Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Ο μεταφραστής Καρυωτάκης






Μικρός που πέθανε στ'αστεία


Φύγε τώρα κομμωτή κομητών!
Χόρτα στον άνεμο και τα μαλλιά σου.

Φωσφορισμούς θ'αφήνουν τα βαθιά σου

άδεια μάτια, φωλιές των ερπετών.
Κρίνο, μυοσωτίδες, άνθη των
τάφων, θα γίνουνε μειδίαμά σου.
Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!
Δοξάρια σιωπηλά τα κόκαλά σου.
Τον βαρύ πια μην κάνεις. Των ποιητών
τα φέρετρα παιχνιδάκια, στοχάσου,
είναι κι αθύρματα νεκροθαπτών.
Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!

Τριστάν Κορμπιέρ (μετάφραση Κ.Γ. Καρυωτάκης)



ΝΕST - IL UNE CHOSE... (Francis Viele - Griffin)

Του κόσμου πια δεν είναι ουτ’ ένα
πράγμα σ' εμάς αγαπητό
– ένα τραγούδι, μια παρθένα,
ένα βιβλίο, ένα φυτό –

ιερό δεν είναι σε μιαν άκρη,
κάτου απ' την όψη τ' ουρανού
– ένα χαμόγελο, ένα δάκρυ,
μια γλυκιά θύμηση του νου  –

δεν είναι γύρω ούτ’ ένα πάθος,
υπέρτερο, θριαμβευτικό
– μια δόξα, ή ένα ωραίο λάθος,
ή ένα μεγάλο μυστικό –

α! που οι ψυχές να το αγαπάνε
και να γελούν εδώ στη γης,
που να το βλέπουμε και να 'ναι
δικαιολογία της ζωής;


ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)

–  Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή.
Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί;
– Σπάνια η πρόταση, ορισμένως.

– Ωραίο το σπάνιο. Λοιπόν εμπρός.
Ο τόπος θαυμάσιος και ο καιρός.
– Χι! χι! χι! Απογοητευμένος!

– Ίσως. Αλλά προπάντων εραστής
άψογος. Ανέκαθεν ιδεαλιστής.
Να πεθάνουμε τώρα ελάτε.

– Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ,
παρά όσο κάνετε τον τρυφερό.
Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε.

Έτσι το βράδυ κείνο απάνω στη
χλόη, και στ’ άνθη απάνω καθιστοί,
δυο περίεργοι ερωτευμένοι

αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό
θάνατο, κι απομείνανε γι' αυτό
–  χι! χι! χι! -- καταγοητευμένοι.


SIE LIEBTEN SICH BEIDE... (Heinrich Heine)

Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε,
μα δίχως γι' αυτό να μιλήσουν.
Με μίσος αλλάζανε βλέμματα,
κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν.

Εχώρισαν έπειτα, φύγανε
μες στ' όνειρο μόνο ειδώθηκαν.
Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν:
εμίσησανή αγαπηθήκαν;



ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)

Όταν πια θα ‘μαι κουρασμένη
εδώ να ζω μόνη και ξένη
χρόνους αβίωτους,
θα πάω να δω τη χώρα που' ναι
οι ποιητές και καρτερούνε
με το βιβλίο τους.

Fancois Villon, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλλοι
ετραγουδούσες,
πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει,
όταν σε πρόσμενε η αγχόνη
κι έκλαιαν οι Μούσες!

Τάχα τρεκλίζοντας ακόμα,
Βερλαίν, κρατάς αυλό στο στόμα,
δεύτερος Παν,
πάντα είσαι άοπλος και θείος εσύ,
μεθώντας με οίστρο, με κρασί,
pauvre Lelian;

Και τέτοιο αν είχες ριζικό,
που άλλο δεν είναι πιο φριχτό,
Ερίκε Χάινε,
ούτ’ έτσι ωραίο σαν το δικό σου,
στα χέρια μου το μέτωπο σου
γείρε και πράυνε.

Εμένα διάβηκε η ζωή
όλη ένα δάκρυ, απ’ το πρωί
έως την εσπέρα.
Κι άλλο πια τώρα δε μου μένει,
παρά, θεοί μου αγαπημένοι,
να ‘ρθω εκεί πέρα.


«MAMAN!...JE VOUDRAIS...» (Paul - jean Toulet)

– Να πεθάνω, θέλω τώρα, Χριστέ μου,
εψιθύρισε τρυφερά.
– Να πεθάνει κανείς από χαρά,
κυρία, δεν άκουσα ποτέ μου.

– Αλλ' εκείνη, καθώς, άξαφνα ορθή
χάμου τον κορσέ της επατεί:
– Ήταν όνειρο, λέει, και φρεναπάτη.
Α, πώς είχατε γυμνωθεί!


ΙΝFINI, FAIS QUE JE T' OUBLIE... (Paul - jean Toulet)

Για να ξεχάσω το άπειρο,
τώρα θ' αναπολώ
τη χρυσή μέθη του έαρος,
το κύμα το απαλό,

κι εκείνη που εβημάτιζε
σε πάρκα ερημικά,
αγάπη, ω φύλλα κίτρινα,
ω ρόδα νεκρικά.





ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! (Andre - Spire)

Ο πατέρας μου ήξερε λατινικά,
η μητέρα μου έπαιζε πιάνο
κι επήγαινε σ’ επισκέψεις.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,
καταλαβαίνεις;

Είχα ένα παιδαγωγό,
ένα άλογο,
ένα τουφέκι,
υπηρέτες και ιπποκόμο.
Καταλαβαίνεις;

Αγαπούσαμε πολύ τα δάκρυα,
την αγάπη, τους νικημένους,
τον ουρανό και τους διαβάτες...
Ας ανάψουμε τη φωτιά μας,
ας τινάξουμε τα βιβλία μας,
ας βουρτσίσουμε τα ρούχα μας,
ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας.

Ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας,
κι ας πλύνουμε τα πιάτα.
Καταλαβαίνεις, μικρούλα μου,
καταλαβαίνεις;
  


ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ
(Laurent Tailhade)

Κυριακή. Σ’ ένα βαπόρι
στριμώχτηκαν μπουρζουάδες.
Ξεφωνίζει κάθε αγόρι,
ξεμυξίζουν οι μάμαδες.

Τα σκυλιά δε λογιαράζουν
ο Σηκουάνας πόχει πνίξει,
δε φοβούνται, διασκεδάζουν
την ευγενική τους πλήξη.

«Ω, τι ζέστη, Θεέ μου, βράζει!»
βεβαιώνουν οι κυρίες,
κι επιπόλαιες κι γελοίες,

ξεκουμπώνοντας με νάζι
τα χυδαία ντεκολτέ τους,
διευκολύνουν τους εμέτους.




LES MORTS M' ECOUTENT... (Jean Moreas)

Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ’ ακούνε,
εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
οι ανίδεοι και οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε
οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.

Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει,
τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια!
Αρκεί μόνο που όσες φορές το χέριμου σε αδράζει,
ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ω λύρα μου απολλώνια.




Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS... (Jean Moreas)

Εσύ που μόνη από ψηλά, δεσπόζοντας τα πάθη,
λάμπεις και με φυλάσσεις,
όπως ο έναστρος ουρανός βέλη ρίχνει στα βάθη
νυχτερινής θαλάσσης,

ω θεσπεσία ποίησις, με κάποιο αιθέριο ντύμα
τύλιξε την καρδιά μου,
να γίνω τώρα ο άνεμος, το νερό και το κλήμα,
ο άγριος κρίνος της άμμου.

Να μεγαλώνω πάντοτε, στα πόδια μου να νοιώσω
ό,τι λατρεύουν οι άλλοι,
να μεγαλώνω σαν το δρυ, κι έπειτα να τελειώσω
σα μια φωτιά μεγάλη.




TU SOUFFRES TOUS LES MAUX... (Jean Moreas)

Η μοίρα σου πάντα σκληρή, μα εσύ τη δυστυχία
περιφρονείς, αναγελάς,
μέσα στη θύελλα τέρπεσαι, μέσα στην τρικυμία
τη λύρα κρούεις, αντιπερνάς.

Ποιητή, οι άνθρωποι θα ’λεγαν πως είναι οι στίχοι σου ένα
παιχνίδι μάταιο, παιδικό.
Μην το πιστεύεις. Έχουνε ο Απόλλωνας για σένα
κι οι Μούσες έπαθλο ιερό.

Άφησε να γεννιούνται αυτού κοίταξε εκεί να σβήνουν
οι ενάρετοι και οι πονηροί,
αφού όλα γύρω γίνονται μονάχα για να δίνουν
στα ποιήματα σου μια αφορμή!

  

AINSI J' AI DANS MA BELLE PIPE... (Francis Carco)

Στην ωραία, φαρμακερή μου πίπα εφούμαρα
τις τελευταίες αναμνήσεις μου. Χαρτιά
έβαλα για προσάναμμα στη φωτιά,
στίχους, χειρόφραφα, βιβλία με φούμαρα.

Νεκρός, θα 'μαι σαν άθλιο καταστάλαγμα
στη μνήμη φίλων, συμποσιαστών.
Μα θα 'χω λησμονήσει τα πλήθη των αστών,
τη δόξα, το χρήμα και το συνάλλαγμα.
  


ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)

Περνούσε η ζωή μου, γλέντι αληθινό,
δίχως μετάνοια μήτε χαλινό,
κι επήγαινα παιχνίδι κάθε ανέμου.
Τώρα παραξενεύομαι γιατί
ο θάνατος να με συλλογιστεί,
που δεν τον συλλογίστηκα ποτέ μου.




ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)

Πέστε μου που, σε ποιο μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα, κι ύστερα η Θαΐς,
η εξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφία τους δε έδυσεν ακόμη.
Μα πού 'ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Πού ‘ναι η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρο Αμπαγιάρ. Άλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δεν θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκανε τη σκέψη
κι έρηξε στο Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκά ακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρική, η Αρεμβουργίς
του Μαιν, η Σπαρτιάτισσα η Ελένη,
κι η καλή Ιωάννα από την Λορραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνηση τους ζωηρή απομένει.
Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Πρίγκιψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;




ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)

Αφού κι η τελευταία εχάθη μάχη,
τρεις ιππείς επιστέφουμε μονάχοι.

Από βαθιές πληγές το αίμα ρέει
ζεστό, τ' άλογο σκύβει να το εισπνεύει.

Από τη σάλα το αίμα τ’ αναβάτου,
κι από τους χαλινούς, έφτασε κάτου.

Αγάλι αγάλι τ’ άλογο πηγαίνει,
αλλά το αίμα τρέχει και πληθαίνει.

Οι τρεις ιππείς πηγαίνουν πλάι πλάι,
ο ένας στον άλλο γέρνει κι ακουμπάει.

Στο πρόσωπο βλέπουν ο ένας τον άλλο,
και λένε μ’ αναστεναγμό μεγάλο:
– Από μια κόρη τρυφερά αγαπούμαι,
γι' αυτό τώρα πεθαίνοντας λυπούμαι.

– Έχω χτήματα πολλά, σπίτια, δάση,
κι η νύχτα έτσι νωρίς θα με σκεπάσει.
– Δεν έχω πάρεξ το θεό του κόσμου,
μα πόσο με φοβίζει ο θάνατός μου!

Και καθώς με τ’ άλογα προχωρούνε,
τρία κοράκια γύρω τους πετούνε.

Τους μοιράζονται, κρώζοντας καθένα:
Δικοί σας οι δυο, κι ο τρίτος εμένα.




SPLEEN (Charles Baudelaire)

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ’ όσες μπαλάντες απαγγέλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν’ έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.



   
ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ' ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)

Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!
Χόρτα στον άνεμο και τα μαλλιά σου.
Φωσφωρισμούς θ’ αφήνουν τα βαθιά σου
άδεια μάτια, φωλιές των ερπετών.

Κρίνοι, μυοσωτίδες, άνθη των
τάφων, θα γίνουνε μειδίαμα σου.
Φύγε τώρα, κομμωτή κομμητών!
Δοξάρια σιωπηλά τα κόκαλά σου.

Το βαρύ πια μην κάνεις. Των ποιητών
τα φέρετρα παιχνιδάκια, στοχάσου,
είναι κι αθύρματα νεκροθαπτών.
Φύγε τώρα, κομμωτή κομμητών!




ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ... (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)

Τώρα ανοιξιάτικο καθώς
ανάβρυσες απ' την καρδιά μου,
πέτα, τραγούδι μου, στο φως,
πέτα τριγύρω και μακριά μου.

Ως τη χαρά της εξοχής
την ηχηρή χαρά σου φέρε,
κι ένα τριαντάφυλλο αν ιδείς,
πες του από μέρος μου το χαίρε.





Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral, από γαλλική μετάφραση)

Λέει: Σ’ αγαπώ· δεν τρώω, δεν πίνω...
Μιρέγια, ιδέ το χόρτο εκείνο
που το ζυγώνουν τα κύματα τώρα.
Φυτρώνει στα ρηχά νερά,
δυο μόνο ανθάκια έχει μικρά
κι είναι, Μιρέγια, μια χαρά.
Όμως αν έρθει της αγάπης η ώρα,

το ένα το λούλουδο μονάχο
θα πάει κοντά σε κάποιο βράχο
τα πέταλα στον ήλιο για ν' απλώσει.
Και βλέποντας το έτσι λαμπρό,
τ' άλλο λουλούδι ερωτικό
κάνει ν' ανέβει απ' το βυθό,
ένα φιλί στο ταίρι του να δώσει.

Πάνου στο βράχο για να φτάσει
και στην αγάπη, ώσπου να σπάσει
το τρυφερό κλωνάρι του τεντώνει,
κι όταν ελεύτερο βρεθεί,
νεκρό κι ωραίο θε να συρθεί,
τ' άλλο για να ‘βρει. Ένα φιλί,
Μιρέγια, κι ας πεθάνω! Είμαστε μόνοι.




  
ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)

Το σπίτι σου όλο, φίλε, με το πρόσωπό σου μοιάζει.
Σα γένια κρέμεται ο κισσός, μια πεύκη το σκεπάζει
σαν την καρδιά σου αιώνια νέα, αιώνια δυνατή,
άνεμοι ας τη ρημάζουνε και πόνοι και υετοί.
Φαίνεται ο τοίχος της αυλής χρυσός από τα βρύα,
στον κήπο χλόη ψηλώνει, ανθεί μια δάφνη, μια γαζία,
κι είναι το σπίτι ένα φτωχό πάτωμα μοναχά.
Πρώτη φορά την άνοιγα, θυμάμαι, και ακροαζόμουν
σάμπως πουλιού κελάηδημα την πόρτα σου να ηχά.
Ω Jammes, πριν από πολύν καιρό κοντά σου ερχόμουν,
μα σ' ήβρα καθώς σ' έβλεπα πάντα στα ονείρατά μου.
Ρεύανε, σβήνανε τα δυο σκυλιά πεσμένα χάμου,
και πάνου απ’ το χαμόγελο το μελαγχολικό
σαν κίσσα το καπέλο σου ήταν μαύρο και λευκό.
Έβλεπε το παράθυρο στοχαστικά το Μάη
να τες οι πίπες σου, και μια βιτρίνα αντανακλάει
μες στα βιβλία των ποιητών τον κάμπο που γελάει.

Φίλε, σαν εγεννήθηκαν, οι στίχοι θα γεράσουν,
εκεί που εκλάψαμε θα ‘ρθουν άνθρωποι να γελάσουν.
Όμως κανείς από τους δυο μη λησμονεί
μια μέραν όμορφη, γλυκιά σαν φθινοπωρινή,
τη μέρα όπου εδώκαμε τα χέρια στη φιλία.
Μελισσουργούς ακούγαμεν να κελαδάνε θεία,
καμπάνες να βουίζουνε, τ' αμάξια να περνούνε...
Ήταν Βαΐων Κυριακή όλη μελαγχολία.
Εσύ, συντρίμμι από έρωτα, καθώς καλάμι που 'ναι
στο κύμα μέσα ολόγερτο και κλαίει αγαλινά,
εγώ, διψώντας να χαθώ σε πελαα μακρινά,
εκεί που δίχως τον πιλότο βάρκες τριγυρνούνε.
Με σκέψεις διαφορετικές όμοια συγκινημένοι,
το γκρίζο νιώθαμε ουρανό πάνω μας να βαραίνει.
Α, θα ‘ρθω, θα 'ρθω σπίτι σου πάλι να κοιμηθώ;
α, θα 'ρθω ενώ τα βλέφαρά μου θα φιλεί τ' αγέρι,
να περιμένω στα σκαλιά πάλι το πρώτο αστέρι;
και πάλι θα ‘ρθω, γέρνοντας σα μύρο να αιστανθώ
να πνέει από ένα κίτρινο σωρό παλιών γραμμάτων
τον έρωτα που σώζεται στην τέφρα των πραγμάτων;
Είναι το παραθύρι σου κορνίζα που κρατεί
βίλες, χωράφια, χιόνια, τον ορίζοντα πλατύ.
Στον κήπο ποιήματα σιγά διαβάζεις κάθε Μάη
και το γαλάζιο τ' ουρανού στην υδροχοή κυλάει.
Φίλε μου, το σπίτι αρμονικό, θα ξανάρθω ποτές;

Αύριον, οϊμέ! Καλύτερα να λέει κανείς για χτες.
Δίχως πατρίδα μια ψυχή βαθιά μου όλο πεθαίνει.
Απόψε, μιαν απ’ τις φρικτά που υπόφερα βραδιές,
ενώ του ήλιου που χάνονταν η δόξα ήταν χυμένη
στη θάλασσα, τον ουρανό και στην ακρογιαλιά,
κι ενώ οι αφροί μού πλένανε, οι άνεμοι, τα μαλλιά,
σαν το χαλίκι μ' έσερνε του ονείρου μου η ορμή,
επήγαινα, τα κύματα με φώναζαν, φωνή
απόμακρου, παράξενου, λησμονημένου τόπου,
και με πετράδι εχάραζα, λαμπρό σα φως ηλίου,
φλεβάτο καθώς χέρι, την ημέρα εκείνην όπου
πέρασα το κατώφλι σου, παιδί του Βιργιλίου.



  
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)

Ένα ποιηματάκι! Πες μου, πώς μπορεί
τόσον η καρδιά μας ναν το λαχταρεί;
Σ' ένα τραγούδι μέσα τι θα λάχει;

Τίποτε. Δυο λέξεις μόνο ρυθμικές,
μόνο δύο ριμούλες ταιριαστές, γλυκές,
και μια ψυχή ακέρια εντός του θα ‘χει.
  
  
ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)

Στο Fred. Despax

Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι ναν τη σκέπει,
στο δρόμο εκεί να ορθώνεται, στο φως,
μια προτομή μαρμάρινη. Τ’ αδέρφι μου τη βλέπει
διαβαίνοντας και μουρμουρίζει: «Αυτός».

Θα ‘χεις πολύ, αδερφέ αγαπήσει μόλους και νησιά,
τη θάλασσα περσότερο, τ' αγέρι·
εγώ τα ωραία τραγούδια, τα βιβλία, τη μοναξιά.
Μα θα 'χουμε και οι δύο τόσο υποφέρει!
  


