Γελοιογραφία του Μποστ από το πρώτο βιβλίο του, τα Σκίτσα του Μποστ (1959). Ένδειξη ημερομηνίας δεν υπάρχει στο βιβλίο, αλλά από τα γεγονότα που περιγράφονται συμπεραίνουμε ότι το σκίτσο είναι του Αυγούστου 1959.
Πού δημοσιεύτηκε το σκίτσο; Βρίσκω ότι ο Μποστ το 1959 δούλευε στην Καθημερινή, αλλά από μια πρόχειρη ματιά που έριξα στο ηλεκτρονικό αρχείο της (υπάρχει στο Διαδίκτυο, σε κάκιστη ανάλυση, αλλά αρκετή για να δεις αν η σελίδα έχει ή όχι σκίτσο) δεν βρήκα σκίτσα του Μποστ. Ίσως στις Εικόνες ή στον Ταχυδρόμο, ποιος ξέρει. Ή μάλλον, όποιος ξέρει να το πει, διότι ο οικοδεσπότης όταν έγιναν αυτά ήταν αγέννητος (όχι για πολύ όμως). Το σκίτσο δημοσιεύτηκε στον Ταχυδρόμο, στη στήλη «Το μποστάνι του Μποστ», στις 29.8.1959.
Το βέβαιο είναι πως τον Αύγουστο του 1959 είχε επισκεφτεί την Αθήνα ο Δρ Έρχαρτ, ο πανίσχυρος αντικαγκελάριος και υπουργός οικονομικών της Δυτικής Γερμανίας, για συνομιλίες επί οικονομικών θεμάτων. Φαίνεται πως η επίσκεψη δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αν κρίνω από τις εφημερίδες της εποχής. Ο Έρχαρτ ζήτησε ελεύθερη οικονομία από την Ελλάδα και είπε πως οι παρατηρήσεις του δεν μπορούν να θεωρηθούν δυσάρεστες, αφού γίνονται μεταξύ φίλων.
Ο Μποστ, φυσικά, δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία. Πρέπει εδώ να πούμε ότι ο Έρχαρτ αποτελεί αγαπημένο θέμα του Μποστ. Σε παλιότερο άρθρο
τον είχαμε δει να γελοιογραφείται σαν Οθωμανός πασάς που αποκρούει την έφοδο του Παναγιωτάκη Κανελλόπουλου στο θησαυροφυλάκιο της Βόννης· εδώ ο Έρχαρτ είναι σύγχρονος: έρχεται με το αεροπλάνο, παρουσιάζεται με κουστούμι και πούρο να μιλάει σπασμένα ελληνικά, ενώ οι λεζάντες κάνουν λογοπαίγνια για τις γερμανικές όπερες. Όμως, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον δεν το έχει ο Έρχαρτ (ο οποίος, θυμίζω, λεγόταν Έρχαρντ), αλλά ο συνομιλητής του, που είναι πρώιμη μορφή του Πειναλέοντα –όχι ακόμα Πειναλέων όμως, περισσότερο προς Καραγκιόζη φέρνει με το μακρύ χέρι.
Σωστός καταιγισμός από μουσικά και γερμανικά λογοπαίγνια στο σκίτσο: Ο αρχιτραγουδιστής της Πονηρεμβέργης είναι βέβαια λογοπαίγνιο με τη βαγκνερική όπερα «Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», όπως βαγκνερική είναι και η «Τετραλογία των Νιμπελούγκεν» (και μη μου πει κανείς σχολαστικός πως το γνωστό είναι Νίμπελουγκ, το ξέρουμε) την οποία ο Μποστ μετατρέπει σε «Τετραλογία των Τσιμπολογούνγκεν». Η απρόθυμος χείρα του Έρχαρτ παραπέμπει βέβαια στην Εύθυμη χήρα, όπως και το απλωμένο χέρι του πρωτοΠειναλέοντα, που ο Μποστ το ονομάζει «έφθυμο χείρα του Ζητάους». Βέβαια, η οπερέτα «Εύθυμη χήρα» είναι του Λέχαρ, ενώ ο Ζητάους παραπέμπει στον Στράους, αλλά δεν θα κολλήσουμε εκεί –άλλωστε, είναι μάλλον βέβαιο ότι ο Μποστ δεν έχει κάνει λάθος.
Να προσέξουμε πίσω από τον πρωτοΠειναλέοντα ότι βαράνε τα κανόνα του Φουκαρόνε: υπαινιγμός για την ταινία Τα κανόνια του Ναβαρόνε, που γυρίστηκε στη Ρόδο. Η ταινία προβλήθηκε το 1961 και τις μέρες εκείνες μόλις είχε οριστικοποιηθεί και ανακοινωθεί ότι θα γυριζόταν στην Ελλάδα. Βέβαια, του Ναβαρόνε τα κανόνια ήταν πολεμικά, ενώ τούτα δω βαρούσαν για χρεοκοπία.
