Αναδημοσίευση:
Κώστας Χατζηαντωνίου
Ένα από τα πιο κρίσιμα προβλήματα της επιστημονικής συζήτησης και μοιραία και της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης, είναι η πλήρης σχεδόν έλλειψη κοινής παραδοχής κριτηρίων και κοινών αναφορών ως προς τους βασικούς τουλάχιστον όρους και τις θεμελιώδεις έννοιες της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Η σύγχυση αυτή αφενός γεννά μια σειρά από παθογένειες και αφετέρου επιτείνει μιαν αδιέξοδη διαμάχη που μόνο τις ιδεοληψίες, τον φανατισμό και τον σκοταδισμό εξυπηρετεί.
Θα αποπειραθούμε με κάποιες προτάσεις να συμβάλουμε σε μια πρώτη αποσαφήνιση ώστε τουλάχιστον να μπορούμε να συζητούμε επί του πεδίου του πραγματικού. Με όρους επιστημονικούς αυτό που Είναι ο άνθρωπος καθολικά, στην ουσία του -πριν από την ατομική, την εθνική ή την κοινωνική του διαφοροποίηση- δεν μπορεί να προσδιοριστεί έξω από τα όρια του χρόνου. Υπάρχει βέβαια πλήθος από ουσιοκρατικές θεωρίες που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν ότι η ύπαρξη δεν προκαθορίζεται, δεν είναι συνέπεια και αιτιατό μιας κοινής ουσίας. Εν ζωή το γεγονός της ύπαρξης το γνωρίζουμε ως διαφορά. Υπάρχουμε δηλαδή όχι αφηρημένα ή διά ενσαρκώσεως (όπως θέλει η ιδεοκρατία) ούτε ως τυχαία όντα (όπως θέλει ο υλισμός) αλλά ως μοναδικά πρόσωπα, σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Το υπάρχειν δηλαδή δεν είναι αόριστο, σε κενό χώρου και χρόνου γεγονός αλλά φανερώνεται μόνον ως ενθάδε υπάρχειν.
Δεν επιλέγουμε εμείς ούτε το περιβάλλον, ούτε τους γεννήτορές μας ούτε τις ιστορικές συνθήκες της ύπαρξής μας. Η ιστορικότητα είναι η θεμελιώδης ιδιότητα λοιπόν του ενθάδε υπάρχειν. Δε νοείται άνθρωπος χωρίς την αισθητή του διάσταση. Γεννιόμαστε μονάχα μία φορά και υπάρχουμε Εδώ και Τώρα. Γεωγραφικοί- φυλετικοί παράγοντες μας σημαδεύουν πριν γεννηθούμε, πολιτιστικοί μας ανατρέφουν, κοινωνικοί μας σφραγίζουν. Βέβαια το Πνεύμα, η βούληση της ελευθερίας, επικαθορίζει κάθε προϋπόθεση. Η γη και η ιστορία όμως δεν αποτελούν τυχαίες ιδιότητες αλλά υποστασιακά στοιχεία μας.
Για τον τρόπο που τα στοιχεία αυτά διαμόρφωσαν τις συλλογικές ταυτότητες, η ιστορία, η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία δεν έχουν καταλήξει σε κοινές παραδοχές. Συνέπεια, το φαινόμενο του έθνους στο οποίο αποκρυσταλλώθηκε τους τελευταίους αιώνες σε όλο τον κόσμο η αρχέγονη τάση του ανθρώπου να συγκροτεί συλλογικές ταυτότητες, ερμηνεύεται συχνά με αυθαίρετο (υποκειμενικό, φαντασιακό, φυλετικό ή εννοιοκρατικό) τρόπο, έξω από το ιστορικό και κοινωνικό έδαφος που γέννησαν αυτό το φαινόμενο. Έδαφος που δεν είναι το ίδιο για κάθε λαό, ούτε ως προς τον χρόνο ούτε ως προς τον τρόπο της εμφάνισής του.
