Πηγή:
Μικρός που πέθανε στ'αστεία
Φύγε τώρα κομμωτή κομητών!
Χόρτα στον άνεμο και τα μαλλιά σου.
Φωσφορισμούς θ'αφήνουν τα βαθιά σου
άδεια μάτια, φωλιές των ερπετών.
Δοξάρια σιωπηλά τα κόκαλά σου.
Τον βαρύ πια μην κάνεις. Των ποιητών
τα φέρετρα παιχνιδάκια, στοχάσου,
είναι κι αθύρματα νεκροθαπτών.
Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!
Τριστάν Κορμπιέρ (μετάφραση Κ.Γ. Καρυωτάκης)
Ν' ΕST - IL UNE CHOSE... (Francis Viele - Griffin)
Του κόσμου πια δεν είναι ουτ’ ένα
πράγμα σ' εμάς αγαπητό
– ένα τραγούδι, μια παρθένα,
ένα βιβλίο, ένα φυτό –
ιερό δεν είναι σε μιαν άκρη,
κάτου απ' την όψη τ' ουρανού
– ένα χαμόγελο, ένα δάκρυ,
μια γλυκιά θύμηση του νου –
δεν είναι γύρω ούτ’ ένα πάθος,
υπέρτερο, θριαμβευτικό
– μια δόξα, ή ένα ωραίο λάθος,
ή ένα μεγάλο μυστικό –
α! που οι ψυχές να το αγαπάνε
και να γελούν εδώ στη γης,
που να το βλέπουμε και να 'ναι
δικαιολογία της ζωής;
ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)
– Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή.
Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί;
– Σπάνια η πρόταση, ορισμένως.
– Ωραίο το σπάνιο. Λοιπόν εμπρός.
Ο τόπος θαυμάσιος και ο καιρός.
– Χι! χι! χι! Απογοητευμένος!
– Ίσως. Αλλά προπάντων εραστής
άψογος. Ανέκαθεν ιδεαλιστής.
Να πεθάνουμε τώρα ελάτε.
– Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ,
παρά όσο κάνετε τον τρυφερό.
Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε.
Έτσι το βράδυ κείνο απάνω στη
χλόη, και στ’ άνθη απάνω καθιστοί,
δυο περίεργοι ερωτευμένοι
αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό
θάνατο, κι απομείνανε γι' αυτό
– χι! χι! χι! -- καταγοητευμένοι.
SIE LIEBTEN SICH BEIDE... (Heinrich Heine)
Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε,
μα δίχως γι' αυτό να μιλήσουν.
Με μίσος αλλάζανε βλέμματα,
κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν.
Εχώρισαν έπειτα, φύγανε
μες στ' όνειρο μόνο ειδώθηκαν.
Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν:
εμίσησαν, ή αγαπηθήκαν;
ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)
Όταν πια θα ‘μαι κουρασμένη
εδώ να ζω μόνη και ξένη
χρόνους αβίωτους,
θα πάω να δω τη χώρα που' ναι
οι ποιητές και καρτερούνε
με το βιβλίο τους.
Fancois Villon, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλλοι
ετραγουδούσες,
πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει,
όταν σε πρόσμενε η αγχόνη
κι έκλαιαν οι Μούσες!
Τάχα τρεκλίζοντας ακόμα,
Βερλαίν, κρατάς αυλό στο στόμα,
δεύτερος Παν,
πάντα είσαι άοπλος και θείος εσύ,
μεθώντας με οίστρο, με κρασί,
pauvre Lelian;
Και τέτοιο αν είχες ριζικό,
που άλλο δεν είναι πιο φριχτό,
Ερίκε Χάινε,
ούτ’ έτσι ωραίο σαν το δικό σου,
στα χέρια μου το μέτωπο σου
γείρε και πράυνε.
Εμένα διάβηκε η ζωή
όλη ένα δάκρυ, απ’ το πρωί
έως την εσπέρα.
Κι άλλο πια τώρα δε μου μένει,
παρά, θεοί μου αγαπημένοι,
να ‘ρθω εκεί πέρα.
