Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Κ. Χατζηαντωνίου: Έθνος, εθνισμός, εθνικισμός. Το πρόβλημα της ορολογίας



Αναδημοσίευση:
Κώστας Χατζηαντωνίου
Ένα από τα πιο κρίσιμα προβλήματα της επιστημονικής συζήτησης και μοιραία και της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης, είναι η πλήρης σχεδόν έλλειψη κοινής παραδοχής κριτηρίων και κοινών αναφορών ως προς τους βασικούς τουλάχιστον όρους και τις θεμελιώδεις έννοιες της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Η σύγχυση αυτή αφενός γεννά μια σειρά από παθογένειες και αφετέρου επιτείνει μιαν αδιέξοδη διαμάχη που μόνο τις ιδεοληψίες, τον φανατισμό και τον σκοταδισμό εξυπηρετεί.
Θα αποπειραθούμε με κάποιες προτάσεις να συμβάλουμε σε μια πρώτη αποσαφήνιση ώστε τουλάχιστον να μπορούμε να συζητούμε επί του πεδίου του πραγματικού. Με όρους επιστημονικούς αυτό που Είναι ο άνθρωπος καθολικά, στην ουσία του -πριν από την ατομική, την εθνική ή την κοινωνική του διαφοροποίηση- δεν μπορεί να προσδιοριστεί έξω από τα όρια του χρόνου. Υπάρχει βέβαια πλήθος από ουσιοκρατικές θεωρίες που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν ότι η ύπαρξη δεν προκαθορίζεται, δεν είναι συνέπεια και αιτιατό μιας κοινής ουσίας. Εν ζωή το γεγονός της ύπαρξης το γνωρίζουμε ως διαφορά. Υπάρχουμε δηλαδή όχι αφηρημένα ή διά ενσαρκώσεως (όπως θέλει η ιδεοκρατία) ούτε ως τυχαία όντα (όπως θέλει ο υλισμός) αλλά ως μοναδικά πρόσωπα, σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Το υπάρχειν δηλαδή δεν είναι αόριστο, σε κενό χώρου και χρόνου γεγονός αλλά φανερώνεται μόνον ως ενθάδε υπάρχειν.
Δεν επιλέγουμε εμείς ούτε το περιβάλλον, ούτε τους γεννήτορές μας ούτε τις ιστορικές συνθήκες της ύπαρξής μας. Η ιστορικότητα είναι η θεμελιώδης ιδιότητα λοιπόν του ενθάδε υπάρχειν. Δε νοείται άνθρωπος χωρίς την αισθητή του διάσταση. Γεννιόμαστε μονάχα μία φορά και υπάρχουμε Εδώ και Τώρα. Γεωγραφικοί- φυλετικοί παράγοντες μας σημαδεύουν πριν γεννηθούμε, πολιτιστικοί μας ανατρέφουν, κοινωνικοί μας σφραγίζουν. Βέβαια το Πνεύμα, η βούληση της ελευθερίας, επικαθορίζει κάθε προϋπόθεση. Η γη και η ιστορία όμως δεν αποτελούν τυχαίες ιδιότητες αλλά υποστασιακά στοιχεία μας.
Για τον τρόπο που τα στοιχεία αυτά διαμόρφωσαν τις συλλογικές ταυτότητες, η ιστορία, η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία δεν έχουν καταλήξει σε κοινές παραδοχές. Συνέπεια, το φαινόμενο του έθνους στο οποίο αποκρυσταλλώθηκε τους τελευταίους αιώνες σε όλο τον κόσμο η αρχέγονη τάση του ανθρώπου να συγκροτεί συλλογικές ταυτότητες, ερμηνεύεται συχνά με αυθαίρετο (υποκειμενικό, φαντασιακό, φυλετικό ή εννοιοκρατικό) τρόπο, έξω από το ιστορικό και κοινωνικό έδαφος που γέννησαν αυτό το φαινόμενο. Έδαφος που δεν είναι το ίδιο για κάθε λαό, ούτε ως προς τον χρόνο ούτε ως προς τον τρόπο της εμφάνισής του.
Η μεγαλύτερη και συνηθέστερη σύγχυση είναι αυτή που αφορά τη σύγχυση του εθνικού με το φυλετικό φαινόμενο. Πρόκειται για σύγχυση που προβάλλεται όχι μόνο από τους φυλετιστές που αγνοούν την Ιστορία αλλά και από υποτιθέμενους αντι- ρατσιστές που αναπαράγουν όταν μιλούν για το έθνος, τις φυλετικές ερμηνείες. Χρήσιμο είναι στο σημείο αυτό να δούμε τι είναι η «φυλή», χωρίς τις δικαιολογημένες από τα εγκλήματα του ρατσισμού φοβίες. Φυλή είναι η θεμελιώδης οργανική κοινότητα που συγκροτείται από την βιολογική ενότητα ατόμων με κοινή καταγωγή και κοινά βασικά ψυχοφυσικά χαρακτηριστικά. Στο φυλετικό στάδιο της Ιστορίας η ένταξη του ανθρώπου σε ό, τι ορίζεται αρχικά ως ταυτότητα είναι αυτόματη και μη συνειδητή, σε αντίθεση με το εθνικό ιστορικό στάδιο που προϋποθέτει τη θετική βούληση του προσώπου, όπως αυτή απορρέει από τη συναίσθηση μετοχής σε μια κοινότητα. Όταν μια φυλή, μόνη ή σε συμπόρευση με άλλες είναι πνευματικά έτοιμη να συγκροτήσει μιαν ελεύθερη πολιτική κοινότητα, έχει έλθει η ώρα του έθνους: όταν δηλαδή έχει καταστεί αυτή η κοινότητα ανθρωποκεντρική και είναι έτοιμη να αυτοκυβερνηθεί. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το έθνος προκύπτει από έναν αρχικό φυλετικό πυρήνα αλλά σχεδόν αμέσως αυτονομείται από αυτόν. Η ιστορική αυτή εξέλιξη κατά την οποία η φυλή μετασχηματίζεται σε έθνος δεν συμβαίνει σε ορισμένο κοινωνικό στάδιο - γι’ αυτό και άλλα έθνη γεννήθηκαν σε αρχαίες συνθήκες, άλλα σε φεουδαλικές και άλλα σε κεφαλαιοκρατικές. Το βέβαιο είναι ότι μετά τη γέννηση της εθνικής συνείδησης, η φυλή παύει πλέον να δρα αυτόνομα. Πολιτικός αυτοκαθορισμός σημαίνει δημιουργία εθνικού πολιτισμού και τερματισμό της φυλετικής περιόδου της λαϊκής κοινότητας.
Στη διαδικασία αυτή τίποτα δεν είναι οριστικά συντελεσμένο και κλειστό. Τμήματα φυλής μπορεί να μην συμμετάσχουν στην εθνογένεση ή να απομακρυνθούν στη συνέχεια αφού η ένταξη όπως είπαμε είναι πνευματικό γεγονός που υπόκειται διαρκώς στην ελεύθερη εκλογή. Η είσοδος στο εθνικό στάδιο της Ιστορίας, μετατοπίζει την ύπαρξη από την βιολογική στην πνευματική συνείδηση. Όσο αναμφισβήτητο γεγονός είναι η πραγματικότητα της φυλής στην ιστορία και ο ρόλος της στην εξήγηση ιστορικών- ψυχολογικών- κοινωνιολογικών φαινομένων, τόσο βέβαιο είναι ότι η ιστορική απολυτοποίηση της φυλής και η μετάστασή της στο χώρο του θρησκευτικού φανατισμού, οδηγεί σε αυθαίρετα και επικίνδυνα ιδεολογήματα. Η φυλετική ανάμιξη όπως τεκμηριώνεται από την Ιστορία όχι μόνο δεν ήταν κάτι αρνητικό αλλά αντίθετα, ειδικά στη Δυτική Ευρώπη, επέτρεψε μετά την κατάκτηση της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τα βόρεια φύλα, την πνευματική εκείνη ένταση που γέννησε τα σύγχρονα δυτικά έθνη.
Αυτή ακριβώς η ιστορική εμπειρία γέννησε την αδυναμία της δυτικής διανόησης να αντιληφθεί τη διάσωση του αρχαίου ελληνικού φυλετικού υποστρώματος. Δεν εννοώ πως το σύγχρονο ελληνικό έθνος προέρχεται μόνο από εκείνο το υπόστρωμα ούτε πως δεν υπήρξαν επιμειξίες και στον ελληνικό χώρο. Αυτές όμως ήταν περιορισμένες, όχι γιατί ήμασταν γενναιότεροι, όπως θα διατείνονταν κάποιοι αφελείς, αλλά γιατί είχαμε την «τύχη» μέσα στην ατυχία της τουρκικής κατάκτησης να στεγανοποιηθούν οι μεσαιωνικές κοινότητες από τις οποίες γεννήθηκε το σύγχρονο ελληνικό έθνος. Έτσι ενώ ο βασιλιάς των Φράγκων Χιλδέριχος γίνεται χριστιανός και συμβάλλει στο να γίνει αποδεκτή η εξουσία του από τον γαλλορωμαϊκό λαό που κατέκτησαν οι Φράγκοι, καθιστώντας έτσι δυνατή την επιμειξία που γέννησε ένα νέο έθνος, στον ελληνικό χώρο το γεγονός ότι οι Οθωμανοί σουλτάνοι δεν είχαν ευτυχώς την ίδια ευφυΐα, δεν άλλαξαν δηλαδή ούτε θρησκεία ούτε υιοθέτησαν την γλώσσα των υπόδουλων, όπως οι Φράγκοι, είχε ως συνέπεια, όπως είπαμε, να διασωθεί μεγάλο τμήμα του αρχαίου ελληνισμού, τουλάχιστον στην μεσαιωνική του μορφή αφού η θρησκευτική περιχαράκωση διατηρούσε όπως αναφέραμε στεγανές τις κοινότητες. Πολλοί βέβαια ήταν αυτοί που εξισλαμίστηκαν και χάθηκαν για το ελληνικό έθνος. Πολλοί ήταν όμως και αυτοί που εξελληνίστηκαν. Κι αυτός ο εμπλουτισμός μέσα στα δύσκολα χρόνια της φυλετικής αφαίμαξης του αρχαίου πυρήνα, μαρτυρεί περισσότερο από κάθε τι άλλο την πνευματική ισχύ του εθνικού δεσμού. Αναφέρω δύο ενδεικτικά παραδείγματα από τον χώρο της Βαλκανικής, τους Σλαβομακεδόνες και τους Αρβανίτες, για να γίνει σαφέστερο πώς μπορεί από την ίδια φυλετική ομάδα, κάποιοι πληθυσμοί να ενταχθούν σε διαφορετικά έθνη: στο ελληνικό, στο βουλγαρικό και στο καινοφανές έθνος των Σκοπίων (που όσο και να μας «ενοχλεί» έχει διαμορφώσει πλέον μια εθνική συνείδηση) οι πρώτοι, στο ελληνικό ή στο αλβανικό έθνος οι δεύτεροι.
Αν ως έννοια το έθνος παίρνει στα νεώτερα χρόνια την οριστική του σημασία, η αίσθηση του έθνους ως συλλογικής ταυτότητας είναι πανάρχαια. Οι Έλληνες είναι μια περίπτωση έθνους που γνωρίζουν από την αρχαία εποχή την εθνική συνείδηση, την εθνική ταυτότητα και υπόσταση, την εθνική αλληλεγγύη. Η αντίσταση στους Πέρσες, τα κηρύγματα εθνικής ενότητας του Ισοκράτη, του Λυσία ή του Γοργία, τα πανελλήνια συνέδρια, ο επιτάφιος του Περικλέους δείχνουν πως είχε έρθει η ώρα της υπέρβασης της φυλετικής περιόδου: είχαν δημιουργηθεί οι πνευματικές προϋποθέσεις της πολιτικής ελευθερίας που συνιστούν το νεώτερο έθνος. Οι προϋποθέσεις αυτές διόλου τυχαία είχαν δημιουργηθεί στην Αθήνα, στην πόλη όπου αναπτύχθηκε η δημοκρατική συνείδηση. Δυστυχώς η κατάρρευση της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν είχε μόνο οδυνηρά αποτελέσματα για τον πολιτισμό του ελεύθερου ανθρώπου αλλά καθυστέρησε για αιώνες την δημιουργία του σύγχρονου εθνικού κράτους. Η εθνική ενοποίηση των Ελλήνων έγινε υπό αυταρχικούς όρους (Μέγας Αλέξανδρος και ελληνιστικές μοναρχίες). Οι προϋποθέσεις για εθνικό κράτος δημιουργήθηκαν ξανά στην υστεροβυζαντινή περίοδο για να ανασταλούν εκ νέου οι σχετικές διεργασίες εξαιτίας της τουρκικής κατάκτησης. Είχε όμως θεμελιωθεί πια οριστικά η μορφή του σύγχρονου ελληνικού έθνους καθώς η κοινή συνείδηση για το αρχαίο παρελθόν, οι κοινοί αγώνες κατά της λατινικής Δύσης και της ισλαμικής Ανατολής και η βούληση για κοινό μέλλον, ένα ελεύθερο μέλλον, είχαν ενοποιήσει τις ελληνικές κοινότητες. Ο ελληνισμός δεν ήταν πλέον μια ιδέα αλλά μια πραγματικότητα, μια κοινότητα εμπειρίας.
Αυτό ακριβώς είναι το Έθνος. Μια κοινότητα εμπειρίας. Εμπειρίας ενός συνόλου ανθρώπων που έχουν ή αισθάνονται πως έχουν κοινό παρελθόν (κοινή Μνήμη), προσλαμβάνουν με παρόμοιο τρόπο το παρόν (κοινή Συνείδηση) και κυρίως θέλουν να διαμορφώσουν μαζί το μέλλον (κοινή Βούληση). Αυτή η κοινότητα μνήμης, συνείδησης και βούλησης γεννιέται όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν να υπερβούν τη φυλετική τους καταγωγή και να ζήσουν την Ιστορία ως επίτευγμα πολιτισμού και όχι ως προκαθορισμό. Για τούτο η φυλετική καταγωγή ελάχιστη σημασία έχει πλέον στην πορεία ενός έθνους που μπορεί να χάνει ή να ενσωματώνει πληθυσμούς αλλά να διατηρεί ξεχωριστή, την ιδιαίτερή του ταυτότητα αφού αυτή δεν προσδιορίζεται βιολογικά αλλά πολιτισμικά.
Ως κοινότητα πνευματικής εμπειρίας που μορφοποιήθηκε ιστορικά το έθνος, δεν είναι αισθητική ή νοητική κατασκευή, ούτε φαντασιακή ή ιδεαλιστική σύλληψη όπως θα μπορούσε πιθανότατα να νομίσει κάποιος παρασυρόμενος από το επίθετο «πνευματική». Η προσοχή πρέπει να δοθεί στο ουσιαστικό, στην εμπειρία. Διότι το έθνος είναι μια βαθειά υπαρκτική εμπειρία έστω και αν δεν μπορούμε να ορίσουμε με σαφήνεια τα στοιχεία της. Για τούτο και περισσότερο θα διαφωτιστεί κανείς προσεγγίζοντας το έθνος όχι ρωτώντας Τι είναι αλλά ερευνώντας το Πώς είναι. Όχι με μετέωρες κατασκευές και τυχαία ευρήματα. Όχι με έννοιες. Όχι με κρανιομετρικές μετρήσεις. Διότι αν η φυλή είναι κάτι οριστικά συντελεσμένο, το έθνος τελεί πάντα σε εκκρεμότητα. Και μεγαλύτερη σημασία έχει ποιος αναλαμβάνει ένα πεπρωμένο και όχι ποιος νομίζει πως του ανήκει. Έλληνας γίνεσαι, δεν γεννιέσαι.
