζάκης δεν είχε ακόμα καλοσυνέλθει από την πάρεση του προσώπου του και ήτανε φόβος με τη συγκίνηση την έντονη να είχαμε πάλι καμιά νέα ιστορία. Έτσι τα εναγώνια ερωτήματα του Καζαντζάκη για το θάνατο του μεγάλου ποιητή έμειναν αναπάντητα.    

ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ απόσπασμα από το άρθρο της «ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ – Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ»περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.106, 1/8/1973 

  Ανρί Ματίς (1869-1954)

Καμιά πραγματική αγάπη δε μένει χωρίς ανταπόκριση. Και κανένα αληθινό μίσος.    
Άνθρωπος που κάνει κακό στον εχτρό του από συφέρο, το ίδιο εύκολα μπορεί να το κάμει κι ενάντια στο φίλο του.    
Έτσι μιλάω με το Θεό μου αυτήν την ώρα… Κι εκείνος, θα μου πεις, τι λέει; Εκείνος αποκρίνεται, με τα πάντα, με την καθεμιά ομορφάδα του κόσμου μ’ απαντάει, με το φεγγάρι, με τη θάλασσα, ακόμα και με τη μακρινή σιωπή…    
Δεν είναι τα γεγονότα που σε αλλάζουνε, μα οι λεπτομέρειες.     
Τον άνθρωπο που γονατίζει τον σκιάζομαι πιότερο κι από τον εχτρό.    
ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ “Ο ΧΑΤΖΗ ΜΑΝΟΥΗΛ” 
  
“Μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο τα ελαττώματα των ανθρώπων”
 Η Λιλή Ιακωβίδη θυμάται μια βόλτα με τον Καστανάκη στην ψαραγορά της Αντίμπ:    
Είχε κρεμάσει στον ώμο του ένα μεγάλο ντορβά για τα ψώνια και με οδηγούσε προς την Κεντρική Αγορά. Εκεί του άρεσε να παίρνει το πρώτο πρωινό του ρόφημα, το γαλλικό κοκκινέλι.
Η χαρά, που ήτανε ζωγραφισμένη σ’ όλο του το πρόσωπο (όταν τον περικύκλωναν οι φίλοι του της Κεντρικής Αγοράς: χασάπηδες, μανάβηδες, μπακάληδες και όλων των λογιών οι μικροπωλητάδες) κορυφώνονταν όταν τους άκουγε να τον προσφωνούν: Κύριε Καθηγητά. Τους αγκάλιαζε τότε μ’ εκείνη τη ματιά που πλάταινε, που ξεχειλούσε από στοργή και αγάπη. Και ο καθένας χώρια και όλοι μαζί κάτι είχαν να τον ρωτήσουν και για κάτι να τον συμβουλευτούνε. Ο ένας του σιγοκουβέντιαζε για τις απιστίες της γυναίκας του, που είχε φτάσει πια στην απόφαση να την χωρίσει. Ο άλλος για το συνέταιρό του, που τον είχε πιάσει σκαστό να τόνε κλέβει. Ένας τρίτος (χαρούμενος αυτός) του ‘λεγε πως ήρθε πια η ώρα να βάλει στεφάνι στην ερωμένη του. Κι όχι τόσο γι’ αυτήν όσο για το αγοράκι του, το εξώγαμο, που μαύριζε η καρδιά του σαν άκουγε να το φωνάζουνε μπάσταρδο. Κι όλη η δυσκολία του στην περίπτωσή του ήταν που αυτή (η ερωμένη του) αρνιότανε το στεφάνι. Και ζητούσε, τώρα απ’ τον κ. Καθηγητή να τόνε συμβουλέψει πώς και καλά θα τήνε πείσει…
Και ο κ. Καθηγητής άκουγε. Άκουγε (με το ποτήρι του που το φρόντιζαν να ‘ναι πάντα γεμάτο) μ’ ανυπόκριτο ενδιαφέρον  ολονών τις εκμυστηρεύσεις και προσπαθούσε να βρει τις πιο κατάλληλες λύσεις και να δώσει τις πιο αποτελεσματικές συμβουλές για τα προβλήματα που τους καίγανε.
-Σ’ αυτή την εικόνα που βλέπεις, γύρισε και μου είπε, υπάρχει «αλήθεια ζωής» που πολύ μ’ ενδιαφέρει. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι είναι πολύ πιο ανθρώπινοι. Με τα προτερήματά τους και πιο πολύ με τα ελαττώματά τους, που δεν προσπαθούν να τα καλύψουν. Και όπως καταλαβαίνεις, εμένα μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο τα ελαττώματα των ανθρώπων.    

ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ απόσπασμα από το άρθρο της «ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ – Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ»περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.106, 1/8/1973 

Ανρί Ματίς “Ο χορός” (1869-1954)
  
Όλα τιμωρούνται σε τούτον εδώ τον κόσμο. Ακόμη κι αυτή η κακία τιμωρείται κάποτε τόσο αυστηρά όσο κι η αρετή.   
Πολιτισμένοι λαοί είναι εκείνοι που σκούριασαν τόσο, ώστε δε θυμίζουν πια τίποτε από τα πρώτα μέταλλα που τους έφτιασαν.    
Πρόοδος είναι η εξοικείωσή μας με το προπατορικό αμάρτημα. Και με τα τόσα άλλα που ακολούθησαν. Κι η συνεχής ανακάλυψη καινούριων.    
Μικροί άνθρωποι είναι εκείνοι που λένε βλακείες.
Μεγάλοι άνθρωποι είναι εκείνοι που κάνουν βλακείες. Και πάντα στα φανερά.    

Ξέρω πως τα γράμματα δε δίνουνε ψωμί. Για καλή μου τύχη ποτέ το ψωμί δε μου άρεζε.    
Κάθε φορά που θα πω κάποια ταπεινή ιδέα, που θα κάνω κάποια ταπεινή σκέψη κοινή, αμέσως το νιώθω πως είμαι λογοκλόπος.    
ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ «ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΖΕΠΗ¹»περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 102, 15/3/1931 
¹Ο Μαζέπης είναι ήρωας του Καστανάκη που τον συναντούμε σε διηγήματα και μυθιστορήματά του. 

Το ψέμα είναι η αλήθεια που μας επιτρέπεται να τη λέμε κι εμπρός στους άλλους.    
Η πείνα δεν είναι ποτέ στων πεινασμένων τα στόματα.
Του χορτάτου ανθρώπου το στόμα… Α! αυτό να το φοβάστε! Μπορεί να τη φάει και να τη χωνέψει ολόκληρη την ανθρωπότητα.    

Ο άνθρωπος είναι το ζώο εκείνο που κανένα πάθημά του, σε καμιά ηλικία, δεν του γίνεται μάθημα.    
Λίγο πολύ, οι καλλιτέχνες όλοι καταγίνονται με την τέχνη τους. Ελάχιστοι με την Τέχνη.    
ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ «ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΖΕΠΗ»περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 102, 15/3/1931
 
Έτσι μιλάω με το Θεό μου αυτήν την ώρα… Κι εκείνος, θα μου πεις, τι λέει; Εκείνος αποκρίνεται, με τα πάντα, με την καθεμιά ομορφάδα του κόσμου μ’ απαντάει, με το φεγγάρι, με τη θάλασσα, ακόμα και με τη μακρινή σιωπή…
ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ “Ο ΧΑΤΖΗ ΜΑΝΟΥΗΛ”
 

Θράσος Καστανάκης (1901-1967)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:
Ο ξεχασμένος κ. Καστανάκης
Ώρα κινδύνου (διήγημα του Θ. Καστανάκη)
Αληθινή ιστορία (διήγημα του Θ. Καστανάκη)
Βιογραφικό σημείωμα

 

ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ (1983-1984)