ΕΠΙΛΟΓΟΣ
(Από το γαλλικό του Georges Rodenbach)

Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.

Αχ! πάει κι αυτή που μ’ έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ' όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να ‘ρθουν αύριο
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να ‘ρθουν αύριον άλλοι.

Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ’ εκείνον που 'χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!

Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα ‘λεγε κανείς πως φυλλοροώ...
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε – για θάνατο νυστάζω!




Κ. Καρυωτάκης, ποιήματα, εκδόσεις Γ. Οικονόμου, Αθήνα, χχ, σ. 159-188


Ακόμα: διδακτορική διατριβή της Βάσως Τοκατλίδου με θέμα «Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη: Ένταξή τους στο ποιητικό πρωτότυπο έργο των συλλογών του», η οποία υποβλήθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. το 1978.

Ηθογραφία





Με τον όρο «ηθογραφία» χαρακτηρίζουμε μια τάση της νεοελληνικής πεζογραφίας, που ξεκινά λίγο μετά το 1880 και συνεχίζεται ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Όπως φαίνεται και από τις χρονολογίες αυτές, η ηθογραφία συνδέεται άμεσα με τη λογοτεχνική γενιά του 1880, καθώς και με την ανάπτυξη του νεοελληνικού διηγήματος.
Τι ακριβώς σημαίνει «ηθογραφία» όμως; Σε σχέση με τη λογοτεχνία, ο όρος απαντάται για πρώτη φορά το 1770· και στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα χρησιμοποιείται ήδη με το νόημα που του αποδίδουμε και σήμερα: για να προσδιορίσει μια συγκεκριμένη κατηγορία πεζών κειμένων με πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
Όλα τα ηθογραφικά κείμενα, λοιπόν, έχουν ως βασικό τους στόχο την όσο το δυνατόν πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό, με τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του απλού ελληνικού λαού. Οι ήρωες της ηθογραφικής πεζογραφίας είναι σχεδόν πάντα οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου.
Η ηθογραφία είναι ένα φαινόμενο καθαρά ελληνικό. Σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν την εποχή εκείνη στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μπορούμε να πούμε ότι η ηθογραφία είναι η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού και, ως ένα βαθμό, του νατουραλισμού. Παράλληλα, έχει επηρεαστεί από το πνεύμα του θετικισμού, καθώς και από την επιστήμη της λαογραφίας, που αρχίζει να αναπτύσσεται στη χώρα μας από το 1870 και μετά, με κυριότερο εκπρόσωπο το Νικόλαο Πολίτη.

eikonaH01
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1857-1911): παρ' όλο που ξεκίνησε να γράφει μυθιστορήματα, έγινε γνωστός κυρίως για τα διηγήματά του, χάρη στα οποία αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους ηθογράφους της νεοελληνικής κοινωνίας της εποχής του.

Από πλευράς λογοτεχνικής, το έργο που προετοιμάζει το έδαφος για την ηθογραφική πεζογραφία, είναι το μυθιστόρημα του Δημήτριου Βικέλα Λουκής Λάρας, που δημοσιεύεται το 1879. Η ηθογραφία, όμως, γεννιέται πραγματικά το 1883, όταν το περιοδικό Εστία, ένα από τα πλέον σημαντικά της εποχής, προκηρύσσει διαγωνισμό για συγγραφή διηγήματος «με θέμα ελληνικό». Ο διαγωνισμός αυτός κινεί το ενδιαφέρον πολλών νέων πεζογράφων, καθώς και των άλλων περιοδικών και εφημερίδων της εποχής, που αρχίζουν να ζητούν συνεχώς ελληνικά διηγήματα για δημοσίευση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μέσα στην πενταετία 1883-1888, να εμφανιστούν όλοι σχεδόν οι σημαντικοί εκπρόσωποι της ηθογραφίας: καταρχήν ο Γεώργιος Βιζυηνός, που θεωρείται ο βασικός εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος, καθώς και οι Γεώργιος Δροσίνης, Μιχαήλ Μητσάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κώστας Κρυστάλλης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Γιάννης Βλαχογιάννης, Αργύρης Εφταλιώτης κ.ά.
Οι ηθογράφοι καλλιέργησαν σχεδόν αποκλειστικά το διήγημα και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη του είδους και στην καθιέρωσή του στη νεοελληνική λογοτεχνία. Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ηθογραφίας, θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής:
  • — τα ηθογραφικά διηγήματα χαρακτηρίζονται συνήθως από έναν έντονο λυρισμό και εμπνέονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από τα προσωπικά βιώματα και τις εμπειρίες των ίδιων των συγγραφέων· πολύ συχνό, μάλιστα, είναι το φαινόμενο κάθε πεζογράφος να χρησιμοποιεί τον τόπο καταγωγής του ως πλαίσιο για τα έργα του
  • — οι περισσότεροι συγγραφείς αρέσκονται στην εθιμογραφία και τη λαογραφία, στην αναλυτική δηλαδή καταγραφή των εθίμων και των ηθών του λαού, που πολλές φορές αποβαίνει σε βάρος της λογοτεχνικής αξίας των έργων τους (υπάρχουν π.χ. διηγήματα που απλώς καταγράφουν έθιμα, χωρίς να πετυχαίνουν τίποτε περισσότερο)· σε άλλες περιπτώσεις, βέβαια, όταν τα έθιμα εντάσσονται φυσιολογικά στον αφηγηματικό κορμό και στο μύθο του διηγήματος, το αποτέλεσμα είναι πολύ επιτυχημένο
eikonaH02
Αυτόγραφο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη· πρόκειται για απόσπασμα από το διήγημα  Ο αντίκτυπος του νου.
  • — δεν πρέπει να απορούμε που το ελληνικό διήγημα συνδέθηκε σχεδόν αμέσως με την απεικόνιση της ζωής στην ύπαιθρο και το χωριό· στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτή είναι η κυρίαρχη εικόνα ελληνικής ζωής (αστική ζωή δεν έχει πραγματικά αρχίσει να υπάρχει στην Ελλάδα)
  • — η γενιά του 1880 συνδέεται με το γλωσσικό ζήτημα, στο οποίο πήρε θέση υπέρ του δημοτικισμού· δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ηθογραφικό διήγημα συνιστά την πρώτη συστηματική προσπάθεια για συγγραφή πεζών λογοτεχνικών έργων στη δημοτική γλώσσα (σ' αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι οι ήρωες είναι άνθρωποι του λαού, που φυσικά μιλούν μεταξύ τους στη δημοτική, χρησιμοποιώντας τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς της περιοχής τους, τους οποίους οι συγγραφείς ενδιαφέρονται να αναπαράγουν πιστά)
  • — υπάρχουν αρκετοί ηθογράφοι συγγραφείς που το έργο τους δεν παρουσιάζει ουσιαστική εξέλιξη και μοιάζουν να επανέρχονται συνεχώς σε παραλλαγές του ίδιου θέματος· άλλοι, όμως, έδωσαν σπουδαία έργα και οδήγησαν σταδιακά στο πέρασμα από την ηθογραφία προς το ρεαλισμό και το νατουραλισμό
  • —  η ηθογραφία χρησιμοποιήθηκε συχνά ως μέσο για την επίτευξη στόχων εντελώς ξένων προς τη λογοτεχνία, όπως τα διάφορα ηθικοπλαστικά διδάγματα, η συστηματική καλλιέργεια ενός πατριωτικού φρονήματος και μιας εθνικής ιδεολογίας κτλ.· κι αυτό ισχύει τόσο για τους συγγραφείς όσο και για τους κριτικούς ή μελετητές
(Βλ. Σχολή, ρεύμα, κίνημα).


Ημερολόγιο
Με τον όρο «ημερολόγιο» εννοούμε τη συστηματική καταγραφή από ένα άτομο των πιο σημαντικών γεγονότων της προσωπικής του ζωής, καθώς και της δημόσιας ζωής της εποχής του. Πρόκειται για μια συνήθεια που οι απαρχές της χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Το ημερολόγιο είναι κείμενο με προσωπικό χαρακτήρα. Κατά κανόνα, δηλαδή, δε γράφεται για να δημοσιευθεί ή για να διαβαστεί από άλλους πλην του ίδιου του συγγραφέα του. Γι' αυτό και χαρακτηρίζεται από ελλειπτική ή και συνθηματική πολλές φορές γραφή, ενώ περιέχει σχόλια, παρατηρήσεις, κρίσεις, σκέψεις και, γενικά, μια προσωπική και υποκειμενική καταγραφή όλων όσων απασχολούν το άτομο που κρατά το ημερολόγιο. Από την άποψη αυτή, διαφέρει από την αυτοβιογραφία, όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή του σε συνεχή αφήγηση, χωρίς κενά και με ειρμό, με στόχο να διαβαστεί και να γίνει κατανοητή από τους άλλους.

eikonaA04
Γ. Σεφέρης (1900-1971): Tο προσωπικό του ημερολόγιο, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, έχει εκδοθεί σεπολύτομη σειρά με το γενικό τίτλο Μέρες.