Το έθνος είναι μια αδιάκοπη μη ολότητα, έλλειψη και προσδοκία των στοιχείων που δεν έχουν ακόμη ενταχθεί σ’ αυτό, μια τάση πολλών στοιχείων του που θέλουν να αποκοπούν αλλά και μια διακινδύνευση να παραμείνει κανείς εντός μιας πνευματικής κληρονομιάς. Αυτό συμβαίνει διαρκώς στην Ιστορία, με το έθνος να αφομοιώνει αλλά και να χάνει στοιχεία. Το έθνος ταξιδεύει αενάως. Χάνει επιβάτες, κερδίζει επιβάτες. Η συνεισφορά των νέων τμημάτων που ανήκουν φύσει ή δυνάμει στο ίδιο είδος των ήδη ενταγμένων, δεν τροποποιεί την εθνική ταυτότητα κατά την έμβασή τους. Αρκεί να μην είναι μια τυπική, νομική απόδοση ιθαγενείας αλλά ελεύθερη προσχώρηση στο πνευματικό σύμπαν του έθνους. Είναι όμως αυτό κάτι τετελεσμένο; Νομίζω πως κι εδώ η Ιστορία μας δίνει την απάντηση. Ως επίτευγμα ελευθερίας ο εθνικός πολιτισμός εξελίσσεται διαρκώς. Δεν πρόκειται για κάποια πανσέληνο που απλώς είναι θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί. Η ιδέα του κλειστού όλου οδηγεί πάντα στον ολοκληρωτισμό. Το «όχι ακόμα» έθνος είναι πολύ σημαντικό ώστε να παραμένει το έθνος η ανώτερη μορφή πνευματικής ελευθερίας. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε πώς (για παράδειγμα) οι αληθινοί κληρονόμοι των Αθηναίων του χρυσού πέμπτου αιώνα π. Χ. δεν είναι οι γνήσιοι φυλετικοί απόγονοί τους που βρέθηκαν πιθανώς κατά την ιστορική διαδρομή να αποτελούν σήμερα στοιχεία άλλων εθνών αλλά οι πληθυσμοί που εντάχθηκαν στο ελληνικό έθνος πολύ αργότερα αλλά ζουν σήμερα τα πνευματικά επιτεύγματα των εκείνων των Ελλήνων.
Είναι όμως η διαμόρφωση ενός έθνους αποκλειστικώς πνευματικό γεγονός; Όχι. Και εδώ είναι η στιγμή που πρέπει να μιλήσουμε για το στοιχείο του Χώματος, της φύσης και του περιβάλλοντος, του οίκου του έθνους που ονομάζεται Πατρίδα. Πατρίδα δεν είναι απλά ο χώρος όπου γεννιέται κάποιος. Δεν είναι ο χώρος που γεννιέται το παιδί ενός εποίκου, ενός κατακτητή ή μετανάστη, ενόσω αυτός δεν έχει ενσωματωθεί στον πολιτισμό της χώρας που γεννήθηκε. Διότι πατρίδα είναι ο εδαφικός χώρος στον οποίο γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ένας εθνικός πολιτισμός, ο χώρος στον οποίο το πνεύμα εμφύσησε πνοή ζωής στον χοϊκό άνθρωπο. Χωρίς πνοή ζωής ο χοϊκός άνθρωπος παραμένει δέσμιος της φύσης, της φυλής, της τάξης του. Χωρίς χώμα και γη, ακόμη και ο πνευματικός άνθρωπος γίνεται έρμαιο των ανέμων, ξεριζωμένος ανέστιος και πλάνης. Αυτή η συνείδηση, της αδιάρρηκτης επαφής με το προγονικό χώμα και όσα έχουν οικοδομηθεί επ’ αυτού είναι ο πατριωτισμός.
Παράλληλα με τον πατριωτισμό μπορεί να οριστεί ο εθνισμός ως η συνείδηση συμμετοχής σε ένα έθνος, σε ένα εθνικό πολιτισμό. Υπ’ αυτή την έννοια εθνισμός/ εθνικότητα (αναφέρομαι στην υπαρκτική ιδιότητα και όχι στη νομική) είναι η ενσάρκωση της ελευθερίας κάθε κοινότητας και κάθε προσώπου. Η εθνικότητα δεν είναι μια ιδιότητα η οποία κληροδοτείται αυτόματα όπως η καταγωγή. Είναι απόφαση ανάληψης της κληρονομιάς αφού το κρίσιμο στοιχείο είναι η συναίσθηση της μετοχής σε έναν κοινό λόγο, σε μια κοινότητα ενεργείας. Ο εθνισμός, ως βιωματική οικείωση της εθνικότητας είναι υπαρκτική λειτουργία: Η ύπαρξη προηγείται οντολογικά της ουσίας που μόνο με την ιστορική φανέρωση της ύπαρξης γίνεται αντιληπτή. Η ουσία, ο κοινός λόγος των ομοειδών υποστάσεων, δεν υπάρχει καθ’ εαυτή πριν την υποστασιακή της πραγματοποίηση. Τα πρόσωπα κάνουν την ουσία να είναι. Έτσι το έθνος προηγείται της ανθρωπότητας αλλά και το πρόσωπο προηγείται του έθνους. Η σχέση έθνους- προσώπου αλλά και η σχέση έθνους - ανθρωπότητας είναι ισόρροπη συνεπώς μόνον αν κατανοηθεί ως σχέση υπαρκτικής ετερότητας που δεν υποτάσσει ιεραρχικά τη μία στην άλλη αλλά φωτίζει και τις δυο ως τρόπους ατομικής και καθολικής ύπαρξης. Κατ’ αναλογία, στο εσωτερικό του έθνους, η σχέση του έθνους με τις τάξεις είναι σχέση σύνθεσης και όχι επιβολής. Η ανάγκη αυτής της σύνθεσης καθιστά τη δημοκρατία (ως έκφραση της γενικής βούλησης) ως μόνη μορφή εθνικού πολιτεύματος. Κάθε άλλη πολιτειακή οργάνωση ανατρέπει την ουσία του έθνους αφού υποτάσσει αυτό στην ατομική ή την ταξική προτεραιότητα.
Φτάνουμε πια στην πιο επίμαχη εξέλιξη αυτής της συνείδησης. Σε εκείνη την πολιτική ιδεολογία που γεννήθηκε ως αξίωση της σύμπτωσης των εδαφικών εθνικών ορίων με αυτά της πολιτικής εξουσίας. Πρόκειται για τον εθνικισμό. Την ιδεολογία εκείνη που γεννήθηκε ως αξίωση για τη διαμόρφωση εθνικού κράτους, ενός κράτους στην υπηρεσία του εθνικού πολιτισμού, εξέλιξη αναπόφευκτη του αιτήματος πνευματικής ελευθερίας που γέννησε τα έθνη, σε ένα αίτημα πολιτικής ελευθερίας. Το αίτημα αυτό συνδέθηκε αρχικά με αφύπνιση της ιστορικής συνείδησης των εθνών, με τις ιδέες της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας, που οδήγησαν στην μεγάλη γαλλική επανάσταση του 1789, στην άνοιξη των εθνών κατά τον 19ο αιώνα και στο γκρέμισμα των φεουδαρχικών και πολυεθνικών ολιγαρχικών δομών. Τον 20ο αιώνα ωστόσο, με κύριους πρωταγωνιστές τον γερμανικό μιλιταρισμό και τον ιταλικό φασισμό, η αρχικά δημοκρατική ιδεολογία του εθνικισμού συνδέθηκε με τα ρεύματα του φυλετισμού, του κρατισμού και του αντισημιτισμού, με συνέπεια τη γνωστή σε όλους δημιουργία εγκληματικών καθεστώτων και πρακτικών που έφθειραν ανεπανόρθωτα την έννοια του εθνικισμού. Έκτοτε κάθε φασίστας ή ρατσιστής κρύβεται πίσω από την ταυτότητα του εθνικιστή ενώ κάθε πατριδοκάπηλη ανοησία ονομάζεται αμέσως εθνικισμός. Ο όρος (με τελευταία εξαίρεση τα λαϊκά κινήματα του τρίτου κόσμου) έπαψε να έχει τον χαρακτήρα μιας δημοκρατικής απελευθερωτικής ιδεολογίας και ξέπεσε σε πρόσχημα νοσταλγών του ολοκληρωτισμού ή σε μεταμφίεση του παγανισμού.
Κι όμως. Αν γυρίσουμε το ρολόι της Ιστορίας πίσω, θα δούμε τη μεγάλη προσφορά της εθνικιστικής ιδεολογίας που συσκοτίζεται από τους απολογητές των πολυεθνικών, ολιγαρχικών, κληρικαλιστικών και πλουτοκρατικών συμφερόντων, τα οποία επανέρχονται στον καιρό μας ζητώντας την ιστορική ρεβάνς, σε συνεργασία με μια τυφλή ανιστόρητη αριστερά. Ο δημοκρατικός εθνικισμός ενίσχυσε τα έθνη στη διεκδίκηση των φυσικών δικαιωμάτων τους. Και πρώτιστο φυσικό δικαίωμα είναι να επιδιώκει κάθε έθνος την πολιτική αυτονομία (τη συγκρότηση δηλαδή εθνικού κράτους) και την πολιτική ανεξαρτησία (εθνική ανεξαρτησία). Η αυτόνομη πολιτική υπόσταση του έθνους είναι αδιαπραγμάτευτη διότι η κατοχύρωση της ελευθερίας της εθνικής κοινότητας αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της προσωπικής ελευθερίας. Η σύμπτωση της εθνικής και της πολιτικής μονάδας, η αρχή «κάθε έθνος- δικό του κράτος» είναι όρος για την πραγμάτωση των πεπρωμένων κάθε έθνους, πεπρωμένων κυρίως πολιτιστικών. Η εθνικιστική ιδεολογία που ενσάρκωσε τη θέληση για πολιτική αυτοδιάθεση θεωρούσε ιδανική πολιτική οργάνωση το εθνικό κράτος διότι το έθνος μόνο με την απόκτηση ανεξάρτητης πολιτικής υπόστασης βρίσκει την πλήρη ιστορική του πραγμάτωση.
Η πορεία προς το εθνικό κράτος, η σχέση δηλαδή έθνους- εθνικισμού- κράτους δεν είναι σε όλα τα έθνη γραμμική. Ο ελληνισμός συγκρότησε έθνος από την αρχαία εποχή (πρώτα το έθνος, μετά ο εθνικισμός και τελικά το κράτος), οι Γάλλοι κατά τον ύστερο μεσαίωνα (πρώτα υπήρξε το κράτος, στη συνέχεια το έθνος και τελευταίος ο εθνικισμός), οι Ιταλοί στην αστική εποχή (εδώ όντως ο εθνικισμός συγκρότησε το έθνος) ενώ σήμερα ακόμη νέα έθνη γεννιούνται στην Αφρική όπου με τα αυθαίρετα αποικιοκρατικά σύνορα έχουμε ένα κράτος που καλλιεργεί τον εθνικισμό συγκροτώντας το έθνος. Οι δυτικοκεντρικές θεωρίες όμως, δέσμιες του πολιτισμικού ρατσισμού της Δύσης, δεν μπορούν να αντιληφθούν τη διαφορά μεταξύ έθνους και εθνικού κράτους και ταυτίζουν τις έννοιες στον όρο nation. Επιμένουν να αγνοούν συστηματικά ό, τι συμβαίνει εκτός Δύσεως και συνακόλουθα την ύπαρξη εθνών στην Ανατολή πολύ νωρίτερα.
Αυτή η επιστημονική αδυναμία συνδέθηκε τα τελευταίες δύο δεκαετίες και με μία άμεση πολιτική στόχευση, όπως ορίζεται τούτη από το παγκοσμιοποιητικό σχέδιο του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου. Στις σημερινές συνθήκες κρίσης, οι κοινωνικοί αγώνες των λαών που συμβάδισαν με τα εθνικά αιτήματα στη Δύση τον 19ο αιώνα και συνδέθηκαν με τις διεκδικήσεις των περιφερειακών εθνών τον 20ο, έχουν ανάγκη μια νέα εθνιστική και συγχρόνως οικουμενική θεωρία που θα δίνει απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα της υπερδιεθνοποιημένης πραγματικότητας αφού οι αστικές τάξεις αρνήθηκαν την υπεράσπιση του έθνους τους. Η θεωρία αυτή, με απαράβατη αρχή την αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης, δεν μπορεί παρά να δικαιώνει τον αγώνα που οι άνθρωποι και οι κοινότητές τους διεξάγουν για την κατάκτηση της εσωτερικής τους ελευθερίας, ως ύψιστη μορφή απελευθέρωσης.
Αν η αποσαφήνιση των όρων είναι πάντα απαραίτητη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε ορισμός είναι συμβατικός. Και δεν το λέμε αυτό από αδυναμία επιστημονικής πληρότητας αλλά από συνείδηση ότι κάθε δόγμα, κάθε σύστημα ανοίγει τον δρόμο στον ολοκληρωτισμό. Ακυρώνει την σπουδαία εμπειρία ότι το έθνος είναι κατόρθωμα ελευθερίας, παρ-ουσία και όχι ουσία. Η φυσιοκρατική φυλετιστική προσέγγιση που ανάγει τη διαφοροποίηση στη Φύση και όχι στην Ύπαρξη, υπακούει στη συλλογιστική της βεβαιότητας και οδηγεί στην αιτιοκρατία και τον ολοκληρωτισμό. Οδηγεί σε ιστορική ακύρωση του εθνικού επιτεύγματος.
Σήμερα που ξυπνάνε πάλι οι δαίμονες του ολοκληρωτισμού και της πολυεθνικής ταξικής ολιγαρχίας, η ανάδειξη της θετικής σημασίας του εθνικού κράτους και της εθνικής ταυτότητας και η επανασύνδεσή τους με την πρωταρχική δημοκρατική τους ουσία είναι επείγουσα και επιτακτική ανάγκη. Ανάγκη ιδιαίτερη, ειδικά για την Ελλάδα, όπου, υπό τις συνθήκες της σημερινής κρίσης, η υπεράσπιση του εθνικού κράτους είναι το ύστατο ανάχωμα για τη διαφύλαξη της εθνικής μας ελευθερίας. Τα επιτεύγματα του νέου ελληνισμού, που συχνά υποβαθμίζουμε και περιφρονούμε, δεν πρέπει να ακυρωθούν επειδή το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε αντάξιο των προσδοκιών του έθνους. Κατάρρευση του εθνικού κράτους σήμερα, θα γεννήσει φαινόμενα παρόμοια της υστεροβυζαντινής περιόδου και μια νέα διπλή κατοχή. Πρόκειται για φαινόμενα που ήδη ζούμε και προδιαγράφουν ένα μέλλον οικονομικής, πολιτικής και τελικά πνευματικής υποδούλωσης. Ένα μέλλον σκοτεινό, χωρίς Ελευθερία, χωρίς το μείζον δηλαδή αγαθό που δίνει νόημα όχι μόνο στον ελληνικό κόσμο αλλά σε όλη την ιστορία του ανθρώπου.
*Επιστημονικό συνέδριο «Παιδεία και εθνική συνείδηση στον ελληνικό κόσμο από την Άλωση μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης του 1821», 30- 31 Μαρτίου 2013.