«MAMAN!...JE VOUDRAIS...» (Paul - jean Toulet)
– Να πεθάνω, θέλω τώρα, Χριστέ μου,
εψιθύρισε τρυφερά.
– Να πεθάνει κανείς από χαρά,
κυρία, δεν άκουσα ποτέ μου.
– Αλλ' εκείνη, καθώς, άξαφνα ορθή
χάμου τον κορσέ της επατεί:
– Ήταν όνειρο, λέει, και φρεναπάτη.
Α, πώς είχατε γυμνωθεί!
ΙΝFINI, FAIS QUE JE T' OUBLIE... (Paul - jean Toulet)
Για να ξεχάσω το άπειρο,
τώρα θ' αναπολώ
τη χρυσή μέθη του έαρος,
το κύμα το απαλό,
κι εκείνη που εβημάτιζε
σε πάρκα ερημικά,
αγάπη, ω φύλλα κίτρινα,
ω ρόδα νεκρικά.
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! (Andre - Spire)
Ο πατέρας μου ήξερε λατινικά,
η μητέρα μου έπαιζε πιάνο
κι επήγαινε σ’ επισκέψεις.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,
καταλαβαίνεις;
Είχα ένα παιδαγωγό,
ένα άλογο,
ένα τουφέκι,
υπηρέτες και ιπποκόμο.
Καταλαβαίνεις;
Αγαπούσαμε πολύ τα δάκρυα,
την αγάπη, τους νικημένους,
τον ουρανό και τους διαβάτες...
Ας ανάψουμε τη φωτιά μας,
ας τινάξουμε τα βιβλία μας,
ας βουρτσίσουμε τα ρούχα μας,
ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας.
Ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας,
κι ας πλύνουμε τα πιάτα.
Καταλαβαίνεις, μικρούλα μου,
καταλαβαίνεις;
ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ
(Laurent Tailhade)
Κυριακή. Σ’ ένα βαπόρι
στριμώχτηκαν μπουρζουάδες.
Ξεφωνίζει κάθε αγόρι,
ξεμυξίζουν οι μάμαδες.
Τα σκυλιά δε λογιαράζουν
ο Σηκουάνας πόχει πνίξει,
δε φοβούνται, διασκεδάζουν
την ευγενική τους πλήξη.
«Ω, τι ζέστη, Θεέ μου, βράζει!»
βεβαιώνουν οι κυρίες,
κι επιπόλαιες κι γελοίες,
ξεκουμπώνοντας με νάζι
τα χυδαία ντεκολτέ τους,
διευκολύνουν τους εμέτους.
LES MORTS M' ECOUTENT... (Jean Moreas)
Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ’ ακούνε,
εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
οι ανίδεοι και οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε
οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.
Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει,
τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια!
Αρκεί μόνο που όσες φορές το χέριμου σε αδράζει,
ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ω λύρα μου απολλώνια.
Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS... (Jean Moreas)
Εσύ που μόνη από ψηλά, δεσπόζοντας τα πάθη,
λάμπεις και με φυλάσσεις,
όπως ο έναστρος ουρανός βέλη ρίχνει στα βάθη
νυχτερινής θαλάσσης,
ω θεσπεσία ποίησις, με κάποιο αιθέριο ντύμα
τύλιξε την καρδιά μου,
να γίνω τώρα ο άνεμος, το νερό και το κλήμα,
ο άγριος κρίνος της άμμου.
Να μεγαλώνω πάντοτε, στα πόδια μου να νοιώσω
ό,τι λατρεύουν οι άλλοι,
να μεγαλώνω σαν το δρυ, κι έπειτα να τελειώσω
σα μια φωτιά μεγάλη.
TU SOUFFRES TOUS LES MAUX... (Jean Moreas)
Η μοίρα σου πάντα σκληρή, μα εσύ τη δυστυχία
περιφρονείς, αναγελάς,
μέσα στη θύελλα τέρπεσαι, μέσα στην τρικυμία
τη λύρα κρούεις, αντιπερνάς.
