Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Τέσσερα αδημοσίευτα διηγήματα του Π. Ένιγουεϊ


ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΡΩΤΟ


Χριστουγεννιάτικη ιστορία     


Ήταν ο πιο πολυσύχναστος δρόμος του χωριού. Λιθόστρωτος ανηφορικός από κάτω απ’ της κυρα-Μάσιγγας το σπίτι έως πάνω στην Παναγία την Κεχριά, στην κορυφή του λόφου. Χίλια βήματα, σε κάθε βήμα κοβόταν η αναπνοή· κοντανάσαινε κανείς για να ανεβεί, γλιστρούσε για να κατεβεί!
Σαν έμπαινε κανείς στο πλακόστρωτο αυτό και άφηνε πίσω το μαγαζί του Τσιριτόκωστα και το σπίτι του Σαϊτονικολή, με τον ψηλό μαντρότοιχο, βρισκόταν απέναντι από «της Φόνισσας το σπίτι», με την απέραντη θέα προς τη θάλασσα στο χείλος του βράχου. «Σπίτι» κατ’ ευφημισμόν, μιας και ήταν ακατοίκητο, παρατημένο χρόνια, με μισογκρεμισμένους τοίχους και ετοιμόρροπη σκεπή, που ο αέρας και η βροχή το είχαν καταντήσει ερείπιο. Τα παιδιά, όταν κατέβαιναν το μεσημέρι από το μοναδικό δημοτικό σχολείο του χωριού, πετούσαν πέτρες στην αυλή του σπιτιού για να «εκδικηθούν» για την τρομάρα που έπαιρναν όταν πέρναγαν το βράδυ. Οι παπάδες, όταν περιφέρονταν την παραμονή των Φώτων αγιάζοντας με τους σταυρούς, τα καντήλια και τα λιβάνια τους τα σπίτια και τα μαγαζιά του χωριού για να διώξουν φαντάσματα και καλικάντζαρους, ξεχνούσαν να ρίξουν έστω και μια μικρή σταγόνα αγιασμού στο εγκαταλειμμένο από καιρό σπίτι της Φόνισσας. Έτσι επόμενο ήταν η εν λόγω οικία να γίνει πατρίδα των φαντασμάτων, άσυλο των βρικολάκων και τόπος συγκέντρωσης των καλικαντζάρων.
Η Φραγκογιαννού, η κατά κόσμον Φόνισσα, ήταν μία ηλικιωμένη χήρα που είχε ζήσει μια βασανισμένη ζωή ως παιδί, ως μητέρα και ως γιαγιά αργότερα. Η πείρα την είχε διδάξει ότι η ζωή κάθε γυναίκας είναι γεμάτη βάσανα, και πίστευε ότι η γέννηση ενός κοριτσιού φέρνει μόνο δυστυχία, όχι μόνο στο ίδιο το παιδί, αλλά και στην οικογένειά του, ιδίως αν είναι φτωχή.
Ένα βράδυ, καθώς ξενυχτούσε στην κούνια της άρρωστης νεογέννητης εγγονής της, πέρασαν απ’ το μυαλό όλες οι δύσκολες στιγμές της ζωής της. Το λογικό της θόλωσε και σκότωσε το βρέφος προκαλώντας του ασφυξία· ο θάνατος όμως θεωρήθηκε από το γιατρό του χωριού φυσιολογικός. Αν και αρχικά ένιωθε τύψεις, κατά βάθος δεν είχε μετανιώσει για την πράξη της. Αντίθετα της έγινε έμμονη ιδέα ότι η μοίρα την είχε τάξει να σώσει τον κόσμο απαλλάσσοντάς τον από τα μικρά κορίτσια. Έτσι σκότωσε κι άλλα τρία αθώα κοριτσάκια, χωρίς καθόλου τύψεις για τις αποτρόπαιες αυτές πράξεις. Η χωροφυλακή, με αφορμή τον τυχαίο πνιγμό ενός κοριτσιού σ’ ένα πηγάδι, αυτήν υποψιάστηκε, μιας και βρισκόταν πολύ κοντά στο περιστατικό, παρόλο που δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό, και αποφάσισε να τη συλλάβει. Στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τους χωροφύλακες η Φραγκογιαννού σκέφτηκε να καταφύγει στο ερημητήριο ενός ασκητή, του Αγίου Φρουμέντιου, για να του εξομολογηθεί τα αμαρτήματά της. Τη στιγμή όμως που προσπαθούσε να περάσει ένα απόκρημνο πέρασμα, γλίστρησε από το βράχο και πνίγηκε στη θάλασσα.

***

Το βράδυ εκείνο, παραμονή των Χριστουγέννων του 1925, δύο παιδιά κατέβαιναν με ζωηρά βήματα τον πλακόστρωτο αυτό δρόμο. Η ώρα περασμένες εφτά, και η νύχτα ξάστερη και παγωμένη· ένας ψυχρός άνεμος κατέβαινε από τα βουνά της Σκιάθου. Τα δύο παιδιά μαλώνανε σαν δυο καλοί φίλοι.
«Εγώ είδα π’ σόδωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή», έλεγε το ένα.
«Όχι, σ’ λέω», έλεγε το άλλο. «Μια πεντάρα μόδωκε. Να τηνε!» Και έδειξε την πεντάρα ανάμεσα στα δάχτυλά του.
«Όχι», επέμενε το άλλο.
«Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι· δε με γελάς».
«Όχι, βρε Νάσο. Μια πεντάρα σ’ λέω».
«Μ’ αφήνεις να σε ψάξω;»
Τα δύο παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα των Χριστουγέννων περιπλανώμενα από σπίτι σε σπίτι και έπειτα μοίραζαν το χαρτζιλίκι πεντάρα την πεντάρα, ώστε να μην είναι κανένας ριγμένος στο τέλος της βραδιάς. Όμως ο Νάσος, ως μεγαλύτερος, δεν εμπιστευόταν το φίλο του και ετοιμάστηκε να τον ψάξει, λησμονώντας ότι, κατηφορίζοντας το στενό πλακόστρωτο, βρίσκονταν τώρα απέναντι από «της Φόνισσας το σπίτι».
«Είσαι ψεύτης!»
«Και συ κλέφτης!»
Μια κραυγή ακούστηκε τότε και ένα παράξενο μελανό ον με ακατάστατα μαλλιά και με σχισμένα ρούχα παρουσιάστηκε μπρος τους ουρλιάζοντας:
«Ουαααά! Δύο μικρά πιτσουνάκια!»
Τα δυο παιδάκια άφησαν ένα πνιγμένο βογκητό και προσπάθησαν να τραπούνε σε άτακτη φυγή, αλλά το άγνωστο ον τα σταμάτησε με τα τεράστια χέρια του. Έπειτα τα έδεσε σφιχτά με μια τριχιά και τα έσυρε στο ισόγειο της εγκαταλειμμένης οικίας απ’ όπου είχε ξεμυτίσει.
Ξάπλωσε το Νάσο σε μια αυτοσχέδια κλίνη και του τέντωσε τα χέρια και τα πόδια δεμένα απ’ τις κολόνες. Το κεφάλι του ακουμπούσε στην κορυφή της κλίνης, ενώ τα πόδια του προεξείχαν απ’ αυτή από τον αστράγαλο και κάτω.
Το παράξενο ον γύρισε προς τον Αγγελή:
«Ψηλός μας βγήκε ο φιλαράκος σου!», είπε και άρπαξε έναν μπαλτά.
«Τι θα μου κάνεις; Μη! Βοήθεια!», φώναζε ο μικρός Νάσος, αλλά ήταν πλέον αργά. Το παράξενο ον είχε κόψει απ’ τα γόνατα τα πόδια του άμοιρου παιδιού και άρχισε να τα τρώει με βουλιμία!
Ο Αγγελής είχε λιποθυμήσει εδώ και ώρα (από τότε που αντίκρισε τον μπαλτά να σηκώνεται), κι έτσι λιπόθυμο τον τοποθέτησε κι αυτόν στην κλίνη για να τον «μετρήσει», αφού πρώτα ξεκοκάλισε τα ποδαράκια του άμοιρου φίλου του.
Ο Αγγελής ήταν κοντούλης, κι έτσι τα πόδια του δεν ξεπερνούσαν το μήκος της κλίνης. Το παράξενο ον τού τα τράβηξε με δύναμη για να ακουμπήσουν στην άκρη, αλλά με αυτόν τον τρόπο τού τα ξερίζωσε!
Κάμποσα κέρματα έπεσαν στο πάτωμα απ’ τις τσέπες του. Το παράξενο ον, πεινασμένο και λαίμαργο, συνέχισε το γεύμα του με τα πόδια του μικρού Αγγελή… 