Κορνήλιος Καστοριάδης Εκφραστικά μέσα της ποιήσεως.


Μερικές σημειώσεις *


Μετάφραση: Kωνσταντίνος Σπαντιδάκης (Ν. Εστία τ. 1722)

Μερικές μεταφραστικές δυσκολίες μας οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι αρχαίοι Έλληνες
ποιητές στηρίζονταν συχνά σ' ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας, κοινό
πιθανώς με άλλες πρωτογενείς γλώσσες, γνώρισμα που μπορούμε να αποκαλέσουμε
αδιαίρετη πολυσημία των λέξεων και των γραμματικών πτώσεων. Οι νεότερες ευρωπαϊκές
γλώσσες δεν έχουν πλέον αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα, και οι ποιητές προσέφυγαν σε
άλλες οδούς προκειμένου να δημιουργήσουν μια συγκρίσιμη εκφραστική ένταση.
Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδηγούν σε μια εξέταση των οδών της ποιητικής εκφραστικότητας
και ιδιαίτερα της σημασιακής μουσικότητας της.
Ι
Ας αρχίσουμε από τους περίφημους στίχους της Σαπφούς (εκδ. Bergk 52):
Δέδυκε μεν α σελάννα και
Πληιάδες· μέσαι δε
νύκτες, παράδ' έρχετ' ώρα,
εγώ δε μόνα κατεύδω.
Μια κατά λέξιν μετάφραση θα μπορούσε να ήταν η έξης:
Η Σελήνη έδυσε και η
Πούλια· είναι μεσάνυχτα, η
ώρα περνά, κι εγώ κοιμάμαι
μόνη.
Δέδυκε, του ρήματος δύω, σημαίνει βούτηξε, καταβυθίστηκε. Στην Ελλάδα των διακοσίων
κατοικημένων νησιών και των περίπου δέκα χιλιάδων χιλιομέτρων ακτών, ο ήλιος, η σελήνη
και τ' αστέρια δεν πλαγιάζουν, βουτούν στη θάλασσα, βυθίζονται.1 Σελάννα είναι βέβαια η
σελήνη, και δεν μπορούμε να αποδώσουμε τη λέξη διαφορετικά. Για έναν αρχαίο Έλληνα
όμως, η λέξη σελάννα παραπέμπει αμέσως στο σέλας,2 το φως· σελάννα είναι η φωτεινή, ο
φωστήρ. Πληιάδες, είναι η Πούλια, είναι οι Πολυάριθμες. Για έναν Γάλλο –ή έναν Ευρωπαίο–
χωρίς επαρκή καλλιέργεια, η λέξη δεν λέει τίποτα· και για τον μετρίως καλλιεργημένο Γάλλο,
πρόκειται για μια πλειάδα επιφανών Γάλλων ποιητών του 16ου αιώνα, και για μια συλλογή
βιβλίων στις εκδόσεις Gallimard. Αλλά για τον Έλληνα αγρότη, τεχνίτη, ή ναυτικό της Αρχαιότητας (κι ακόμη έως προσφάτως), πρόκειται για ένα αστρικό νέφος –διακρίνονται
τουλάχιστον επτά αστέρες δια γυμνού οφθαλμού– που ένας σημερινός αστρονόμος θα
αποκαλούσε σφαιρωτό σμήνος μερικών εκατομμυρίων αστέρων, υπέροχος αστερισμός στον
ωραιότερο σχηματισμό του νυχτερινού ουρανού, μέσα σ' ένα τεράστιο τόξο του κύκλου ο
οποίος καλύπτει περισσότερο από το ήμισυ του ουράνιου θόλου, αρχίζοντας από την Πούλια,
περνώντας από τον Ωρίωνα και τερματίζοντας στον Σείριο.3 Όταν περί το τέλος του
καλοκαιριού εμφανίζεται ο Σείριος, λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου, οι ωχρές πλέον
Πλειάδες έχουν ήδη διαβεί το ζενίθ, πηγαίνοντας προς τα δυτικά. Τη στιγμή που ομιλεί η
Σαπφώ, οι Πλειάδες έχουν ήδη δύσει, ένδειξη ακριβής και πολύτιμη, στην οποία θα
επανέλθω.
Μέσαι δε νύκτες, κατά λέξιν: οι νύχτες βρίσκονται στο μέσον τους, είναι μεσάνυχτα. Στο
μέσον αυτής της νύχτας, στα μεσάνυχτα εκείνης της ημέρας, η Σελήνη και οι Πλειάδες είχαν ήδη δύσει. Ας υποθέσουμε προσωρινά ότι το τέλος του ποιήματος θα μπορούσε να αποδοθεί
κάπως έτσι:
... η ώρα περνά, κι εγώ
κοιμάμαι μόνη.
Εδώ, η ίδια η Σαπφώ ομιλεί, η Σαπφώ που γεννήθηκε γύρω στα 612 στη Λέσβο. Μπορούμε
να υποθέσουμε ότι το ποίημα γράφτηκε γύρω στα 580, ίσως και πριν. Λυρικό ποίημα, όπως
λέγομε, που εκφράζει τα συναισθήματα, την ψυχική κατάσταση του ποιητή, και όμως, ο
μύθος –η αφήγηση, η ιστορία– είναι παρών, νοσταλγικός και υπέροχος. Χωρίς ιδιαίτερη
προσπάθεια, βλέπουμε τον νυχτερινό ουρανό να περιγράφεται, τη Σελήνη και τις Πλειάδες να
έχουν ήδη δύσει, κι αυτήν τη γυναίκα, ενδεχομένως ερωτευμένη με κάποιον που δεν είναι
εκεί, ίσως και όχι, ωστόσο γεμάτη πόθους, η οποία, εν τω μέσω της νυκτός, δεν μπορεί να κοιμηθεί και λέγει τη θλίψη της που στο κρεβάτι της είναι μόνη.
Διαβάζομε ένα αρχαίο ποίημα σημαίνει ότι ξαναβρίσκουμε έναν κόσμο πια χαμένο, έναν
κόσμο τώρα σκεπασμένο από την αδιαφορία του “πολιτισμού” μπροστά στα στοιχειώδη και
θεμελιώδη. Είναι το μέσον της νύχτας και η Σελήνη έχει ήδη δύσει. Ένας σύγχρονος μας δεν
βλέπει τί σημαίνει αυτό. Δεν φαντάζεται ότι, αφού η Σελήνη έδυσε πριν από τα μεσάνυχτα,
βρισκόμαστε μεταξύ της νέας Σελήνης και του πρώτου τετάρτου, στην αρχή συνεπώς ενός
σεληνιακού μηνός (μέτρον χρόνου για όλους τους αρχαίους λαούς). Αλλά οι Πλειάδες
έδυσαν. Αυτήν την ακρίβεια των αρχαίων ποιητών δεν την ξαναβρίσκουμε παρά μόνο σπάνια
στους νεότερους, αφού με αφετηρία αυτήν την ένδειξη θα μπορούσαμε σχεδόν να
προσδιορίσομε την εποχή της σύνθεσης του ποιήματος.
Βρισκόμαστε στην άνοιξη, διότι την άνοιξη –και μάλιστα στην αρχή της– οι Πλειάδες δύουν
πριν από τα μεσάνυχτα· όσο περισσότερο προχωρεί το έτος, τόσο δύουν αργότερα. Η Σαπφώ
είναι ξαπλωμένη, και η ώρα περνά.
Τί είναι η ώρα;4 Ο μεταφραστής θα αποδώσει τη λέξη “αβίαστα” ως [ώρα στα νέα ελληνικά
και] heure στα γαλλικά (μέσω του λατινικού δανείου hora). Ώρα όμως στα αρχαία ελληνικά
σημαίνει επίσης την εποχή, ήδη στον Όμηρο, κι αυτή η έννοια διαρκεί ως σήμερα διά μέσου
των αλεξανδρινών και βυζαντινών χρόνων· αι ώραι του έτους είναι οι εποχές. Είναι βεβαίως
και η ώρα, με τη συνήθη έννοια του όρου, όχι η ώρα των ρολογιών, αλλά η ώρα ως
υποδιαίρεση της διάρκειας της ημέρας. Ένα από τα περίφημα ποιήματα που η ύστερη
Αρχαιότητα απέδιδε στον λυρικό ποιητή Ανακρέοντα αρχίζει ως εξής: “μεσονύκτιος ποτ'
ώραις”,5 στίς ώρες του μεσονυκτίου. Ώρα όμως είναι και η στιγμή κατά την οποία ένα
πράγμα “είναι στην ώρα του”, που είναι πραγματικά καλό κι “ωραίο”, είναι συνεπώς για τους ανθρώπους ο ανθός της νιότης. Στο Συμπόσιο όταν ο Αλκιβιάδης αφηγείται πως προσπάθησε
να πλαγιάσει με τον Σωκράτη, αλλά σηκώθηκε το πρωί χωρίς να πάθει τίποτα (καταδε-
δαρθηκώς...), σαν να είχε κοιμηθεί με τον πατέρα του ή τον αδελφό του, καταλήγει: Ο
Σωκράτης είναι υβριστής, τόσο κατηφρόνησεν της εμής ώρας, τη νιότη μου, την ομορφιά μου,
το γεγονός ότι ήμουν ώριμος να με συλλέξει σαν έναν ωραίο ερωτικό καρπό.6
Πρέπει τέλος να κάνω μνεία του συνδέσμου δε, που σημαίνει τόσον “και” όσον και “αλλά”.
Εδώ η επιλογή είναι αναπόφευκτη και θα μεταφράσω απλώς “και”. Τί λέγει λοιπόν η Σαπφώ;
Η Σελήνη και οι Πλειάδες έδυσαν,
είναι μεσάνυχτα· εποχή, ώρα, νιότη
παρέρχονται κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
Ουδείς νεότερος μεταφραστής, απ' όσο ξέρω, δεν τόλμησε να μεταφράσει τη μοναδική λέξη
ώρα με τρεις λέξεις. Όμως η κορύφωση της έντασης του ποιήματος είναι ακριβώς αύτη η
λέξη που συνδυάζει περισσότερες της μιας σημασίες, χωρίς να θέλει ή να πρέπει να επιλέξει
ανάμεσα τους: την εποχή του έτους, την άνοιξη –το νέο ξεκίνημα του χρόνου μετά τον
χειμώνα, την εποχή των ερώτων–, την ώρα που παρέρχεται και τη νεότητα της Σαπφούς που
μάταια αναλώνεται, αφού δεν υπάρχει κανείς στο κρεβάτι της. Η μεγαλοφυΐα της Σαπφούς έγκειται και στην επιλογή ακριβώς αυτής της λέξεως, το φάσμα σημασιών της οποίας
διαφωτίζεται και εμπλουτίζεται από το υπόλοιπο ποίημα (χωρίς τη μνεία της δύσης των
Πλειάδων, η έννοια εποχή/άνοιξη της λέξεως ώρα θα ήταν πολύ λιγότερο επιτακτική).
* * *
Αδιαίρετη πολυσημία και στον Αισχύλο, στον Προμηθέα. Όταν ο Προμηθεύς, καρφωμένος
στον βράχο του επικαλείται ως μάρτυρα των πόνων που άδικα υφίσταται (στ. 89 επ.) τη
μητέρα του Γη, τον θείο Αιθέρα, τις πηγές των ποταμών και τις πνοές των ανέμων, καλεί
επίσης το:
ποντίων τε κυμάτων
ανήριθμον γέλασμα
Ας αφήσουμε τον πλούτο των τρόπων (έχουμε συγχρόνως προσωποποιία και υπαλλαγή·
αναρίθμητα είναι τα κύματα και όχι το γέλιο τους) για να περιορισθούμε στη λέξη γέλασμα.
Θα το μεταφράσουμε αναγκαστικά με τη λέξη γέλιο.
Όμως ένας αρχαίος Έλληνας, ακούοντας ή διαβάζοντας τον στίχο, δεν μπορούσε να μην
αντιληφθεί και το άλλο νόημα του γελάω, που βρίσκουμε στο επίθετο Ζευς γελέων, Ζευς του
φωτός, ή στην ιωνική φυλή Γελέοντες, οι επιφανείς, οι λαμπροί. Υπάρχει συνεπώς μια έντονη
αρμονική του γελάσματος, και πιθανώς μια ετυμολογική συγγένεια με το γέλας, λάμψη,
σπινθηροβόλημα. Και σήμερα ακόμη λέμε: Τί γελαστή αυτή η μέρα! Είναι γελαστή, διότι
είναι ηλιόλουστη, λαμπερή. Όταν και σήμερα, όπως στα χρόνια του Αισχύλου, βρισκόμαστε στη θάλασσα, και ειδικά στο Αιγαίο, βλέπουμε ιδίοις όμμασιν αυτό το ανήριθμον γέλασμα,
αυτήν την ατέλειωτη μαρμαρυγή των κυμάτων στο φως του μεσημεριού.
* * *
Η πρόζα του Ηροδότου μας προσφέρει και άλλο παράδειγμα. Ο Ηρόδοτος λέγει, στο 1ο
βιβλίο των Ιστοριών του, ότι εκθέτει την ερευνά του, ώστε αυτά που έκαναν οι άνθρωποι να
μη σβηστούν με την πάροδο του χρόνου και ώστε μεγάλα και θαυμαστά έργα, Ελλήνων ή
βαρβάρων, να μη χάσουν τη φήμη τους, είτε πρόκειται για ειρηνικά έργα είτε πρόκειται για
έργα με τα οποία και διά των οποίων επολέμησαν οι μεν προς τους δε. Έργα (έργον >
εργάζομαι, νεοελλ. εργάζομαι, επιτελώ7) είναι τόσον οι πράξεις και τα κατορθώματα, όσον
και τα έργα και οι εργασίες (Ησίοδος, Εργα και ημέραι). Ο Λεγκράν (Legrand), στην
εξαιρετική Εισαγωγή του σε αυτό το βιβλίο του Ηροδότου στην έκδοση Bude, λέγει ότι
δίστασε μεταξύ των δύο σημασιών της λέξεως έργον (νεοελλ.) έργο και κατόρθωμα, και
εξηγεί γιατί προτίμησε το δεύτερο. Δεν θα συζητήσουμε αν είχε δίκαιο ή άδικο· θα
διαπιστώσουμε απλώς, όπως και στην περίπτωση της ώρας της Σαπφούς, ότι ο νεότερος
μεταφραστής είναι αναγκασμένος να επιλέξει και να προτιμήσει. Όμως στην πραγματικότητα
δεν πρέπει να προτιμήσουμε. Ο Ηρόδοτος ομιλεί προφανώς τόσο για τα έργα και τις εργασίες
–τα τείχη της Βαβυλώνος, τα αγάλματα και τα αφιερώματα των Δελφών, τη γέφυρα του
Ξέρξη στον Ελλήσποντο– όσο και για τα κατορθώματα: την κατάκτηση της Ασίας από τον
Κύρο, της Αιγύπτου από τον Καμβύση, τους πολέμους του Δαρείου, τον Μαραθώνα, τη
Σαλαμίνα, τις Πλαταιές. Τα περιγράφει και τα δυο και λέγει: έργα μεγάλα και θωμαστά, εργασίες, έργα και κατορθώματα μεγάλα και θαυμαστά που πραγματοποίησαν άλλα οι
Έλληνες, αλλά οι βάρβαροι. Στην πραγματικότητα, έργα είναι τα πραχθέντα, αν δεχθούμε να
ξαναδώσουμε στη λέξη τη σημασία της και ως ουσιαστικού και ως μετοχής, αν
αποκαταστήσουμε τη σημασία του ποιείν/πράττειν ως την ανθρώπινη δραστηριότητα στην
ιστορία, είτε αυτή καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα ξεχωριστό από το έργο (η ποίησις του
Αριστοτέλους) είτε αξεχώριστο από αυτήν (η πράξις), ένα ωραιότατο έργο, σαν τη ναυμαχία
της Σαλαμίνος. Όλα αυτά ανήκουν στο ποιείν/πράττειν, η δε περιγραφή τους είναι το έργον,
το έργο και το κατόρθωμα συγχρόνως του Ηροδότου.
* * *