Ποιητή, οι άνθρωποι θα ’λεγαν πως είναι οι στίχοι σου ένα
παιχνίδι μάταιο, παιδικό.
Μην το πιστεύεις. Έχουνε ο Απόλλωνας για σένα
κι οι Μούσες έπαθλο ιερό.
Άφησε να γεννιούνται αυτού κοίταξε εκεί να σβήνουν
οι ενάρετοι και οι πονηροί,
αφού όλα γύρω γίνονται μονάχα για να δίνουν
στα ποιήματα σου μια αφορμή!
AINSI J' AI DANS MA BELLE PIPE... (Francis Carco)
Στην ωραία, φαρμακερή μου πίπα εφούμαρα
τις τελευταίες αναμνήσεις μου. Χαρτιά
έβαλα για προσάναμμα στη φωτιά,
στίχους, χειρόφραφα, βιβλία με φούμαρα.
Νεκρός, θα 'μαι σαν άθλιο καταστάλαγμα
στη μνήμη φίλων, συμποσιαστών.
Μα θα 'χω λησμονήσει τα πλήθη των αστών,
τη δόξα, το χρήμα και το συνάλλαγμα.
ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)
Περνούσε η ζωή μου, γλέντι αληθινό,
δίχως μετάνοια μήτε χαλινό,
κι επήγαινα παιχνίδι κάθε ανέμου.
Τώρα παραξενεύομαι γιατί
ο θάνατος να με συλλογιστεί,
που δεν τον συλλογίστηκα ποτέ μου.
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)
Πέστε μου που, σε ποιο μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα, κι ύστερα η Θαΐς,
η εξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφία τους δε έδυσεν ακόμη.
Μα πού 'ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Πού ‘ναι η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρο Αμπαγιάρ. Άλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δεν θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκανε τη σκέψη
κι έρηξε στο Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκά ακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρική, η Αρεμβουργίς
του Μαιν, η Σπαρτιάτισσα η Ελένη,
κι η καλή Ιωάννα από την Λορραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνηση τους ζωηρή απομένει.
Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Πρίγκιψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)
Αφού κι η τελευταία εχάθη μάχη,
τρεις ιππείς επιστέφουμε μονάχοι.
Από βαθιές πληγές το αίμα ρέει
ζεστό, τ' άλογο σκύβει να το εισπνεύει.
Από τη σάλα το αίμα τ’ αναβάτου,
κι από τους χαλινούς, έφτασε κάτου.
Αγάλι αγάλι τ’ άλογο πηγαίνει,
αλλά το αίμα τρέχει και πληθαίνει.
Οι τρεις ιππείς πηγαίνουν πλάι πλάι,
ο ένας στον άλλο γέρνει κι ακουμπάει.
Στο πρόσωπο βλέπουν ο ένας τον άλλο,
και λένε μ’ αναστεναγμό μεγάλο:
– Από μια κόρη τρυφερά αγαπούμαι,
γι' αυτό τώρα πεθαίνοντας λυπούμαι.
– Έχω χτήματα πολλά, σπίτια, δάση,
κι η νύχτα έτσι νωρίς θα με σκεπάσει.
– Δεν έχω πάρεξ το θεό του κόσμου,
μα πόσο με φοβίζει ο θάνατός μου!
Και καθώς με τ’ άλογα προχωρούνε,
τρία κοράκια γύρω τους πετούνε.
Τους μοιράζονται, κρώζοντας καθένα:
Δικοί σας οι δυο, κι ο τρίτος εμένα.
SPLEEN (Charles Baudelaire)
Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ’ όσες μπαλάντες απαγγέλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν’ έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.
ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ' ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)
Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!
Χόρτα στον άνεμο και τα μαλλιά σου.
Φωσφωρισμούς θ’ αφήνουν τα βαθιά σου
άδεια μάτια, φωλιές των ερπετών.
Κρίνοι, μυοσωτίδες, άνθη των
τάφων, θα γίνουνε μειδίαμα σου.
Φύγε τώρα, κομμωτή κομμητών!