***

Ποιος ήταν το παράξενο ον και τι ζητούσε στη Σκιάθο; Για ποιο λόγο εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά και γιατί επιτέθηκε στα κακόμοιρα παιδιά;
Όπως θα κατάλαβε ο αναγνώστης, το παράξενο αυτό ον δεν ήταν άλλος από τον Προκρούστη. Για την ακρίβεια, το βρικόλακα Προκρούστη. Τι είχε συμβεί; 
Όταν ο Θησέας σκότωσε τον Προκρούστη στην Κακιά Σκάλα, τον πέταξε κάτω από τα βράχια, στη θάλασσα, κάνοντας το λάθος να μην αφήσει το πτώμα να σαπίσει στους βράχους και να το φάνε τα όρνια και οι γύπες. Έτσι το πτώμα παρασύρθηκε από τα ρεύματα και τα μελτέμια, και έπειτα από λίγους μήνες τα κύματα το ξέβρασαν σε μια απόκρυφη παραλιακή σπηλιά της Σκιάθου. Εκεί ο βρικόλακας Προκρούστης, τρώγοντας αλμύρες, πεταλίδες και καβουράκια, πέρασε τους επόμενους αιώνες χωρίς να πειράζει κανέναν και χωρίς να τον πειράζει κανείς, ξεχασμένος από την ιστορία.
Όμως μια βραδιά του ήρθε η επιθυμία να γευτεί ανθρώπινη σάρκα και αίμα ζεστό. Πώς σκαρφάλωσε την απόκρημνη πλαγιά και πώς έφτασε στο χωριό παραμένει άγνωστο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι βρήκε καταφύγιο στο στοιχειωμένο και αλιβάνιστο «σπίτι της Φόνισσας».


***

Μετά το διαμελισμό του Νάσου και του Αγγελή κατέβηκαν το στενό πλακόστρωτο και άλλα παιδιά, μετά και άλλα, βρίσκοντας όλα τους τον ίδιο τραγικό θάνατο!
Ο απαίσιος βρικόλακας, λαίμαργος και πεινασμένος ως ήταν τόσους αιώνες, είχε πάρει φόρα και δε σταματούσε να διαμελίζει και να καταβροχθίζει ποδαράκια ανηλίκων.
Τώρα κατέβαιναν το πλακόστρωτο δυο φρόνιμα παιδιά, ο Στάμος και ο Αργύρης, τα οποία δεν μάλωναν μεταξύ τους, αλλά σχεδίαζαν φωναχτά τι να κάνουν τις πεντάρες που είχαν μαζέψει εκείνη τη βραδιά.
«Να αγοράσουμε ένα PlayStation».
«Να παίξουμε τζόκερ. Έχει τριπλό τζακ ποτ».
«Να παίξουμε strip poker με το Σειραϊνώ και το Αρχοντώ».
«Να ταξιδέψουμε στον Κρόνο δυόμισι μήνες».
«Να κατασκευάσουμε ένα υποβρύχιο».
«Να κατασκευάσουμε ένα υπερωκεάνιο».
«Βρε! Καλώς τους μαστόρους και τους πρωτομαστόρους!», ακούστηκε τότε μια φωνή.
Ο Προκρούστης είχε εξορμήσει για πέμπτη ή έκτη φορά από την κρύπτη του. Ο Στάμος και ο Αργύρης άφησαν μια πνιγμένη κραυγή και προσπάθησαν να φύγουν, αλλά ο απαίσιος βρικόλακας, εφαρμόζοντας τη μέθοδό του, τους έδεσε χειροπόδαρα.
Όμως τη φορά αυτή αμέλησε να δέσει σφιχτά τα θύματά του, και ο Στάμος κατάφερε την κατάλληλη στιγμή, όταν ο απαίσιος βρικόλακας διαμέλιζε το φίλο του, να αποδεσμευτεί από την τριχιά και να δραπετεύσει αλαλάζοντας.
Δεν πέρασε ένα τέταρτο της ώρας και ένα δυνατό πετροβόλημα άρχισε να δέρνει τη στέγη, τις ξυλωσιές και τα δοκάρια του παρατημένου σπιτιού. Οι πέτρες έπεφταν στην αυλή σαν το χαλάζι, κάνοντας ένα υπόκωφο θόρυβο. Μια ομάδα πιτσιρικάδων εξορμούσε κραυγάζοντας από το προαύλιο των Τεσσάρων Μαρτύρων, διακόσια ή τριακόσια βήματα μακριά, και πραγματοποιούσε φοβερή έφοδο κατά του ασύλου του απαίσιου βρικόλακα. Μετά ακολούθησε δεύτερη, μετά τρίτη, τέταρτη. Όλα τα παιδιά του χωριού βρίσκονταν τώρα μπροστά στην είσοδο της εγκαταλειμμένης οικοδομής, με αρχηγό τον Στάμο.
Ο Προκρούστης, ενώ είχε αποφασίσει να αποσυρθεί στην κρυφή του σπηλιά –είχε επιδοθεί σε τόση ανθρωποφαγία όση θα αρκούσε για να μη βάλει τίποτα στο στόμα του ως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ως και ανήμερα των Θεοφανίων ακόμη–, ενώ λοιπόν ήταν έτοιμος να φύγει, όλο και έμενε. Τότε έπεσαν οι πρώτες πέτρες.
«Άρπα άλλη μία!», φώναξε εκδικητικά ο Στάμος.
«Άρπα κι άλλη μία!», επανέλαβαν τα υπόλοιπα παιδιά.
Πέντε δευτερόλεπτα νωρίτερα αν αποφάσιζε ο Προκρούστης να φύγει, θα βρισκόταν εκτός βολής. Δυστυχώς γι’ αυτόν ήταν πλέον αργά…
Σήκωσε μια σανίδα και, κρατώντας τη σαν σπαθί, αλλά και σαν ασπίδα ενίοτε, προσπάθησε να διασχίσει τις τάξεις του εχθρού, αλλά ένα άγριο λιθοβόλημα τον έκανε να οπισθοχωρήσει με αιμόφυρτα την πλάτη και το πόδι του.
«Άρπα άλλη μία!», φώναξε ο Στάμος.
«Άρπα κι άλλη μία!», επανέλαβαν τα παιδιά.
Ο Προκρούστης κόλλησε στην εσωτερική γωνία του ισογείου έχοντας τα νώτα του στον τοίχο, προφυλαγμένος πίσω από κάτι σανίδες, αλλά και κει μια μεγάλη πέτρα, χτυπώντας πρώτα στον τοίχο, τον βρήκε στον ώμο.
«Πέφτουν οι πέτρες σαν το χαλάζι, κι ο τραυματισμένος βρικόλακας αναστενάζει», κλαψούρισε.
Ευτυχώς γι’ αυτόν ο εχθρός δεν αποφάσιζε να εισβάλει στην αυλή, αφού τα παιδιά ήταν αρκετά φοβισμένα, παρά το προκλητικό θράσος τους. Έτσι, αφού είδε ότι η μάχη παρατεινόταν, αποφάσισε να δραπετεύσει από την πίσω πλευρά του οικοπέδου.
Αναρριχήθηκε στον τοίχο, πατώντας πάνω σε τρύπες και εξογκώματα, και, κρυμμένος από το βλέμμα του εχθρού, πήδησε στο πίσω μέρος κι εξαφανίστηκε.
Λίγο μετά όμως, και ενώ έτρεχε κατευθυνόμενος προς την απόκρυφη σπηλιά του, δύο άντρες, ο ένας στρατιωτικός, ο κυρ-Μηλιόνης, κι ο άλλος απλός πολίτης, ο κυρ-Τάπας, του έριξαν από μια τουφεκιά, καθώς κατέβαιναν το στενό πλακόστρωτο. Ακούστηκαν έπειτα οι φωνές τους, φωνές αλαλαγμού και βέβαιης νίκης – όμως είχαν αστοχήσει.
Ο Προκρούστης χάθηκε από μπρος τους. Απείχε τώρα γύρω στα εκατό βήματα από το κρησφύγετό του. Σκέφτηκε να κρυφτεί εκεί όλη τη νύχτα για να χαθούν τα ίχνη του και το πρωί θα έβλεπε τι θα έκανε. Ο βράχος όμως που περπατούσε ήταν κατακόρυφος και γλιστερός. Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήσει.
«Ποιοι θεοί με καταράστηκαν;»
Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Ο Προκρούστης απεβίωσε στο απόκρημνο πέρασμα του Αγίου Φρουμέντιου, στα μισά του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης, στο ίδιο σημείο όπου πνίγηκε και η Φραγκογιαννού, η κατά κόσμον Φόνισσα. 