Ας δούμε τώρα άλλα δυο παραδείγματα από τον Σοφοκλή στο Στάσιμον της Αντιγόνης που
αρχίζει με το περίφημο “πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει”8 (“πολλά είναι
τα δεινά, τίποτα όμως δεινότερον του ανθρώπου”). Ο νεότερος μεταφραστής είναι
υποχρεωμένος να επιλέξει ανάμεσα στις πολλαπλές σημασίες του δεινός και επιλέγει
συνήθως κάτι μεταξύ θαυμαστού ή φοβερού, αλλά ο αρχαίος ακροατής δεν ήταν
υποχρεωμένος να επιλέξει. Συνελάμβανε όλες τις σημασίες όταν άκουγε τη λέξη, όπως και ο
συγγραφέας όταν την σκεπτόταν. Δεινός είναι ασφαλώς ο φοβερός, αυτός που προκαλεί το
δέος, είναι ο πανίσχυρος, αλλά και ο θαυμαστός, αυτός που διακρίνεται σε κάποια
απασχόληση ή τέχνη –μπορεί να είναι δεινός κολυμβητής ή ρήτωρ– υπερέχει σε βαθμό που
προκαλεί δέος και θαυμασμό. Είναι αδύνατο να συλλάβουμε το συγκεκριμένο σε αυτήν τη
λέξη σημασιακό σμήνος, χωρίς να προβούμε στη διαύγαση του ουσιώδους πυρήνα αυτού του
χορικού, πράγμα που θα επιχειρήσουμε τώρα. Θα πούμε μόνο, ευθύς εξαρχής, ότι η λέξη
δεινός τότε μόνο είναι δυνατόν να κατανοηθεί πλήρως, όταν ακούσουμε ολόκληρο το χορικό
της Αντιγόνης.
Το κυριότερο μέρος της εξήγησης της σημασίας της λέξεως δεινόν αρχίζει με τον στίχο 353.
Μιλώντας για τον άνθρωπο, ο Σοφοκλής λέγει ότι ούτος ο ίδιος εδίδαξε στον εαυτό του
(εδιδάξατο, ρήμα στο όποιο θα επανέλθω) τη γλώσσα, φθέγμα, και τη σκέψη, φρόνημα, το
οποίο αποκαλεί ανεμόεν. Ξέρουμε τί είναι άνεμος. Εδώ η περίπτωση είναι αντίστροφη αυτών
που συναντήσαμε ως τώρα. Τώρα, από τις πολλές παραπομπές της λέξης, πρέπει να
απορρίψουμε ένα μέρος και να κρατήσουμε ένα άλλο. Επί παραδείγματι, λέγει ο Όμηρος
Ίλιον ανεμόεσσαν (Γ 305), το ανεμοδαρμένο Ίλιον· βλέπουμε τα ψηλά τείχη της Τροίας, στην κορυφή του λόφου, εκτεθειμένα σε όλους τους ανέμους. Προφανώς όμως εδώ ο Σοφοκλής
δεν ομιλεί για μια ανεμοδαρμένη σκέψη. Η σκέψη είναι άκρως κινητική, σαν τον άνεμο, μια
στιγμή είναι εδώ και σχεδόν αμέσως μετά είναι εκεί· και είναι σαν το φυσικό στοιχείο,
δυνατή και βίαιη· και είναι επίσης, σαν κι αυτό, τον περισσότερο χρόνο διαφανής, αλλά
μπορεί και να μεταφέρει σύννεφα και να σκοτεινιάζει τον ουρανό. Στα γαλλικά ή στα αγγλικά
θα πρέπει να αδυνατίσουμε την εικόνα, γράφοντας: σαν τον άνεμο· ventée ή windy δεν θα
πήγαινε προφανώς καθόλου.
Η γλώσσα και η σκέψη δεν αποτελούν “φυσικά”, δεδομένα κατηγορήματα του ανθρώπου· ο
άνθρωπος τα εδιδάξατο, τα δίδαξε ο ίδιος στον εαυτό του. Η αυτοπαθής διάθεση του απλού
ρήματος διδάσκω περιέχει μια φιλοσοφική σκέψη απαράμιλλης τόλμης, που όμως παρέμεινε
χωρίς συνέχεια επί είκοσι πέντε αιώνες. Ο άνθρωπος δεν “έχει” τη γλώσσα και τη σκέψη· τις
έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του, τις δημιούργησε για τον εαυτό του και τις δίδαξε στον εαυτό
του. Ο Πλάτων θα έλεγε: πώς μπορώ να διδάξω κάτι στον εαυτό μου; Αν αυτό το κάτι το
γνωρίζω, δεν έχω ανάγκη να το διδάξω στον εαυτό μου, να το διδαχθώ· αν δεν το γνωρίζω,
δεν ξέρω τί να διδαχθώ. Και πράγματι αυτό λέγει: δεν μπορούμε ποτέ να μάθουμε κάτι που,
με οποιονδήποτε τρόπο, δεν γνωρίζουμε ήδη. Ο Σοφοκλής διαρρηγνύει αυτήν τη φαινομενικά
αναμφίλεκτη λογική και καταφάσκει σαφώς αυτό που αποκάλεσα πρωταρχικό κύκλο της
δημιουργίας: η δραστηριότητα προϋποθέτει τα “αποτελέσματα” της, ο άνθρωπος διδάσκει
στον εαυτό του κάτι που δεν γνωρίζει, εξ ου και μαθαίνει αυτό που πρέπει να διδαχθεί.
Ο Σοφοκλής συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος εδιδάξατο, “εδίδαξε ο ίδιος στον εαυτό του”, τας αστυνόμους οργάς. Μεταφράζω αμέσως: το πάθος για τη θέσμιση των
πόλεων. Αστυνόμους προέρχεται από το άστυ, που είναι συνήθως η πόλις, εδώ όμως τονίζεται
και ο νόμος που θέτει την πόλη και ο νόμος που τη διέπει ως πολιτική μονάδα. Η λέξη οργή
έχει κι αυτή πολλές σημασίες και, ακόμη μια φορά, οι μεταφραστές είναι υποχρεωμένοι να
επιλέξουν ή να επινοήσουν κάτι. Ο Μαζόν (Mazon), στην έκδοση Budé, γράφει: “οι ορμές, οι
επιθυμίες, απ' όπου γεννώνται οι πόλεις”, στο κείμενο όμως δεν τίθεται θέμα γεννήσεως. To
Liddell-Scott, παραπέμποντας στο στίχο (s.v. Αστυνόμος), μας δίνει: "the feelings of lawabiding"
ή "social life" (αλλά, s.v. Οργή, μεταφράζει το αστυνόμοι οργώ ως "social
dispositions"). Όπως κάθε λεξικό, είναι υποχρεωμένο να προχωρήσει σε χωρισμούς και να
αποδώσει κατά τρόπο μονοσήμαντο. Όμως πρέπει να ξέρουμε τι είναι λεξικό, και να το χρησιμοποιούμε κατάλληλα. Μια λέξη δεν είναι ένα πακέτο με διάφορα είδη μπισκότα,
τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, από τα οποία μπορούμε, αν θέλουμε, να πάρουμε ένα
και να αφήσουμε τα άλλα. Οργή είναι η ορμή, η ενόρμηση, το ταμπεραμέντο, η διάθεση, η
έφεση, η τάση, η ροπή, η [νεοελλ.] οργή. Είναι η λέξη που δίδει οργάω και οργασμό. Εδώ,
οργή είναι η ενόρμηση, η παρόρμηση, η αυθόρμητη, η ανεπίσχετη ώθηση. Η έκφραση
αστυνόμους οργάς εκ πρώτης όψεως αποτελεί αντίφαση ή οξύμωρον, διότι πώς οι ορμές ή οι
ενορμήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη θέση νόμων; Λέγει όμως ο Σοφοκλής
εδιδάξατο, και προσδίδει έτσι στο ρήμα μια πρόσθετη σημασία. Αυτές τις ενορμήσεις που
ωθούσαν προς την κατεύθυνση της συγκροτήσεως κοινωνικών συνόλων, ο άνθρωπος τις
υπέβαλε σε διαπαιδαγώγηση και, μαθητεία, τις σχημάτισε και τις μετασχημάτισε, τις υπέβαλε
σε νόμους και έτσι συγκρότησε πόλεις. Όλα αυτά, που θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα
φιλοσοφικό σύγγραμμα, ο Σοφοκλής το λέγει σε τρεις λέξεις: εδιδάξατο [...] αστυνόμους
οργάς. Ο άνθρωπος διαπαιδαγώγησε τον εαυτό του μετασχηματίζοντας τις ενορμήσεις του,
ώστε να καταστούν θεμέλια και ρυθμιστές των πόλεων.
Επιμένουμε στο αστυνόμους οργάς, διότι η έκφραση είναι σημαντική και από απόψεως
ιστορικής. Εδώ συναντούμε για πρώτη φορά τη ρητή διατύπωση αυτού που θα αποτελέσει
ένα από τα μεγάλα θέματα της κλασικής πολιτικής φιλοσοφίας, ήδη από τον Πλάτωνα μέχρι
και του Ζάν-Ζάκ Ρουσσώ (Jean-Jacques Rousseau) συμπεριλαμβανομένου, θέμα που
περιέπεσε εν συνεχεία στη λήθη, μέσα στη διανοουμενίστικη ξηρασία που μαστίζει αυτόν τον
χώρο εδώ και δυο αιώνες· διότι, “για να θεσμίσεις ένα λαό”, όπως λέγει ο Ρουσσώ, πρέπει
πρώτα να του αλλάξεις “τα ήθη”, και τα ήθη είναι κατ' ουσίαν η διαπαιδαγώγηση των παθών, πράγμα που απαιτεί τουλάχιστον ότι οι νόμοι θα το λαμβάνουν υπ' όψιν τους, με θετικές
διατάξεις, στην κατάστρωση της πολιτικής της παιδείας των πολιτών. Ο Αριστοτέλης ομιλεί
περί φιλίας στα Πολιτικά του· οι νομοθέτες, αναφέρει, οφείλουν, υπεράνω όλων, να
ασχολούνται με την εδραίωση της φιλίας μεταξύ των πολιτών (που δεν είναι μια ωχρή κοινή
φιλία, αλλά η συν-πάθεια, με την εντονότερη σημασία της λέξεως), διότι όπου υπάρχει φιλία
δεν έχουμε ανάγκη δικαιοσύνης. Ο Αριστοτέλης που καταδίκασε τον κομμουνισμό στα ίδια
αυτά Πολιτικά, εξακολουθεί λέγοντας: η παροιμία έχει δίκαιο, όταν λέγει κοινά τα φίλων.9
Όταν ο Σοφοκλής ομιλεί εδώ περί οργών, αποβλέπει σε αυτό που αποτελεί το ουσιώδες