Όπως είναι φυσικό, τα ημερολόγια διάσημων ανθρώπων της τέχνης, των γραμμάτων ή της επιστήμης, καθώς και των δημοσίων προσώπων γενικά, προξενούν το ενδιαφέρον του κοινού και πολλές φορές δημοσιεύονται μετά από την απαραίτητη επεξεργασία. Τέτοιου είδους κείμενα προσφέρουν συχνά πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για τα ίδια τα άτομα αλλά και για την εποχή τους. Ειδικά τα ημερολόγια των μεγάλων συγγραφέων ενδιαφέρουν για δύο κυρίως λόγους: από τη μια πλευρά είναι ανεξάντλητες πηγές πληροφοριών και από την άλλη, πολύ συχνά, είναι κείμενα με μεγάλη λογοτεχνική αξία· κι αυτό,  γιατί πολλοί συγγραφείς κρατούν ημερολόγιο έχοντας κατά νου ότι είναι πολύ πιθανό να δημοσιευθεί.
Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, τα πιο διάσημα ημερολόγια είναι, βέβαια, αυτά του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, που κατέγραψε συστηματικά σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του. Σήμερα, τα ημερολόγια αυτά έχουν δημοσιευθεί σε πολλούς τόμους, με το γενικό τίτλο Μέρες. Ακόμη, ο Σεφέρης κρατούσε και πολιτικό ημερολόγιο, το οποίο έχει επίσης δημοσιευθεί σε δυο τόμους και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, ακριβώς εξαιτίας της θέσης του ποιητή στο ελληνικό διπλωματικό σώμα (ήταν σε θέση να έχει καλή πληροφόρηση για πολλά γεγονότα της εποχής).
Γενικότερα, η γενιά του τριάντα, επηρεασμένη από το μεγάλο Γάλλο συγγραφέα André Gide, χρησιμοποιεί συχνά την ημερολογιακή γραφή. Ο ίδιος ο Γ. Σεφέρης καταφεύγει στο ημερολόγιο, προκειμένου να διασώσει υλικό από την άχαρη καθημερινή ζωή· από εκεί, το υλικό αυτό περνά στα έργα του, που πολύ συχνά έχουν κι αυτά «ημερολογιακή» μορφή (π. χ. τα τρία Ημερολόγια καταστρώματος, το μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη). Γενικά, η χρήση της ημερολογιακής γραφής στα λογοτεχνικά έργα είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της γενιάς του τριάντα. Ακόμη και ένας πρωτοποριακός συγγραφέας όπως ο Στέλιος Ξεφλούδας, δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα (Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού). Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ένα ακόμη είδος ημερολογίου, που έγραψε ο Γιώργος Θεοτοκάς, επίσης επηρεασμένος απ' το Gide. Πρόκειται για το Ημερολόγιο της Αργώς, όπου καταγράφεται με τρόπο συστηματικό όλη η διαδικασία της σύνθεσης του ομώνυμου μυθιστορήματος του Θεοτοκά.
(Βλ. Αυτοβιογραφία, Λογοτεχνικά γένη/είδη, Μυθιστόρημα)


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: "Ο νέος ποιητής ποτέ να μην συνδυάζει τη γραφή με τη φιλοδοξία"


Αναδημοσίευση:

xirogiannirouk3.jpg 
 
 
Συνέντευξη
στην Ασημίνα Ξηρογιάννη


Τον περασμένο μήνα, είχα την τύχη να περάσω ένα πρωινό με έναν ζωντανό μύθο, την
 Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Πάντα αγαπούσα την ποίησή της, αλλά δεν είχε τύχει να 
την γνωρίσω από κοντά. Ήξερα όμως ότι δύο πολύ σημαντικά πράγματα μας ενώνουν.
 Η Αίγινα, το νησί μας. Και η Ποίηση. Και δεν είναι τυχαία η σειρά που έθεσα τα πράγματα. Νιώθω ότι πρέπει να πω πώς προέκυψε αυτή η συνέντευξη. Πριν από αρκετό καιρό έγραψα ένα κείμενο για το
 τελευταίο βιβλίο της Ρουκ, τον συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματά της. Εκείνη θέλησε 
να έρθει σε επαφή μαζί μου. Με έψαξε, με βρήκε, με πήρε τηλέφωνο ένα πρωί και με
 ευχαρίστησε για το κείμενό μου. Την είχε αγγίξει, όπως μου είπε. Από εκείνην την πρώτη
 μας επαφή, την τηλεφωνική μας συνομιλία, μού ήρθε αβίαστα η ιδέα της συνέντευξης. 
Της το πρότεινα την ίδια στιγμή και δέχτηκε με χαρά. Εχω πολλά να διηγηθώ για αυτήν 
την συνάντηση. Θα αρκεστώ σε αυτό. Τη θαύμασα για το γεγονός ότι έχει συμφιλιωθεί 
με το χρόνο της, με το χρόνο γενικά. Εγώ από την άλλη, νιώθω πώς πάντα θα (συν)
θλίβομαι στη σκέψη των γηρατιών.


Θα σας πάω χρόνια πίσω. Πώς ξεκινήσατε με τη γραφή;


Είχα την τύχη να είμαι βαφτιστικιά του Καζαντζάκη και να ανήκω σε μια οικογένεια 
με πολλά γράμματα και γνώσεις. Και έτσι δεν θυμάμαι ποτέ να μην έγραφα ποιήματα.
 Και το 1956 ήμουνα δεκαεπτά χρονών και μου δημοσίευσε ποίηση ο Γουδέλης στην 
Καινούρια Εποχή, με εισαγωγή του Καζαντζάκη. Συγκεκριμένα, δημοσίευσε το ποίημα 
Μοναξιά. Να έτσι έγινε και από δεκαεπτά χρονών ήμουνα στο διάζωμα.


Τα λογοτεχνικά σας πρότυπα και επιρροές. Από ποιούς πεζογράφους  και ποιητές επηρεαστήκατε;


Σίγουρα βέβαια από τον Καζαντζάκη. Βασικά δεν ξέρω αν έχω επηρεαστεί, αυτό 
είναι θέμα των κριτικών της λογοτεχνίας. Αλλά με τον Καζαντζάκη μεγάλωσα. Διάβαζα
 από πολύ μικρή και μετά όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, πήγα στην Νότια Γαλλία, όπου 
έμεινα με την Ελένη Καζαντζάκη. Από τις πρώτες μου εμπειρίες είναι με τη γαλλική
 ποίηση. Τόσες οι πηγές και τόση η ζωή! Δεν αισθάνομαι ότι έχω επηρεαστεί από έναν.


Oι σχέσεις σας με την πεζογραφία.


Από μικρή διάβαζα πεζογραφία. Αλλά τώρα δεν προλαβαίνω. Λαβαίνω και τόσα
 βιβλία ποιητικά. Βέβαια μικρή ανατράφηκα με όλους τους μεγάλους. Τολστόι,
 Ντοστογιέβσκι.


Πώς γράφετε ένα ποίημα; Bάλτε μας μέσα στο ποιητικό σας εργαστήρι. Πώς δουλεύετε;



Kάθε φορά που βγαίνει ένα ποίημα έχω την ίδια εμπειρία. Είναι σαν να μπαίνεις σε
 δωμάτιο. Μπαίνεις στο δωμάτιο και από κει και πέρα ό,τι συμβαίνει μέσα στο δωμάτιο σε εμπνέει .Αν δεν έχεις μπει στο δωμάτιο, τα πιο ωραία πράγματα, ο πιο ωραίος άντρας, το πιο ωραίο τοπίο δεν
 μεταφράζονται σε ποίημα. Το έχω μελετήσει χρόνια τώρα. Αλλά είναι πάρα πολύ 
μυστήριο. Δεν μπορώ ποτέ να πω: A,τι ωραία εμπειρία, θα γράψω ένα ποίημα. Δεν ξέρω,
 θα είμαι στο δωμάτιο;


Αγαπάτε κάποιο από τα βιβλία σας πιο πολύ, και γιατί;


Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κάθε φορά, όταν είναι να δουλέψω μια συλλογή, να την δώσω, 
να την φτιάξω, περνάει πολλές επεξεργασίες. Πολλά έχουν πεταχτεί. Δεν το 'χω σκεφτεί
 αυτό ποτέ, ούτε το αισθάνομαι.


Aν σας έλεγα να μου πείτε τρία βιβλία μόνο που σας σημάδεψαν, που σας άλλαξαν το βλέμμα για
 τον κόσμο, ποιά θα ήταν αυτά;


Είναι το θέμα της μνήμης και το θέμα μιας ολόκληρης ζωής μέσα στα βιβλία. Θα 'λεγα
 για τα βιβλία του  Καβάφη και πολλών άλλων. Ο Καβάφης είναι που παραμένει ο 
αρχιερέας για μένα.


Πολιτικοί και Πολιτική.



Ποτέ δεν ήμουν στον ουρανό εκτός του κόσμου τούτου. Πάντοτε ήμουν αριστερών 
τάσεων και πεποιθήσεων, αλλά δεν ανήκα ποτέ σε κανένα κόμμα-με απόλυτη συνείδηση- 
γιατί η κομματική κατάσταση είναι άλλη. Η τάση είναι αυτή η αριστερά ή κεντροαριστερά, πάντα του εσωτερικού. Αλλά τα κόμματα ή τα αντι- κόμματα, όλα αυτά πάντα τα απεχθανόμουν.


Παρακολουθείτε θέατρο, σινεμά;


Λόγω ηλικίας και αδυναμίας δεν βγαίνω πολύ. Η ζωή μου τώρα είναι τέτοια. Αυτό 
σκεφτόμουν, έχω κάμποσο καιρό να πάω θέατρο. Το σινεμά είναι μια άλλη ιστορία που
 επίσης κάπως μού λείπει, αλλά η δίψα για εικόνα χορταίνει με την τηλεόραση.