***

Έπειτα από δεκαπέντε μέρες ένα μελανιασμένο πτώμα ξεβράστηκε σε κάποια απροσπέλαστη παραλία κοντά στην Όλυμπο της Καρπάθου…



Σημειώσεις:
Μάσιγγα: κεντρική ηρωίδα στο Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως του Γεώργιου Βιζυηνού.
Τσιριτόκωστας: ο Ζητιάνος του Αντρέα Καρκαβίτσα.
Σαϊτονικολής: ο πατέρας του Πατούχα του Ιωάννη Κονδυλάκη.
Μηλιόνης: ήρωας ομώνυμου μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Τάπας: ο Συμβολαιογράφος του Αλέξανδρου Ραγκαβή.
Η Παναγία η Κεχριά είναι ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Το Πέφτουν οι πέτρες σαν το χαλάζι, κι ο τραυματισμένος βρικόλακας αναστενάζει είναι παράφραση της ταινίας του Νίκου Αλευρά Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι κι ο τραυματισμένος καλλιτέχνης αναστενάζει.
Η Φραγκογιαννού, η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δεν κατέφυγε στο ερημητήριο του Αγίου Φρουμέντιου (κεντρικός ήρωας στην Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη), αλλά του Αγίου Σώστη, και βέβαια δεν πέθανε «γλιστρώντας από ένα βράχο».

Το διήγημα βασίζεται στο Της Κοκκώνας το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.





 Ακολουθεί το επόμενο διήγημα του Π. Ένιγουεϊ την επόμενη Παρασκευή


Ο Π. Ένιγουεϊ (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξη Παπαδιαμάντη) ήρθε στον κόσμο με φυσιολογικό τοκετό. Κάπου. Κάποτε. Αυτά.

Αφιέρωμα στον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881)

 
Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

                               για τον Λογοτεχνικό Κύκλο Ηρακλείου


ΕΙΣΑΓΩΓΗ



Τον διεκδίκησαν άθεοι κ θρήσκοι, κατατρεγμένοι κ φτωχοί, χαρτοπαίχτες κ θεολόγοι, ψυχαναλυτές κ φιλόσοφοι, ρομαντικοί συνωμότες κ απελπισμένοι αυτόχειρες, φανατικοί σλαβόφιλοι κ ορθόδοξοι μυστικιστές. Ο Ρώσος πεζογράφος και στοχαστής Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι-τα μυθιστορήματα του οποίου παραμένουν επίκαιρα για όσους αναζητούν απαντήσεις για το καλό κ το κακό, τα όρια της προσωπικής ελευθερίας κ τη σχέση τους με τον Θεό- συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στα κορυφαία ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

 Όπως και ο συμπατριώτης και σύγχρονός του, Λέων Τολστόι, είναι αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου- το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα - μιας περιόδου κατά την οποία κυριάρχησαν στην Ρωσία η κίνηση των ιδεών, η ανάπτυξη μιας κοινωνικής συνείδησης ευαισθητοποιημένης στις εξελίξεις και η αναζήτηση της αλήθειας και της ομορφιάς. Όλα τούτα απεικονίζονται  σε μια λογοτεχνία που προβληματίζει μεν με την σκληρότητα, τη φτώχεια και την υποταγή στον στείρο καθωσπρεπισμό , αλλά και συγκινεί με την ευαισθησία και την ανθρωπιά της. 

Ο ίδιος διέθετε μια ζέουσα ενεργητικότητα κ μια υπερχειλίζουσα ζωτικότητα, παρόλο την πραγματικά δύσκολη ζωή που κλήθηκε να ζήσει. Δέχτηκε πολλές επιθέσεις. Από τον τρόπο ζωής του, τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τις προεκτάσεις που προσδίδει στο τεράστιο έργο του, την ανανέωση που κομίζει στα Ρωσικά αλλά και τα  παγκόσμια Γράμματα.  Δεν διστάζουν να του επιτεθούν φίλοι, κριτικοί, ομότεχνοι για τα πάντα,  ακόμα  κ για τον τρόπο που διαχειρίζεται τους ήρωες του . Ωστόσο ο ίδιος δεν πτοείται. Πεπεισμένος και σίγουρος για το ότι κάποτε το έργο του θα αναγνωριστεί , γράφει  στον αδελφό του Μιχαήλ ‘’Πρέπει να ζήσω αδελφέ. Άκαρπα δεν θα περάσουν τα χρόνια. Θα το ακούσεις το όνομά μου’’.

Εξοικειωμένος με την καθημερινή κοινωνική κ δημοσιογραφική πολιτική πραγματικότητα ο Ντοστογιέφσκι,  δεν περιορίζεται  στην περιγραφή μόνο κ την ανάλυση  των χαρακτήρων , αλλά προχωρά πολύ παραπάνω διερευνώντας την διαλεκτική κ δημιουργώντας προοπτική. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλη  η σύγχρονη λογοτεχνία κ φιλοσοφία βρίσκεται κάτω από τη σκιά του Ντοστογιέφσκι.

 ‘’Ο Ντοστογιέφσκι όμως προειδοποιούσε συχνά τους ψυχολόγους και τους θεολόγους, τους ιδεολόγους και τους γραμματολόγους, να μην τον κόψουν στα μέτρα τους, να μην τον μοιράσουν, να μην τον φράξουν στα μικρά τους όρια, να μην προσπαθήσουν να του φορέσουν κανενός είδους κελεμπία’’ αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Γιατί ο Ντοστογιέφσκι είναι πράγματι το συνολικό άκουσμα που μένει στ’ αυτιά μας από μια κλασσική συμφωνία κ όχι ο ήχος από κάθε όργανο της ορχήστρας.



ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ



Γεννήθηκε στη Μόσχα στις 30 Μαρτίου του 1821. Ο πατέρας του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς ήταν γιος κληρικού, αλλά όχι αριστοκράτης. Σύμφωνα με την παράδοση της εποχής θα έπρεπε να γίνει και  ο ίδιος κληρικός. Εν τούτοις σπούδασε ιατρική, έγινε στρατιωτικός γιατρός και με διαβατήριο αυτή του την ιδιότητα , εισήλθε στην κληρονομική αριστοκρατία. Οι απάνθρωπες συνθήκες  που επικρατούσαν εκείνη την εποχή διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του. Τον έκαναν άνθρωπο σκληρό, φίλερι, νευρικό και φορτικό. Είχε τρομερές εκρήξεις θυμού, τον διέκρινε η τσιγκουνιά, ενώ υπέφερε από κάποια μορφής αλκοολισμό που συμβάδιζε με το πάθος του τζόγου. Φεύγοντας από τη στρατιωτική υπηρεσία τέλειωσε την καριέρα του ως διευθυντής ενός πτωχοκομείου στη Μόσχα. Η κοινωνική αφετηρία του Ντοστογιέφσκι βρισκόταν κατά κάποιον τρόπο στο σύνορο της αριστοκρατίας και των «Rasnotchinzen» (που κατά λέξη σημαίνει «άνθρωποι από άλλη τάξη»), άτομα του μη αριστοκρατικού μεσαίου στρώματος, με ατομικές ικανότητες και επιτεύγματα, που τους επέτρεψαν να αποκτήσουν πρόσβαση στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, κυρίως ως καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, δάσκαλοι (οικοδιδάσκαλοι), γιατροί, καθώς επίσης σε άλλα επαγγέλματα διανοουμένων, οι οποίοι ως προϋπόθεση  θα έπρεπε να διαθέτουν ένα υψηλότερο πνευματικό επίπεδο. Έτσι, ο πατέρας του ήταν «ευγενής πρώτης γενιάς, χωρίς όμως κοινωνικό status», ενώ η μητέρα του, Μαρία Φιοντόροβα Νετσάγιεβα, ήταν το εντελώς αντίθετο. Ευγενική φυσιογνωμία με κλίση προς την τέχνη και τη θρησκεία, αγαπούσε την ποίηση, εκτιμούσε τον Ζουκόφσκι και τον Πούσκιν, διάβαζε μυθιστορήματα, ξεχώριζε για τις μουσικές της γνώσεις, τραγουδούσε ρομαντικά τραγούδια κι έπαιζε κιθάρα στις κοινωνικές της συναναστροφές. Δυστυχώς όμως σε όλη της τη ζωή υπέμεινε την αφόρητη ζήλεια του συζύγου της.




ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ


Ο Φιοντόρ ήταν το δεύτερο αγόρι της πολυμελούς αυτής μεσοαστικής οικογένειας (με εφτά συνολικά παιδιά) . Έμαθε ανάγνωση από τη μητέρα του, μελετώντας μαζί της  μια συλλογή από ιστορίες της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Από όλες τις ιστορίες πιο πολύ τον γοήτευσε το «Βιβλίο του Ιώβ». Στα παιδικά του χρόνια ήταν ευαίσθητος και μοναχικός με κλίση στη λογοτεχνία. Διάβασε τα έργα σπουδαίων συγγραφέων, όπως του Σαίξπηρ, του Ντίκενς, του Μολιέρου, του Θερβάντες, του Σίλερ, του Μπαλζάκ, του Γκόγκολ και του Πούσκιν. Όταν έγινε 10 ετών, ήρθε σε επαφή με τη ρωσική ύπαιθρο, τα ήθη και τις παραδόσεις της. Ήταν τότε που ο πατέρας του θα αγόραζε, το 1831, ένα μεγάλο αγρόκτημα με τρία χωριά στην επαρχία της Τούλας και για να εξασφαλίσει την οικογένειά του και για να έχει πρόσβαση στην αριστοκρατία.

Μισό αιώνα μετά, στο τελευταίο του μυθιστόρημα θυμάται το αγρόκτημα των παιδικών του χρόνων, που το τοποθετεί στην ιδιοκτησία του σκληρού κι ακόλαστου Φιοντόρ Καραμαζόφ. Δεν ήταν το μόνο έναυσμα απ’ όλα όσα τον εντυπωσίασαν ή τον συγκίνησαν, υπήρξαν πολλά ερεθίσματα, πολλά βιώματα που έγιναν στη συνέχεια ήρωες, χώροι δράσης ή το φόντο στις ιστορίες του, ο κορμός κι οι ρίζες του κόσμου, που έπλασε μέσα στα βιβλία του.
Για παράδειγμα: Ένα άλογο που δέχεται άδικα και βίαια χτυπήματα από τον αγωγιάτη, ο κόσμος των έγκλειστων στο κάτεργο, όπου κι αυτός εξορίστηκε, οι νύχτες που πέρασε τζογάροντας στα καζίνα της Γερμανίας, ένας ονειροπόλος συγγραφέας, όλα γίνονται μέρος των βιβλίων του: «Έγκλημα και τιμωρία», «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», «Ο παίκτης», «Λευκές νύχτες». Πολλοί από τους ήρωές του ήταν κομμάτια του εαυτού του. Έτσι ο νεαρός Φιοντόρ «δε μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση» αλλά μέσα σε συνεχείς οικονομικούς υπολογισμούς και παρατηρώντας την πραγματική φτώχεια στους ασθενείς του πτωχοκομείου.


ΧΑΝΕΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ


Σε εφηβική ηλικία χάνει και τους δύο γονείς του. Ο Ντοστογιέφσκι έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη μητέρα του, η οποία πέθανε νωρίς από φυματίωση. Η επίδραση της στον χαρακτήρα του διακρίνεται ολοφάνερα στα κατοπινά μυθιστορήματά του. Θεμέλιο της δημιουργικής σκέψης του γίνεται η ηθική, ενώ η μορφή της μητέρας του εξυψώνεται ως ενσάρκωση του ηθικού κάλλους και του ηθικού αγαθού. Η Μαρία Φιοντόροβα πέθανε την ίδια ημέρα με τον Πούσκιν, το 1837. Ο θάνατός της, σε συνδυασμό με τον τραγικό θάνατο του Πούσκιν σε μονομαχία, προκάλεσαν βαθιά αναστάτωση στον Ντοστογιέφσκι, που ετοιμαζόταν να εισαχθεί μαζί με τον αδελφό του Μιχαήλ στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού της Αγίας Πετρούπολης. Ο Φιοντόρ ανακοίνωσε στον αδελφό του ότι αν δεν είχαν το οικογενειακό τους πένθος, θα φορούσε μαύρα ρούχα για να πενθήσει τον Πούσκιν.

Παρ’ όλα αυτά, δεν έζησε μόνο την ασκητική ζωή ενός εμπνευσμένου και ευαίσθητου δημιουργού. «Ανεξάρτητα από τις απώλειες, αγαπώ τη ζωή πολύ, αγαπώ τη ζωή για τη ζωή και, παράξενο, εξακολουθώ να συνεχίζω να αρχίζω να ζω. Σύντομα θα γίνω 50 ετών, και παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ με τίποτα να συνειδητοποιήσω: τελειώνει άραγε η ζωή μου ή, μήπως, απλώς τώρα αρχίζει; Να ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό του χαρακτήρα μου, μπορεί ίσως, και της δραστηριότητάς μου» γράφει.

Δύο χρόνια αργότερα, ο πατέρας του, που είχε αποσυρθεί μετά τον θάνατο της μητέρας του στο αγρόκτημά του, θα δολοφονηθεί από τους δουλοπάροικούς του, επειδή ήταν ιδιαίτερα μισητός στους χωρικούς, εξαιτίας του σκληροτράχηλου και αυταρχικού του χαρακτήρα.



ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


Ο Ντοστογιέφσκι, ύστερα από την αρχική κατ’ οίκον διδασκαλία, πήγε οικότροφος σε δύο σχολεία στη Μόσχα, ένα από τα οποία ήταν  γαλλικό. Όταν τέλειωσε το σχολείο, συνέχισε τις σπουδές του στην Αγία Πετρούπολη, στην κρατική Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού. Το 1843 αποφοιτά από τη εν λόγω Σχολή  και υπηρετεί στην Αγία Πετρούπολη, αλλά τον επόμενο χρόνο υποβάλλει την παραίτησή του, αποχωρώντας οριστικά από το επάγγελμα, παίρνοντας την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία,  ως αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας, που ξεκινά από τα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσής του. Ξεκινά λοιπόν μια διαφορετική ζωή, φτωχή κι ακατάστατη, που δεν αποτελεί όμως εμπόδιο στα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα. Το 1843 μεταφράζει, ανάμεσα σε άλλα, και την ‘’Ευγενία Γκραντέ’’ του Μπαλζάκ,  η οποία τον φέρνει σε επαφή με το ιδιόρρυθμο, εξαθλιωμένο περιβάλλον των μικροϋπαλλήλων της Αγίας Πετρούπολης. Το περιβάλλον αυτό θα αποτελέσει το φόντο των πρώτων αφηγημάτων του, καθώς επίσης και ενός όχι ευκαταφρόνητου μέρους των κορυφαίων μυθιστορημάτων του. Εξαθλιωμένοι διανοούμενοι και άποροι κατώτεροι κοινωνικοί λειτουργοί αποτελούν κατά κύριο λόγο τους ήρωες των έργων του.


ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ


Το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Οι φτωχοί» (1846), επαινείται τόσο από τον μεγάλης επιρροής κριτικό Βισαριάν Μπελίνσκι, που τον εντάσσει στον κύκλο του, όσο κι από τον συνομήλικό του ποιητή Νικολάι Νεκράσοφ. Ιδίως ο Μπελίνσκι το χαρακτηρίζει ως έργο μεγάλης πνοής, αποκάλυψη ενός μεγάλου συγγραφέα και συγχρόνως, την απαρχή μιας νέας λογοτεχνίας. Οι «φτωχοί», με το συναισθηματικό και ανθρωπιστικό θέμα τους, και «Ο σωσίας» που ακολούθησε αμέσως μετά (1846), με την τραχύτητα ενός κωμικού παράδοξου στοιχείου, πίσω από το οποίο υποβόσκει μια πρωτότυπη προβληματική του διχασμού της ανθρώπινης ψυχής και της αλλοτρίωσης, ήταν οι δυο πόλοι γύρω απ’ τους οποίους για πολλά χρόνια περιστράφηκε με διάφορους τρόπους η δημιουργική φαντασία του Ντοστογιέφσκι.

Μέσα σε τρία μόλις χρόνια( 1846 -1849), ο Φιοντόρ εξέδωσε 13 μυθιστορήματα, χωρίς να έχει πάντοτε την επιδοκιμασία του κοινού και της κριτικής, μέσα στα οποία αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε το λογοτεχνικό του ύφος. Ένα κοινό στοιχείο που διατρέχει αφηγήματα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, αν και αρκετά κοντινά ως προς το χρόνο της συγγραφής τους, όπως «Οι φτωχοί» και «Ο σωσίας», ή εντελώς διαφορετικού τόνου, που ανήκουν στον λεγόμενο κύκλο των «ονειροπόλων»: «Η κυρά» (1847), «Λευκές νύχτες» (1848), «Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα» (1849), «Ένας μικρός ήρωας» (1849), και άλλα όπως «Ο κύριος Προχάρτσιν» (1846) και «Μια αδύνατη καρδιά» (1848), είναι η κοινή αναφορά σε μια λογοτεχνική μορφή, τυπική της δεκαετίας του 1840, που συνιστά την αφήγηση της «ιστορίας της ψυχής». Η εμπειρία αυτή απέκτησε κεφαλαιώδη σημασία στα μεγαλύτερης έκτασης μυθιστορήματά του, στα οποία αφοσιώθηκε ολόψυχα στην προσπάθεια να αναλύσει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, χωρίς ποτέ να χάσει από την οπτική του την αντικειμενική απεικόνιση ενός πραγματικού κόσμου. Με την έννοια αυτή, ο ρεαλισμός του διαφοροποιείται από τον ρεαλισμό του Γκόγκολ, για παράδειγμα, και των συγγραφέων που συγκαταλέγονται στη λεγόμενη φυσιοκρατική σχολή, από τους οποίους δεν άργησε να απομακρυνθεί.