στοιχείο της ζωής των πόλεων και που είναι, για το βέλτιστο ή για το χείριστο, τα αμοιβαία
πάθη και αισθήματα των μελών της κοινότητος.
Δεν μπορούμε συνεπώς να κατανοήσουμε τη λέξη δεινός παρά μόνο με αφετηρία αυτό το
σύνολο των σημασιακών δυνατοτήτων που προσπαθήσαμε να διαυγάσουμε, αν και δεν τις
εξερευνήσαμε όλες. Το να είναι κανείς δεινός σημαίνει να παρουσιάζει στην ενεργό σύνδεση
τους όλα τα κατηγορήματα που κατονομάζει ο ποιητής και τα οποία, θεωρούμενα στην ουσία
τους, παραπέμπουν όλα σε μια κεντρική ιδέα: την ιδέα της αυτοδημιουργίας του άνθρωπου. Η
διατύπωση μπορεί να θεωρηθεί υπέρογκη, θα βρει, πιστεύω, την πλήρη δικαίωση της, αν
λάβουμε υπ' όψιν τον αποφασιστικό χαρακτηρισμό που εισάγει ο ποιητής ευθύς εξαρχής και
στην ίδια φράση, όπου εμφανίζεται ο όρος δεινός:
Πολλά τα δεινά, κουδέν
ανθρώπου δεινότερον πέλει.
Τα δεινά, θα έλεγε κανείς με τρόπο σχολαστικό, σχηματίζουν μια συλλογή, αυτή δε η
συλλογή περιλαμβάνει ένα μοναδικό μέγιστο στοιχείο, τον άνθρωπο. Προσπάθησα, εδώ και δέκα χρόνια, να σκιαγραφήσω τις τεράστιες συνέπειες αυτής της φράσεως.10 Συνοψίζω εδώ
το ουσιώδες. Μια αντίρρηση στην απόφανση αυτή του Σοφοκλέους μας έρχεται αμέσως στη
σκέψη· πώς μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι πιο δεινός από τους θεούς; Ο Σοφοκλής
δεν ήταν ασεβής, όπως το δείχνουν οι τελευταίοι στίχοι αυτού του χορικού, και είναι βέβαιο
πως ένα αθεϊστικό κείμενο δεν θα βραβευόταν στα Διονύσια. Έτσι, ο Σοφοκλής δεν λέγει ότι
ο άνθρωπος είναι καλύτερος ή ισχυρότερος από αυτούς. Είναι όμως δεινότερος, και πρέπει να
ψάξουμε –αν εν πάση περιπτώσει πάρουμε τον ποιητή στα σοβαρά– κατά ποία έννοια μπορεί
να είναι. Και η απάντηση, εισαγόμενη με το γαρ, δίδεται με το υπόλοιπο του χορικού που απαριθμεί και χαρακτηρίζει τα πολλαπλά κατορθώματα του ανθρώπου. Και είναι ηλίου
φαεινότερη: Αυτό που χαρακτηρίζει τη δεινότητα του ανθρώπου είναι εκείνος ο συνεχής και
τεράστιος μετασχηματισμός των σχέσεων του με τη φύση, αλλά και με τη “φύση” του, όπως
ξεκάθαρα σημαίνεται με το αυτοπαθές ρήμα εδιδάξατο. Τώρα, η ετερότητα του σε σχέση με
τους θεούς καθίσταται έκδηλη. Οι θεοί τίποτα δεν εδιδάξαντο, και ούτε άλλαξαν. Είναι αυτό
που ήσαν εξ υπαρχής και που θα είναι εσαεί. Η Αθήνα δεν θα γίνει σοφότερη, ούτε ο Έρμης
ταχύτερος, ούτε ο Ήφαιστος πιο επιδέξιος τεχνίτης. Η δύναμη τους είναι ένα αμετάβλητο
κατηγόρημα της φύσεως τους, και τίποτα δεν έκαναν για να την αποκτήσουν ή να τη
μεταβάλουν. Κατασκευάζουν, φτιάχνουν, συνδυάζοντας πάντοτε από τα ήδη υπάρχοντα. Ο
άνθρωπος όμως, θνητός, σε άπειρη απόσταση από τη δύναμη των θεών, είναι δεινότερος,
διότι δημιουργεί και δημιουργεί τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι δεινότερος κάθε άλλου
φυσικού πράγματος, αλλά και των θεών, που είναι φυσικοί διότι αυτός είναι υπερφυσικός.
Μόνος μεταξύ των όντων, θνητών και αθανάτων, αυτοαλλοιώνεται.
Και αν κανείς πει ότι αυτή η διαύγαση του κειμένου εισάγει ιδέες σύγχρονες, ξένες για την
Ελλάδα του 5ου αιώνος, ας θυμηθεί τις “ανθρωπογονίες” του Δημοκρίτου και μερικών
μεγάλων σοφιστών, όσο και τα δυνάμει στοιχεία τα ενυπάρχοντα στον Θουκυδίδη, τόσο στην
Αρχαιολογία του όσο και στον Επιτάφιο λόγο του Περικλέους. Ο αθηναϊκός 5ος αιώνας έδειξε
χειροπιαστά την ιδέα της ανθρώπινης αυτοδημιουργίας — και έπρεπε να επέλθει η ήττα της
Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο και η πλατωνική αντίδραση για να πνιγούν και να
ταφούν αυτά τα σπέρματα. Κι αύτη η αντίδραση ήταν τόσο ισχυρή, ώστε κυριάρχησε σχεδόν
τελείως στην ευρωπαϊκή ερμηνεία αυτής της σύλληψης του 5ου αιώνος.
Το δεύτερο περίφημο χορικό της Αντιγόνης, αφιερωμένο στον έρωτα,11 διαφωτίζει άλλες
όψεις της ποιητικής δημιουργικότητος της αδιαίρετης πολυσημίας. Έρχεται μετά τη διαμάχη
μεταξύ του Κρέοντος και του γιου του Αίμονος, ο οποίος εγκαταλείπει τη σκηνή απειλώντας
τον (θα αυτοκτονήσει λίγο μετά). Ο χορός υμνεί τη δύναμη του ανίκητου Έρωτα (ανίκατε
μάχαν). Του έρωτα που ενεδρεύει στα τρυφερά και απαλά μάγουλα της νεανίδος (εν μαλακαίς
παρειαίς νεανίδος εννυχεύεις), και συνεχίζει:
Νικά δ' εναργής βλεφάρων
ίμερος ευλέκτρου νύμφας
Ο Μαζόν μεταφράζει, στην έκδοση Βudé: “Ποιος λοιπόν θριαμβεύει εδώ; Είναι προφανές
πως είναι η επιθυμία των ματιών της παρθένου που προορίζεται για το κρεβάτι του συζύγου της.” Όλα πρέπει να τα ξαναπιάσουμε από την αρχή, σε αυτήν τη δειλή και βικτωριανή
μετάφραση, και που την παραθέτω για να δείξω μια ακόμη φορά τον Γολγοθά του καλού
σύγχρονου μεταφραστή. Ας το πάρουμε λέξη προς λέξη αυτό το παράθεμα: Νικά, είναι ο
νικητής, υπερισχύει· ίμερος, η επιθυμία, ο πόθος· εναργής: σ' ένα φιλοσοφικό κείμενο θα
μεταφράζαμε προφανής, εναργής, εδώ όμως πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο· η λέξη
εναργής προέρχεται από τη ρίζα της λέξεως αργός, η οποία δίδει αργυρός (και argentum, στα
λατινικά) και υποδεικνύει τη λάμψη, τη λαμπρότητα, το φως· ίμερος εναργής είναι συνεπώς η
έκδηλη, η εκτυφλωτική επιθυμία. Επιθυμία τίνος; Βλεφάρων ευλέκτρου νύμφας. Δεν
πρόκειται περί μιας λογοδοσμένης παρθένου, προορισμένης για το κρεβάτι του συζύγου της·
το κείμενο ομιλεί για τη νεόνυμφη, και εν πάση περιπτώσει για την κοπέλα σε ώρα γάμου,
όπως το δείχνει ο επιθετικός προσδιορισμός εύλεκτρος. Πρέπει να πούμε τα πράγματα με τ'
όνομά τους, και οι Αρχαίοι δεν φοβούνταν να το κάνουν. Λέκτρον είναι το κρεβάτι, ευ- είναι
το καλό. Μια εύλεκτρος γυναίκα είναι μια γυναίκα της οποίας το κρεβάτι είναι καλό, που
είναι δηλαδή καλή στο κρεβάτι και για το κρεβάτι — καλοκρέβαττη θα λέγαμε εύκολα στα
νεοελληνικά, πράγμα που μεταφράζει κατά λέξιν και πιστά το εύλεκτρος. Μένει η γενική
βλεφάρων, των ματιών. Των ματιών τίνος; To Liddell-Scott, παραπέμποντας στον στίχο,
μεταφράζει: "desire breaming from the eyes", πρόκειται συνεπώς για την επιθυμία, της οποίας
η νεαρή κόρη είναι το υποκείμενο· ο Μαζόν κρατεί την αμφισημία, που είναι όμως σημαντικό
να διασαφήσουμε. Πρόκειται τόσο για την επιθυμία “της” νεαρής γυναίκας, όσο και για την
επιθυμία “για” τα μάτια της, συνεπώς για την επιθυμία προς τη νεαρή γυναίκα. Η επιθυμία προέρχεται από τα μάτια της νεαρής γυναίκας και κατευθύνεται προς τα μάτια της νεαρής
γυναίκας. Ένας μέγας ποιητής της νεότερης πεζογραφίας, ο Προύστ (Proust), εκφράζει την
ίδια κατάσταση σε μια υπέροχη σελίδα της Αναζήτησης. Κατά τη διάρκεια της εσπερίδας
στους “κήπους της λεωφόρου Γκαμπριέλ”, στο μέγαρο της πριγκίπισσας ντε Γκερμάντ, ο
αφηγητής συνομιλεί με τον Σουάν –έναν Σουάν πολύ άρρωστο, που αγγίζει το τέλος της ζωής
του– για την υπόθεση Ντρέυφους και για την άνοδο του αντισημιτισμού, που τον βασανίζουν,
όταν περνά ο βαρώνος ντε Σαρλύ και αρχίζει τις υπερβολικές διαχύσεις και φιλοφρονήσεις
προς τη μαρκησία ντε Συρζίς, ερωμένη του αδελφού του:
[...] η μαρκησία, γυρνώντας, έστειλε ένα χαμόγελο κι έτεινε το χέρι της στον Σουάν που είχε
σηκωθεί για να τη χαιρετήσει. Αλλά –σχεδόν απροκάλυπτα, καθώς η προχωρημένη ήδη
ηλικία του είχε αφαιρέσει είτε την ηθική βούληση, από αδιαφορία για τη γνώμη των άλλων,