Θεός;



Θεός και μη θεός. Δεν πιστεύω. Αλλά και όλη η πνευματική μου εξέλιξη είναι αυτό, ότι
 ο άνθρωπος γεννήθηκε για να ψάχνει από πού προήλθε, και αυτή η έρευνα δεν είναι 
αγωνία, γιατί ξέρεις ότι δεν θα βρεις απάντηση. Την αρχή της αρχής και ποιό το τέλος
 του τέλους. Αυτή η έρευνα είναι ένα εγχειρίδιο πνευματικό. Είναι κάτι που σε θρέφει. 
Εμένα με θρέφει.


Η σχέση σας με το διαδίκτυο.


Δεν έχω ιδέα από όλα αυτά, με κάθε έννοια του όρου. Ανήκω στον προπερασμένο αιώνα, οπότε δεν έχω καμιά εμπειρία επί του θέματος.


Τί θα λέγατε σε έναν νέο ποιητή;


Πρώτα να πω ότι, από τα βιβλία που λαβαίνω, βλέπω ότι το επίπεδο γραφής είναι πολύ 
ανώτερο από τις ανάλογες ηλικίες στον καιρό μου. Υπάρχει μια ωριμότητα, υπάρχει μια
 επικράτηση της σκέψης και της ανάλυσης πάνω στην ποίηση. Υπάρχει μια ποιότητα.
 Δηλαδή η σκέψη και η ποίηση ζευγαρώνουν με επιτυχία. Και θα έλεγα σε έναν 
νέο ποιητή να γράφει αυτό που αισθάνεται αυθόρμητα όταν του έρχεται και αν του
 έρθει. Ποτέ να μην συνδυάζει τη γραφή με τη φιλοδοξία. Γιατί είναι το δηλητήριο της 
γραφής η φιλοδοξία, της ποιητικής γραφής, δεν ξέρω για τα άλλα είδη. Ο νέος ποιητής
 αυθόρμητα να κάνει αυτό που αισθάνεται, χωρίς καμία προκατάληψη, χωρίς καμία 
πρόληψη, χωρίς καμία κατεύθυνση.


Παρακολουθείτε, ξεχωρίζετε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό;


Λαμβάνω διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, είναι μεγάλη περιουσία. Το Εντευκτήριο 
έχω εδώ τώρα κοντά μου. Αν και λένε ότι είναι δύσκολοι καιροί, όταν βγαίνουν ακόμα
 λέω δόξα τω θεώ.


Mιλήστε μου για την Αιγινούλα μας και πείτε μου ό,τι θέλετε.


Τι να σας πώ! Αισθάνομαι σχιζοφρενής καμιά φορά. Το χειμώνα αισθάνομαι Αθηναία
 και το καλοκαίρι αισθάνομαι Αιγινήτισσα. Λέω πάντα ότι είναι ο παράδεισός μου η
 Αίγινα. Είναι ένα κτήμα μεγάλο και ένα παλιο διατηρητέο σπίτι και επίσης -πάντα λέω-
 ότι χρωστάω τον παράδεισό μου σε μια καταστροφή. Γιατί ο πατέρας μου, που καταγόταν
 από τα Δαρδανέλλια και ήταν δικηγόρος στο επάγγελμα, στη Μικρασιατική Καταστροφή
, όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών, ήρθε με την οικογένειά του, τη μάνα του, τον
 πατέρα του και τις τρεις αδερφές του. Έτυχε να βρει αυτό το σπίτι, το οποίο πήραν εκεί 
οι γονείς του. Ο πατέρας μου είχε τέτοια ηλικία σαν να ήτανε παππούς μου. Έτσι από όταν γ
εννήθηκα εγώ, το 1939, και μετά κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε στην Αίγινα. Όλη μου
 η νεανική ζωή άνθιζε εκεί, αλλά αισθάνομαι φοβερά διχασμένη. Nα φύγω εγώ 
από το κέντρο της Αθήνας όπου μεγάλωσα, Μεταξά και Μεσολογγίου, αποκλείεται!


H  γνώμη σας για τα λογοτεχνικά βραβεία.


Είναι πάρα πολύ καλό να βραβεύεται ένας δημιουργός. Αλλά να το φέρει αυτό σαν 
κονκάρδα... όχι!


Πιστεύετε στην κριτική; Διαβάζετε τις κριτικές που γράφονται για τα έργα σας;


Βέβαια τις διαβάζω. Και, ναι! Πρέπει να γίνεται κριτική! Από το κείμενο της κριτικής
 φαίνεται πόσο ο κριτικός έχει εμβαθύνει σε ένα έργο και, επίσης, να μην γίνονται 
κριτικές λόγω φήμης ή μη φήμης, δηλαδή να κρίνονται αυστηρά αυτοί που δεν έχουν
 φήμη  και καθόλου αυστηρά αυτοί που έχουν.


Είναι κάποιος εν ζωή έλληνας ποιητής που σας αρέσει ιδιαίτερα η ποίησή του;


Ναι, ο Λεωνίδας Κακάρογλου ,καταπληκτικός! Είναι όμως πάρα πολλοί! Δεν ξέρω 
να διαλέγω! Απλώς όταν δεν με ενδιαφέρει, κλείνω το βιβλίο.


Όταν έχετε ελεύθερο χρόνο, πού  τον διαθέτετε;


Διαβάζω όλες τις συλλογές που μου έρχονται, αλλά δεν προλαβαίνω να γράψω. Γι' αυτό 
τους παρακαλώ να μου βάζουν τηλέφωνα, είναι σαφώς πιο εύκολο να κάνω ένα 
τηλεφώνημα. Έχω ακόμα, διάφορα γραπτά εδώ που γρατζουνάω. Είναι και η τηλεόραση
 που, ευτυχώς, κοιτάω πράγματα που θέλω. Τα νέα, τα επικαιρικά, τα ντοκιμαντερικά.


Aκούτε μουσική;

Kλασική. Πάρα πολύ.


Κάποιοι νέοι ή παλαιότεροι ποιητές είναι αγανακτισμένοι με τους εκδοτικούς οίκους.



Δεν ξέρω αν καλώς είναι αγανακτισμένοι. Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία. Μου 
κάνει εντύπωση ότι βγάζουν ακόμα ποίηση, σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Βλέπω
 ότι εκδίδουν και πολλοί νέοι ποιητές. Θα μου πεις πληρώνουν. Μα και 'μείς 
πληρώναμε, όταν ξεκινήσαμε. Δεν είναι τίποτα το καινούριο. Μόνο που οι τιμές τώρα
 είναι πολύ πιο υψηλές. Απλώς αν βγάλεις τη συλλογή ενός αγνώστου ποιητή, δεν 
πρόκειται να βγάλουν κανένα φράγκο. Γιατί να φταίνε οι εκδότες; Εγώ γιατί να κάνω
 κριτική; Ό,τι μπορούν κάνουν οι άνθρωποι.


Πώς βλέπετε το μέλλον της Ποίησης στον τόπο μας;



Δεν είμαι μάντης! Δεν ξέρω. Αλλά λέω όσο εξακολουθεί να γράφεται και να υπάρχει, 
νομίζω δεν θα καταργηθεί, γιατί είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις συνήθειες του τόπου
 μας. Στην εποχή μου, ας πούμε , δεν υπήρχε νέος που να μην έγραφε ποίηση. Δεν νομίζω
 ότι θα εξαλειφθεί, αλλά κανείς δεν ξέρει το μέλλον, το οποίο σκοτεινό λίγο φαίνεται.


Ποιό εργο επιθυμείτε πολύ να μεταφράσετε οπωσδήποτε στο μέλλον;


Η σχέση μου με τη μετάφραση  είναι και αγάπης και επαγγελματική. Αυτό έχω 
σπουδάσει, αυτό έκανα χρόνια και με αμοιβή. Όταν μου πρότειναν ποιόν να μεταφράσω
 και τον αγαπούσα και μ' άρεσε, τον μετέφραζα. Τότε μόνο. Τελευταία, με όλη την
 κρίση έχουν να μου προτείνουν μετάφραση πολύ καιρό.


Ποιά άλλη μορφή  τέχνης αγαπάτε;


Tη ζωγραφική.


Ποιά η θέση της ποίησης και των ποιητών μέσα στην εποχή μας;



Όταν συνδυάζεις την ποίηση αποκλειστικά με το οικονομικό, τότε οι άνθρωποι έχουν
 δίκαιο. Αλλά άμα σκεφτείς την άλλη πλευρά του προβλήματος που γιατρεύεται με 
την ποίηση, ανοίγει η καρδιά σου, ξεχνάς λίγο τα εγκώσμια βάσανά σου. Υπάρχουν
 δύο οπτικές γωνίες.


Θα κάνουμε ένα παιχνίδι. Θα σας δίνω τις λέξεις μου και εσείς θα μου δίνετε τις δικές σας.


Ασημίνα - κ. Ρουκ
θάλασσα - κύμα
ποίηση - ουρανός
Ελλάδα - χώμα
Ερωτας - κι άλλος
αποδόμηση - δόμηση
γιατί - πώς
θέατρο - παρασκήνιο
δρόμος - σοκάκι
μέλλον - παρελθόν
κρίση - σκέψη
χρώμα - απόχρωση
Ευρώπη - Κόσμος
δεν - ίσως
ναι - όχι
σιωπή - φλυαρία
φόβος - τρόμος
μουσική - χαρά


Γράφετε κάτι τώρα;


Ναι, και για πρώτη φορά στη ζωή μου, επιχειρώ να γράψω κάτι, που δεν είναι 
ακριβώς ποίηση. Είναι κάτι... Το λέω μονόλογο. Και είναι πέντε έξι τέτοιοι μονόλογοι.
 Εγώ και το ποίημα, εγώ και το άδειο, κάπως έτσι.