Στο Μινόρε της Αυγής,  περιγράφεται η ζωή μιας ρεμπέτικης κομπανίας και ταυτόχρονα η εξέλιξη και η πορεία των λαϊκών μουσικών από το περιθώριο στην καταξίωση. Η σειρά αγαπήθηκε από τους τηλεθεατές και διήρκεσε δυο σεζόν 1983-1984. Τα τραγούδια, που έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο σήριαλ, ερμηνεύτηκαν από την ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΚΟΜΠΑΝΙΑ. Εκτός από τα όμορφα αυτά τραγούδια και οι ερμηνείες των ηθοποιών ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΦΕΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΒΡΑΔΙΝΟΥ, ΡΙΚΑΣ ΒΑΓΙΑΝΗ, ΤΙΜΟΥ ΠΕΡΛΕΓΚΑ, ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΤΑΛΕΙΦΟΥ, ΘΕΜΙΔΟΣ ΜΠΑΖΑΚΑ, ΝΤΙΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑ, ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΟΦΙΑΝΟΥ και ΗΛΙΑ ΛΟΓΟΘΕΤΗ συνέβαλαν στην επιτυχία της σειράς.
Οι Ηθοποιοί ΤΙΜΟΣ ΠΕΡΛΕΓΚΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΑΛΕΙΦΟΣ στην εκπομπή Τα σήριαλ των σήριαλ, είχαν μιλήσει με αγάπη για τους ήρωες, που ενσάρκωσαν, για την ιστορική περίοδο της ΕΛΛΑΔΑΣ, που διαδραματίζονται τα γεγονότα του σήριαλ και για τον Σκηνοθέτη τους, ΦΩΤΗ ΜΕΣΘΕΝΑΙΟ».


ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ (1980)


Το μυθιστόρημα του Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ με τίτλο «Αστροφεγγιά» έγινε ευρύτερα γνωστό, όταν παρουσιάστηκε από την τηλεόραση με τη μορφή τηλεοπτικής σειράς  το 1980 με 26 επεισόδια που έπαιζαν κάθε Τετάρτη . Περιγράφεται η ιστορική συγκυρία μέσα στην οποία θα παρακολουθήσουμε τους πρωταγωνιστές και θα «ζήσουμε» μαζί τους. Το τέλος λοιπόν του Α Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκει στην Αθήνα την οικογένεια του ΑΓΓΕΛΟΥ, αλλά και τον ίδιο, να προσπαθούν μέσα στην ανέχειά τους να χτίσουν τα όνειρά τους για ένα καλύτερο μέλλον. Ταυτόχρονα, μια παρέα νεαρών παιδιών, φίλων του ΑΓΓΕΛΟΥ, προσπαθούν να παρασύρουν το «σοφό» φίλο τους στο γλέντι για το τέλος του πολέμου, αφήνοντας πίσω τους προβληματισμούς του, που ποτέ δεν τους άγγιξαν.
Σκηνοθεσία: Διαγόρας Χρονόπουλος , Σενάριο: Βαγγέλης Γκούφας Μουσική σύνθεση: Γιώργος Παπαδάκης (V) , Γιάννης Ζουγανέλης Πρωτ: Αντώνη Καφετζόπουλο (Άγγελος Γιαννούσης) , Νόρα Βαλσάμη (Δάφνη) , Γιώργο Κιμούλη (Νίκος Στεργίου) , Νέλλη Αγγελίδου (Μάρθα) , Σταύρο Ξενίδη (Θάνος) , Μιμή Ντενίση (Τζένη) , Μίνα Αδαμάκη (Λένα) , Γρηγόρη Βαλτινό (Αργύρης) , Άρη Ρέτσο (Πασπάτης),  Ράνια Οικονομίδου (Έρση), Παύλο Κοντογιαννίδη (γέρος) , Ελένη Κούρκουλα (Μαριορή) Μιχάλη Μητρούση (νέος) , Πάνο Σκουρολιάκο κ.α.