Η μεγαλύτερη και συνηθέστερη σύγχυση είναι αυτή που αφορά τη σύγχυση του εθνικού με το φυλετικό φαινόμενο. Πρόκειται για σύγχυση που προβάλλεται όχι μόνο από τους φυλετιστές που αγνοούν την Ιστορία αλλά και από υποτιθέμενους αντι- ρατσιστές που αναπαράγουν όταν μιλούν για το έθνος, τις φυλετικές ερμηνείες. Χρήσιμο είναι στο σημείο αυτό να δούμε τι είναι η «φυλή», χωρίς τις δικαιολογημένες από τα εγκλήματα του ρατσισμού φοβίες. Φυλή είναι η θεμελιώδης οργανική κοινότητα που συγκροτείται από την βιολογική ενότητα ατόμων με κοινή καταγωγή και κοινά βασικά ψυχοφυσικά χαρακτηριστικά. Στο φυλετικό στάδιο της Ιστορίας η ένταξη του ανθρώπου σε ό, τι ορίζεται αρχικά ως ταυτότητα είναι αυτόματη και μη συνειδητή, σε αντίθεση με το εθνικό ιστορικό στάδιο που προϋποθέτει τη θετική βούληση του προσώπου, όπως αυτή απορρέει από τη συναίσθηση μετοχής σε μια κοινότητα. Όταν μια φυλή, μόνη ή σε συμπόρευση με άλλες είναι πνευματικά έτοιμη να συγκροτήσει μιαν ελεύθερη πολιτική κοινότητα, έχει έλθει η ώρα του έθνους: όταν δηλαδή έχει καταστεί αυτή η κοινότητα ανθρωποκεντρική και είναι έτοιμη να αυτοκυβερνηθεί. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το έθνος προκύπτει από έναν αρχικό φυλετικό πυρήνα αλλά σχεδόν αμέσως αυτονομείται από αυτόν. Η ιστορική αυτή εξέλιξη κατά την οποία η φυλή μετασχηματίζεται σε έθνος δεν συμβαίνει σε ορισμένο κοινωνικό στάδιο - γι’ αυτό και άλλα έθνη γεννήθηκαν σε αρχαίες συνθήκες, άλλα σε φεουδαλικές και άλλα σε κεφαλαιοκρατικές. Το βέβαιο είναι ότι μετά τη γέννηση της εθνικής συνείδησης, η φυλή παύει πλέον να δρα αυτόνομα. Πολιτικός αυτοκαθορισμός σημαίνει δημιουργία εθνικού πολιτισμού και τερματισμό της φυλετικής περιόδου της λαϊκής κοινότητας.
Στη διαδικασία αυτή τίποτα δεν είναι οριστικά συντελεσμένο και κλειστό. Τμήματα φυλής μπορεί να μην συμμετάσχουν στην εθνογένεση ή να απομακρυνθούν στη συνέχεια αφού η ένταξη όπως είπαμε είναι πνευματικό γεγονός που υπόκειται διαρκώς στην ελεύθερη εκλογή. Η είσοδος στο εθνικό στάδιο της Ιστορίας, μετατοπίζει την ύπαρξη από την βιολογική στην πνευματική συνείδηση. Όσο αναμφισβήτητο γεγονός είναι η πραγματικότητα της φυλής στην ιστορία και ο ρόλος της στην εξήγηση ιστορικών- ψυχολογικών- κοινωνιολογικών φαινομένων, τόσο βέβαιο είναι ότι η ιστορική απολυτοποίηση της φυλής και η μετάστασή της στο χώρο του θρησκευτικού φανατισμού, οδηγεί σε αυθαίρετα και επικίνδυνα ιδεολογήματα. Η φυλετική ανάμιξη όπως τεκμηριώνεται από την Ιστορία όχι μόνο δεν ήταν κάτι αρνητικό αλλά αντίθετα, ειδικά στη Δυτική Ευρώπη, επέτρεψε μετά την κατάκτηση της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τα βόρεια φύλα, την πνευματική εκείνη ένταση που γέννησε τα σύγχρονα δυτικά έθνη.