Διαβάζετε κάτι τώρα;


Αυτήν την εποχή όχι, γιατί όταν δουλεύω εγώ, όταν κάνω κάτι δικό μου, τα παρατάω όλα,
 τα βάζω στην άκρη.

Ένα σχόλιο για τη σύγχρονή μας λογοτεχνική πραγματικότητα.


Είναι ευλογία που υπάρχει δημιουργία ιδίως στους χαλεπούς καιρούς. Είναι ευλογία. 
Δεν βλέπεις αυτή τη νεκρική σιωπή καθόλου. Είναι πολύ έντονη η λογοτεχνική δημιουργία.


Aν με μια μηχανή του χρόνου είχατε την δυνατότητα να βρεθείτε σε μια άλλη εποχή, σε ποιά εποχή
 θα θέλατε να πάτε;


Ωραία ερώτηση! Πίσω στην δική μου. Το '60 που ήταν όλη η άνθιση της ποίησης, με
 Σεφέρη, Ελύτη, με όλους αυτούς που πραγματικά ασχολιόταν ο κόσμος όλος. Κάτι που
 γνωρίζω και εκτιμώ.


Τί φοβάστε;


Προσωπικά βέβαια, το γνωστό, τον κ. θάνατο. Γενικά, ότι θα επικρατήσει αυτή η μηχανική υπόσταση, ότι θα κυριαρχήσει απόλυτα το μηχάνημα.


Tί ονειρεύεστε;


Να ζήσω όσο γίνεται και χωρίς να υποφέρω. Θέλω να βλέπω τη φύση, τον ουρανό, όσο
 γίνεται.


Έχετε μετανιώσει για κάτι; Τί δεν θα συγχωρούσατε ποτέ στον εαυτό σας;


Δεν έχω καμία αίσθηση ότι έχω κάνει κάτι κακό. Δεν θα συγχωρούσα ποτέ  -και σ' 
αυτό έχω απόλυτη συνείδηση κάθε φορά- να πω ένα ψέμα. Είτε επειδή μου αρέσει, είτε
 επειδή μού το επέβαλαν, είτε σε δημόσιο, είτε σε ιδιωτικό τομέα. Το μεγάλο μου πιστεύω
 είναι η Αλήθεια. Και νομίζω, ίσως, όταν ήμουνα πολύ νέα, ότι δεν εχω πει κανένα 
ψέμα στη ζωή μου. Δεν μου αρεσει οτιδήποτε περιλαμβάνει το ψέμα, τη στάση, τη
 διαχείριση. Aκόμα και  στο κείμενο, μόνο από το αληθινό βγαίνει το φανταστικό.


Αν ήσασταν χρώμα, τί χρώμα θα ήσασταν;


Mωβ.


Ξέρετε και το γιατί;


Γιατί είναι μια σύνθεση χρωμάτων. Μπλε και κόκκινο μαζί.


Εσείς θα είχατε πιο πολύ κόκκινο ή μπλε;



Kόκκινο, πορφυρό.


Yπάρχει κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνω και δεν σας την έκανα; Aν ναι, πείτε ποιά είναι 
και απαντήστε την κιόλας!


Αντίθετα, πολλές από τις ερωτήσεις που μου κάνατε, δεν περίμενα ότι θα μου τις κάνετε.
 Χάρηκα πολύ. Και ευχαριστώ πάρα πολύ.


Και 'γω σας ευχαριστω!
xirogiannirouk1.jpg 
 
      

    Τρίλιζα

    Τρίλιζα
    Πηγή:http://www.biblionet.gr/book/180565/Συλλογικό_έργο/Τρίλιζα

    Θάνος ΓιαννούδηςΣοφία ΚολοτούρουΑαρών Μνησιβιάδης
    επιμέλεια σειράς: Νέστορας Πουλάκος

    e-book (pdf)
    Vakxikon.gr, 2012
    27 σελ.
    ISBN 978-960-9776-07-3, [Εξαντλημένο]



    To 1991 τρεις, νέοι τότε, ποιητές, ο Ηλίας Λάγιος, ο Διονύσης Καψάλης και ο Γιώργος Κοροπούλης εξέδωσαν τη συλλογή Tριώδιο από τις Εκδόσεις Άγρα. Επρόκειτο για ένα βιβλιαράκι 11 μόλις σελίδων, με ένα ποίημα (μια μπαλάντα) του καθενός. Η κίνησή τους ήταν καθαρά συμβολική, για να δείξουν πως η έμμετρη-ομοιοκατάληκτη ποίηση δεν σταμάτησε ποτέ να γράφεται, παρά την επικράτηση του ελεύθερου στίχου.

    Σήμερα, μετά από είκοσι και πλέον έτη και αφού με την ποιητική ανθολογία Νέοι ήχοι στο Παμπάλαιοι Νερό (ανθολόγοι: Κώστας Κουτσουρέλης και Σοφία Κολοτούρου) αποδείξαμε περίτρανα ότι η έμμετρη ποίηση συνεχίζει και θα συνεχίζει να γράφεται, θελήσαμε να αποτίσουμε φόρο τιμής στους τρεις αυτούς ποιητές, και ειδικότερα στον εκλιπόντα Ηλία Λάγιο.

    Γι' αυτό μαζευτήκαμε και φτιάξαμε μια νέα συλλογή που την ονομάσαμε "Τρίλιζα" και περιέχει τρία ποιήματα από τον καθένα μας (τετράστιχα, σονέτα και μπαλάντες). Η ιδέα της συλλογής γεννήθηκε ένα βράδυ στο διαδίκτυο, εκεί όπου γνωριστήκαμε και οι τρεις μας μέσω της ποίησης και της λαχτάρας μας να διαβάζουμε τους νέους ήχους στο παμπάλαιο νερό. Kαι τι άλλο είναι η ανάγκη μας να γράφουμε και να εκδίδουμε, σε πείσμα των καιρών, παρά ένα πνευματικό διαδίκτυο που μας συνδέει;

    Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τη φίλη Μαρία Τζαμπούρα που με τα σχέδιά της έδωσε χρώμα και μορφή στο εξώφυλλο, όπως και τον Νέστορα Πουλάκο και όλη την ομάδα του Vakxikon.gr που μας έδωσαν την υλικοτεχνική υποδομή για να εκδώσουμε τους στίχους μας σε ένα όμορφο βιβλίο.

    Ελπίζουμε η συλλογή μας να βρει ανταπόκριση και σε άλλα ανήσυχα μυαλά, που θα αγαπήσουν και θα συνεχίσουν το έργο μας κι ελπίζουμε να μην χρειαστούν άλλα είκοσι έτη μέχρι να μας βρει το επόμενο πρωτάκι του ΦΠΨ, με τα δακρυσμένα μάτια, για να μας δώσει τους στίχους του.

    Θάνος Γιαννούδης
    Σοφία Κολοτούρου
    Ααρών Μνησιβιάδης



    Ααρών Μνησιβιάδης - Θάνος Γιαννούδης [Παρουσίαση της Τρίλιζας στο Έναστρον]

    [Γωνιά Των Χαϊκού] Του Μάριο Μπενεντέττι

     
     Αναδημοσίευση:
     
     b1c82fe3f931037a0877f65595942b02
     
     
     
     
     
     
     
    Μην παίρνεις τα ίχνη
    των παλαιών
    ψάξε ό, τι έψαξαν
    Μπασό
     
     
     
     
    1
    αν στο δειλινό
    ο ήλιος ήταν θύμηση
    πια δε θυμάμαι.
     
     
    2
     
    ο θάνατος εισβάλλει
    κάπου κάπου στ’ όνειρο
    και κάνει τους λογαριασμούς του
     
     
    3
     
    τα πόδια της βροχής
    μας επιστρέφουν το κρύο
    της κακομοιριάς
     
     
     
     
     
     
    15067913d13bb9a0c3444cd04f69cb24
     
     
     
     
     
     
    4
     
    μη τυχόν και
    υπάρχουν προφήτες που σωπαίνουν
    την προφητεία τους
     
     
    5
     
    εν τέλει
    ο θάνατος είναι μόνο ένα σύμπτωμα
    πως υπήρξε ζωή
     
     
    6
     
    τα ξερά φύλλα
    είναι σαν τη διαθήκη
    των καστανιών
     
     
     
     
     
     
    558b050bce38b70bd17da2cbf6d07b17
     
     
     
     
     
     
     
    7
     
    η πεταλούδα
    θα θυμάται για πάντα
    πως υπήρξε κάμπια
     
     
    8
     
    οι άνθρωποι μισούν
    καυχιούνται ονειρεύονται μα
    τα πουλιά πετούν
     
     
    9
     
    θα μου άρεσε
    όλα να τα κοιτάζω από μακριά
    αλλά μαζί σου
     
     
     
     
     
     
    1bc449d26333b71e75add1c26624cdcf
     
     
     
     
     
     
     
    10
     
    δεν ξέρω τ’ όνομά σου
    τη ματιά ξέρω μόνο
    που το λες
     
     
    11
     
    κάθε επαρχία
    έχει τους φανατισμούς
    που της αξίζουν
     
     
    12
     
    όταν ο πόνος
    προέρχεται από καθαρότητα
    μπορεί να ’ ναι γλυκός
     
     
     
     
     
    artworks : Miltos Pantelias
     
     
     
     
     
     
     
    tanagra04
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     
     

    Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

    Η επανάσταση της «ανθρωποπρέπειας»



    Γιάννης Κωβαίος
    Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο,
     λαγαρό, ανήλεο.[…]Άλλο αργαστήρι
     να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω.
    ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