Παναγιωτόπουλος, Ι. Μ., 1901-1982















Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982). Ο Ι[ωάννης] Μ. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982. Το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου είναι τεράστιο σε έκταση. Ασχολήθηκε επί εξήντα χρόνια παράλληλα με την ποίηση, την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την αρθρογραφία, το δοκίμιο, την κριτική. Το πρώτο του δημοσίευμα ήταν ένα πεζό κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα στις στήλες της εφημερίδας "Ελλάδα" το 1916, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ναυτική Δόξα", "Σφαίρα και Εθνικό Εγερτήριο". Το 1920 πραγματοποίησε την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα από τις στήλες του περιοδικού "Μούσα" των Νάσου Χρηστίδη και Παύλου Καλλιγά (1920-1923), του οποίου υπήρξε συνδιευθυντής μαζί με τους Λέοντα Κουκούλα, Μιχαήλ Στασινόπουλο και Κλέωνα Παράσχο. Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Ζωή", η "Νέα Ζωή", τα "Νέα Γράμματα", το "Νέον Κράτος", η "Νέα Εστία", η "Πρωία", η "Ελευθερία", ενώ συνεργάστηκε επίσης στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" του Πυρσού. Στα πρώτα του ποιήματα κινήθηκε στο πλαίσιο του αισθητισμού, του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού με έντονες επιρροές από τον Κωστή Παλαμά (εδώ ανήκει η πρώτη του ποιητική συλλογή "Το βιβλίο της Μιράντας" του 1924) και στράφηκε αργότερα προς την ανανεωτική τάση των ποιητών του μεσοπολέμου, την εσωτερικότητα και τον υπερρεαλισμό (ορόσημο η ποιητική συλλογή "Αλκυόνη", γραμμένη από το 1934 ως το 1948). Στην πεζογραφία του παρατηρείται συνύπαρξη ποιητικών στοιχείων με στοιχεία κριτικού στοχασμού, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη φροντίδα της έκφρασης (σημειώνονται ενδεικτικά τα έργα του "Αστροφεγγιά" (1945), "Χαμοζωή" (1946), και "Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά" (1956 - Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Στην κοσμοθεωρία του ανιχνεύονται αρχικές επιρροές από την πεσιμιστική αντίληψη για τη ζωή που υιοθέτησαν και σύγχρονοί του αισθητιστές λογοτέχνες (Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.ά.), ενώ στα έργα της ωριμότητάς του στράφηκε προς μια τραγική στάση αποδοχής του ανεκπλήρωτου της ηδονής και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Παναγιωτόπουλος Ι. Μ.", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, "Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.364-417. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., "Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).



Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2013) Χαμοζωή, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2012) Αστροφεγγιά, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2011) Αστροφεγγιά, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2007) Μεβλανά ο εξαίσιος, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2004) Ο σύγχρονος άνθρωπος, Εκδόσεις των Φίλων
(2003) Αλληλογραφία, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2003) Ανθρώπινη δίψα, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2003) Το δαχτυλίδι με τα παραμύθια, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2002) Αιχμάλωτοι, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2002) Αστροφεγγιά, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2002) Χαμοζωή, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2001) Είκοσι και ένα ποιήματα, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(1999) Ερήμην των Ελλήνων, Εκδόσεις των Φίλων
(1996) Οι σκληροί καιροί, Εκδόσεις των Φίλων
(1994) Ο στοχασμός και ο λόγος, Εκδόσεις των Φίλων
(1993) Ελληνικοί ορίζοντες, Αστήρ
(1993) Η τέχνη και ο άνθρωπος, Αστήρ
(1993) Ο κόσμος της Κίνας, Αστήρ
(1993) Ομιλίες της γυμνής ψυχής, Εκδόσεις των Φίλων
(1993) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Εκδόσεις των Φίλων
(1992) Αιχμάλωτοι, Αστήρ
(1992) Η Κύπρος, ένα ταξίδι, Αστήρ
(1992) Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά, Αστήρ
(1992) Χαμοζωή, Αστήρ
(1991) Σκαραβαίος ο ιερός, Αστήρ
(1991) Χειρόγραφα της μοναξιάς, Εκδόσεις των Φίλων
(1989) Η Αφρική αφυπνίζεται, Αστήρ
(1989) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Εκδόσεις των Φίλων
(1985) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Εκδόσεις των Φίλων
(1982) Μεβλανά ο εξαίσιος, Αστήρ
(1982) Πολιτείες της Ανατολής, Αστήρ
(1981) Αφρικανική περιπέτεια, Αστήρ
(1980) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Εκδόσεις των Φίλων
(1978) Ασφυξία, Εκδόσεις των Φίλων
(1975) Αλληλογραφία, Εκδόσεις των Φίλων
Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2012) Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2012) Μέρες του 2013, Γαβριηλίδης
(2010) Η νεοελληνική ερωτική ποίηση, Ελευθεροτυπία
(2009) Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2009) Ανθολογία της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας), Κότινος
(2009) Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2009) Η κριτική για τον Άλκη Θρύλο, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(2009) Η κριτική για τον Πέτρο Χάρη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(2009) Πειραιάς, Τσαμαντάκη
(2008) Από την αλληλογραφία Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και Εμμ. και Αικ. Κριαρά: Τα σωζόμενα, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2008) Λόγος για την Ύδρα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) Μ. Καραγάτσης 1908-2008, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
(2006) Μέρες του ποιητή Κ. Π. Καβάφη, Ευθύνη
(2006) Ποιητική και εικαστική ανθολογία, Σπανός - Βιβλιοφιλία
(2005) Παιδιά του κόσμου, Επίλογος
(2004) Επιστολές Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και Εμμ. και Αικ. Κριαρά, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(1999) Modern Greek Poetry, Ευσταθιάδης Group
(1999) Μνήμη του Ηλία Βενέζη, Ευθύνη
(1999) Τιμή στον Τ. Κ. Παπατσώνη, Ευθύνη
(1995) Κότινος στον Άγγελο Σικελιανό, Ευθύνη
(1994) Για τον Σκαρίμπα, Αιγαίον
(1993) Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη, Ευθύνη
(1993) Το Εικοσιένα, Ευθύνη
(1983) Το πέρασμα του Μηνά Δημάκη, Ευθύνη
(1981) Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση, Ευθύνη
(1979) Η νεοελληνική κριτική για τον Παντελή Πρεβελάκη, Ευθύνη
(1976) Διαφήμιση και άνθρωπος, Νίκος Δήμου