Αυτή ακριβώς η ιστορική εμπειρία γέννησε την αδυναμία της δυτικής διανόησης να αντιληφθεί τη διάσωση του αρχαίου ελληνικού φυλετικού υποστρώματος. Δεν εννοώ πως το σύγχρονο ελληνικό έθνος προέρχεται μόνο από εκείνο το υπόστρωμα ούτε πως δεν υπήρξαν επιμειξίες και στον ελληνικό χώρο. Αυτές όμως ήταν περιορισμένες, όχι γιατί ήμασταν γενναιότεροι, όπως θα διατείνονταν κάποιοι αφελείς, αλλά γιατί είχαμε την «τύχη» μέσα στην ατυχία της τουρκικής κατάκτησης να στεγανοποιηθούν οι μεσαιωνικές κοινότητες από τις οποίες γεννήθηκε το σύγχρονο ελληνικό έθνος. Έτσι ενώ ο βασιλιάς των Φράγκων Χιλδέριχος γίνεται χριστιανός και συμβάλλει στο να γίνει αποδεκτή η εξουσία του από τον γαλλορωμαϊκό λαό που κατέκτησαν οι Φράγκοι, καθιστώντας έτσι δυνατή την επιμειξία που γέννησε ένα νέο έθνος, στον ελληνικό χώρο το γεγονός ότι οι Οθωμανοί σουλτάνοι δεν είχαν ευτυχώς την ίδια ευφυΐα, δεν άλλαξαν δηλαδή ούτε θρησκεία ούτε υιοθέτησαν την γλώσσα των υπόδουλων, όπως οι Φράγκοι, είχε ως συνέπεια, όπως είπαμε, να διασωθεί μεγάλο τμήμα του αρχαίου ελληνισμού, τουλάχιστον στην μεσαιωνική του μορφή αφού η θρησκευτική περιχαράκωση διατηρούσε όπως αναφέραμε στεγανές τις κοινότητες. Πολλοί βέβαια ήταν αυτοί που εξισλαμίστηκαν και χάθηκαν για το ελληνικό έθνος. Πολλοί ήταν όμως και αυτοί που εξελληνίστηκαν. Κι αυτός ο εμπλουτισμός μέσα στα δύσκολα χρόνια της φυλετικής αφαίμαξης του αρχαίου πυρήνα, μαρτυρεί περισσότερο από κάθε τι άλλο την πνευματική ισχύ του εθνικού δεσμού. Αναφέρω δύο ενδεικτικά παραδείγματα από τον χώρο της Βαλκανικής, τους Σλαβομακεδόνες και τους Αρβανίτες, για να γίνει σαφέστερο πώς μπορεί από την ίδια φυλετική ομάδα, κάποιοι πληθυσμοί να ενταχθούν σε διαφορετικά έθνη: στο ελληνικό, στο βουλγαρικό και στο καινοφανές έθνος των Σκοπίων (που όσο και να μας «ενοχλεί» έχει διαμορφώσει πλέον μια εθνική συνείδηση) οι πρώτοι, στο ελληνικό ή στο αλβανικό έθνος οι δεύτεροι.