Δοξάρια σιωπηλά τα κόκαλά σου.
Το βαρύ πια μην κάνεις. Των ποιητών
τα φέρετρα παιχνιδάκια, στοχάσου,
είναι κι αθύρματα νεκροθαπτών.
Φύγε τώρα, κομμωτή κομμητών!
ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ... (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)
Τώρα ανοιξιάτικο καθώς
ανάβρυσες απ' την καρδιά μου,
πέτα, τραγούδι μου, στο φως,
πέτα τριγύρω και μακριά μου.
Ως τη χαρά της εξοχής
την ηχηρή χαρά σου φέρε,
κι ένα τριαντάφυλλο αν ιδείς,
πες του από μέρος μου το χαίρε.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral, από γαλλική μετάφραση)
Λέει: Σ’ αγαπώ· δεν τρώω, δεν πίνω...
Μιρέγια, ιδέ το χόρτο εκείνο
που το ζυγώνουν τα κύματα τώρα.
Φυτρώνει στα ρηχά νερά,
δυο μόνο ανθάκια έχει μικρά
κι είναι, Μιρέγια, μια χαρά.
Όμως αν έρθει της αγάπης η ώρα,
το ένα το λούλουδο μονάχο
θα πάει κοντά σε κάποιο βράχο
τα πέταλα στον ήλιο για ν' απλώσει.
Και βλέποντας το έτσι λαμπρό,
τ' άλλο λουλούδι ερωτικό
κάνει ν' ανέβει απ' το βυθό,
ένα φιλί στο ταίρι του να δώσει.
Πάνου στο βράχο για να φτάσει
και στην αγάπη, ώσπου να σπάσει
το τρυφερό κλωνάρι του τεντώνει,
κι όταν ελεύτερο βρεθεί,
νεκρό κι ωραίο θε να συρθεί,
τ' άλλο για να ‘βρει. Ένα φιλί,
Μιρέγια, κι ας πεθάνω! Είμαστε μόνοι.
ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)
Σα γένια κρέμεται ο κισσός, μια πεύκη το σκεπάζει
σαν την καρδιά σου αιώνια νέα, αιώνια δυνατή,
άνεμοι ας τη ρημάζουνε και πόνοι και υετοί.
Φαίνεται ο τοίχος της αυλής χρυσός από τα βρύα,
στον κήπο χλόη ψηλώνει, ανθεί μια δάφνη, μια γαζία,
κι είναι το σπίτι ένα φτωχό πάτωμα μοναχά.
Πρώτη φορά την άνοιγα, θυμάμαι, και ακροαζόμουν
σάμπως πουλιού κελάηδημα την πόρτα σου να ηχά.
Ω Jammes, πριν από πολύν καιρό κοντά σου ερχόμουν,
μα σ' ήβρα καθώς σ' έβλεπα πάντα στα ονείρατά μου.
Ρεύανε, σβήνανε τα δυο σκυλιά πεσμένα χάμου,
και πάνου απ’ το χαμόγελο το μελαγχολικό
σαν κίσσα το καπέλο σου ήταν μαύρο και λευκό.
Έβλεπε το παράθυρο στοχαστικά το Μάη
να τες οι πίπες σου, και μια βιτρίνα αντανακλάει
μες στα βιβλία των ποιητών τον κάμπο που γελάει.
Φίλε, σαν εγεννήθηκαν, οι στίχοι θα γεράσουν,
εκεί που εκλάψαμε θα ‘ρθουν άνθρωποι να γελάσουν.
Όμως κανείς από τους δυο μη λησμονεί
μια μέραν όμορφη, γλυκιά σαν φθινοπωρινή,
τη μέρα όπου εδώκαμε τα χέρια στη φιλία.
Μελισσουργούς ακούγαμεν να κελαδάνε θεία,
καμπάνες να βουίζουνε, τ' αμάξια να περνούνε...
Ήταν Βαΐων Κυριακή όλη μελαγχολία.