Ακόμα πιο χαρακτηριστικό μποστικό μοτίβο είναι η εφημερίδα που κρατάει ο πρωτοΠειναλέων, με τον άφθαστο τίτλο «Η εσωτερική κατανάλωσις» και το τυποποιημένο πρωτοσέλιδό της «Η δραγμή είνε εκ τον ισχηροτέρον της Εβρώπης» (Σε αρκετές γελοιογραφίες επαναλαμβάνεται αυτό το πρωτοσέλιδο –άλλοτε θα δείτε «Το εισόδημά μας είναι ανώτερον της Νορβηγίας και άλλων χωρών»· όλα αυτά ήταν αληθινοί ισχυρισμοί της κυβερνητικής προπαγάνδας).
Το σκίτσο είναι απλό, χωρίς πολύ φόρτωμα, αλλά σε αντιστάθμισμα είναι φορτωμένος ο λόγος· εκτός από το διάλογο, υπάρχει και έμμετρο σχόλιο σε συννεφάκι στα πόδια των δυο προσώπων –πρόκειται για παρωδία γνωστού τετράστιχου που πειράζει τον άστοχο κυνηγό (που δεν το έχω ταυτοποιήσει, αλλά το ξέρει όλος ο κόσμος), μόνο που αντί για «Μπαμ» ακούγεται «Φαμ!» κι αντί για λαγό έχουμε δόκτορα που ξεφεύγει, τον Δρα Έρχαρτ.
Ο πρωτοΠειναλέων ζητάει άρτο από τον δόκτορα Ερχάρτο, ζητάει τα ψιλάιν, και, σε μια διαχρονική ατάκα, ζητάει να μην τα δώσει στην ολιγαρχία (είπε κανείς τίποτα για Ζίμενς) διότι αυτοί είναι αντιπρόσωποι της Λουφτ-Χάφτα. Ο Έρχαρτ απαντάει σε θαυμάσια σπασμένα ελληνικά, με το καταπληκτικό «ουκ επ’ Ερχάρτω ζήσεται άνθρωπος» που φυσικά παρωδεί το ευαγγελικό ρητό (ερχ-άρτος). Η αναφορά πιο πάνω για τα «πολλά έξοντος Πλας ντε λα Κονκόρντ» αναφέρεται στα έργα της πλατείας Ομονοίας στα οποία είχε φυσικά γίνει υπέρβαση του προϋπολογισμού. Η αναφορά στις γαλλικές συνήθειες δεν ξέρω αν παραπέμπει σε κάποια κόντρα Γαλλίας-Γερμανίας για τις μπίζνες στην Ελλάδα –όσο για το Λορντ φυσικά δεν εννοεί τους Λόρδους αλλά τη λόρδα.
Το μαιανδρικό κείμενο έχει ως εξής:
Βάλτε προφέσορ κάτι τι και μη σας τρώει η σκέψι
Για δάνειο τα θέλουμε κι όχι κλέψει-κλέψει
Η κατάστασης είνε φρικόδυς κε δε σηκόνη αστεία
πλήθηναν τα ποντίκεια των ταμείων κε χόνονται στα ζαχαροπλαστεία
Με την βεβεότητα όθεν ότι δεν θα ακουστή κανένα νάιν
Διατελό μεθ’ υπολήψεος Μέντης Μποσταντζόγλου αρχιδούξ της Αμασίας κε βαρώνος του Ψωροκοστάιν!
Το «αρχιδούξ της Αμασίας» το χρησιμοποιεί ο Μποστ κι άλλες φορές σε σκίτσα, σαν τίτλο του Πειναλέοντα. Η Αμάσεια (σήμερα Amasya) είναι στον Πόντο. Δούκες δεν ξέρω να είχε ποτέ στην ιστορία της, είχε όμως επίσκοπους. Θυμάμαι τον Αστέριο Αμασείας, που άφησε κάποια εκκλησιαστικά έργα, αλλά πιο γνωστός τα τελευταία χρόνια επίσκοπός της ήταν ο επιεικώς αμφιλεγόμενος Γερμανός Καραβαγγέλης. Βέβαια, ο Μποστ αδιαφορεί γι’ αυτά, εκείνος διάλεξε την Αμάσεια για το λογοπαίγνιο με την α-μασία, την έλλειψη μάσας.
Όσο για τα ποντίκια των ταμείων που χώνονται στα ζαχαροπλαστεία, ο Μποστ παντρεύει δυο υποθέσεις, αφενός τις καταχρήσεις δημοσίου χρήματος και αφετέρου μια υπόθεση που είχε κάνει πολύ κρότο, όταν τον Ιούλιο του 1959 είχαν βρεθεί ψόφια ποντίκια στην κουζίνα κεντρικού ζαχαροπλαστείου. Στην υπόθεση αυτή έχει αφιερώσει ένα από τα καλύτερα σκίτσα του, που δεν το έχω βάλει από εδώ διότι το έχει ήδη παρουσιάσει ο αγαπητός Κουκουζέλης. Όμως τώρα που έκανα την ασίστ, υπολογίζω σε μερικές μέρες να παρουσιάσω ξανά το ποντικοσκίτσο του Μποστ από τούτο εδώ το ιστολόγιο.