Αν ως έννοια το έθνος παίρνει στα νεώτερα χρόνια την οριστική του σημασία, η αίσθηση του έθνους ως συλλογικής ταυτότητας είναι πανάρχαια. Οι Έλληνες είναι μια περίπτωση έθνους που γνωρίζουν από την αρχαία εποχή την εθνική συνείδηση, την εθνική ταυτότητα και υπόσταση, την εθνική αλληλεγγύη. Η αντίσταση στους Πέρσες, τα κηρύγματα εθνικής ενότητας του Ισοκράτη, του Λυσία ή του Γοργία, τα πανελλήνια συνέδρια, ο επιτάφιος του Περικλέους δείχνουν πως είχε έρθει η ώρα της υπέρβασης της φυλετικής περιόδου: είχαν δημιουργηθεί οι πνευματικές προϋποθέσεις της πολιτικής ελευθερίας που συνιστούν το νεώτερο έθνος. Οι προϋποθέσεις αυτές διόλου τυχαία είχαν δημιουργηθεί στην Αθήνα, στην πόλη όπου αναπτύχθηκε η δημοκρατική συνείδηση. Δυστυχώς η κατάρρευση της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν είχε μόνο οδυνηρά αποτελέσματα για τον πολιτισμό του ελεύθερου ανθρώπου αλλά καθυστέρησε για αιώνες την δημιουργία του σύγχρονου εθνικού κράτους. Η εθνική ενοποίηση των Ελλήνων έγινε υπό αυταρχικούς όρους (Μέγας Αλέξανδρος και ελληνιστικές μοναρχίες). Οι προϋποθέσεις για εθνικό κράτος δημιουργήθηκαν ξανά στην υστεροβυζαντινή περίοδο για να ανασταλούν εκ νέου οι σχετικές διεργασίες εξαιτίας της τουρκικής κατάκτησης. Είχε όμως θεμελιωθεί πια οριστικά η μορφή του σύγχρονου ελληνικού έθνους καθώς η κοινή συνείδηση για το αρχαίο παρελθόν, οι κοινοί αγώνες κατά της λατινικής Δύσης και της ισλαμικής Ανατολής και η βούληση για κοινό μέλλον, ένα ελεύθερο μέλλον, είχαν ενοποιήσει τις ελληνικές κοινότητες. Ο ελληνισμός δεν ήταν πλέον μια ιδέα αλλά μια πραγματικότητα, μια κοινότητα εμπειρίας.
Αυτό ακριβώς είναι το Έθνος. Μια κοινότητα εμπειρίας. Εμπειρίας ενός συνόλου ανθρώπων που έχουν ή αισθάνονται πως έχουν κοινό παρελθόν (κοινή Μνήμη), προσλαμβάνουν με παρόμοιο τρόπο το παρόν (κοινή Συνείδηση) και κυρίως θέλουν να διαμορφώσουν μαζί το μέλλον (κοινή Βούληση). Αυτή η κοινότητα μνήμης, συνείδησης και βούλησης γεννιέται όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν να υπερβούν τη φυλετική τους καταγωγή και να ζήσουν την Ιστορία ως επίτευγμα πολιτισμού και όχι ως προκαθορισμό. Για τούτο η φυλετική καταγωγή ελάχιστη σημασία έχει πλέον στην πορεία ενός έθνους που μπορεί να χάνει ή να ενσωματώνει πληθυσμούς αλλά να διατηρεί ξεχωριστή, την ιδιαίτερή του ταυτότητα αφού αυτή δεν προσδιορίζεται βιολογικά αλλά πολιτισμικά.
Ως κοινότητα πνευματικής εμπειρίας που μορφοποιήθηκε ιστορικά το έθνος, δεν είναι αισθητική ή νοητική κατασκευή, ούτε φαντασιακή ή ιδεαλιστική σύλληψη όπως θα μπορούσε πιθανότατα να νομίσει κάποιος παρασυρόμενος από το επίθετο «πνευματική». Η προσοχή πρέπει να δοθεί στο ουσιαστικό, στην εμπειρία. Διότι το έθνος είναι μια βαθειά υπαρκτική εμπειρία έστω και αν δεν μπορούμε να ορίσουμε με σαφήνεια τα στοιχεία της. Για τούτο και περισσότερο θα διαφωτιστεί κανείς προσεγγίζοντας το έθνος όχι ρωτώντας Τι είναι αλλά ερευνώντας το Πώς είναι. Όχι με μετέωρες κατασκευές και τυχαία ευρήματα. Όχι με έννοιες. Όχι με κρανιομετρικές μετρήσεις. Διότι αν η φυλή είναι κάτι οριστικά συντελεσμένο, το έθνος τελεί πάντα σε εκκρεμότητα. Και μεγαλύτερη σημασία έχει ποιος αναλαμβάνει ένα πεπρωμένο και όχι ποιος νομίζει πως του ανήκει. Έλληνας γίνεσαι, δεν γεννιέσαι.