 

ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΙΑ

Το 1848 ο Ντοστογιέφσκι εντάχθηκε σε μια πολιτικοφιλοσοφική λέσχη, γνωστή ως επαναστατικός κύκλος Πετρασέφσκι , η οποία στέγαζε τις εβδομαδιαίες συνεδριάσεις της, στο σπίτι του. Ο Μιχαήλ Πετρασέφσκι ήταν από τους πρώτους Ρώσους ριζοσπάστες σοσιαλιστές και καταφερόταν εναντίον της τυραννικής διακυβέρνησης του τσάρου Νικολάου Α', θεωρώντας ότι πρέπει να μεταλαμπαδευτούν στη Ρωσία οι ιδέες των Γάλλων διαφωτιστών και κυρίως των ουτοπιστών σοσιαλιστών, όπως ο Φουριέ. Στις 22 Απριλίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι συλλαμβάνεται από την τσαρική αστυνομία, μαζί με άλλους από τον κύκλο του Πετρασέφσκι, με την κατηγορία της συνωμοσίας με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος, και οδηγείται στις απάνθρωπες φυλακές πολιτικών κρατουμένων της Αγίας Πετρούπολης. Ύστερα από μερικούς μήνες στη φυλακή, περνά από έκτακτο στρατοδικείο. Στο δικαστήριο δεν αρνείται ούτε τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του ούτε το ενδιαφέρον του για τον ουτοπικό σοσιαλισμό. Παρουσιάζει τον εαυτό του ως έναν «αφελή-έντιμο ανθρωπιστή και λόγιο, ο οποίος αποβλέπει στο γενικό καλό της ανθρωπότητας», κυρίως όμως η επιθυμία του ήταν, όπως ισχυρίζεται, ότι,  μέσω της πλούσιας βιβλιοθήκης των Πετρασέφσκι « θα ερχόταν σε επαφή με τα νεότατα λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης». Το δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή του την εξήγηση και «ίσως είχε τους λόγους του να είναι δύσπιστο», επειδή από μεταγενέστερες μαρτυρίες έγινε γνωστό ότι συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια λειτουργίας παράνομου τυπογραφείου, ενώ «ευκαιριακά είχε δηλώσει πως ήταν διατεθειμένος να πάρει μέρος εν ανάγκη και σε μια ένοπλη εξέγερση». Στις 16 Νοεμβρίου 1849, αυτός και οι σύντροφοί του καταδικάζονται σε θάνατο.

Στις 22 Δεκεμβρίου του 1849, εν αναμονή του εκτελεστικού αποσπάσματος, ακολουθεί ένας πόλεμος νεύρων με εικονικές εκτελέσεις και ατέλειωτες ώρες παραμονής σε μια πλατεία της Πετρούπολης, ενώ κυριολεκτικά λίγο πριν την εκτέλεση της απόφασης, φθάνει η είδηση της απονομής χάρητος. Το περιστατικό αυτό αφήνει βαθύτατα τα ίχνη του στον Ντοστογιέφσκι. Η θανατική ποινή  του μετατρέπεται τελικά σε τετραετή εγκλεισμό σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στο Όμσκ της Σιβηρίας και στη συνέχεια υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ενώ σε όλη του τη ζωή ο Ντοστογιέφσκι , θα παραμένει υπό αστυνομική επιτήρηση.

Το 1850 μεταφέρεται στην πόλη Ομσκ της Σιβηρίας, για  4 ολόκληρα  μαρτυρικά χρόνια. Μέσα σε πληθώρα εξευτελισμών και βασανιστηρίων ο Ντοστογιέφσκι βρίσκει παρηγοριά στην Αγία Γραφή, που του χαρίζει μια κρατουμένη, την οποία κ θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν του επιτρέπουν ούτε να γράψει ούτε να διαβάσει. Εκεί πλέον υιοθετεί μια βαθιά θρησκευτικότητα , κάνοντας στροφή προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τα βιώματά του από τα κάτεργα , η τραγική αυτή εμπειρία, όπως είναι φυσικό  δίδει καρπό. Τις « Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων».

ΓΑΜΟΣ



Όταν βγαίνει από το κάτεργο, τον Μάρτιο του 1854, με καταπονημένη ηθική και σωματική αντοχή (στα χρόνια αυτά ήταν εξαιρετικά ισχυρές οι κρίσεις επιληψίας που τον βασάνισαν στη συνέχεια καθ’ όλη  την διάρκεια του βίου του), κατατάσσεται ως απλός στρατιώτης στο 7ο σιβηριανό τάγμα που έδρευε στην πόλη Σεμιπαλάτινσκ (σήμερα Σεμέι του Καζακστάν). Εκεί, κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, θα κάνει τον πρώτο του γάμο: Γνωρίζει τη Μαρίγια Ντμιτρίεβα, που είχε χηρέψει το 1855 και 2 χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1857, την παντρεύεται. Ήταν «μία πραγματικά μορφωμένη και με τον τρόπο της γοητευτική γυναίκα, συνάμα όμως έπασχε από ανίατο πνευμονικό νόσημα, ήταν νευρική και ευερέθιστη, προφανώς υστερική, αν όχι ψυχοπαθής». Ο έρωτας αυτός ήταν πάντα δύσκολος και βασανιστικός, τόσο πριν όσο και μετά τον γάμο τους, μέχρι το 1864 που πέθανε η Ντμιτρίεβα.

Το φθινόπωρο του 1855 γίνεται υπαξιωματικός και τον επόμενο χρόνο αξιωματικός. Τον Μάρτιο του 1859, μετά από δέκα χρόνια απουσίας απ’ την πρωτεύουσα, του επιτρέπεται να επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Ρωσία. Δημοσιεύει δύο σύντομα μυθιστορήματα, «Το όνειρο του θείου» και «Το χωριό Στεπάνκοβα», που εκδόθηκαν και τα δυο το 1859, παρουσιάζουν όμως  ελάχιστο ενδιαφέρον από πρώτη άποψη, λόγω του χοντροκομμένου κωμικού στοιχείου τους, δημιουργώντας δυσάρεστη εντύπωση στους αναγνώστες, που περίμεναν από τον συγγραφέα τους κάτι αρκετά διαφορετικό, μετά από τόσα χρόνια απουσίας.



ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ

Ύστερα από δυο χρόνια και πολλές προσπάθειες από την πλευρά του, αποσπά τελικά αμνηστία από τον τσάρο και επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, το 1861. Λίγους μήνες νωρίτερα, είχε επιμεληθεί το προσχέδιο ενός λογοτεχνικού περιοδικού, με τίτλο Vremya (Χρόνος), που ο αδελφός του, Μιχαήλ, είχε πάρει άδεια να εκδώσει. Στο περιοδικό αυτό διατύπωσε τη θεωρία της αναγκαίας σύνδεσης την πότσβα, το εθνικό έδαφος, προπαγανδίζοντας την άποψη ότι σκοπός όλων των Ρώσων πρέπει να είναι η εθνική σωτηρία της Ρωσίας, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές αντιλήψεις. Εκεί ανάγεται η αρχή της έννοιας της ρωσικής ιδέας, την οποία θα ανέπτυσσε από τότε σε όλη τη ζωή του, τόσο στα μυθιστορήματά του όσο και στη δραστηριότητά του ως θεωρητικού και δημοσιολόγου. Η ρητορική αυτή προκάλεσε τη μεγάλη ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού. Εξάλλου στο περιοδικό δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά, σε συνέχειες, τα μυθιστορήματά του, «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» (1861-62) και «Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι» (1862), που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τους αναγνώστες.