Λοιποί τίτλοι
(1979) Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922, Άπαντα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. [επιμέλεια]
(1979) Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922, Άπαντα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. [επιμέλεια]
(1979) Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922, Άπαντα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. [επιμέλεια]
(1979) Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922, Άπαντα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. [επιμέλεια]
(1962) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας και άλλοι, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
(1959) Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
(1959) Γεώργιος Βιζυηνός, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια, επιμέλεια σειράς]
(1957) Κυπριακή λογοτεχνία, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
(1956) Λόγιοι της τουρκοκρατίας, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Βυζαντινά κείμενα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Βυζαντινή ποίησις, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Γρηγόριος Ξενόπουλος, Μ. Μητσάκης, Γ. Καμπύσης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Δημ. Βικέλας, Εμ. Λυκούδης, Δ. Καμπούρογλους και άλλοι, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Εμμανουήλ Ροΐδης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Κρητική λογοτεχνία, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Λόγιοι της τουρκοκρατίας, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Νεοελληνική επιστολογραφία, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Νεοελληνική φιλοσοφία, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Νεοελληνικό θέατρο, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ο Κονδυλάκης και το χρονογράφημα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ο Κονδυλάκης και το χρονογράφημα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Παλαμάς, Σικελιανός, Καβάφης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρις, Θεοτόκης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ταξιδιωτικά, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Το απομνημόνευμα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Το ιστορικόν μυθιστόρημα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια, επιμέλεια σειράς]





Τέσσερα αδημοσίευτα διηγήματα του Π. Ένιγουεϊ


Ο λόρδος και ο ζωγράφος [1]



ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΡΙΤΟ

Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι από την ταινία του Όλιβερ Πάρκερ " Dorian Gray"
βασισμένη στο μυθιστόρημα του Oscar Wilde "The Picture of Dorian Gray"