       Σε καιρούς «αντιπνευματικούς» και σε εποχές με κατακλυσμιαία τη διάδοση του διαδικτύου, εκδίδονται –με χαρτί και με μελάνι– νέα περιοδικά διανόησης και λόγου! Ο πνευματικός άνθρωπος αντιστέκεται εν έτει 2010 μ.Χ. και μάχεται –ακόμη ή ξανά;– να υποτάξει τον «φυσικό άνθρωπο», σαν εκείνον τον Παπαδιαμάντη στη νεαρή του ηλικία… Συντηρεί δυνάμεις και «επαναστατεί» στο εύκολο, στο πρόχειρο, στο ευτελές, στο ανεύθυνο. Φαίνεται ότι ο Κυριάκος Πλησής δε λάθευε, όταν όριζε τον πνευματικό άνθρωπο ως «ένα αντιφατικό φαινόμενο: ταυτόχρονα συντηρητικό και επαναστάτη».
       Ήδη ο Καζαντζάκης δήλωνε καταστατικά στην «Ασκητική» του ότι «συντηρεί το μυαλό του». Η επανάσταση του Κρητικού εκκολαπτόταν στο «αργαστήρι» που συντηρούσε. Και τι συντηρεί συνήθως κανείς εκεί μέσα, για να κηρύξει μια πνευματική, ηθική, πολιτιστική επανάσταση; Τι συντηρούσαν, για παράδειγμα, ο Ηράκλειτος, ο Αρχίλοχος, ο Αίσωπος, ο Σωκράτης, ο Ευριπίδης, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Πτωχοπρόδρομος, η Υπατία, ο Πλήθων, ο Ανώνυμος Έλλην, ο Ρήγας, ο Σικελιανός, ο Ελύτης, ο Καστοριάδης;
       Τη γλώσσα, πρώτα-πρώτα. Μπορεί κάποιος να ανατρέψει κατεστημένα, έχοντας προηγουμένως ανατρέψει το ισχύον γλωσσικό οικοδόμημα; Ποιος θα αφουγκραστεί και ποιος θα ακολουθήσει; Πώς θα μυηθεί ο ενδιαφερόμενος και πώς θα αναπαραγάγει; Οι «διανοούμενοι» διανοούνται. Δηλαδή, εργάζονται «ν νῷ». Με «έννοιες». Η απόλυτη συντήρηση, έστω αφετηριακά, έστω κι αν επίκεινται –και πώς αλλιώς;– δραματικές ζυμώσεις στο «αργαστήρι», ρηξικέλευθες αναθεωρήσεις εννοιών, ήπιες ή επώδυνες αναψηλαφήσεις ιδεολογημάτων που είχαν στηριχτεί σε στερεότυπους όρους, εισήγηση νεολογισμών, λεξιπλασία. Μη λησμονούμε ότι την κάθετη αντίθεση στην κατάργηση του πολυτονικού προέταξαν ακριβώς ο «παγκόσμιος» νομπελίστας ποιητής μας και ο «οικουμενικός» φιλόσοφός μας, τους οποίους μνημονεύσαμε πιο πάνω. Αντίθεση, ισχυρότερη και από ορισμένων ακαδημαϊκών –συμβεβλημένων με το Δημόσιον και με τα πάντα. Αλλά και ο Σολωμός ελευθερία και γλώσσα έχει μόνες έγνοιες, τη γλώσσα του λαού. Εκτός από τον περίφημο «Διάλογο για τη γλώσσα», γράφει στον Τερτσέτη: «Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια, θα ’θελα όμως όποιος μεταχειρίζεται την κλέφτικη γλώσσα να τη μεταχειρίζεται στην ουσία της κι όχι στη μορφή της».
       Μαζί με το γλωσσικό γενετικό υλικό, κουβαλούν οι στοχαστές, οι ποιητές, οι εικαστικοί, οι μουσουργοί και το ενγένει ύφος και χρώμα του πολιτισμού τους. Θα ήταν και (αδι)ανόητο να κλασαυχενίζονται ότι καθένας τους αποτελεί τον… γενάρχη μιας «νέας», από παρθενογένεση, πολιτιστικής κοσμογονίας, όταν πίσω τους έλκουν μακραίωνη κληρονομιά. Όσο «πρωτοπόρος» κι αν δηλώνει ή πασχίζει να φανεί ο Κινέζος δημιουργός ή όσο μακριά κι αν βρεθεί από την πατρώα γη και κουλτούρα, θα καλλιεργεί σ’ ένα έδαφος αταβισμού, όπως και ο απόγονος των Ίνκας και ο Ρώσος και ο Καταλανός. Ακόμη και η αυτοκρατορία του Χόλιγουντ νιώθει κατά καιρούς να «νοθεύεται» το βιομηχανικό υποπροϊόν της από πινελιές (αλλότριων) πολιτισμών.
       Μα και υγιείς αξίες δε θα χρειαστεί να περισώσει ο πνευματικός άνθρωπος, ιδίως αυτές που κινδυνεύουν, αυτές που παραχαράσσονται ή αυτές που έχουν ήδη σπρωχτεί στο περιθώριο από μηχανισμούς δήθεν νεωτερικότητας και ανανέωσης, γιατί δε βόλευαν; Τι παραγγέλνει και πάλι ο Καζαντζάκης; «Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει». Θα ερανιστεί, λοιπόν, κάποιες σταθερές του κοινωνικοπολιτισμικού του γίγνεσθαι και θα τις «αναθερμάνει», θα τις «επιδιορθώσει» ή θα τις «φρεσκάρει» –θα τις επικαιροποιήσει, κατά το σήμερα λεγόμενον.
       Εξ επαγγέλματος, επομένως, συντηρητικός ο διανοούμενος όσο και ο συντηρητής έργων τέχνης, θα εγκύψει και στη σοφία του λαού του. Λόγια και λαϊκή. Θα φωτοσυνθέσει με το έργο του ιδέες δημιουργών που τον ενέπνευσαν, που τον αγγίζουν πάντα και που, ενδεχομένως, «ενέχονται» στην ενασχόλησή του με το πνευματικό άθλημα. Θα ανασύρει, όμως, και από το σεντούκι σκέψεις απεσταγμένες, έθη, δοξασίες, παραμύθια, ευχές και κατάρες. Θα τα χνωτίσει και θα τα γυαλίσει, για να κρατήσουν ή να ξαναβρούν τη λάμψη τους, αφού αρκετά από αυτά τα αισθάνεται έρμα αναγκαίο για τον δικό του πλου.
       Θα αναδιφήσει, τέλος, την αδογμάτιστη, ενίοτε και την «πειραγμένη», Ιστορία –ακόμη και τη Μυθολογία– του τόπου του, ώστε να προσποριστεί υλικό, να διαχειριστεί κοινούς παρονομαστές με το κοινό στο οποίο απευθύνεται  –κωπηλατώντας μες στο συλλογικό ασυνείδητο και αναδεύοντας κυτταρικές μνήμες πολλών γενεών–, να υψώσει ιστορικά πρόσωπα, τόπους και γεγονότα σε σύμβολα. Όσο λειτουργούν οι «Θερμοπύλες», η «Ιθάκη» και ο «Αντώνιος» για το κοινό του Καβάφη ή η «πριγκίπισσα της Ελίσσα, η διωγμένη από τη Φούτα», για το κοινό του Λεοπόλντ Σεγκόρ από τη Σενεγάλη άλλο τόσο το πετυχαίνει και ο (συγκεκριμένος του Εγγονόπουλου) «Μπολιβάρ» από την άλλη άκρη του κόσμου, αφού «είναι ωραίος σαν Έλληνας» και, όταν μιλάει, «τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά»... Εννοείται ότι πλείστες τέτοιες αναφορές βρίσκουν ακολούθως –ακριβώς μέσω του πνευματικού βαπτίσματός τους– απήχηση και σε παγκόσμια και διαχρονική κλίμακα, αλλά αυτό θα το χρεώσουμε πιο κάτω στον «επαναστάτη» μας.
       Ωστόσο, πνευματικό δημιουργό που απλώς συντηρεί, γιατί να τον πούμε «δημιουργό» και γιατί να τον πούμε «πνευματικό»; Αν δεν το προχωρήσει όλο αυτό που παρέλαβε πιο πέρα και, έστω κατά την κρίση του, πιο εποικοδομητικά, τότε τι δημιουργεί, τι τίκτει, τι απόγονο αφήνει, ώστε να του παραδώσει την εντολή; Και προς τι ο επιθετικός προσδιορισμός, αν συντηρεί όπως ο κρεοπώλης τα προϊόντα του ή ο φιλοτελιστής τη συλλογή του; Ας τον ονομάσουμε «ταμία», «αρχειοφύλακα» ή «σκευοφύλακα», ίσως «θησαυροφύλακα» αν το αξίζει, αλλά το «πνευματικός δημιουργός» θα συνιστά αντιποίηση ρόλου.
       Πρόκειται για αδήριτα και κατ’ εξοχήν «αντιφατικό φαινόμενο», όπως τον προσδιόριζε ο Πλησής, γιατί συνυφασμένο με το «υπήνεμο» έργο του συντηρητή ανακύπτει και το «μένος» του επαναστάτη! Το «μένος» προέρχεται κατά το λεξικό από «ευρείας διαδόσεως ρίζα men- (σκέπτομαι), που αφορά σε πνευματικές δραστηριότητες». Ομόρριζές του η μνήμη, το μανθάνω, ο μάντις και, φυσικά, η μανία. Θυμόμαστε ότι στο «αργαστήρι» του ο αρχικά εργοδότης (και τελικά… εργάτης) του Ζορμπά συντηρεί το πνέμα του «ακοίμητο, λαγαρό και ανήλεο»; Μένος δεν αποπνέει το ανήλεο; Μανία δε σημαίνει η «ιερή μεγάλη τρέλα» που επικαλείται ο Σικελιανός, για να «χυθεί από τον Όλυμπο ή από τα Τάρταρα» και να τον κυριέψει;