Στο πρώτο, διηγούμενος την ιστορία ενός συζυγοκτόνου καταδικασμένου σε καταναγκαστικά έργα, περιγράφει ουσιαστικά τις δικές του εμπειρίες από την εξορία του στη Σιβηρία και αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο την απελπισία των ανθρώπων που στερούνται την ελευθερία τους. Το βιβλίο, ξεπερνώντας την αρχική πρόθεση του συγγραφέα του, να αποτελέσει δηλαδή  μια μελέτη για τη σχέση μεταξύ εγκληματία και εγκλήματος, εξελίχθηκε τελικά σε μια βαθιά ανθρωπιστική μαρτυρία. Στους «Ταπεινούς και καταφρονεμένους», οι ήρωες των οποίων ανήκουν ακόμα στον κόσμο των «ονειροπόλων», ο Ντοστογιέφσκι μετέφερε, ενίοτε και με κάποια ειρωνεία, τις αναμνήσεις των αρχών της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας . 

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Ωστόσο, το περιοδικό προκάλεσε πολεμικές και συζητήσεις για τις κατευθύνσεις του σε διάφορους κύκλους και οι αρχές απαγόρευσαν την κυκλοφορία του το 1862, εξαιτίας μιας θέσης που πήρε σχετικά με το πολιτικά φλέγον τότε πολωνικό ζήτημα. Έχοντας συγκεντρώσει κάποια χρήματα από την έκδοση του περιοδικού, τον ίδιο χρόνο πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό (Παρίσι, Λονδίνο, Κολονία ,Ελβετία και Ιταλία). Η αρνητική του αντίδραση για τη δυτική Ευρώπη και τον πολιτισμό της καταγράφεται με έντονα πολεμικό τόνο στις «Χειμερινές σημειώσεις για καλοκαιρινές εντυπώσεις» (1863), το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι μόνο για τη δριμύτατη κριτική του, αλλά και ως μαρτυρία για την ψυχική κατάσταση του συγγραφέα και την από μέρους του συνειδητοποίηση των προβλημάτων που βασανίζουν τον «άνθρωπο του υπογείου». Το 1863 ταξιδεύει για δεύτερη φορά στο εξωτερικό και συναντά στο Παρίσι την Απολινάρια Σουσλόβα, με την οποία είχε ήδη εδώ και δύο χρόνια δεσμό. Ο δύσκολος χαρακτήρας της, του ενέπνευσε την αινιγματική προσωπικότητα της Πολίνα στον «Παίκτη» αλλά και άλλων ηρωίδων των μεγαλύτερων μυθιστορημάτων του.



ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗΣ


Το τυχερό παιχνίδι τον τραβάει σαν ένας επικίνδυνος και θανατηφόρος πειρασμός: «Το βασικό είναι το παιχνίδι. Μόνο να ξέρατε πώς σε τραβάει! Όχι, σας ορκίζομαι ότι αυτό δεν είναι απλώς μια ιδιοτέλεια, αν και πριν απ’ όλα χρειαζόμουν χρήματα για τα χρήματα». Στις 8 Σεπτεμβρίου 1863, γράφει στον αδελφό του: «Φίλε μου Μίσα, είμαι στο Βισμπάντεν, έφτιαξα ένα σύστημα παιχνιδιού, το εφάρμοσα στην πράξη και αμέσως κέρδισα 10.000 και αμέσως τα έχασα. Το απόγευμα επέστρεψα πάλι στο σύστημα και πάλι, με κάθε αυστηρότητα, δίχως κόπο, κέρδισα σε μικρό χρονικό διάστημα 3.000 φράγκα. Πες μου: έπειτα από αυτό πώς θα μπορούσα να μην πέσω με τα μούτρα, πώς θα μπορούσα να μην πιστέψω ότι ακολουθώντας αυστηρά το σύστημά μου έχω την ευτυχία μου στα χέρια μου; Χρειάζομαι χρήματα. Εδώ στ’ αστεία μόνο χάνονται δεκάδες χιλιάδες. Ναι, έφυγα με το σκοπό να μας σώσω όλους, αλλά και τον εαυτό μου από τη συμφορά...».

Το βασικό αστείο είναι ότι όλες οι δυνάμεις, η ενεργητικότητα και η τόλμη του κατευθύνονται στη ρουλέτα. Είναι παίκτης και μάλιστα όχι απλός, είναι σαν τον τσιγκούνη πρίγκιπα του Πούσκιν, δεν είναι απλώς ένας άλλος τσιγκούνης. Είναι κατά κάποιον τρόπο ποιητής, η ουσία όμως είναι ότι ο ίδιος ντρέπεται γι’ αυτήν του την ποιητικότητα, γιατί την αντιμετωπίζει ως κάτι το ευτελές, αν και η ανάγκη για τη διακινδύνευση τον εξευγενίζει στα ίδια του τα μάτια. Όλο το διήγημα είναι μια αφήγηση γι’ αυτόν, έτσι όπως για τρία συνεχή χρόνια παίζει στις ρουλέτες του εξωτερικού. Αυτό είναι το πρώτο σχέδιο του μελλοντικού «Παίκτη». 


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ



Όταν επέστρεψε στη Ρωσία, μόνος και έχοντας χάσει πολλά χρήματα από τα τυχερά παιχνίδια, βρίσκει τη γυναίκα του βαριά άρρωστη. Στο χρονικό διάστημα που της παραστέκεται στο κρεβάτι του πόνου, γράφει το περίφημο «Υπόγειο» (αλλιώς «Αναμνήσεις από το υπόγειο», 1864), αφήγημα που ο ίδιος χαρακτηρίζει «τραχύ και παράδοξο». Σ’ αυτό θέτει για πρώτη φορά το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ συναισθήματος και λογικής, που αποκορυφώνεται στα επόμενα έργα του. Στις αρχές εκείνου του χρόνου προσπαθεί  να εκδώσει ένα νέο περιοδικό με τον αδελφό του, με τον τίτλο «Εποχή», που όμως υπήρξε ακόμα πιο βραχύβιο από το προηγούμενο, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Τον Απρίλιο του 1864 πεθαίνει στη Μόσχα η σύζυγός του και τον Ιούλιο ο αδελφός του, Μιχαήλ. Στα χρέη και στις φροντίδες του για το νέο περιοδικό, έρχεται να προστεθεί ένας άτυχος έρωτας για την Άννα Κορβίν-Κρουκόφσκαγια και μια όχι λιγότερο ατυχής πρόταση γάμου στην Απολινάρια Σουσλόβα. Τον Ιούνιο του 1865, ο Φιοντόρ απειλείται με κατάσχεση, γιατί δεν είχε πληρώσει τις συναλλαγματικές του και το περιοδικό αναστέλλει την έκδοση του λόγω έλλειψης πόρων. Παρασυρμένος κι από το μεγάλο του πάθος για τη χαρτοπαιξία, χάνει σχεδόν όλα του τα χρήματα.




ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ


Στο μεταίχμιο αυτό ακριβώς επεξεργάζεται με μεγάλη επιμέλεια το σχέδιο και την πλοκή του μυθιστορήματος «Έγκλημα και Τιμωρία» (1866), το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των μελετητών του,  θεωρεί ως το αριστούργημά του. Στο βιβλίο αυτό ο Ντοστογιέφσκι καταπιάνεται με υψηλά ηθικά διλήμματα και τα αναλύει σε τέτοιο βαθμό, που συμπαρασύρει τον αναγνώστη στον σκοτεινό λαβύρινθο μιας αλλοτριωμένης ψυχής. Το πρόβλημα του κακού τοποθετείται στην πιο ακραία εκδήλωσή του: το έγκλημα. Η τιμωρία δεν επιβάλλεται, αλλά επιζητείται: «ο Ρασκόλνικοφ αναγκάζεται να παραδοθεί στη δικαιοσύνη, γιατί έστω κι αν αυτό του στοιχίσει τον θάνατο στο ικρίωμα, θέλει να ξαναγυρίσει ανάμεσα στους ανθρώπους. Το αίσθημα της απομάκρυνσης και του χωρισμού από τους ανθρώπους, που δοκίμασε αμέσως μετά το έγκλημα, είναι το μαρτύριό του». Το διαχρονικό αυτό έργο , που αποτελεί τομή στον χώρο του μυθιστορήματος,  εισέπραξε εντυπωσιακή υποδοχή από το αναγνωστικό κοινό και τους κριτικούς της εποχής αλλά και όλων των εποχών , με αποτέλεσμα δικαίως να θεωρείται ως ένα από τα σπουδαιότερα κλασσικά πλέον επιτεύγματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο ΠΑΙΚΤΗΣ



Παρά τη μεγάλη επιτυχία του νέου του βιβλίου, ο Φιοντόρ αντιμετωπίζει ακόμα σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Καλείται λοιπόν από τον εκδότη του Στελόφσκι, που τον είχε δεσμεύσει με ένα πολύ σκληρό συμβόλαιο, να του παραδώσει μέσα σ’ ένα μήνα, ένα ακόμα μυθιστόρημα, διαφορετικά (σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου) ο Ντοστογιέφσκι θα έχανε την κυριότητα όλων των συγγραφικών του δικαιωμάτων για τα έργα που είχε ήδη εκδώσει. Πράγματι, τον Οκτώβριου 1866, ο μεγάλος συγγραφέας έγραψε μέσα σε 24 μόλις μέρες τον «Παίκτη». Αρνήθηκε μάλιστα την προσφορά μερικών φίλων του να γράψουν ο καθένας από ένα μέρος του μυθιστορήματος και δέχτηκε μόνο τη βοήθεια της νεαρής στενογράφου, της Άννας Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, που επρόκειτο να γίνει η δεύτερη σύζυγός του, το 1867 , παραμένοντας έκτοτε πιστή σύντροφος της ζωής του.




ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΓΑΜΟΣ


Ο δεύτερος γάμος αποδείχθηκε πολύ πιο σταθερός κι ευτυχισμένος από τον πρώτο, καθώς η σύζυγός του διακρίθηκε για την αντοχή της τόσο στην αβάσταχτη φτώχεια όσο και στις διαρκείς περιπλανήσεις τους στο εξωτερικό. Μαζί της, ο Ντοστογιέφσκι έφυγε από τη Ρωσία τον Απρίλιο του 1867, τυπικά για λόγους υγείας, αλλά στην ουσία για να ξεφύγει από τις ενοχλήσεις των δανειστών του,  παραμένοντας για τέσσερα χρόνια στο εξωτερικό.



Πρώτος καρπός της περιόδου αυτής ήταν «Ο ηλίθιος» (1868). «Η κύρια ιδέα του μυθιστορήματος», έγραφε ο Ντοστογιέφσκι, «είναι να περιγράψω έναν άνθρωπο απόλυτα καλό». Αυτό το όνειρο υλοποιήθηκε στον ήρωα του βιβλίου, πρίγκιπα Μίσκιν, μια καθαρά χριστιανική μορφή ήρωα, με την απόλυτη ηθική έννοια του καλού. Στη συνέχεια, με τον «Αιώνιο σύζυγο» (1870), το θέμα της ζηλοτυπίας παίρνει τη μορφή μιας τραγικής φάρσας, στην οποία, παρά τη διαφορετική αφηγηματική λύση, ανιχνεύεται μια σχέση «βάθους» με «Το υπόγειο». Το επόμενο έργο του, «Οι δαιμονισμένοι» (1871-72), γράφτηκε υπό συνθήκες εξαθλίωσης και ενώ ο συγγραφέας βρισκόταν στο εξωτερικό. Οι πρώτες νύξεις του Ντοστογιέφσκι για τους «Δαιμονισμένους» είναι σκόρπιες στα γράμματά του, ανάμεσα σε σχεδιάσματα που ανήκουν σ’ έναν ευρύ αφηγηματικό κύκλο που σκόπευε να του δώσει τον τίτλο «Η ζωή ενός μεγάλου αμαρτωλού». Από το αρχικό πολυσύνθετο της πλοκής παρέμειναν ωστόσο ίχνη στην οριστική μορφή του μυθιστορήματος. Ο σκόπιμα «κακόβουλος» χαρακτήρας του έργου και το γεγονός ότι ο Φιοντόρ είχε σκιαγραφήσει πρόσωπα και περιστατικά πραγματικά, μεταμορφώνοντας και παραμορφώνοντάς τα, προκάλεσε αγανάκτηση στους προοδευτικούς εκείνους κύκλους που ο Ντοστογιέφσκι είχε την πρόθεση να πλήξει: περισσότερο όμως από το πολιτικό πρόβλημα, τον σύγχρονο αναγνώστη ενδιαφέρει το ηθικό πρόβλημα που βρίσκεται στο κέντρο της υπόθεσης. Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ο Ντοστογιέφσκι αρνήθηκε να τελειώσει το έργο αν δεν επέστρεφε στην πατρίδα του. Ο εκδότης του φρόντισε για την επιστροφή του και για την προώθηση του βιβλίου, οργανώνοντας δημόσιες αναγνώσεις αποσπασμάτων παλαιότερων έργων του. Παράλληλα, η σύζυγός του οργάνωσε  και επιμελήθηκε την έκδοση κάποιων από τα έργα του, καταφέρνοντας μ’ αυτό τον τρόπο να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό εισόδημα.




ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΞΑΝΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

Αμέσως μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, τον Ιούλιο του 1871, γεννήθηκε ο γιος του, Φιόντορ (τα δύο πρώτα του παιδιά, η Σοφία, που πέθανε σε ηλικία 2 μηνών, και η Λιούμποβ, είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό, το 1868 και το 1869, αντίστοιχα). Τον Σεπτέμβριο οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση της επιστροφής του Ντοστογιέφσκι. Πολύ γρήγορα βρήκε μια σχετική γαλήνη στην εναλλαγή της παραμονής του στην Αγία Πετρούπολη και στην εξοχή της Στάραγια Ρούσα, όπου γεννήθηκε το 1875 ο γιος του, Αλεξέι. Το 1873 ανέλαβε αρχισυντάκτης στη συντηρητική εβδομαδιαία εφημερίδα «Ο πολίτης», από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο, λόγω προστριβών του με τον αντιδραστικό εκδότη της.

Το 1875 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ο έφηβος», για το οποίο κάποιος κριτικός έγραψε ότι περιέχει  δέκα μυθιστορήματα σ’ ένα. Πράγματι, στην εξέλιξη της αφήγησης παρεμβάλλονται συνεχή ανοίγματα και παρενθέσεις. Πρόκειται για την ιστορία ενός αγώνα για την ελευθερία, αλλά ο πρωταγωνιστής δεν προσεγγίζει «έναν καθορισμένο σκοπό». Και εδώ, όπως αλλού, ο Ντοστογιέφσκι παρέθεσε μάλλον τη συζήτηση των προβλημάτων παρά τη λύση τους. Το 1876 άρχισε να εκδίδει ένα περιοδικό με τον τίτλο «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα», που εκτός από το ομότιτλο μυθιστόρημα σε συνέχειες, δημοσίευε άρθρα για κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Το αναγνωστικό κοινό της Ρωσίας έκανε ανάρπαστα τα τεύχη του περιοδικού δίνοντας στον Ντοστογιέφσκι μια από τις τελευταίες χαρές της ζωής του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, που είχε γίνει  πλέον πιο ισορροπημένη, σχεδόν γαλήνια, μέσα στους νηνεμείς κόλπους της οικογένειάς του, ο Ντοστογιέφσκι γνώρισε τη δόξα και την ευρύτερη αναγνώριση, με την εκλογή του ως αντεπιστέλλοντος μέλους της ρωσικής Ακαδημίας (1877), ενώ το 1880 ο πανηγυρικός του λόγος στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Πούσκιν συγκλόνισε τα πλήθη που τον άκουγαν να μιλά με δέος για την οικουμενικότητα του ρωσικού πολιτισμού.


ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ

Στις αρχές Οκτώβρη του 1878, ο Ντοστογιέφσκι με την οικογένειά του μετακόμισε σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Κουζνέτσνυ αριθ. 5. Η απόφαση να πάει σ’ ένα νέο σπίτι συνδέεται με τον τραγικό θάνατο του μικρότερου γιου του στις 16 Μαΐου του 1878 από επιληψία, αρρώστια που είχε κληρονομήσει από τον ίδιο τον πατέρα του. Το διαμέρισμα αυτό, όπου ο Ντοστογιέφσκι έζησε για 2,5 χρόνια μέχρι το θάνατό του, ήταν στο δεύτερο όροφο με 6 δωμάτια και παράθυρα με θέα στην Εκκλησία του Αγίου Βλαντίμιρ, όπου ο Ντοστογιέφσκι εκκλησιαζόταν στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εδώ, ο Φιοντόρ έγραψε το τελευταίο μυθιστόρημά του «Αδελφοί Καραμαζόφ» (1878-80), μέσα σε ατμόσφαιρα καθολικής αναγνώρισης από την πλευρά της ρωσικής κοινωνίας στο πρόσωπό του, που θεωρείτο ήδη εθνικός συγγραφέας. Η ντοστογιεφσκική ανησυχία εκφραζόταν πλέον ελεύθερα στον χώρο μιας ζωηρότατης προβληματικής, στην οποία επανέρχονταν ζητήματα που είχαν τεθεί στα έργα της νεανικής του ηλικίας. Το μυθιστόρημα «Αδελφοί Καραμαζόφ» αποτελεί το σημείο συνάντησης όλων των θεμάτων που στο πέρασμα των χρόνων είχαν γοητεύσει και βασανίσει τον συγγραφέα: το ηθικό κακό και η θέληση του κακού στον άνθρωπο.