Το έθνος είναι μια αδιάκοπη μη ολότητα, έλλειψη και προσδοκία των στοιχείων που δεν έχουν ακόμη ενταχθεί σ’ αυτό, μια τάση πολλών στοιχείων του που θέλουν να αποκοπούν αλλά και μια διακινδύνευση να παραμείνει κανείς εντός μιας πνευματικής κληρονομιάς. Αυτό συμβαίνει διαρκώς στην Ιστορία, με το έθνος να αφομοιώνει αλλά και να χάνει στοιχεία. Το έθνος ταξιδεύει αενάως. Χάνει επιβάτες, κερδίζει επιβάτες. Η συνεισφορά των νέων τμημάτων που ανήκουν φύσει ή δυνάμει στο ίδιο είδος των ήδη ενταγμένων, δεν τροποποιεί την εθνική ταυτότητα κατά την έμβασή τους. Αρκεί να μην είναι μια τυπική, νομική απόδοση ιθαγενείας αλλά ελεύθερη προσχώρηση στο πνευματικό σύμπαν του έθνους. Είναι όμως αυτό κάτι τετελεσμένο; Νομίζω πως κι εδώ η Ιστορία μας δίνει την απάντηση. Ως επίτευγμα ελευθερίας ο εθνικός πολιτισμός εξελίσσεται διαρκώς. Δεν πρόκειται για κάποια πανσέληνο που απλώς είναι θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί. Η ιδέα του κλειστού όλου οδηγεί πάντα στον ολοκληρωτισμό. Το «όχι ακόμα» έθνος είναι πολύ σημαντικό ώστε να παραμένει το έθνος η ανώτερη μορφή πνευματικής ελευθερίας. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε πώς (για παράδειγμα) οι αληθινοί κληρονόμοι των Αθηναίων του χρυσού πέμπτου αιώνα π. Χ. δεν είναι οι γνήσιοι φυλετικοί απόγονοί τους που βρέθηκαν πιθανώς κατά την ιστορική διαδρομή να αποτελούν σήμερα στοιχεία άλλων εθνών αλλά οι πληθυσμοί που εντάχθηκαν στο ελληνικό έθνος πολύ αργότερα αλλά ζουν σήμερα τα πνευματικά επιτεύγματα των εκείνων των Ελλήνων.
Είναι όμως η διαμόρφωση ενός έθνους αποκλειστικώς πνευματικό γεγονός; Όχι. Και εδώ είναι η στιγμή που πρέπει να μιλήσουμε για το στοιχείο του Χώματος, της φύσης και του περιβάλλοντος, του οίκου του έθνους που ονομάζεται Πατρίδα. Πατρίδα δεν είναι απλά ο χώρος όπου γεννιέται κάποιος. Δεν είναι ο χώρος που γεννιέται το παιδί ενός εποίκου, ενός κατακτητή ή μετανάστη, ενόσω αυτός δεν έχει ενσωματωθεί στον πολιτισμό της χώρας που γεννήθηκε. Διότι πατρίδα είναι ο εδαφικός χώρος στον οποίο γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ένας εθνικός πολιτισμός, ο χώρος στον οποίο το πνεύμα εμφύσησε πνοή ζωής στον χοϊκό άνθρωπο. Χωρίς πνοή ζωής ο χοϊκός άνθρωπος παραμένει δέσμιος της φύσης, της φυλής, της τάξης του. Χωρίς χώμα και γη, ακόμη και ο πνευματικός άνθρωπος γίνεται έρμαιο των ανέμων, ξεριζωμένος ανέστιος και πλάνης. Αυτή η συνείδηση, της αδιάρρηκτης επαφής με το προγονικό χώμα και όσα έχουν οικοδομηθεί επ’ αυτού είναι ο πατριωτισμός.