Εσύ, συντρίμμι από έρωτα, καθώς καλάμι που 'ναι
στο κύμα μέσα ολόγερτο και κλαίει αγαλινά,
εγώ, διψώντας να χαθώ σε πελαα μακρινά,
εκεί που δίχως τον πιλότο βάρκες τριγυρνούνε.
Με σκέψεις διαφορετικές όμοια συγκινημένοι,
το γκρίζο νιώθαμε ουρανό πάνω μας να βαραίνει.
Α, θα ‘ρθω, θα 'ρθω σπίτι σου πάλι να κοιμηθώ;
α, θα 'ρθω ενώ τα βλέφαρά μου θα φιλεί τ' αγέρι,
να περιμένω στα σκαλιά πάλι το πρώτο αστέρι;
και πάλι θα ‘ρθω, γέρνοντας σα μύρο να αιστανθώ
να πνέει από ένα κίτρινο σωρό παλιών γραμμάτων
τον έρωτα που σώζεται στην τέφρα των πραγμάτων;
Είναι το παραθύρι σου κορνίζα που κρατεί
βίλες, χωράφια, χιόνια, τον ορίζοντα πλατύ.
Στον κήπο ποιήματα σιγά διαβάζεις κάθε Μάη
και το γαλάζιο τ' ουρανού στην υδροχοή κυλάει.
Φίλε μου, το σπίτι αρμονικό, θα ξανάρθω ποτές;
Αύριον, οϊμέ! Καλύτερα να λέει κανείς για χτες.
Δίχως πατρίδα μια ψυχή βαθιά μου όλο πεθαίνει.
Απόψε, μιαν απ’ τις φρικτά που υπόφερα βραδιές,
ενώ του ήλιου που χάνονταν η δόξα ήταν χυμένη
στη θάλασσα, τον ουρανό και στην ακρογιαλιά,
κι ενώ οι αφροί μού πλένανε, οι άνεμοι, τα μαλλιά,
σαν το χαλίκι μ' έσερνε του ονείρου μου η ορμή,
επήγαινα, τα κύματα με φώναζαν, φωνή
απόμακρου, παράξενου, λησμονημένου τόπου,
και με πετράδι εχάραζα, λαμπρό σα φως ηλίου,
φλεβάτο καθώς χέρι, την ημέρα εκείνην όπου
πέρασα το κατώφλι σου, παιδί του Βιργιλίου.
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)
Ένα ποιηματάκι! Πες μου, πώς μπορεί
τόσον η καρδιά μας ναν το λαχταρεί;
Σ' ένα τραγούδι μέσα τι θα λάχει;
Τίποτε. Δυο λέξεις μόνο ρυθμικές,
μόνο δύο ριμούλες ταιριαστές, γλυκές,
και μια ψυχή ακέρια εντός του θα ‘χει.
ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)
Στο Fred. Despax
Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι ναν τη σκέπει,
στο δρόμο εκεί να ορθώνεται, στο φως,
μια προτομή μαρμάρινη. Τ’ αδέρφι μου τη βλέπει
διαβαίνοντας και μουρμουρίζει: «Αυτός».
Θα ‘χεις πολύ, αδερφέ αγαπήσει μόλους και νησιά,
τη θάλασσα περσότερο, τ' αγέρι·
εγώ τα ωραία τραγούδια, τα βιβλία, τη μοναξιά.
Μα θα 'χουμε και οι δύο τόσο υποφέρει!
(Από το γαλλικό του Georges Rodenbach)
Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.
Αχ! πάει κι αυτή που μ’ έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ' όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να ‘ρθουν αύριο
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να ‘ρθουν αύριον άλλοι.
Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ’ εκείνον που 'χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!
Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα ‘λεγε κανείς πως φυλλοροώ...
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε – για θάνατο νυστάζω!
Κ. Καρυωτάκης, ποιήματα, εκδόσεις Γ. Οικονόμου, Αθήνα, χχ, σ. 159-188
Ακόμα: διδακτορική διατριβή της Βάσως Τοκατλίδου με θέμα «Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη: Ένταξή τους στο ποιητικό πρωτότυπο έργο των συλλογών του», η οποία υποβλήθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. το 1978.