Στους τελευταίους μήνες πριν το θάνατό του, η δραστηριότητά του αφιερώθηκε στη συνέχιση του «Ημερολογίου ενός συγγραφέα», πρωτότυπου κειμένου σε μορφή δημοσιογραφικού διαλόγου με τους αναγνώστες, πάνω στα πιο επίκαιρα προβλήματα, κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά, θρησκευτικά, λογοτεχνικά. Από το έργο, που δεν γράφτηκε αλλά σχεδιάστηκε από τον Ντοστογιέφσκι, παραμένουν μερικές σημειώσεις, οι τίτλοι «Ο άθεος» και «Η ζωή ενός μεγάλου αμαρτωλού» και νύξεις για ένα μεγάλο μυθιστόρημα, όπου ο Αλιόσα Καραμαζόφ θα παρουσιαζόταν «σοσιαλιστής και ριζοσπάστης».


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ


Ο Ντοστογιέφσκι, εκτός από επιληπτικός, υπέφερε σ’ όλη του τη ζωή και από ασθένεια των πνευμόνων. Στις 26 Ιανουαρίου 1881, είχε μια σοβαρή πνευμονική αιμορραγία. Το βράδυ της ίδιας ημέρας κάλεσαν τον ιερέα της Εκκλησίας του Αγίου Βλαντίμιρ κι ο Ντοστογιέφσκι εξομολογήθηκε και δέχτηκε τη Θεία Κοινωνία. Όπως γράφει στο «Ημερολόγιό» της η Άννα Γρηγόριεβνα Ντοστογιέφσκι, όταν διαβεβαίωνε τον Ντοστογιέφσκι ότι θα ζούσε ακόμη για πολλά χρόνια, εκείνος της απάντησε: «Όχι, το ξέρω, θα πεθάνω σήμερα! Άναψε μια λαμπάδα, Άννια, και δώσε μου το Ευαγγέλιο». Στις 28 Ιανουαρίου του 1881, ώρα 8:36 το βράδυ, ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι πέθανε στην Πετρούπολη σε ηλικία 60 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα συγγραφικό έργο ανεκτίμητης αξίας, που διαβάζεται μέχρι σήμερα  από μεγάλη μερίδα του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού , αποτελώντας  επί πλέον αντικείμενο φιλολογικής μελέτης  σε Πανεπιστήμια και Ακαδημίες.

 Τα νέα για το θάνατο του Ντοστογιέφσκι συγκλόνισαν την Αγία Πετρούπολη. Για δυο συνεχείς ημέρες (29-30 Ιανουαρίου), το διαμέρισμα της οδού Κουζνέτσνυ κατακλυζόταν από κόσμο, που συνέρρεε για το τελευταίο αντίο (στο ξεσκέπαστο φέρετρο στη μέση του γραφείου του) στον πολυαγαπημένο του συγγραφέα. Όλα τα δωμάτια του σπιτιού ήταν κατάμεστα με κόσμο. Μεγάλες μορφές της ρωσικής λογοτεχνίας συνωστίζονταν γύρω  του, τιμώντας τον μεγάλο δημιουργό. Το Σάββατο στις 31 Ιανουαρίου, η σορός του μεταφέρθηκε από το σπίτι της οδού Κουζνέτσνυ στη Μονή του Αλεξάντερ Νιέφσκι, όπου θα γινόταν η ταφή. Την 1η Φεβρουαρίου 1881, μετά την εξόδιο λειτουργία στην Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος της Μονής , παρουσία ενός τεράστιου πλήθους , ο Ντοστογιέφσκι θάφτηκε στο κοιμητήριο Τίχβιν του Μοναστηριού, δίπλα στον τάφο του Ρώσου ποιητή Βασίλι Ζουκόφσκι. Στα 1883, σε επιτάφια τελετή, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου και της προτομής του Ντοστογιέφσκι, έργο του γλύπτη Ν. Λαβρέτσκυ. Κοντά στον τάφο του Ντοστογιέφσκι, βρίσκονται και οι τάφοι διάσημων συνθετών της Ρωσίας: Τσαϊκόφσκι, Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Μποροντίν και Γκλίνκα. 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ



«Θα μελετήσω τους ανθρώπους, αυτός είναι ο πρώτος μου στόχος και φιλοδοξία»! Σ’ αυτή τη φράση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, του συγγραφέα που ένιωσε «τη δίψα της ψυχής της ανθρωπότητας», όπως ο ίδιος είπε στο τέλος της ζωής του, συμπυκνώνεται η οπτική με την οποία ο Ντοστογιέφσκι προσέγγιζε τα πάθη των ανθρώπων, τις αναζητήσεις τους, τις ελπίδες τους, τη δύναμη της ψυχής τους, τελικά. Άνθρωπος με έντονα πάθη ο ίδιος, ζούσε κάθε στιγμή μέχρι το μεδούλι. Ερωτεύτηκε, εξορίστηκε, φυλακίστηκε, έφτασε μέχρι το ικρίωμα για να ακούσει τη μετατροπή της ποινής του την τελευταία στιγμή, αγάπησε τον τζόγο και βασανίστηκε σ’ όλη του τη ζωή από ασθένειες, σωματικές και ψυχικές. Μόνη του διέξοδος η γραφή. Και την υπηρέτησε με αφοσίωση, παραδίδοντάς μας  αριστουργήματα.

Ο Ντοστογιέφσκι είναι ο προφήτης που μας αποκάλυψε αλήθειες, που τις ζούμε σήμερα, βυθομέτρησε με καινούργιο τρόπο τα βάθη του ανθρώπου, εισχώρησε μέσα στο μυστήριο της ψυχής πιο βαθιά απ’ οποιονδήποτε προγενέστερο του, αλλά μας δίδαξε ότι, όσο κι αν πλαταίνει τη γνώση του εαυτού μας, ποτέ δε μας επιτρέπει να ξεχνάμε το ευγενικό αίσθημα της ταπεινοφροσύνης, τη γνώση του μηχανισμού της ψυχής, αλλά κ  της δαιμονικής αντίληψης της ζωής. Αυτός ο λεπτομερέστατος αναλυτής και ανατόμος της ψυχής -πάνω στα κείμενά του θα σκύψει κ θα βρει τις δικές του απαντήσεις αργότερα ο Φρόυντ-που μας την αποκαλύπτει ολόγυμνη, μέχρι την ύστατη λεπτομέρεια, μας δίνει ταυτόχρονα ένα αίσθημα του κόσμου πιο καθολικό και πιο βαθύ απ’ ότι μας δίνουν όλοι οι άλλοι σύγχρονοι δημιουργοί. Διαβάζοντας κ ξαναδιαβάζοντας τα κείμενά του κάθε φορά ανακαλύπτουμε μια νέα οπτική, ανιχνεύοντας κ πιστοποιώντας την ωριμότητά μας. Kανένας ποτέ δεν είχε μια πιο βαθιά γνώση του ανθρώπου, κανένας δεν ένιωσε ποτέ πιο βαθύ σεβασμό για το ασύλληπτο που δημιουργεί το θείο, για τον ίδιο τον Θεό.


                                                                





Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

- ΕΠΕΚΕΙΝΑ: τελευταίες ξεναγήσεις


2015
epekeina_02_0
Υπάρχουν ακόμα λίγες θέσεις για τις δύο τελευταίες επισκέψεις/ξεναγήσεις  στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση «ΕΠΕΚΕΙΝΑ» που παρουσιάζεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (Μέγαρο Σταθάτου) και τελειώνει την ερχόμενη Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015. Εκεί, ανάμεσα σε θαυμάσια έργα τέχνης θα έχουμε την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με τις αντιλήψεις που σχετίζονται με τον Ομηρικό, τον Βακχικό-Ορφικό και τον Πλατωνικό Άδη και να θαυμάσουμε κάποια από τα ωραιότερα αντικείμενα της παγκόσμιας εικονογραφίας που απεικονίζουν τη στιγμή του θανάτου και το τελετουργικό της κηδείας.
Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015, απόγευμα (στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων «Το δρασκέλισμα του αγνώστου στην αρχαία ελληνική τέχνη», του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης)
Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015, μεσημέρι (στο πλαίσιο των elmarneri seminars)
Για συμμετοχή στις ξεναγήσεις στις 8/2/2015, επικοινωνήστε με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (τηλεφωνικά στο 210 7228321-3 [εσωτ. 116 ή 125] ή ηλεκτρονικά στο lectures@cycladic.gr)
Για συμμετοχή στις ξεναγήσεις στις 2 και 14/2/2015 επικοινωνήστε με την Γκαλερί Μαρνέρη (τηλεφωνικά στο 210 8619488 ή ηλεκτρονικά στο info@elenimarneri.com  ή στο info@elmarnerneriseminars.com
7032690611_f470b196bf_b