Παράλληλα με τον πατριωτισμό μπορεί να οριστεί ο εθνισμός ως η συνείδηση συμμετοχής σε ένα έθνος, σε ένα εθνικό πολιτισμό. Υπ’ αυτή την έννοια εθνισμός/ εθνικότητα (αναφέρομαι στην υπαρκτική ιδιότητα και όχι στη νομική) είναι η ενσάρκωση της ελευθερίας κάθε κοινότητας και κάθε προσώπου. Η εθνικότητα δεν είναι μια ιδιότητα η οποία κληροδοτείται αυτόματα όπως η καταγωγή. Είναι απόφαση ανάληψης της κληρονομιάς αφού το κρίσιμο στοιχείο είναι η συναίσθηση της μετοχής σε έναν κοινό λόγο, σε μια κοινότητα ενεργείας. Ο εθνισμός, ως βιωματική οικείωση της εθνικότητας είναι υπαρκτική λειτουργία: Η ύπαρξη προηγείται οντολογικά της ουσίας που μόνο με την ιστορική φανέρωση της ύπαρξης γίνεται αντιληπτή. Η ουσία, ο κοινός λόγος των ομοειδών υποστάσεων, δεν υπάρχει καθ’ εαυτή πριν την υποστασιακή της πραγματοποίηση. Τα πρόσωπα κάνουν την ουσία να είναι. Έτσι το έθνος προηγείται της ανθρωπότητας αλλά και το πρόσωπο προηγείται του έθνους. Η σχέση έθνους- προσώπου αλλά και η σχέση έθνους - ανθρωπότητας είναι ισόρροπη συνεπώς μόνον αν κατανοηθεί ως σχέση υπαρκτικής ετερότητας που δεν υποτάσσει ιεραρχικά τη μία στην άλλη αλλά φωτίζει και τις δυο ως τρόπους ατομικής και καθολικής ύπαρξης. Κατ’ αναλογία, στο εσωτερικό του έθνους, η σχέση του έθνους με τις τάξεις είναι σχέση σύνθεσης και όχι επιβολής. Η ανάγκη αυτής της σύνθεσης καθιστά τη δημοκρατία (ως έκφραση της γενικής βούλησης) ως μόνη μορφή εθνικού πολιτεύματος. Κάθε άλλη πολιτειακή οργάνωση ανατρέπει την ουσία του έθνους αφού υποτάσσει αυτό στην ατομική ή την ταξική προτεραιότητα.
Φτάνουμε πια στην πιο επίμαχη εξέλιξη αυτής της συνείδησης. Σε εκείνη την πολιτική ιδεολογία που γεννήθηκε ως αξίωση της σύμπτωσης των εδαφικών εθνικών ορίων με αυτά της πολιτικής εξουσίας. Πρόκειται για τον εθνικισμό. Την ιδεολογία εκείνη που γεννήθηκε ως αξίωση για τη διαμόρφωση εθνικού κράτους, ενός κράτους στην υπηρεσία του εθνικού πολιτισμού, εξέλιξη αναπόφευκτη του αιτήματος πνευματικής ελευθερίας που γέννησε τα έθνη, σε ένα αίτημα πολιτικής ελευθερίας. Το αίτημα αυτό συνδέθηκε αρχικά με αφύπνιση της ιστορικής συνείδησης των εθνών, με τις ιδέες της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας, που οδήγησαν στην μεγάλη γαλλική επανάσταση του 1789, στην άνοιξη των εθνών κατά τον 19ο αιώνα και στο γκρέμισμα των φεουδαρχικών και πολυεθνικών ολιγαρχικών δομών. Τον 20ο αιώνα ωστόσο, με κύριους πρωταγωνιστές τον γερμανικό μιλιταρισμό και τον ιταλικό φασισμό, η αρχικά δημοκρατική ιδεολογία του εθνικισμού συνδέθηκε με τα ρεύματα του φυλετισμού, του κρατισμού και του αντισημιτισμού, με συνέπεια τη γνωστή σε όλους δημιουργία εγκληματικών καθεστώτων και πρακτικών που έφθειραν ανεπανόρθωτα την έννοια του εθνικισμού. Έκτοτε κάθε φασίστας ή ρατσιστής κρύβεται πίσω από την ταυτότητα του εθνικιστή ενώ κάθε πατριδοκάπηλη ανοησία ονομάζεται αμέσως εθνικισμός. Ο όρος (με τελευταία εξαίρεση τα λαϊκά κινήματα του τρίτου κόσμου) έπαψε να έχει τον χαρακτήρα μιας δημοκρατικής απελευθερωτικής ιδεολογίας και ξέπεσε σε πρόσχημα νοσταλγών του ολοκληρωτισμού ή σε μεταμφίεση του παγανισμού.