είτε τη σωματική δύναμη, εντείνοντας την επιθυμία και εξασθενώντας τους μηχανισμούς που
συντελούν στην συγκάλυψη της– μόλις ο Σουάν, καθώς έσφιγγε το χέρι της μαρκησίας, είδε
το στήθος της από πολύ κοντά κι από ψηλά, βύθισε ένα βλέμμα προσεκτικό, σοβαρό,
απορροφημένο, σχεδόν επίφροντι, στα βάθη του μπούστου της, και τα ρουθούνια του, που τα
μεθούσε το άρωμα της γυναίκας, σκίρτησαν σαν πεταλούδα έτοιμη να πετάξει για να σταθεί
πάνω στο λουλούδι που ξεχώρισε. Μονομιάς ξέφυγε από τον ίλιγγο που τον είχε πιάσει, και η
ίδια η κυρία ντε Συρζίς, αν και ενοχλημένη, έπνιξε μια βαθιά αναπνοή, τόσο η επιθυμία είναι
καμιά φορά μεταδοτική.12
Ο Σουάν βυθίζει το βλέμμα του στο κορσάζ της μαρκησίας –που εύκολα μπορούμε να
υποθέσουμε ότι είναι ντεκολτέ, χάριν της εσπερίδος–, και η μαρκησία, που εντούτοις δεν έχει μάτια στην άκρη των μαστών, αισθάνεται να την κοιτάζουν εκεί και ταράσσεται από αυτό το
βλέμμα. Αυτή είναι η διπλή πραγματικότητα της επιθυμίας. Ας επισημάνουμε εδώ την
ακρίβεια, την πρωτοτυπία και τη λεπτότητα των επιθέτων του Προύστ –βλέμμα προσεκτικό,
σοβαρό, απορροφημένο, σχεδόν επίφροντι– αλλά και τη συσσώρευσή τους για να φθάσει στο
επιθυμητό αποτέλεσμα.
* * *
Ο Παρμενίδης μιας προσφέρει ένα διαφορετικό παράδειγμα σημασιακού πλούτου, με
αφετηρία αυτήν τη φορά τη γραμματική και όχι το λεξιλόγιο:
Λεύσσε δ' όμως απεόντα νόωι παρεόντα βεβαίως
Σκέψου πως τα απόντα είναι με πλήρη βεβαιότητα παρόντα νόωι.
Νόωι είναι η δοτική του νους, κι εδώ η λέξη σημαίνει αναμφισβήτητα σκέψη ή πνεύμα. Μία
μεταξύ άλλων επιπλέον κακοποιημένη φράση από τον Χάιντεγκερ, ο οποίος μεταφράζει το
νόωι ως vernehmen, αντιλαμβάνομαι, αντίληψη. Η φράση του Παρμενίδου σε αυτήν τη
μετάφραση γίνεται άμεσος παραλογισμός· πώς τα απόντα μπορούν να είναι παρόντα μέσω
της αντίληψης, της οποίας εξ ορισμού το αντικείμενο είναι ένα πράγμα απλώς και αμέσως
παρόν; Ασφαλώς, το αντιλαμβάνομαι είναι κι αυτό μια από τις πρώτες σημασίες του νοείν,
αλλά καθόλου η μόνη. Ο Χάιντεγκερ πλανάται μέσα στη μανία του να αποπλατωνίσει τους
προσωκρατικούς όρους. Νόος σημαίνει ακριβώς σκέψη, πνεύμα, ήδη από τους πρώτους
στίχους της Οδύσσειας. Ο Οδυσσεύς, λέγει ο Όμηρος, “πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω”, γνώρισε (κατάλαβε) τη σκέψη, τον τρόπο του σκέπτεσθαι. Νόος, στον στίχο
αυτόν του Παρμενίδου, είναι η ικανότητα να φέρουμε στο παρόν με απόλυτη βεβαιότητα
αυτό που δεν βρίσκεται εδώ. Το απεόν, “αυτό που δεν βρίσκεται εδώ”, μπορεί να είναι μια
ανάμνηση, ένα απόν πρόσωπο, ένα μαθηματικό θεώρημα, η ύπαρξη ανθρώπων από
αμνημονεύτων χρόνων. Ο νους μπορεί να καταστήσει παρόντα όλα αυτά τα αντικείμενα,
έστω και φυσικώς απόντα. Είναι σαφές ότι ο όρος, με αφετηρία το παραπάνω ποιόν του,
πρέπει να κατανοηθεί ως εμπεριέχων τόσο τη φαντασία όσο και τη μνήμη. Πώς να
μεταφράσει κανείς σε μια νεότερη γλώσσα που δεν κλίνει τις λέξεις, όπως τα γαλλικά, αυτή
τη δοτική νόωι; Εδώ ενεργοποιούνται όλες σχεδόν οι χρήσεις της δοτικής που απαριθμούνται στις γραμματικές· η επιλογή μιας εξ αυτών δεν προσφέρει μετάφραση, είναι μια ερμηνεία-
ακρωτηριασμός. Αυτή η δοτική είναι οργανική, μέσω του νου τα απόντα καθίστανται
παρόντα· είναι τοπική, καθίστανται παρόντα στον νου· είναι χαριστική (χάριν του..., for the
sake of), τα απόντα γίνονται παρόντα “για” τον νου· είναι δοτική αντικειμενική, αφού αυτό το
“καθίσταται παρόν” αποβλέπει στον νου· και είναι ασφαλώς κατ' εξοχήν υποκειμενική: τα
απόντα είναι παρόντα “στον” νου, όχι με την έννοια του τόπου, αλλά του υποκειμένου,
ενώπιον του οποίου τα απόντα καθίστανται παρόντα.
(Σημειώσεις)
*Ανέκδοτο. Αυτό το κείμενο, σε κυοφορία εδώ και είκοσι περίπου χρόνια, δεν είναι ασφαλώς
στην κατάσταση ολοκλήρωσης που ο Κ. Καστοριάδης θα ήθελε να του δώσει. Ωστόσο αφ'
ενός το γεγονός ότι αυτές οι “Σημειώσεις” συμπεριλαμβάνονται στους δύο πίνακες των έργων
του που βρέθηκαν, και αφ' ετέρου η πρωτοτυπία του θέματος που πραγματεύονται, όσο και ο
ιδιαίτερος φωτισμός του, μας φάνηκαν ότι δικαιολογούν την παρουσία τους στα έσχατα αυτά
Σταυροδρόμια. (Σ.τ.Ε.) — Figures du pensable, Lex carrefours du labyrinths VI, Παρίσι
1999, σ. 35-61. To τμήμα που αναφέρεται στη Σαπφώ έχει εκδοθεί σε ελληνική απόδοση του
κ. Ζ. Λορεντζάτου στο Μνημόσυνο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ένα φίλο του, Αθήνα 1998. (Σ.τ.Μ.)
[Στο κείμενο αυτό υπάρχουν τρείς κατηγορίες υποσημειώσεων: του συγγραφέα, του Γάλλου
εκδότη και του Έλληνα μεταφραστή. Η πρώτη κατηγορία δεν φέρει κανένα διακριτικό
σημείο, ενώ η δεύτερη και η τρίτη φέρουν αντιστοίχως τα διακριτικά σημεία Σ.τ.Ε. και
Σ.τ.Μ.]
1 Πλαγιάζω, στα γαλλικά ρήμα coucher. Υπενθυμίζουμε ότι ο συγγραφέας απευθύνεται στον
Γάλλο (και γενικότερα ξένο) αναγνώστη, όχι υποχρεωτικά γνώστη της ελληνικής. Αλλά και
σε μας σήμερα μόνο συνειρμικά, μέσω παραγώγων κ.λπ. (δύτης, καταδύομαι), μπορεί να
επανεμφανισθεί η αρχική έννοια της ρίζας του ρήματος δύω. (Σ.τ.Μ.)
2 σελασ-να>αιολ. σελάννα, αττ. σελάνα, σελήνη· πρβλ. νεοελλ. φεγγάρι<φέγγος. (Σ.τ.Μ.)
3 Ανεξήγητες αβλεψίες του συγγραφέως. Πρόκειται περί ανοικτού σμήνους αστερων, το
οποίο βρίσκεται στον αστερισμό του Ταύρου. Βλ. και τις παρατηρήσεις του Γ. Χαβουτσά στα
τεύχη 1708 και 1710 της Νέας Εστίας, στις εκτιμήσεις ωστόσο του οποίου σχετικά με τον
προσδιορισμό της εποχής θα επανέλθουμε. Εν παρόδω, και συμπληρωματικά με τα υπό *, ας
σημειωθεί άπαξ διά παντός ότι μας είναι πρόδηλο πως ο συγγραφέας αναφέρεται στις πηγές
του ή παραπέμπει από μνήμης. Σχετικώς πάντως με τις Πλειάδες, στην Αρχαιότητα πρέπει να εφαίνοντο τουλάχιστον επτά αστέρια (και σήμερα υπό συνθήκες εξαιρετικής ορατότητος
μπορούν να φανούν διά γυμνού οφθαλμού περισσότερα από επτά)· πρβλ. και Ευριπίδου,
Ιφιγένεια εν Αυλίδι 8 “Σείριος εγγύς της επταπόρου Πλειάδος”, εξ ου και γερμ. Siebengestirn,
όπως και απηχήσεις στη λαϊκή ποίηση έως και τον Οδυσσέα Ελύτη, “Η Μάγια”, από τις
Μικρές Κυκλάδες: “Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά”, κ.ο.κ. (Σ.τ.Μ.)
4 Από εδώ και στο εξής, η ορθογραφία αυτής της λέξης αποδίδεται σύμφωνα με την αττική
διάλεκτο, όπου η λέξη δασύνεται, σε αντίθεση με την αιολική της Σαπφούς. (Σ.τ.Ε.)
5 Carmina Anacreontea, επιμ. Μ. L. West, Teubner, Λειψία 1984, 33, (Σ.τ.Μ)
6 219b 10-17. (Σ.τ.Μ.)
7 Κυρίως εν συνθέσει. (Σ.τ.Μ)
8 Στ. 332-375, σχολιασμένοι στη μελέτη μου “Αισχύλεια ανθρωπογονία και σοφόκλεια
αυτοδημιουργία του ανθρώπου”, Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, Παπαζήσης,
Αθήνα 1991, σ. 205-224. Βλ. και Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία, Ύψιλον, Αθήνα 1993,
σ. 11-32. (Σ.τ.Μ.)
9 Β 1263a 30. (Σ.τ.Μ.)
10 Βλ. σημ. 6. (Σ.τ.Ε.)
11 Στ. 781-800. (Σ.τ.Ε.) 
12 Bibliothèque de la Pléiade, Gallimard, τόμ. 2, σ. 707. [Η ελληνική μετάφραση του Π. Α.
Ζάννα, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, Χ, Σόδομα και Γόμορρα, Αθήνα χ.χ., τροποποιημένη,
σ. 134-135. (Σ.τ.Μ.)]