Το ατελιέ ήταν γεμάτο με την πλούσια μυρωδιά των ρόδων. Στη γωνιά του περσικού ντιβανιού με τα δερμάτινα μαξιλάρια ήταν ξαπλωμένος, καπνίζοντας, σύμφωνα με τη συνήθειά του, αμέτρητα τσιγάρα, ο λόρδος Χένρυ Γουώτον. Στο κέντρο του δωματίου, προσαρμοσμένο σε έναν όρθιο τρίποδα, βρισκόταν το ολόσωμο πορτρέτο ενός νέου εξαιρετική ομορφιάς, και μπροστά του, λίγο πιο κει, καθόταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ο Μπάζιλ Χόλγουωρντ.
Καθώς ο καλλιτέχνης κοίταζε τη χαριτωμένη μορφή που με τόση τέχνη είχε αποτυπώσει στον πίνακα μονολόγησε:
«Η κουλτούρα είναι σαν την κανέλα στην κορυφή του βουνού», και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης πέρασε από το πρόσωπό του.
Ύστερα ανακάθισε και κλείνοντας τα μάτια, ακούμπησε τα δάχτυλα πάνω στα βλέφαρά του και συνέχισε:
«Στου κουφού την πόρτα χτυπά η κουλτουριάρα».
«Ζήσε κουλτούρα να δεις βραβείο Νόμπελ, τον ερχόμενο Μάη», είπε ο λόρδος Χένρυ νωχελικά.
«Η κουλτούρα είδε τον κουλτουριάρη και φοβήθηκε», απάντησε ο καλλιτέχνης ρίχνοντας πίσω το κεφάλι μ’ εκείνο τον παράξενο τρόπο που έκανε τους φίλους του να τον κοροϊδεύουν στην Οξφόρδη. «Ο κουλτουριάρης τον πρώτο χρόνο… χαίρετε…».
Ο λόρδος Χένρυ σήκωσε τα φρύδια, και τον κοίταξε κατάπληκτος μέσα από τα σύννεφα του καπνού που ανέβαιναν προς τα πάνω από το ποτισμένο με όπιο τσιγάρο του.
«Ψηλή, ψηλή κουλτούρα κασκόλ δεν έχει. Τι είναι;», τον ρώτησε μετά από λίγο.
«Ήρθαν οι κουλτουριάρηδες να διώξουν τα άγρια», αποκρίθηκε ο άλλος.
«Κι αν είμαι κουλτουριάρης, μη με φοβάσαι. Κουλτουριάρικο τραγούδι».
Ο λόρδος Χένρυ τεντώθηκε πάνω στο ντιβάνι και γέλασε.
«Στο τέλος ξυρίζουν τον κουλτουριάρη», αποκρίθηκε ο καλλιτέχνης.
«Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο Χειμωνάς…;», ρώτησε ο λόρδος διασχίζοντας το ατελιέ και πλησιάζοντας τον Μπάζιλ Χόλγουωρντ.
«… το Δεκέμβριο», απάντησε σωστά ο ζωγράφος. «Κουλτουριάρης κουλτουριάρη μάτι βγάζει…;»
«Βγάζει και παραβγάζει», απάντησε σωστά ο λόρδος.
«Μπρος ρέμα και πίσω κουλτούρα. Κινέζικη παροιμία», είπε ο Μπάζιλ Χόλγουωρντ προχωρώντας αργά προς την πόρτα που έβγαζε στον κήπο. «Απ’ το ολότελα καλή και η κουλτουριάρα», συνέχισε.
«Πίσω έχει η κουλτούρα την αχλάδα», φώναξε ο λόρδος Χένρυ γελώντας και οι δύο νέοι βγήκαν μαζί στον κήπο και κάθισαν στον μακρύ πάγκο κάτω απ’ τη σκιά μιας ψηλής δάφνης. Το φως του ήλιου γλιστρούσε μέσα απ’ τα γυαλιστερά φύλλα.
«Το “τι” και το “γιατί” έφαγε τον κουλτουριάρη», είπε τότε ο Χόλγουωρντ και μια έκφραση αμηχανίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.
Ο λόρδος χαμογέλασε, και σκύβοντας, έκοψε μια μαργαρίτα με ρόδινα πέταλα και την εξέτασε προσεκτικά.
«Την κουλτούρα μην κατηγοράς, αυτή σου δίνει για να φας», είπε ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κοιτάζοντας τα μικρά συννεφάκια που πλανιόνταν στο απέραντο γαλάζιο του καλοκαιρινού ουρανού. «Όλα μέλι κουλτούρα», πρόσθεσε έπειτα.
Ο άνεμος παρέσυρε μερικά άνθη από τα δέντρα. Μια ακρίδα άρχισε να πηδάει πλάι στον τοίχο και ένα ψιλόλιγνο αλογάκι της Παναγίας πέρασε πετώντας με τα διάφανα φτερά του.
«Σκότωσε τον κουλτουριάρη που κρύβεις μέσα σου. Γκράφιτι στα Εξάρχεια», αναφώνησε ο Χόλγουωρντ σουφρώνοντας τα φρύδια.
Ο λόρδος Χένρυ χάιδεψε το μυτερό καστανό γένι του και χτύπησε τη μύτη της λουστρινένιας του μπότας με το εβένινο μπαστούνι του. Αναρωτήθηκε τι θα του έλεγε έπειτα.
Ο Χόλγουωρντ σηκώθηκε από τον πάγκο κι άρχισε να περπατά πάνω κάτω στον κήπο. Σε λίγη ώρα επέστρεψε.
«Στο τέλος ξυρίζεται η κουλτουριάρα. Τίτλος ταινίας κατηγορίας σοφτ πορνό», είπε ο ζωγράφος.
«Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κουλτουριάρικα, κύριε», είπε ο οικονόμος μπαίνοντας στον κήπο.
Ο ζωγράφος στράφηκε στον υπηρέτη του που στέκονταν ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του στο φως του ήλιου.
«Όποιος δε θέλει να δει το DVD πέντε μέρες ψάχνει για υπότιτλους», του είπε.
Ο υπηρέτης υποκλίθηκε και προχώρησε προς το σπίτι.
«Οο Θθεεοόσς ααγααππαά ττοονν κκουουλλττουουρριιαάρρηη, ααγααππαά οόμμωωσς κκααιι ττοονν κκααλλλλιττεέχχννηη», είπαν ο λόρδος Χένρυ και ο Χόλγουωρντ συγχρόνως και χαμογελαστοί οδηγήθηκαν προς το σπίτι.


(Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο: Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα και άλλα διηγήματα, )


Ο Π. Ένιγουεϊ (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξη Παπαδιαμάντη) ήρθε στον κόσμο με φυσιολογικό τοκετό. Κάπου. Κάποτε. Αυτά.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ

Έρχεται πρώτα στον Ποιητή η λέξη «Πολιτεία», γεμάτη πρόσωπα που δεν γνωρίζουμε, στενάχωροι δρόμοι, πανύψηλα τείχη τριγύρω. Κατόπιν η λέξη «καράβι» που σημαίνει ελπίδα κι η λέξη «αετός» που παριστάνει τον ουρανό.  Σύμβολα της μοναξιάς στρογγυλά σαν χαλίκια στην ακρογιαλιά ανεπανόρθωτα σαν τον ήλιο.  Τριγύρω τα περικλείνει η λέξη «θάλασσα» που είναι το πρόσωπο της Παναγιάς, απέραντη όσο είναι ο πόνος μας.  Δίπλα σ’ αυτήν ένας καβαλάρης που τη μορφή του μου είναι αδύνατο να διακρίνω χαμένος παντοτινά μέσα στην νύχτα των Ονείρων… Πίσω μας είναι τα πρόσωπα εκείνων που αγαπήσαμε  Ντυμένοι ανάλογα με τις αναμνήσεις που έχουμε από αυτούς άλλοτε με την πορφύρα των Βασιλειάδων ή τους χιτώνες των ηρώων κι άλλοτε σιδηρόφρακτοι σαν πολεμιστές του Μεσαίωνα.  Το βλέμμα τους στραμμένο πάντοτε στο ηλιοβασίλεμα απαράλλαχτοι με τις υποσχέσεις που δώσαμε,  με τους όρκους που δεν κρατήσαμε στο γυρισμό των ανέμων.  Μπροστά μας είναι μια πόρτα σαν άνθρωπος, γιατί οι άνθρωποι είναι πόρτες κι αυτοί,  άλλες κλειδωμένες κι άλλες ορθάνοιχτες  και σε σπρώχνει η περιέργεια να τις ανοίξεις η δίψα να τις διαβείς κι η ελπίδα σε τυραννάει πως ίσως κάποτε από αυτές να ’τανε μια που θα σ’ έβγαζε στον ήλιο,  και μιαν άλλη που ’χε τα γιασεμιά της κρυμμένα ή μια Τρίτη που δεν μπόρεσες τότε να την ανοίξεις  και τώρα είναι πια αργά, είναι αδύνατο να γυρίσεις γιατί άλλαξε ο ποταμός τόσες φορές τα νερά του  κι οι άνεμοι που φυσούν σε σπρώχνουν ολοένα μακρύτερα από την πατρική σου γη. 

[ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΑ από την ποιητική συλλογή ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΤΟΑ]

-- 
κ ART ά SOS (από το Κάρτας και Τάσος) 
(ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΟΥ ΟΙΣΤΡΟ):τόσα χρόνια μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, γράφω και ξαναγράφω αυτό τον Φαύλο Δούρειο Στίχο, λευκή και απρόσιτη παρομοίωση στ' αναφορικό φεγγαρόφωτο, απλή σκέψη πτερόεντος λόγου άμεμπτων συμβολισμών Επιούσιας Ομοιοκαταληξίας
www.afterzet.gr/kartas