Κι όμως. Αν γυρίσουμε το ρολόι της Ιστορίας πίσω, θα δούμε τη μεγάλη προσφορά της εθνικιστικής ιδεολογίας που συσκοτίζεται από τους απολογητές των πολυεθνικών, ολιγαρχικών, κληρικαλιστικών και πλουτοκρατικών συμφερόντων, τα οποία επανέρχονται στον καιρό μας ζητώντας την ιστορική ρεβάνς, σε συνεργασία με μια τυφλή ανιστόρητη αριστερά. Ο δημοκρατικός εθνικισμός ενίσχυσε τα έθνη στη διεκδίκηση των φυσικών δικαιωμάτων τους. Και πρώτιστο φυσικό δικαίωμα είναι να επιδιώκει κάθε έθνος την πολιτική αυτονομία (τη συγκρότηση δηλαδή εθνικού κράτους) και την πολιτική ανεξαρτησία (εθνική ανεξαρτησία). Η αυτόνομη πολιτική υπόσταση του έθνους είναι αδιαπραγμάτευτη διότι η κατοχύρωση της ελευθερίας της εθνικής κοινότητας αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της προσωπικής ελευθερίας. Η σύμπτωση της εθνικής και της πολιτικής μονάδας, η αρχή «κάθε έθνος- δικό του κράτος» είναι όρος για την πραγμάτωση των πεπρωμένων κάθε έθνους, πεπρωμένων κυρίως πολιτιστικών. Η εθνικιστική ιδεολογία που ενσάρκωσε τη θέληση για πολιτική αυτοδιάθεση θεωρούσε ιδανική πολιτική οργάνωση το εθνικό κράτος διότι το έθνος μόνο με την απόκτηση ανεξάρτητης πολιτικής υπόστασης βρίσκει την πλήρη ιστορική του πραγμάτωση.
Η πορεία προς το εθνικό κράτος, η σχέση δηλαδή έθνους- εθνικισμού- κράτους δεν είναι σε όλα τα έθνη γραμμική. Ο ελληνισμός συγκρότησε έθνος από την αρχαία εποχή (πρώτα το έθνος, μετά ο εθνικισμός και τελικά το κράτος), οι Γάλλοι κατά τον ύστερο μεσαίωνα (πρώτα υπήρξε το κράτος, στη συνέχεια το έθνος και τελευταίος ο εθνικισμός), οι Ιταλοί στην αστική εποχή (εδώ όντως ο εθνικισμός συγκρότησε το έθνος) ενώ σήμερα ακόμη νέα έθνη γεννιούνται στην Αφρική όπου με τα αυθαίρετα αποικιοκρατικά σύνορα έχουμε ένα κράτος που καλλιεργεί τον εθνικισμό συγκροτώντας το έθνος. Οι δυτικοκεντρικές θεωρίες όμως, δέσμιες του πολιτισμικού ρατσισμού της Δύσης, δεν μπορούν να αντιληφθούν τη διαφορά μεταξύ έθνους και εθνικού κράτους και ταυτίζουν τις έννοιες στον όρο nation. Επιμένουν να αγνοούν συστηματικά ό, τι συμβαίνει εκτός Δύσεως και συνακόλουθα την ύπαρξη εθνών στην Ανατολή πολύ νωρίτερα.