Κ. Π. Καβάφης – ποιητής «ελληνικός» και οικουμενικός


 


Γιάννης Δάλλας

Με τη σύντομη αυτή εισαγωγή θα επιχειρήσω να εξηγήσω την ελληνική και όπως πιστεύω διαμέσου αυτής την οικουμενική διάσταση και αξία του έργου του Καβάφη, βάσει της ποιητικής του. Η αξιοποίηση αυτού του κριτηρίου θα αποτελέσει και τον γνώμονα στην επισκόπηση του θέματος. Και αρχίζοντας, ας προσεγγίσομε το θέμα από την πρόσληψη και από τη θέση που κατέχει η ποίηση του στην ελληνική και την παγκόσμια σκηνή, στην εποχή μας.



Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΠΗΧΗΣΗ
Μία θέση που του είναι σήμερα απολύτως αναγνωρισμένη.
Ι. Είναι αναγνωρισμένη και η πρόσληψη του υποδείγματός του αφομοιωμένη από τους Έλληνες εμάς, με τη ρητή ή άρρητη από όλους μας παραδοχή πως ο Καβάφης είναι ο φυσικός και όχι ένας θετός πατέρας της νεότερης και μάλιστα της νεωτερικής λογοτεχνίας μας· όπως, λ.χ., υπήρξε κατ’ αναλογίαν για τη γαλλική λογοτεχνία ο Απολλιναίρ και διαφορετικά ο υιοθετημένος Έλιοτ για την αγγλική. Ένας ποιητής που άντλησε από τη δική μας ελληνιστική παράδοση την εικονοκλαστική ποιητική του και με την πεζολογία ενός στίχου ανισοσύλλαβου μας απάλλαξε από την ακαδημαϊκή εκφραστική μονοτονία με την παραδεδομένη στιχουργία και τη συντεχνιακή «παλαμική» της γλώσσα. Φυσικά υπήρξε ένας πατέρας πρωτοπόρος, που όμως μας προφύλασσε από τους πειραματισμούς αναφομοίωτων συρμών (τι χάρμα, επί του προκειμένου, εκείνη η «δωρεάν» συζήτησή του με τον Μαρινέττι!). Και έτσι ίδρυσε μια ποίηση πρωτότυπη, διόλου ευεπίφορη σε μαθητείες (σαν εκείνες της σολωμικής ή της ελιοτικής σχολής). Μια ποίηση ιδιόμορφη, που έκαιγε τους πλησιάζοντες το ύφος της (με εξαίρεση ελαχίστων περιπτώσεων: ας πούμε, προπολεμικά του Παπατσώνη και μεταπολεμικά του Κατσαρού). Έτσι εξηγείται η συχνή καταφυγή των αντιπάλων και των άσπονδων ακόμη φίλων του, Αλεξανδρινών και Αθηναίων, σε εύκολες και προκατειλημμένες παρωδίες.
ΙΙ. Η πρωτοτυπία του σταδιακά αναγνωρίστηκε και είναι επαρκώς καταγραμμένη για τους ξένους ομοτέχνους του, αν κρίνομε από την Ανθολογία των ξένων καβαφογενών ποιημάτων του «Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας» (συνταγμένη με την επιμέλεια του Νάσου Βαγενά), που δείχνει την παγκόσμια απήχηση του έργου του Καβάφη, όχι στις λογοτεχνίες του μεγάλου μόνον αναγνωστικού κοινού –αγγλική, αμερικανική, γαλλική, γερμανική, ιταλική και ισπανόφωνη– αλλά και των πιο απομονωμένων και μικρών χωρών, λ.χ. από την Αλβανία ώς ακόμη την Ουρουγουάη. Είναι μια εντυπωσιακή συγκομιδή κειμένων ελασσόνων αλλά και μειζόνων ποιητών (λ.χ. από τον Σαρτόριους έως τον Μπρεχτ εν σχέσει προς τη γερμανόφωνη απήχηση) επηρεασμένων από το στίγμα της φωνής και από τα σχήματα της σκέψης του Καβάφη: κείμενα αφορμημένα από συγκεκριμένα μάλιστα ποιήματα και από τα εντός αυτών μοτίβα τους της συμβολιστικής κυρίως, αλλά σπανιότερα και της ρεαλιστικής ή ιδεολογικής του περιόδου (π.χ. «Η Πόλις», «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», «Ας φρόντιζαν»). Δεν δείχνει βέβαια με τη συγκομιδή αυτή να αναδεικνύεται προς το παρόν ως maître, δημιουργός και αυτός σχολής σαν τους μεγάλους ποιητές του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού (Έλιοτ και Πάουντ). Ενώ μπορούσε να αναδειχθεί, αν κρίνομε και από ορισμένα δείγματα «απελεύθερης» θητείας στο παράδειγμά του (όπως, λ.χ., γίνεται με τα ρωμαϊκά ανάλογα του Γιόζεφ Μπρόντσκι).
Πάντως δείχνεται και με την Ανθολογία αυτήν ως ένας απ’ τους μείζονες της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Και ως ένας απ’ τους πρωτοπόρους, δίχως όμως να εδραιώνεται με την τεχνοτροπία του και να δημιουργεί, όπως είπαμε, σχολή. Ως ένας πρωτοπόρος, όπως τον κατέταξε παλαιότερα ο Μπάουρα και αργότερα ο Εντζενσμπέργκερ, ανάμεσα στους άλλους μείζονες του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Μιά πρωτοπορία, σημειώνομε εμείς, πρωτότυπη και άσχετη από τις δικές τους: δηλαδή παράλληλη, αλλά ανεξάρτητη, από τις λοιπές πρωτοπορίες.
Μιά πρωτοπορία ελληνικής κοπής.


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ
Αυτή είναι η διαφορά του από τους άλλους ποιητές της περιφέρειας, που είναι αναγκασμένοι για τη διαμόρφωση τους, και οι πλέον προικισμένοι, να χειραγωγούνται πρώτα από τους μεγάλους ποιητές και τις ποιητικές του κέντρου. Είναι η ειδοποιός διαφορά του από τους άλλους δυο μεγάλους της παράδοσής μας.
Και ο Κάλβος και ο Σολωμός, συγκεκριμένα, και οι δυο διαμορφώνονται μέσα από την έκδηλη θητεία τους στα ξένα ρεύματα. Και οι δύο επί πολύ, για να μην πω ισόβια, πειραματίζονται συνθέτοντας ο ένας τραγωδίες και ο άλλος λυρικά ποιήματα στη γλώσσα της θητείας τους. Ακόμη και στα ελληνικά τους κείμενα, όπου τελικά κατακυρώνεται η αξία τους, φαίνεται η συμβολή του ιταλικού νεοκλασικισμού και του αγγλικού συγχρόνως προρομαντισμού στην ποίηση του ενός, του ιταλικού ρομαντισμού και της γερμανικής φιλοσοφίας και αισθητικής στην ποίηση του άλλου. Και η αξία τους συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι η μαθητεία τους αυτή αφομοιώθηκε και γόνιμα συντέλεσε στην πλήρη χειραφέτηση και καταξίωση του έργου τους στη μητρική τους γλώσσα.
Διαφορετική είναι η περίπτωση του Κ. Π. Καβάφη. Η ποίησή του και η ποιητική της, όπως είπαμε και μένει να αναλύσομε, είναι ελληνικής καταγωγής και ιδιοσυστασίας. Βέβαια ως ποιητής-πολίτης του καιρού του, από την απόσταση της ευρωπαϊκής του παροικίας, εξαρχής πληροφορείται και ενωτίζεται τα σύγχρονα κινήματα. Και εννοώ: του γαλλικού συμβολισμού (π.χ. γράφει, πρωιμότατα, το «Αλληλουχία κατά Βωδελαίρον», 1891), του αγγλικού ρομαντισμού (π.χ. μεταφράζει τη «Λάμια» του Κητς, το 1893) και προπάντων του αισθητισμού (π.χ. σχολιάζει τις απόψεις, περί των καλών τεχνών, του Ράσκιν, μεταξύ του 1893 και του 1896). Έτσι, από νωρίς διασταυρώνεται με θέματα και τεχνικές μεγάλων ποιητών, π.χ. του Τέννυσον («Ιθάκη», 1910, «Συμεών», 1917), και νωρίτερα, του Μπράουνινγκ «Για τον Βράουνινγκ» (1892, δραματικός μονόλογος).
Και όμως, σε καμιά περίπτωση δεν υποτάσσεται πιστά στα ευρωπαϊκά αυτά κινήματα και δεν ακολουθεί παθητικά τους εκπροσώπους τους. Και όταν τα εκμεταλλεύεται –ιδίως στην αρχή– ποιητικά, και τότε η προσωπική του διαφοροποίηση είναι έκδηλη. Λ.χ., ύστερα από τα πρωτόλεια της παρνασσιακής του μαθητείας (π.χ. «Ινδική εικών», «Πελασγική εικών», «Χαλδαϊκή εικών»), ποιήματα όπως «Τα Βήματα» ή «Του Μαγαζιού» και το «Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος», δεν είναι Ερεντιά ή και Λεκόλ ντε Λιλ, αλλά ούτε βέβαια και Γρυπάρης. Όπως, βέβαια, δεν είναι και Μπωντλαίρ ή Μαλλαρμέ (ως ποιητών των ολικών συμβόλων) τα αντίστοιχα ποιήματά του των πραγματικών (π.χ. «Τα Παράθυρα», «Τείχη», «Πολυέλαιος») και των ιστορικών συμβόλων («Θερμοπύλες», «Τρώες», «Η Σατραπεία»). Όλα αυτά τα ξένα ρεύματα και πρότυπα δεν είναι παρά η περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρά του. Ενώ η πρωτοτυπία του πηγάζει και θεματικά απ’ την ιστορική παράδοση, όπως διαθλάται η σύγχρονη κοσμοπολιτική πραγματικότητα σε αυτήν, μέσα στη συνείδηση ενός ευρωπαΐζοντος στο στιλ του βίου και της καλλιέργειας του πάροικου.
Μέσα από τη διάθλαση αυτή αναδεικνύεται ο «ελληνικός Καβάφης». Όχι ο Έλλην, ούτε ο ελληνίζων, αλλά όπως ο ίδιος τόνισε, ο «ελληνικός». Διαμέσου του «ελληνικού» και ο οικουμενικός. Και οικουμενικός σημαίνει όχι ο εθνικός, αλλά ούτε και ο μυθοπλαστικός. Όχι ο εθνικός «ελληνισμός» του Παλαμά, που κάτω από την οιστρηλασία του γαλλοτραφούς ρομαντισμού του παροξύνθηκε και έσβησε με τη μεγάλη Ιδέα. Ούτε και ο μυθοποιημένος που με την επίνευση του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού σκηνοθετούσε ύστερα από τη μικρασιατική καταστροφή και τη διασπορά δύο πολέμων ο Σεφέρης. Ενώ αντίθετα, ο καβαφικός «ελληνισμός» είναι η κληρονομιά ενός πολιτισμού απαραχάρακτα ιστορικού και ταυτοχρόνως εμβληματικού. Ο κλίβανος, απ’ όπου όπως σημειώνει:

βγήκαμ’ μες·
λληνικς καινούριος κόσμος, μέγας.
[...]
μὲ τν ποικίλη δρσι τν στοχαστικν προσαρμογν.
Καὶ τν Κοινν λληνικὴ Λαλι

Είναι ένας κόσμος που ο Καβάφης τον βιώνει από το βάθος ώς την επιφάνειά του. Μένει και κυκλοφορεί στην αλεξανδρινή του πόλη και έτσι είναι σαν να συνεχίζει την παράδοσή της, που σημαίνει τη φαντασιώνεται και την ανασυνθέτει ως discours. Και επιβάλλει τέλος στη συνείδηση του αναγνώστη με τα θέματά του την εντύπωση μιας ανταπόκρισης προσώπου και Ιστορίας, παρελθόντος και παρόντος. Βλέπει τα «ερείπια της ζωής» του ένα με τα ερείπια της ιστορίας και την Pax Romana των θεμάτων του μέσα από την Pax Britanica των χρόνων του (κατά τον Τσίρκα). Με αυτή του την ελληνική περσόνα εξευρωπαϊσμένη προεκτείνεται και συναντά τη σύγχρονη οικουμένη. Και όπως τόνισα σε μια άλλη ενδοσκόπηση της γλώσσας του:

με τα αγγλογραικικά του να πτολεμαΐζει.


Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΜΙΑΣ «ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ»
Εκεί εδράζεται η οικουμενικότητα και έτσι αντιδιαστέλλεται από τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτοπορίες η πρόταση πρωτοπορίας του Καβάφη. Προτείνει μια ιστορική ποιητική που ως μέθοδος αντίκειται της μυθικής μεθόδου των συγχρόνων του: από τον Πάουντ και τον Έλιοτ έως τον Σεφέρη.
Και γενικότερα, είναι μια οπτική ιστορική που προηγήθηκε από τις σχετικές αναφορές σε ρήξεις του πολιτισμού, στην εποχή μας· και, ακόμη μια ποιητική που μεθοδεύεται ευθέως με ιστορικά σημεία αναφοράς και σημαινόμενα. Πράγματι πριν από τα σύγχρονα κηρύγματα, π.χ. υπέρ της πλήρους ελευθεριότητας των σχέσεων και του πολυπολιτισμού (που αντίκειται στην ομογενοποίηση), ο ποιητής αυτός, εκτός απ’ την ταλάντωση του σώματος ανάμεσα στη στέρηση και στην επιθυμία, είχε μιλήσει έγκαιρα με καίρια επεισόδια για τις έννοιες του κράματος και του συγκρητισμού, των μεταιχμίων των πολιτισμών και των φενακισμών της εξουσίας. Και μίλησε γι’ αυτά με μια ιστορική ποιητική, που είναι η ποιητική των διαμέσων.
Σχετικές είναι και οι πηγές του, από τις οποίες εξαρτώνται οι δύο άξονες του ύφους του. Είναι η Αλεξάνδρεια και πίσω η Ελλάδα «του σκληρού ελληνισμού», αλλά και η Αντιόχεια και πίσω της η Ρώμη της πολιτικής και της παγκόσμιας κυριαρχίας. Είναι ο «ελληνικός» και ο «ασιανός» Καβάφης: ο αισθητής και ο σοφιστής. Είναι ο Καβάφης των επιγραμμάτων: ο ελεγειακός και εξομολογητικός, που μεταδίδει λυρική συγκίνηση· αλλά και ο Καβάφης των ρητορικών «διατριβών» και γυμνασμάτων: ο διανοούμενος με τη ρητορική πειθώ (όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος στο κατά Περίδη «Αυτοεγκώμιο»). Από όπου απορρέει και η διπλή διάστασή του: η συμπαθητική (από το «συμπαθώ», αλλά και το «συμπάσχω») και η αποστασιοποιητική ταυτότητά του. Απορρέει ο δραματικός (κατά τον Σαρεγιάννη) αλλά και ο ειρωνικός (κατά την κρίση των νεότερων) Καβάφης.
Και τελειώνω ανακεφαλαιώνοντας: Με αυτά τα διακριτικά, βγαλμένα από την ελληνική παράδοση, κέρδισε απαράγραπτα την παγκόσμια αναγνώριση η ποίηση του Καβάφη. Με τα ελληνικά ως οικουμενικά στοιχεία της ιστορικής ποιητικής του, καταξιωμένα, ας σημειωθεί, σε δείγματα εντελέστερα από τα αρχαία πρότυπά τους (τα επιγράμματα και τα ρητορικά γυμνάσματα που αναφέραμε) και επίσης απ’ τις νέες τεχνικές (δραματικοί μονόλογοι και εγκιβωτισμός παραθεμάτων που υποδείξαμε). Έτσι «Ο Φληβάς ο Φοίνικας» (του Έλιοτ) και ιδιαίτερα «Ο Επίσκοπος παραγγέλλει τον τάφο του στην εκκλησία της Σάντε Πρασέντε» ή «Η κηδεία του Γραμματικού, κατά την υπόδειξη αντίστοιχα του Ed. Keeley και του Dav. Ricks» (του Μπράουνινγκ) και η μέθοδος κολάζ (που καθιέρωσε ο Πάουντ) δεν είναι παρά σύγχρονες υποδοχές των πρωτοτυπιών που «εκόμισε» από την Παλατινή Ανθολογία τις δύο πρώτες (το επίγραμμα ως είδος και ο δραματικός μονόλογος ως τεχνική) και από τη «Δεύτερη σοφιστική» την τρίτη τεχνική (εγκιβωτισμός του παραθέματος, «σοφιστικά», προς κρίσιν), στη νεότερη λογοτεχνία ο Καβάφης. Μια ακραία εκδοχή του δραματικού μονόλογου έχομε στο ποίημα «Φιλέλλην», όπου ο θεατρικός διάλογος εγκιβωτίζεται στη φωνή του ομιλούντος:

Τν χάραξι φρόντισε τεχνικὰ νὰ γίνει.
[…]
Καὶ τώρα μὴ μὲ ἀρχίζεις εφυολογίες,
τὰ «Ποῦ οἱ Ἕλληνες;» καὶ «Ποῦ τὰ Ἑλληνικ
πίσω π’ τν Ζάγρο δπὸ τὰ Φράατα πέρα».
Τόσοι καὶ τόσοι βαρβαρότεροί μας λλοι
φοῦ τὸ γράφουν, θὰ τὸ γράψουμε κ’ μες.
 […]
στε νελλήνιστοι δν εμεθα, θαρρ.

Σχετικά με το «σοφιστικ» ως έννοιας είναι αρκετά υποδηλωτικός και ο στίχος του:

Τν τερπε σοφιστικὰ ἡ ἀντίφασις

Με αυτά, και με τη γλώσσα που τα κυβερνά και τα ρυθμίζει, γλώσσα απολύτως αντισυντεχνιακή και ως εκ τούτου αμετάδοτη από τους ξένους «λογοτεχνικούς» μεταφραστές (ενώ, αντίθετα, προσφέρεται σε αυτούς ο τόνος της και η ιδιόρρυθμη οπτική γωνία των θεμάτων και των νοημάτων της), γλώσσα που απορρέει μέσα απ’ την «Κοινν λληνικὴ Λαλιά», πολυεπίπεδη και διαχρονική και συνδυάζει έτσι και τις δύο πηγές της, την πεζή της αγοράς και τη λογία των θεσμών και των σπουδαστηρίων· με αυτή τη γλώσσα που ενεργοποιεί εκτός από τη φαντασία και την κριτική διάνοιά μας, επιβάλλεται και η δική του εκδοχή ποιητικής, η πιο προσωπική και ευδιάκριτη ανάμεσα στις άλλες πρωτοπόρες του καιρού μας.

γίνεται με την επιμέλεια των Εκδόσεων ΝΕΦΕΛΗ

files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png


 ΧΡΟΝΟΣ 11 (03.2014) 

- Τοπίο και Έλληνες εικαστικοί

Νέος κύκλος διαλέξεων στο Μουσείο Γουλανδρή, στην Κηφισιά
Πηγή:http://tsavalos.com/2015/02/09/τοπίο-και-έλληνες-εικαστικοί/
DSC01980
Ποια είναι η αντίληψη του τοπίου, πως διαμορφώνεται και ποιες διακυμάνσεις ακολουθεί στην πορεία δυο αιώνων; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην αισθητική των ερειπίων και την αναζήτηση ταυτότητας; Πως σχετίζεται η απεικόνιση του τοπίου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου; Σε ποιο βαθμό καθορίζει το φως την πρόσληψη του τοπίου; Με ποιους τρόπους περνούν οι κατακτήσεις του ευρωπαϊκού μοντερνισμού στην ελληνική ζωγραφική; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στον μοντερνισμό και την παράδοση;
Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια ερωτήματα θα προσπαθήσει να απαντήσει ο νέος κύκλος διαλέξεων του Παντελή Τσάβαλου που πραγματοποιείται στο Μουσείο Γουλανδρή – Φυσικής Ιστορίας, στην Κηφισιά. Πρόκειται για έναν κύκλο τριών διαλέξεων που παρακολουθεί τους τρόπους με τους οποίους απεικονίζεται το τοπίο στην ελληνική ζωγραφική του 19ου και του 20ου αιώνα. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντός είναι βέβαια η ζωγραφική, θα γίνει όμως και μια αρκετά ενδιαφέρουσα επισκόπηση του θέματος και των τρόπων απόδοσής του στην χαρακτική και τη φωτογραφία.
DSC02289
Οι καλλιτέχνες στων οποίων το έργο θα επικεντρωθούμε είναι οι Γιαλινάς, Βολανάκης, Γύζης, Αλταμούρας, Πανταζής, Ράλλης, Σαββίδης, Θωμόπουλος, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Μπουζιάνης, Παπαλουκάς, Αστεριάδης, Κόντογλου, Κοντόπουλος, Σπυρόπουλος, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Τσίγκος, Στέρης, Τέτσης, Χουλιαράς και πολλοί άλλοι .
IMG_8235
Ημερομηνίες διαλέξεων:
Δευτέρα 9, Δευτέρα 16 και Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015, 18:30-20:30, στο Μουσείο Γουλανδρή, Λεβίδου 13, Κηφισιά (η είσοδος είναι από την οδό Όθωνος 100 – 3ο φανάρι μετά τον τροχονόμο της Κηφισιάς).
Για περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στα τηλέφωνα :
210 – 80.83.289 και 210 – 80.15.870 (10:00 – 14:00 καθημερινά)