       Ο περί ου ο λόγος γρηγορεί! Ξαγρυπνά σε επάλξεις και πιέζει και την ομήγυρη να αφυπνίζεται. Οι Στοχασμοί του Σολωμού, δηλαδή οι οδηγίες προς τον εαυτό του για τη σύνθεση των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», αποτελούν μανιφέστο βαθύτατης πνευματικότητας και, κάλλιστα, παγκόσμιου βεληνεκούς. Δηλαδή, ύψιστης ετοιμότητας παντού και πάντοτε! Τα «Γράμματα», φερ’ ειπείν, του Ρίλκε όχι απλώς ωχριούν, αλλά δεν τίθενται καν προς σύγκριση.
       Καθώς φρουρεί, διαβλέπει κιόλας. Δίχως διορατικότητα δε φυλάγονται μετερίζια. Ο κοντόφθαλμος δε θα μπορέσει καν να αμυνθεί, πόσο μάλλον να εκκινήσει ποτέ την επανάσταση. Κι αν το κάνει, θα την οδηγήσει σε αδιέξοδο –είτε στη γραφικότητα της αποκοτιάς είτε στην τύφλωση και τη βαρβαρότητα της αδαημοσύνης. Έτσι οδήγησαν στη λαιμητόμο την Ιωάννα Ρολλάν, την αυθεντική διανοούμενη της Γαλλικής Επανάστασης, όλα εκείνα τα σαπρόφυτα που επικράτησαν στο τέλος, έτσι έκλεισαν το στόμα του Μαρά και τόσων άλλων σκεπτόμενων αγωνιστών.
       Προφανώς, ούτε συμβιβάζεται ο αληθινός λόγιος. Αποτάσσεται τον «σατανά», είτε κερασφόρο, είτε ρασοφόρο, είτε από τους «Άλλους», είτε από τους «συντρόφους». Και δεν εξαργυρώνει τον διανοητικό του αγώνα με θεσούλες, με βραβεύσεις, με οβολούς, με την ίδια τη ζωή του, αν απαιτηθεί. Ελάχιστοι γνωρίζουν, ας πούμε, πως ο μυθοπλάστης Αίσωπος απέδειξε, όσο λίγοι ανά τους αιώνες, την τόλμη και την παρρησία της απροσκύνητης διανόησης, κατηγορώντας τους ιερείς των Δελφών ως θεομπαίχτες, που πλουτίζουν απ’ την αφέλεια του κοσμάκη, για να βρει από τη μήνη τους φριχτό θάνατο. Αντίθετα, οι πάντες τιμούν αδικαιολόγητα τον Γαλιλαίο για το «κι όμως, κινείται», που απλώς θρυλείται ότι ψιθύρισε βγαίνοντας από την Ιερά Εξέταση. Ενώπιόν της, όμως, απαρνήθηκε την απαράμιλλη επιστημοσύνη του, για να σώσει το σαρκίο του… Ο επαναστάτης δε συναλλάσσεται, δεν τακτοποιείται, δεν καταντάει ακόμη και φερέφωνο. Ο Έσρα Πάουντ, υποθέτω, θα προσδοκούσε μια δεύτερη ζωή, για να απαθανατιστεί ίσως και σαν το άλογο της «Γκερνίκα» ή σαν χαμόκλαρο στο χαντάκι όπου πέταξαν το κουφάρι του Λόρκα, παρά να αφήσει τέτοια σπιλωμένη υστεροφημία. 
       Ο ασυμβίβαστος, μάλιστα, βοηθά και τους εκ φύσεως ψοφοδεείς και εκείνους τους κατ’ έθος «ουδέτερους», να ανακτήσουν ίχνη αξιοπρέπειας (ας επιτραπεί και σε μας η λεξιπλασία, αλλά «ανθρωποπρέπειας» θα ήταν πιο πλήρες). Τουλάχιστον, να έχουν μέτρο σύγκρισης, για να μη στρουθοκαμηλίζουν σαν τους Αθηναίους, που ξεφορτώθηκαν τον Σωκράτη σε καιρό δημοκρατίας και μετά από Σικελικές πανωλεθρίες και μετά από Τριάκοντα. Συντρέχει, όμως, και τους ίδιους τους εξουσιαστές! Ο Όμηρος κιόλας (με το στόμα του Θερσίτη), ο Δημοσθένης, ο Κικέρων, ο Λούθηρος, ο Τζορντάνο Μπρούνο, ο Ρήγας, ο Γκάντι, ο Μαρξ, η Λούξεμπουργκ, ο Λούθερ Κινγκ, ο Χάινριχ Μπελ, ο Όργουελ, ο Σολζενίτσιν, ο Δαλάι Λάμα, ναι και ο Πτωχοπρόδρομος (!), είτε γιατί διεγείρουν στον όποιο ισχυρό το φόβο μαζικής αφύπνισης είτε γιατί τον οδηγούν να αφουγκραστεί απευθείας –θέλοντας και μη– τα εμπνευσμένα μηνύματα και τα επιχειρήματά τους, του προσφέρουν «υπηρεσίες». Εξηγεί ο Φ. Κ. Βώρος: «Ο κριτικός στοχαστής διώκει την πλάνη, κατανοεί όμως και συγχωρεί και… αγαπάει τον πλανώμενο». Τόσο τον αδαή απ’ τον όχλο όσο –εξ αντανακλάσεως έστω–  και τον ίδιο τον βιαστή του όχλου. Τι «κερδίζει», λοιπόν, αυτός ο δεύτερος; Δύο ξεκάθαρες επιλογές: Ή τη βλακώδη, να γίνει αυταρχικότερος, οπότε θα πέσει και η τελευταία μάσκα του και μαζί ο ίδιος. Ή την έξυπνη, να αποκομίσει σοφία από τον αγωνιστή και να βελτιώσει, επιτέλους, τον βίο και την πολιτεία του, επ’ ωφελεία όλων. Το είχε συνειδητοποιήσει και το εξομολογούνταν –αντιστρόφως αυτός, σαν την πράξη επαλήθευσης– ο Βάτσλαβ Χάβελ, όταν έπαψε να είναι συγγραφέας και μπροστάρης στην ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος και ανέλαβε Πρόεδρος της Τσεχίας: «Η εξουσία διαφθείρει».
       Πέρα, πάντως, από αυτές τις «ηρωικές» εκφάνσεις του ανατρεπτικού ρόλου του, ο έντιμος πνευματικός δημιουργός –ήτοι ο «παιδαγωγός» του κοινού του και όχι ο μεταπράτης, ο εξώνητος, ούτε ο οιηματίας που «πουλάει πόζα»– μην ξεχάσουμε ότι αποβαίνει, ούτως ή άλλως, δημιουργός. Παράγει κουλτούρα. Ανοίγει δρόμους στις τεχνοτροπίες και στις τεχνικές της Μούσας την οποία θεραπεύει. Ασκεί γόνιμη κριτική στο παρελθόν, ώστε να φωτίσει πιο ουσιαστικά το παρόν και το μέλλον. Ανανεώνει, όπως προείπαμε και όπου απαιτείται, έννοιες, ιδέες, αξίες, προσωπικά και συλλογικά πρότυπα. Διδάσκει και νέες (ή αρχέγονες λησμονημένες!) ανάγκες για τον άνθρωπο, που έχει βαλτώσει μέσα σε άπειρες ψευδοανάγκες που του επέβαλαν. Οικοδομεί και «γέφυρες» με άλλους λαούς και πολιτισμούς μισώντας τη μισαλλοδοξία, πολεμώντας τον πόλεμο, προσδοκίες που πάψαμε προ πολλού να στηρίζουμε στην πολιτική, στη διπλωματία ή –φευ– στις εκκλησίες, στον αθλητισμό, ακόμη και σε αρκετούς «δούρειους ίππους» των ημερών μας, θέλω να πω σε ορισμένες «μη κυβερνητικές», λεγόμενες, οργανώσεις…
        Τούτο, λοιπόν, το «αντιφατικό φαινόμενο» ευτυχώς ενδημεί ακόμη ανάμεσά μας. Από τον Αρχίλοχο, που τραγούδησε ότι έγινε ρίψασπις σε κατακτητικό πόλεμο του νησιού του, ως τον Σαμ Χάμιλ, τον ποιητή και εκδότη από τις Ηνωμένες Πολιτείες (!) που συγκέντρωσε τα 7500 αντιπολεμικά ποιήματα κατά την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, και ως τους κρατούμενους ποιητές του Γκουαντάναμο. Το πρόβλεπε, άλλωστε, και ο Εντγκάρ Μορέν: «Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα εξεγερθεί ενάντια στην πεζότητα του σύγχρονου κόσμου. Και θα ανακαλύψει ότι ακόμη και η πολιτική έχει ανάγκη από ποίηση». Συντήρηση δυνάμεων, επομένως, για να συντηρούμε και την επανάσταση της «ανθρωποπρέπειας»!  Με τα «επαναστατικά» μοντέλα ipod και τις «επαναστατικές» λύσεις για τη φαλάκρα, που μας επιτίθενται από παντού, άλλο «αργαστήρι» να παράγουμε επανάσταση έχουμε πια;

    ΓΙΑΝΝΗΣ Β. ΚΩΒΑΙΟΣ
    περιοδ. ΗΝΙΟΧΕΙΝ,
    τχ. 1, Ιούνιος 2010