Αυτή η επιστημονική αδυναμία συνδέθηκε τα τελευταίες δύο δεκαετίες και με μία άμεση πολιτική στόχευση, όπως ορίζεται τούτη από το παγκοσμιοποιητικό σχέδιο του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου. Στις σημερινές συνθήκες κρίσης, οι κοινωνικοί αγώνες των λαών που συμβάδισαν με τα εθνικά αιτήματα στη Δύση τον 19ο αιώνα και συνδέθηκαν με τις διεκδικήσεις των περιφερειακών εθνών τον 20ο, έχουν ανάγκη μια νέα εθνιστική και συγχρόνως οικουμενική θεωρία που θα δίνει απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα της υπερδιεθνοποιημένης πραγματικότητας αφού οι αστικές τάξεις αρνήθηκαν την υπεράσπιση του έθνους τους. Η θεωρία αυτή, με απαράβατη αρχή την αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης, δεν μπορεί παρά να δικαιώνει τον αγώνα που οι άνθρωποι και οι κοινότητές τους διεξάγουν για την κατάκτηση της εσωτερικής τους ελευθερίας, ως ύψιστη μορφή απελευθέρωσης.
Αν η αποσαφήνιση των όρων είναι πάντα απαραίτητη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε ορισμός είναι συμβατικός. Και δεν το λέμε αυτό από αδυναμία επιστημονικής πληρότητας αλλά από συνείδηση ότι κάθε δόγμα, κάθε σύστημα ανοίγει τον δρόμο στον ολοκληρωτισμό. Ακυρώνει την σπουδαία εμπειρία ότι το έθνος είναι κατόρθωμα ελευθερίας, παρ-ουσία και όχι ουσία. Η φυσιοκρατική φυλετιστική προσέγγιση που ανάγει τη διαφοροποίηση στη Φύση και όχι στην Ύπαρξη, υπακούει στη συλλογιστική της βεβαιότητας και οδηγεί στην αιτιοκρατία και τον ολοκληρωτισμό. Οδηγεί σε ιστορική ακύρωση του εθνικού επιτεύγματος.
Σήμερα που ξυπνάνε πάλι οι δαίμονες του ολοκληρωτισμού και της πολυεθνικής ταξικής ολιγαρχίας, η ανάδειξη της θετικής σημασίας του εθνικού κράτους και της εθνικής ταυτότητας και η επανασύνδεσή τους με την πρωταρχική δημοκρατική τους ουσία είναι επείγουσα και επιτακτική ανάγκη. Ανάγκη ιδιαίτερη, ειδικά για την Ελλάδα, όπου, υπό τις συνθήκες της σημερινής κρίσης, η υπεράσπιση του εθνικού κράτους είναι το ύστατο ανάχωμα για τη διαφύλαξη της εθνικής μας ελευθερίας. Τα επιτεύγματα του νέου ελληνισμού, που συχνά υποβαθμίζουμε και περιφρονούμε, δεν πρέπει να ακυρωθούν επειδή το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε αντάξιο των προσδοκιών του έθνους. Κατάρρευση του εθνικού κράτους σήμερα, θα γεννήσει φαινόμενα παρόμοια της υστεροβυζαντινής περιόδου και μια νέα διπλή κατοχή. Πρόκειται για φαινόμενα που ήδη ζούμε και προδιαγράφουν ένα μέλλον οικονομικής, πολιτικής και τελικά πνευματικής υποδούλωσης. Ένα μέλλον σκοτεινό, χωρίς Ελευθερία, χωρίς το μείζον δηλαδή αγαθό που δίνει νόημα όχι μόνο στον ελληνικό κόσμο αλλά σε όλη την ιστορία του ανθρώπου.
*Επιστημονικό συνέδριο «Παιδεία και εθνική συνείδηση στον ελληνικό κόσμο από την Άλωση μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης του 1821», 30- 31 Μαρτίου 2013.